Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Ν Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Ο Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
  ξάδελφος   ξύστρα

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Ξξ

eikona389

 

 

 

ξάδελφος [ο], ξαδέλφη [η] ουσιαστικό (ξάδελφοι, ξαδέλφες)

check1 O ξάδελφος ή η ξαδέλφη σου είναι το αγόρι ή το κορίτσι του θείου ή της θείας σου.  pen1 Η Αλίκη, η κόρη της θείας Κατερίνας, είναι ξαδέλφη του Κώστα και της Αθηνάς.  romvos ξαδελφούλης, ξαδελφούλα, ξαδελφάκι  music ξά-δελ-φος
–Λέμε και ξάδερφος και ξαδέρφη. Στον πληθυντικό λέμε και τα ξαδέλφια ή τα ξαδέρφια. Λέμε επίσης και εξάδελφος, εξαδέλφη.

 

 

ξακουστός, ξακουστή, ξακουστό επίθετο (ξακουστοί, ξακουστές, ξακουστά) 

check1 Όταν κάτι είναι ξακουστό, είναι γνωστό σε πάρα πολύ κόσμο.  pen1 Oι ξένοι που έρχονται στην Ελλάδα επισκέπτονται την ξακουστή Ακρόπολη των Αθηνών. 

circle1 φημισμένος, διάσημος  circle2 άγνωστος  romvos ακούω  music ξα-κου-στός

 

 

ξανά επίρρημα  

check1 Όταν κάνεις κάτι ξανά, το κάνεις άλλη μία φορά.

pen1 «Κώστα, διάβασε το μάθημα ξανά, σε παρακαλώ» είπε η κυρία Μαργαρίτα».  
check2 Μπορείς να βάλεις το ξανα-μπροστά από άλλες λέξεις για να δείξεις ότι αυτό που λένε οι λέξεις γίνεται μία φορά ακόμα.  pen1 Η Αθηνά ξανάγραψε την ορθογραφία για να τη μάθει καλά.  music ξα-νά

 

 

ξανθός, ξανθή/ξανθιά, ξανθό επίθετο (ξανθοί, ξανθές/ξανθιές, ξανθά) 

eikona390

check1 Όταν κάποιος έχει ξανθά μαλλιά, τα μαλλιά του έχουν χρώμα προς το ανοιχτό κίτρινο ή χρυσαφί.

check2 (σαν ουσιαστικό) Ξανθιά είναι η γυναίκα που έχει ξανθά μαλλιά.  pen1 «Κατερίνα, ποια είναι η ξανθιά που παίζει στο έργο;» ρώτησε ο θείος Σταμάτης.  romvosξανθομάλλης, ξανθούλης, ξανθούλα, ξανθούλικος  music ξαν-θός

 

 

ξάπλα [η] ουσιαστικό (ξάπλες) velos ξαπλώνω

 

 

ξαπλώνω ρήμα (ξάπλωσα, θα ξαπλώσω)

eikona391

check1 Όταν ξαπλώνεις, πέφτεις στο κρεβάτι για να κοιμηθείς ή για να ξεκουραστείς.

circle2 στέκομαι όρθιος  

check2 Στο έργο ο αστυνομικός έδωσε μία μπουνιά στον κλέφτη και τον ξάπλωσε κάτω. Τον έριξε κάτω. 

romvos O θείος Αλέκος αγαπάει πολύ την ξάπλα μπροστά στη τηλεόραση. Τον ξεκουράζει να είναι ξαπλωμένος. «Όλο ξαπλωτός κάθεσαι, θείε» τον πειράζει η Αθηνά.  circle2 όρθιος  music ξα-πλώ-νω

 

 

ξαστεριά [η] ουσιαστικό (ξαστεριές) 

check1 Όταν τη νύχτα έχει ξαστεριά, ο ουρανός είναι καθαρός χωρίς σύννεφα και γεμάτος αστέρια.  circle2 συννεφιά  romvos Όταν έχει ξαστεριά, ο ουρανός είναι ξάστερος. 

circle2 συννεφιασμένος αστέρι  music ξα-στε-ριά

 

 

ξάστερος, ξάστερη, ξάστερο επίθετο (ξάστεροι, ξάστερες, ξάστερα) velos ξαστεριά

 

 

ξαφνιάζω, ξαφνιάζομαι ρήμα (ξάφνιασα, θα ξαφνιάσω)

check1 Όταν ξαφνιάζεις κάποιον, τον τρομάζεις, επειδή κάνεις ξαφνικά κάτι που δεν περιμένει.  pen1 Η Αθηνά είδε ξαφνικά το Νίκο μπροστά της και ξαφνιάστηκε. Δεν τον είχε ακούσει να μπαίνει στο δωμάτιο.  
check2 Όλοι ξαφνιάστηκαν όταν έμαθαν για την εξαφάνιση της Ροζαλίας. Ένιωσαν έκπληξη.  romvos ξαφνικός  music ξαφ-νιά-ζω

 

 

ξαφνικά επίρρημα velos ξαφνικός

 

 

ξαφνικός, ξαφνική, ξαφνικό επίθετο (ξαφνικοί, ξαφνικές, ξαφνικά)

check1 Όταν κάτι είναι ξαφνικό, συμβαίνει γρήγορα και χωρίς να το περιμένουμε.

pen1 Χθες το απόγευμα έπιασε μία ξαφνική βροχή. Η Ροζαλία δεν πρόλαβε να κρυφτεί κι έγινε μούσκεμα.  circle2 αναμενόμενος  romvos Άρχισε να βρέχει ξαφνικά. ξαφνιάζω

music ξαφ-νι-κός

 

 

ξε-   

check1 Πολλές φορές, όταν βάζω το ξε- μπροστά σε μία λέξη, τότε η σημασία της γίνεται αντίθετη απ' ό,τι πριν.  pen1 Η Αθηνά κόλλησε τ' αυτοκόλλητα στα τετράδιά της αλλά μετά είδε ότι είχε βάλει λάθος αυτοκόλλητα σε δύο τετράδια. Τα ξεκόλλησε ένα ένα και τα ξανακόλλησε σωστά.  music ξε-

 

 

ξεγελώ και ξεγελάω, ξεγελιέμαι ρήμα (ξεγέλασα, θα ξεγελάσω)

check1 Όταν ξεγελάς κάποιον, του λες ψέματα και τον κάνεις να πιστέψει αυτό που θέλεις εσύ ή να κάνει αυτό που θέλεις εσύ.  pen1 Στο έργο που έβλεπε η θεία Κατερίνα ο κλέφτης ξεγέλασε τη γιαγιά και της πήρε τα χρήματα.  circle1 κοροϊδεύω

romvos γελώ  music ξε-γε-λώ

 

 

ξεγλιστρώ ρήμα (ξεγλίστρησα, θα ξεγλιστρήσω)   

check1 Όταν ξεγλιστράς από κάτι που σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα, καταφέρνεις να ξεφύγεις απ' αυτό.  pen1 O Κώστας ξεγλίστρησε από την ερώτηση που δεν ήξερε ν' απαντήσει λέγοντας ότι δεν είχε καταλάβει καλά το μάθημα.  circle1 ξεφεύγω

romvos ξεγλίστρημα γλιστρώ  music ξε-γλι-στρώ

 

 

ξεγυμνώνω, ξεγυμνώνομαι ρήμα (ξεγύμνωσα, θα ξεγυμνώσω) 

check1 Όταν ξεγυμνώνεις κάποιον, του βγάζεις όλα τα ρούχα του. 

romvos ξεγύμνωμα, γυμνός  music ξε-γυ-μνώ-νω

 

 

ξεθωριάζω ρήμα (ξεθώριασα, θα ξεθωριάσω)  

check1 Η κυρία Μαργαρίτα δεν αφήνει τα χρωματιστά ρούχα απλωμένα στον ήλιο για πολλή ώρα, γιατί τα χρώματά τους ξεθωριάζουν. Γίνονται πιο ανοιχτά προς το άσπρο. circle1 ξεβάφω  romvos ξεθώριασμα  music ξε-θω-ριά-ζω

 

 

ξεκαρδίζομαι ρήμα (ξεκαρδίστηκα, θα ξεκαρδιστώ) 

check1 Όταν ξεκαρδίζεσαι στα γέλια,γελάς με την καρδιά σου, πάρα πολύ.  

pen1 Η Αθηνά και η Ελένη ξεκαρδίστηκαν στα γέλια με τ'ανέκδοτα του Νίκου. 

romvos ξεκαρδιστικός, καρδιά  music ξε-καρ-δί-ζο-μαι

 

 

ξεκινώ και ξεκινάω ρήμα (ξεκίνησα, θα ξεκινήσω) 

check1 Όταν ξεκινάς να κάνεις κάτι, αρχίζεις να κάνεις κάτι.  

pen1 O θείος Σταμάτης ξεκίνησε να βλέπει σινεμά από πολύ μικρός.  
check2 Όταν ξεκινάς από κάπου, φεύγεις από εκεί για να πας κάπου άλλου.  

pen1 O θείος Σταμάτης ξεκίνησε από το σπίτι για να πάει σινεμά αλλά στο δρόμο κατάλαβε ότι είχε ξεχάσει το πορτοφόλι του.  romvos Με το ξεκίνημα του έργου έσβησαν τα φώτα στο σινεμά.  music ξε-κι-νώ

 

 

ξεκουφαίνω, ξεκουφαίνομαι ρήμα (ξεκούφανα, θα ξεκουφάνω)

eikona392

check1 Όταν ξεκουφαίνεις κάποιον με τις φωνές σου, φωνάζεις τόσο πολύ και τόσο δυνατά, που τον ενοχλείς και δεν μπορεί να σ' ακούσει άλλο.  

romvos κουφός  music ξε-κου-φαί-νω

 

 

ξεμαλλιάζω, ξεμαλλιάζομαι ρήμα (ξεμάλλιασα, θα ξεμαλλιάσω)

check1 Όταν ξεμαλλιάζεις κάποιον, τον τραβάς δυνατά από τα μαλλιά, συνήθως επειδή τσακώνεσαι μαζί του. 

check2 Όταν σε ξεμαλλιάζει ο αέρας, σου χαλάει το χτένισμα των μαλλιών σου. 

romvos μαλλιά  music ξε-μαλ-λιά-ζω

 

 

ξενοδοχείο [το] ουσιαστικό (ξενοδοχεία)

eikona393

check1 Όταν ταξιδεύουμε μακριά από το σπίτι μας ή κάνουμε διακοπές, μπορούμε να μείνουμε μερικές νύχτες στο ξενοδοχείο

romvos O ξενοδόχος είναι αυτός που έχει το ξενοδοχείο. ξένος  

music ξε-νο-δο-χεί-ο

 

 

 

ξένος, ξένη, ξένο επίθετο (ξένοι, ξένες, ξένα) 

check1 Όταν κάτι είναι ξένο, δεν είναι δικό σου.

pen1 «Δεν πρέπει να πειράζουμε τα ξένα βιβλία και τετράδια» είπε η δασκάλα.  
check2 Όταν κάποιος είναι ξένος, δεν είναι Έλληνας αλλά κατάγεται από άλλη χώρα.

circle1 αλλοδαπός   

check2 «Να είσαι πιο ευγενικός μπροστά σε ξένους ανθρώπους» είπε στον κύριο Μιχάλη η θεία του. Μπροστά σε ανθρώπους που δεν ανήκουν στην οικογένειά σου.

check2 (σαν ουσιαστικό) «Να ντυθείς καλά, γιατί έχουμε ξένους απόψε στο σπίτι» είπε η θεία Κατερίνα στο θείο Σταμάτη. Έχουμε επισκέπτες.  romvos ξενοδοχείο  music ξέ-νος

 

 

ξενύχτης [ο], ξενύχτισσα [η] ουσιαστικό (ξενύχτηδες και ξενύχτισσες) velos ξενυχτώ

 

 

ξενύχτι [το] ουσιαστικό (ξενύχτια) velos ξενυχτώ

 

 

ξενυχτώ και ξενυχτάω ρήμα (ξενύχτησα, θα ξενυχτήσω) 

check1 Όταν ξενυχτάς, μένεις ξύπνιος όλη τη νύχτα ή τις περισσότερες ώρες της νύχτας.   

check2 Του κυρίου Γιάννη δεν του αρέσει να ξενυχτάει. Δεν του αρέσει να διασκεδάζει μέχρι το πρωί.  romvos «Κάθε Δεκαπενταύγουστο κάνουμε ένα μεγάλο ξενύχτι στο πανηγύρι της Παναγίας» είπε ο Κώστας. «Γινόμαστε κι εμείς ξενύχτηδες» συμπλήρωσε η Αθηνά χαμογελώντας. νύχτα  music ξε-νυ-χτώ

 

 

ξεπαγιάζω ρήμα (ξεπάγιασα, θα ξεπαγιάσω) 

check1 «Χθες το βράδυ δεν είχαμε καλοριφέρ, γιατί είχε διακοπή ρεύματος και ξεπαγιάσαμε από το κρύο» είπε η Αθηνά. Κρυώσαμε πάρα πολύ. 

romvos ξεπάγιασμα, πάγος  music ξε-πα-γιά-ζω

 

 

ξεπατώνω, ξεπατώνομαι ρήμα (ξεπάτωσα, θα ξεπατώσω)  

check1 Τα παπούτσια της Αλίκης ξεπατώθηκαν από το πολύ τρέξιμο. Χάλασαν.  

check2 Όταν ξεπατώνεσαι στη δουλειά, κουράζεσαι πάρα πολύ.  pen1 Η θεία Κατερίνα ξεπατώθηκε στη δουλειά για να καθαρίσει και να ετοιμάσει το σπίτι για τη γιορτή του θείου Σταμάτη.  romvos ξεπάτωμα, πάτος  music ξε-πα-τώ-νω

 

 

ξεπερνώ και ξεπερνάω, ξεπερνιέμαι ρήμα (ξεπέρασα, θα ξεπεράσω) 

check1 Όταν ξεπερνάς κάποιον, πηγαίνεις μπροστά απ' αυτόν και τον αφήνεις πίσω.

pen1 O Ίγκλι ξεπέρασε τον Κώστα κι έφτασε πρώτος στην πόρτα του σχολείου.

circle1 προηγούμαι  circle2 μένω πίσω   
check2 Όταν ξεπερνάς κάποιον, δείχνεις ότι είσαι καλύτερος απ' αυτόν σε κάτι.

pen1Η Αθηνά ξεπέρασε όλους τους συμμαθητές της στο διαγώνισμα της αριθμητικής.

circle1 βγαίνω πρώτος   
check2 O αγώνας ξεπέρασε τη μία ώρα. Κράτησε πάνω από μία ώρα.  

romvos περνώ  music ξε-περ-νώ

 

 

ξεπετώ, ξεπετάγομαι ρήμα (ξεπέταξα, θα ξεπετάξω)

check1 Όταν ξεπετάς κάτι, το τελειώνεις πολύ γρήγορα.  

pen1 O Κώστας ξεπέταξε το διάβασμα για να παίξει ποδόσφαιρο.  
check2 Όταν ξεπετάγεσαι, εμφανίζεσαι ξαφνικά μπροστά σε κάποιον χωρίς να το περιμένει.  pen1 O σκύλος του κυρίου Μιχάλη ξεπετάχτηκε μπροστά στην Ελένη και την τρόμαξε.  romvos ξεπέταγμα  music ξε-πε-τώ

 

 

ξεπηδώ και ξεπηδάω ρήμα (ξεπήδησα, θα ξεπηδήσω)

eikona394

check1 Όταν κάτι ξεπηδά, βγαίνει προς τα πάνω μέσα από κάτι άλλο.  pen1 «Κοίτα το νερό που ξεπηδάει από την πηγή» είπε ο θείος Αλέκος στην Αθηνά.  circle1 ξεπετάγομαι 

romvos πηδώ  music ξε-πη-δώ

 

 

 

ξεπλένω, ξεπλένομαι ρήμα (ξέπλυνα, θα ξεπλύνω)

check1 Όταν ξεπλένεις κάτι, του ρίχνεις καθαρό νερό για να φύγει η σαπουνάδα και να τελειώσεις έτσι το πλύσιμό του.  pen1 Η Αλίκη ξεπλένει καλά τα μαλλιά της, όταν λούζεται για να μη μείνει σαμπουάν πάνω τους.  romvos πλένω  music ξε-πλέ-νω

 

 

ξεριζώνω, ξεριζώνομαι ρήμα (ξερίζωσα, θα ξεριζώσω)

eikona395

check1 O δυνατός αέρας ξερίζωσε το δέντρο που είναι έξω από το σπίτι του κυρίου Μιχάλη. Το έβγαλε από το χώμα με τις ρίζες τους.

romvos ρίζα  music ξε-ρι-ζώ-νω

 

 

 

ξερός, ξερή, ξερό επίθετο (ξεροί, ξερές, ξερά)

check1 Όταν κάτι είναι ξερό, δεν έχει καθόλου νερό.  pen1 Μετά το ποδόσφαιρο, ο Κώστας ένιωθε το στόμα του ξερό. Διψούσε πολύ.  circle1 στεγνός  circle2 υγρός   

check2 O κύριος Γιάννης ξέχασε τα μπιφτέκια στη φωτιά κι έγιναν ξερά. Έχασαν το ζουμί τους.  circle2 μαλακός 

eikona396

check2 Η Αλίκη έπεσε ξερή στο κρεβάτι. Ήταν τόσο κουρασμένη. Έπεσε αναίσθητη. Η Αθηνά έμεινε ξερή, όταν έμαθε τα κακά νέα για τη Ροζαλία. Κοκάλωσε.  romvos Τα λουλούδια της κυρίας Μαργαρίτας ξεράθηκαν από την πολλή ζέστη. ξερονήσι  music ξε-ρός

 

 

ξέρω ρήμα (ήξερα, θα ξέρω)

check1 Όταν ξέρεις κάτι, το γνωρίζεις, το έχεις στο μυαλό σου και δε χρειάζεται να το μάθεις.  pen1 O Κώστας ήξερε για τη γιορτή που ετοίμαζε η θεία Κατερίνα αλλά δεν είπε τίποτα για να μη χαλάσει την έκπληξη.  
check2 Όταν ξέρεις κάτι, το γνωρίζεις καλά, επειδή το έχεις διαβάσει πολλές φορές ή επειδή έχεις ασχοληθεί μαζί του και το έχεις μάθει.  pen1 «Σήμερα ξέρω πολύ καλά την ορθογραφία μου» είπε ο Ίγκλι.  
check2 Όταν ξέρεις κάποιον, τον γνωρίζεις επειδή έχετε συναντηθεί μαζί κι άλλες φορές.

pen1 O Νίκος ξέρει πολλά παιδιά από την τάξη της Αθηνάς.  music ξέ-ρω

 

 

ξεσηκώνω, ξεσηκώνομαι ρήμα (ξεσήκωσα, θα ξεσηκώσω)

check1 Όταν ξεσηκώνεις κάποιον, του χαλάς την ηρεμία και την ησυχία.  

pen1 O κύριος Μιχάλης ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά με τις φωνές του.  
check2 Όταν ξεσηκώνεις κάποιον, τον κάνεις να θέλει να βγει έξω να διασκεδάσει. Εκείνος τότε ξεσηκώνεται.  pen1 O Κώστας και ο Νίκος είδαν τον καλό καιρό και ξεσηκώθηκαν για να πάνε εκδρομή.  romvos σηκώνω  music ξε-ση-κώ-νω

 

 

ξεσκονίζω, ξεσκονίζομαι ρήμα (ξεσκόνισα, θα ξεσκονίσω)

eikona397

check1 Όταν ξεσκονίζεις, παίρνεις ένα πανί ή μία βούρτσα και μαζεύεις τη σκόνη που υπάρχει στα έπιπλα του σπιτιού για να γίνουν καθαρά.  pen1 Η μητέρα του Ίγκλι ξεσκονίζει τακτικά το σπίτι τους.  romvos Της αρέσει να ασχολείται με το ξεσκόνισμα. Είναι όλη την ώρα με το ξεσκονόπανο στο χέρι. σκόνη  music ξε-σκο-νί-ζω

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

 

 

ξεσκονόπανο [το] ουσιαστικό (ξεσκονόπανα) velosξεσκονίζω

 

 

ξεσπώ και ξεσπάω ρήμα (ξέσπασα, θα ξεσπάσω)

check1 Όταν κάτι ξεσπά, τότε γίνεται απότομα και με μεγάλη δύναμη.  pen1 Χθες ξέσπασε δυνατή βροχή και γέμισαν οι δρόμοι με νερά. Η Αθηνά δεν έβρισκε τη Ροζαλία και ξέσπασε σε κλάματα, όταν της είπαν ότι είχε χαθεί στη βροχή.  music ξε-σπώ

 

 

ξετρελαίνω, ξετρελαίνομαι ρήμα (ξετρελάθηκα, θα ξετρελαθώ)

check1 Όταν κάτι σε ξετρελαίνει, σου αρέσει πάρα πολύ, σ' ενθουσιάζει.  

pen1 Το καινούργιο ποδήλατο ξετρέλανε την Αθηνά.  circle1 ξεμυαλίζω 

romvos τρελαίνω, τρελός, τρέλα  music ξε-τρε-λαί-νω

 

 

ξετρυπώνω ρήμα (ξετρύπωσα, θα ξετρυπώσω)

check1 Όταν ξετρυπώνεις κάτι, βρίσκεις κάτι που ήταν κρυμμένο, που δε φαινόταν ή που ήταν ξεχασμένο κάπου.  pen1 «Πού την ξετρύπωσες αυτή την κούκλα, Αθηνά;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα. «Έχω να τη δω από τότε που ήσουν πολύ μικρή κι έπαιζες μαζί της».  circle1 βρίσκω  
check2 «Από πού ξετρύπωσε πάλι αυτός;» ρώτησε η Αθηνά, όταν είδε το Νίκο να εμφανίζεται ξαφνικά.  romvos τρύπα, τρυπώνω  music ξε-τρυ-πώ-νω

 

 

ξεφαντώνω ρήμα (ξεφάντωσα, θα ξεφαντώσω)

check1 Όταν ξεφαντώνεις, διασκεδάζεις πολύ με χορό και τραγούδια.  pen1«Σήμερα έχουμε γιορτή στο σπίτι» είπε η θεία Κατερίνα. «Θα φάμε, θα πιούμε και θα ξεφαντώσουμε».  circle1 γλεντώ  romvos «Τι ωραία γιορτή, τι ξεφάντωμα ήταν αυτό» είπε ο κύριος Γιάννης, όταν έφυγαν από το σπίτι της θείας Κατερίνας και του θείου Σταμάτη.  circle1 γλέντι  music ξε-φα-ντώ-νω

 

 

ξεφεύγω ρήμα (ξέφυγα, θα ξεφύγω)

check1 Όταν ξεφεύγεις, καταφέρνεις να φύγεις μακριά από κάποιον που σε κυνηγά.

pen1 Η Ροζαλία έτρεχε πολύ γρήγορα και ξέφυγε από το σκύλο που την κυνηγούσε.  
check2 Όταν κάτι σου ξεφεύγει, μετακινείται από τη θέση που βρίσκεται.  pen1 «Μου ξέφυγε το βάζο από τα χέρια κι έπεσε στο πάτωμα» είπε ο Κώστας στη μητέρα του. 

check2 Όταν κάτι σου ξεφεύγει, λες ένα μυστικό ή μία άσχημη λέξη που δεν έπρεπε να πεις.  pen1 «Πρόσεξε μη σου ξεφύγει τίποτε» είπε η Αθηνά στον Κώστα. «Θα χαλάσει η έκπληξη που ετοιμάζουμε για τη γιορτή του θείου Σταμάτη».  music ξε-φεύ-γω

 

 

ξεφλουδίζω, ξεφλουδίζομαι ρήμα (ξεφλούδισα, θα ξεφλουδίσω)

check1 Όταν ξεφλουδίζεις ένα φρούτο, βγάζεις τη φλούδα που έχει και κρατάς το υπόλοιπο.  pen1 Της Αθηνάς της αρέσουν πιο πολύ οι μπανάνες,
γιατί τις ξεφλουδίζει πιο εύκολα από τ' άλλα φρούτα.
  

eikona398

check2 Όταν ξεφλουδίζεις ή ξεφλουδίζεσαι, βγαίνουν μικρά κομμάτια ξερό δέρμα από τα χέρια και το πρόσωπό σου, επειδή ξεράθηκαν από τον ήλιο και τη θάλασσα.

romvos φλούδα  music ξε-φλου-δί-ζω

 

 

ξεφορτώνω, ξεφορτώνομαι ρήμα (ξεφόρτωσα, θα ξεφορτώσω) 

check1 Oι εργάτες έτρεξαν να ξεφορτώσουν το φορτηγό. Έτρεξαν να βγάλουν τα πράγματα από το φορτηγό.  

check2 Η θεία Κατερίνα αγόρασε καινούρια έπιπλα και θέλει να ξεφορτωθεί τα παλιά. Θέλει να διώξει τα παλιά, γιατί την ενοχλούν. 

romvos φορτίο, φορτώνω  music ξε-φορ-τώ-νω

 

 

ξεφουρνίζω ρήμα (ξεφούρνισα, θα ξεφουρνίσω)

check1 Όταν ξεφουρνίζεις κάτι, το βγάζεις από το φούρνο που το είχες βάλει για να ψηθεί.  circle2 φουρνίζω   
check2 Λέμε ακόμη ότι ξεφουρνίζεις κάτι, όταν λες κάτι ξαφνικά χωρίς να το περιμένει κανείς. pen1 Μόλις ο Ίγκλι γύρισε σπίτι, το ξεφούρνισε. Ήθελε να πάει εκδρομή με τον Κώστα και το Νίκο.  romvos φούρνος  music ξε-φουρ-νί-ζω

 

 

ξέφτι [το] ουσιαστικό (ξέφτια) velos ξεφτίζω

 

 

ξεφτίζω ρήμα (ξέφτισα, θα ξεφτίσω)

check1 Όταν ένα ρούχο ξεφτίζει, ξηλώνεται σιγά σιγά, επειδή το φοράμε συνέχεια.

pen1 «Μην το βάλεις αυτό το παντελόνι, Αθηνά!» είπε κυρία Μαργαρίτα. «Έχει αρχίσει να ξεφτίζει και πρέπει να το ράψουμε».  romvos Όταν κάτι ξεφτίζει, γεμίζει ξέφτια, δηλαδή κρέμονται από τις άκρες του μικρές κλωστές.  music ξε-φτί-ζω

 

 

ξεφυλλίζω ρήμα (ξεφύλλισα, θα ξεφυλλίσω)

eikona399

check1 Όταν ξεφυλλίζεις ένα βιβλίο ή ένα περιοδικό, γυρίζεις ένα ένα τα φύλλα του γρήγορα και διαβάζεις πολύ λίγες λέξεις σε κάθε σελίδα, συνήθως αυτές που έχουν έντονα ή χρωματιστά γράμματα και μεγάλο μέγεθος ή βλέπεις μόνο τις εικόνεςπου υπάρχουν.  

romvos φύλλο  music ξε-φυλ-λί-ζω

 

 

ξεφυτρώνω ρήμα (ξεφύτρωσα, θα ξεφυτρώσω)

check1 Όταν κάποιος ξεφυτρώνει, παρουσιάζεται ξαφνικά χωρίς να τον περιμένει κανείς.

pen1 «Από πού ξεφύτρωσε πάλι αυτός;» ρώτησε ο Ίγκλι, όταν είδε το σκύλο του κυρίου Μιχάλη να έρχεται ξαφνικά μπροστά του.  circle1 ξεπετάγομαι 

romvos φυτρώνω  music ξε-φυ-τρώ-νω

 

 

ξεφωνητό [το] ουσιαστικό (ξεφωνητά) velos ξεφωνίζω

 

 

ξεφωνίζω ρήμα (ξεφώνισα, θα ξεφωνίσω)

check1 Όταν ξεφωνίζεις, φωνάζεις πολύ δυνατά.

pen1 -Τι ξεφωνίζεις έτσι, Μιχάλη; -Κάποιος έσπασε το τζάμι, θεία!

romvosO κύριος Μιχάλης χάλασε τον κόσμο με τα ξεφωνητά του. φωνή  

music ξε-φω-νί-ζω

 

 

ξέφωτο [το] ουσιαστικό (ξέφωτα)

check1 Το ξέφωτο είναι ένα κομμάτι γης μέσα στο δάσος που δεν έχει καθόλου δέντρα.  romvos φως  music ξέ-φω-το

 

 

ξεχασιάρης, ξεχασιάρα, ξεχασιάρικο επίθετο (ξεχασιάρηδες, ξεχασιάρες, ξεχασιάρικα) velos ξεχνώ

 

 

ξεχειλίζω ρήμα (ξεχείλισα, θα ξεχειλίσω)

check1 Όταν το ποτήρι ξεχειλίζει, τότε το ποτήρι έχει γεμίσει και το νερό χύνεται απέξω.

pen1 «Σταμάτα, μη βάζεις άλλο νερό, το ποτήρι έχει ξεχειλίσει και θα βρέξεις το τραπεζομάντιλο!» φώναξε ο θείος Τάκης στην Αθηνά  
check2 Λέμε ότι ξεχείλισε το ποτήρι, όταν θέλουμε να δείξουμε ότι δεν έχουμε πια υπομονή.  romvos O θείος Αλέκος λέει ότι με το ξεχείλισμα του ποταμού γέμισαν με νερό όλα τα χωράφια του χωριού. χείλος  music ξε-χει-λί-ζω

 

 

ξεχειλώνω ρήμα (ξεχείλωσα, θα ξεχειλώσω)

check1 Όταν τα ρούχα σου ξεχειλώνουν, τότε γίνονται πιο φαρδιά και μεγάλα απ' ό,τι πριν.  pen1 «Μην τραβάς την μπλούζα σου έτσι, θα την ξεχειλώσεις!» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα.  romvos ξεχείλωμα  music ξε-χει-λώ-νω

 

 

ξεχνώ και ξεχνάω, ξεχνιέμαι ρήμα (ξέχασα, θα ξεχάσω)

check1 Όταν ξεχνάς κάτι, δεν το έχεις πια στο μυαλό σου, δεν το θυμάσαι.  

pen1O Ίγκλι ξέχασε σε ποιο μέρος είχε βάλει τ' αυτοκινητάκια του. Άρχισε λοιπόν να ψάχνει στο πατάρι. Εκεί βρήκε πολλά ξεχασμένα παιχνίδια, αλλά όχι τ' αυτοκινητάκια του.  circle2 θυμάμαι  
check2 Όταν ξεχνάς να κάνεις κάτι, παραλείπεις κάτι που έπρεπε να κάνεις.

pen1 O Κώστας ξέχασε να φέρει το τετράδιο της αριθμητικής και δεν μπορούσε ν' αντιγράψει τις ασκήσεις από τον πίνακα.  circle2 θυμάμαι  
check2 O Νίκος ξεχάστηκε με το ποδόσφαιρο και γύρισε αργά στο σπίτι.  romvosO Κώστας δεν είναι ξεχασιάρης. Χθες για πρώτη φορά ξέχασε το τετράδιό του.  music ξε-χνώ

 

 

ξεχωρίζω ρήμα (ξεχώρισα, θα ξεχωρίσω)

check1 O Κώστας ξεχώρισε τις ξύλινες μπογιές από τους μαρκαδόρους. Έβαλε τις μπογιές αλλού και τους μαρκαδόρους αλλού.   
check2 Η δασκάλα της Αθηνάς δεν ξεχωρίζει κανένα παιδί, όλα τ' αγαπά το ίδιο.

circle1 προτιμώ

check2 Μέσα στο σκοτάδι δεν ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις αν ήταν η Ροζαλία ή άλλη γάτα. Δεν ήταν εύκολο να καταλάβεις.  circle1 διακρίνω  romvos O Κώστας βάζει τις ξύλινες μπογιές και τους μαρκαδόρους σε ξεχωριστές θήκες στην κασετίνα του.  

circle1 χωριστός, διαφορετικός  music ξε-χω-ρί-ζω

 

 

ξηλώνω, ξηλώνομαι ρήμα (ξήλωσα, θα ξηλώσω)

eikona400

check1 Όταν ξηλώνεις ένα ρούχο, ξεχωρίζεις τις ραφές του κόβοντας τις κλωστές που τις ενώνουν.   pen1 Η μητέρα του Ίγκλι έραψε τη μπλούζα που ξηλώθηκε.

check2 O αέρας ήταν τόσο δυνατός, που ξήλωσε τα κεραμίδια από τη σκεπή του σπιτιού του κυρίου Μιχάλη. Τα έβγαλε με βίαιο τρόπο από τη θέση που ήταν.

romvos ξήλωμα  music ξη-λώ-νω

 

 

ξημέρωμα [το] ουσιαστικό (ξημερώματα) velos ξημερώνω

 

 

ξημερώνω, ξημερώνομαι ρήμα (ξημέρωσα, θα ξημερώσω) 

check1 Όταν ξημερώνει, τότε αρχίζει να φαίνεται το πρώτο φως της ημέρας. 

check2 Όταν ξημερώνεσαι, μένεις όλη την νύχτα ξύπνιος, χωρίς να κοιμηθείς, μέχρι ν' αρχίσει να φωτίζει η επόμενη ημέρα.  circle1 ξενυχτώ  romvos Το ξημέρωμα της Κυριακής βρήκε έτοιμους τον Κώστα και την Αθηνά να πάνε για ψάρεμα με τη βάρκα του θείου Τάκη.  musicξη-με-ρώ-νω

 

 

ξηρά [η] ουσιαστικό  

check1 Η ξηρά είναι τα μεγάλα κομμάτια της γης που δε σκεπάζονται από νερό.

circle1 στεριά  romvos ξερός  music ξη-ρά

 

 

ξηρασία [η] ουσιαστικό (ξηρασίες) 

check1 Ξηρασία έχουμε, όταν δε βρέχει καθόλου για πολλούς μήνες. 

circle1 υγρασία  romvos ξερός, ξεραίνομαι  music ξη-ρα-σί-α

 

 

ξίδι [το] ουσιαστικό (ξίδια)

check1 Το ξίδι είναι ένα καφετί ξινό υγρό που το ρίχνουμε στο φαγητό μας για να δίνει γεύση.  music ξί-δι

 

 

ξινός, ξινή, ξινό επίθετο (ξινοί, ξινές, ξινά)

check1 Ξινός είναι αυτός που η γεύση του μοιάζει με τη γεύση του ξιδιού ή του λεμονιού.

romvos ξινίζω, ξινίλα,ξινούτσικος  music ξι-νός

 

 

ξίφος [το] ουσιαστικό (ξίφη)

eikona401

check1 Το ξίφος είναι ένα όπλο με μία μακριά λεπίδα που κόβει και από τις δύο μεριές.  circle1 σπαθί 

romvos Η ξιφασκία είναι άθλημα.  music ξί-φος

 

 

ξοδεύω, ξοδεύομαι ρήμα (ξόδεψα, θα ξοδέψω)

check1 Όταν ξοδεύεις τα χρήματά σου,δίνεις χρήματα για ν' αγοράσεις πολλά και διάφορα πράγματα. Όταν ξοδεύεσαι, ξοδεύεις πολλά χρήματα. Κάνεις πολλά έξοδα.

pen1 Η Αθηνά ξόδεψε όλα τα χρήματά της αγοράζοντας τσίχλες και καραμέλες. 

check2 Το αυτοκίνητο του κυρίου Μιχάλη ξοδεύει λίγη βενζίνη. Καίει λίγη βενζίνη.

check2 «Δεν πιστεύω να ξοδέψεις όλο σου το χρόνο στο ποδόσφαιρο;» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα.  romvos έξοδα  music ξο-δεύ-ω

 

 

ξύλο [το] ουσιαστικό (ξύλα)  

check1 O κορμός και τα κλαδιά των δέντρων είναι από ξύλο. Με το ξύλο φτιάχνουμε έπιπλα, πόρτες και άλλα αντικείμενα. Ξύλο λέμε κι ένα κομμάτι ξύλο. 

check2 Λέμε ότι δίνεις ή ρίχνεις ξύλο σε κάποιον, όταν τον δέρνεις. Ακόμη λέμε ότι τρως ξύλο, όταν σε δέρνουν. Όταν πέφτει ξύλο, γίνεται καβγάς.  romvos Το αγαπημένο παγωτό του Κώστα είναι το παγωτό ξυλάκι. ξυλοκόπος, ξυλουργός  music ξύ-λο

 

 

ξυλοκόπος [ο] ουσιαστικό (ξυλοκόποι)

eikona402

check1 O ξυλοκόπος κόβει ξύλα στο δάσος.

romvos O ξυλουργός δουλεύει κάθε μέρα στο ξυλουργείο του φτιάχνοντας ξύλινες πόρτες κι έπιπλα.  music ξυ-λο-κό-πος

 

 

 

 

ξυλουργείο [το] ουσιαστικό (ξυλουργεία) velos ξυλοκόπος

 

 

ξυλουργός [ο] ουσιαστικό (ξυλουργοί) velos ξυλοκόπος

 

 

ξύνω, ξύνομαι ρήμα (έξυσα, θα ξύσω)

eikona403

check1 Όταν ξύνεις το κεφάλι σου ή το χέρι σου, τα τρίβεις με τα νύχια του χεριού σου απαλά το κεφάλι σου ή το χέρι σου.

pen1 Τον καημένο τον Κώστα! Στην εκδρομή τον τσίμπησε ένα κουνούπι στο χέρι και όλο το ξύνει.

check2 Όταν ξύνεις το μολύβι σου, το κάνεις να έχει λεπτή μύτη.  

pen1 Η Αθηνά έξυσε τις μπογιές της και όταν τελείωσε το ξύσιμο, άρχισε να ζωγραφίζει.  romvos Με την ξύστρα ξύνεις το μολύβι σου. ξύσιμο  music ξύ-νω

 

 

ξυπνητήρι [το] ουσιαστικό (ξυπνητήρια) velos ξυπνώ

 

 

ξύπνιος, ξύπνια, ξύπνιο επίθετο (ξύπνιοι, ξύπνιες, ξύπνια) velos ξυπνώ

 

 

ξυπνώ και ξυπνάω ρήμα (ξύπνησα, θα ξυπνήσω)  

check1 Όταν ξυπνάς, σταματάς να κοιμάσαι.  pen1 O Κώστας ξύπνησε πιο αργά σήμερα.

check2 «Μην ξυπνάς τον Κώστα, άφησέ τον να κοιμηθεί λίγο ακόμη, είναι άρρωστος» είπε η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνάromvos Του Κώστα δεν του αρέσει το πρωινό ξύπνημα. Σήμερα δεν άκουσε το ξυπνητήρι που χτυπούσε. Η Αθηνά που ήταν ξύπνια έκλεισε το ρολόι κι έτρεξε να τον ξυπνήσει για να μην αργήσουν στο σχολείο.  music ξυ-πνώ

 

 

ξυπόλητος, ξυπόλητη, ξυπόλητο επίθετο (ξυπόλητοι, ξυπόλητες, ξυπόλητα)

check1 Ξυπόλητος είναι αυτός που δε φοράει παπούτσια.  

pen1 O Ίγκλι περπατάει ξυπόλητος μέσα στο σπίτι του το καλοκαίρι.  music ξυ-πό-λη-τος

 

 

ξυραφάκι [το] ουσιαστικό (ξυραφάκια) velos ξυρίζω

 

 

ξυρίζω, ξυρίζομαι ρήμα (ξύρισα, θα ξυρίσω) 

eikona404

check1 Όταν κάποιος ξυρίζεται ή ξυρίζει το πρόσωπό του, κόβει τις τρίχες του προσώπου του με ξυραφάκι ή ξυριστική μηχανή πολύ κοντά στη ρίζα για να μη φαίνονται.  

pen1 O κύριος Γιάννης ξυρίζεται κάθε πρωί.  romvos Χρειάζεται αρκετό χρόνο για το ξύρισμά του κάθε πρωί.  musicξυ-ρί-ζω

 

 

ξυριστική μηχανή [η] ουσιαστικό (ξυριστικές μηχανές) velos ξυρίζω

 

 

ξύστρα [η] ουσιαστικό (ξύστρες) velos ξύνω

 

 

-Με χρησιμοποιείς κάθε μέρα στο σχολείο. Τι είμαι; ..................................