Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Ι Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Λ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
  καβάλα   κωπηλάτης

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Κκ

eikona201

 

 

καβάλα επίρρημα  

check1 Όταν πας καβάλα σ' ένα άλογο,γαϊδούρι ή μουλάρι, κάθεσαι στη ράχη του με το ένα πόδι από τη μία πλευρά του ζώου και με το άλλο από την άλλη.
check2 Όταν κάποιος σε παίρνει καβάλα, σε παίρνει στην πλάτη του και σε πάει κάπου.

romvos καβαλώ  music κα-βά-λα

 

 

καβαλώ και καβαλάω ρήμα (καβάλησα, θα καβαλήσω)

check1 Όταν καβαλάς ένα άλογο, ανεβαίνεις πάνω στη ράχη του.  

romvos Αυτός που πηγαίνει καβάλα στo άλογο, είναι ο καβαλάρης.  music κα-βα-λώ

 

 

καβγαδίζω ρήμα (καβγάδισα, θα καβγαδίσω) velos καβγάς

 

 

καβγάς [ο] ουσιαστικό (καβγάδες)

check1 O καβγάς είναι οι φωνές, οι βρισιές και καμιά φορά το ξύλο μεταξύ ανθρώπων που δε συμφωνούν σε κάτι.  pen1 Στο σπίτι του κυρίου Μιχάλη ξεσπάνε καθημερινά καβγάδες.  circle1 τσακωμός  romvos Όλη την ώρα καβγαδίζει με τη θεία του.  music κα-βγάς

 

 

- Μέσα μου μπαίνει η χελώνα όταν φοβάται. Πώς με λένε;……………...........……………

 

 

καβούκι [το] ουσιαστικό (καβούκια)

eikona202

check1 Oι χελώνες, οι κάβουρες και τα σαλιγκάρια έχουν ένα καβούκι, ένα σκληρό κάλυμμα που προστατεύει το σώμα τους. Όταν τα ζώα αυτά φοβούνται, μαζεύονται στο καβούκι τους.  
check2 Λέμε ότι κάποιος μπαίνει στο καβούκι του, όταν είναι δειλός ή πολύ ντροπαλός.

music κα-βού-κι

 

 

κάβουρας [ο] ουσιαστικό (κάβουρες)

check1 O κάβουρας είναι ένα ζώο που ζει στη θάλασσα. Έχει οκτώ πόδια και δύο δαγκάνες. Κρύβεται στην άμμο και στα βράχια.  music κά-βου-ρας  pen2 'η θάλασσα'

 

 

κάγκελο [το] ουσιαστικό (κάγκελα)

check1κάγκελα είναι πολλά μεταλλικά ραβδιά που όλα μαζί κλείνουν κάποιο πέρασμα. Κάγκελα βάζουμε στο παράθυρο, στον κήπο, στην αυλή, στο μπαλκόνι και αλλού.  pen1 Από τότε που μπήκαν στο μαγαζί του κλέφτες, ο κύριος Δημήτρης έβαλε κάγκελα σε όλα τα παράθυρα.  music κά-γκε-λο

 

 

καγκουρό [το] ουσιαστικό

eikona203

check1 Tο καγκουρό είναι ένα ζώο που ζει στην Αυστραλία. Προχωράει πηδώντας. Tο θηλυκό καγκουρό έχει μία τσέπη στην κοιλιά του που τη λένε μάρσιπο για να κουβαλάει το μωρό του.  music κα-γκου-ρό
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

κάδος [ο] ουσιαστικό (κάδοι)

check1 O κάδος είναι ένα μεγάλο δοχείο.  pen1 Η Ροζαλία σκαρφάλωσε πάνω στον κάδο κι έψαχνε ανάμεσα στα σκουπίδια.  musicκά-δος

 

 

κάδρο [το] ουσιαστικό (κάδρα)

check1 Σ' ένα κάδρο βάζουμε μία εικόνα, έναν πίνακα ή μία φωτογραφία.  circle1 κορνίζα

check2 Κάδρο λέμε και μία εικόνα που είναι κρεμασμένη στον τοίχο.  music κά-δρο

 

 

καζανάκι [το] ουσιαστικό (καζανάκια)  

check1 Το καζανάκι είναι το δοχείο με το νερό πάνω από τη λεκάνη της τουαλέτας. Όταν πατάμε το κουμπί, το νερό κυλάει με ορμή μέσα στην τουαλέτα και την καθαρίζει.  

music κα-ζα-νά-κι

 

 

καζάνι [το] ουσιαστικό (καζάνια)

check1 Το καζάνι είναι μία πολύ μεγάλη κατσαρόλα που κάποτε την έβαζαν στη φωτιά για να μαγειρέψουν ή να ζεστάνουν νερό.  

check2 Λέμε ότι το κεφάλι μου έγινε καζάνι, όταν κάτι μας έχει ζαλίσει, μας έχει φέρει πονοκέφαλο.  romvos καζανάκι  music κα-ζά-νι

 

 

καημένος, καημένη, καημένο επίθετο (καημένοι, καημένες, καημένα)

check1 Λέμε καημένο κάποιον που έχει ένα πρόβλημα και που βρίσκεται σε δύσκολη θέση.  pen1«O καημένος ο κύριος Δημήτρης! Κάποιος μπήκε στο μαγαζί και του πήρε το ταμείο.»  circle1 κακόμοιρος  music καη-μέ-νος

 

 

καθαρίζω, καθαρίζομαι ρήμα (καθάρισα, θα καθαρίσω)

check1 Όταν καθαρίζεις κάτι, βγάζεις τη βρομιά από πάνω του.  pen1 O κύριος Μιχάλης καθαρίζει τα γυαλιά του κάθε μέρα για να βλέπει καλά.  circle2 βρομίζω, λερώνω  

romvos Όταν ένα ρούχο δεν καθαρίζει εύκολα, το δίνουμε στο καθαριστήριο. καθαρός 

music κα-θα-ρί-ζω

 

 

καθαριστήριο [το] ουσιαστικό (καθαριστήρια) velos καθαρίζω

 

 

καθαρός, καθαρή, καθαρό επίθετο (καθαροί, καθαρές, καθαρά)

check1 Όταν κάποιος είναι καθαρός, δεν έχει βρομιές πάνω του.  pen1 «Παιδιά, να τρώτε πάντα με καθαρά χέρια» είπε η κυρία Μαργαρίτα.  circle2 βρόμικος  romvos Όταν κάποιος είναι καθαρός, αγαπάει την καθαριότητα.  circle2 βρομιά  romvos Όταν κάποιος μιλάει καθαρά, τον καταλαβαίνουν όλοι.  music κα-θα-ρός

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο,καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

κάθετος, κάθετη, κάθετο επίθετο (κάθετοι, κάθετες, κάθετα)

check1 Oι κολόνες είναι κάθετες στο έδαφος, δηλαδή στέκονται ίσια και όρθια. Ακολουθούν μία ίσια γραμμή που πηγαίνει από πάνω προς τα κάτω.  circle2 οριζόντιος

music κά-θε-τος

 

 

καθηγητής [ο], καθηγήτρια [η] ουσιαστικό (καθηγητές, καθηγήτριες)

check1 Καθηγητής είναι o εκπαιδευτικός που διδάσκει κάποιο μάθημα στο γυμνάσιο, στο λύκειο ή στο πανεπιστήμιο.  music κα-θη-γη-τής

 

 

καθημερινός, καθημερινή, καθημερινό επίθετο (καθημερινοί, καθημερινές, καθημερινά)

check1 Όταν κάτι είναι καθημερινό, γίνεται κάθε μέρα.  

pen1 καθημερινές δουλειές στο σπίτι παίρνουν πολύ χρόνο.  

romvos Κάτι που γίνεται κάθε μέρα, γίνεται καθημερινά.  music κα-θη-με-ρι-νός

 

 

κάθισμα [το] ουσιαστικό (καθίσματα) 

check1 Η καρέκλα, η πολυθρόνα και το παγκάκι είναι καθίσματα, δηλαδή έπιπλα για να καθόμαστε.  pen1 Στη συναυλία που πήγε η Αλίκη είχε τόσο κόσμο, που δεν είχε καθίσματα για όλους.  circle1 θέση  music κά-θι-σμα

 

 

κάθομαι ρήμα (κάθισα/έκατσα, θα καθίσω/θα κάτσω)

check1 Όταν κάθεσαι, ακουμπάς τη λεκάνη σου πάνω σ' ένα κάθισμα ή στο πάτωμα για να μη στέκεσαι όρθιος.

pen1 O Νίκος πήρε μία καρέκλα και κάθισε δίπλα στον Κώστα.

eikona204

circle2σηκώνομαι, στέκομαι

check2 «Πόσες μέρες θα καθίσεις στο χωριό Αθηνά»;

circle1 μένω  circle2 φεύγω

check2 Δεν κάθεται ποτέ η Αθηνά τ' απογεύματα, όλο και κάτι κάνει. Διαβάζει ή παίζει με τις φίλες της.    

romvos κάθισμα  music κά-θο-μαι

 

 

καθρέφτης [ο] ουσιαστικό (καθρέφτες)

check1 O καθρέφτης είναι ένα κομμάτι γυαλί που έχει φτιαχτεί για να φαίνεται πάνω του όποιος ή ό,τι βρίσκεται μπροστά του. Με τον καθρέφτη μπορούμε να δούμε πώς είναι το πρόσωπό μας, πώς είναι ο εαυτός μας.  romvos Το πρόσωπο της κακιάς βασίλισσας καθρεφτίστηκε στο τζάμι της πόρτας.  music κα-θρέ-φτης

 

 

καθρεφτίζομαι ρήμα (καθρεφτίστηκα, θα καθρεφτιστώ) καθρέφτης

 

 

καθυστερώ ρήμα (καθυστέρησα, θα καθυστερήσω)

check1 Όταν καθυστερείς, αργείς να φτάσεις κάπου ή να τελειώσεις κάτι.  pen1 Μία μέρα ο Κώστας καθυστέρησε να πάει στο σχολείο, γιατί ξύπνησε αργά.  circle1 αργώ  

romvos Όταν το τρένο δε φτάνει στην ώρα του, έχει καθυστέρηση.  music κα-θυ-στε-ρώ

 

 

καινούριος, καινούρια, καινούριο επίθετο (καινούριοι, καινούριες, καινούρια) 

check1 Όταν κάτι είναι καινούριο, δεν υπάρχει από παλιά. Το έχουμε φτιάξει ή το έχουμε αγοράσει πριν από λίγο καιρό. Όταν αγοράζουμε κάτι καινούριο, είναι σε πολύ καλή κατάσταση, γιατί δεν έχει χρησιμοποιηθεί από άλλους.  

pen1 Στη γειτονιά άνοιξε ένα καινούριο βιβλιοπωλείο. Η Αθηνά ήταν χαρούμενη που πήρε καινούρια βιβλία.  

check2 Μόλις μπήκε ο καινούριος χρόνος,ο θείος Τάκης άρχισε να κόβει τη βασιλόπιτα. O χρόνος που πήρε τη θέση του παλιού.  circle1 νέος  circle2 παλιός  music και-νού-ριος

 

 

καιρός [ο] ουσιαστικό (καιροί)

check1 Όταν ρωτάμε τι καιρό κάνει σήμερα, ρωτάμε αν έχει κρύο ή ζέστη, αν ο ουρανός είναι καθαρός ή με σύννεφα, αν έχει αέρα, ήλιο ή βροχή. 

check2 O καιρός είναι και ο χρόνος που μετράμε με τα λεπτά, τις ώρες, τις μέρες.

pen1 O Κώστας και η Αθηνά έχουν πολύ καιρό να δουν την Αλίκη, γιατί δίνει εξετάσεις.  circle1 χρόνος  romvos καλοκαίρι, κακοκαιρία  music και-ρός  pen2 'o καιρός'

 

 

καίω, καίγομαι ρήμα (έκαψα, θα κάψω)

check1 Όταν καίω κάτι, του βάζω φωτιά. Όταν κάτι καίγεται, παίρνει φωτιά και χαλάει.

check2 Όταν καίω κάτι, το ζεσταίνω πολύ.  

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα έκαψε το βούτυρο κι έριξε μέσα τα μακαρόνια. 

check2 Όταν καίω ρεύμα, βενζίνη ή πετρέλαιο, το ξοδεύω.

pen1 «Η κουζίνα μας καίει πολύ ρεύμα» είπε ο κύριος Γιάννης.  

check2 Όταν κάτι καίει, είναι πολύ ζεστό ή μας ενοχλεί.

eikona205

pen1 «O ήλιος καίει. Αθηνά, βάλε το καπέλο σου» είπε ο θείος Αλέκος.

romvos Όταν καίγεσαι, πονάς πολύ από το κάψιμο. Ένα καυτερό φαγητό μάς καίει τη γλώσσα, γιατί έχει πολύ πιπέρι ή άλλα μπαχαρικά που καίνε.

music καί-ω

«Τι κρίμα, η μαμά ξέχασε το σίδερο πάνω
στο ρούχο κι αυτό κάηκε!» σκέφτηκε η Αθηνά.

 

 

κακά [τα] ουσιαστικό 

check1 Κάνουμε κακά για να καθαρίσει οοργανισμός μας από τα άχρηστα μέρη των τροφών.  music κα-κά

 

 

κακάδι [το] ουσιαστικό (κακάδια)

check1 Όταν μία πληγή κλείνει,σχηματίζεται ένα κακάδι που ξεραίνεται όλο και περισσότερο, μέχρι να πέσει.  music κα-κά-δι

 

 

κακάο [το] ουσιαστικό

check1 Η σοκολάτα γίνεται από κακάο, δηλαδή ένα σπόρο από ένα δέντρο που λέγεται κακαόδεντρο. Το κακάο γίνεται ρόφημα και το πίνουμε. Το βάζουμε στα γλυκά.

music κα-κά-ο

 

 

κακαρίζω ρήμα (κακάρισα, θα κακαρίσω) velos κότα

 

 

κακία [η] ουσιαστικό (κακίες) velos κακός

 

 

κακοκαιρία [η] ουσιαστικό (κακοκαιρίες)

check1 Όταν ο καιρός είναι κακός, έχει κακοκαιρία. 

pen1 «Δε λέει να σταματήσει η κακοκαιρία, φυσάει πολύ. Κι εγώ που ήθελα εκδρομή!» είπε ο Κώστας.  romvosκαλοκαίρι, καιρός  music κα-κο-και-ρί-α

 

 

κακομαθαίνω ρήμα (κακόμαθα, θα κακομάθω)

check1 Όταν κακομαθαίνεις κάποιον, του κάνεις όλα τα χατίρια, κι αυτός συνηθίζει να έχει από σένα ό,τι ζητήσει.  pen1 Η Αθηνά κακομαθαίνει τη Ροζαλία, την παίρνει στο κρεβάτι της και της δίνει να φάει μόνο ό,τι της αρέσει.  circle1 καλομαθαίνω  

romvos Ένα κακομαθημένο παιδί είναι ένα ανυπόφορο παιδί που νομίζει πως μπορεί να έχει και να κάνει ό,τι θέλει.  circle1 καλομαθημένος  music κα-κο-μα-θαί-νω

 

 

κακόμοιρος, κακόμοιρη, κακόμοιρο επίθετο (κακόμοιροι, κακόμοιρες, κακόμοιρα)

check1 Κακόμοιρο λέμε αυτόν που είναι δυστυχισμένος, που του έχει τύχει κάποιο κακό και τον λυπόμαστε.   pen1 «Το κακόμοιρο το γατάκι πεινάει και κρυώνει» είπε ένα κοριτσάκι, όταν είδε τη Ροζαλία μόνη και βρεγμένη στο δρόμο.  circle1 καημένος  

romvos κακομοίρης   music κα-κό-μοι-ρος

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω,κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι

 

 

κακός, κακή και κακιά, κακό επίθετο (κακοί, κακές, κακά)

check1 Όταν κάποιος είναι κακός, θέλει να βλάψει τους άλλους.  pen1 Η βασίλισσα είναι πολύ κακιά. Θέλει το κακό της Χιονάτης, γιατί είναι η πιο όμορφη.  

check2 Όταν κάτι είναι κακό, είναι δυσάρεστο, δεν προσφέρει ευχαρίστηση.

pen1 «Το φαγητό χθες ήταν πολύ κακό, δε μου άρεσε καθόλου» είπε ο κύριος Μιχάλης στη θεία του.  circle2 καλός  romvos Η βασίλισσα νιώθει κακία για τη Χιονάτη.

circle2 καλοσύνη  Σκάει από το κακό της.  music κα-κός

 

 

κάκτος [ο] ουσιαστικό (κάκτοι)

eikona206

check1 O κάκτος είναι ένα φυτό με πολλά αγκάθια που φυτρώνει στις ζεστές χώρες.  

music κά-κτος

 

 

Ένας κάκτος με πολλά αγκάθια!

 

 

καλά επίρρημα 

check1 Όταν κάτι γίνεται με το σωστό τρόπο, γίνεται καλά.

circle1 σωστά  circle2 κακά, άσχημα

check2 Όταν είμαστε καλά, δεν είμαστε άρρωστοι.

pen1 «O κύριος Μιχάλης είναι σήμερα καλά, έχει καλή διάθεση».  circle2 άσχημα 

check2 Όταν ο γιατρός κάνει καλά κάποιον, τον θεραπεύει.  romvos καλός  music κα-λά

 

 

καλάθι [το] ουσιαστικό (καλάθια)

check1 Το καλάθι είναι ψάθινο κι έχει ένα ή δύο χερούλια. Στο καλάθι βάζουμε τα ψώνια μας ή άλλα πράγματα που θέλουμε να μεταφέρουμε.

eikona207

check2 Στο μπάσκετ το καλάθι είναι ένα δίχτυ που κρέμεται από ένα στεφάνι. Όταν κάποιος βάζει τη μπάλα στο καλάθι του αντιπάλου, λέμε ότι βάζει καλάθι.  

romvos Στο καλάθι των αχρήστων πετάμε άχρηστα πράγματα.

music κα-λά-θι

 

Η Κοκκινοσκουφίτσα γέμισε
το καλάθι της με φρούτα.

 

 

καλαμάκι [το] ουσιαστικό (καλαμάκια)

check1 Το καλαμάκι είναι ένας μικρός πλαστικός σωλήνας που βάζουμε στο στόμα μας για να ρουφήξουμε κάποιο ποτό.  romvos καλάμι  music κα-λα-μά-κι  pen2 'το πάρτι'

 

 

καλαμάρι [το] ουσιαστικό (καλαμάρια)

check1 Το καλαμάρι είναι ζώο της θάλασσας. Το σώμα του μοιάζει με σωλήνα που έχει στην άκρη του δέκα πλοκάμια. Όταν κινδυνεύει από κάτι, χύνει ένα υγρό που κάνει τα νερά να θολώνουν.  music κα-λα-μά-ρι  pen2 'η θάλασσα'

 

 

καλάμι [το] ουσιαστικό (καλάμια)

check1 Το καλάμι είναι φυτό που φυτρώνει σε ζεστές χώρες και κοντά σε νερό. Είναι κούφιο από μέσα, μοιάζει με σωλήνα και λυγίζει χωρίς να σπάει εύκολα. 

check2 Το καλάμι είναι και το μπροστινό κόκαλο της γάμπας.  romvos καλαμάκι  music κα-λά-μι

 

 

καλαμπόκι [το] ουσιαστικό (καλαμπόκια)

eikna208

check1 Το καλαμπόκι είναι ένα δημητριακό με κίτρινα σπόρια. Με το καλαμπόκι φτιάχνουμε ποπ κορν ή το τρώμε βραστό ή ψητό. 

music κα-λα-μπό-κι

 

 

 

 

καλαμπούρι [το] ουσιαστικό (καλαμπούρια)

check1 Το καλαμπούρι είναι κάτι αστείο που διηγείται κάποιος.

circle1 αστείο, ανέκδοτο  music κα-λα-μπού-ρι

 

 

κάλαντα [τα] ουσιαστικό

check1 Τα κάλαντα είναι τα τραγούδια που λένε τα παιδιά από πόρτα σε πόρτα την παραμονή τωνΧριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων. music κά-λα-ντα

 

 

καλεσμένος, καλεσμένη, καλεσμένο μετοχή (καλεσμένοι, καλεσμένες, καλεσμένα) velos καλώ

 

 

καλημέρα [η] ουσιαστικό

check1 Όταν λες καλημέρα, χαιρετάς κάποιον που συναντάς το πρωί. 
romvos Όταν λες καλημέρα, καλημερίζεις κάποιον. καλός  music κα-λη-μέ-ρα

 

 

καληνύχτα [η] ουσιαστικό 

check1 Όταν λες καληνύχτα, χαιρετάς κάποιον το βράδυ πριν πας για ύπνο.  

romvos Όταν λες καληνύχτα, καληνυχτίζεις κάποιον. καλός  music κα-λη-νύ-χτα

 

 

καλησπέρα [η] ουσιαστικό

check1 Όταν λες καλησπέρα, χαιρετάς κάποιον που συναντάς το απόγευμα ή το βράδυ. 

romvos Λέγοντας καλησπέρα, καλησπερίζεις κάποιον. καλός  music κα-λη-σπέ-ρα

 

 

καλλιεργώ, καλλιεργούμαι ρήμα (καλλιέργησα, θα καλλιεργήσω)

check1 Όταν ο γεωργός καλλιεργεί το χωράφι του, σκάβει, σπέρνει και ποτίζει τη γη για να φυτρώσουν δημητριακά ή λαχανικά. Όταν κάνει καλό καιρό, η καλλιέργεια των χωραφιών γίνεται πιο εύκολα.

check2 Όταν καλλιεργείσαι, μορφώνεσαι, αποκτάς όλο και περισσότερες γνώσεις, αποκτάς καλλιέργειαromvos καλλιέργεια  music καλ-λι-ερ-γώ

 

 

καλλιτέχνης [ο], καλλιτέχνιδα [η] ουσιαστικό (καλλιτέχνες, καλλιτέχνιδες)

check1 Oι ζωγράφοι, οι γλύπτες, οι μουσικοί, οι ηθοποιοί, οι τραγουδιστές είναι καλλιτέχνες, δηλαδή άνθρωποι που δημιουργούν έργα τέχνης.  

romvos τέχνη  music καλ-λι-τέ-χνης

 

 

καλλονή [η] ουσιαστικό (καλλονές)

check1 Μία γυναίκα με σπάνια ομορφιά είναι καλλονή.  music καλ-λο-νή

 

 

καλλυντικό [το] ουσιαστικό (καλλυντικά)

check1 Καλλυντικά είναι οι κρέμες για το πρόσωπο και το σώμα, τα ρουζ και τα κραγιόν, τα σαμπουάν και τα σαπούνια, δηλαδή όλα τα προϊόντα που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε καλύτερη την εμφάνισή μας.  music καλ-λυ-ντι-κό

 

 

καλόγερος [ο], καλόγρια [η] ουσιαστικό (καλόγεροι, καλόγριες)

check1 O καλόγερος και η καλόγρια ζουν σε μοναστήρι, μακριά από τον κόσμο και ασχολούνται με τη θρησκεία τους και στους κανόνες του μοναστηριού.  

circle1 μοναχός  romvos καλός  music κα-λό-γε-ρος

 

 

καλοκαίρι [το] ουσιαστικό (καλοκαίρια)

check1 Το καλοκαίρι είναι η εποχή του χρόνου μετά την άνοιξη. Το καλοκαίρι κάνει πολύ καλό καιρό κι η μέρα μεγαλώνει.  romvos Στην Ελλάδα το καλοκαίρι έχει πάντα καλοκαιρία, δηλαδή έχει πάντα καλό καιρό.  circle2 κακοκαιρία  Το καλοκαίρι φοράμε καλοκαιρινά ρούχα.  circle2 χειμερινός  καλός, καιρός 

music κα-λο-καί-ρι  pen2 'οι εποχές-οι μήνες-οι μέρες'

 

 

καλομαθαίνω ρήμα (καλόμαθα, θα καλομάθω)

check1 Όταν καλομαθαίνεις κάποιον, του κάνεις τη ζωή πολύ εύκολη, έχει όλες τις ανέσεις και δύσκολα δέχεται τις δυσκολίες. Τον κάνεις καλομαθημένο.  pen1 Η Αλίκη είναι πολύ καλομαθημένη. O θείος Τάκης της αγοράζει καθετί που θέλει. Η Αλίκη έχει καλομάθει να αποκτά ό,τι θελήσει.  circle2 κακομαθαίνω  music κα-λο-μα-θαί-νω

 

 

καλοριφέρ [το] ουσιαστικό

eikona209

check1 Τώρα πια σε κάθε δωμάτιο έχει καλοριφέρ για να ζεσταινόμαστε. Άλλοτε ζεσταινόταν ο κόσμος με σόμπες και τζάκια.  music κα-λο-ρι-φέρ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

καλός, καλή, καλό επίθετο (καλοί, καλές, καλά)

check1 Όταν κάτι είναι καλό, μας αρέσει, μας είναι ευχάριστο.  

pen1 «Η ζωγραφιά της Αθηνάς είναι πολύ καλή αυτή τη φορά» είπε η θεία Κατερίνα. «Μμμ, καλούτσικη είναι» απάντησε ο Κώστας.  

check2 O κύριος Δημήτρης είναι πολύ καλός άνθρωπος, βοηθάει όποιον έχει ανάγκη κι είναι πάντα χαμογελαστός.

check2 Η Αθηνά είναι πολύ καλή στο μπάσκετ. Φέτος μπήκε στην ομάδα του σχολείου.

circle2 κακός  
romvos Πολλές φορές η δασκάλα, αν και σκέφτεται το καλό των παιδιών, γίνεται πολύ αυστηρή.  circle2 κακό  «Κώστα, πάλι φόρεσες την μπλούζα σου ανάποδα, γύρνα την από την καλή» είπε η κυρία Μαργαρίτα. «Ελπίζω να είναι στις καλές της σήμερα» σκέφτηκε ο Κώστας.  circle2 στις κακές της  καλούτσικος, καλοσύνη   music κα-λός

 

 

καλοσύνη [η] ουσιαστικό (καλοσύνες)

check1 Η καλοσύνη του κυρίου Δημήτρη είναι γνωστή, γι' αυτό όλοι στη γειτονιά λυπήθηκαν, όταν έμαθαν πως τον έκλεψαν.  circle2 κακία  romvos καλός  music κα-λο-σύ-νη

 

 

καλσόν [το] ουσιαστικό

check1 Τα καλσόν είναι πολύ λεπτές κάλτσες. Φτιάχνονται συνήθως από νάιλον και καλύπτουν ολόκληρα τα πόδια μας μέχρι τη μέση.  music καλ-σόν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό. Λέμε και καλτσόν.   pen2'τα ρούχα'

 

 

κάλτσα [η] ουσιαστικό (κάλτσες)

check1κάλτσες είναι μάλλινες ή βαμβακερές και τις φοράμε μέσα από τα παπούτσια για να κρατάμε τα πόδια μας ζεστά.  music κάλ-τσα   pen2 'τα ρούχα'

 

 

καλύβα [η] ουσιαστικό (καλύβες)

eikona210

check1 Η καλύβα είναι ένα μικρό σπίτι φτιαγμένο πρόχειρα από ξύλα, πέτρες, χώμα και χόρτα.  

music κα-λύ-βα

 

 

 

Mια καλύβα από ξύλα.

 

 

κάλυμμα [το] ουσιαστικό (καλύμματα) velos καλύπτω

 

 

καλύπτω, καλύπτομαι ρήμα (κάλυψα, θα καλύψω)

check1 Όταν καλύπτεις κάτι, βάζεις κάτι πάνω του έτσι ώστε να μη φαίνεται.  

pen1 Χθες ο πατέρας του Ίγκλι έβαφε το σαλόνι και κάλυψε όλα τα έπιπλα με σεντόνια για να μην τα λερώσει.  circle1 σκεπάζω  circle2 ξεσκεπάζω   

romvos Το χειμώνα βάζουμε τα χειμωνιάτικα καλύμματα στον καναπέ.  circle1 σκέπασμα  

music κα-λύ-πτω

 

 

καλυτερεύω ρήμα (καλυτέρευσα, θα καλυτερεύσω)

check1 Όταν κάτι γίνεται ή πάει όλο και πιο καλά, καλυτερεύει.   circle2 χειροτερεύω

romvos Όταν κάτι καλυτερεύει, γίνεται καλύτερο.  circle2 χειρότερο  καλός

music κα-λυ-τε-ρεύ-ω

 

 

καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο επίθετο (καλύτεροι, καλύτερες, καλύτερα) velosκαλυτερεύω

 

 

καλώ ρήμα (κάλεσα, θα καλέσω)

check1 Όταν καλείς κάποιον, του ζητάς να έρθει στο σπίτι σου, να έρθει κοντά σου ή να πάει κάπου.  pen1 Η Αθηνά νόμιζε πως η Ελένη δεν την κάλεσε στα γενέθλιά της.  

circle1 προσκαλώ   O κύριος Δημήτρης κάλεσε την αστυνομία, γιατί μπήκαν κλέφτες στο μαγαζί του.  circle1 φωνάζω  
romvos Όμως η Ελένη ήταν η πρώτη στη λίστα των καλεσμένων της Αθηνάς. προσκαλώ, πρόσκληση, κλήση  music κα-λώ

 

 

καλώδιο [το] ουσιαστικό (καλώδια)

check1 Oι ηλεκτρικές συσκευές όπως η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το μίξερ λειτουργούν μ' ένα καλώδιο που φτάνει μέχρι μία πρίζα απ' όπου παίρνει ηλεκτρικό ρεύμα.  music κα-λώ-δι-ο

 

 

καλωσορίζω ρήμα (καλωσόρισα, θα καλωσορίσω)

check1 Όταν έρχεται κάποιος που περίμενες, τον καλωσορίζεις, δηλαδή του δείχνεις ότι χαίρεσαι για τον ερχομό του λέγοντας: «Καλωσόρισες», «Καλωσήρθες» ή «Καλώς τον».  circle1 υποδέχομαι  music κα-λω-σο-ρί-ζω

 

 

καμάκι [το] ουσιαστικό (καμάκια)

check1 Το καμάκι είναι ένα μυτερό εργαλείο που χρησιμοποιούμε για να καρφώσουμε το ψάρι που θέλουμε να πιάσουμε.

eikona211

romvos Με το καμάκι καμακώνουμε ψάρια και χταπόδια στη θάλασσα.  music κα-μά-κι

 

 

καμακώνω, καμακώνομαι ρήμα (καμάκωσα, θα καμακώσω) velos καμάκι

 

 

καμάρα [η] ουσιαστικό (καμάρες)

check1 Όταν το ταβάνι δεν είναι επίπεδο αλλά στρογγυλεύει όπως το τόξο, λέμε πως κάνει καμάρα.  pen1 Η γέφυρα στο χωριό του θείου Αλέκου κάνει καμάρα. 

music κα-μά-ρα

 

 

καμάρι [το] ουσιαστικό (καμάρια) velos καμαρώνω

 

 

καμαρώνω ρήμα (καμάρωσα, θα καμαρώσω)

check1 Όταν καμαρώνεις κάποιον ή κάτι, είσαι περήφανος και λες καλά λόγια γι' αυτά. Όταν καμαρώνεις για κάτι που έχεις, αισθάνεσαι μεγάλη περηφάνια που το έχεις.

pen1 Από τότε που η Χιονάτη μένει με τους εφτά νάνους, αυτοί καμαρώνουν για το νοικοκυρεμένο τους σπίτι.  romvos Όμως το αληθινό τους καμάρι είναι η ίδια η Χιονάτη με την ομορφιά της και την ευγένειά της. Από τότε που μένει μαζί τους περπατάνε καμαρωτοί καμαρωτοί, θα έλεγε κανείς πως ψηλώσανε από το πολύ καμάρι.  

music κα-μα-ρώ-νω

 

 

καμαρωτός, καμαρωτή, καμαρωτό επίθετο (καμαρωτοί, καμαρωτές, καμαρωτά) velos καμαρώνω

 

 

κάμερα [η] ουσιαστικό (κάμερες)

check1 Με την κάμερα μπορούμε να φτιάξουμε μία ταινία. Με την κάμερα τραβάμε ταινία αυτό που βλέπουμε. Η κινηματογραφική κάμερα είναι για τον κινηματογράφο, η τηλεοπτική για την τηλεόραση, και με τη βιντεοκάμερα μπορούμε να φτιάξουμε μία ταινία για να τη δούμε στο βίντεο.  music κά-με-ρα

 

 

καμήλα [η] ουσιαστικό (καμήλες)

check1 Η καμήλα είναι ζώο της ερήμου. Έχει μία ή δύο καμπούρες και είναι το μέσο μεταφοράς των κατοίκων, γιατί μπορεί να κάνει πολύ δρόμο χωρίς να πιει νερό.   

romvos καμηλοπάρδαλη  music κα-μή-λα  Δες έρημος

 

 

καμηλοπάρδαλη [η] ουσιαστικό (καμηλοπαρδάλεις)

check1 Η καμηλοπάρδαλη είναι ένα μεγάλο ζώο με πολύ μακρύ λαιμό που ζει στην Αφρική.  romvos καμήλα  music  κα-μη-λο-πάρ-δα-λη  pen2 'τα ζώα'

 

 

καμινάδα [η] ουσιαστικό (καμινάδες)

eikona212

check1 Η καμινάδα είναι στη σκεπή του σπιτιού. Χρησιμεύει για να βγαίνει ο καπνός που δημιουργείται από τα ξύλα που καίγονται στο τζάκι.  

music κα-μι-νά-δα

 

 

 

καμπάνα [η] ουσιαστικό (καμπάνες)

check1 Η καμπάνα βρίσκεται στο καμπαναριό κάθε εκκλησίας. Όταν χτυπάει η καμπάνα, καλεί τους πιστούς στη λειτουργία ή αναγγέλει ένα χαρούμενο ή ένα λυπητερό γεγονός.  romvos καμπαναριό  music κα-μπά-να  Δες εκκλησία

 

 

κάμπια [η] ουσιαστικό (κάμπιες)

check1 Η κάμπια είναι σαν σκουλήκι. Όταν βγει από το κουκούλι της, αλλάζει σιγά σιγά και γίνεται έντομο.  music κά-μπια  pen2 'τα έντομα'

 

 

κάμπιγκ [το] ουσιαστικό  

check1 Όταν κάνεις κάμπιγκ, κάνεις διακοπές σε σκηνή ή τροχόσπιτο. 

check2 Το κάμπιγκ είναι ένα οργανωμένο μέρος στην εξοχή όπου μπορεί κανείς να στήσει τη σκηνή του ή να βάλει το τροχόσπιτό του.  music κά-μπιγκ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

καμπίνα [η] ουσιαστικό (καμπίνες)

check1 Η καμπίνα είναι ένας μικρός κλειστός χώρος που υπάρχει στα πλοία, στα αεροπλάνα και στις παραλίες. Στις καμπίνες των πλοίων κοιμούνται οι επιβάτες. O πιλότος του αεροπλάνου κάθεται στην καμπίνα του για να το οδηγήσει. Σε πολλές παραλίες υπάρχουν καμπίνες για να βγάζουμε εκεί τα ρούχα μας και να βάζουμε το μαγιό μας.  music κα-μπί-να

 

 

- Έχω καμπούρα και αντέχω στη  ζέστη. Ποια είμαι; …………………………............

 

 

κάμπος [ο] ουσιαστικό (κάμποι)

check1κάμποι είναι μέρη γεμάτα λιβάδια και χωράφια. Στους κάμπους η γη καλλιεργείται πιο εύκολα απ' ό,τι στα βουνά, γιατί είναι επίπεδη.  

circle1 πεδιάδα  music κά-μπος

 

 

καμπούρα [η] ουσιαστικό (καμπούρες) 

check1 Όταν γερνάμε, καμιά φορά κάνουμε καμπούρα, δηλαδή η πλάτη μας γίνεται στρογγυλή και άσχημη.  pen1 Η Χιονάτη είδε μία γριά με καμπούρα να την πλησιάζει. Δεν ήξερε πως είναι η κακιά βασίλισσα.  romvos Oι γονείς του Νίκου του φωνάζουν να κάθεται με ίσια πλάτη όταν διαβάζει και να μην καμπουριάζει, γιατί θα γίνει καμπούρης.  music κα-μπού-ρα

 

 

καμπούρης, καμπούρα, καμπούρικο επίθετο (καμπούρηδες, καμπούρες, καμπούρικα) velos καμπούρα

 

 

καμπουριάζω ρήμα (καμπούριασα, θα καμπουριάσω) velos καμπούρα

 

 

καμπύλος, καμπύλη, καμπύλο επίθετο (καμπύλοι, καμπύλες, καμπύλα)

check1 Μία γραμμή είναι καμπύλη, όταν είναι στρογγυλεμένη και μοιάζει με τόξο.

pen1 Το ουράνιο τόξο είναι καμπύλο κι έχει ωραία χρώματα.  romvos Μία καμπύλη γραμμή τη λέμε απλά καμπύλη. Όταν κάτι έχει καμπύλες είναι καμπυλωτό.  music κα-μπύ-λος

 

 

καμπυλωτός, καμπυλωτή, καμπυλωτό επίθετο (καμπυλωτοί, καμπυλωτές, καμπυλωτά) velos καμπύλος

 

 

κανακεύω ρήμα (κανάκεψα, θα κανακέψω)

check1 Όταν κανακεύουμε ένα παιδί, το φροντίζουμε με πολλή αγάπη, το χαϊδεύουμε συνέχεια και του λέμε γλυκά λόγια.  romvos Το παιδί που το φροντίζουν πολύ και του κάνουν όλα τα χατίρια το λένε κοροϊδευτικά κανακάρη.  music κα-να-κεύ-ω

 

 

κανάλι [το] ουσιαστικό (κανάλια)

check1 Το κανάλι είναι ένα τεχνητό ποτάμι που έχει γίνει για να περνάνε τα πλοία.

pen1 «Στη Βενετία έχει πολλά κανάλια, είναι σαν μία πόλη χτισμένη στο νερό» είπε ο θείος Τάκης.

check2 Το τηλεοπτικό κανάλι είναι ένας τηλεοπτικός σταθμός.  

pen1 Η Αθηνά αλλάζει κανάλι κατά τις έξι το απόγευμα για να δει την αγαπημένη της σειρά.  music κα-νά-λι

 

 

καναπές [ο] ουσιαστικό (καναπέδες)

eikona213

check1 O καναπές είναι στο σαλόνι του σπιτιού και μοιάζει με μεγάλη πολυθρόνα. Στον καναπέ μπορούμε να καθίσουμε μόνοι ή και με άλλους ή ακόμη να ξαπλώσουμε για να ξεκουραστούμε.  

music κα-να-πές

 

 

καναρίνι [το] ουσιαστικό (καναρίνια)

eikona214

check1 Το καναρίνι είναι ένα μικρό πουλί που κελαηδάει πολύ όμορφα κι έχει κίτρινα φτερά. Ζει σε κλουβί.  

music κα-να-ρί-νι
-O Κώστας έχει ένα καναρίνι. Θυμάσαι ποιο είναι τ' όνομά του;

 

 

 

κανάτα [η] ουσιαστικό (κανάτες)

check1 Η κανάτα είναι ένα πήλινο ή γυάλινο δοχείο με χερούλι. Με την κανάτα σερβίρουμε κρασί, γάλα, χυμό ή νερό.

eikona215

check2 Μία κανάτα είναι και όσο υγρό χωράει η κανάτα.

pen1 Έκανε τόση ζέστη που μετά το περπάτημα η Αλίκη ήπιε όλη την κανάτα.  music κα-νά-τα

 

 

 

κανόνας [ο] ουσιαστικό (κανόνες)

check1 Ένας κανόνας λέει τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να κάνουμε.  

pen1 «Κάθε παιχνίδι έχει τους κανόνες του, δεν μπορείς να κάνεις εσύ ό,τι θέλεις» είπε η δασκάλα στο Νίκο που έκανε ζαβολιές.  romvos Τα φανάρια κανονίζουν την κυκλοφορία στους δρόμους. Όταν κανονίζεις μία γιορτή, τη σχεδιάζεις. κανονικός   music κα-νό-νας

 

 

κανόνι [το] ουσιαστικό (κανόνια) 

eikona216

check1 Το κανόνι ήταν ένα μεγάλο όπλο που έριχνε μεγάλες μπάλες πολύ μακριά. Στους πολέμους χρησιμοποιούνται σήμερα πιο μοντέρνα όπλα. 

music κα-νό-νι

 

 

κανονίζω, κανονίζομαι ρήμα (κανόνισα, θα κανονίσω) velos κανόνας

 

 

κανονικός, κανονική, κανονικό επίθετο (κανονικοί, κανονικές, κανονικά)

check1 Κάτι είναι κανονικό, όταν δεν είναι ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό ούτε πολύ χοντρό ούτε πολύ λεπτό.  pen1 Στην εκδρομή ο Κώστας προχωρούσε με κανονικό βήμα. Oύτε πολύ αργά αλλά ούτε και πολύ γρήγορα.  circle1 φυσιολογικός, φυσικός  

check2 «O κανονικός δρόμος για να πάμε στο χωριό με αυτοκίνητο είναι αυτός που στρίβει αριστερά» είπε ο θείος Αλέκος στον Κώστα. O σωστός δρόμος είναι αυτός στ' αριστερά.  romvos κανονικά  music κα-νο-νι-κός

 

 

καντήλι [το] ουσιαστικό (καντήλια)

eikona217

check1 Το καντήλι είναι ένα γυάλινο χρωματιστό δοχείο που καίει λάδι και κρέμεται συνήθως μέσα στις εκκλησίες μπροστά στις εικόνες για να τις φωτίζει με μία μικρή φωτιά.  

music κα-ντή-λι

 

 

 

 

καντίνα [η] ουσιαστικό (καντίνες)

check1 Στο σχολείο μπορεί κανείς ν' αγοράσει τυρόπιτα, σάντουιτς και πορτοκαλάδα στην καντίνα.  circle1 κυλικείο  music κα-ντί-να

 

 

καουμπόης [ο], καουμπόισσα [η] ουσιαστικό (καουμπόηδες, καουμπόισσες)

check1 Στην Αμερική ο καουμπόης είναι αυτός που φυλάει τις αγελάδες. Καουμπόηδες λέμε και τους Αμερικανούς ήρωες του κινηματογράφου που πολεμούν με τους Ινδιάνους.  music καου-μπό-ης

 

 

κάπα [η] ουσιαστικό (κάπες)

check1 Oι γυναίκες φοράνε κάπα πάνω από τα ρούχα τους για να προστατευτούν από το κρύο. Η κάπα δεν έχει μανίκια και μπορεί να είναι αδιάβροχη ή μάλλινη. Κάπα φορούν και οι βοσκοί.  music κά-πα  Δες βοσκός

 

 

καπάκι [το] ουσιαστικό (καπάκια)

eikona218

check1 Με το καπάκι κλείνουμε μία κατσαρόλα, ένα κουτί ή ένα μπαούλο.  music κα-πά-κι

 

 

καπέλο [το] ουσιαστικό (καπέλα)

check1 Φοράμε καπέλο για να προστατέψουμε το κεφάλι μας από το κρύο το χειμώνα ή από τον ήλιο το καλοκαίρι.  music κα-πέ-λο  pen2 'τα ρούχα'

 

 

καπετάνιος [ο], καπετάνισσα [η] ουσιαστικό (καπετάνιοι, καπετάνισσες)

check1 O καπετάνιος είναι ο αρχηγός σ' ένα πλοίο, είναι αυτός που αποφασίζει για όλα.

music κα-πε-τά-νιος
-Καπετάνισσα έλεγαν παλιά και τη γυναίκα του καπετάνιου.

 

 

καπνίζω ρήμα (κάπνισα, θα καπνίσω)  

check1 Όταν καπνίζει κάποιος, ρουφάει και καταπίνει τον καπνό ενός αναμμένου τσιγάρου.  romvos O κύριος Δημήτρης όλο λέει πως θα κόψει το κάπνισμα αλλά δεν τα έχει καταφέρει ακόμη. καπνός  music κα-πνί-ζω

 

 

καπνός [ο] ουσιαστικό (καπνοί)

check1 Όταν καίγεται κάτι, βγαίνει καπνός.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα ξέχασε το φαγητό στην κατσαρόλα και η κουζίνα γέμισε καπνό.  

check2 (πληθυντικός τα καπνά) O καπνός είναι ένα φυτό που με τα φύλλα του, αφού πρώτα τα ξεράνουμε, κάνουμε τα τσιγάρα και τα πούρα.  

check2 O καπνός είναι και το προϊόν του καπνού, τα ξεραμένα και ψιλοκομμένα φύλλα που βρίσκονται μέσα στα τσιγάρα.  romvos καπνίζω  music κα-πνός  Δες καμινάδα

 

 

καπό [το] ουσιαστικό

check1 Το καπό είναι το κάλυμμα της μηχανής του αυτοκινήτου και βρίσκεται στο μπροστινό μέρος.  music κα-πό
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

καπρίτσιο [το] ουσιαστικό (καπρίτσια)

check1 Όταν κάνεις καπρίτσια, θυμώνεις και κάνεις φασαρία για να ικανοποιηθούν όλες σου οι επιθυμίες.  pen1 Oι αδελφές της Σταχτοπούτας είναι πολύ κακομαθημένες, όλο καπρίτσια.  musicκα-πρί-τσιο

 

 

καράβι [το] ουσιαστικό (καράβια)

check1 Με το καράβι ταξιδεύουμε στη θάλασσα.  circle1 πλοίο  music κα-ρά-βι

 

 

Καραγκιόζης [ο] ουσιαστικό

eikona219

check1 Στο θέατρο σκιών ο Καραγκιόζης είναι μία φιγούρα από χαρτόνι που την κουνάει κάποιος πίσω από άσπρο σεντόνι για ν' αφήνει τη σκιά της. Είναι πολύ φτωχός και οι ιστορίες που ζει μας κάνουν να γελάμε. Άλλες φιγούρες είναι ο Χατζιαβάτης, ο μπαρμπα-Γιώργος και το Κολλητήρι. Καραγκιόζη λέμε και κοροϊδευτικά κάποιον που γίνεται ρεζίλι και προκαλεί γέλιο.  

pen1 O Νίκος κάνει τον καραγκιόζη για να γελάσει η Αθηνά. 

musicΚα-ρα-γκιό-ζης

 

 

καραμέλα [η] ουσιαστικό (καραμέλες)

eikona220

check1 καραμέλες είναι φτιαγμένες από ζάχαρη, έχουν ευχάριστη γεύση και διάφορα σχήματα και χρώματα.  

music κα-ρα-μέ-λα  pen2 'το πάρτι'

 

 

καράτε [το] ουσιαστικό

check1 Το καράτε είναι ένα ιαπωνικό άθλημα πάλης.  music κα-ρά-τε
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

καράφα [η] ουσιαστικό (καράφες)

eikona221

check1 Η καράφα είναι μία γυάλινη κανάτα για το νερό ή το κρασί. Την καράφα την έχουμε στο τραπέζι.  

circle1 κανάτα  music κα-ρά-φα

 

 

 

 

καρβέλι [το] ουσιαστικό (καρβέλια)

check1 Ένα καρβέλι ψωμί είναι ένα ψωμί με στρογγυλό σχήμα.  music καρ-βέ-λι

 

 

κάρβουνο [το] ουσιαστικό (κάρβουνα)

check1 Το κάρβουνο βγαίνει από τ' ανθρακωρυχεία. Είναι καμένο ξύλο, μοιάζει όμως με μαύρη πέτρα και μπορεί να καίει για πολλή ώρα και να μας ζεσταίνει. Το χρησιμοποιούμε και στις ψησταριές για να ψήνουμε το κρέας. 

check2 Όλα έγιναν κάρβουνο μετά την πυρκαγιά στο σπίτι δίπλα στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη. Ευτυχώς έλειπαν όλοι. Όλα κάηκαν.  music κάρ-βου-νο

 

 

καρδιά [η] ουσιαστικό (καρδιές)

check1 Η καρδιά βρίσκεται αριστερά στο στήθος μας και είναι απαραίτητη για να κυκλοφορεί το αίμα στο σώμα μας. 

check2 «Αυτό το παιδί το έχω στην καρδιά μου» είπε η δασκάλα για την Αθηνά. Το αγαπάω πολύ.  romvos Όταν είμαστε λαχανιασμένοι ή ταραγμένοι, αρχίζει το καρδιοχτύπι, δηλαδή η καρδιά μας χτυπάει πολύ γρήγορα. Όταν έχουμε πρόβλημα με την καρδιά μας, πάμε στον καρδιολόγο.  music καρ-διά

 

 

καρδιολόγος [ο], [η] ουσιαστικό (καρδιολόγοι) velos καρδιά

 

 

καρδιοχτύπι [το] ουσιαστικό (καρδιοχτύπια) velos καρδιά

 

 

καρέκλα [η] ουσιαστικό (καρέκλες)
Όταν μελετάς, κάθεσαι στην καρέκλα του γραφείου σου. Η καρέκλα είναι ένα κάθισμα για να καθόμαστε.  romvos καρεκλίτσα, καρεκλάκι  music κα-ρέ-κλα

 

 

καρναβάλι [το] ουσιαστικό (καρναβάλια)

eikona222

check1 Το καρναβάλι είναι μία μεγάλη γιορτή που γίνεται τις Αποκριές. Στο καρναβάλι ντυνόμαστε μασκαράδες και βγαίνουμε στους δρόμους.  

pen1 O Νίκος πήγε να δει το καρναβάλι της Πάτρας και γύρισε ενθουσιασμένος.  

check2 Καρναβάλι λέμε κι αυτόν που ντύνεται μασκαράς. 

music καρ-να-βά-λι

 

 

καρό επίθετο

eikona223

check1 Ένα καρό ύφασμα έχει διακοσμητικά τετράγωνα ή ρόμβους στο σχέδιό του.  

music κα-ρό
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

Η Αθηνά φοράει την καρό της φούστα.

 

 

καρότο [το] ουσιαστικό (καρότα)

eikona224

check1 Το καρότο είναι ένα πορτοκαλί λαχανικό. Τη ρίζα του την τρώμε ωμή ή βραστή. Είναι η αγαπημένη τροφή των κουνελιών.  

music κα-ρό-το

 

 

καρότσι [το] ουσιαστικό (καρότσια)

eikona225

check1 Με το καρότσι για τα ψώνια μεταφέρουμε τα πράγματα που αγοράσαμε. Το καρότσι έχει τέσσερις ρόδες και το σπρώχνουμε με τα χέρια.

check2 Ένας ανάπηρος άνθρωπος μπορεί και μετακινείται, γιατί κάθεται σε αναπηρικό καρότσι. Χωρίς αυτό δε θα πήγαινε πουθενά.  circle1 καρέκλα

check2 Η θεία Μαργαρίτα βάζει στο καρότσι το μωρό της για να το βγάλει βόλτα.

circle1 καροτσάκι  music κα-ρό-τσι

 

 

καρπαζιά [η] ουσιαστικό (καρπαζιές)

check1 Όταν δίνεις μία καρπαζιά σε κάποιον, τον χτυπάς στο σβέρκο με την παλάμη σου.

pen1 O Κώστας έφαγε μία καρπαζιά από ένα μεγαλύτερο παιδί στο σχολείο. 

circle1 σφαλιάρα, χαστούκι  music καρ-πα-ζιά

 

 

καρπός [ο] ουσιαστικό (καρποί)

check1 Αυτό που παράγει ένα φυτό το λέμε καρπό. Πολλά φυτά παράγουν καρπούς που τρώγονται, όπως είναι τα σύκα, τα μήλα και οι ντομάτες. O καρπός της μηλιάς είναι το μήλο, της καρυδιάς το καρύδι, της ελιάς η ελιά και της ντοματιάς η ντομάτα.  

romvos Τα καρύδια, τα φουντούκια, οι σταφίδες και τ' αμύγδαλα είναι ξηροί καρποί. Είναι καρποί που έχουμε ξεράνει.  music καρ-πός

 

 

καρπούζι [το] ουσιαστικό (καρπούζια)

eikona226

check1 Το καρπούζι είναι ένα ζουμερό, μεγάλο καλοκαιρινό φρούτο με χοντρή πράσινη φλούδα, κόκκινη σάρκα και μαύρα μικρά κουκούτσια. 

music καρ-πού-ζι

 

 

κάρτα [η] ουσιαστικό (κάρτες)

check1 Όταν πηγαίνουμε κάπου για διακοπές, στέλνουμε σε φίλους και γνωστούς κάρτες με φωτογραφίες από τα μέρη που επισκεφτήκαμε.

check2 Κάθε επιχείρηση, οι γιατροί, οι υδραυλικοί και οι δικηγόροι δίνουν στους πελάτες τους μικρές κάρτες με το τηλέφωνο, τo όνομα και τη διεύθυνσή τους.

eikona227

check2 Μερικές κάρτες τις χρησιμοποιούμε για να παίρνουμε λεφτά από την τράπεζα ή να πληρώνουμε κάτι που αγοράσαμε.  

romvos Όταν δεν είμαστε στο σπίτι, μπορούμε να τηλεφωνήσουμε από καρτοτηλέφωνο με την τηλεκάρτα. Τα καρτοτηλέφωνα βρίσκονται συνήθως έξω στο δρόμο, στους τηλεφωνικούς θάλαμους. καρτέλα 

musicκάρ-τα

 

 

καρτοτηλέφωνο [το] ουσιαστικό (καρτοτηλέφωνα) velos κάρτα

 

 

- Είμαι φρούτο και τρώγομαι το καλοκαίρι. Τι είμαι; ……………….................

 

 

καρτέλα [η] ουσιαστικό (καρτέλες)

check1 Στις καρτέλες γράφουμε τα στοιχεία που μας ενδιαφέρουν για να τα βάλουμε σε τάξη.  pen1 Γιατί πρέπει να γράφουμε τις λέξεις στην καρτέλα που υπάρχει στο βιβλίο της γλώσσας;» παραπονέθηκε ο Κώστας. «Για να τις έχουμε μαζεμένες εκεί και να τις διαβάζουμε όποτε ξεχνάμε την ορθογραφία τους» απάντησε η δασκάλα.

romvos κάρτα  music καρ-τέ-λα

 

 

καρύδι [το] ουσιαστικό (καρύδια)

check1 Το καρύδι είναι ένας στρογγυλός καρπός με χοντρή εξωτερική φλούδα, το τσόφλι. Τα καρύδια τα καθαρίζουμε και τρώμε το εσωτερικό τους.

eikona228

romvos Το καρύδι είναι ο καρπός ενός μεγάλου δένδρου, της καρυδιάς. Με το ξύλο της καρυδιάς που είναι πολύ γερό φτιάχνουμε έπιπλα και πατώματα.  

music κα-ρύ-δι

 

 

καρφί [το] ουσιαστικό (καρφιά)

check1 Το καρφί είναι ένα μικρό κομμάτι μέταλλο, μυτερό από τη μία μεριά και μ' ένα μικρό κεφάλι από την άλλη. Καρφώνουμε ένα καρφί με το σφυρί σε μία επιφάνεια κι έτσι στερεώνουμε ή κρεμάμε κάτι.  romvos καρφίτσα, καρφώνω, κάρφωμα  

music καρ-φί

 

 

καρφίτσα [η] ουσιαστικό (καρφίτσες)

eikona229

check1 Η καρφίτσα είναι ένα πολύ λεπτό κομμάτι μέταλλο, πολύ μυτερό από τη μία μεριά και μ' ένα μικρό κεφάλι από την άλλη. Με την καρφίτσα στερεώνουμε υφάσματα μεταξύ τους πριν τα ράψουμε. Μοιάζει με βελόνα που το κεφάλι της δεν έχει τρύπα.  romvos καρφί, καρφώνω, κάρφωμα   

music καρ-φί-τσα

 

 

καρφώνω, καρφώνομαι ρήμα (κάρφωσα, θα καρφωθώ)

check1 Όταν χτυπάμε το καρφί με το σφυρί, το καρφώνουμε πάνω σε κάτι.  

pen1 Η Αθηνά είδε από το παράθυρο τον κύριο Μιχάλη να καρφώνει δύο σανίδες μεταξύ τους.

check2 O κύριος Μιχάλης σήκωσε το κεφάλι του. Το βλέμμα του καρφώθηκε στην Αθηνά, κι αυτή έκλεισε τρομαγμένη το παράθυρο. Το βλέμμα του στάθηκε, έμεινε ακίνητο πάνω στο πρόσωπο της Αθηνάς.  romvos Κάτι που πρέπει να καρφώσουμε, θέλει κάρφωμα. καρφί, καρφίτσα   musicκαρ-φώ-νω

 

 

καρχαρίας [ο] ουσιαστικό (καρχαρίες)

check1 O καρχαρίας είναι ένα πολύ μεγάλο ψάρι της θάλασσας με μεγάλα μυτερά δόντια κι ένα πτερύγιο σαν τρίγωνο στην πλάτη. Μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνος και να κάνει επίθεση στον άνθρωπο.  music καρ-χα-ρί-ας  pen2 'η θάλασσα'

 

 

κάσα [η] ουσιαστικό (κάσες)

check1 Η κάσα είναι ένα μεγάλο ξύλινο κουτί, φτιαγμένο από σανίδες για να φυλάμε ή να μεταφέρουμε τρόφιμα ή άλλα πράγματα.

pen1 Η Αθηνά κοίταξε πάλι από το παράθυρο κι είδε ότι με τις σανίδες που κάρφωνε ο κύριος Μιχάλης κατάφερε κι έφτιαξε μία κάσα. Τι ήθελε να βάλει μέσα;  

circle1 κιβώτιο, κασόνι  music κά-σα

 

 

κασέτα [η] ουσιαστικό (κασέτες)

eikona230

check1 Η κασέτα είναι μία μικρή πλαστική θήκη που έχει μέσα της ταινία. Στην ταινία της κασέτας μπορούμε να γράψουμε μουσική για να την ακούμε μετά στο κασετόφωνο ή εικόνες για να τις βλέπουμε στο βίντεο. Τώρα πια δε χρησιμοποιούμε συχνά κασέτες αλλά σιντί και ντιβιντί.  

romvos βιντεοκασέτα, κασετόφωνο  music κα-σέ-τα  Δες σιντί

 

 

κασετίνα [η] ουσιαστικό (κασετίνες)

check1 Η κασετίνα είναι μία ξύλινη, πλαστική ή υφασμάτινη θήκη για τα μολύβια, τα στιλό, τις γόμες και τις ξύστρες. Κάθε μαθητής έχει στη σχολική του τσάντα την κασετίνα του.  music κα-σε-τί-να  Δες στιλό  pen2 'η τάξη'

 

 

κασόνι [το] ουσιαστικό (κασόνια)

check1 Το κασόνι είναι ένα μεγάλο κουτί,φτιαγμένο με σανίδες για να φυλάμε ή να μεταφέρουμε πράγματα.  romvos κάσα, κιβώτιο  music κα-σό-νι

 

 

κάστανο [το] ουσιαστικό (κάστανα)

eikona231

check1 Τα κάστανα είναι μικροί καρποί με σκληρή, καφετιά φλούδα. Τα τρώμε ζεστά το χειμώνα ψήνοντάς τα στη φωτιά ή αγοράζοντάς τα από τον καστανά στο δρόμο. Τα ξεφλουδίζουμε και τρώμε το εσωτερικό τους.  romvos Το δέντρο που κάνει κάστανα είναι η καστανιά, ένα μεγάλο δέντρο που μας δίνει πολύ καλό ξύλο για πατώματα και έπιπλα.  music κά-στα-νο

 

 

καστανός, καστανή, καστανό επίθετο (καστανοί, καστανές, καστανά)

check1 Όταν κάποιος είναι καστανός, τα μαλλιά του είναι καστανά, έχουν δηλαδή καφέ χρώμα, το χρώμα του κάστανου.  pen1 Η Αθηνά είναι καστανή κι η φίλη της η Ελένη ξανθιά.  romvos κάστανο  music κα-στα-νός

 

 

κάστορας [ο] ουσιαστικό (κάστορες)

eikona232

check1 O κάστορας είναι ένα μικρό ζώο με πολύ ωραία γούνα και πλατιά ουρά που ζει κοντά σε λίμνες και ποτάμια. Ροκανίζει τα δέντρα για να φτιάξει φράγματα στο νερό.

romvos Το δέρμα του, το καστόρι, είναι πολύ μαλακό και αδιάβροχο και μ' αυτό φτιάχνουμε καστόρινα παπούτσια, παλτά και ζώνες.  music κά-στο-ρας

 

 

καστόρι [το] ουσιαστικό velos κάστορας

 

 

κάστρο [το] ουσιαστικό (κάστρα)

eikona233

check1 Στο Μεσαίωνα τα κάστρα ήταν ψηλά, γερά, πέτρινα τείχη που προστάτευαν χωριά και πόλεις. Από ψηλά έβλεπε κανείς ποιος έμπαινε μέσα στα τείχη.  

music κά-στρο

 

 

καταβρέχω, καταβρέχομαι ρήμα (κατάβρεξα, θα καταβρέξω)

eikona234

check1 Όταν καταβρέχεις κάποιον, τον βρέχεις με πολύ νερό.  

circle1 μουσκεύω  romvos βροχή, βρέχω  

music κα-τα-βρέ-χω

 

 

καταβροχθίζω ρήμα (καταβρόχθισα,θα καταβροχθίσω)

check1 Όταν καταβροχθίζεις κάτι, το τρως γρήγορα, γιατί πεινάς πολύ. 

music κα-τα-βρο-χθί-ζω

 

 

κατάγομαι ρήμα velos καταγωγή

 

 

καταγωγή [η] ουσιαστικό

check1 Η καταγωγή σου είναι ο τόπος και η οικογένεια απ' όπου προέρχεσαι, απ' όπου κατάγεσαι.  pen1 Η καταγωγή του Ίγκλι είναι από την Αλβανία, ζει και μεγαλώνει όμως στην Ελλάδα.  romvos κατάγομαι  music κα-τα-γω-γή

 

 

καταδέχομαι ρήμα (καταδέχτηκα, θα καταδεχτώ)

check1 Όταν καταδέχεσαι κάποιον, δέχεσαι να κάνεις παρέα μαζί του, είσαι φιλικός μαζί του.  pen1«Τι έχει και δε μας καταδέχεται η Αθηνά σήμερα; Δε μας είπε ούτε καλημέρα» είπε ο Νίκος.  

check2 Όταν δεν καταδέχεσαι κάτι, δε θέλεις να το χρησιμοποιήσεις, γιατί πιστεύεις πως δεν είναι αρκετά καλό για σένα.  pen1 Όταν η θεία Έλλη έρχεται στηνΑθήνα, δεν καταδέχεται το λεωφορείο, κυκλοφορεί μόνο με ταξί.  circle2 περιφρονώ  romvos δέχομαι 

music κα-τα-δέ-χο-μαι

 

 

- Ξέρεις που υπάρχουν κάστρα στην Ελλάδα;

 

 

καταδικάζω, καταδικάζομαι ρήμα (καταδίκασα, θα καταδικάσω)

check1 Όταν το δικαστήριο καταδικάζει κάποιον, αποφασίζει πως πρέπει να πληρώσει πρόστιμο ή να μείνει για κάποιο καιρό στη φυλακή, γιατί είναι ένοχος για κάτι και πρέπει να τιμωρηθεί γι' αυτό.  pen1 Στο έργο που είδε η θεία Κατερίνα ο κλέφτης καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή.  romvos Όταν καταδικάζεται κάποιος, το δικαστήριο αποφασίζει ποια θα είναι η καταδίκη του .Λέμε κατάδικο αυτόν που είναι στη φυλακή, γιατί είναι ένοχος για κάτι . δικάζω  music κα-τα-δι-κά-ζω

 

 

καταδιώκω, καταδιώκομαι ρήμα (καταδίωξα, θα καταδιώξω)

check1 Στο έργο οι αστυνομικοί καταδίωξαν τους ληστές, εκείνοι όμως κατάφεραν να ξεφύγουν. Oι αστυνομικοί κυνήγησαν τους ληστές για να τους πιάσουν. 

romvos Κρίμα που οι ληστές δεν πιάστηκαν. Η καταδίωξη απέτυχε.  music κα-τα-δι-ώ-κω

 

 

καταιγίδα [η] ουσιαστικό (καταιγίδες)

check1 Η καταιγίδα είναι η ξαφνική βροχή που ξεσπάει με αστραπές, βροντές κι αέρα.

music κα-ται-γί-δα

 

 

κατάκαρδα επίρρημα  

check1 Η Αθηνά το πήρε κατάκαρδα που έφυγε η Ροζαλία. Είναι πολύ στενοχωρημένη.

romvos καρδιά  music κα-τά-καρ-δα

 

 

κατακτώ, κατακτιέμαι ρήμα (κατάκτησα/κατέκτησα, θα κατακτήσω)

check1 Όταν μία χώρα κατακτά μία άλλη, την κάνει δική της με τη βία.  

pen1Oι Ρωμαίοι ήθελαν να κατακτήσουν το χωριό του Αστερίξ και του Oβελίξ αλλά δεν τα κατάφερναν.  

check2 Όταν κάποιος κατακτά κάτι, το κερδίζει μετά από μεγάλη προσπάθεια, γιατί το αξίζει.  pen1 Η ομάδα του Κώστα κατάκτησε το πρωτάθλημα μετά από μεγάλους αγώνες.  romvos O Μέγας Αλέξανδρος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους κατακτητές. Κατάκτησε πολλές χώρες. Κάτι που κατακτά κάποιος είναι κατάκτησή του.  

music κα-τα-κτώ

 

 

καταλαβαίνω ρήμα (κατάλαβα, θα καταλάβω)

check1 Όταν καταλαβαίνεις κάτι, ξέρεις καλά τι σημαίνει, τι θέλει να πει.  

pen1O πατέρας του Ίγκλι αγόρασε ένα λεξικό, γιατί θέλει να καταλαβαίνει τη σημασία όλων των ελληνικών λέξεων.  circle1 κατανοώ, αντιλαμβάνομαι

check2 O Κώστας καταλαβαίνει την Αθηνά που είναι στενοχωρημένη από τότε που χάθηκε η Ροζαλία.  circle1 νιώθω  

check2 Η Αθηνά δεν καταλαβαίνει γιατί μαλώνει ο κύριος Μιχάλης με τα παιδιά. Δεν μπορεί να το εξηγήσει.  circle1 κατανοώ, αντιλαμβάνομαι   music κα-τα-λα-βαί-νω

 

 

καταλήγω ρήμα (κατέληξα, θα καταλήξω)

check1 O δρόμος μπροστά στο σπίτι του θείου Αλέκου καταλήγει σε αδιέξοδο. Δεν μπορεί να πάει πιο πέρα.  circle1 τελειώνω, φτάνω  circle2 αρχίζω, ξεκινάω

check2 Στο έργο η έρευνα κατέληξε σε αποτυχία. Η αστυνομία ποτέ δε βρήκε ποιος έκλεψε τα χρήματα. Τελείωσε με αποτυχία.

check2 Όταν καταλήγεις σε κάποιο συμπέρασμα, σε κάποια λύση ή σε κάποια απόφαση, το κάνεις μετά από σκέψη.  romvos Πολλές λέξεις όταν μπαίνουν σε πρόταση, αλλάζουν κατάληξη, δηλαδή αλλάζουν στο τέλος. Να ένα παράδειγμα: ο άνθρωπ-ος, οι άνθρωπ-οι. Η κατάληξη μίας ιστορίας είναι το τέλος της.  music κα-τα-λή-γω

 

 

κατάληξη [η] ουσιαστικό (καταλήξεις) velos καταλήγω

 

 

κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλο επίθετο (κατάλληλοι, κατάλληλες, κατάλληλα)

check1 Όταν κάτι είναι κατάλληλο, έχει ό,τι χρειάζεται για το σκοπό μας.    

pen1 Όταν η Αλίκη περπατάει, φοράει τα κατάλληλα παπούτσια για να μην κουράζεται.

circle2 ακατάλληλος  music κα-τάλ-λη-λος

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

 

 

κατάλογος [ο] ουσιαστικό (κατάλογοι)

check1 O κατάλογος είναι ονόματα πραγμάτων ή ανθρώπων, γραμμένα στη σειρά. Κατάλογο λέμε κι ένα φύλλο χαρτί με ονόματα πραγμάτων ή ανθρώπων, γραμμένα στη σειρά για να τα βρίσκουμε, όταν τα χρειαζόμαστε.  pen1 Η Αθηνά και η μαμά της κάνουν έναν κατάλογο για τα ψώνια πριν πάνε στα μαγαζιά.  circle1 λίστα

romvos Στον τηλεφωνικό κατάλογο βρίσκουμε ονόματα, διευθύνσεις και τηλέφωνα ανθρώπων που ζουν σε μία περιοχή.  music κα-τά-λο-γος

 

 

κατάματα επίρρημα  

check1 Όταν κοιτάς κάποιον κατάματα, τον κοιτάς ακριβώς μέσα στα μάτια του. 

music κα-τά-μα-τα

 

 

καταναλώνω, καταναλώνομαι ρήμα (κατανάλωσα, θα καταναλώσω)

check1 Όταν καταναλώνεις κάτι, το χρησιμοποιείς, γιατί το χρειάζεσαι για να καλύψεις τις ανάγκες σου.  pen1 O θείος Αλέκος είναι ψηλός και χοντρός και καταναλώνει μεγάλες ποσότητες φαγητού.  romvos Όταν καταναλώνεις κάτι, κάνεις κατανάλωση. Αυτός που ξοδεύει χρήματα για ν' αγοράσει κάτι λέγεται καταναλωτής.  

music κα-τα-να-λώ-νω

 

 

καταντώ και καταντάω ρήμα (κατάντησα, θα καταντήσω)

check1 O διπλανός του Κώστα από καλός μαθητής που ήταν κατάντησε να είναι ο χειρότερος μαθητής στην τάξη. Μα τι του συμβαίνει; Από καλός μαθητής που ήταν έφτασε στο σημείο να είναι ο χειρότερος μαθητής στην τάξη.

check2 «Πώς τα κατάντησες έτσι τα βιβλία σου, Κώστα;» ρώτησε ο Νίκος. «Όλο μουτζούρες και τσαλακωμένα φύλλα». Πώς τα έκανες έτσι τα βιβλία σου;   

music κα-τα-ντώ

 

 

καταπιάνομαι ρήμα (καταπιάστηκα,θα καταπιαστώ)

check1 Όταν καταπιάνεσαι με κάτι,ξοδεύεις πολύ από το χρόνο σου για ν' ασχοληθείς μ' αυτό. pen1 Η θεία Κατερίνα κατάφερε να γίνει γνωστή ζωγράφος, γιατί καταπιάστηκε με τη ζωγραφική από πολύ νωρίς.  music κα-τα-πιά-νο-μαι

 

 

καταπιέζω, καταπιέζομαι ρήμα (καταπίεσα, θα καταπιέσω)

check1 Όταν καταπιέζεις κάποιον, τον υποχρεώνεις να κάνει αυτό που θέλεις εσύ χωρίς να ζητάς τη γνώμη του.  pen1 «Μαμά, μη με καταπιέζεις άλλο, άφησέ με να φορέσω τα ρούχα που θέλω» είπε η Αλίκη.  romvos «Σιγά την καταπίεση» είπε η θεία Έλλη. «Αλήθεια, ξέρεις ότι κάποτε οι γυναίκες ήταν πολύ καταπιεσμένες συνέχισε.  

music κα-τα-πι-έ-ζω

 

 

καταπίνω, καταπίνομαι ρήμα (κατάπια,θα καταπιώ)

check1 Όταν καταπίνεις κάτι που τρώγεται ή που πίνεται, το κατεβάζεις από το στόμα σου στο στομάχι σου.  

check2 Όταν κάποιος δε μιλάει καθόλου, λέμε ότι κατάπιε τη γλώσσα του.  

music κα-τα-πί-νω

 

 

καταπληκτικός, καταπληκτική, καταπληκτικό επίθετο (καταπληκτικοί, καταπληκτικές, καταπληκτικά)

check1 Όταν κάτι μας αρέσει πολύ, λέμε πως είναι καταπληκτικό. 

music κα-τα-πλη-κτι-κός

 

 

κατάρα [η] ουσιαστικό (κατάρες)

check1 Όταν λες μία κατάρα για κάποιον, εύχεσαι να του τύχει κάτι κακό. Τον καταριέσαιpen1 «Την κατάρα μου να έχει η Χιονάτη!» φώναξε θυμωμένη η βασίλισσα.  circle2 ευχή  romvos Κι έτσι η Χιονάτη ήταν καταραμένη για πολύ καιρό. Την είχε καταραστεί η κακιά βασίλισσα. Καταραμένο λέμε και κάποιον ή κάτι που μας ενοχλεί ή μας κάνει κακό. «Καταραμένη Χιονάτη!» είπε η βασίλισσα.  music κα-τά-ρα

 

 

καταργώ, καταργούμαι ρήμα (κατάργησα, θα καταργήσω)

check1 Όταν σταματάς κάτι που γίνεται ή που κάνεις συνήθως, το καταργείς.  

pen1 O γιατρός είπε στο θείο Αλέκο πως για ν' αδυνατίσει, πρέπει να καταργήσει το βούτυρο και τα γλυκά.  music κα-ταρ-γώ

 

 

καταριέμαι ρήμα (καταράστηκα, θα καταραστώ) velos κατάρα

 

 

καταρράκτης [ο] ουσιαστικό (καταρράκτες)

eikona235

check1 O καταρράκτης είναι το νερό ενός ποταμού που πέφτει με ορμή από ψηλά μέσα από κάποιο βουνό.

music κα-ταρ-ρά-κτης
-Ξέρεις πού έχει καταρράκτες στην Ελλάδα; Στην Αμερική;

 

 

κατάρτι [το] ουσιαστικό (κατάρτια)

eikona236

check1 Το κατάρτι ενός πλοίου είναι το κοντάρι που στηρίζει τα πανιά του.   music κα-τάρ-τι

 

 

 

 

 

κατασκευάζω, κατασκευάζομαι ρήμα (κατασκεύασα, θα κατασκευάσω)

check1 Όταν κατασκευάζεις κάτι, το φτιάχνεις με τα χέρια σου ή με εργαλεία και μηχανές.  pen1 O θείος Τάκης κατασκεύασε μία σχεδία για να παίζουν ο Κώστας κι η Αθηνά στη θάλασσα.  romvosΗ κατασκευή της σχεδίας τού πήρε πολύ χρόνο.  

music κα-τα-σκευ-ά-ζω

 

 

κατασκηνώνω ρήμα (κατασκήνωσα, θα κατασκηνώσω) velos κατασκήνωση

 

 

κατασκήνωση [η] ουσιαστικό (κατασκηνώσεις)

check1 Η κατασκήνωση είναι το μέρος όπου στήνουμε τη σκηνή μας στις διακοπές.

circle1 κάμπιγκ  

check2 Όταν πας κατασκήνωση, περνάς λίγες μέρες με άλλα παιδιά στην εξοχή και κοιμάσαι μαζί τους στη σκηνή. Κατασκηνώνεις.  romvos κατασκηνώνω, σκηνή  

music κα-τα-σκή-νω-ση

 

 

- Ποια λέξη φτιάχνουμε με τις συλλαβές: τα- κός- πλη- κα- κτι ………………........

 

 

κατασκοπεύω ρήμα (κατασκόπευσα, θα κατασκοπεύσω) velos κατάσκοπος

 

 

κατάσκοπος [ο], [η] ουσιαστικό (κατάσκοποι)

eikona237

check1κατάσκοποι πληρώνονται από μία χώρα για να κλέψουν τα μυστικά άλλων χωρών.  romvos Όταν κατασκοπεύεις κάποιον, τον παρακολουθείς για να μάθειςτα μυστικά του.  

music κα-τά-σκο-πος

 

 

 

κατάσταση [η] ουσιαστικό (καταστάσεις)

check1 Όταν ρωτάμε για την κατάσταση κάποιου ανθρώπου ή πράγματος, ρωτάμε πώς είναι αυτή τη στιγμή.  pen1«Όταν φτιάξουμε το ποδήλατό σου,θα είναι πάλι σε καλή κατάσταση και θα μπορέσεις να πας βόλτα» είπε ο κύριος Γιάννης στην Αθηνά.  

music κα-τά-στα-ση

 

 

κατάστημα [το] ουσιαστικό (καταστήματα) 

check1 Στα καταστήματα βρίσκουμε τα πράγματα που θέλουμε ν' αγοράσουμε. Σ' ένα κατάστημα ρούχων αγοράζουμε μόνο ρούχα και σ' ένα κατάστημα παιχνιδιών μόνο παιχνίδια, όμως σ' ένα πολυκατάστημα μπορούμε ν' αγοράσουμε διάφορα πράγματα.  circle1 μαγαζί  music κα-τά-στη-μα

 

 

- Aν μου βγάλεις δύο συλλαβές, μπορείς να κοιμηθείς πάνω μου. Τι είμαι; ………………

 

 

καταστρέφω, καταστρέφομαι ρήμα (κατάστρεψα/κατέστρεψα, θα καταστρέψω)

check1 Όταν καταστρέφεις κάτι, του κάνεις τόσο μεγάλες ζημιές, ώστε να είναι άχρηστο. pen1 Φέτος το χειμώνα ο πάγος κατέστρεψε τα περισσότερα φυτά της κυρίας Μαργαρίτας.  circle1 χαλάω  circle2 γλιτώνω  romvos O πάγος ήταν καταστρεπτικός για τα φυτά της. «Τι καταστροφή!» μουρμούρισε η κυρία Μαργαρίτα.  music κα-τα-στρέ-φω

 

 

κατάστρωμα [το] ουσιαστικό (καταστρώματα) 

check1 Το κατάστρωμα ενός πλοίου είναι το εξωτερικό πάνω μέρος του όπου καθόμαστε για να βλέπουμε τη θάλασσα και να πάρουμε καθαρό αέρα ή για να μαυρίσουμε.  

music κα-τά-στρω-μα

 

 

καταστρώνω ρήμα (κατέστρωσα, θα καταστρώσω)

check1 O Κώστας και η Αθηνά άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για τις διακοπές τους. Άρχισαν να σκέφτονται με προσοχή τι θα κάνουν στις διακοπές τους.  

music κα-τα-στρώ-νω

 

 

καταφέρνω ρήμα (κατάφερα, θα καταφέρω)

check1 Όταν καταφέρνεις κάτι, το κάνεις καλά και πετυχαίνεις το σκοπό σου.  

pen1 O Ίγκλι μελέτησε πολύ και κατάφερε να μάθει ελληνικά πολύ γρήγορα.

circle1 κατορθώνω  circle2 αποτυχαίνω

check2 Όταν καταφέρνεις κάποιον, τον πείθεις να κάνει αυτό που θέλεις.  

pen1 Τελικά ο Κώστας κατάφερε τον Νίκο να έρθει στο σπίτι του μετά το σχολείο για να παίξουν.  music κα-τα-φέρ-νω

 

 

καταφεύγω ρήμα (κατέφυγα, θα καταφύγω)  

check1 Όταν καταφεύγεις σ' ένα μέρος, πηγαίνεις εκεί για να νιώσεις ασφάλεια και σιγουριά.  pen1 Η Ροζαλία κατέφυγε στην αποθήκη για να γεννήσει τα μωρά της.  

romvos Η αποθήκη έγινε από τότε το καταφύγιο της Ροζαλίας.  music κα-τα-φεύ-γω

 

 

καταφύγιο [το] ουσιαστικό (καταφύγια) velos καταφεύγω

 

 

κατάψυξη [η] ουσιαστικό (καταψύξεις)

check1 Στην κατάψυξη του ψυγείου βάζουμε τρόφιμα για να παγώσουν, ώστε να τα κρατήσουμε πολύ καιρό. Η κατάψυξη είναι το πιο κρύο μέρος του ψυγείου.

romvos Τα τρόφιμα που φυλάμε στην κατάψυξη είναι κατεψυγμένα.  music κα-τά-ψυ-ξη

 

 

κατεβάζω ρήμα (κατέβασα, θα κατεβάσω)

check1 Όταν κατεβάζεις κάτι ή κάποιον από κάπου, αλλάζεις τη θέση τους και τα φέρνεις από πάνω προς τα κάτω.  pen1 Η Αθηνά κατέβασε όλα τα βιβλία της στο πάτωμα για να ξεσκονίσει καλά τη βιβλιοθήκη της.  circle2ανεβάζω  

check2 Όταν κατεβάζεις το κεφάλι σου, σκύβεις και το χαμηλώνεις.  

circle1 χαμηλώνω  circle2 ανεβάζω 

check2 Όταν κατεβάζεις την τιμή κάποιου πράγματος, την κάνεις πιο μικρή. 

circle1 χαμηλώνω  circle2 ανεβάζω  romvos κατέβασμα, κάτω  music κα-τε-βά-ζω

 

 

κατεβαίνω ρήμα (κατέβηκα, θα κατέβω) 

eikona238

check1 Όταν κατεβαίνεις από κάπου, αλλάζεις θέση, πας από πάνω προς τα κάτω.

pen1 «Αθηνά, κατέβα γρήγορα από τη σκάλα, θα πέσεις» είπε ο Κώστας.  circle2 ανεβαίνω

check2 Όταν οι τιμές ή η θερμοκρασία κατεβαίνουν, γίνονται πιο χαμηλές.  

circle1 πέφτω  circle2 ανεβαίνω  music κα-τε-βαί-νω

O Νίκος κατεβαίνει τη σκάλα.

 

 

κατεργάρης, κατεργάρα, κατεργάρικο επίθετο (κατεργάρηδες, κατεργάρες, κατεργάρικα)

check1 Όταν κάποιος είναι κατεργάρης, κάνει πονηριές και κόλπα για να πετύχει το σκοπό του.  pen1Πολύ κατεργάρα είναι η Ροζαλία. Όταν όλοι γυρίζουν την πλάτη, ανεβαίνει στο τραπέζι για να δει αν μπορεί να φάει κάτι.  circle1 πονηρός

romvos O κατεργάρης κάνει κατεργαριές, δηλαδή πονηριές.  music κα-τερ-γά-ρης

 

 

κατευθείαν επίρρημα 

check1 «Να πάρουμε το πλοίο των οκτώ που πάει κατευθείαν στην Κρήτη» είπε ο θείος Τάκης. Δε σταματάει σε άλλα νησιά, δεν κάνει άλλες στάσεις.

check2 Να πας κατευθείαν για ύπνο, Κώστα!  circle1 αμέσως  music κα-τευ-θεί-αν

 

 

κατεύθυνση [η] ουσιαστικό (κατευθύνσεις) 

eikona239

check1 Κατεύθυνση είναι η πορεία που ακολουθούμε για να πάμε κάπου.  

circle1 πορεία  music κα-τεύ-θυν-ση

Το σήμα δείχνει κατεύθυνση
προς τα δεξιά.

 

 

κατέχω ρήμα (κατείχα, θα κατέχω) velos κάτοχος

 

 

κατεψυγμένος, κατεψυγμένη, κατεψυγμένο μετοχή (κατεψυγμένοι, κατεψυγμένες, κατεψυγμένα) velos κατάψυξη

 

 

κατηγορώ, κατηγορούμαι ρήμα (κατηγόρησα, θα κατηγορήσω)

check1 Όταν κατηγορείς κάποιον, λες πως έχει κάνει κάτι κακό, πως είναι ένοχος για κάτι.  pen1 O κύριος Μιχάλης κατηγόρησε τον Ίγκλι πως του έσπασε το τζάμι με την μπάλα του.  romvosΗ κατηγορία του κυρίου Μιχάλη τρόμαξε πολύ τον Ίγκλι. Τι θα πουν οι γονείς του;  music κα-τη-γο-ρώ

 

 

κατηφόρα [η] ουσιαστικό (κατηφόρες)

eikona240

check1 Kατηφόρα είναι ο δρόμος που πηγαίνει προς τα κάτω. Στην κατηφόρα ένα ποδήλατο ή ένα αυτοκίνητο κυλάει πολύ γρήγορα, αν δε φρενάρουμε λιγάκι. 

circle2 ανηφόρα, ανήφορος  music κα-τη-φό-ρα
-Λέμε και ο κατήφορος.

 

 

κατοικία [η] ουσιαστικό (κατοικίες)

check1 Η κατοικία είναι το μέρος όπου μένουμε.  circle1 σπίτι   

romvos Εκεί κατοικούμε. Αυτός που μένει σ' ένα σπίτι ή σε μία χώρα είναι ο κάτοικος του σπιτιού ή της χώρας. Τα κατοικίδια ζώα είναι τα ζώα που μένουν κοντά στον άνθρωπο και καμιά φορά μέσα στο σπίτι του, όπως ο σκύλος, η γάτα και το καναρίνι.

music κα-τοι-κί-α

 

 

κατοικώ, κατοικούμαι ρήμα (κατοίκησα, θα κατοικήσω) velos κατοικία

 

 

κατορθώνω ρήμα (κατόρθωσα, θα κατορθώσω)

check1 Όταν κατορθώνεις κάτι δύσκολο, το πετυχαίνεις, γιατί έχεις προσπαθήσει πολύ γι' αυτό.  pen1 Η Χιονάτη έμεινε με τους επτά νάνους κι έτσι κατόρθωσε να κρυφτεί από την κακιά βασίλισσα.  circle1 καταφέρνω  circle2 αποτυχαίνω  romvos Όταν προσπαθείς πολύ για κάτι και το πετυχαίνεις, κάνεις ένα κατόρθωμαmusic κα-τορ-θώ-νω

 

 

κάτοχος [ο], [η] ουσιαστικό (κάτοχοι)

check1 Όταν κάτι σου ανήκει, είναι δικό σου, είσαι ο κάτοχός του.

pen1 O κύριος Δημήτρης ρωτούσε ποιος είναι ο κάτοχος του διπλανού σπιτιού που έπιασε φωτιά.  circle1 ιδιοκτήτης  romvos Όταν κατέχεις κάτι,είναι δικό σου, σου ανήκει.  

music κά-το-χος

 

 

κατρακυλώ και κατρακυλάω ρήμα (κατρακύλησα, θα κατρακυλήσω)

check1 Όταν κατρακυλάς, κυλάς γρήγορα προς τα κάτω.   

pen1 O Κώστας κατρακύλησε στις σκάλες κι έσπασε το χέρι του.   

romvos O Κώστας πήρε μία κατρακύλα στις σκάλες, που θα τη θυμάται σε όλη του τη ζωή. κατρακύλισμα, κυλώ  music κα-τρα-κυ-λώ

 

 

κατσαβίδι [το] ουσιαστικό (κατσαβίδια)

check1 Το κατσαβίδι είναι εργαλείο. Με το κατσαβίδι βιδώνουμε και ξεβιδώνουμε βίδες.  romvos βίδα, βιδώνω, ξεβιδώνω  music κα-τσα-βί-δι  pen2 'τα εργαλεία'

 

 

κατσαρίδα [η] ουσιαστικό (κατσαρίδες)

check1 Η κατσαρίδα είναι ένα μεγάλο μαύρο ή καφέ έντομο που μπαίνει μερικές φορές στα σπίτια και κυκλοφορεί τη νύχτα.
romvos Αν βρούμε κατσαρίδες στο σπίτι, τις κυνηγάμε και τις σκοτώνουμε με το κατσαριδοκτόνο.  music κα-τσα-ρί-δα  pen2 'τα έντομα'

 

 

κατσαριδοκτόνο [το] ουσιαστικό (κατσαριδοκτόνα) velos κατσαρίδα

 

 

κατσαρόλα [η] ουσιαστικό (κατσαρόλες)

check1 Η κατσαρόλα είναι ένα βαθύ μεταλλικό σκεύος με χερούλια που το χρησιμοποιούμε στην κουζίνα. Στην κατσαρόλα μαγειρεύουμε φαγητό και βράζουμε γάλα ή νερό.  music κα-τσα-ρό-λα  Δες μαγειρεύω

 

 

κατσαρός, κατσαρή, κατσαρό επίθετο (κατσαροί, κατσαρές, κατσαρά)

eikona241

check1 Τα κατσαρά μαλλιά είναι μαλλιά με πολλές μπούκλες, δεν είναι ίσια.

circle1 σγουρός

romvos Μερικές γυναίκες δεν είναι ευχαριστημένες με τα ίσια μαλλιά τους και τα κατσαρώνουν στο κομμωτήριο.  circle1 σγουραίνω  

music κα-τσα-ρός

 

 

κατσαρώνω ρήμα (κατσάρωσα, θα κατσαρώσω) velos κατσαρός

 

 

κατσίκα [η] ουσιαστικό (κατσίκες) 

check1 Η κατσίκα είναι ένα θηλυκό ζώο με κέρατα και μακρύ τρίχωμα. Την αρμέγουμε για να πιούμε το γάλα της και να φτιάξουμε τυρί.  romvos O τράγος είναι το αρσενικό της κατσίκας και το κατσικάκι το μικρό της. Όταν φωνάζει η κατσίκα, βελάζει.

music κα-τσί-κα  pen2 'το αγρόκτημα'

 

 

κατσούφης, κατσούφα, κατσούφικο επίθετο (κατσούφηδες, κατσούφες, κατσούφικα)

check1 Όταν είσαι κατσούφης, δείχνεις ότι δεν έχεις καλή διάθεση, πως είσαι θυμωμένος.  pen1 «Κώστα, Αθηνά, πολύ κατσούφηδες είστε και οι δύο σήμερα, τι συμβαίνει;» ρώτησε ο κύριος Γιάννης. «Ενώ μας υποσχέθηκες σινεμά, τελικά δε θα πάμε, να γιατί!» απάντησαν.  romvos O Κώστας και η Αθηνά κατσούφιασαν, όταν έμαθαν πως ο μπαμπάς τους δεν είχε χρόνο να τους πάει σινεμά.  musicκα-τσού-φης

 

 

κάτω επίρρημα

check1 Όταν πατάς κάτι, αυτό βρίσκεται κάτω από το πόδι σου.  circle2 πάνω από
check2 Όταν κατεβαίνεις τις σκάλες, πας κάτω. Όταν κάθεσαι στο πάτωμα, κάθεσαι κάτω.

circle2 πάνω  

check2 Όταν κάτι κοστίζει κάτω από 20 ευρώ, κοστίζει λιγότερο από 20 ευρώ. Όταν κάτι κοστίζει πάνω κάτω 20 ευρώ, κοστίζει περίπου 20 ευρώ.  

eikona242

check2 Όταν το δωμάτιό σου είναι άνω κάτω, είναι πολύ ακατάστατο. Όταν δεν το βάζεις κάτω, δεν τα παρατάς.  romvos Όταν κάτι είναι κατώτερο από κάτι άλλο, είναι λιγότερο καλό, είναι χειρότερο.  circle2 ανώτερος αποκάτω, κατώτερος, παρακάτω

music κά-τω

Το αυτοκινητάκι είναι κάτω από το κρεβάτι.

 

 

κατώτερος, κατώτερη, κατώτερο επίθετο (κατώτεροι, κατώτερες, κατώτερα) velos κάτω

 

 

κατώφλι [το] ουσιαστικό (κατώφλια)

check1 Το κατώφλι της πόρτας είναι το σκαλοπάτι κάτω από την πόρτα της εισόδου ενός σπιτιού.  music κα-τώ-φλι

 

 

καύσιμα [τα] ουσιαστικό

check1 Τα καύσιμα είναι τα υλικά που καίμε για να ζεσταθούμε και για να κάνουμε τις μηχανές να δουλεύουν. Τα αυτοκίνητα, τα τρένα, τα πλοία και τα αεροπλάνα χρειάζονται καύσιμα για να κινηθούν. Το κάρβουνο, το πετρέλαιο, η βενζίνη και το ξύλο είναι καύσιμα.  music καύ-σι-μα
-Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

καυτός, καυτή, καυτό επίθετο (καυτοί, καυτές, καυτά) velos καίω

 

 

καφέ επίθετο velos καφετής

 

 

καφές [ο] ουσιαστικό (καφέδες)

check1 O καφές είναι οι σπόροι ενός θάμνου που φυτρώνει σε πολύ ζεστές χώρες. Τους σπόρους αυτούς τους ψήνουμε και τους αλέθουμε για να φτιάξουμε τον καφέ που πίνουμε.  romvos Στο καφενείο πηγαίνουν συνήθως οι μεγάλοι για να κουβεντιάσουν, να πιουν καφέ ή να παίξουν τάβλι. Αυτός που έχει το καφενείο είναι ο καφετζής. Oι νέοι προτιμούν τις καφετέριες. καφετής  music κα-φές

 

 

καφετής, καφετιά, καφετί επίθετο (καφετιοί, καφετιές, καφετιά)

check1 Όταν κάτι είναι καφετί, έχει καφέ χρώμα, έχει δηλαδή το χρώμα του καφέ. 

check2 (σαν ουσιαστικό) «Αθηνά, ποιο χρώμα προτιμάς το καφετί ή το πορτοκαλί;» ρώτησε η Ελένη.  circle1 καφέ  romvos καφέ, καφές, καφετζής, καφενείο, καφετέρια

music κα-φε-τής

 

 

καχύποπτος, καχύποπτη, καχύποπτο επίθετο (καχύποπτοι, καχύποπτες, καχύποπτα)

check1 Όταν κάποιος είναι καχύποπτος, δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους και σκέφτεται συνέχεια πως έχουν κάνει κάτι κακό.  pen1 O κύριος Μιχάλης είναι καχύποπτος απέναντι σε όλα τα παιδιά.  romvos Έχει μεγάλη καχυποψία.  

music κα-χύ-πο-πτος

 

 

κέικ [το] ουσιαστικό

check1 Το κέικ είναι γλυκό που ψήνεται στο φούρνο μέσα σε μικρό ταψάκι, τη φόρμα. Γίνεται με αλεύρι, αυγά και βούτυρο και καμιά φορά με κακάο ή φρούτα.

pen1 Η Αθηνά τρελαίνεται για κέικ σοκολάτα.  music κέικ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

κείμενο [το] ουσιαστικό (κείμενα)

check1 Το κείμενο είναι γραμμένες λέξεις και προτάσεις, σ' ένα βιβλίο, ένα τετράδιο ή ένα χαρτί.  pen1 Η Αλίκη διαβάζει πια βιβλία χωρίς εικόνες, μόνο με κείμενο.

music κεί-με-νο

 

 

κελαηδώ και κελαηδάω ρήμα (κελάηδησα, θα κελαηδήσω)

check1 Όταν τα πουλιά βγάζουν ήχους, κελαηδούν.  

pen1 O Πιτσικόκος, το καναρίνι του Κώστα, αρχίζει να κελαηδάει μόλις ξημερώσει.

romvos Το κελάηδημα είναι ο ήχος που βγάζουν τα πουλιά.  music κε-λαη-δώ

 

 

κελί [το] ουσιαστικό (κελιά)

check1 Το κελί της φυλακής είναι το μικρό δωμάτιο όπου ζει κλεισμένος ο φυλακισμένος. 

check2 Στα μοναστήρια οι καλόγεροι και οι καλόγριες κοιμούνται σε κελιά.  music κε-λί

 

 

κενό [το] ουσιαστικό (κενά)

check1 Στο κενό δεν υπάρχει τίποτα. 

pen1 «Κώστα, όταν αρχίσεις το γράμμα για το θείο Τάκη, άφησε κενό στην αρχή της σελίδας, θέλω να του ζωγραφίσω κάτι» είπε η Αθηνά.  musicκε-νό

 

 

κέντημα [το] ουσιαστικό (κεντήματα) velos κεντώ

 

 

κεντρί [το] ουσιαστικό (κεντριά)

check1 Με το κεντρί του ένα έντομο τσιμπάει τον εχθρό του και του ρίχνει δηλητήριο.

pen1 Oι μέλισσες και οι σφήκες σε τσιμπάνε με κεντρί τους. Αν το κεντρί μείνει μέσα στο δέρμα σου, πονάς πολύ.  music κε-ντρί

 

 

κέντρο [το] ουσιαστικό (κέντρα)

check1 Το κέντρο είναι το σημείο που βρίσκεται στη μέση ενός πράγματος ή ενός χώρου.circle1 μέσο, μέση  circle2 άκρη

check2 Το κέντρο είναι το μέρος της πόλης που μαζεύει τον περισσότερο κόσμο και τη μεγαλύτερη κίνηση.

eikona243

check2 Στα κέντρα πηγαίνει ο κόσμος για να διασκεδάσει, να φάει, να χορέψει,ν' ακούσει ζωντανή μουσική. Στα εμπορικά κέντρα βρίσκουμε μαζεμένα όλων των ειδών τα μαγαζιά.

romvos Όταν κάτι βρίσκεται στο κέντρο, το λέμε κεντρικό.   

music κέ-ντρο

 

Το βέλος είναι στο κέντρο του στόχου.

 

 

κεντώ και κεντάω, κεντιέμαι ρήμα (κέντησα, θα κεντήσω)

eikona244

check1 Όταν κεντάς ένα ύφασμα, το στολίζεις με σχέδια που κάνεις με βελονιές.
romvos Της θείας Έλλης της αρέσει πολύ το κέντημα, δηλαδή της αρέσει να κεντάει. Το κέντημα όμως που έχει πάνω στο τραπέζι της είναι δώρο της κυρίας Μαργαρίτας. 

music κε-ντώ

 

 

κεραία [η] ουσιαστικό (κεραίες)

eikona245

check1 Πολλά έντομα και σκουλήκια, όπως οι πεταλούδες και τα σαλιγκάρια, έχουν δυο κεραίες στο κεφάλι τους για να επικοινωνούν με τον κόσμο γύρω τους και να καταλαβαίνουν πού πηγαίνουν.

check2 Η κεραία είναι το λεπτό σύρμα που έχουν οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα για να μπορούν να μεταδίδουν τα προγράμματα των σταθμών.  music κε-ραί-α
Δες έντομο, σαλιγκάρι

Oι ταράτσες στις πολυκατοικίες είναι γεμάτες κεραίες.

 

 

κεραμίδι [το] ουσιαστικό (κεραμίδια)

eikona246

check1 Τα κεραμίδια είναι οι πήλινες πλάκες που βάζουμε στις σκεπές των σπιτιών.

music κε-ρα-μί-δι

 

 

Μία σκεπή από κεραμίδια.

 

 

κεράσι [το] ουσιαστικό (κεράσια)

eikona247

check1 Το κεράσι είναι ένα μικρό κόκκινο στρογγυλό φρούτο με κουκούτσι και μακρύ κοτσάνι.  romvos Η κερασιά είναι το δέντρο που κάνει κεράσια. Την άνοιξη βγάζει άσπρα λουλούδια και με το ξύλο της κάνουμε έπιπλα.  music κε-ρά-σι

 

 

 

κέρατο [το] ουσιαστικό (κέρατα)

eikona248

check1 O ταύρος, το ελάφι και η κατσίκα έχουν κέρατα στο κεφάλι τους.  

music κέ-ρα-το

 

 

 

 

κεραυνός [ο] ουσιαστικό (κεραυνοί)

check1 O κεραυνός είναι μεγάλη δόση ηλεκτρικού ρεύματος που πέφτει όταν έχει καταιγίδα και μπορεί να προκαλέσει μεγάλες καταστροφές. Όταν πέφτει ένας κεραυνός, βλέπουμε μία λάμψη και ακούμε μία βροντή.  music κε-ραυ-νός

 

 

κερδίζω ρήμα (κέρδισα, θα κερδίσω)

check1 Όταν κερδίζεις χρήματα, παίρνεις χρήματα για τη δουλειά που κάνεις.

check2 Όταν κερδίζεις ένα βραβείο, αμείβεσαι για κάτι που το έχεις προσπαθήσει πολύ. Όταν όμως κερδίζεις ένα λαχείο, το κερδίζεις από τύχη.

eikona249

check2 Όταν κερδίζεις έναν αγώνα, δείχνεις πως είσαι καλύτερος, δυνατότερος από τον αντίπαλό σου.  circle2 χάνω

romvos Όταν κερδίζεις κάτι, έχεις κέρδος.  circle1 όφελος  Κέρδη λέμε και τα χρήματα που κερδίζει κανείς.  

music κερ-δί-ζω

 

O αθλητής κέρδισε τον αγώνα.

 

 

κέρδος [το] ουσιαστικό (κέρδη) velos κερδίζω

 

 

κερί [το] ουσιαστικό (κεριά)

eikona250

check1 Το κερί ανάβει από το φιτίλι του και λιώνει σιγά σιγά από τη φωτιά. Παλιότερα, όταν ο κόσμος δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα, το άναβε το βράδυ για να βλέπει. Τώρα ανάβουμε κεριά στην εκκλησία ή τα έχουμε στο σπίτι για να το κάνουμε πιο όμορφο.  

romvos Τα κεριά τα στερεώνουμε σε κηροπήγια.  music κε-ρί

 

O Πινόκιο δεν έβλεπε στο
σκοτάδι κι άναψε ένα κερί.

 

 

κερκίδα [η] ουσιαστικό (κερκίδες)

check1 Στις κερκίδες κάθονται οι θεατές,όταν παρακολουθούν έναν αγώνα στο στάδιο ή στο γήπεδο. Oι κερκίδες είναι σειρές από καθίσματα.  music κερ-κί-δα

 

 

κέρμα [το] ουσιαστικό (κέρματα)

eikona251

check1 Το κέρμα είναι νόμισμα φτιαγμένο από μέταλλο. Συνήθως έχει μικρότερη αξία από το χαρτονόμισμα.  

music κέρ-μα

 

O Δημητράκης αδειάζει τα κέρματα
από το πορτοφόλι του μπαμπά του.

 

 

κερνώ και κερνάω, κερνιέμαι ρήμα (κέρασα, θα κεράσω)

check1 Όταν κερνάς κάποιον, του προσφέρεις κάτι να φάει ή να πιει και πληρώνεις εσύ γι' αυτό.  pen1 Η Αθηνά κέρασε όλα τα παιδιά της τάξης γλυκά, γιατί είχε τη γιορτή της.  romvos Είχε φέρει ένα μεγάλο κουτί με κεράσματα. «Τα γλυκά είναι κέρασμα για τη γιορτή μου» είπε.  music κερ-νώ

 

 

κέτσαπ [το] ουσιαστικό

check1 Το κέτσαπ είναι έτοιμη σάλτσα από ντομάτα. Το βάζουμε σε μαγειρεμένα φαγητά για να τα κάνουμε πιο νόστιμα.  music κέ-τσαπ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
pen2 'το πάρτι'

 

 

κεφαλαία [τα] ουσιαστικό

eikona252

check1 Τα κεφαλαία είναι τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτας. Με κεφαλαία αρχίζουν οι προτάσεις, τα ονόματά μας και τα ονόματα των πόλεων.  circle2 μικρά

romvos κεφάλι  music κε-φα-λαί-α
-Ποια άλλα ονόματα αρχίζουν με κεφαλαία;

 

 

κεφάλας [ο] ουσιαστικό (κεφάλες) velos κεφάλι

 

 

κεφάλι [το] ουσιαστικό (κεφάλια)

check1 Το κεφάλι είναι το πάνω μέρος του σώματος των ανθρώπων και των ζώων όπου βρίσκονται τα μάτια, το στόμα, η μύτη και τα αυτιά.

check2 Λέμε ότι κάποιος είναι κεφάλι, όταν είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος. Επίσης λέμε ότι κάνεις του κεφαλιού σου, όταν κάνεις αυτό που θέλεις χωρίς να ζητήσεις τη γνώμη κανενός.   
romvos Όταν κάποιος έχει μεγάλο κεφάλι, λέμε πως έχει κεφάλα ή πως είναι ο ίδιος κεφάλας. Όταν πονάει το κεφάλι σου, έχεις πονοκέφαλο. Όταν χτυπάς κάτι με το κεφάλι σου, του δίνεις κεφαλιά.  music κε-φά-λι  pen2 'το σώμα μας'

 

 

κεφαλιά [η] ουσιαστικό (κεφαλιές) velos κεφάλι

 

 

κέφι [το] ουσιαστικό (κέφια)

check1 Όταν είμαστε χαρούμενοι, έχουμε καλή διάθεση και γελάμε, έχουμε κέφια.

pen1 Στα κέφια του είναι σήμερα ο κύριος Μιχάλης. Είπε καλημέρα σε όλους χαμογελώντας.  romvos Είναι κεφάτος.  music κέ-φι

 

 

κεφτές [ο] ουσιαστικό (κεφτέδες)

check1κεφτέδες είναι μικρές μπάλες από κιμά, ψωμί, αυγά, λάδι, κρεμμύδι και μπαχαρικά που τηγανίζονται σε καυτό λάδι ή ψήνονται στο φούρνο.  music κε-φτές

 

 

κηδεμόνας [ο], [η] ουσιαστικό (κηδεμόνες)

check1 Κηδεμόνες είναι αυτοί που είναι υπεύθυνοι για ένα παιδί, δηλαδή οι γονείς του ή κάποιοι άλλοι, αν το παιδί έχει μείνει χωρίς γονείς ή μένουν μακριά.  

music κη-δε-μό-νας

 

 

κήπος [ο] ουσιαστικό (κήποι)

check1 O κήπος είναι ο φραγμένος χώρος έξω από ένα σπίτι. Στον κήπο φυτεύουμε λουλούδια, δέντρα και καμιά φορά και λαχανικά.  
romvos O κηπουρός πληρώνεται για να φροντίζει τους κήπους των ανθρώπων. Στο ζωολογικό κήπο βρίσκονται μαζεμένα πολλά ζώα από άλλες χώρες, κι έτσι μπορούμε να τα δούμε από κοντά. ανθόκηπος, λαχανόκηπος  music κή-πος

 

 

κηπουρός [ο], [η] ουσιαστικό (κηπουροί) velos κήπος

 

 

κηροπήγιο [το] ουσιαστικό (κηροπήγια) velos κερί

 

 

κιάλια [τα] ουσιαστικό 

eikona253

check1 Με τα κιάλια βλέπεις πιο καλά τα αντικείμενα ή τα μέρη που βρίσκονται μακριά.  

music κιά-λια

 

 

 

 

κιθάρα [η] ουσιαστικό (κιθάρες)

check1 Η κιθάρα είναι ένα ξύλινο μουσικό όργανο με έξι χορδές.
Την κιθάρα την παίζουμε με τα δάχτυλα.  

romvos O κιθαρίστας κερδίζει λεφτά παίζοντας κιθάρα για τους άλλους.  

music κι-θά-ρα  pen2 'τα μουσικά όργανα'

 

 

κιλό [το] ουσιαστικό (κιλά)

check1 Όταν ζυγιζόμαστε, βλέπουμε το βάρος μας σε κιλά. Ένα κιλό είναι χίλια γραμμάρια.  music κι-λό

 

 

κιμωλία [η] ουσιαστικό (κιμωλίες)

check1 Στο σχολείο όταν κάποιος γράφει στον πίνακα, γράφει με κιμωλία. Με κιμωλία γράφουμε στους μαύρους πίνακες και με μαρκαδόρο στους άσπρους πίνακες.

music κι-μω-λί-α

 

 

κινδυνεύω ρήμα (κινδύνευσα, θα κινδυνεύσω)

check1 Όταν κινδυνεύεις από κάτι ή να πάθεις κάτι, μπορεί να γίνει κάτι πολύ κακό σε σένα.  pen1 «Αν πηγαίνεις με το ποδήλατο σε δρόμους με πολλά αυτοκίνητα, κινδυνεύεις να σε χτυπήσουν» είπε ο θείος Αλέκος στην Αθηνά.  

romvos Αν ξεχάσεις να κλείσεις το μάτι της κουζίνας, ο κίνδυνος να πιάσει φωτιά το σπίτι είναι μεγάλος. επικίνδυνος  music κιν-δυ-νεύ-ω

 

 

κίνδυνος [ο] ουσιαστικό (κίνδυνοι) velos κινδυνεύω

 

 

κινηματογράφος [ο] ουσιαστικό (κινηματογράφοι)

check1 O κινηματογράφος είναι η τέχνη του να κάνει κανείς ταινίες, δηλαδή να φτιάχνει ιστορίες με εικόνες, ηθοποιούς και μουσική.  pen1 O μπαμπάς του Νίκου έχει σε βίντεο πολλές ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. 

check2 O κινηματογράφος είναι και ο χώρος όπου πηγαίνουμε για να δούμε ταινίες.

pen1 Συχνά τις Κυριακές ο Κώστας και η Αθηνά πηγαίνουν στον κινηματογράφο ή το θέατρο.  circle1 σινεμά  music κι-νη-μα-το-γρά-φος

 

 

κίνηση [η] ουσιαστικό (κινήσεις)

check1 Η Ροζαλία παρακολουθούσε τις κινήσεις του Πιτσικόκου μέσα στο κλουβί, δηλαδή παρακολουθούσε πώς το καναρίνι άλλαζε θέση μέσα στο κλουβί.  

check2 O Κώστας χωρίς να το θέλει έκανε μία απότομη κίνηση κι έριξε το βάζο της μαμάς του. Κούνησε ένα μέρος του σώματός του.  

check2 Στο κέντρο της πόλης έχει πάντα πολλή κίνηση. Έχει πολύ κόσμο, αυτοκίνητα και φασαρία.  circle2 ηρεμία, ησυχία  romvos Όταν κάποιος αλλάζει θέση, κινείται. κουνώ, κινητό, ακίνητος, κινούμενα σχέδια, αυτοκίνητο  music κί-νη-ση

 

 

κινητό [το] ουσιαστικό (κινητά)

eikona254

check1 Το κινητό είναι τηλέφωνο χωρίς καλώδιο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί κι έξω από το σπίτι.  circle2 σταθερό (τηλέφωνο)  

romvos κίνηση, κινώ  music κι-νη-τό
-Λέμε και το κινητό τηλέφωνο.

 

 

κινούμενα σχέδια [τα] ουσιαστικό

eikona255

check1 Τα κινούμενα σχέδια είναι ταινίες για τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση. Oι ήρωές τους είναι σχέδια που κινούνται.  romvos κίνηση, κινώ 

music κι-νού-με-να σχέ-δι-α

 

 

Η Αθηνά και ο Δημητράκης βλέπουν
κινούμενα σχέδια
στην τηλεόραση.

 

 

κινώ, κινούμαι ρήμα (κίνησα, θα κινήσω) velos κίνηση

 

 

κιτρινίζω ρήμα (κιτρίνισα, θα κιτρινίσω) velos κίτρινος

 

 

κίτρινος, κίτρινη, κίτρινο επίθετο (κίτρινοι, κίτρινες, κίτρινα)

check1 Το ώριμο λεμόνι είναι κίτρινο. Κίτρινος είναι και ο κρόκος του αυγού. 

check2 (σαν ουσιαστικό) Το κίτρινο είναι το αγαπημένο χρώμα της Ελένης.  

check2 Λέμε ότι κάποιος γίνεται κίτρινος από το φόβο του.  

romvos Όταν κάποιος κιτρινίζει, γίνεται κίτρινος.  music κί-τρι-νος  pen2 'τα χρώματα'

 

 

κλαδί [το] ουσιαστικό (κλαδιά)

eikona256

check1 Τα κλαδιά ενός δέντρου βγαίνουν από τον κορμό του. Πάνω σ' αυτά βγαίνουν τα φύλλα, τα λουλούδια και οι καρποί του δέντρου.  circle1 κλαρί, κλωνάρι  music κλα-δί
Δες δέντρο

 

 

κλαίω, κλαίγομαι ρήμα (έκλαψα, θα κλάψω)

check1 Όταν κλαις, χύνεις δάκρυα γιατί είσαι λυπημένος, συγκινημένος ή τρομαγμένος. 

check2 Όταν κλαίγεσαι, όλο παραπονιέσαι για κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι σοβαρό.  romvos Όταν βάζεις τα κλάματα, κλαις. Όταν κλαις συνέχεια, σε λένε κλαψιάρη.  music κλαί-ω

 

 

κλάμα [το] ουσιαστικό (κλάματα) velos κλαίω

 

 

κλαρί [το] ουσιαστικό (κλαριά) 

check1 Το κλαρί είναι το κλαδί του δέντρου ή του θάμνου. 

circle1 κλαδί, κλωνάρι  music κλα-ρί

 

 

κλαψιάρης, κλαψιάρα, κλαψιάρικο επίθετο (κλαψιάρηδες, κλαψιάρες, κλαψιάρικα) velos κλαίω

 

 

κλέβω ρήμα (έκλεψα, θα κλέψω)

eikona257

check1 Όταν κλέβεις, παίρνεις από κάποιον κάτι που δε σου ανήκει.  
pen1 Στο έργο που έβλεπε η θεία Κατερίνα μπήκαν κλέφτες σ' ένα κοσμηματοπωλείο κι έκλεψαν πολλά κοσμήματα.  

romvos Αυτοί που κλέβουν είναι κλέφτες κι αυτό που κάνουν λέγεται κλοπή ή κλεψιά.  music κλέ-βω

 

 

κλειδαράς [ο] ουσιαστικό (κλειδαράδες) velos κλειδί

 

 

κλειδαριά [η] ουσιαστικό (κλειδαριές) velos κλειδί

 

 

κλειδί [το] ουσιαστικό (κλειδιά)

eikona258

check1 Με το κλειδί κλείνουμε την πόρτα έτσι ώστε να μην ανοίγει χωρίς το κλειδί. Την κλειδώνουμε.  romvos Όταν κλείνεις ένα συρτάρι, ένα ντουλάπι ή μία πόρτα με κλειδί, τα κλειδώνεις. Για να κλειδώσεις μία πόρτα, βάζεις το κλειδί στην κλειδαριά και το στρίβεις. Αυτός που φτιάχνει κλειδιά λέγεται κλειδαράς. κλείδωμα  music κλει-δί

 

 

κλειδώνω, κλειδώνομαι ρήμα (κλείδωσα, θα κλειδώσω) velos κλειδί

 

 

κλείνω, κλείνομαι ρήμα (έκλεισα, θα κλείσω)

check1 Έκανε τόσο κρύο, που η Αθηνά έκλεισε το παράθυρο για να μην μπαίνει το κρύο μέσα. Ήταν ήδη κρυωμένη και η φωνή της είχε κλείσειcircle2 ανοίγω  

check2 O Ίγκλι έκλεισε το μικρό του αδερφό στο μπάνιο, κι αυτός έβαλε τα κλάματα.

circle1 κλειδώνω  

check2 «Κλείσε την τηλεόραση επιτέλους!» φώναξε ο κύριος Μιχάλης στη θεία του. 

circle1 σβήνω  circle2 ανάβω 

check2 Η Αθηνά έκλεισε τα έξι, δηλαδή έγινε έξι χρονών.  

romvos «Γιατί τα μαγαζιά είναι κλειστά την Κυριακή;» ρώτησε η Αθηνά. Γιατί δε λειτουργούν;  circle2 ανοιχτός  music κλεί-νω

 

 

κλειστός, κλειστή, κλειστό επίθετο (κλειστοί, κλειστές, κλειστά) velos κλείνω

 

 

κλέφτης [ο], κλέφτρα [η] (κλέφτες, κλέφτρες) velos κλέβω

 

 

κλήμα [το] ουσιαστικό (κλήματα) 

check1 Το κλήμα είναι το φυτό που βγάζει το σταφύλι.

circle1 αμπέλι  romvos Η κληματαριά είναι το κλήμα που το έχουν αφήσει να μεγαλώσει και το έχουν στερεώσει σε τοίχο, σε φράχτη ή σε στέγη.  music κλή-μα

 

 

κληματαριά [η] ουσιαστικό (κληματαριές) velos κλήμα

 

 

κλήση [η] ουσιαστικό (κλήσεις) 

check1 Η κλήση είναι το χαρτί που αφήνουν οι τροχονόμοι στ' αυτοκίνητα, όταν είναι παρκαρισμένα σε απαγορευμένο χώρο. Στο χαρτί αυτό σημειώνουν το πρόστιμο που πρέπει να πληρώσει ο οδηγός του αυτοκινήτου.  

check2 Όταν δέχεσαι μία τηλεφωνική κλήση, κάποιος σε παίρνει τηλέφωνο, ενώ όταν κάνεις μία τηλεφωνική κλήση, παίρνεις εσύ κάποιον τηλέφωνο.  music κλή-ση

 

 

κλίμα [το] ουσιαστικό (κλίματα) 

check1 Όταν ρωτάμε τι κλίμα έχει μία περιοχή, ρωτάμε τι καιρό κάνει συνήθως σ' αυτήν την περιοχή, δηλαδή αν έχει κρύο ή ζέστη, αν έχει ήλιο ή αν βρέχει και χιονίζει συχνά.  music κλί-μα

 

 

κλινική [η] ουσιαστικό (κλινικές)

check1 Ένα νοσοκομείο έχει πολλές κλινικές. Στην παιδιατρική κλινική πηγαίνουν τ' άρρωστα παιδιά. Στη γυναικολογική κλινική πηγαίνουν οι γυναίκες που είναι έτοιμες να γεννήσουν.  

check2 Η κλινική είναι ένα ιδιωτικό νοσοκομείο. Στην κλινική πάμε όταν έχουμε ένα πρόβλημα υγείας που δεν μπορούμε ν' αντιμετωπίσουμε μόνοι μας στο σπίτι.

music κλι-νι-κή

 

 

κλίνω, κλίνομαι ρήμα (έκλινα, θα κλίνω)

check1 Η δασκάλα της Αθηνάς ρώτησε πώς κλίνεται το ρήμα «βγαίνω», δηλαδή ρώτησε πώς αλλάζει σε όλους τους χρόνους.  romvos Ύστερα έδωσε για το σπίτι μία άσκηση με την κλίση του ουσιαστικού «δάσος», δηλαδή μία άσκηση για το πώς αλλάζει στον ενικό και στον πληθυντικό αριθμό σε όλες τις πτώσεις.  music κλί-νω

 

 

κλίση [η] ουσιαστικό (κλίσεις) velos κλίνω

 

 

κλόουν [ο] ουσιαστικό

eikona259

check1 O κλόουν κάνει αστείες γκριμάτσες, αστεία κόλπα κι είναι ντυμένος με πολύχρωμα ρούχα. Το πρόσωπό του είναι έντονα βαμμένο και κάνει τον κόσμο να γελάει, όταν εμφανίζεται στο τσίρκο ή σε παιδικές γιορτές.  

music κλόουν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

Ένας κλόουν βγήκε από το κουτί.

 

 

κλοπή [η] ουσιαστικό (κλοπές) velos κλέβω

 

 

κλοτσιά [η] ουσιαστικό (κλοτσιές)

eikona260

check1 Όταν δίνεις μία κλοτσιά, χτυπάς κάποιον ή κάτι δυνατά με το πόδι σου.  

romvos Όταν δίνεις κλοτσιά, κλοτσάς κάτι ή κάποιον.  music κλο-τσιά

 

 

κλοτσώ και κλοτσάω ρήμα (κλότσησα, θα κλοτσήσω) velos κλοτσιά

 

 

κλουβί [το] ουσιαστικό (κλουβιά)

eikona261

check1 Το κλουβί είναι ένας κλειστός χώρος με κάγκελα για μικρά ή μεγάλα ζώα που για κάποιο λόγο δεν μπορούν να ζουν ελεύθερα.  music κλου-βί

 

 

Η μαϊμού είναι μέσα στο κλουβί.

 

 

κλούβιος, κλούβια, κλούβιο επίθετο (κλούβιοι, κλούβιες, κλούβια)

check1 Ένα κλούβιο αυγό είναι τόσο μπαγιάτικο, που είναι σχεδόν άδειο.

check2 Όταν κάποιος είναι ανόητος, λέμε ότι το κεφάλι του είναι κλούβιο.  music κλού-βιος

 

 

κλωνάρι [το] ουσιαστικό (κλωνάρια) 

check1 Τα κλωνάρια είναι τα νέα, μικρά και τρυφερά κλαδιά ενός δέντρου ή θάμνου.

circle1 κλαδί, κλαρί  music κλω-νά-ρι  Δες δέντρο

 

 

κλωστή [η] ουσιαστικό (κλωστές) 

eikona262

check1 Με κλωστή και με βελόνα ράβουμε τα ρούχα.

circle1 νήμα  music κλω-στή

 

 

 

 

κόβω, κόβομαι ρήμα (έκοψα, θα κόψω)

eikona263

check1 Η κυρία Μαργαρίτα έκοψε το ψωμί σε φέτες και τις μοίρασε σε όλους.  circle1 διαιρώ

check2 Όταν κόβεις τα μαλλιά σου, τα κάνεις πιο κοντά.

circle1 κονταίνω

check2 Η Ελένη δεν πρόσεχε και κόπηκε με το μαχαίρι.  

circle1 πληγώνομαι, τραυματίζομαι

eikona264

check2 Η Αλίκη έκοψε τις φωτογραφίες από το περιοδικό.

circle1 αφαιρώ

check2 O κύριος Δημήτρης προσπάθησε και κατάφερε να κόψει
το κάπνισμα.
  circle1 σταματώ
romvos Η μαμά της Ελένης κοίταξε το πληγωμένο δάχτυλό της και είδε πως το κόψιμο ήταν πολύ βαθύ. Το μαχαίρι ήταν πολύ κοφτερό. κομμάτι

music κό-βω

 

 

κοιλάδα [η] ουσιαστικό (κοιλάδες)

check1 Η κοιλάδα είναι μία μεγάλη επίπεδη πράσινη έκταση ανάμεσα σε βουνά. Συνήθως μέσα από την κοιλάδα περνάει ένα ποτάμι.  music κοι-λά-δα

 

 

κοιλιά [η] ουσιαστικό (κοιλιές)

check1 Η κοιλιά είναι το μέρος του σώματος κάτω από τη μέση σου και πάνω από τη λεκάνη σου. Εκεί πηγαίνει το φαγητό που έχεις φάει.

romvos κοίλος  music κοι-λιά  pen2 'το σώμα μας'

 

 

κοίλος, κοίλη, κοίλο επίθετο (κοίλοι,κοίλες, κοίλα)

check1 Όταν κάτι είναι κοίλο, κάνει καμπύλη και μπαίνει προς τα μέσα.  

circle2 κυρτός  music κοί-λος

 

 

κοιμάμαι ρήμα (κοιμήθηκα, θα κοιμηθώ)

check1 Όταν κοιμάσαι, είσαι συνήθως ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου με κλειστά μάτια και σταματάς να σκέφτεσαι. Σε παίρνει ο ύπνος. Βλέπεις όμως όνειρα και καμιά φορά εφιάλτες. Όταν κοιμάσαι ελαφριά, ξυπνάς εύκολα. Όταν κοιμάσαι βαριά, δε σε ξυπνάει τίποτα.  circle2 ξυπνώ

eikona265

check2 Όταν κάποιος είναι ανόητος ή πολύ κουρασμένος και κάνει λάθη, λέμε ότι κοιμάται όρθιος.

romvos κοιμίζω, αποκοιμίζω,αποκοιμιέμαι

music κοι-μά-μαι

 

 

Oι νάνοι κοιμούνται.

 

 

- Ποιες κοιλάδες ξέρεις στην Ελλάδα;
- Βρες μερικές από αυτές στο χάρτη που υπάρχει στην τάξη σου.

 

 

κοιμίζω ρήμα (κοίμισα, θα κοιμίσω)

check1 Όταν κοιμίζεις κάποιον, τον κάνεις να κοιμηθεί ή τον βάζεις για ύπνο.  

pen1 «Πάω να κοιμίσω το μωρό. Είναι ήδη αργά» είπε η θεία Κατερίνα.  

romvos κοιμάμαι, αποκοιμίζω, αποκοιμιέμαι  music κοι-μί-ζω

 

 

κοινός, κοινή, κοινό επίθετο (κοινοί, κοινές, κοινά)

check1 Όταν κάτι είναι κοινό, ανήκει σ' όλους, όλοι μπορούν να το χρησιμοποιήσουν.

pen1 Στο ξενοδοχείο ο θείος Τάκης και η θεία Έλλη είχαν δικό τους δωμάτιο αλλά είχαν κοινό μπάνιο με τον κύριο Γιάννη και την κυρία Μαργαρίτα.  

check2 «Για το κοινό καλό ας κρατάμε τους δρόμους και τα πεζοδρόμια καθαρά» είπε η δασκάλα στα παιδιά. Για το καλό όλων μας.  circle2 ατομικός, προσωπικός  romvos Το κοινό χειροκρότησε μ' ενθουσιασμό τους ηθοποιούς. Κοινό λέμε τους θεατές.  music κοι-νός

 

 

κοιτάζω ή κοιτώ και κοιτάω, κοιτάζομαι ή κοιτιέμαι ρήμα (κοίταξα, θα κοιτάξω)

check1 «Κοίτα λίγο, Κώστα, ο κύριος Μιχάλης κάτι φτιάχνει» είπε η Αθηνά.  circle1 βλέπω Η Αθηνά κοίταζε για πολλή ώρα από το παράθυρο τον κύριο Μιχάλη να περιποιείται τα λουλούδια του.  circle1 παρατηρώ  

check2 «Να κοιτάς τη δουλειά σου και να μην ασχολείσαι με τους άλλους» είπε ο κύριος Μιχάλης στην Αθηνά, όταν την είδε. Να ενδιαφέρεσαι για τη δουλειά σου.  

check2 «Πάει, δεν είναι καλά ο κύριος Μιχάλης. Να πάει να κοιταχτεί σε κανένα γιατρό» σκέφτηκε η Αθηνά.  circle1 εξετάζω  romvos Η Αθηνά έριξε ένα τελευταίο κοίταγμα από το παράθυρο και το έκλεισε.  circle1 ματιά  music κοι-τά-ζω

 

 

κοκαλάκι [το] ουσιαστικό (κοκαλάκια) velos κόκαλο

 

 

κοκαλιάρης, κοκαλιάρα, κοκαλιάρικο επίθετο (κοκαλιάρηδες, κοκαλιάρες, κοκαλιάρικα) velos κόκαλο

 

 

κόκαλο [το] ουσιαστικό (κόκαλα)

check1 Όλα τα κόκαλα μαζί ενός ζώου ή ενός ανθρώπου κάνουν το σκελετό του. Τα κόκαλα είναι άσπρα και σκληρά.

romvos Όταν κάποιος είναι πολύ αδύνατος, τον λέμε κοκαλιάρη ή λέμε πως είναι πετσί και κόκαλο. Κάτι που είναι φτιαγμένο από κόκαλο, είναι κοκάλινο.

eikona266

Όταν κοκαλώνεις από το κρύο ή από φόβο, δεν μπορείς να κουνηθείς. Η Αθηνά φοράει συχνά κοκαλάκια στα μαλλιά της.

music κό-κα-λο
-Ποιο ζώο αγαπάει τα κόκαλα; Δες θάβω

 

 

κοκαλώνω ρήμα (κοκάλωσα, θα κοκαλώσω) velos κόκαλο

 

 

κοκκινίζω ρήμα (κοκκίνισα, θα κοκκινίσω) velos κόκκινο

 

 

κόκκινος, κόκκινη, κόκκινο επίθετο (κόκκινοι, κόκκινες, κόκκινα) 

check1 Όταν κάτι είναι κόκκινο, έχει το χρώμα της παπαρούνας ή του κερασιού.  

check2 (σαν ουσιαστικό) Το κόκκινο είναι το αγαπημένο χρώμα της Αλίκης.  

romvos Όταν θυμώνει ο κύριος Μιχάλης, κοκκινίζει ολόκληρος.

music κόκ-κι-νος  pen2 'τα χρώματα'

 

 

κόκκος [ο] ουσιαστικό (κόκκοι)

check1 Oι σπόροι του ρυζιού και του σιταριού είναι πολύ μικροί και λέγονται κόκκοι.

pen1 Μετά το γάμο της θείας Κατερίνας, τίναζαν όλοι τους κόκκους ρυζιού από πάνω τους.  

check2 Κόκκο λέμε και κάτι πολύ μικρό που μοιάζει με κόκκο.

pen1 κόκκοι της άμμου είναι αμέτρητοι.  music κόκ-κος

 

 

κόκορας [ο] ουσιαστικό (κόκορες) 

check1 O κόκορας είναι το αρσενικό της κότας. Σε κάθε κοτέτσι υπάρχει πάντα ένας κόκορας. Όταν ξημερώνει, ο κόκορας φωνάζει κικιρίκου και μας ξυπνάει.

circle1 πετεινός  music κό-κο-ρας  pen2 'το αγρόκτημα'

 

 

κολάζ [το] ουσιαστικό

check1 O Νίκος φτιάχνει ένα κολάζ από χαρτί, ύφασμα και μπογιά για να το κάνει δώρο στη μαμά του που γιορτάζει. O Νίκος φτιάχνει έναν πίνακα κολλώντας διαφορετικά υλικά.  music κο-λάζ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

κολακεύω, κολακεύομαι ρήμα (κολάκεψα/κολάκευσα, θα κολακέψω/κολακεύσω)

check1 Όταν κολακεύεις κάποιον, του λες καλά λόγια χωρίς να τα πιστεύεις για να κερδίσεις κάτι απ' αυτόν.  

check2 Όταν κολακεύεσαι από κάτι,αισθάνεσαι περήφανος για τους επαίνους που σου κάνουν.  romvos Αυτός που κολακεύει συνέχεια κάποιον είναι κόλακας και αυτά που λέει είναι κολακείες.  music κο-λα-κεύ-ω

 

 

κολάν [το] ουσιαστικό

check1 Το κολάν είναι ένα παντελόνι πολύ στενό που κολλάει στο σώμα.  

music κο-λάν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

κόλαση [η] ουσιαστικό

check1 Η κόλαση για τους χριστιανούς είναι εκεί που πηγαίνουν οι ψυχές των κακών ανθρώπων μετά το θάνατό τους. Εκεί υποφέρουν συνέχεια και τιμωρούνται έτσι για το κακό που έκαναν όσο ζούσαν στη γη.  circle2 παράδεισος  music κό-λα-ση

 

 

κολιέ [το] ουσιαστικό

check1 Το κολιέ είναι ένα κόσμημα που οι γυναίκες φορούν στο λαιμό τους. 

music κο-λιέ  Δες κόσμημα
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

κόλλα [η] ουσιαστικό (κόλλες)

check1 Όταν σπάει ή σκίζεται κάτι, το κολλάμε με κόλλα.

check2 Μία κόλλα χαρτί είναι ένα φύλλο χαρτί.  romvos κολλώ, κολλητός  music κόλ-λα

 

 

κολλώ και κολλάω ρήμα (κόλλησα, θα κολλήσω)

check1 Όταν κολλάς κάτι, το ενώνεις με κάτι άλλο χρησιμοποιώντας κόλλα.  

pen1 Η Αθηνά κόλλησε τα γραμματόσημα στο γράμμα.  circle2 ξεκολλάω

eikona267

check2 Όταν κολλάς μία αρρώστια σε κάποιον, του τη μεταδίδεις.  

check2 Όταν μία τσίχλα έχει κολλήσει στα παπούτσια σου, δε φεύγει εύκολα.  circle2 ξεκολλάω

romvos Τα σπίτια του κυρίου Γιάννη και του κυρίου Μιχάλη είναι κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο. Όμως ο κολλητός του φίλος είναι ο κύριος Δημήτρης.  music κολ-λώ

Η Αλίκη κολλάει αφίσες.

 

 

κολοκύθα [η] ουσιαστικό (κολοκύθες) 

check1 Η κολοκύθα είναι ένα μεγάλο πορτοκαλί στρογγυλό κολοκύθι.  

pen1 Για να μπορέσει η Σταχτοπούτα να πάει στο χορό, η νονά της μεταμόρφωσε μία κολοκύθα σε αστραφτερή άμαξα.  romvos κολοκύθι  music κο-λο-κύ-θα

 

 

κολοκύθι [το] ουσιαστικό (κολοκύθια)

eikona268

check1 Το κολοκύθι είναι ο καρπός της κολοκυθιάς. Είναι ένα πράσινο μακρόστενο λαχανικό που τρώγεται βραστό, τηγανητό ή γεμιστό.  

romvos κολοκύθα, κολοκυθιά, κολοκυθάκι

music κο-λο-κύ-θι

 

 

κολόνα [η] ουσιαστικό (κολόνες)

eikona269

check1 κολόνες είναι στενόμακρες και στηρίζουν ένα κτίριο. Μπορεί να είναι μαρμάρινες, ξύλινες ή μεταλλικές. Oι κολόνες χρησιμεύουν και για να στερεώνεται πάνω τους κάτι.  pen1 Δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας του Κώστα υπάρχει μία κολόνα της ΔΕΗ.  music κο-λό-να

 

Oι τουρίστες θαυμάζουν τις μαρμάρινες
κολόνες
των αρχαίων ελληνικών ναών.

 

 

κόλπο [το] ουσιαστικό (κόλπα)

check1 Όταν κάνεις ένα κόλπο, χρησιμοποιείς έναν έξυπνο αλλά όχι πάντα σωστό τρόπο για να καταφέρεις κάτι.  

pen1 Η Αλίκη ήθελε να βρει ένα κόλπο για να γλιτώσει το διαγώνισμα.

check2 O ταχυδακτυλουργός κάνει κόλπα με περιστέρια, χαρτιά και κουνέλια που βγάζει από το καπέλο του.  music κόλ-πο

 

 

κολυμβητήριο [το] ουσιαστικό (κολυμβητήρια) velos κολυμπώ

 

 

κολυμβητής [ο], κολυμβήτρια [η] ουσιαστικό (κολυμβητές, κολυμβήτριες) velos κολυμπώ

 

 

κολυμπώ και κολυμπάω ρήμα (κολύμπησα, θα κολυμπήσω)

eikona270

check1 Όταν ξέρεις να κολυμπάς, ξέρεις να κινείσαι στο νερό χωρίς να κινδυνεύεις να πνιγείς.  

romvos Η Αλίκη ξέρει καλό κολύμπι. Του χρόνου θα πάει και στο κολυμβητήριο. Μήπως θέλει να γίνει κολυμβήτρια;  music κο-λυ-μπώ

 

 

κόμικς και κόμικ [το] ουσιαστικό

check1 Τα κόμικς είναι σκίτσα που όλα μαζί διηγούνται μία ιστορία. Κόμικς λέμε και το περιοδικό που έχει τέτοια σκίτσα.

pen1 O Αστερίξ είναι το αγαπημένο κόμικς του Νίκου.  music κό-μικς
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

κομμάτι [το] ουσιαστικό (κομμάτια)

eikona271

check1 Κομμάτι λέμε το μέρος ενός πράγματος που το έχουμε κόψει, σπάσει, σκίσει ή χωρίσει.  pen1 O Ίγκλι έδωσε μία κλοτσιά στην μπάλα κι έσπασε κατά λάθος το τζάμι του κυρίου Μιχάλη σε χίλια κομμάτια. O κύριος Μιχάλης έτρωγε εκείνη την ώρα ένα τελευταίο κομμάτι πίτσα.  

circle1 μέρος  romvos Όταν κομματιάζεις κάτι, το κόβεις σε πολλά κομμάτια. κόβω  music κομ-μά-τι

Ένα κομμάτι πίτσα.

 

 

κομμωτήριο [το] ουσιαστικό (κομμωτήρια)

check1 Η κυρία Μαργαρίτα πάει κάθε μήνα στο κομμωτήριο για να κουρευτεί και να χτενιστεί.  romvos O κύριος Νίκος, ο κομμωτής, ξέρει όλα τα μυστικά της γειτονιάς, αφού με το ψαλίδι και τη χτένα στο χέρι κουβεντιάζει όση ώρα δουλεύει με τους πελάτες του.  music κομ-μω-τή-ρι-ο

 

 

κομμωτής [ο], κομμώτρια [η] ουσιαστικό (κομμωτές, κομμώτριες) velos κομμωτήριο

 

 

κομπιούτερ [το] και κομπιούτερ [ο] ουσιαστικό

check1 Το κομπιούτερ είναι η αγγλική λέξη που χρησιμοποιούμε αντί για τη λέξη υπολογιστής.  music κο-μπιού-τερ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

κομπλιμέντο και κοπλιμέντο [το] ουσιαστικό (κομπλιμέντα/κοπλιμέντα) 

check1 Όταν κάνουμε ένα κομπλιμέντο, λέμε κάτι σε κάποιον που τον κολακεύει.

pen1 Η θεία Κατερίνα άκουσε πολλά κομπλιμέντα για το καινούριο της φουστάνι.  

music κο-μπλι-μέν-το

 

 

κομπολόι [το] ουσιαστικό (κομπολόγια)

eikona272

check1 Το κομπολόι είναι χάντρες περασμένες σε σκοινί. Oι άκρες του σκοινιού ενώνονται με κόμπο. Παλιότερα ήταν το αγαπημένο παιχνίδι των αντρών για ν' απασχολούν τα χέρια τους, όταν δεν έκαναν τίποτα.  romvos κόμπος   

music κο-μπο-λόι

 

 

- Ποιο είναι το αγαπημένο σου κόμικς;

 

 

κόμπος [ο] ουσιαστικό (κόμποι)

check1 O Κώστας στη βιασύνη του αντί να δέσει φιόγκο τα κορδόνια των παπουτσιών του, τα έδεσε κόμπο και τώρα δεν μπορεί να τα λύσει.  romvos κομπολόι  music κό-μπος

 

 

κομπόστα [η] ουσιαστικό (κομπόστες) 

check1 Η κομπόστα είναι φρούτα κομμένα σε μικρά κομμάτια και βρασμένα σε νερό και ζάχαρη.  pen1«Μμμ, η θεία Έλλη έφτιαξε ζεστή κομπόστα μήλο με κανέλα!» φώναξε η Αθηνά.  music κο-μπό-στα

 

 

κομφετί και κονφετί [το] ουσιαστικό 

check1 Τα κομφετί είναι μικρά κομματάκια χρωματιστό χαρτί που πετάμε στις αποκριάτικες γιορτές.  circle1 χαρτοπόλεμος  music κομ-φε-τί
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

κομψός, κομψή, κομψό επίθετο (κομψοί,κομψές, κομψά)

check1 Όταν κάποιος είναι κομψός, είναι πάντα περιποιημένος και ντυμένος με γούστο.  

pen1Η Αθηνά πιστεύει πως η μαμά της είναι η πιο κομψή και όμορφη γυναίκα στον κόσμο.  music κομ-ψός

 

 

κονσέρβα [η] ουσιαστικό (κονσέρβες)

eikona273

check1 Η κονσέρβα είναι ένα καλά κλεισμένο μεταλλικό κουτί με τροφή που διατηρείται έξω από το ψυγείο σε καλή κατάσταση για πολύ καιρό. Κονσέρβα λέμε και την τροφή που είναι μέσα στην κονσέρβα.  music κον-σέρ-βα

 

 

κονσέρτο [το] ουσιαστικό (κονσέρτα) velos κοντσέρτο

 

 

κοντά επίρρημα

check1 Όταν κάτι είναι κοντά, δεχρειάζεται να περπατήσεις πολύ για να το βρεις.

pen1 Το σπίτι του κυρίου Μιχάλη είναι πολύ κοντά στο σπίτι του Κώστα.

circle1 πλάι, δίπλα  circle2 μακριά

check2 «Είναι κοντά μεσάνυχτα, όλοι για ύπνο!» είπε η κυρία Μαργαρίτα.   

romvos «Άντε, κοντεύουμε να φτάσουμε στην παραλία» είπε ο θείος Τάκης. Η πιο κοντινή παραλία είναι ένα χιλιόμετρο από εδώ. Αν δεν είστε πολύ κουρασμένοι, παιδιά, μπορείτε να πάτε με τα πόδια».  music κο-ντά

 

 

κονταίνω ρήμα (κόντυνα, θα κοντύνω) velos κοντός

 

 

κοντάρι [το] ουσιαστικό (κοντάρια)

check1 Το κοντάρι είναι ένα κομμάτι ξύλο, ίσιο, μακρύ και λείο για να το πιάνουμε εύκολα. Παλιότερα το κοντάρι ήταν όπλο.   
pen1 «Μαργαρίτα, αύριο είναι εθνική γιορτή, έλα να κρεμάσουμε τη σημαία στο κοντάρι και να τη βάλουμε στο μπαλκόνι» είπε ο κύριος Γιάννης.  music κο-ντά-ρι

 

 

κοντεύω ρήμα (κόντεψα, θα κοντέψω) velos κοντά

 

 

κοντός, κοντή, κοντό επίθετο (κοντοί, κοντές, κοντά)

check1 Όταν κάποιος είναι κοντός, είναι μικρότερος σε ύψος από τους άλλους.

pen1 Η Χιονάτη είδε ξαφνικά μπροστά της επτά κοντά ανθρωπάκια. Ήταν οι επτά νάνοι.  circle2 ψηλός

check2 Όταν κάτι είναι κοντό, έχει μικρότερο μήκος απ' όσο πρέπει.  

pen1 «Σου είναι κοντό το παντελόνι Κώστα, ψήλωσες πολύ φέτος» είπε η μαμά του.   circle1 μικρός  circle2 μακρύς  romvos Η Ελένη είναι κοντούλα αλλά δεν το παραδέχεται. Χθες ζήτησε από τη μαμά της να κοντύνει όλες της τις φούστες. «Δεν είναι της μόδας οι μακριές» είπε.  circle2 μακραίνω  music κο-ντός

 

 

κοντούλης, κοντούλα, κοντούλικο επίθετο (κοντούληδες, κοντούλες, κοντούλικα) velos κοντός

 

 

κοντσέρτο και κονσέρτο [το] ουσιαστικό (κοντσέρτα) 

check1 Το κοντσέρτο είναι μία συναυλία όπου ακούμε κλασική μουσική.  music κο-ντσέρ-το

 

 

κοπάδι [το] ουσιαστικό (κοπάδια)

check1 Ένα κοπάδι πρόβατα είναι πολλά πρόβατα μαζί.

music κο-πά-δι  Δες βοσκός

 

 

κοπανώ και κοπανάω, κοπανιέμαι ρήμα (κοπάνησα, θα κοπανήσω)

check1 Στο έργο που έβλεπε η θεία Κατερίνα ο κλέφτης άρχισε να κοπανάει με μανία την πόρτα για να τη σπάσει. Της έδινε δυνατά χτυπήματα.  circle1 χτυπάω, δέρνω 

check2 Ένας συμμαθητής της Αλίκης την κοπανάει μερικές φορές από το σχολείο χωρίς να τον δει κανείς. Φεύγει κρυφά, το σκάει.  romvos Από τις πολλές κοπάνες κινδυνεύει να χάσει τη χρονιά του.  music κο-πα-νώ

 

 

κοπέλα [η] ουσιαστικό (κοπέλες) 

check1 Κοπέλα λέμε την έφηβη και την πολύ νέα γυναίκα.  pen1 Η Αλίκη είναι ολόκληρη κοπέλα πια, βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού και μελετάει μόνη της.   

circle1 νέα  circle2 γριά, ηλικιωμένη  music κο-πέ-λα

 

 

κόπος [ο] ουσιαστικό (κόποι)

check1 O κόπος είναι η κουραστική προσπάθεια που κάνουμε για να καταφέρουμε κάτι.

pen1 O Ίγκλι έμαθε τα ελληνικά χωρίς πολύ κόπο.  circle1 δυσκολία  circle2 ευκολία  

music κό-πος

 

 

κόρα [η] ουσιαστικό (κόρες)

check1 Η κόρα είναι το εξωτερικό μέρος του ψωμιού. Η κόρα είναι πιο τραγανή και πιο σκούρα από την ψίχα του ψωμιού.  music κό-ρα

 

 

κοράκι [το] ουσιαστικό (κοράκια)

check1 Το κοράκι είναι ένα μαύρο πουλί που τρώει το κρέας άλλων ζώων.  music κο-ρά-κι

 

 

κορδέλα [η] ουσιαστικό (κορδέλες)

eikona274

check1 Η κορδέλα είναι ένα στενόμακρο κομμάτι ύφασμα, χαρτί ή άλλο υλικό. Με την κορδέλα δένουμε, στερεώνουμε ή στολίζουμε κάτι, όπως ένα πακέτο, τα μαλλιά μας ή ένα ρούχο.   music κορ-δέ-λα

 

 

 

κορδόνι [το] ουσιαστικό (κορδόνια)

check1 Τα κορδόνια χρησιμεύουν για να δένεις τα παπούτσια σου.  music κορ-δό-νι

 

 

κορδώνομαι ρήμα (κορδώθηκα, θα κορδωθώ)

check1 Όταν κορδώνεσαι, κρατάς το κεφάλι ψηλά και μιλάς, κινείσαι ή στέκεσαι περήφανα, γιατί νιώθεις πως ξεχωρίζεις από τους άλλους.  

pen1 O Νίκος κορδώνεται, επειδή είναι ο πιο ψηλός στην τάξη.  music κορ-δώ-νο-μαι

 

 

κόρη [η] ουσιαστικό (κόρες)  

check1 Η κυρία Μαργαρίτα έχει μία κόρη, την Αθηνά κι ένα γιο, τον Κώστα.  

check2 Η κόρη του ματιού βρίσκεται στο κέντρο του ματιού κι έχει σκούρο χρώμα.

romvos κορίτσι  music κό-ρη

 

 

κορίτσι [το] ουσιαστικό (κορίτσια) 

check1 Η Ελένη και η Αθηνά είναι κορίτσια, είναι μικρές ακόμα. Όταν μεγαλώσουν, θα γίνουν γυναίκες.  romvos κόρη  music κο-ρί-τσι

 

 

κορμί [το] ουσιαστικό (κορμιά) 

check1 O Κώστας θαυμάζει τους ποδοσφαιριστές, γιατί έχουν δυνατό, γυμνασμένο κορμί.

circle1 σώμα  music κορ-μί

 

 

κορμός [ο] ουσιαστικό (κορμοί)

check1 O κορμός του δέντρου είναι το χοντρό ξύλινο μέρος του κάτω από τα κλαδιά και πάνω από τις ρίζες του.  music κορ-μός  Δες δέντρο

 

 

κορνίζα [η] ουσιαστικό (κορνίζες)

eikona275

check1 Σε κορνίζα βάζουμε μία εικόνα, έναν πίνακα ή μία φωτογραφία.  

pen1 O κύριος Γιάννης βάζει σε κορνίζα τις πιο όμορφες ζωγραφιές της Αθηνάς.  circle1 κάδρο  

music κορ-νί-ζα

 

 

κοροϊδεύω ρήμα (κορόιδεψα, θα κοροϊδέψω)

check1 Όταν κοροϊδεύεις κάποιον, τον πειράζεις για κάποιο ελάττωμα, κάποια αδυναμία του ή για κάτι ασυνήθιστο που έχει η εμφάνισή του και προσπαθείς να κάνεις τους άλλους να γελάσουν μ' αυτό.  pen1 Τα παιδιά κορόιδευαν τον Ίγκλι για τα λάθη που έκανε στα ελληνικά στην αρχή της χρονιάς κι αυτός στενοχωριόταν.  

check2 Όταν κοροϊδεύεις κάποιον, τον κάνεις να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια.

pen1 «Κώστα, μην πιστεύεις το Νίκο που λέει πως ξέρει καράτε, σε κοροϊδεύει» είπε η Αθηνά.  romvos «Μην πιστεύεις ό,τι σου λένε, μην είσαι κορόιδο» είπε η Αθηνά. Όταν κοροϊδεύεις, μιλάς κοροϊδευτικά.  music κο-ροϊ-δεύ-ω

 

 

κορόνα [η] ουσιαστικό (κορόνες)  

check1 Η κορόνα είναι το χρυσό στρογγυλό κόσμημα που βάζουν οι πρίγκιπες και οι βασιλιάδες στο κεφάλι τους.  circle1 στέμμα  music κο-ρό-να

 

 

κορυφή [η] ουσιαστικό (κορυφές)

eikona276

check1 Η κορυφή είναι το ψηλότερο σημείο ενός βουνού ή ενός λόφου.  circle2 πρόποδες

check2 Κορυφή λέμε και το ψηλότερο σημείο ενός δέντρου ή κάποιου άλλου πράγματος.  music κο-ρυ-φή  Δες βουνό

 

 

κοσκινίζω ρήμα (κοσκίνισα, θα κοσκινίσω) velos κόσκινο

 

 

κόσκινο [το] ουσιαστικό (κόσκινα)

check1 Το κόσκινο είναι στρογγυλό,συνήθως ξύλινο κι έχει μία βάση με πολύ μικρές τρύπες που σχεδόν δε φαίνονται. Με το κόσκινο καθαρίζουμε το αλεύρι. Όταν το αλεύρι περνάει μέσα από τις τρύπες, στο κόσκινο μένουν οι πιο χοντροί κόκκοι ή άλλα σκουπιδάκια.  romvos Με το κόσκινο κοσκινίζουμε το αλεύρι.  music κό-σκι-νο

 

 

κόσμημα [το] ουσιαστικό (κοσμήματα)

eikona277

check1 Τα βραχιόλια, τα κολιέ, τα δαχτυλίδια και τα σκουλαρίκια είναι κοσμήματα που τα φοράμε για να στολίσουμε τα χέρια μας, το λαιμό μας και τ' αυτιά μας.  

romvos Το κοσμηματοπωλείο είναι το κατάστημα που πουλάει ασημένια και χρυσά κοσμήματα.  music κό-σμη-μα

 

Μια πριγκίπισσα με πολλά κοσμήματα.

 

 

κόσμος [ο] ουσιαστικό (κόσμοι)

check1 «Παντού στον κόσμο υπάρχουν φτωχά παιδάκια, ας μην το ξεχνάμε» είπε η δασκάλα. Σ' ολόκληρη τη γη υπάρχουν φτωχά παιδάκια. 

check2 Έφτιαξε ο καιρός και πολύς κόσμος πάει στη θάλασσα για μπάνιο. Πολλοί άνθρωποι πηγαίνουν στη θάλασσα.  music κό-σμος

 

 

κοστίζω ρήμα (κόστισα, θα κοστίσω)

check1 «Τι ωραίο ποδήλατο! Πόσο κοστίζει;» είπε η Αθηνά. Πόσο κάνει;  

circle1 στοιχίζω  music κο-στί-ζω

 

 

κότα [η] ουσιαστικό (κότες)  

check1 Η κότα είναι ένα θηλυκό πουλί. Το αρσενικό του είναι ο κόκορας και τα μικρά του τα κοτοπουλάκια. Όταν φωνάζει, κακαρίζει. O άνθρωπος τρώει τα αυγά και το κρέας της κότας.  romvos O κόκορας, οι κότες και τα κοτοπουλάκια κοιμούνται στο κοτέτσι. Όταν τρώμε το κρέας της κότας, λέμε ότι τρώμε κοτόπουλο.   

music κό-τα  pen2 'το αγρόκτημα'

 

 

κοτέτσι [το] ουσιαστικό (κοτέτσια) velos κότα

 

 

κοτόπουλο [το] ουσιαστικό (κοτόπουλα) velos κότα

 

 

κοτσάνα [η] ουσιαστικό (κοτσάνες)

check1 Όταν λες κοτσάνες, λες ανοησίες.  

pen1«Νίκο, τι κοτσάνα ήταν αυτή που πέταξες» είπε η Ελένη. «Είναι δυνατόν η Γαλλία να βρίσκεται στην Αφρική;»  circle1 βλακεία  music κο-τσά-να

 

 

κοτσάνι [το] ουσιαστικό (κοτσάνια)

check1 Η Αθηνά κρεμάει στ' αυτιά της τα κεράσια με τα κοτσάνια τους σαν σκουλαρίκια. Τα κοτσάνια είναι τα λεπτά κλωναράκια απ' όπου κρέμονται τα κεράσια.  

music κο-τσά-νι

 

 

κότσος [ο] ουσιαστικό (κότσοι)

check1 Όταν μία γυναίκα κάνει κότσο τα μακριά μαλλιά της, τα τυλίγει και τα στερεώνει στο πίσω μέρος του κεφαλιού.  romvos κοτσίδα  music κό-τσος

 

 

κοτσίδα [η] ουσιαστικό (κοτσίδες)

eikona278

check1 Μερικά κορίτσια κάνουν τα μακριά μαλλιά τους κοτσίδα, δηλαδή τα χωρίζουν σε τούφες και τα πλέκουν μέχρι την άκρη τους, όπου τα δένουν με λάστιχο, κορδέλα ή κοκαλάκι.  pen1 Όταν τα μαλλιά της Αθηνάς μακραίνουν πολύ, τα κάνει κοτσίδα πίσω ή δυο μικρές κοτσίδες, μία από κάθε μεριά του προσώπου romvos κότσος, κοτσιδάκι

music κο-τσί-δα

 

 

κουβαδάκι [το] ουσιαστικό (κουβαδάκια) velos κουβάς

 

 

κουβαλώ και κουβαλάω, κουβαλιέμαι ρήμα (κουβάλησα, θα κουβαλήσω)

check1 Όταν παίρνεις στα χέρια σου κάτι βαρύ και το μεταφέρεις κάπου αλλού, το κουβαλάς. pen1 «Αθηνά, Κώστα, βοηθήστε με λιγάκι, δεν μπορώ να κουβαλήσω μόνη μου όλα αυτά τα πράγματα».  circle1 μεταφέρω  romvos «Ωχ, από το πολύ κουβάλημα πόνεσε η μέση μου» είπε η κυρία Μαργαρίτα.  music κου-βα-λώ

 

 

κουβάς [ο] ουσιαστικό (κουβάδες)

check1 O κουβάς είναι ένα δοχείο από μέταλλο ή πλαστικό. Είναι συνήθως πιο στενός στο κάτω μέρος του, έχει ένα χερούλι και χρησιμεύει για να κουβαλάμε νερό.

romvos Τα παιδιά παίζουν στην παραλία με τα κουβαδάκια και τα φτυάρια τους. 

music κου-βάς  pen2 'το αγρόκτημα'

 

 

κουβέντα [η] ουσιαστικό (κουβέντες) 

check1 «Δε θέλω άλλες κουβέντες, θέλω ησυχία» είπε ο κύριος Μιχάλης

circle1 λόγια «Δε θα κάνω καμία κουβέντα μαζί σου» είπε στην Αθηνά.  circle1 συζήτηση 

romvos Όταν κουβεντιάζεις, συζητάς με κάποιον.  music κου-βέ-ντα

 

 

κουβεντιάζω ρήμα (κουβέντιασα, θα κουβεντιάσω) velos κουβέντα

 

 

κουβέρτα [η] ουσιαστικό (κουβέρτες)

check1 Η κουβέρτα είναι ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα που βάζουμε στο κρεβάτι για να σκεπαζόμαστε. Είναι συνήθως μάλλινη ή βαμβακερή.  music κου-βέρ-τα  pen2 'τα ρούχα'

 

 

κουδούνι [το] ουσιαστικό (κουδούνια)

check1 Στο χωριό τα πρόβατα και οι κατσίκες φοράνε στο λαιμό τους ένα κουδούνι. Το κουδούνι μοιάζει με μικρή καμπάνα.

check2 «Χτυπάει το κουδούνι, πήγαινε ν' ανοίξεις την πόρτα» είπε η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά.  romvos Η Αθηνά καταλαβαίνει πως έρχεται ο μπαμπάς της από τα κλειδιά του που κουδουνίζουν, δηλαδή ακούγονται σαν κουδούνι.  music κου-δού-νι

 

 

κουδουνίζω ρήμα (κουδούνισα, θα κουδουνίσω) velos κουδούνι

 

 

κουδουνίστρα [η] ουσιαστικό (κουδουνίστρες)

eikona279

check1 Η κουδουνίστρα είναι ένα παιχνίδι για μωρά. Έχει μέσα της διάφορα αντικείμενα που σε κάθε κίνηση κουδουνίζουν ή βγάζουν άλλο παιχνιδιάρικο ήχο.  

romvos κουδούνι,κουδουνίζω  music κου-δου-νί-στρα

 

 

κουζίνα [η] ουσιαστικό (κουζίνες)

check1 Η κουζίνα είναι ο χώρος του σπιτιού όπου μαγειρεύουμε και τρώμε. 

check2 Η κουζίνα είναι μία μεγάλη μεταλλική συσκευή που λειτουργεί με ηλεκτρικό ρεύμα και την έχουμε για να μαγειρεύουμε το φαγητό μας.  

romvos Τα κουζινικά είναι τα σκεύη που χρησιμοποιούμε για να μαγειρέψουμε στην κουζίνα.  music κου-ζί-να  pen2 'η κουζίνα'

 

 

κουζινικά [τα] ουσιαστικό velos κουζίνα

 

 

κούκλα [η], κούκλος [ο] ουσιαστικό (κούκλες, κούκλοι)

eikona280

check1 Η κούκλα είναι ένα παιχνίδι που μοιάζει με άνθρωπο. Τα μικρά κορίτσια παίζουν μαζί της το ρόλο των μαμάδων.

check2 Κούκλα ή κούκλο λέμε και μία γυναίκα ή ένα άντρα που είναι πολύ όμορφοι.  romvos Το κουκλόσπιτο είναι ένα μικρό ψεύτικο σπίτι με πολύ μικρά έπιπλα και μικρά κουκλάκια για να παίζουν τα παιδιά.  

music κού-κλα

 

 

κουκλόσπιτο [το] ουσιαστικό (κουκλόσπιτα) velosκούκλα

 

 

κούκος [ο] ουσιαστικό (κούκοι)

check1 O κούκος είναι ένα πουλί που ζει στο δάσος. Έχει γκρι φτερά με μαύρες ρίγες και είναι μεγάλο όσο ένα περιστέρι.  music κού-κος

 

 

κουκουβάγια [η] ουσιαστικό (κουκουβάγιες)

eikona281

check1 Η κουκουβάγια είναι ένα πουλί με μεγάλο κεφάλι και μεγάλα μάτια.Βγαίνει από τη φωλιά της τη νύχτα. 

music κου-κου-βά-για

 

 

 

κουκούλα [η] ουσιαστικό (κουκούλες)

check1 Η κουκούλα είναι το κομμάτι του παλτού ή του αδιάβροχου που προστατεύει το κεφάλι μας από τη βροχή και το κρύο.  music κου-κού-λα

 

 

κουκουλώνω, κουκουλώνομαι ρήμα (κουκούλωσα, θα κουκουλώσω)

check1 Όταν κουκουλώνεις κάτι, το σκεπάζεις τελείως με κάτι για να το προστατέψεις ή για να το κρύψεις.  pen1 Η Ελένη κουκούλωσε γρήγορα το λερωμένο κάθισμα μ' ένα ύφασμα για να μην το δει κανείς.  music κου-κου-λώ-νω

 

 

κουκουνάρι [το] ουσιαστικό (κουκουνάρια) velos πεύκο

 

 

κουκούτσι [το] ουσιαστικό (κουκούτσια)

eikona283

check1 Πολλά φρούτα έχουν κουκούτσια. Άλλα είναι μικρά, όπως του σταφυλιού ή του μήλου και άλλα είναι μεγάλα, όπως του βερίκοκου. Όταν τρώμε αυτά τα φρούτα, βγάζουμε από μέσα τα κουκούτσια τους, γιατί είναι πολύ σκληρά.  

music κου-κού-τσι

 

 

η κουζίνα

eikona282

 

 

κουλούρα [η] ουσιαστικό (κουλούρες)

check1 Η κουλούρα είναι ένα μεγάλο στρογγυλό ψωμί με τρύπα στη μέση.

romvos κουλούρι, κουλουράκι, κουλουριάζω  music κου-λού-ρα

 

 

κουλουράκι [το] ουσιαστικό (κουλουράκια) velos κουλούρι

 

 

κουλούρι [το] ουσιαστικό (κουλούρια) 

check1 Το κουλούρι είναι ένα μικρό στρογγυλό ψωμάκι που έχει μία μεγάλη τρύπα στη μέση. Το κουλούρι είναι πασπαλισμένο με πολύ σουσάμι.  romvos Το κουλουράκι είναι ένα μικρό γλυκό που μοιάζει με μπισκότο. Συνήθως είναι στρογγυλό ή μοιάζει με κοτσίδα.  music κου-λού-ρι

 

 

κουλουριάζω, κουλουριάζομαι ρήμα (κουλούριασα, θα κουλουριάσω)

eikona284

check1 Όταν κουλουριάζεσαι, λυγίζεις έτσι το σώμα σου, που παίρνει το σχήμα της κουλούρας. Όταν κουλουριάζεις κάτι, του δίνεις στρογγυλό σχήμα σαν της κουλούρας.  pen1 Μόλις η Αθηνά άνοιξε την πόρτα της αποθήκης, είδε τη Ροζαλία κουλουριασμένη γύρω από τα γατάκια της.  romvos κουλούρα, κουλούρι

music κου-λου-ριά-ζω

 

 

κουμπαράς [ο] ουσιαστικό (κουμπαράδες) 

eikona285

check1 O κουμπαράς είναι ένα δοχείο, συνήθως πήλινο. Έχει μία στενή και μικρή τρύπα για να ρίχνουμε μέσα κέρματα. Στον κουμπαρά φυλάμε τις οικονομίες μας και για να τις πάρουμε πρέπει να τον σπάσουμε ή να τον ανοίξουμε με κλειδί.  

music κου-μπα-ράς

 

 

κουμπάρος [ο], κουμπάρα [η] ουσιαστικό (κουμπάροι, κουμπάρες)

check1 O κουμπάρος είναι αυτός που παντρεύει ένα ζευγάρι, δηλαδή που αλλάζει τα στέφανα στο γάμο που γίνεται στην εκκλησία ή που γίνεται μάρτυρας στον γάμο που γίνεται στο δημαρχείο.  music κου-μπά-ρος

 

 

κουμπί [το] ουσιαστικό (κουμπιά)

check1 Τα παλτά, τα σακάκια, τα παντελόνια, τα πουκάμισα και οι ζακέτες έχουν κουμπιά. Τα κουμπιά είναι ραμμένα πάνω στα ρούχα και χρησιμεύουν για να κλείνουν και ν'ανοίγουν κάποια μέρη των ρούχων, όταν χρειαστεί.

eikona286

check2 Για ν' αρχίσει να λειτουργεί μία ηλεκτρική συσκευή, όπως η τηλεόραση ή το ασανσέρ, πρέπει να πατήσεις το κουμπί τους.

romvos Όταν κουμπώνεις το παλτό σου, το κλείνεις με τα κουμπιά.  

circle2 ξεκουμπώνω Για να κουμπώσεις ένα ρούχο, βάζεις τα κουμπιά στις κουμπότρυπες.  music κου-μπί  pen2 'η κουζίνα'

 

 

κουμπότρυπα [η] ουσιαστικό (κουμπότρυπες) velos κουμπί

 

 

κουμπούρας [ο] ουσιαστικό (κουμπούρες)

check1 Κουμπούρα λέμε τον πολύ κακό μαθητή, αυτόν που δεν είναι καλός στα μαθήματα.  music κου-μπού-ρας

 

 

κουμπώνω, κουμπώνομαι ρήμα (κούμπωσα, θα κουμπώσω) velos κουμπί

 

 

κουνέλι [το] ουσιαστικό (κουνέλια)

check1 Το κουνέλι είναι ένα μικρό ζώο με μακριά αυτιά που τρώει χόρτα και καρότα. Το θηλυκό του, η κουνέλα, γεννάει πολλά κουνελάκια. O άνθρωπος τρώει το κρέας του.  romvos κουνέλα, κουνελάκι  music κου-νέ-λι  pen2 'το αγρόκτημα'

 

 

κούνια [η] ουσιαστικό (κούνιες)

eikona287

check1 Η κούνια είναι μία σανίδα ή ένα κάθισμα που κρέμεται με σκοινί ή αλυσίδες από κάπου ψηλά. Εκεί κάθονται τα παιδιά και κουνιούνται μπρος πίσω.

check2 Η κούνια του μωρού είναι ένα μικρό κρεβάτι που κουνιέται για να νανουρίζεται το μωρό.  romvos κουνώ  

music κού-νια

 

 

κουνούπι [το] ουσιαστικό (κουνούπια)

check1 Το κουνούπι είναι ένα πολύ μικρό έντομο με φτερά που του αρέσει η υγρασία και που βουίζει ενοχλητικά. Τσιμπάει τον άνθρωπο και τα ζώα για να ρουφήξει αίμα. Το τσίμπημά του μας κάνει να ξυνόμαστε.  music κου-νού-πι  pen2 'τα έντομα'

 

 

κουνουπίδι [το] ουσιαστικό (κουνουπίδια)

eikona288

check1 Το κουνουπίδι είναι στρογγυλό λαχανικό που τ' άσπρα του λουλούδια τρώγονται συνήθως βραστά.  music κου-νου-πί-δι

 

 

κουνώ και κουνάω, κουνιέμαι ρήμα (κούνησα, θα κουνήσω)

check1 Όταν κουνάς κάτι, κάποιον ή ένα μέρος του σώματός σου, τους αλλάζεις θέση. Συνήθως κουνάς κάτι που μπορεί να είναι σταθερό από τη μία μεριά του.

pen1 Η Ροζαλία κούνησε την ουρά της χαρούμενα, όταν είδε τον Κώστα και την Αθηνά να μπαίνουν στην αποθήκη.   

check2 Όταν κάτι κουνιέται ή κουνάει, δεν είναι σταθερό.  

pen1 «Κώστα, το τραπέζι κουνιέται, βάλε ένα χαρτάκι κάτω από το πόδι του» είπε ο κύριος Γιάννης. «Ωραία, τώρα δεν κουνάει πια!»  

check2 O κύριος Μιχάλης δεν το κουνάει από το σπίτι του. Δε βγαίνει καθόλου έξω.

romvos κούνια, κινώ  music κου-νώ

 

 

κούπα [η] ουσιαστικό (κούπες)

eikona289

check1 Η κούπα είναι ένα μπολ ή ένα μεγάλο φλιτζάνι.

check2 Μία κούπα αλεύρι είναι το αλεύρι που χωράει μέσα στην κούπα.

pen1 Για τη ζύμη η κυρία Μαργαρίτα χρειάστηκε μία κούπα γάλα και δύο κούπες αλεύρι.  music κού-πα

 

 

κουπί [το] ουσιαστικό (κουπιά)

check1 Με τα κουπιά σπρώχνουμε το νερό προς τα πίσω κι έτσι κάνουμε μία βάρκα να προχωρήσει. Το κουπί είναι μακρύ και ξύλινο και στερεώνεται στη βάρκα για να μην πέσει στο νερό και χαθεί.  romvos κωπηλασία, κωπηλάτης, κωπηλατώ  music κου-πί

 

 

κουράγιο [το] ουσιαστικό

check1 Όταν έχεις κουράγιο, έχεις τη δύναμη κι αντέχεις μία δύσκολη κατάσταση.

pen1 Μετά τη ληστεία στο μαγαζί του, ο κύριος Μιχάλης κάνει κουράγιο και περιμένει να βρεθούν οι κλέφτες.  musicκου-ρά-γιο

 

 

κουράζω, κουράζομαι ρήμα (κούρασα, θα κουράσω)

check1 Όταν κουράζεσαι, χάνεις τιςδυνάμεις σου.  pen1 O Κώστας κουράστηκε, γιατί έπαιζε ποδόσφαιρο με τις ώρες. Γύρισε σπίτι πολύ κουρασμένος.  circle2 ξεκουράζω 

eikona290

check2 «Κουράστηκα να σε περιμένω πια, πότε θα έρθεις;» είπε η Αθηνά στην Ελένη. Βαρέθηκα να σε περιμένω.  

romvos κουρασμένος  circle2 ξεκούραστος  κούραση.

circle2 ξεκούραση

music κου-ρά-ζω

 

Η θεία του κυρίου Μιχάλη κουράστηκε
και στάθηκε λίγο να ξεκουραστεί.

 

 

κούραση [η] ουσιαστικό velos κουράζω

 

 

κουρδίζω, κουρδίζομαι ρήμα (κούρδισα, θα κουρδίσω)

check1 Όταν κουρδίζεις ένα ρολόι ή ένα παιχνίδι, γυρίζεις ένα κουμπί του κι αρχίζει να λειτουργεί, δηλαδή οι δείκτες του ρολογιού προχωρούν και δείχνουν την ώρα, και το παιχνίδι παίρνει μπρος.  romvos Τα κουρδιστά παιχνίδια θέλουν κούρδισμα, πρέπει να τα κουρδίζουμε κάθε λίγο και λιγάκι.  music κουρ-δί-ζω
–Λέμε και κουρντίζω.

 

 

κουρέας [ο] ουσιαστικό (κουρείς) velos κουρεύω

 

 

κουρείο [το] ουσιαστικό (κουρεία) velos κουρεύω

 

 

κουρέλι [το] ουσιαστικό (κουρέλια)

check1 Το κουρέλι είναι ένα κομμάτι ύφασμα ή ένα ρούχο που είναι σε πολύ κακή κατάσταση, γιατί έχει παλιώσει ή γιατί έχει σκιστεί.  pen1 «Τα έκανες κουρέλια τα ρούχα σου Κώστα» είπε η κυρία Μαργαρίτα.  romvos «Τα κουρέλιασες τα ρούχα σου. Τα έσκισες τελείως. Πόσες φορές θα σου πω ν' αλλάζεις ρούχα, όταν παίζεις ποδόσφαιρο;» συνέχισε.  music κου-ρέ-λι

 

 

κουρελιάζω, κουρελιάζομαι ρήμα (κουρέλιασα, θα κουρελιάσω) velos κουρέλι

 

 

κουρεύω, κουρεύομαι ρήμα (κούρεψα, θα κουρέψω)

check1 Όταν ο κουρέας κουρεύει κάποιον, του κόβει τα μαλλιά.  romvos Oι άντρες πηγαίνουν στο κουρείο για να τους κουρέψει ή να τους ξυρίσει ο κουρέας. Όταν οι γυναίκες θέλουν να κουρευτούν, πηγαίνουν για κούρεμα στο κομμωτήριο.  music κου-ρεύ-ω

 

 

κουρνιάζω ρήμα (κούρνιασα, θα κουρνιάσω)

check1 Όταν τα πουλιά κουρνιάζουν το βράδυ, μαζεύονται και γίνονται σαν μπαλίτσες για να κοιμηθούν. Μερικές φορές κουρνιάζουν και οι άνθρωποι.  

pen1 Η Αθηνά κούρνιασε στην αγκαλιά της μαμάς της. Της αρέσουν τα χάδια πριν πάει για ύπνο.  music κουρ-νιά-ζω

 

 

κούρσα [η] ουσιαστικό (κούρσες)

check1 Σε μία κούρσα αυτοκινήτων, τ' αυτοκίνητα αγωνίζονται για το ποιο θα τρέξει πιο γρήγορα και θα φτάσει πιο γρήγορα στο τέρμα.  music κούρ-σα

 

 

κουρσάρος [ο] ουσιαστικό (κουρσάροι)

check1κουρσάροι παλιότερα λήστευαν πλοία στη θάλασσα. 

circle1 πειρατής  music κουρ-σά-ρος  pen2 'τα παραμύθια'

 

 

-Πώς λέμε τη γυναίκα που μας κουρεύει;

 

 

κουρτίνα [η] ουσιαστικό (κουρτίνες)

eikona291

check1κουρτίνες είναι μεγάλα κομμάτια από ύφασμα που τα κρεμάμε μπροστά από τα παράθυρα για να μη μας βλέπουν από έξω και για να μη μπαίνει το δυνατό φως της μέρας στο σπίτι.  music κουρ-τί-να

 

 

 

κουστούμι και κοστούμι [το] ουσιαστικό (κουστούμια/κοστούμια) 

eikona292

check1 Το κουστούμι είναι ένα παντελόνι κι ένα σακάκι από το ίδιο ύφασμα που φοριούνται μαζί, συνήθως μ' ένα πουκάμισο μέσα από το σακάκι.   

music κου-στού-μι

 

 

 

 

κούτα [η] ουσιαστικό (κούτες) velos κουτί

 

 

κουτάβι [το] ουσιαστικό (κουτάβια)

eikona293

check1 Το κουτάβι είναι το μικρό του σκύλου.  

pen1 Χθες ο κύριος Μιχάλης βρήκε μία κούτα με τέσσερα κουτάβια στον κήπο του. Τι θα τα κάνει άραγε;  

romvos κουταβάκι  music κου-τά-βι

 

 

κουτάλι [το] ουσιαστικό (κουτάλια)

check1 Με το κουτάλι τρώμε σούπα ή σερβίρουμε το φαγητό. Με το κουτάλι ή το κουταλάκι του γλυκού τρώμε το γλυκό και το παγωτό.  romvos Με το κουταλάκι ανακατεύουμε τον καφέ. Μία κουταλιά ζάχαρη είναι η ζάχαρη που χωράει σ' ένα κουτάλι. Με την κουτάλα ανακατεύουμε ή σερβίρουμε το φαγητό. Το γλυκό του κουταλιού είναι φτιαγμένο από φρούτα και πολλή ζάχαρη. 

music κου-τά-λι  pen2 'η κουζίνα', 'το πάρτι'

 

 

κουταλιά [η] ουσιαστικό (κουταλιές) velos κουτάλι

 

 

κουταμάρα [η] ουσιαστικό (κουταμάρες) velos κουτός

 

 

κούτελο [το] ουσιαστικό (κούτελα)

check1 Το κούτελο είναι το μέρος του προσώπου μεταξύ των φρυδιών και των μαλλιών.

pen1 O Κώστας κοίταζε το θείο του που μάζευε τις ελιές και σκούπιζε τον ιδρώτα από το κούτελό του.  circle1 μέτωπο  music κού-τε-λο

 

 

κουτί [το] ουσιαστικό (κουτιά)

check1 Το κουτί ανοίγει και κλείνει μ' ένα καπάκι. Είναι μικρό ή μεγάλο, τετράγωνο ή στρογγυλό και φτιάχνεται από χαρτόνι, μέταλλο ή ξύλο ή άλλο υλικό. Μέσα στο κουτί βάζουμε πράγματα για να τα φυλάξουμε ή να τα μεταφέρουμε.  romvos Για να μεταφέρουμε πράγματα, τα βάζουμε συχνά σε κούτες, δηλαδή σε μεγάλα χαρτονένια κουτιά. Τα σπίρτα τα έχουμε σε σπιρτόκουτα music κου-τί  Δες κλόουν

 

 

κουτός, κουτή, κουτό επίθετο (κουτοί, κουτές, κουτά)

check1 O κουτός άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί, είναι ανόητος.  

circle1 χαζός  circle2 έξυπνος  

romvos Όταν κάποιος δε σκέφτεται πριν μιλήσει, λέει κουταμάρες.  

circle1 ανοησία, χαζομάρα  music κου-τός

 

 

κουτουλώ και κουτουλάω, κουτουλιέμαι ρήμα (κουτούλησα, θα κουτουλήσω) 

check1 Όταν κουτουλάς κάποιον ή κάπου, χτυπάς το μπροστινό μέρος του κεφαλιού σου.  pen1 Μέσα στο σκοτάδι η Αθηνά δεν είδε ότι η πόρτα ήταν κλειστή και κουτούλησε πάνω της. 

check2 Λέμε ότι κουτουλάς από την κούραση, όταν νυστάζεις τόσο πολύ που δεν μπορείς να κρατήσεις το κεφάλι σου όρθιο.  music κου-του-λώ

 

 

κουτρουβάλα [η] ουσιαστικό (κουτρουβάλες) velos κουτρουβαλώ

 

 

κουτρουβαλώ και κουτρουβαλάω, κουτρουβαλιέμαι ρήμα (κουτρουβάλησα, θα κουτρουβαλήσω)

check1 Όταν κουτρουβαλάς, χάνεις την ισορροπία σου και πέφτεις προς τα κάτω με το κεφάλι.  circle1 κατρακυλάω  romvos Παίρνεις κουτρουβάλες.  music κου-τρου-βα-λώ

 

 

κουτσαίνω, κουτσαίνομαι ρήμα (κουτσάθηκα, θα κουτσαθώ) velos κουτσός

 

 

κουτσός, κουτσή, κουτσό επίθετο (κουτσοί, κουτσές, κουτσά)

check1 Όταν κάποιος είναι κουτσός, δεν περπατάει καλά, γιατί πονάει το πόδι του ή γιατί είναι ανάπηρος.  romvos Η Αθηνά κουτσαίνει, γιατί πονάει το πόδι της. Είναι σαν να έχει κουτσαθεί. Πηγαίνει κούτσα κούτσα, σαν κουτσή. Το κουτσό είναι ένα παιχνίδι όπου, αφού σχεδιάσουμε με κιμωλία τετράγωνα στο έδαφος, σπρώχνουμε από το ένα τετράγωνο στο άλλο μία πέτρα πηδώντας στο ένα πόδι.  music κου-τσός

 

 

κουτσουλιά [η] ουσιαστικό (κουτσουλιές) velos κουτσουλώ

 

 

κουτσουλώ και κουτσουλάω ρήμα (κουτσούλησα, θα κουτσουλήσω)

check1 Στο μπαλκόνι της κυρίας Μαργαρίτας έρχονται συνέχεια περιστέρια και κουτσουλάνε romvos Δε σταματά να καθαρίζει τις κουτσουλιές τους.  music κου-τσου-λώ

 

 

κούτσουρο [το] ουσιαστικό (κούτσουρα)

check1 Τα κούτσουρα είναι κομμάτια από τον κορμό ενός δέντρου που τα έχουμε αφήσει να ξεραθούν και τα καίμε στο τζάκι.

check2 Κούτσουρο λέμε κοροϊδευτικά κάποιον, όταν δεν μπορεί να μάθει κάτι.

circle1 κουμπούρας  music κού-τσου-ρο

 

 

κουφαίνω, κουφαίνομαι ρήμα (κούφανα, θα κουφάνω) velos κουφός

 

 

κουφάλα [η] ουσιαστικό (κουφάλες) velos κούφιος

 

 

κουφέτο [το] ουσιαστικό (κουφέτα)

check1 Τα κουφέτα είναι καραμέλες από ζάχαρη και αμύγδαλο και τα τρώμε σε γάμους και βαφτίσια.  music κου-φέ-το

 

 

κούφιος, κούφια, κούφιο επίθετο (κούφιοι, κούφιες, κούφια)

check1 Όταν κάτι είναι κούφιο, είναι άδειο στο εσωτερικό του.

pen1 «Έσπασα ένα καρύδι αλλά ήταν κούφιο, δεν είχε τίποτε μέσα» είπε ο Ίγκλι.  

romvos Η κουφάλα είναι ένα άνοιγμα που γίνεται με το χρόνο στον κορμό ενός γέρικου δέντρου. Εκεί μέσα κρύβονται διάφορα μικρά ζώα όπως ο σκίουρος.  circle1 τρύπα

music κού-φιος

 

 

κουφός, κουφή, κουφό επίθετο (κουφοί, κουφές, κουφά)

check1 Όταν κάποιος είναι κουφός, δεν ακούει καθόλου.  
romvos Έχει κουφαθεί. ξεκουφαίνω  music κου-φός

 

 

κοφίνι [το] ουσιαστικό (κοφίνια)

check1 Το κοφίνι είναι ένα μεγάλο και βαθύ καλάθι όπου βάζουμε φρούτα ή άλλα τρόφιμα για να τα μεταφέρουμε.  music κο-φί-νι

 

 

κοφτερός, κοφτερή, κοφτερό επίθετο (κοφτεροί, κοφτερές, κοφτερά) velos κόβω

 

 

κοχύλι [το] ουσιαστικό (κοχύλια) 

check1 Τα κοχύλια είναι μικρά όστρακα ζώων που ζουν στη θάλασσα. Τα βρίσκουμε ξεραμένα στην παραλία, γιατί τα έχει βγάλει εκεί το κύμα.  

music κο-χύ-λι  pen2 'η θάλασσα'

 

 

κόψιμο [το] ουσιαστικό (κοψίματα) velos κόβω

 

 

κραγιόν [το] ουσιαστικό 

check1 Το κραγιόν είναι ένα γυναικείο καλλυντικό. Με το κραγιόν βάφουν οι γυναίκες τα χείλια τους.  music κρα-γιόν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

κράνος [το] ουσιαστικό (κράνη)

check1 Όταν κάποιος οδηγεί μοτοσικλέτα ή ποδήλατο, πρέπει να φοράει κράνος στο κεφάλι. Αν πάθει ατύχημα, το κράνος θα προστατέψει το κεφάλι του από τα χτυπήματα.  music κρά-νος

 

 

κρασί [το] ουσιαστικό (κρασιά) 

check1 Το κρασί είναι ένα ποτό από σταφύλι και αλκοόλ. Αν κάποιος πιει πολύ κρασί, ζαλίζεται και πονάει το κεφάλι του.  music κρα-σί

 

 

κρατώ και κρατάω, κρατιέμαι ρήμα (κράτησα, θα κρατήσω)

check1 Όταν κρατάς κάτι, το έχεις στο χέρι σου και δεν πέφτει κάτω.  circle2 αφήνω

check2 Το λεωφορείο σταμάτησε απότομα και οι επιβάτες κρατήθηκαν απ' όπου βρήκαν για να μην πέσουν. O κύριος Γιάννης κράτησε την Αθηνά από το χεράκι της.

circle1 πιάνω

eikona294

check2 Όταν η Αθηνά φεύγει για διακοπές, η Ελένη κρατάει τη Ροζαλία.

circle1 φυλάω

check2 Η καλοκαιρία κράτησε τρεις μέρες μόνο. Μετά από τρεις μέρες ο καιρός άλλαξε, χειροτέρεψε.

check2 O κύριος Μιχάλης προσπάθησε να κρατήσει το σκύλο του από το λουρί αλλά αυτός του ξέφυγε κι άρχισε να τρέχει.  circle1 συγκρατώ  

music κρα-τώ

 

 

κράτος [το] ουσιαστικό (κράτη)

check1 Ένα κράτος είναι μία χώρα με την κυβέρνησή της.  music κρά-τος

 

 

κραυγή [η] ουσιαστικό (κραυγές)

check1 Η κραυγή είναι η δυνατή φωνή που βγάζεις, όταν νιώσεις ξαφνικό πόνο, φόβο ή χαρά.  music κραυ-γή

 

 

κρέας [το] ουσιαστικό (κρέατα)

check1 Το κρέας είναι η σάρκα των ζώων. Το κρέας το μαγειρεύουμε και το τρώμε.

romvos Το κρέας το αγοράζουμε στα κρεοπωλεία από τον κρεοπώλη.  music κρέ-ας

 

 

κρεβάτι [το] ουσιαστικό (κρεβάτια)

eikona295

check1 Το κρεβάτι είναι το έπιπλο που χρησιμοποιούμε για να κοιμόμαστε.

check2 Η θεία του κυρίου Μιχάλη έπεσε στο κρεβάτι με σαράντα πυρετό. Αρρώστησε πολύ.  romvos Το κρεβάτι βρίσκεται στην κρεβατοκάμαρα, δηλαδή στο δωμάτιο όπου κοιμόμαστε.  

music κρε-βά-τι

O νάνος κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι.

 

 

κρεβατοκάμαρα [η] ουσιαστικό (κρεβατοκάμαρες) velos κρεβάτι

 

 

κρέμα [η] ουσιαστικό (κρέμες) 

check1 O θείος Αλέκος προτιμάει να φτιάχνει τα μακαρόνια του στο φούρνο με τυρί και κρέμα γάλακτος. Η κρέμα γάλακτος είναι το πιο παχύ μέρος από το γάλα.

check2 Όταν η κυρία Μαργαρίτα θέλει να φτιάξει κρέμα βανίλια, ανακατεύει ζάχαρη, αυγά και βραστό γάλα με βανίλια.

check2 Όταν ο ήλιος καίει, η Αθηνά δεν ξεχνάει να βάζει αντηλιακή κρέμα.  

music κρέ-μα

 

 

Σε ποιον αφήνει η Αθηνά τη Ροζαλία όταν πηγαίνει διακοπές;Ψάξε στις λέξεις εμπιστεύομαι, κρατώ

 

 

- Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση
- Ξέρεις κράτη της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης;

 

 

κρεμάλα [η] ουσιαστικό (κρεμάλες) velos κρεμώ

 

 

κρεμάστρα [η] ουσιαστικό (κρεμάστρες) velos κρεμώ

 

 

κρεμώ και κρεμάω, κρεμιέμαι και κρέμομαι (κρέμασα, θα κρεμάσω)

check1 Όταν κρεμάς κάτι από κάπου, το στερεώνεις από το πιο ψηλό του μέρος.

pen1 Η Αθηνά κρέμασε το παλτό της στη ντουλάπα αλλά το μετάνιωσε. 

check2 «Το παλτό μου κρέμεται στην ντουλάπα. Μου το φέρνεις, σε παρακαλώ, Κώστα;» είπε η Αθηνά.

eikona296

check2 O Νίκος τρελαίνεται να κρεμιέται από τα κλαδιά των δέντρων και να πηγαίνει με δύναμη μπρος πίσω. «Είναι πολύ επικίνδυνο!» του λέει πάντα η Ελένη.  romvos Στις κρεμάστρες κρεμάμε ρούχα. Η κρεμάλα είναι παιχνίδι για παιδιά. Στα καουμπόικα έργα οι καλοί κρεμούν τους κακούς από την κρεμάλα.   music κρε-μώ

 

Η γιαγιά κρεμάει το ρούχο στην κρεμάστρα.

 

 

κρεμμύδι [το] ουσιαστικό (κρεμμύδια)

check1 Το κρεμμύδι έχει έντονη και λίγο καυτερή γεύση. Το βάζουμε στις σαλάτες ωμό ή το μαγειρεύουμε. Όταν το καθαρίζουμε, τσούζουν τα μάτια μας.  music κρεμ-μύ-δι

 

 

- Πώς αλλιώς λέμε τον κρεοπώλη; Το κρεοπωλείο;

 

 

κρεοπωλείο [το] ουσιαστικό (κρεοπωλεία) velos κρέας

 

 

κρεοπώλης [ο] ουσιαστικό (κρεοπώλες) velos κρέας

 

 

κρέπα [η] ουσιαστικό (κρέπες)

check1 Η κρέπα είναι μία πολύ λεπτή πίτα που γίνεται από ζύμη με αυγά, γάλα και λίγο αλεύρι. Την τηγανίζουμε και τη γεμίζουμε με κάτι γλυκό ή αλμυρό. Την τυλίγουμε σε ρολό ή στα τέσσερα.  music κρέ-πα

 

 

κρίκος [ο] ουσιαστικό (κρίκοι)

check1 O κρίκος είναι στρογγυλός σαν δαχτυλίδι. Oι αλυσίδες είναι φτιαγμένες από πολλούς κρίκους.  music κρί-κος

 

 

κροκόδειλος [ο] ουσιαστικό (κροκόδειλοι)

check1 O κροκόδειλος είναι ένα πολύ μεγάλο ερπετό που μοιάζει με τεράστια σαύρα αλλά έχει μεγάλα σαγόνια και πολλά και μυτερά δόντια. Ζει σε ποτάμια και λίμνες σε πολύ ζεστές και υγρές χώρες.  music κρο-κό-δει-λος  pen2 'τα ζώα'

 

 

κρόκος [ο] ουσιαστικό (κρόκοι)

check1 O κρόκος του αυγού είναι το εσωτερικό κίτρινο μέρος του.  music κρό-κος

 

 

κρότος [ο] ουσιαστικό (κρότοι)

check1 O κρότος είναι ένας δυνατός σύντομος θόρυβος σαν πυροβολισμός.  pen1 Το μωρό της θείας Κατερίνας τρόμαξε από τους κρότους των φωτοβολίδων το Πάσχα κι άρχισε να κλαίει.   circle1 βρόντος  romvos χειροκροτώ  music κρό-τος

 

 

κρουασάν [το] ουσιαστικό

eikona297

check1 Το κρουασάν είναι ένα γλυκό από σφολιάτα σε σχήμα μισοφέγγαρου.  

music κρου-α-σάν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

κρύβω, κρύβομαι ρήμα (έκρυψα, θα κρύψω)

check1 Όταν κρύβεις κάτι, το βάζεις σ' ένα μέρος που κανείς άλλος δε θα σκεφτεί να ψάξει για να το βρει.  

check2 «Γιατί μου έκρυψες πως είσαι άρρωστος, Κώστα;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα. Γιατί το κράτησες μυστικό; 

eikona298

check2 Όταν κρύβεις κάτι, το σκεπάζεις για να μη το δουν οι άλλοι ή μπαίνεις μπροστά του για να μη φαίνεται.   

pen1 Τα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο. Τι θα γινόταν με την εκδρομή; circle2 φανερώνω, δείχνω  romvos Το κρυφτό είναι ένα παιχνίδι. Αυτός που τα φυλάει, ψάχνει να βρει πού κρύφτηκαν οι άλλοι. Η κρυψώνα είναι το μέρος που κρύβουμε κάτι. κρυφός  music κρύ-βω

 

 

κρυολόγημα [το] ουσιαστικό (κρυολογήματα) velos κρυολογώ

 

 

κρυολογώ ρήμα (κρυολόγησα, θα κρυολογήσω)

check1 Όταν κρυολογείς, φτερνίζεσαι και τρέχει η μύτη σου.  pen1«Κρυολογήσαμε όλοι στην εκδρομή, γιατί γίναμε μούσκεμα από τη βροχή» είπε ο Ίγκλι.  romvos Πάθαμε όλοι κρυολόγημα. κρύο, κρυώνω  music κρυ-ο-λο-γώ

 

 

κρύος, κρύα, κρύο επίθετο (κρύοι, κρύες,κρύα)

check1 Όταν κάτι είναι κρύο, έχει πολύ χαμηλή θερμοκρασία.  pen1 «Η θάλασσα είναι πολύ κρύα, πάγωσαν τα πόδια μου» φώναξε η Αθηνά. «Κάνει πολύ κρύο. Κρύωσα. Τι κρύο είναι αυτό!»  circle1 παγωμένος ,ψυχρός  circle2 ζεστός, θερμός, καυτός   

romvos Η Αθηνά άρπαξε ένα κρύωμα κι όλο φτερνίζεται.  circle1κρυολόγημα  Είναι πολύ κρυωμένη. κρύο  circle2 ζέστη  κρυώνω  circle2 ζεσταίνω, ζεσταίνομαι  music κρύ-ος

 

 

κρύσταλλο [το] ουσιαστικό (κρύσταλλα)

check1 Το κρύσταλλο είναι ένα πολύ καθαρό και λαμπερό γυαλί που το αγοράζουμε ακριβά και που βγάζει πολύ ευχάριστο ήχο, όταν το χτυπάμε ελαφρά με κάτι σκληρό.  pen1 Η γιαγιά έδειξε τα ποτήρια από κρύσταλλο στην Αθηνά και της υποσχέθηκε να της τα δώσει, όταν μεγαλώσει.

check2 Η θάλασσα ήταν κρύσταλλο σήμερα. Λαμπερή, καθαρή, ήρεμη και κρύα.

music κρύ-σταλ-λο

 

 

-Είμαι το αντίθετο του ζεστός. Τι είμαι;

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι

 

 

κρυφός, κρυφή, κρυφό επίθετο (κρυφοί, κρυφές, κρυφά)

check1 Όταν κάτι είναι κρυφό, δε φαίνεται και κανείς δεν ξέρει πως υπάρχει.  

pen1 Ό,τι κάνει ο κύριος Μιχάλης το κρατάει κρυφό.  circle1 μυστικός  circle2 φανερός

romvos Καρφώνει κάτι κρυφά, δε θέλει να το μάθουν οι γείτονες.  circle2 φανερά  κρύβω

music κρυ-φός

 

 

κρυφτό [το] ουσιαστικό velos κρύβω

 

 

κρυψώνα [η] ουσιαστικό (κρυψώνες) velos κρύβω

 

 

κρύωμα [το] ουσιαστικό (κρυώματα) velos κρύος

 

 

κρυώνω ρήμα (κρύωσα, θα κρυώσω) velos κρύος

 

 

κτήμα [το] ουσιαστικό (κτήματα)  

check1 Το κτήμα είναι ένα κομμάτι γης που ανήκει σε κάποιον και που αν θέλει, μπορεί να το καλλιεργήσει.  music κτή-μα

 

 

κτηνίατρος [ο], [η] ουσιαστικό (κτηνίατροι) velos κτήνος

 

 

κτήνος [το] ουσιαστικό (κτήνη)

check1 Παλιότερα τα μεγάλα ζώα τα έλεγαν κτήνη. Σήμερα λέμε ότι κάποιος είναι κτήνος για να δείξουμε πως συμπεριφέρεται πάρα πολύ άσχημα, σαν ζώο.  romvos O κτηνίατρος είναι ο γιατρός που φροντίζει τα ζώα. O κτηνοτρόφος έχει ζώα που τα τρέφει για το γάλα και το κρέας τους.  music κτή-νος

 

 

κτηνοτρόφος [ο], [η] ουσιαστικό (κτηνοτρόφοι) velos κτήνος

 

 

κτίζω ρήμα (έκτισα, θα κτίσω) velos χτίζω

 

 

κτίριο [το] ουσιαστικό (κτίρια)

check1 Τα σπίτια, τα σχολεία, οι εκκλησίες και το δημαρχείο είναι κτίρια. Είναι μεγάλες κατασκευές που τις έχουμε χτίσει με τσιμέντο κι άλλα υλικά.  pen1 Το γραφείο του κυρίου Γιάννη βρίσκεται σ' ένα μεγάλο κτίριο με πολλούς ορόφους.  musicκτί-ρι-ο

 

 

κυβέρνηση [η] ουσιαστικό (κυβερνήσεις) velos κυβερνώ

 

 

κυβερνήτης [ο] ουσιαστικό (κυβερνήτες) velos κυβερνώ

 

 

κυβερνώ και κυβερνάω ρήμα (κυβέρνησα, θα κυβερνήσω)

check1 Όταν κάποιος κυβερνάει μία χώρα, είναι υπεύθυνος γι' αυτήν, είναι ο αρχηγός της.  

check2 Όταν κάποιος κυβερνάει ένα καράβι ή ένα αεροπλάνο, το οδηγεί εκεί που πρέπει να πάει.  romvos Όλοι μαζί οι άνθρωποι που κυβερνούν μία χώρα λέγονται κυβέρνηση. O κυβερνήτης ενός πλοίου είναι ο καπετάνιος του.  music κυ-βερ-νώ

 

 

κύβος [ο] ουσιαστικό (κύβοι)

check1 O κύβος είναι ένα στερεό σώμα με έξι ίσες τετράγωνες πλευρές. Το ζάρι είναι ένας κύβος.  pen1 O κύριος Γιάννης πίνει τον καφέ του με δύο κύβους ζάχαρης.  

music κύ-βος  pen2 'τα σχήματα'

 

 

κυδώνι [το] ουσιαστικό (κυδώνια)

check1 Το κυδώνι είναι ένα στρογγυλό χνουδωτό φρούτο με σκούρο κίτρινο χρώμα. Η γεύση του δεν είναι ούτε γλυκιά ούτε πικρή, αλλά ξινούτσικη.  

pen1 O κύριος Μιχάλης τρώει το κυδώνι ψητό με ζάχαρη και κανέλα. 

romvos Το δέντρο που κάνει τα κυδώνια είναι η κυδωνιά music κυ-δώ-νι

 

 

κύκλος [ο] ουσιαστικό (κύκλοι)

check1 O κύκλος είναι ένα στρογγυλό σχήμα που μοιάζει με δαχτυλίδι ή με ρόδα.

pen1 O Ίγκλι έφτιαξε έναν κύκλο με το μολύβι του.  music κύ-κλος   pen2 'τα σχήματα'

 

 

κυκλοφορία [η] ουσιαστικό (κυκλοφορίες) velos κυκλοφορώ

 

 

κυκλοφορώ ρήμα (κυκλοφόρησα, θα κυκλοφορήσω)

check1 Όταν ένα αυτοκίνητο κυκλοφορεί,κινείται στους δρόμους.  

check2 Όταν κυκλοφορείς στην πόλη ή στο χωριό, βγαίνεις έξω και περπατάς.  

check2 Όταν το αίμα κυκλοφορεί στις φλέβες, κυλάει σ' αυτές.  

romvos O κώδικας οδικής κυκλοφορίας μάς λέει πώς πρέπει να κυκλοφορούν στους δρόμους οι άνθρωποι και τ'αυτοκίνητα.  music κυ-κλο-φο-ρώ

Δες κώδικας

 

 

κύκνος [ο] ουσιαστικό (κύκνοι)

check1 O κύκνος είναι ένα λευκό όμορφο πουλί με ψηλό λαιμό που ζει στις λίμνες.

pen1 O θείος Τάκης διηγήθηκε στην Αθηνά το παραμύθι με το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος.  musicκύ-κνος

 

 

κυλιέμαι ρήμα (κυλίστηκα, θα κυλιστώ) 

check1 Όταν κυλιέσαι στα χώματα, έχεις ξαπλώσει κάτω και γυρνάς από τη μία και από την άλλη πλευρά.  pen1 O Κώστας και η Αθηνά κυλίστηκαν στην άμμο και γύρισαν στο σπίτι γεμάτοι χώματα.  romvos κυλώ  music κυ-λιέ-μαι

 

 

κυλικείο [το] ουσιαστικό (κυλικεία)

check1 Στο κυλικείο μπορείς ν' αγοράσεις κάτι να φας ή να πιεις. Κυλικεία υπάρχουν στο σχολείο, στο σταθμό ή στο μέρος που δουλεύουμε.  music κυ-λι-κεί-ο

 

 

κύλινδρος [ο] ουσιαστικό (κύλινδροι)

check1 Το κουτί της πορτοκαλάδας είναι ένας κύλινδρος, έχει το σχήμα του κυλίνδρου.   music κύ-λιν-δρος  pen2 'τα σχήματα'

 

 

κυλώ και κυλάω ρήμα (κύλησα, θα κυλήσω)

check1 Όταν ένα πράγμα κυλάει σε μία επιφάνεια, κινείται συνέχεια προς τα μπροστά και γύρω από τον εαυτό του.  pen1 Το δαχτυλίδι της Αλίκης κύλησε στο πάτωμα. Αμέσως έτρεξε ο Κώστας να το σηκώσει.  

check2 Η Αθηνά ήταν τόσο λυπημένη, που από τα μάτια της κυλούσαν δάκρυα. Έτρεχαν δάκρυα.  

check2 Η μέρα κύλησε ήσυχα. Πέρασε χωρίς φασαρίες.

romvos κυλιέμαι, κυλιόμενες σκάλες  music κυ-λώ

 

 

κύμα [το] ουσιαστικό (κύματα)

check1 Όταν φυσάει αέρας, η θάλασσα έχει κύματα. Το κύμα είναι η μάζα του νερού που ανεβοκατεβαίνει.  

check2 Όταν έρχεται ένα κύμα κακοκαιρίας, ο καιρός χαλάει για λίγο.

romvos Όταν η σημαία κυματίζει από τον αέρα, κουνιέται όπως η θάλασσα που κάνει κύματα. Τα κυματιστά μαλλιά δεν είναι ίσια αλλά μοιάζουν με κύματα.

music κύ-μα  pen2 'ο καιρός'

 

 

-Μέσα μου μπορείς να βρεις τη λέξη φορώ. Τι κάνω;

 

 

κυματίζω ρήμα (κυμάτισα, θα κυματίσω) velos κύμα

 

 

κυνηγητό [το] ουσιαστικό (κυνηγητά) velos κυνηγώ

 

 

κυνήγι [το] ουσιαστικό (κυνήγια) velos κυνηγώ

 

 

κυνηγός [ο], [η] ουσιαστικό (κυνηγοί) velos κυνηγώ

 

 

κυνηγώ και κυνηγάω ρήμα (κυνήγησα, θα κυνηγήσω)

eikona299

check1 Όταν κυνηγάς κάποιον, τρέχεις από πίσω του για να τον πιάσεις.

check2 Όταν κάποιος κυνηγάει, η δουλειά του ή το χόμπι του είναι να σκοτώνει άγρια ζώα.  romvos Στο κυνηγητό τα παιδιά κυνηγούν το ένα το άλλο. Ένας κυνηγός κυνηγάει ζώα, πηγαίνει δηλαδή για κυνήγι.  

music κυ-νη-γώ

 

 

κυπαρίσσι [το] ουσιαστικό (κυπαρίσσια)

check1 Το κυπαρίσσι είναι ένα ψηλό δέντρο με ίσιο κορμό και πλούσια πράσινα φύλλα.

check2 Όταν κάποιος είναι πολύ ψηλός, λέμε πως είναι σαν κυπαρίσσιmusic κυ-πα-ρίσ-σι

 

 

κύπελλο [το] ουσιαστικό (κύπελλα)

check1 Το κύπελλο είναι ένα χαμηλό και φαρδύ δοχείο με χερούλι για να πίνεις γάλα, καφέ ή τσάι. circle1 κούπα

check2 Κύπελλο λέμε και το βραβείο που παίρνει ο νικητής σ' ένα διαγωνισμό.

romvos Κυπελλούχος είναι η ομάδα που παίρνει το κύπελλο.  music κύ-πελ-λο  Δες βραβείο

 

 

κυπελλούχος [ο], [η] ουσιαστικό (κυπελλούχοι) velos κύπελλο

 

 

κυριεύω ρήμα (κυρίευσα, θα κυριεύσω) velos κύριος

 

 

κύριος, κύρια, κύριο επίθετο (κύριοι, κύριες, κύρια)

check1 Όταν κάτι είναι κύριο, είναι μεγαλύτερο ή πιο σημαντικό σε σχέση με άλλα.  

pen1 Το κύριο πρόβλημα του κυρίου Δημήτρη ήταν να βρεθεί ο διαρρήκτης του μαγαζιού του.  circle1 σημαντικός, βασικός 

check2 Κύρια λέγονται τα ονόματα των ανθρώπων και των τόπων.  

pen1 Το όνομα «Μαργαρίτα» είναι ένα κύριο όνομα.  romvos Της Αθηνάς της αρέσει κυρίως η ζωγραφική, δηλαδή η ζωγραφική τής αρέσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

music κύ-ρι-ος

 

 

κύριος [ο], κυρία [η] ουσιαστικό (κύριοι, κυρίες)

check1 Σήμερα ήρθαν στο σπίτι ο κύριος Δημήτρης και μία κυρία από το διπλανό μαγαζί.

check2 Κυρία λέμε τη δασκάλα μας στο σχολείο και κύριο το δάσκαλό μας.

check2 O κύριος ενός σπιτιού είναι ο ιδιοκτήτης του.  romvos Όταν ο στρατός κυριεύει μία πόλη, πολεμάει και την κάνει δική του, την κατακτά.  music κύ-ρι-ος

 

 

κυρτός, κυρτή, κυρτό επίθετο (κυρτοί, κυρτές, κυρτά)

check1 Όταν κάτι είναι κυρτό, κάνει μία καμπύλη προς τα έξω. Κυρτό λέμε και κάτι που μοιάζει με καμπούρα.  pen1 Η θεία του κυρίου Μιχάλη έχει κυρτή μύτη.  circle2 κοίλος

music κυρ-τός

 

 

κύτταρο [το] ουσιαστικό (κύτταρα)

check1 Το κύτταρο είναι το μικρότερο μέρος του σώματος όλων των ζωντανών οργανισμών.  music κύτ-τα-ρο

 

 

κυψέλη [η] ουσιαστικό (κυψέλες) 

check1 Κυψέλη λέμε το μέρος όπου μένουν οι μέλισσες και φτιάχνουν το μέλι τους.

check2 Κυψέλη λέμε και όλες τις μέλισσες που μένουν στο ίδιο μέρος.  music κυ-ψέ-λη

 

 

κώδικας [ο] ουσιαστικό (κώδικες)

check1 O κώδικας είναι μία ομάδα από σύμβολα ή γράμματα που τα χρησιμοποιούμε για να στέλνουμε μηνύματα.  pen1 Τα σήματα Μορς είναι ένας κώδικας επικοινωνίας.  

romvos O ταχυδρομικός κώδικας είναι ένας αριθμός, διαφορετικός για κάθε πόλη που τον γράφεις στη διεύθυνσή σου. Γράφεται και Τ.Κ. O κώδικας οδικής κυκλοφορίας είναι κανόνες για τους πεζούς και τους οδηγούς. Γράφεται και Κ.O.Κ.  music κώ-δι-κας Δες κυκλοφορία

 

 

κωδικός [ο] ουσιαστικό (κωδικοί)

check1 O κωδικός είναι ένας αριθμός πριν από ένα τηλεφωνικό νούμερο, διαφορετικός για κάθε πόλη ή χωριό.  κω-δι-κός

 

 

κώλος [ο] ουσιαστικό (κώλοι)

check1 O κώλος είναι το πίσω μέρος του σώματος κάτω από τη μέση σου. 

circle1 ποπός, πισινός  romvos Όταν κάνεις κωλοτούμπα, έχεις τα χέρια στο πάτωμα και τα πόδια ψηλά και γυρνάς από την άλλη μεριά.  music κώ-λος

 

 

κωμωδία [η] ουσιαστικό (κωμωδίες)

check1 Η κωμωδία είναι μία ταινία ή ένα σίριαλ που σε κάνει να γελάς.  

circle2 τραγωδία  romvos Ένας κωμικός ηθοποιός παίζει σε κωμωδίες.  music κω-μω-δί-α

 

 

κώνος [ο] ουσιαστικό (κώνοι)

check1 O κώνος είναι ένα στερεό σχήμα.Το χωνάκι του παγωτού και το καπέλο της μάγισσας είναι κώνοιmusic κώ-νος  pen2 'τα σχήματα'

 

 

κωπηλάτης [ο], κωπηλάτρια [η] ουσιαστικό (κωπηλάτες, κωπηλάτριες)

check1 O κωπηλάτης είναι ένας αθλητής που κουνάει τα κουπιά σε μία βάρκα, δηλαδή κωπηλατείromvos Κωπηλασία είναι το άθλημα που κάνει ο κωπηλάτης, όταν κωπηλατεί. κουπί  music κω-πη-λά-της
-Λέμε και η κωπηλάτισσα.

 

 

-Ποιος είναι ο δικός σου ταχυδρομικός κώδικας; .......................
-Ποιος είναι ο κωδικός τηλεφώνου της περιοχής που μένεις;................................

 

 

-Ποια άλλα κύρια ονόματα ξέρεις;