ιατρείο [το] ουσιαστικό (ιατρεία)
Το ιατρείο είναι ο χώρος όπου ο γιατρός εξετάζει τους αρρώστους.
O γιατρός έχει σπουδάσει ιατρική. Όταν δουλεύει φοράει ιατρική μπλούζα.
ι-α-τρεί-ο Δες γιατρός
ιδανικός, ιδανική, ιδανικό επίθετο (ιδανικοί, ιδανικές, ιδανικά)
Oι γονείς του Ίγκλι ψάχνουν το ιδανικό σπίτι για να το αγοράσουν.Ψάχνουν το καλύτερο σπίτι. ι-δα-νι-κός
ιδιαίτερος, ιδιαίτερη, ιδιαίτερο επίθετο (ιδιαίτεροι, ιδιαίτερες, ιδιαίτερα)
O διευθυντής του κυρίου Γιάννη μπήκε στο ιδιαίτερο γραφείο του κι έκλεισε την πόρτα βιαστικός. Μπήκε στο γραφείο που είναι μόνο γι' αυτόν, μόνο δικό του.
ι-δι-αί-τε-ρος
ιδιοκτήτης [ο], ιδιοκτήτρια [η] ουσιαστικό (ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτριες)
«O κύριος Μιχάλης είναι ο ιδιοκτήτης της διπλανής μονοκατοικίας» είπε ο Κώστας. Είναι αυτός που έχει το σπίτι. ι-δι-ο-κτή-της
ιδιωτικός, ιδιωτική, ιδιωτικό επίθετο (ιδιωτικοί, ιδιωτικές, ιδιωτικά)
Όταν κάτι είναι ιδιωτικό, είναι μόνο για έναν άνθρωπο ή για πολύ λίγους ανθρώπους. «Αυτό το γκαράζ είναι ιδιωτικό» είπε ο κύριος Γιάννης. «Είναι γι' αυτούς που μένουν στην πολυκατοικία μας». Όταν ένα σχολείο είναι ιδιωτικό, δεν ανήκει στο κράτος και πρέπει να πληρώσουμε για να παρακολουθήσουμε τα μαθήματά του. δημόσιος
ι-δι-ω-τι-κός
ιδρώνω ρήμα (ίδρωσα, θα ιδρώσω)
«Έχει πολλή ζέστη έξω! Ίδρωσα και το πρόσωπό μου στάζει νερό.
Η μπλούζα μου έγινε μούσκεμα και κόλλησε πάνω μου» παραπονέθηκε ο θείος Αλέκος. «Ίδρωσα για να καταλάβω το μάθημα» είπε ο Κώστας. Κουράστηκα πολύ για να το καταλάβω. Όταν ιδρώνουμε, το σώμα μας στάζει ιδρώτα. Είμαστε μούσκεμα στον ιδρώτα. Είμαστε ιδρωμένοι.
ι-δρώ-νω
ιδρώτας [ο] ουσιαστικό ιδρώνω
ιερός, ιερή, ιερό επίθετο (ιεροί, ιερές, ιερά)
Όταν κάτι είναι ιερό, είναι αφιερωμένο, δηλαδή δοσμένο στο Θεό ή έρχεται από το Θεό. Η θεία Έλλη πήγε στην εκκλησία. Στάθηκε μπροστά στις ιερές εικόνες των αγίων κι έκανε την προσευχή της. ι-ε-ρός
ικανός, ικανή, ικανό επίθετο (ικανοί,ικανές, ικανά)
O Ρομπέν των Δασών είναι ικανός να πετύχει με τα βέλη του ακόμα και τον πιο μικρό στόχο. Μπορεί να το κάνει. Έχει την ικανότητα να τον πετύχει. Κάποιοι δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο πράγμα. Είναι ανίκανοι να το κάνουν. ι-κα-νός
ικανότητα [η] ουσιαστικό (ικανότητες) ικανός
Ινδιάνος [ο], Ινδιάνα [η] ουσιαστικό (Ινδιάνοι, Ινδιάνες)
Oι Ινδιάνοι είναι οι πρώτοι κάτοικοι της Αμερικής.
Ιν-δι-ά-νος
ίντερνετ [το] ουσιαστικό
Με το ίντερνετ επικοινωνούμε από τον υπολογιστή μας με όλο τον κόσμο. Όταν μπαίνουμε στο ίντερνετ, στέλνουμε μηνύματα στους φίλους μας από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και βρίσκουμε τις πληροφορίες που θέλουμε. διαδίκτυο
ί-ντερ-νετ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ιός [ο] ουσιαστικό (ιοί)
O ιός είναι ένα μικρόβιο που προκαλεί αρρώστιες.
Η Αθηνά κόλλησε τον ιό της ανεμοβλογιάς και γέμισε σπυράκια. O ιός είναι ένα πρόγραμμα που μπορεί να χαλάσει τον υπολογιστή μας. ι-ός
ιππασία [η] ουσιαστικό
Όταν κάνεις ιππασία, ανεβαίνεις σ'ένα άλογο και κάνεις βόλτα ή τρέχεις πάνω σ' αυτό. ίππος ιπ-πα-σί-α -Η λέξη ιππασία προέρχεται από την αρχαίαελληνική λέξη ίππος που σημαίνει άλογο.
ίππος [ο] ουσιαστικό (ίπποι)
O ίππος είναι το άλογο. ίπ-πος Δες άλογο
ιππότης [ο] ουσιαστικό (ιππότες)
Στις ιστορίες ο ιππότης είναι ένας πολεμιστής που φοράει πανοπλία και πολεμάει πάνω σ' ένα άλογο. Όταν ένας άντρας είναι ιππότης, είναι ευγενικός με τις γυναίκες. ίππος
ιπ-πό-της 'τα παραμύθια'
ίσιος, ίσια, ίσιο επίθετο (ίσιοι, ίσιες, ίσια)
Με το χάρακα κάνουμε ίσιες γραμμές. στραβός, λοξός
Όταν ισιώνεις κάτι, το κάνεις ίσιο. ί-σιος
ίσκιος [ο] ουσιαστικό (ίσκιοι)
«Πάμε να ξαπλώσουμε στον ίσκιο του δέντρου. Έχει δροσιά και δε θα μας βλέπει καθόλου ο ήλιος» είπε ο Νίκος στον Κώστα.
σκιά ί-σκιος
ισόγειο [το] ουσιαστικό (ισόγεια)
Η φίλη της κυρίας Μαργαρίτας μένει στο ισόγειο της πολυκατοικίας κι όχι ψηλά σε κάποιον όροφο. ι-σό-γει-ο
ισοπαλία [η] ουσιαστικό (ισοπαλίες) ισόπαλος
ισόπαλος, ισόπαλη, ισόπαλο επίθετο (ισόπαλοι, ισόπαλες, ισόπαλα)
Σήμερα έπαιζαν ποδόσφαιρο η ομάδα του Κώστα με μία άλλη ομάδα της γειτονιάς. Καμιά ομάδα δε νίκησε. Και οι δύο ομάδες ήταν ισόπαλες. O αγώνας τέλειωσε με ισοπαλία. ι-σό-πα-λος
ίσος, ίση, ίσο επίθετο (ίσοι, ίσες, ίσα)
Όταν δύο πράγματα είναι ίσα ή όταν κάτι είναι ίσο με κάτι άλλο, κανένα δεν είναι πιο μεγάλο από το άλλο. Η Χιονάτη χώρισε την τούρτα σε οκτώ ίσα κομμάτια. Όλα είχαν το ίδιο ακριβώς μέγεθος. Δεν ήθελε να αδικηθεί κανένας. άνισος
ί-σος
ιστορία [η] ουσιαστικό (ιστορίες)
Όταν λέμε μία ιστορία, διηγούμαστε πράγματα που έγιναν ή που τα έχουμε φανταστεί. Η ιστορία είναι η επιστήμη που μελετάει και εξηγεί τι έγινε στο παρελθόν. Στο σχολείο μαθαίνουμε ιστορία. Η δουλειά του ιστορικού είναι να μελετάει την ιστορία. ι-στο-ρί-α
ιστός [ο] ουσιαστικό (ιστοί)
O ιστός είναι το πολύ λεπτό δίχτυ που φτιάχνει η αράχνη για να πιάνει τα έντομα που τρώει. ι-στός
ίχνος [το] ουσιαστικό (ίχνη)
Tο ίχνος είναι το σημάδι που αφήνει κάτι ή κάποιος, όταν περάσει από ένα μέρος. Πέντε μέρες ψάχνουν τη Ροζαλία ο Κώστας και η Αθηνά κι ακόμα να βρουν ίχνη της.
Tο ίχνος είναι αυτό που μένει από κάτι που δεν υπάρχει πια.
Η Αθηνά κι ο Κώστας δεν άφησαν ίχνος γλυκού για τους γονείς τους. Έφαγαν όλο το γλυκό, δεν άφησαν τίποτα.
ί-χνος
|