Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Θ Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Κ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
  ιατρείο   ίχνος

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Ιι

eikona195

 

 

ιατρείο [το] ουσιαστικό (ιατρεία)

check1 Το ιατρείο είναι ο χώρος όπου ο γιατρός εξετάζει τους αρρώστους.  

romvos O γιατρός έχει σπουδάσει ιατρική. Όταν δουλεύει φοράει ιατρική μπλούζα.

music ι-α-τρεί-ο  Δες γιατρός

 

 

ιδανικός, ιδανική, ιδανικό επίθετο (ιδανικοί, ιδανικές, ιδανικά) 

check1 Oι γονείς του Ίγκλι ψάχνουν το ιδανικό σπίτι για να το αγοράσουν.Ψάχνουν το καλύτερο σπίτι.  music ι-δα-νι-κός

 

 

ιδέα [η] ουσιαστικό (ιδέες)  

check1 Η ιδέα είναι αυτό που έρχεται στο μυαλό μας, όταν σκεφτόμαστε.
pen1 «Έχω μία ιδέα» είπε η Αθηνά στον Κώστα. «Πάμε μία βόλτα με τα ποδήλατα»;   check2 Όταν έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, νομίζω ότι είμαι σπουδαίος.
check2 Όταν δεν έχεις ιδέα για κάτι, δενξέρεις τίποτα γι' αυτό.  music ι-δέ-α

 

 

ιδιαίτερος, ιδιαίτερη, ιδιαίτερο επίθετο (ιδιαίτεροι, ιδιαίτερες, ιδιαίτερα)

check1 O διευθυντής του κυρίου Γιάννη μπήκε στο ιδιαίτερο γραφείο του κι έκλεισε την πόρτα βιαστικός. Μπήκε στο γραφείο που είναι μόνο γι' αυτόν, μόνο δικό του.

music ι-δι-αί-τε-ρος

 

 

ιδιοκτήτης [ο], ιδιοκτήτρια [η] ουσιαστικό (ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτριες)

check1 «O κύριος Μιχάλης είναι ο ιδιοκτήτης της διπλανής μονοκατοικίας» είπε ο Κώστας. Είναι αυτός που έχει το σπίτι.  music ι-δι-ο-κτή-της

 

 

ίδιος, ίδια, ίδιο επίθετο (ίδιοι, ίδιες, ίδια)

check1 Όταν δύο πράγματα είναι τα ίδια ή όταν ένα πράγμα είναι ίδιο μ' ένα άλλο, τότε μοιάζουν πάρα πολύ.  pen1 Σ' ένα ζευγάρι παπούτσια πρέπει και τα δύο παπούτσια να έχουν το ίδιο χρώμα.  circle1 όμοιος  circle2 διαφορετικός
check2 O Κώστας είναι στην ίδια τάξη με το Νίκο, δηλαδή όχι σε άλλη τάξη.    

circle2 άλλος, διαφορετικός   
check2 (σαν αντωνυμία) Η Αθηνά θέλει να τακτοποιεί η ίδια το δωμάτιό της, όχι κάποιος άλλος.  music ί-διος  Δες μοιάζω

 

 

ιδιωτικός, ιδιωτική, ιδιωτικό επίθετο (ιδιωτικοί, ιδιωτικές, ιδιωτικά) 

check1 Όταν κάτι είναι ιδιωτικό, είναι μόνο για έναν άνθρωπο ή για πολύ λίγους ανθρώπους.  pen1 «Αυτό το γκαράζ είναι ιδιωτικό» είπε ο κύριος Γιάννης. «Είναι γι' αυτούς που μένουν στην πολυκατοικία μας».  
check2 Όταν ένα σχολείο είναι ιδιωτικό, δεν ανήκει στο κράτος και πρέπει να πληρώσουμε για να παρακολουθήσουμε τα μαθήματά του.  circle2 δημόσιος

music ι-δι-ω-τι-κός

 

 

ιδρώνω ρήμα (ίδρωσα, θα ιδρώσω)

eikona196

check1 «Έχει πολλή ζέστη έξω! Ίδρωσα και το πρόσωπό μου στάζει νερό.
Η μπλούζα μου έγινε μούσκεμα και κόλλησε πάνω μου» παραπονέθηκε ο θείος Αλέκος. 
  
check2 «Ίδρωσα για να καταλάβω το μάθημα» είπε ο Κώστας. Κουράστηκα πολύ για να το καταλάβω.  romvos Όταν ιδρώνουμε, το σώμα μας στάζει ιδρώτα. Είμαστε μούσκεμα στον ιδρώτα. Είμαστε ιδρωμένοι.   

music ι-δρώ-νω

 

 

ιδρώτας [ο] ουσιαστικό velos ιδρώνω

 

 

ιερός, ιερή, ιερό επίθετο (ιεροί, ιερές, ιερά)

check1 Όταν κάτι είναι ιερό, είναι αφιερωμένο, δηλαδή δοσμένο στο Θεό ή έρχεται από το Θεό.  pen1 Η θεία Έλλη πήγε στην εκκλησία. Στάθηκε μπροστά στις ιερές εικόνες των αγίων κι έκανε την προσευχή της.  music ι-ε-ρός

 

 

ικανός, ικανή, ικανό επίθετο (ικανοί,ικανές, ικανά)

check1 O Ρομπέν των Δασών είναι ικανός να πετύχει με τα βέλη του ακόμα και τον πιο μικρό στόχο. Μπορεί να το κάνει.  romvos Έχει την ικανότητα να τον πετύχει. Κάποιοι δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο πράγμα. Είναι ανίκανοι να το κάνουν.  music ι-κα-νός

 

 

ικανότητα [η] ουσιαστικό (ικανότητες) velos ικανός

 

 

Ινδιάνος [ο], Ινδιάνα [η] ουσιαστικό (Ινδιάνοι, Ινδιάνες)

eikona197

check1Ινδιάνοι είναι οι πρώτοι κάτοικοι της Αμερικής.  

music Ιν-δι-ά-νος

 

 

 

 

 

ίντερνετ [το] ουσιαστικό

check1 Με το ίντερνετ επικοινωνούμε από τον υπολογιστή μας με όλο τον κόσμο. Όταν μπαίνουμε στο ίντερνετ, στέλνουμε μηνύματα στους φίλους μας από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και βρίσκουμε τις πληροφορίες που θέλουμε.  circle1 διαδίκτυο

music ί-ντερ-νετ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ιός [ο] ουσιαστικό (ιοί)

check1 O ιός είναι ένα μικρόβιο που προκαλεί αρρώστιες.

pen1 Η Αθηνά κόλλησε τον ιό της ανεμοβλογιάς και γέμισε σπυράκια.   
check2 O ιός είναι ένα πρόγραμμα που μπορεί να χαλάσει τον υπολογιστή μας.  music ι-ός

 

 

ιππασία [η] ουσιαστικό

check1 Όταν κάνεις ιππασία, ανεβαίνεις σ'ένα άλογο και κάνεις βόλτα ή τρέχεις πάνω σ' αυτό.  romvos ίππος  music ιπ-πα-σί-α
-Η λέξη ιππασία προέρχεται από την αρχαίαελληνική λέξη ίππος που σημαίνει άλογο.

 

 

ίππος [ο] ουσιαστικό (ίπποι)

check1 O ίππος είναι το άλογο.
music ίπ-πος  Δες άλογο

 

 

ιππότης [ο] ουσιαστικό (ιππότες)

eikona198

check1 Στις ιστορίες ο ιππότης είναι ένας πολεμιστής που φοράει πανοπλία και πολεμάει πάνω σ' ένα άλογο.  
check2 Όταν ένας άντρας είναι ιππότης, είναι ευγενικός με τις γυναίκες.  romvos ίππος

music ιπ-πό-της  pen2 'τα παραμύθια'

 

 

ίσιος, ίσια, ίσιο επίθετο (ίσιοι, ίσιες, ίσια)

check1 Με το χάρακα κάνουμε ίσιες γραμμές.  circle2 στραβός, λοξός

romvos Όταν ισιώνεις κάτι, το κάνεις ίσιο.  music ί-σιος

 

 

ίσκιος [ο] ουσιαστικό (ίσκιοι)  

eikona199

check1 «Πάμε να ξαπλώσουμε στον ίσκιο του δέντρου. Έχει δροσιά και δε θα μας βλέπει καθόλου ο ήλιος» είπε ο Νίκος στον Κώστα.   

circle1 σκιά  music ί-σκιος

 

 

 

ισόγειο [το] ουσιαστικό (ισόγεια)

check1 Η φίλη της κυρίας Μαργαρίτας μένει στο ισόγειο της πολυκατοικίας κι όχι ψηλά σε κάποιον όροφο.  music ι-σό-γει-ο

 

 

ισοπαλία [η] ουσιαστικό (ισοπαλίες) velos ισόπαλος

 

 

ισόπαλος, ισόπαλη, ισόπαλο επίθετο (ισόπαλοι, ισόπαλες, ισόπαλα)

check1 Σήμερα έπαιζαν ποδόσφαιρο η ομάδα του Κώστα με μία άλλη ομάδα της γειτονιάς. Καμιά ομάδα δε νίκησε. Και οι δύο ομάδες ήταν ισόπαλες. O αγώνας τέλειωσε με ισοπαλία.  music ι-σό-πα-λος

 

 

ίσος, ίση, ίσο επίθετο (ίσοι, ίσες, ίσα)

check1 Όταν δύο πράγματα είναι ίσα ή όταν κάτι είναι ίσο με κάτι άλλο, κανένα δεν είναι πιο μεγάλο από το άλλο.  pen1 Η Χιονάτη χώρισε την τούρτα σε οκτώ ίσα κομμάτια. Όλα είχαν το ίδιο ακριβώς μέγεθος. Δεν ήθελε να αδικηθεί κανένας.  circle2 άνισος

music ί-σος

 

 

ιστορία [η] ουσιαστικό (ιστορίες)

check1 Όταν λέμε μία ιστορία, διηγούμαστε πράγματα που έγιναν ή που τα έχουμε φανταστεί.  
check2 Η ιστορία είναι η επιστήμη που μελετάει και εξηγεί τι έγινε στο παρελθόν. Στο σχολείο μαθαίνουμε ιστορία.  
romvos Η δουλειά του ιστορικού είναι να μελετάει την ιστορία.  music ι-στο-ρί-α

 

 

ιστός [ο] ουσιαστικό (ιστοί)

check1 O ιστός είναι το πολύ λεπτό δίχτυ που φτιάχνει η αράχνη για να πιάνει τα έντομα που τρώει.  music ι-στός

 

 

ίχνος [το] ουσιαστικό (ίχνη)

check1 Tο ίχνος είναι το σημάδι που αφήνει κάτι ή κάποιος, όταν περάσει από ένα μέρος. pen1 Πέντε μέρες ψάχνουν τη Ροζαλία ο Κώστας και η Αθηνά κι ακόμα να βρουν ίχνη της.

eikona200

check2 Tο ίχνος είναι αυτό που μένει από κάτι που δεν υπάρχει πια.   

pen1 Η Αθηνά κι ο Κώστας δεν άφησαν ίχνος γλυκού για τους γονείς τους. Έφαγαν όλο το γλυκό, δεν άφησαν τίποτα.  

music ί-χνος