ηθοποιός [ο], [η] ουσιαστικό (ηθοποιοί)
Ηθοποιός είναι κάποιος που παίζει ένα ρόλο στο θέατρο, την τηλεόραση ή το σινεμά.
η-θο-ποι-ός
ηλεκτρικός, ηλεκτρική, ηλεκτρικό επίθετο (ηλεκτρικοί, ηλεκτρικές, ηλεκτρικά) ηλεκτρισμός
ηλεκτρισμός [ο] ουσιαστικό
O ηλεκτρισμός έρχεται μέσα από καλώδια. Μας επιτρέπει να έχουμε φως, να ζεσταινόμαστε και κάνει τα μηχανήματα να δουλεύουν. Oι ηλεκτρικές μηχανές δουλεύουν με ηλεκτρισμό. O ηλεκτρολόγος ξέρει να διορθώνει τις ηλεκτρικές συσκευές. Όποιος πιάνει γυμνά ή χαλασμένα καλώδια με βρεγμένα χέρια μπορεί να πάθει ηλεκτροπληξία και να πεθάνει. η-λε-κτρι-σμός
ηλεκτρολόγος [ο] ουσιαστικό (ηλεκτρολόγοι) ηλεκτρισμός
ηλεκτροπληξία [η] ουσιαστικό ηλεκτρισμός
ηλίθιος, ηλίθια, ηλίθιο επίθετο (ηλίθιοι, ηλίθιες, ηλίθια)
«Είσαι ηλίθια, Αθηνά. Σου μιλάω τόσην ώρα και δεν κατάλαβες τίποτε απ' όσα σου είπα!» παραπονέθηκε ο Κώστας. βλάκας, ανόητος έξυπνος
Όταν κάποιος είναι ηλίθιος, λέει ή κάνει ηλιθιότητες. Η ηλιθιότητά του μας νευριάζει. βλακεία, ανοησία εξυπνάδα
η-λί-θι-ος
ηλιθιότητα [η] ουσιαστικό (ηλιθιότητες) ηλίθιος
ηλικία [η] ουσιαστικό (ηλικίες)
Η ηλικία ενός ανθρώπου είναι τα χρόνια που πέρασαν από τότε που γεννήθηκε.
Όταν κάποιος είναι ηλικιωμένος, έχει ζήσει πολλά χρόνια κι είναι γέρος.
η-λι-κί-α
ηλικιωμένος, ηλικιωμένη, ηλικιωμένο επίθετο (ηλικιωμένοι, ηλικιωμένες, ηλικιωμένα) ηλικία
ηλιοθεραπεία [η] ουσιαστικό (ηλιοθεραπείες) ήλιος
ηλιόλουστος, ηλιόλουστη, ηλιόλουστο επίθετο (ηλιόλουστοι, ηλιόλουστες, ηλιόλουστα) ήλιος
ήλιος [ο] ουσιαστικό (ήλιοι)
O ήλιος είναι το αστέρι που μας ζεσταίνει και φωτίζει τη γη. Ήλιος είναι και το φως του ήλιου.
«Δεν κάθομαι πολύ στον ήλιο» είπε η Αλίκη. «Δε θέλω να μαυρίσω». Όταν έχει ήλιο, έχει καλό καιρό. Μία μέρα που έχει ήλιο είναι ηλιόλουστη. Όταν καθόμαστε στο φως του ήλιου για να μαυρίσουμε, κάνουμε ηλιοθεραπεία.
ή-λιος 'ο καιρός' Δες έρημος
ημέρα [η] ουσιαστικό (ημέρες) μέρα
ημερολόγιο [το] ουσιαστικό (ημερολόγια)
Στο ημερολόγιο βλέπεις τους μήνες, τις βδομάδες και τις μέρες του χρόνου.
η-με-ρο-λό-γι-ο
ημερομηνία [η] ουσιαστικό (ημερομηνίες)
Για να γιορτάσεις τα γενέθλια ενός φίλου, πρέπει να ξέρεις την ημερομηνία που γεννήθηκε. Πρέπει να ξέρεις τη μέρα, το μήνα και τη χρονιά που γεννήθηκε.
η-με-ρο-μη-νί-α
ήμερος, ήμερη, ήμερο επίθετο (ήμεροι, ήμερες, ήμερα)
Ένα ήμερο ζώο ζει κοντά στους ανθρώπους. Δε ζει μόνο του στο δάσος. Τα ήμερα φυτά τα καλλιεργούν οι άνθρωποι. Δε φυτρώνουν μόνα τους στα λιβάδια και στα δάση. άγριος ή-με-ρος
ήπειρος [η] ουσιαστικό (ήπειροι)
Η Γη χωρίζεται σε 6 μεγάλα κομμάτια που λέγονται ήπειροι. Είναι η Ευρώπη, η Ασία, η Αμερική, η Αφρική, η Αυστραλία και η Ανταρκτική. Ανάμεσα στις ηπείρους υπάρχουν ωκεανοί. ή-πει-ρος
ηρεμία [η] ουσιαστικό ήρεμος
ήρεμος, ήρεμη, ήρεμο επίθετο (ήρεμοι, ήρεμες, ήρεμα)
Μία ήρεμη θάλασσα δεν έχει κύματα, δεν είναι ταραγμένη. Ένας ήρεμος άνθρωπος δεν είναι θυμωμένος και δεν ανησυχεί για κάτι.
O Κώστας είδε τα σκυλιά αλλά δε φοβήθηκε. Έμεινε ήρεμος.
ήσυχος ταραγμένος
Όταν είσαι ήρεμος, έχεις ηρεμία. Ηρεμείς. Όταν κάνεις κάτι ήρεμα, το κάνεις χωρίς να είσαι θυμωμένος. ή-ρε-μος
ηρεμώ ρήμα (ηρέμησα, θα ηρεμήσω) ήρεμος
ησυχία [η] ουσιαστικό ήσυχος
ήττα [η] ουσιαστικό (ήττες)
«O αγώνας τελείωσε με ήττα της ομάδας μας» είπε ο Κώστας. Η ομάδα μας έχασε τον αγώνα, δεν κέρδισε. νίκη ήτ-τα
ηφαίστειο [το] ουσιαστικό (ηφαίστεια)
Τα ηφαίστεια είναι βουνά που έχουν μία τρύπα στην κορυφή τους, τον κρατήρα. Από τον κρατήρα βγαίνουν καπνοί και λάβα που έρχονται από το κέντρο της γης.
η-φαί-στει-ο
ηχογραφώ, ηχογραφούμαι ρήμα (ηχογράφησα, θα ηχογραφήσω)
Όταν ηχογραφείς, γράφεις ήχους ή μουσική σ' ένα σιντί ή μία κασέτα για να τ' ακούς όποτε θέλεις. Η Αλίκη ηχογράφησε το τραγούδι που της άρεσε.
ήχος η-χο-γρα-φώ
ήχος [ο] ουσιαστικό (ήχοι)
Ήχος είναι καθετί που ακούμε. Όλοι οι θόρυβοι, όλες οι νότες της μουσικής, όλες οι λέξεις που λέμε είναι ήχοι. ηχογραφώ ή-χος
|