Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Δ Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Ζ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
  εγκέφαλος    εχθρός

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Εε

eikona1436

 

 

εγκέφαλος [ο] ουσιαστικό (εγκέφαλοι) velos μυαλό

 

 

έγκλημα [το] ουσιαστικό (εγκλήματα)

check1 Το έγκλημα είναι μία κακή πράξη, αντίθετη στους νόμους.

pen1 Το να σκοτώνει κανείς ανθρώπους είναι έγκλημα.  music έ-γκλη-μα

 

 

εγκυκλοπαίδεια [η] ουσιαστικό (εγκυκλοπαίδειες)

eikona137

check1 Η εγκυκλοπαίδεια είναι μία σειρά από βιβλία, σιντί ή ντιβιντί που μας δίνουν πληροφορίες για πολλά και διαφορετικά πράγματα με αλφαβητική σειρά.  

music ε-γκυ-κλο-παί-δει-α

 

 

 

έγκυος [η] ουσιαστικό (έγκυες)

check1 Η έγκυος είναι μία γυναίκα που έχει ένα μωρό στην κοιλιά της.  music έ-γκυ-ος

 

 

εγχείρηση [η] ουσιαστικό (εγχειρήσεις)

check1 Όταν κάνεις μία εγχείρηση, ο γιατρός διορθώνει ή βγάζει ένα άρρωστο μέρος του σώματός σου για να το γιατρέψει.  pen1 Η θεία του κυρία Μιχάλη έκανε εγχείρηση στη μέση της, επειδή την πονούσε πολύ.  romvosεγχειρίζω  music εγ-χεί-ρη-ση

 

 

εγωιστής [ο], εγωίστρια [η] ουσιαστικό (εγωιστές, εγωίστριες)

check1 Εγωιστής είναι αυτός που σκέφτεται μόνο τον εαυτό του και θέλει να γίνεται συνέχεια το δικό του.  music ε-γω-ι-στής

 

 

έδαφος [το] ουσιαστικό (εδάφη)

check1 Το έδαφος είναι η επιφάνεια της γης.

pen1 Η μπάλα ξέφυγε από τα χέρια του Ίγκλι κι έπεσε στο έδαφος. circle1 γη  music έ-δα-φος

 

 

έδρα [η] ουσιαστικό (έδρες)

check1 Η έδρα είναι το γραφείο της δασκάλας ή του δάσκαλου στο σχολείο.  music έ-δρα

 

 

εθελοντής [ο], εθελόντρια [η] ουσιαστικό (εθελοντές, εθελόντριες)

check1 Είσαι εθελοντής, όταν κάνεις κάποια δουλειά με τη θέλησή σου και χωρίς να παίρνεις χρήματα.  music ε-θε-λο-ντής

 

 

έθιμο [το] ουσιαστικό (έθιμα)

check1 Το έθιμο είναι μία ιδιαίτερη συνήθεια ή ένας τρόπος ζωής που έχουν οι κάτοικοι ενός τόπου.  pen1 «Το Πάσχα εμείς οι Έλληνες έχουμε έθιμο να βάφουμε κόκκινα αυγά» είπε η δασκάλα.  circle1 συνήθεια  music έ-θι-μο

 

 

- Συζήτησε στην τάξη με τους  συμμαθητές σου για τα έθιμα του  τόπου σου. Yπάρχουν έθιμα στο  τόπο σου που ξεχωρίζουν;  Ποια είναι αυτά;

 

 

είδηση [η] ουσιαστικό (ειδήσεις)

check1 Η είδηση είναι μία νέα πληροφορία.

pen1 O Κώστας έφερε την ευχάριστη είδηση: «Η Ροζαλία βρέθηκε».
check2 Όταν βλέπουμε ειδήσεις στην τηλεόραση ή ακούμε ειδήσεις από το ραδιόφωνο, μαθαίνουμε τι συμβαίνει στον κόσμο κάθε μέρα.  circle1 νέο  romvos ειδοποιώ  music εί-δη-ση

 

 

ειδοποιώ, ειδοποιούμαι ρήμα (ειδοποίησα, θα ειδοποιήσω)

check1 Όταν ειδοποιείς κάποιον, του φέρνεις μία είδηση για κάτι που έγινε.  

pen1O Κώστας ειδοποίησε τους άλλους ότι βρέθηκε η Ροζαλία.  

romvos είδηση, ειδοποίηση  music ει-δο-ποι-ώ

 

 

εικόνα [η] ουσιαστικό (εικόνες)

check1 Η εικόνα είναι μία ζωγραφιά, ένα σχέδιο ή μία φωτογραφία.  

pen1 Το λεξικό που κρατάς στα χέρια σου έχει μέσα του πολλές εικόνες.
check2 Στην εκκλησία η εικόνα είναι μία ζωγραφιά του Χριστού, της Παναγίας ή των Αγίων.  music ει-κό-να

 

 

ειρήνη [η] ουσιαστικό

check1 Ύστερα από πολλά χρόνια πολέμου η Ελλάδα και η Τουρκία έκαναν ειρήνη. Σταμάτησαν να πολεμούν.  circle2 πόλεμος  romvos ειρηνικός  music ει-ρή-νη

 

 

Ποιος έφερε τα νέα για τη Pοζαλία; Ψάξε στις λέξεις είδηση, ειδοποιώ

 

 

εισιτήριο [το] ουσιαστικό (εισιτήρια)

check1 Το εισιτήριο είναι ένα χαρτάκι που αγοράζεις για να μπορείς να ταξιδέψεις ή να μπεις στον κινηματογράφο και το θέατρο.  music ει-σι-τή-ρι-ο

 

 

είσοδος [η] ουσιαστικό (είσοδοι)

check1 Όταν απαγορεύεται η είσοδος σ' ένα μέρος, δεν επιτρέπεται να μπεις εκεί.

eikona138

pen1 Έξω από το χειρουργείο γράφει: «Απαγορεύεται η είσοδος». Μόνο οι γιατροί και οι νοσοκόμες επιτρέπεται να μπουν εκεί μέσα.

check2 Η είσοδος ενός σπιτιού είναι η πόρτα απ' όπου μπαίνουμε
σ' αυτό.  circle2 έξοδος  

music εί-σο-δος

 

 

εισπράκτορας [ο], [η] ουσιαστικό (εισπράκτορες)

check1 O εισπράκτορας είναι ένας υπάλληλος που μαζεύει τα χρήματα που χρωστούν οι άνθρωποι.

check2 Στα λεωφορεία ο εισπράκτορας είναι ένας υπάλληλος που πληρώνεται για να κόβει εισιτήρια στους επιβάτες.  music ει-σπρά-κτο-ρας

-Λέμε και η εισπρακτόρισσα.

 

 

εκατομμύριο [το] αριθμητικό (εκατομμύρια) velospen2 'οι αριθμοί'

 

 

εκατομμυριούχος [ο], [η] ουσιαστικό (εκατομμυριούχοι)

check1 Εκατομμυριούχος είναι κάποιος που έχει πάρα πολλά χρήματα. 

music ε-κα-τομ-μυ-ρι-ού-χος

 

 

εκδίκηση [η] ουσιαστικό (εκδικήσεις)

check1 Όταν παίρνεις εκδίκηση από κάποιον, του κάνεις κακό για το κακό που σου έχει κάνει αυτός πιο πριν.  pen1 O Κώστας χάλασε το στιλό της Αθηνάς κι εκείνη για εκδίκηση του έσκισε το τετράδιο.  romvosΤον εκδικήθηκε.  music εκ-δί-κη-ση

 

 

εκδικούμαι ρήμα (εκδικήθηκα, θα εκδικηθώ) velos εκδίκηση

 

 

εκδότης [ο], εκδότρια [η] ουσιαστικό (εκδότες, εκδότριες)

check1 O εκδότης είναι το πρόσωπο ή η εταιρεία που τυπώνει ένα βιβλίο, ένα περιοδικό ή μία εφημερίδα και το πουλάει.  pen1 Σήμερα η κυρία Μαργαρίτα είχε ραντεβού με τον εκδότη της εφημερίδας όπου εργάζεται.  music εκ-δό-της

 

 

εκδρομή [η] ουσιαστικό (εκδρομές)

check1 Η εκδρομή είναι ένας σύντομος περίπατος ή ένα σύντομο ταξίδι με σκοπό τη διασκέδασή μας.  pen1 O Κώστας και οι φίλοι του πήγαν εκδρομή, μόλις έφτιαξε ο καιρός.  music εκ-δρο-μή

 

 

έκθεση [η] ουσιαστικό (εκθέσεις)

check1Έκθεση είναι ο χώρος όπου τοποθετούμε αντικείμενα ή έργα τέχνης για να τα θαυμάσει ο κόσμος και να τ' αγοράσει.  pen1 O κύριος Γιάννης ήθελε να πάει σε μία έκθεση αυτοκινήτων αλλά τελικά πήγε στην έκθεση ζωγραφικής της θείας Κατερίνας.

check2 Όταν ένας ζωγράφος κάνει έκθεση, παρουσιάζει τα έργα του στον κόσμο.

check2 Όταν ένας μαθητής γράφει έκθεση, γράφει ό,τι σκέφτεται για ένα θέμα.

music έκ-θε-ση

 

 

εκκλησία [η] ουσιαστικό (εκκλησίες)

eikona139

check1 Η εκκλησία είναι ο τόπος όπου οι Χριστιανοί προσεύχονται και λατρεύουν το Θεό.

music εκ-κλη-σί-α

 

 

 

 

έκλειψη [η] ουσιαστικό (εκλείψεις)

check1 Όταν έχουμε έκλειψη ηλίου, το φεγγάρι μπαίνει μπροστά από τον ήλιο και τον κρύβει για λίγο. Όταν έχουμε έκλειψη σελήνης, ο ήλιος μπαίνει μπροστά από τη σελήνη και την κρύβει για λίγο.  music έ-κλει-ψη

 

 

εκμεταλλεύομαι ρήμα (εκμεταλλεύτηκα, θα εκμεταλλευτώ)

check1 Όταν εκμεταλλεύεσαι κάτι ή κάποιον, τον χρησιμοποιείς για να κερδίσεις εσύ.

pen1 O Κώστας εκμεταλλεύτηκε την μπαλιά που του έδωσε ο Ίγκλι για να βάλει γκολ.

romvos εκμετάλλευση  music εκ-με-ταλ-λεύ-ο-μαι

 

 

εκνευρίζω, εκνευρίζομαι ρήμα (εκνεύρισα, θα εκνευρίσω)

check1 Όταν εκνευρίζεις κάποιον, τον ενοχλείς.  pen1 Oι φωνές των παιδιών που παίζουν στη γειτονιά εκνευρίζουν τον κύριο Μιχάλη. Εκνευρίζεται πολύ εύκολα.  

circle1 θυμώνω, τσατίζω  romvos νεύρο  music ε-κνευ-ρί-ζω

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Kώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι

 

 

εκπαιδευτής [ο], εκπαιδεύτρια [η] ουσιαστικό (εκπαιδευτές, εκπαιδεύτριες) velos εκπαιδεύω

 

 

εκπαιδευτικός [ο], [η] ουσιαστικό (εκπαιδευτικοί)

check1 Εκπαιδευτικούς λέμε τους δασκάλους, τους νηπιαγωγούς και τους καθηγητές.

romvos εκπαιδεύω  music εκ-παι-δευ-τι-κός

 

 

εκπαιδεύω, εκπαιδεύομαι ρήμα (εκπαίδευσα, θα εκπαιδεύσω)

check1 Όταν εκπαιδεύεις κάποιον, του δείχνεις πώς να κάνει κάτι.  pen1O δάσκαλος της ιππασίας εκπαίδευσε τη θεία Κατερίνα ν' ανεβαίνει σε άλογο και να τρέχει μ'αυτό.

romvosΉταν ο εκπαιδευτής της, δηλαδή ο δάσκαλος που την εκπαίδευσε, που της έδωσε την εκπαίδευση που χρειαζόταν.  music εκ-παι-δεύ-ω

 

 

έκπληξη [η] ουσιαστικό (εκπλήξεις)

check1 Όταν κάτι είναι έκπληξη, δεν περιμένεις να συμβεί.  pen1 Το πάρτι για τη γιορτή του θείου Σταμάτη ήταν έκπληξη. Δεν του είχε πει κανείς τίποτα.
check2 Η έκπληξη είναι το συναίσθημα που νιώθεις, όταν δεν περιμένεις να γίνει κάτι.

pen1 Η Κοκκινοσκουφίτσα ένιωσε μεγάλη έκπληξη: η φωνή της γιαγιάς ήταν πολύ χοντρή.  music έκ-πλη-ξη

 

 

εκπομπή [η] ουσιαστικό (εκπομπές)

check1 Μία εκπομπή είναι ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο.  

pen1 O Κώστας είδε στην τηλεόραση μία εκπομπή για τα ζώα της Αφρικής. 

music εκ-πο-μπή

 

 

έκπτωση [η] ουσιαστικό (εκπτώσεις) 

check1 Όταν σου κάνουν έκπτωση, αγοράζεις κάτι πιο φτηνά.  pen1 Τα παπούτσια έκαναν 50 ευρώ αλλά με την έκπτωση η κυρία Μαργαρίτα τα πήρε 42 ευρώ.
check2 εκπτώσεις γίνονται δύο φορές το χρόνο και τότε αγοράζεις ό,τι θέλεις σε πιο χαμηλή τιμή.  music έκ-πτω-ση

 

 

έκρηξη [η] ουσιαστικό (εκρήξεις)

check1 Όταν γίνεται έκρηξη σ' ένα κτίριο, ακούγεται δυνατός θόρυβος και το κτίριο τινάζεται στον αέρα και πέφτει. 
check2 Με την έκρηξη ενός ηφαιστείου, πετάγεται από μέσα του λάβα.  

music έ-κρη-ξη

 

 

έκταση [η] ουσιαστικό (εκτάσεις)

check1Έκταση είναι ο χώρος που πιάνει μία επιφάνεια.  

pen1 «Πόση είναι η έκταση της Ελλάδας;» ρώτησε ο Ίγκλι τον Κώστα.  music έ-κτα-ση

 

 

εκτιμώ και εκτιμάω, εκτιμώμαι ρήμα (εκτίμησα, θα εκτιμήσω)

check1 Όταν εκτιμάς κάποιον, τον συμπαθείς και τον σέβεσαι. Νιώθειςεκτίμηση γι' αυτόν.  pen1 Η Αθηνά εκτιμά τους ανθρώπους που αγαπούν και φροντίζουν τα ζώα.

music ε-κτι-μώ

 

 

εκτυπωτής [ο] ουσιαστικό (εκτυπωτές) 

eikona140

check1 O εκτυπωτής είναι ένα μηχάνημα που τυπώνει λέξεις και εικόνες από έναν υπολογιστή σ' ένα χαρτί.  

music ε-κτυ-πω-τής

 

 

 

εκφωνητής [ο], εκφωνήτρια [η] ουσιαστικό (εκφωνητές, εκφωνήτριες)

eikona141

check1 O εκφωνητής είναι κάποιος που διαβάζει δυνατά ένα κείμενο.

pen1Εκφωνητής στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση είναι ο δημοσιογράφος που λέει τις ειδήσεις. 

music εκ-φω-νη-τής

 

 

 

 

έλα ρήμα velos έρχομαι

 

 

ελαστικός, ελαστική, ελαστικό επίθετο (ελαστικοί, ελαστικές, ελαστικά)

check1 Όταν κάτι είναι ελαστικό, αν το τεντώσουμε ξαναπαίρνει το σχήμα που είχε στην αρχή.  pen1 O θείος Αλέκος λέει ότι τώρα που κάνει δίαιτα προτιμάει τα ελαστικά ρούχα, αφού ανοίγουν και μαζεύουν ανάλογα με το σώμα μας.
check2 Όταν κάποιος είναι ελαστικός, δεν είναι αυστηρός.  

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα ήταν ελαστική και δεν τιμώρησε τον Κώστα που έσπασε το βάζο.  music ε-λα-στι-κός

 

 

έλατο [το] ουσιαστικό (έλατα)

eikona142

check1 Το έλατο είναι ένα ψηλό δέντρο που τα φύλλα του είναι σαν βελόνες και το στολίζουμε τα Χριστούγεννα.  

music έ-λα-το

 

 

 

ελάττωμα [το] ουσιαστικό (ελαττώματα)

check1 Αν έχεις ελαττώματα, έχεις κακές συνήθειες.  pen1 O κύριος Μιχάλης έχει ένα μεγάλο ελάττωμα. Είναι πολύ απότομος με όλον τον κόσμο.
check2 Όταν ένα καινούριο ρούχο έχει ελάττωμα, είναι χαλασμένο. Όταν μία καινούρια συσκευή έχει ελάττωμα, δε δουλεύει σωστά.  music ε-λάτ-τω-μα

 

 

ελαττώνω, ελαττώνομαι ρήμα (ελάττωσα, θα ελαττώσω)

check1 Όταν ελαττώνεις κάτι, το κάνεις μικρότερο ή λιγότερο.  pen1 Από τότε που άρχισε δίαιτα, ο θείος Αλέκος ελάττωσε το φαγητό.  circle1 μειώνω, λιγοστεύω  circle2 αυξάνω  

music ε-λατ-τώ-νω

 

 

ελάφι [το] ουσιαστικό (ελάφια)

check1 Το ελάφι είναι ένα όμορφο ζώο με λεπτά και ψηλά πόδια που ζει στα δάση. Το αρσενικό ελάφι έχει στο κεφάλι του κέρατα.  music ε-λά-φι  pen2 'τα ζώα'

 

 

ελαφρύς, ελαφριά, ελαφρύ επίθετο (ελαφριοί, ελαφριές, ελαφριά)

check1 Όταν κάτι είναι ελαφρύ, ζυγίζει λίγο.  pen1 Η βαλίτσα της Αθηνάς είναι τόσο ελαφριά, που ο Κώστας τη σηκώνει μ' ένα χέρι.

eikona143

check2 Το καλοκαίρι φοράμε ελαφριά ρούχα.

check2 Όταν ένα φαγητό είναι ελαφρύ, το χωνεύεις εύκολα.

circle2 βαρύς  music ε-λα-φρύς

-Λέμε και ελαφρός, ελαφριά, ελαφρό.

 

 

βαριά-ελαφρύ

 

 

- To στολίζουμε τα Xριστούγεννα.  Ποιο δέντρο είναι;…………..........……

 

 

ελάχιστος, ελάχιστη, ελάχιστο επίθετο (ελάχιστοι, ελάχιστες, ελάχιστα)

check1 Όταν κάτι είναι ελάχιστο, είναι πάρα πολύ λίγο ή πάρα πολύ μικρό.  pen1O θείος Αλέκος άρχισε να κάνει δίαιτα και πίνει τον καφέ του με ελάχιστη ζάχαρη, δηλαδή με πολύ λίγη.  musicε-λά-χι-στος

 

 

ελεγκτής [ο], ελέγκτρια [η] ουσιαστικό (ελεγκτές, ελέγκτριες) velos ελέγχω

 

 

έλεγχος [ο] ουσιαστικό (έλεγχοι) velos ελέγχω

 

 

ελέγχω, ελέγχομαι ρήμα (έλεγξα, θα ελέγξω)

check1 Όταν ελέγχεις κάτι, το κοιτάζειςπροσεκτικά για να δεις αν είναι σωστό.

pen1 Η δασκάλα έλεγξε τις ασκήσεις που είχαν οι μαθητές για το σπίτι.

romvos Όταν κάνεις έλεγχο, εξετάζεις κάτι ή κάποιον για να δεις αν είναι σωστός ή αληθινός. O έλεγχος των μαθητών γράφει τους βαθμούς που παίρνουν σε κάθε μάθημα. O ελεγκτής είναι κάποιος που ελέγχει αν οι επιβάτες έχουν εισιτήριο.

music ε-λέγ-χω

 

 

ελευθερία [η] ουσιαστικό (ελευθερίες) velosελεύθερος

 

 

ελεύθερος, ελεύθερη, ελεύθερο επίθετο (ελεύθεροι, ελεύθερες, ελεύθερα)

check1 Όταν είσαι ελεύθερος, μπορείς να πας όπου θέλεις και να κάνεις ό,τι θέλεις.
pen1 Η Αθηνά άνοιξε την πόρτα από το κλουβί κι άφησε τον Πιτσικόκο ελεύθερο.σκλάβος, φυλακισμένος  romvos Του έδωσε την ελευθερία του.  circle2 σκλαβιά

Τον ελευθέρωσε.  circle2σκλαβώνω, φυλακίζω  music ε-λεύ-θε-ρος

 

 

ελέφαντας [ο] ουσιαστικό (ελέφαντες)

check1 O ελέφαντας είναι ένα μεγάλο ζώο με μεγάλα αυτιά, μακριά μύτη, προβοσκίδα και μακριά στριφτά δόντια, τους χαυλιόδοντες. O ελέφαντας ζει σε ζεστά μέρη.

music ε-λέ-φα-ντας  pen2 'τα ζώα'

 

 

ελιά [η] ουσιαστικό (ελιές)

eikona144

check1 Η ελιά είναι ένας μικρός στρόγγυλος μαύρος ή πράσινος καρπός μ' ένα κουκούτσι στη μέση.

check2 Το δέντρο που κάνει τις ελιές είναι η ελιά

check2 Η ελιά στο πρόσωπο είναι ένα σκούρο σημαδάκι.

music ε-λιά

 

 

Tι έγινε τελικά με τον Πιτσικόκο; Ψάξε στις λέξεις ελεύθερος, πετώ, πηδώ, προετοιμάζω

 

 

έλικας [ο] ουσιαστικό (έλικες) velos ελικόπτερο

 

 

ελικόπτερο [το] ουσιαστικό (ελικόπτερα)

eikona145

check1 Το ελικόπτερο πετάει στον ουρανό και μεταφέρει λίγα άτομα. Μοιάζει με αεροπλάνο αλλά μπορεί ν' ανέβει κάθετα προς τον ουρανό. Έχει στην κορυφή του έναν έλικα, που γυρίζει γύρω γύρω και γι' αυτό λέγεται ελικόπτερο.   

music ε-λι-κό-πτε-ρο

 

 

έλκηθρο [το] ουσιαστικό (έλκηθρα)

eikona146

check1 O Άγιος Βασίλης ταξιδεύει μέσα σ'ένα έλκηθρο. Με το έλκηθρο γλιστράει στις χιονισμένες πλαγιές. Μερικές φορές τα έλκηθρα τα σέρνουν σκυλιά ή τάρανδοι. 

music έλ-κη-θρο

 

 

Ελλάδα [η] ουσιαστικό

check1 Η Ελλάδα είναι η χώρα μας, ο τόπος όπου ζούμε.
romvosΈλληνας είναι αυτός που έχει καταγωγή από την Ελλάδα. Όταν κάτι είναι ελληνικό, ανήκει στην Ελλάδα ή στους Έλληνες. Το ελληνόπουλο είναι ένα παιδί από την Ελλάδα.  music Ελ-λά-δα  pen2 'ο χάρτης της Ελλάδας'

 

 

Έλληνας [ο], Ελληνίδα [η] ουσιαστικό (Έλληνες, Ελληνίδες) velos Ελλάδα

 

 

ελληνικός, ελληνική, ελληνικό επίθετο (ελληνικοί, ελληνικές, ελληνικά) velos Ελλάδα

 

 

ελληνόπουλο [το] ουσιαστικό (ελληνόπουλα) velos Ελλάδα

 

 

ελπίδα [η] ουσιαστικό (ελπίδες) velos ελπίζω

 

 

ελπίζω ρήμα (έλπιζα, θα ελπίσω)

check1 Όταν ελπίζεις να γίνει κάτι, το θέλεις πολύ κι εύχεσαι να γίνει. pen1 O πρίγκιπας έλπιζε να ξυπνήσει η Χιονάτη με το φιλί του.  romvos Είχε την ελπίδα ότι η Χιονάτη θα ξυπνήσει.  music ελ-πί-δα

 

 

εμβόλιο [το] ουσιαστικό (εμβόλια)

check1 Το εμβόλιο είναι μία ένεση που κάνουμε για να μην κολλάμε αρρώστιες.  

pen1 Η θεία του κυρίου Μιχάλη έκανε το εμβόλιο κατά της γρίπης για να μην αρρωστήσει το χειμώνα.  music εμ-βό-λι-ο

 

 

εμετός [ο] ουσιαστικό (εμετοί)

check1 Όταν κάποιος κάνει εμετό, είναι άρρωστος και βγάζει από το στόμα ό,τι έχει φάει κι έχει πιει.  pen1 O Κώστας έφαγε χαλασμένο ψάρι κι έκανε εμετό πολλές φορές. 

music ε-με-τός

 

 

ο χάρτης της Eλλάδας

 

eikona147

 

 

εμπιστεύομαι ρήμα (εμπιστεύτηκα, θα εμπιστευτώ)

check1 Όταν εμπιστεύεσαι κάποιον,πιστεύεις πως είναι τίμιος και πως δε θα κάνει κάτι για να σε πληγώσει.  pen1 Η Αθηνά εμπιστεύεται τον Κώστα και του λέει όλα τα μυστικά της.  
check2 Όταν εμπιστεύεσαι κάτι σε κάποιον, του το δίνεις για να το φυλάξει.

pen1 Όταν πηγαίνει διακοπές, η Αθηνά εμπιστεύεται τη Ροζαλία στην Ελένη.  

romvos Όταν έχεις εμπιστοσύνη σε κάποιον, τον εμπιστεύεσαι.  music ε-μπι-στεύ-ο-μαι

 

 

εμπιστοσύνη [η] ουσιαστικό velos εμπιστεύομαι

 

 

εμποδίζω, εμποδίζομαι ρήμα (εμπόδισα, θα εμποδίσω)

check1 Όταν εμποδίζεις κάποιον, δεν τον αφήνεις να περάσει ή να κάνει κάτι.
pen1 O κύριος Μιχάλης στάθηκε μπροστά στην πόρτα της αυλής για να εμποδίσει τα παιδιά να περάσουν.  romvos εμπόδιο  music ε-μπο-δί-ζω

 

 

εμπόδιο [το] ουσιαστικό (εμπόδια)

eikona148

check1 Το εμπόδιο είναι κάτι που βρίσκεται στο δρόμο μας και δε μας αφήνει να περάσουμε ή να κάνουμε κάτι. pen1 Η Κοκκινουσκουφίτσα βρήκε ένα εμπόδιο μπροστά της. Ένα δέντρο είχε πέσει και της έκλεινε το δρόμο.  romvos εμποδίζω  music ε-μπό-δι-ο

 

 

εμπόρευμα [το] ουσιαστικό (εμπορεύματα) velos έμπορος

 

 

εμπόριο [το] ουσιαστικό (εμπόρια) velos έμπορος

 

 

έμπορος [ο], [η] ουσιαστικό (έμποροι)

check1 O έμπορος είναι κάποιος που αγοράζει και πουλάει πράγματα.  pen1 O μανάβης είναι ένας έμπορος φρούτων. Αγοράζει φρούτα από τους αγρότες και τα πουλάει στον κόσμο.  romvos Το εμπόρευμα είναι όλα τα πράγματα που πουλάει ένας έμπορος. Όταν κάνεις εμπόριο,αγοράζεις και μετά πουλάς εμπορεύματα. εμπορικός 

music έ-μπο-ρος

 

 

εμπρός και μπρος επίρρημα 

check1 «Προχωρήστε λίγο εμπρός παρακαλώ» είπε η δασκάλα στον Κώστα και στην Αθηνά.  circle1 μπροστά  circle2 πίσω  music ε-μπρός

 

 

εμφανίζω, εμφανίζομαι ρήμα (εμφάνισα, θα εμφανίσω)

check1Η Χιονάτη είδε να εμφανίζεται μπροστά της μία γριά. Παρουσιάστηκε μπροστά της μία γριά.  circle2 εξαφανίζομαι  romvos εμφάνιση  music εμ-φα-νί-ζω

 

 

εμφάνιση [η] ουσιαστικό (εμφανίσεις)

check1Η ξαφνική εμφάνιση της γριάς τρόμαξε τη Χιονάτη. Η γριά παρουσιάστηκε ξαφνικά και τρόμαξε τη Χιονάτη.  circle2 εξαφάνιση
check2 Η εμφάνισή σου είναι το ντύσιμό σου και η εξωτερική σου εικόνα.  

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα προσέχει την εμφάνισή της και φαίνεται πάντα όμορφη.   

romvos εμφανίζομαι  music εμ-φά-νι-ση

 

 

έναρξη [η] ουσιαστικό (ενάρξεις)

check1 Η έναρξη της σχολικής χρονιάς είναι η αρχή της, το ξεκίνημά της.  

circle2 λήξη  music έ-ναρ-ξη

 

 

ενδιαφέρομαι ρήμα (ενδιαφέρθηκα, θα ενδιαφερθώ) 

check1 Όταν ενδιαφέρεσαι για κάτι, θέλεις πολύ να ασχολείσαι μ' αυτό.  pen1  Η Αθηνά ενδιαφέρεται για τη ζωγραφική και στον ελεύθερο χρόνο της ζωγραφίζει τοπία. 

check2 Όταν ενδιαφέρεσαι για κάποιον, τον συμπαθείς.  romvos Όταν κάτι σ' ενδιαφέρει, δείχνεις μεγάλη φροντίδα, προσοχή ή αγάπη γι' αυτό. Το βρίσκεις ενδιαφέρον και δείχνεις το ενδιαφέρον σου γι' αυτό.  music εν-δι-α-φέ-ρο-μαι

 

 

ενδιαφέρων, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέρον επίθετο (ενδιαφέροντες, ενδιαφέρουσες, ενδιαφέροντα) velos ενδιαφέρομαι

 

 

ενέργεια [η] ουσιαστικό (ενέργειες) 

check1«Oι ενέργειές μας είναι πιο σημαντικές από τα λόγια μας» είπε η θεία Έλλη. Αυτά που κάνουμε είναι πιο σημαντικά από αυτά που λέμε.  circle1 πράξη
check2 Όταν κάποιος έχει ενέργεια, έχει δύναμη και θέληση.  pen1 «Τι ενέργεια που έχει ο Κώστας! Παίζει ποδόσφαιρο για ώρες» είπε ο κύριος Γιάννης.  music ε-νέρ-γει-α

 

 

ενθουσιάζω, ενθουσιάζομαι ρήμα (ενθουσίασα, θα ενθουσιάσω)

eikona149

check1 Όταν ενθουσιάζεις κάποιον, τον κάνεις να είναι πολύ χαρούμενος.Όταν ενθουσιάζεσαι ή είσαι ενθουσιασμένος με κάτι, χαίρεσαι πολύ με κάτι.

pen1 O Κώστας ενθουσιάστηκε με τη νίκη της ομάδας του στο ποδόσφαιρο.  romvos Ένιωσε ενθουσιασμό.  

music εν-θου-σι-ά-ζο-μαι

 

 

ενθουσιασμός [ο] ουσιαστικό velos ενθουσιάζομαι

 

 

ενθύμιο [το] ουσιαστικό (ενθύμια)

check1 Το ενθύμιο είναι ένα αντικείμενο που το κρατάς για να σου θυμίζει ένα πρόσωπο που αγαπάς ή ένα μέρος που έχεις επισκεφτεί.  pen1 Η Αθηνά μάζεψε πολλά κοχύλια και τα κράτησε σαν ενθύμια από τις διακοπές της στην Κρήτη.  circle1 σουβενίρ

music εν-θύ-μι-ο

 

 

εννοώ, εννοούμαι ρήμα (εννόησα, θα εννοήσω)

check1 Όταν εννοείς κάτι, έχεις κάτι στο μυαλό σου.  pen1 «Όταν κάποιος είναι υποκριτής, άλλα λέει κι άλλα εννοεί» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα.  music εν-νο-ώ

 

 

ενοίκιο [το] ουσιαστικό (ενοίκια) velos νοικιάζω

 

 

ενοχλητικός, ενοχλητική, ενοχλητικό επίθετο (ενοχλητικοί, ενοχλητικές, ενοχλητικά) velos ενοχλώ

 

 

ενοχλώ, ενοχλούμαι ρήμα (ενόχλησα, θα ενοχλήσω)

check1 Όταν ενοχλείς κάποιον, κάνεις κάτι που τον πειράζει ή τον ανησυχεί.  

pen1 O Κώστας ενοχλεί τη Ροζαλία. Πειράζει συνέχεια την ουρά της κι εκείνη τρέχει να κρυφτεί.  

check2 Όταν κάτι σ' ενοχλεί, σε πειράζει.  

pen1 «Μ' ενοχλούν οι φωνές των παιδιών» είπε ο κύριος Μιχάλης.  

romvos «Είναι τόσο ενοχλητικές».  music ε-νο-χλώ

 

 

ένοχος, ένοχη, ένοχο επίθετο (ένοχοι, ένοχες, ένοχα)

check1 Όταν είσαι ένοχος για κάτι, έχεις κάνει κάτι κακό.  pen1 O Κώστας είναι ένοχος για τη ζημιά που έγινε στο σπίτι. Εκείνος έσπασε το βάζο.
check2 Όταν νιώθεις ένοχος, νιώθεις άσχημα, επειδή έχεις κάνει κάτι κακό.  

pen1 O Κώστας νιώθει ένοχος, επειδή για χάρη του παραλίγο να τιμωρηθεί η Αθηνά.

circle2 αθώος  music έ-νο-χος

 

 

ένταση [η] ουσιαστικό (εντάσεις)

check1 Όταν ένας ήχος έχει μεγάλη ένταση, είναι πολύ δυνατός. Είναι έντονος.  

pen1 Η Αθηνά χαμήλωσε την ένταση του ραδιοφώνου, γιατί ακουγόταν πολύ δυνατά.

music έ-ντα-ση

 

 

έντιμος, έντιμη, έντιμο επίθετο (έντιμοι, έντιμες, έντιμα)

check1 Όταν είσαι έντιμος, δεν κλέβεις ούτε κοροϊδεύεις ούτε λες ψέματα. 

circle1 τίμιος  circle2 ανέντιμος  music έ-ντι-μος

 

 

εντολή [η] ουσιαστικό (εντολές)

check1 Όταν δίνεις μία εντολή, διατάζεις κάποιον να κάνει κάτι. 

pen1 O διευθυντής της κυρίας Μαργαρίτας έδωσε εντολή να μη φύγει κανείς πριν τις τρεις.  circle1 διαταγή  music ε-ντο-λή

 

 

έντομο [το] ουσιαστικό (έντομα) 

check1 Το έντομο είναι ένα μικρό ζώο με έξι πόδια και φτερά. Η πεταλούδα, η μύγα και το κουνούπι είναι έντομαmusic έ-ντο-μο  pen2 'τα έντομα'

 

 

έντονος, έντονη, έντονο επίθετο (έντονοι, έντονες, έντονα) velos ένταση

 

 

εντύπωση [η] ουσιαστικό (εντυπώσεις)

check1 Όταν κάτι σου κάνει εντύπωση,τραβάει την προσοχή σου.  pen1 Το όμορφο φόρεμα της θείας Κατερίνας έκανε εντύπωση σ' όλους τους καλεσμένους.
check2 Όλοι είχαν την εντύπωση ότι ήταν πολύ ακριβό. Νόμιζαν ότι έκανε πολλά λεφτά.

romvos Ήταν πολύ εντυπωσιακό φόρεμα. εντυπωσιάζω  music ε-ντύ-πω-ση

 

 

εντυπωσιάζω, εντυπωσιάζομαι ρήμα (εντυπωσίασα, θα εντυπωσιάσω)

check1 Όταν εντυπωσιάζεις κάποιον, τον κάνεις να έχει καλή γνώμη για σένα και τραβάς την προσοχή του.  pen1 Το όμορφο φόρεμα της θείας Κατερίνας εντυπωσίασε όλους τους καλεσμένους.  romvos εντύπωση  music ε-ντυ-πω-σι-ά-ζω

 

 

ενυδρείο [το] ουσιαστικό (ενυδρεία)

eikona150

check1 Το ενυδρείο είναι ένα γυάλινο δοχείο με νερό όπου βάζουμε ψάρια για να τα έχουμε στο σπίτι μας. Ενυδρείο είναι κι ένα κτίριο που έχει πολλά δοχεία με ψάρια και περνάει ο κόσμος για να τα θαυμάσει. 

music ε-νυ-δρεί-ο

 

 

τα έντομα

 

eikona151

 

 

ενώνω, ενώνομαι ρήμα (ένωσα, θα ενώσω)

check1 Όταν ενώνουμε πολλά πράγματα,τα βάζουμε μαζί για να γίνουν ένα πράγμα ή για να επικοινωνούν μεταξύ τους. 

pen1 O κύριος Γιάννης ένωσε τα δύο καλώδια για να φτιάξει ένα μεγαλύτερο.
check2 Όταν σ' ενώνει κάτι με κάποιον άλλο, σε συνδέει μαζί του κάτι πολύ σημαντικό.

pen1 Το Νίκο και τον Κώστα τους ενώνει μία μεγάλη φιλία.  circle1 συνδέω  circle2 χωρίζω

music ε-νώ-νω

 

 

εξακολουθώ ρήμα (εξακολούθησα, θα εξακολουθήσω)

check1 Όταν εξακολουθείς να κάνεις κάτι, το συνεχίζεις για πολύ καιρό.  

pen1 Η κακιά μάγισσα εξακολουθούσε να μισεί τη Χιονάτη, παρόλο που εκείνη δεν της έκανε κανένα κακό.  circle1 συνεχίζω  circle2 σταματώ  music ε-ξα-κο-λου-θώ

 

 

εξαντλώ, εξαντλούμαι ρήμα (εξάντλησα, θα εξαντλήσω)

eikona152

check1 Όταν κάτι εξαντλείται, τελειώνει.  

pen1 «Τα εισιτήρια του αγώνα εξαντλήθηκαν» είπε ο κύριος Γιάννης στον Κώστα.  circle1 τελειώνω
check2 Όταν εξαντλείς κάποιον, τον κουράζεις πολύ.

romvos Όταν κάποιος είναι εξαντλημένος, είναι πάρα πολύ κουρασμένος.  circle1 κουράζω  music ε-ξα-ντλώ

 

 

εξάσκηση [η] ουσιαστικό 

check1 Όταν κάνεις εξάσκηση, κάνεις κάτι ξανά και ξανά μέχρι να γίνεις καλύτερος.

pen1 «Πρέπει να κάνεις πολλή εξάσκηση στην ορθογραφία για να πάρεις καλό βαθμό» είπε η δασκάλα στον Κώστα.  music ε-ξά-σκη-ση

 

 

εξαφανίζω, εξαφανίζομαι ρήμα (εξαφάνισα, θα εξαφανίσω) 

check1O Κώστας έβλεπε τον ήλιο που εξαφανίστηκε στον ορίζοντα. O ήλιος δε φαινόταν πια. 
check2 Η Ροζαλία εξαφανίστηκε. Κανείς δεν ήξερε πού είναι.

circle1 χάνομαι   circle2 εμφανίζομαι

romvos Η Αθηνά είναι λυπημένη με την εξαφάνιση της Ροζαλίας.  circle2εμφάνιση 

music ε-ξα-φα-νί-ζω

 

 

εξαφάνιση [η] ουσιαστικό (εξαφανίσεις) velos εξαφανίζω

 

 

εξερευνητής [ο], εξερευνήτρια [η] ουσιαστικό (εξερευνητές, εξερευνήτριες) velos εξερευνώ

 

 

εξερευνώ, εξερευνούμαι ρήμα (εξερεύνησα, θα εξερευνήσω)

check1 Όταν εξερευνείς ένα μέρος, πηγαίνεις εκεί και το ψάχνεις προσεκτικά για ν' ανακαλύψεις πώς είναι.  pen1 Η Αθηνά και ο Κώστας πήγαν μ' ένα κερί να εξερευνήσουν την αποθήκη.  romvosΌταν είσαι εξερευνητής, πηγαίνεις σ'ένα άγνωστο μέρος για να δεις πώς είναι.  music ε-ξε-ρευ-νώ

 

 

εξετάζω, εξετάζομαι ρήμα (εξέτασα, θα εξετάσω)

check1 Όταν εξετάζεις κάτι, το κοιτάς προσεκτικά.

pen1O γιατρός εξέτασε τα μάτια του Νίκου και είπε πως πρέπει ν'αλλάξει γυαλιά.
check2 Όταν η δασκάλα εξετάζει έναν μαθητή, του ζητάει να πει μάθημα.  

romvos Όταν δίνεις εξετάσεις στο σχολείο, γράφεις ένα σημαντικό τεστ για να φανεί τι έχεις μάθει στα μαθήματα. Όταν κάνεις εξετάσεις, ο γιατρός σ' εξετάζει για να δει αν είσαι καλά.  music ε-ξε-τά-ζω

 

 

εξέταση [η] ουσιαστικό (εξετάσεις) velos εξετάζω

 

 

εξηγώ, εξηγούμαι ρήμα (εξήγησα, θα εξηγήσω)

check1 Όταν εξηγείς σε κάποιον κάτι, του λες περισσότερα πράγματα για να το καταλάβει.  pen1 O κύριος Γιάννης εξήγησε στον Κώστα πώς δουλεύει το κομπιούτερ.

check2 Αν πρέπει να εξηγήσεις γιατί άργησες, πρέπει να πεις μία δικαιολογία.

romvos Δίνεις εξήγηση.  music ε-ξη-γώ

 

 

έξοδα [τα] ουσιαστικό velos ξοδεύω

 

 

έξοδος [η] ουσιαστικό (έξοδοι)
check1 Η έξοδος σ' ένα σπίτι είναι η πόρτα απ' όπου βγαίνουμε έξω.  circle2 είσοδος

music έ-ξο-δος

 

 

εξοχή [η] ουσιαστικό (εξοχές) 

check1 Η εξοχή είναι η περιοχή μακριά από τις πόλεις. Εκεί μπορείς να δεις χωράφια, δάση και ποτάμια.  music ε-ξο-χή

 

 

έξτρα και εξτρά επίρρημα

check1 Όταν κάτι είναι έξτρα, είναι περισσότερο απ' αυτό που έχεις συνήθως.

pen1 «Θα σας φτάσει το φαγητό στην εκδρομή ή μήπως να βάλω και μία έξτρα μερίδα;» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα.  circle1 περισσότερο  music έξ-τρα

 

 

έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο επίθετο (έξυπνοι, έξυπνες, έξυπνα)

check1 Όταν είσαι έξυπνος, μαθαίνεις και καταλαβαίνεις γρήγορα και εύκολα.
check2 Όταν κάνεις τον έξυπνο, δεν είσαι στ' αλήθεια έξυπνος αλλά προσπαθείς να εντυπωσιάσεις κάποιον.  circle2 βλάκας  romvos Όταν κάποιος είναι έξυπνος, έχει εξυπνάδα.

music έ-ξυ-πνος

 

 

έξω επίρρημα

check1 Όταν είσαι έξω από κάτι, δεν είσαι μέσα σ' αυτό.

pen1 O Κώστας πέταξε τη μπάλα έξω από το γήπεδο.
check2
Όταν είσαι έξω, δεν είσαι στο σπίτι σου.
check2 Όταν είσαι έξω, είσαι σε ξένη χώρα.

eikona153

pen1 O θείος Τάκης σπούδασε τουριστικές επιχειρήσεις έξω, στο Λονδίνο.

circle2μέσα  romvos εξώπορτα, εξωτερικός, εξωτερικό 

music έ-ξω

μέσα-έξω

 

 

εξωγήινος [ο], εξωγήινη [η] ουσιαστικό (εξωγήινοι, εξωγήινες)

check1εξωγήινοι είναι πρόσωπα που δε ζουν στη γη αλλά σε άλλους πλανήτες.

pen1 O κύριος Γιάννης και ο Κώστας βλέπουν συχνά μαζί ταινίες με εξωγήινους.

romvos έξω  music ε-ξω-γή-ι-νος

 

 

εξώπορτα [η] ουσιαστικό (εξώπορτες)

check1 Η εξώπορτα είναι η πόρτα που οδηγεί έξω από ένα κτίριο ή διαμέρισμα.

pen1 O Κώστας άκουσε το κουδούνι και έτρεξε ν' ανοίξει την εξώπορτα.  romvos έξω

music ε-ξώ-πορ-τα

 

 

εξωτερικό [το] ουσιαστικό

check1 Όταν ζεις στο εξωτερικό, ζεις μακριά από την πατρίδα σου.  

pen1 O θείος Τάκης σπούδασε τουριστικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, στο Λονδίνο.

circle2 εσωτερικό  romvos έξω  music ε-ξω-τε-ρι-κό

 

 

εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικό επίθετο (εξωτερικοί, εξωτερικές, εξωτερικά)   

check1O κύριος Γιάννης έβαψε την εξωτερική σκάλα του σπιτιού, δηλαδή τη σκάλα που είναι έξω από το σπίτι. 
check2 Η Αλίκη βάζει το γουόκμαν στις εξωτερικές τσέπες της φόρμας της, όταν τρέχει. Το βάζει δηλαδή στις τσέπες που είναι προς τα έξω.
check2 Εξωτερικές ειδήσεις είναι αυτές που δεν έχουν να κάνουν με την πατρίδα σου αλλά με άλλες χώρες.  circle2 εσωτερικός  romvos έξω  music ε-ξω-τε-ρι-κός

 

 

εξωτικός, εξωτική εξωτικό επίθετο (εξωτικοί, εξωτικές, εξωτικά)

check1 O ανανάς και η μπανάνα είναι εξωτικά φρούτα. Έρχονται από μακρινές χώρες. 

music ε-ξω-τι-κός

 

 

εξώφυλλο [το] ουσιαστικό (εξώφυλλα)

eikona154

check1 Τα εξώφυλλα είναι τα εξωτερικά φύλλα των βιβλίων,των τετραδίων και των περιοδικών. 

music ε-ξώ-φυλ-λο

 

 

 

 

επάγγελμα [το] ουσιαστικό (επαγγέλματα)

check1 Το επάγγελμα είναι η δουλειά που κάνει κάποιος για να κερδίζει χρήματα στη ζωή του. pen1 Η κυρία Μαργαρίτα κάνει το επάγγελμα της δημοσιογράφου, ενώ ο κύριος Γιάννης το επάγγελμα του αρχιτέκτονα circle1 δουλειά  music ε-πάγ-γελ-μα

 

 

επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνομαι ρήμα (επανέλαβα, θα επαναλάβω)

check1 Όταν επαναλαμβάνεις κάτι, λες ή κάνεις πάλι το ίδιο πράγμα.  

pen1 Η θεία του κυρίου Μιχάλη επαναλαμβάνει συνέχεια αυτά που ακούει στην τηλεόραση.  circle1 ξαναλέω  O γυμναστής είπε στην Αλίκη να επαναλάβει την άσκηση οκτώφορές. Η Αλίκη έκανε πέντε επαναλήψεις και σταμάτησε.  circle1 ξανακάνω

romvos Όλο επαναλήψεις είναι η τηλεόραση, είπε ο Κώστας. Αυτές τις εκπομπές τις έχει ξαναδείξει.  music ε-πα-να-λαμ-βά-νω

 

 

επανάληψη [η] ουσιαστικό (επαναλήψεις) velos επαναλαμβάνω

 

 

επάνω επίρρημα velos πάνω

 

 

επαρχία [η] ουσιαστικό (επαρχίες)

check1 Κάθε νομός της Ελλάδας χωρίζεται σε μικρότερα μέρη, τις επαρχίες

check2 Στην Ελλάδα λέμε ότι μένουμε στην επαρχία, όταν δε μένουμε στην Αθήνα.

romvos Όταν κάποιος δε μένει στην Αθήνα είναι επαρχιώτης.  circle1 πρωτευουσιάνος  Όταν ένας δρόμος είναι επαρχιακός είναι στην επαρχία.  music ε-παρ-χί-α

 

 

επείγων, επείγουσα, επείγον επίθετο (επείγοντες, επείγουσες, επείγοντα)

check1 Όταν κάτι είναι επείγον, τότε δεν μπορεί να περιμένει, πρέπει να γίνει αμέσως.

pen1 «Πρέπει να πάω να βρω τη Ροζαλία» είπε ο Κώστας. «Είναι επείγον».

romvos Όταν κάτι είναι επείγον,τότε γίνεται επειγόντως.  music ε-πεί-γων

 

 

επεισόδιο [το] ουσιαστικό (επεισόδια)

check1Η Αλίκη είδε το πρώτο επεισόδιο του νέου σίριαλ. Είδε το πρώτο μέρος του σίριαλ. Θ' ακολουθήσουν άλλα μέρη με τους ίδιους πρωταγωνιστές.
check2 Μετά τον αγώνα μπάσκετ έγιναν επεισόδια μεταξύ των οπαδών των ομάδων. Έγιναν ξαφνικά κάποιες πράξεις βίας που κράτησαν λίγη ή πολλή ώρα. 

music ε-πει-σό-δι-ο

 

 

επιβάτης [ο], [η] ουσιαστικό (επιβάτες)

check1 Επιβάτες είναι αυτοί που ταξιδεύουν με αυτοκίνητο, λεωφορείο, τρένο, πλοίο ή αεροπλάνο.  music ε-πι-βά-της

-Για τις γυναίκες λέμε και επιβάτισσα και επιβάτιδα.

 

 

επιγραφή [η] ουσιαστικό (επιγραφές)

check1 Η επιγραφή είναι ένα κείμενο γραμμένο ή χαραγμένο σ' ένα κομμάτι ξύλο, μέταλλο ή πλαστικό. Oι επιγραφές σού δίνουν πληροφορίες για κάτι.

pen1 «Στο δρόμο μας έχει πολλά καταστήματα με φωτεινές επιγραφές» είπε η Αθηνά στην Ελένη.  circle1 ταμπέλα, πινακίδα  music ε-πι-γρα-φή  pen2 'η πόλη'

 

 

επιδέξιος, επιδέξια, επιδέξιο επίθετο (επιδέξιοι, επιδέξιες, επιδέξια)

check1 Όταν είσαι επιδέξιος, ξέρεις να κάνεις κάτι καλά, με το σωστό τρόπο.  

pen1 Η Αθηνά ξέρει να φτιάχνει μόνη της κολιέ με χάντρες. Είναι πολύ επιδέξια.

circle1 ικανός  circle2 αδέξιος  romvos Όταν είσαι επιδέξιος, τότε κάνεις κάτι επιδέξια, με επιδεξιότητα.  music ε-πι-δέ-ξι-ος

 

 

επίδεσμος [ο] ουσιαστικό (επίδεσμοι)

eikona155

check1 O επίδεσμος είναι ένα μακρύ κομμάτι ύφασμα που προστατεύει μία πληγή, ένα τραύμα.  pen1 O Κώστας έβαλε έναν επίδεσμο στο τραυματισμένο γόνατό του.

music ε-πί-δε-σμος

 

 

 

 

επιδημία [η] ουσιαστικό (επιδημίες)

check1Επιδημία έχουμε όταν πολλοί άνθρωποι αρρωσταίνουν μαζί από την ίδια αρρώστια.  pen1 Για να γλιτώσει τις επιδημίες γρίπης η θεία του κυρίου Μιχάλη κάνει εμβόλιο κάθε Σεπτέμβρη.  music ε-πι-δη-μί-α

 

 

επίθεση [η] ουσιαστικό (επιθέσεις)

check1 Όταν κάνεις επίθεση σε κάποιον ή σε κάτι, ορμάς πάνω του και μπορεί να τον χτυπήσεις.  pen1 O κύριος Δημήτρης δέχτηκε μία επίθεση από το σκύλο του κυρίου Μιχάλη.  circle2 άμυνα  romvos Όταν κάποιος δεν είναι φιλικός ή κάνει επιθέσεις σε κάποιον, τότε είναι επιθετικός.  music ε-πί-θε-ση

 

 

επίθετο [το] ουσιαστικό (επίθετα)

check1Επίθετο είναι το όνομα που έχουν τα μέλη της οικογένειάς σου. 

pen1 «Πες μας δυνατά πρώτα τ' όνομά σου και μετά το επίθετό σου» είπε η δασκάλα στην Αθηνά. «Αθηνά Παπαδοπούλου» απάντησε εκείνη.  circle1 επώνυμο  music ε-πί-θε-το

 

 

επιθεωρητής [ο], επιθεωρήτρια, η ουσιαστικό (επιθεωρητές, επιθεωρήτριες)

check1 O επιθεωρητής είναι αυτός που εξετάζει προσεκτικά τη δουλειά των άλλων. Την επιθεωρεί.  pen1 O κύριος Γιάννης θυμήθηκε τον επιθεωρητή που ερχόταν στοσχολείο, όταν εκείνος ήταν μαθητής.  romvos επιθεωρώ  music ε-πι-θε-ω-ρη-τής

 

 

επιθεωρώ, επιθεωρούμαι ρήμα (επιθεώρησα, θα επιθεωρήσω) velos επιθεωρητής

 

 

επιθυμία [η] ουσιαστικό (επιθυμίες) velos επιθυμώ

 

 

επιθυμώ ρήμα (επιθύμησα, θα επιθυμήσω)

check1 Όταν επιθυμείς κάτι ή να γίνει κάτι, το θέλεις πολύ κι εύχεσαι να συμβεί.

pen1 «Θέλω να γίνω καλά και να βγω έξω» είπε η Αθηνά. «Έχω επιθυμήσει να κάνω βόλτα με το ποδήλατο».
check2 Όταν επιθυμείς κάποιον, θέλεις πολύ να τον δεις.  pen1 Η γιαγιά έχει επιθυμήσει το εγγόνι της, τον Ίγκλι, και περιμένει να έρθουν τα Χριστούγεννα για να τον δει.

circle1 θέλω, εύχομαι, λαχταρώ  romvos Όταν επιθυμείς κάτι, τότε αυτό είναι η επιθυμία σου.  music ε-πι-θυ-μώ

 

 

επικίνδυνος, επικίνδυνη, επικίνδυνο επίθετο (επικίνδυνοι, επικίνδυνες, επικίνδυνα)

check1 Όταν κάτι είναι επικίνδυνο, μπορεί να μας κάνει κακό ή να γίνει η αιτία για κάποιο ατύχημα.  pen1 «O δρόμος είναι επικίνδυνος. Έχει πολλές λακκούβες. Πρόσεχε Αθηνά!» της φώναξε η Ελένη.  romvos κίνδυνος, κινδυνεύω  music ε-πι-κίν-δυ-νος

 

 

επικοινωνία [η] ουσιαστικό (επικοινωνίες) velos επικοινωνώ

 

 

επικοινωνώ ρήμα (επικοινώνησα, θα επικοινωνήσω)

check1 Επικοινωνούμε με κάποιον, όταν μιλάμε μαζί του ή του γράφουμε κάτι.  

pen1 Η Αθηνά επικοινωνεί συχνά με την ξαδέρφη της, τη Bίκυ, στη Γαλλία. Μιλούν πολύ στο τηλέφωνο.  Έχουν συχνή επικοινωνία.
check2 Τα δύο δωμάτια του Κώστα και της Αθηνάς επικοινωνούν μεταξύ τους με μία πόρτα.
Μπορείς να πας από το ένα στο άλλο δωμάτιο.  romvos επικοινωνία  

music ε-πι-κοι-νω-νώ

 

 

- Mέσα στο όνομά μου μπορείς να  βρεις τη λέξη κίνδυνος.  Tι είμαι; …...................

 

 

ο καιρός

 

eikona156

 

 

επιμένω ρήμα (επέμεινα, θα επιμείνω)  

check1 Όταν επιμένουμε, λέμε ή ζητάμε πολλές φορές το ίδιο πράγμα, γιατί είναι σημαντικό.  pen1 Η Αθηνά επιμένει να έρθει στην εκδρομή αλλά ο κύριος Γιάννης δεν την αφήνει, γιατί είναι άρρωστη. O Κώστας πάλι επιμένει ότι δεν πρέπει να λείψει κανείς από την εκδρομή.  music ε-πι-μέ-νω

 

 

επίπεδο [το] ουσιαστικό (επίπεδα)  

check1«Θα κάνουμε βουτιά και θα φτάσουμε λίγα μέτρα κάτω από το επίπεδο της θάλασσας» είπε η Αθηνά στην Ελένη. Κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. 
check2 Δεν έχουν όλοι οι μαθητές το ίδιο επίπεδο. Άλλοι μαθητές είναι καλύτεροι κι άλλοι χειρότεροι.  romvos επίπεδος  music ε-πί-πε-δο

 

 

επίπεδος, επίπεδη, επίπεδο επίθετο (επίπεδοι, επίπεδες, επίπεδα)

check1 Όταν κάτι είναι επίπεδο, δεν έχει λακκούβες ούτε ανηφόρα ούτε κατηφόρα.

pen1 «Να φτιάξουμε το παζλ πάνω σε κάτι επίπεδο, όπως το πάτωμα ή το τραπέζι» είπε ο Κώστας.  circle1ίσιος, ομαλός  circle2 ανώμαλος  romvos επίπεδο  music ε-πί-πε-δος

 

 

επιπλέω ρήμα (επέπλευσα, θα επιπλεύσω) velos νούφαρο

 

 

έπιπλο [το] ουσιαστικό (έπιπλα)

check1Στο σπίτι της Αθηνάς έχουν πολλά ωραία έπιπλα. Τα τραπέζια, οι καρέκλες, οι καναπέδες, τα κρεβάτια και οι ντουλάπες είναι όλα πολύ όμορφα.  music έ-πι-πλο

 

 

επιπόλαιος, επιπόλαιη, επιπόλαιο επίθετο (επιπόλαιοι, επιπόλαιες, επιπόλαια)

check1 Όταν κάποιος είναι επιπόλαιος, κάνει πράγματα βιαστικά χωρίς να σκέφτεται πολύ.  pen1 O Νίκος είναι επιπόλαιος. Κάνει συνέχεια λάθη, γιατί βιάζεται. Πολλές πράξεις του είναι επιπόλαιες και χωρίς πολλή σκέψη.  

circle1 απρόσεκτος  circle2 προσεκτικός  romvos Συμπεριφέρεται επιπόλαια.

circle1 απρόσεκτα  circle2 προσεκτικά  music ε-πι-πό-λαι-ος

 

 

επίσημος, επίσημη, επίσημο επίθετο (επίσημοι, επίσημες, επίσημα)

eikona157

check1Κάθε φορά που ο κύριος Γιάννης έχει επαγγελματικό ραντεβού, φοράει το επίσημο κοστούμι του. Το καλό του κοστούμι.   

circle2 καθημερινός, ανεπίσημος
check2 (σαν ουσιαστικό) Στο γήπεδο υπάρχει η κερκίδα των επισήμων. Εκεί κάθονται οι επίσημοι,δηλαδή γνωστά και σημαντικά πρόσωπα,
όπως ο πρωθυπουργός. 
 

music ε-πί-ση-μος

 

 

επίσημο κουστούμι

 

 

επισκέπτης [ο], επισκέπτρια [η] ουσιαστικό (επισκέπτες, επισκέπτριες) velos επισκέπτομαι

 

 

επισκέπτομαι ρήμα (επισκέφτηκα, θα επισκεφτώ)

check1 Όταν επισκέπτεσαι κάποιον ή κάτι, πηγαίνεις και τον βλέπεις εκεί που είναι.

pen1 Η θεία του κυρίου Μιχάλη επισκέπτεται το γιατρό πολύ συχνά.  romvos Όταν κάποιος γνωστός μάς επισκέπτεται, είναι ο επισκέπτης μας.  music ε-πι-σκέ-πτο-μαι

 

 

επισκευάζω ρήμα (επισκεύασα, θα επισκευάσω)

check1 Όταν επισκευάζεις κάτι που έχει σπάσει ή που δε δουλεύει καλά, το διορθώνεις για να μπορεί να δουλεύει καλά.

eikona158

pen1 O κύριος Μιχάλης επισκεύασε μόνος του το πλυντήριο που χάλασε.  circle1 διορθώνω

romvos Όταν επισκευάζεις κάτι, κάνεις επισκευή. 

music ε-πι-σκευ-ά-ζω

 

 

επισκευή [η] ουσιαστικό (επισκευές) velos επισκευάζω

 

 

επίσκεψη [η] ουσιαστικό (επισκέψεις)

check1 Όταν επισκέπτεσαι κάποιον, του κάνεις επίσκεψη.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα αγόρασε λουλούδια και πήγε επίσκεψη στο σπίτι της Κατερίνας.
check2 O γιατρός κάνει επισκέψεις στα σπίτια των αρρώστων. Πηγαίνει στα σπίτια τους για να τους γιατρέψει.
check2 Επισκέψεις λέμε και αυτούς που μας επισκέπτονται, τους επισκέπτες.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα έχει επισκέψεις. Ήρθαν ο θείος Τάκης και η θεία Έλλη από την Κρήτη.  romvos επισκέπτομαι, επισκέπτης  music ε-πί-σκε-ψη

 

 

επιστήμη [η] ουσιαστικό (επιστήμες)

check1 Τα μαθηματικά, η φυσική, η χημεία και η ιατρική είναι επιστήμες.επιστήμες μελετούν τα ζώα, τα φυτά και άλλα πράγματα, όπως τον ηλεκτρισμό, το φως και τον ήχο.  romvos επιστήμονας, επιστημονικός  music ε-πι-στή-μη

 

 

επιστήμονας [ο], [η] ουσιαστικό (επιστήμονες)

check1 Όταν κάποιος ασχολείται με μία επιστήμη, είναι επιστήμονας.επιστήμονες σπουδάζουν πολλά χρόνια.  romvos Oι ιστορίες επιστημονικής φαντασίας φαντάζονται αυτό που θα γίνει στο μέλλον ή σε άλλους πλανήτες. επιστήμη  music ε-πι-στή-μο-νας

-Λέμε και η επιστημόνισσα.

 

 

επιστολή [η] ουσιαστικό (επιστολές)

eikona159

check1Επιστολή είναι αυτό που γράφουμε και στέλνουμε σε κάποιον μέσα σ' ένα φάκελο.  pen1 O κύριος Γιάννης έστειλε μία επιστολή στο δήμαρχο για να διαμαρτυρηθεί για τους κακούς δρόμους της γειτονιάς του.  circle1 γράμμα  

music ε-πι-στο-λή

 

 

επιστρέφω, επιστρέφομαι ρήμα (επέστρεψα, θα επιστρέψω) 

check1 Όταν επιστρέφεις σ' ένα μέρος, πηγαίνεις ξανά στο ίδιο μέρος.  

pen1 O θείος Τάκης θα επιστρέψει στο σπίτι αργά το βράδυ. Είχε πάει ταξίδι.  

circle1 γυρίζω, ξαναγυρίζω, γυρνώ  

check2 Όταν επιστρέφεις κάτι σε κάποιον, δίνεις πάλι πίσω κάτι που είχες πάρει.

pen1 «Μπορείς να μου επιστρέψεις το στιλό που σου δάνεισα;» είπε ο Κώστας στο Νίκο.  circle1 ξαναδίνω  romvos Όταν περιμένω την επιστροφή κάποιου, περιμένω πότε θα επιστρέψει.  music ε-πι-στρέ-φω

 

 

επιστροφή [η] ουσιαστικό (επιστροφές) velos επιστρέφω

 

 

επιτραπέζιος, επιτραπέζια, επιτραπέζιο επίθετο (επιτραπέζιοι, επιτραπέζιες, επιτραπέζια)

check1 Η κυρία Μαργαρίτα αγόρασε στην Αθηνά ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, δηλαδή ένα παιχνίδι που παίζεται πάνω στο τραπέζι.  romvos τραπέζι  music ε-πι-τρα-πέ-ζι-ος

 

 

επιτρέπω ρήμα (επέτρεψα, θα επιτρέψω)

check1«Μπορώ να βγω από την τάξη για να πιω λίγο νερό; Μου επιτρέπετε να πάω έξω για πέντε λεπτά;» ρώτησε η Αθηνά τη δασκάλα της.  circle1 αφήνω  circle2 απαγορεύω  

music ε-πι-τρέ-πω

 

 

επιτυχημένος, επιτυχημένη, επιτυχημένο μετοχή (επιτυχημένοι, επιτυχημένες, επιτυχημένα) velos επιτυχία

 

 

επιτυχία [η] ουσιαστικό (επιτυχίες)

check1 Όταν καταφέρνεις να κάνεις αυτό που θέλεις, έχεις επιτυχία.  

pen1 Η ομάδα του Κώστα κατάφερε να πάρει το πρωτάθλημα. Ήταν μεγάλη επιτυχία. 
check2 Το έργο ήταν μεγάλη επιτυχία.
Άρεσε σε πολλούς.  circle2 αποτυχία 
check2 Η Αλίκη αγόρασε ένα δίσκο με τις επιτυχίες της χρονιάς. Με τα τραγούδια που αρέσουν σε πολλούς.  circle1 χιτ  romvos Αυτός που έχει επιτυχία,είναι επιτυχημένος.

music ε-πι-τυ-χί-α

Δες πετυχαίνω

 

 

επιφάνεια [η] ουσιαστικό (επιφάνειες)

check1 Η επιφάνεια ενός πράγματος είναι η εξωτερική μεριά του, η μεριά του που φαίνεται.

pen1 Όταν βράζει το νερό, υπάρχουν φουσκάλες που σκάνε στην επιφάνειά του. 

check1Όταν μετράω την επιφάνεια ενός διαμερίσματος, μετράω την έκτασή του.   

circle2 βάθος  music ε-πι-φά-νει-α

 

 

επιχειρηματίας [ο], [η] ουσιαστικό (επιχειρηματίες) velos επιχείρηση

 

 

επιχείρηση [η] ουσιαστικό (επιχειρήσεις)

check1 Η επιχείρηση είναι ένα μέρος όπου δουλεύουν πολλοί άνθρωποι. Τα καταστήματα και τα εργοστάσια είναι επιχειρήσεις.  romvos Επιχειρηματίας είναι αυτός που έχει μία δική του επιχείρηση.  music ε-πι-χεί-ρη-ση

 

 

επόμενος, επόμενη, επόμενο επίθετο (επόμενοι, επόμενες, επόμενα)

check1O θείος Τάκης θα έρθει στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη με το επόμενο τρένο. Είναι το τρένο που θα έρθει αμέσως μετά.  circle2 προηγούμενος  music ε-πό-με-νος

 

 

εποχή [η] ουσιαστικό (εποχές)

check1 O χρόνος έχει τέσσερις εποχές: την άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και το χειμώνα.  

pen1 «Ποια είναι η κατάλληλη εποχή για κυνήγι;» ρώτησε ο Κώστας το θείο Αλέκο.  
check2 «Την εποχή που πήγαινα σχολείο ζούσα στην επαρχία» είπε ο κύριος Αλέκος.

circle1 καιρός  music ε-πο-χή  pen2 'οι εποχές-οι μήνες-οι μέρες'

 

 

 

Oι 4 εποχές του χρόνου

 

eikona160

 

 

Oι 12 μήνες

του χρόνου

 

Iανουάριος

Φεβρουάριος

Mάρτιος

Aπρίλιος

Mάιος

Iούνιος

Iούλιος

Aύγουστος

Σεπτέμβριος

Oκτώβριος

Nοέμβριος

Δεκέμβριος

Oι 7 μέρες

της εβδομάδας

 

Δευτέρα

Tρίτη

Tετάρτη

Πέμπτη

Παρασκευή

Σάββατο

Kυριακή

 

 

επώνυμο [το] ουσιαστικό (επώνυμα)

check1Επώνυμο είναι το όνομα που έχουν τα μέλη της οικογένειάς σου.  

pen1 «Θέλω να μου πείτε το όνομα και το επώνυμό σας» είπε ο αστυνομικός στον κύριο Δημήτρη.  circle1 επίθετο  music ε-πώ-νυ-μο

 

 

εργάζομαι ρήμα (εργάστηκα, θα εργαστώ) velos εργασία

 

 

εργαζόμενος [ο], εργαζόμενη [η] ουσιαστικό (εργαζόμενοι, εργαζόμενες) velos εργασία

 

 

εργαλείο [το] ουσιαστικό (εργαλεία)

check1 Εργαλεία είναι τα πράγματα που μας είναι χρήσιμα για να φτιάξουμε ή να διορθώσουμε κάτι. Το σφυρί, το κατσαβίδι και το πριόνι είναι εργαλεία.

music ερ-γα-λεί-ο  pen2 'τα εργαλεία'

 

 

εργασία [η] ουσιαστικό (εργασίες) 

check1Εργασία είναι η δουλειά που κάνουμε για να κερδίσουμε χρήματα. 

pen1 O πατέρας του Κώστα κερδίζει αρκετά χρήματα από την εργασία του.
check2 Εργασία είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε μέσα στη μέρα ή μέσα σε λίγες μέρες.

pen1 Η Αλίκη έχει να κάνει μία εργασία στην ιστορία για τον Παρθενώνα.

romvos Η κυρία Μαργαρίτα εργάζεται αρκετές ώρες κάθε μέρα σε μία γνωστή εφημερίδα.

circle1 δουλεύω Είναι εργαζόμενη στην εφημερίδα. Αγαπά τη δουλειά της κι εργάζεται αρκετές ώρες, είναι εργατική. εργάτης, έργο  music ερ-γα-σί-α

 

 

εργαστήριο [το] ουσιαστικό (εργαστήρια)

eikona161

check1 Το εργαστήριο είναι ένα μέρος με εργαλεία ή άλλα πράγματα που χρειάζονται για να γίνει μία εργασία.  pen1 O ξάδελφος του Νίκου σπουδάζει χημικός στην Αγγλία και δουλεύει κάθε μέρα στο εργαστήριο του πανεπιστημίου.  

romvos εργασία, έργο

music ερ-γα-στή-ρι-ο

 

 

εργάτης [ο], εργάτρια [η] ουσιαστικό (εργάτες, εργάτριες)

eikona162

check1 Εργάτης είναι κάποιος που εργάζεται με τα χέρια του.  pen1  Η θεία του κυρίου Μιχάλη ήταν εργάτρια σ' ένα εργοστάσιο παιχνιδιών.   

romvos εργασία, εργάζομαι, έργο 

music ερ-γά-της

 

 

 

 

εργατικός, εργατική, εργατικό επίθετο (εργατικοί, εργατικές, εργατικά) velos εργασία

 

 

έργο [το] ουσιαστικό (έργα)

check1 Έργο είναι κάτι που έχουμε φτιάξει ή η δουλειά που πρέπει να κάνουμε.

pen1 «Oι πίνακες αυτοί είναι έργα της Κατερίνας» είπε ο θείος Σταμάτης. «Το έργο του καλλιτέχνη είναι δύσκολο».   
check2 Έργο είναι μία ταινία στην τηλεόραση ή το σινεμά ή μία παράσταση στο θέατρο.

pen1 Η θεία Κατερίνα είδε ένα ωραίο έργο στο σινεμά.  romvos Oι καλλιτέχνες φτιάχνουν έργα τέχνης. Ένας πίνακας, ένα γλυπτό κι ένα σχέδιο είναι έργα τέχνης. εργασία, εργοστάσιο  music έρ-γο

 

 

εργοστασιάρχης [ο], [η] (εργοστασιάρχες) velos εργοστάσιο

 

 

εργοστάσιο [το] ουσιαστικό (εργοστάσια)

eikona163

check1 Το εργοστάσιο είναι ένα κτίριο όπου δουλεύουν πολλοί άνθρωποι σε μηχανές και φτιάχνουν αυτοκίνητα, τρόφιμα ή άλλα πράγματα.  pen1 O θείος του Νίκου δουλεύει στη Γερμανία σ' ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων.  romvos Εργοστασιάρχης είναι αυτός που έχει δικό του εργοστάσιο. έργο, εργάτης, εργασία

music ερ-γο-στά-σι-ο

 

 

ερείπιο [το] ουσιαστικό (ερείπια)

eikona164

check1 Όταν ένα σπίτι γκρεμίζεται, μένουν τα ερείπιά του.

pen1 Τα παιδιά έπαιζαν στα ερείπια του σπιτιού που έπεσε από το σεισμό.

music ε-ρεί-πι-ο

 

 

 

ερημιά [η] ουσιαστικό (ερημιές)

check1Στο δάσος είχε ερημιά. Δεν υπήρχε κανένας. Η Κοκκινοσκουφίτσα φοβόταν να προχωρήσει. «Τι κάνεις μόνη σου σ' αυτή την ερημιά;» τη ρώτησε ο κακός λύκος.

romvos έρημος  music ε-ρη-μιά

 

 

έρημος [η] ουσιαστικό (έρημοι)

eikona165

check1 Η έρημος είναι ένα μέρος με άμμο όπου δεν υπάρχει νερό και δε φυτρώνει σχεδόν τίποτα. 

romvos ερημιά

music έ-ρη-μος

 

 

 

 

έρημος, έρημη, έρημο επίθετο (έρημοι, έρημες, έρημα)

check1 Σ' ένα έρημο μέρος δεν υπάρχει κανένας.  pen1 Η θεία Έλλη χάθηκε χθες βράδυ στην Αθήνα. Oι δρόμοι ήταν έρημοι κι άρχισε να φοβάται.  romvos ερημιά  music έ-ρη-μος

 

 

ερπετό [το] ουσιαστικό (ερπετά)

check1 Τα ερπετά είναι ζώα που έχουν μακρύ σώμα σκεπασμένο με λέπια κι έρπουν, δηλαδή σέρνονται με την κοιλιά. Τα φίδια και οι κροκόδειλοι είναι ερπετά.

music ερ-πε-τό

 

 

έρχομαι ρήμα (ήρθα, θα έρθω)

check1O θείος Τάκης ήρθε χθες στην Αθήνα από το Παρίσι. Ήρθε αργά το βράδυ. φεύγω

check2 «Έρχεται βροχή. Σε λίγο θα βρέξει» είπε ο Κώστας.
check2 «Μαμά, το παντελόνι μού έρχεται κοντό. Ψήλωσα!» είπε ο Κώστας. 
 

music έρ-χο-μαι

 

 

έρωτας [ο] ουσιαστικό (έρωτες) velos ερωτεύομαι

 

 

ερωτεύομαι ρήμα (ερωτεύτηκα, θα ερωτευτώ)

eikona166

check1Η Χιονάτη και ο πρίγκιπας είναι ερωτευμένοι. Ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο. O έρωτάς τους είναι δυνατός.

music ε-ρω-τεύ-ο-μαι

 

 

 

ερώτηση [η] ουσιαστικό (ερωτήσεις) velos ρωτώ

 

 

εστιατόριο [το] ουσιαστικό (εστιατόρια) 

check1 Το εστιατόριο είναι ένα μέρος που φτιάχνει και σερβίρει φαγητά στους ανθρώπους που πηγαίνουν εκεί για να φάνε.  circle1 ρεστοράν  music ε-στι-α-τό-ρι-ο

 

 

εσώρουχο [το] ουσιαστικό (εσώρουχα)

check1 Τα εσώρουχα είναι τα ρούχα που φοράμε κάτω από τ' άλλα ρούχα. Τα σλιπ και τα φανελάκια είναι εσώρουχα.  romvos ρούχο  music ε-σώ-ρου-χο

 

 

εσωτερικό [το] ουσιαστικό (εσωτερικά)

check1 Το εσωτερικό είναι η χώρα που ζεις.

pen1 O θείος Τάκης ταξιδεύει στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.  circle2 εξωτερικό 
check2 «Στο εσωτερικό του διαμερίσματός μας υπάρχουν τέσσερα δωμάτια, ενώ έξω από αυτό υπάρχει μία βεράντα» είπε η Αθηνά. Μέσα στο διαμέρισμα υπάρχουν τέσσερα δωμάτια.  romvos εσωτερικός  music ε-σω-τε-ρι-κό

 

 

εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικό επίθετο (εσωτερικοί, εσωτερικές, εσωτερικά) 

check1 O πατέρας του Κώστα βάζει το πορτοφόλι του στην εσωτερική τσέπη του παλτού του, δηλαδή στην τσέπη που είναι από τη μέσα μεριά του παλτού.
check2εσωτερικές ειδήσεις είναι αυτές που έχουν να κάνουν με τη χώρα μας κι όχι με άλλες χώρες.  circle2 εξωτερικός  music ε-σω-τε-ρι-κός

 

 

εταιρεία [η] ουσιαστικό (εταιρείες)

check1 Εταιρεία είναι μία επιχείρηση,δηλαδή ένα μέρος όπου δουλεύουν πολλοί άνθρωποι. pen1 Η φίλη της κυρίας Μαργαρίτας δουλεύει σε μία διαφημιστική εταιρεία.

circle1 επιχείρηση  music ε-ται-ρεί-α

 

 

ετήσιος, ετήσια, ετήσιο επίθετο (ετήσιοι, ετήσιες, ετήσια) velos έτος

 

 

ετικέτα [η] ουσιαστικό (ετικέτες)

eikona167

check1Η Αθηνά κόλλησε μία ετικέτα στο τετράδιό της. Πάνω στην ετικέτα έγραψε το όνομα και την τάξη της.   

music ε-τι-κέ-τα

 

 

 

τα εργαλεία

 

eikona168

 

 

ετοιμάζω, ετοιμάζομαι ρήμα (ετοίμασα, θα ετοιμάσω)

check1Η μαμά ετοίμασε το φαγητό για την οικογένεια. Έκανε όλα αυτά που χρειάζονταν για να είναι έτοιμο το φαγητό.
check2 O γυμναστής ετοίμασε την ομάδα για τους αγώνες. Είπε και δίδαξε στους παίκτες αυτά που χρειάζονταν για να είναι έτοιμοι.  
check2 Η κυρία Μαργαρίτα ετοιμαζόταν από καιρό για το ταξίδι της στο Παρίσι. Έκανε πράγματα που έπρεπε να γίνουν για το ταξίδι.  
check2 Ενώ ο Κώστας ετοιμαζόταν να φύγει, χτύπησε το τηλέφωνο. Λίγο πριν φύγει ο Κώστας, χτύπησε το τηλέφωνο.  romvos Όταν ετοιμάζω κάτι, κάνω ετοιμασία ή ετοιμασίες. έτοιμος  music ε-τοι-μά-ζω

 

 

ετοιμασία [η] ουσιαστικό (ετοιμασίες) velos ετοιμάζω

 

 

έτοιμος, έτοιμη, έτοιμο επίθετο (έτοιμοι, έτοιμες, έτοιμα)

check1 Όταν κάτι είναι έτοιμο, μπορούμε να το έχουμε ή να το χρησιμοποιήσουμε αμέσως.  pen1 «Ελάτε παιδιά, το φαγητό είναι έτοιμο» είπε η κυρία Μαργαρίτα.
check2 Όταν κάποιος είναι έτοιμος για κάτι ή για να κάνει κάτι, μπορεί ή θέλει να το κάνει αμέσως.  pen1 O Κώστας και οι φίλοι του ήταν έτοιμοι για την εκδρομή.  
check2 Το έτοιμο φαγητό είναι φαγητό που αγοράζουμε από κάποιο κατάστημα.

romvos ετοιμάζω  music έ-τοι-μος

 

 

έτος [το] ουσιαστικό (έτη)

check1 Έτος είναι οι 365 μέρες που κάνει η γη να γυρίσει γύρω από τον ήλιο.  circle1 χρόνος

romvos Ετήσια γιορτή είναι η γιορτή που γίνεται κάθε έτος.  music έ-τος

 

 

ευαισθησία [η] ουσιαστικό (ευαισθησίες) velos ευαίσθητος

 

 

ευαίσθητος, ευαίσθητη, ευαίσθητο επίθετο (ευαίσθητοι, ευαίσθητες, ευαίσθητα) 

check2 Όταν κάποιος είναι ευαίσθητος, συγκινείται εύκολα κι ενδιαφέρεται για τους άλλους.  pen1 Η θεία Έλλη είναι πολύ ευαίσθητη. Λυπάται πολύ, όταν βλέπει κάποιον να κλαίει.  circle2 αναίσθητος
check2 Όταν κάτι είναι ευαίσθητο, παθαίνει εύκολα κάτι.  pen1 Τα δόντια της θείας του κυρίου Μιχάλη είναι πολύ ευαίσθητα στο κρύο νερό, πονάνε.  

romvos Όταν κάποιος είναι ευαίσθητος, έχει ευαισθησία.  music ευ-αί-σθη-τος

 

 

ευγένεια [η] ουσιαστικό (ευγένειες) velos ευγενικός

 

 

ευγενικός, ευγενική ευγενικό επίθετο (ευγενικοί, ευγενικές, ευγενικά)

check1 Όταν κάποιος είναι ευγενικός, φέρεται καλά στους ανθρώπους, δε μαλώνει εύκολα μαζί τους, δεν τους κάνει κακό. Oι πράξεις του είναι ευγενικές.

pen1 «Τι ευγενικό παιδί που είναι ο Ίγκλι! Μου έδωσε τη θέση του στο λεωφορείο» είπε η κυρία Μαργαρίτα.  circle2 αγενής  romvos Όταν κάποιος είναι ευγενικός, έχει ευγένεια.

circle2 αγένεια  Φέρεται ευγενικά.  music ευ-γε-νι-κός

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Kώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή,επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι

 

 

ευκαιρία [η] ουσιαστικό (ευκαιρίες)

check1 Όταν έχεις ευκαιρία να κάνεις κάτι, τότε μπορείς να το κάνεις, υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για να το κάνεις.  pen1 Την Πέμπτη το σχολείο ήταν κλειστό κι έτσι ο Κώστας είχε την ευκαιρία να παίξει όλη τη μέρα ποδόσφαιρο. 
check2 Ευκαιρία είναι κάτι που μπορούμε ν' αγοράσουμε πολύ φτηνά.  pen1 «Αυτό το παλτό είναι ευκαιρία. Θα το αγοράσω», είπε η θεία Κατερίνα.  music ευ-και-ρί-α

 

 

ευκολία [η] ουσιαστικό (ευκολίες) velos εύκολος

 

 

εύκολος, εύκολη, εύκολο επίθετο (εύκολοι, εύκολες, εύκολα)

check1 Όταν κάτι είναι εύκολο, δε χρειάζεται να προσπαθήσεις ή να κουραστείς πολύ γι' αυτό.  pen1 Η ερώτηση της δασκάλας ήταν πολύ εύκολη. Η Αθηνά απάντησε αμέσως.

romvos Όταν κάτι γίνεται χωρίς προσπάθεια, γίνεται εύκολα, με ευκολία.  circle2 δύσκολος 

music εύ-κο-λος

 

 

ευρώ [το] ουσιαστικό

check1 Το ευρώ είναι το νόμισμα πολλών χωρών της Ευρώπης, όπως της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Το ευρώ χρησιμοποιείται από τον Ιανουάριο του 2002.  music ευ-ρώ

-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

-Eίμαι το αντίθετο του δυσάρεστος.  Tι είμαι;…....................................……

 

 

ευτυχία [η] ουσιαστικό velos ευτυχισμένος

 

 

ευτυχισμένος, ευτυχισμένη, ευτυχισμένο μετοχή (ευτυχισμένοι, ευτυχισμένες, ευτυχισμένα)

check1 Όταν είσαι ευτυχισμένος, νιώθεις ωραία, γιατί έχει συμβεί κάτι καλό ή γιατί όλα γίνονται όπως τα θέλεις.  pen1 «Τι ευτυχισμένη που είμαι στο σπίτι σας!» είπε η Χιονάτη στους επτά νάνους.  romvos Όταν είσαι ευτυχισμένος, νιώθεις ευτυχία.  

circle1 χαρούμενος  circle2 δυστυχισμένος  music ευ-τυ-χι-σμέ-νος

 

 

ευχαριστιέμαι ρήμα (ευχαριστήθηκα, θα ευχαριστηθώ) 

check1 Όταν ευχαριστιέσαι με κάτι ή είσαι ευχαριστημένος με κάτι, νιώθεις ωραία, γιατί έχει γίνει κάτι καλό ή κάνεις κάτι που σου αρέσει. 

pen1 Η Αθηνά ευχαριστήθηκε πολύ με τα νέα. Είχε βρεθεί η Ροζαλία.  

circle1 χαίρομαι, ικανοποιούμαι  circle2 λυπάμαι, στενοχωριέμαι  

romvos Ήταν ευχαριστημένη.  circle2 λυπημένη, στενοχωρημένη, δυσαρεστημένη

ευχάριστος  music ευ-χα-ρι-στιέ-μαι

 

 

ευχάριστος, ευχάριστη, ευχάριστο επίθετο (ευχάριστοι, ευχάριστες, ευχάριστα) 

check1 Όταν κάτι είναι ευχάριστο, μας δίνει χαρά.  

pen1 Σήμερα ο Κώστας είχε ευχάριστα νέα. Η ομάδα του νίκησε.  circle2 δυσάρεστος   

romvos ευχαριστώ, ευχαριστιέμαι  music ευ-χά-ρι-στος

 

 

ευχαριστώ ρήμα (ευχαρίστησα, θα ευχαριστήσω)

check1 Όταν ευχαριστείς κάποιον, του λές ότι χαίρεσαι που σου έκανε κάτι καλό.

pen1 Η Αθηνά ευχαρίστησε το Νίκο για το δώρο που της έδωσε.
check2 Όταν κάτι σ' ευχαριστεί, σε κάνει να νιώθεις καλά.
pen1 «Μ' ευχαριστεί να βλέπω αστυνομικά έργα στην τηλεόραση» είπε ο κύριος Δημήτρης.  circle2 δυσαρεστώ  romvos ευχάριστος, ευχαριστιέμαι  music ευ-χα-ρι-στώ

 

 

ευχή [η] ουσιαστικό (ευχές)

check1 Όταν κάνεις μία ευχή, λες κάτι που θέλεις πολύ να γίνει.  

pen1 Η Αθηνά έκανε μία ευχή.  romvosΕυχήθηκε να βρεθεί η Ροζαλία.  music ευ-χή

 

 

εύχομαι ρήμα (ευχήθηκα, θα ευχηθώ) velos ευχή

 

 

εφεύρεση [η] ουσιαστικό (εφευρέσεις)

check1 Όταν κάνω μία εφεύρεση,φτιάχνω για πρώτη φορά κάτι που δεν υπήρχε πριν.   pen1«Το τηλέφωνο είναι εφεύρεση του Γκράχαμ Μπελ» είπε η δασκάλα. 

romvos Εφευρέτης είναι αυτός που κάνει εφευρέσεις.  music ε-φεύ-ρε-ση

 

 

εφευρέτης [ο], εφευρέτρια [η] ουσιαστικό (εφευρέτες, εφευρέτριες) velos εφεύρεση

 

 

έφηβος [ο], έφηβη [η] ουσιαστικό (έφηβοι, έφηβες)

check1 Έφηβος είναι κάποιος μεταξύ 12 και 18 χρονών.  music έ-φη-βος

 

 

εφημερίδα [η] ουσιαστικό (εφημερίδες)

eikona169

check1 Στην εφημερίδα διαβάζουμε κάθε μέρα τι συμβαίνει στον κόσμο.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα είναι δημοσιογράφος και κάθε μέρα διαβάζει πολλές εφημερίδες για τη δουλειά της music ε-φη-με-ρί-δα

 

 

εφιάλτης [ο] ουσιαστικό (εφιάλτες)

check1 Εφιάλτης είναι ένα κακό όνειρο. 

pen1 Χθες η Αθηνά έβλεπε εφιάλτες και ξύπνησε τρομαγμένη.  music ε-φι-άλ-της

 

 

εχθρικός, εχθρική, εχθρικό επίθετο (εχθρικοί, εχθρικές, εχθρικά) velos εχθρός

 

 

εχθρός [ο], [η] ουσιαστικό (εχθροί)

check1O κύριος Δημήτρης δεν είχε εχθρούς. Δεν υπήρχαν άνθρωποι που ήθελαν να του κάνουν κακό.  
check2 Στον πόλεμο εχθροί είναι αυτοί που πολεμούν εναντίον μας.  circle2 φίλος

romvos Όταν κάτι είναι εχθρικό, έρχεται από τον εχθρό μας, δεν είναι φιλικό.  

music ε-χθρός

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Pοζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ