ωδείο [το] ουσιαστικό (ωδεία)
Στο ωδείο πηγαίνεις για να μάθεις μουσική και να παίζεις ένα μουσικό όργανο.
ω-δεί-ο
ωκεανός [ο] ουσιαστικό (ωκεανοί)
O ωκεανός είναι μία μεγάλη θάλασσα.
O Κώστας και η Αθηνά έψαξαν στην υδρόγειο σφαίρα και βρήκαν τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό ωκεανό. ω-κε-α-νός
ωμός, ωμή, ωμό επίθετο (ωμοί, ωμές, ωμά)
Τα ωμά τρόφιμα δεν έχουν ψηθεί ούτε μαγειρευτεί.
Η Αθηνά δεν έδινε ποτέ ωμό ψάρι στη Ροζαλία. Φρόντιζε πάντα να είναι ψημένο.
μαγειρεμένος, ψητός ω-μός
ώμος [ο] ουσιαστικό (ώμοι)
Oι ώμοι μας είναι εκεί όπου τα χέρια μας ενώνονται με το υπόλοιπο σώμα μας.
ώ-μος 'το σώμα μας'
ώρα [η] ουσιαστικό (ώρες)
Με την ώρα μετράμε το χρόνο που περνάει. Μία ώρα έχει εξήντα λεπτά. Μία ημέρα έχει είκοσι τέσσερις ώρες.
O Κώστας κοίταξε το ρολόι του. Ήθελε να μάθει τι ώρα είναι. «Έχεις λίγη ώρα να ψάξουμε για τη Ροζαλία;» ρώτησε η Αθηνά το Νίκο. Έχεις χρόνο για ψάξιμο; «Ώρες ώρες νομίζω ότι δε θα τη βρούμε». Μερικές φορές. Λέμε ότι κάποιος χάνει ή σκοτώνει την ώρα του, όταν ασχολείται με άχρηστα πράγματα. Όταν κάποιος δεν αργεί, λέμε ότι είναι στην ώρα του. ώ-ρα
ωραίος, ωραία, ωραίο επίθετο (ωραίοι, ωραίες, ωραία)
Ωραίο λέμε κάποιον ή κάτι που έχει ευχάριστη και καλή εμφάνιση. Ωραίο λέμε και κάτι που μας αρέσει.
«Τι ωραία που είναι η ζωγραφιά σου» είπε ο Κώστας στην Αθηνά. «Χαίρομαι να την κοιτάζω». όμορφος άσχημος
Όταν περνάς ωραία, περνάς ευχάριστα. ω-ραί-ος
Η Αθηνά είδε στο περιοδικό
μία ωραία ηθοποιό.
ωριμάζω ρήμα (ωρίμασα, θα ωριμάσω) ώριμος
ώριμος, ώριμη, ώριμο επίθετο (ώριμοι, ώριμες, ώριμα)
Ένα ώριμο φρούτο είναι έτοιμο για να το κόψουμε και να το φάμε.
γινωμένος άγουρος Όταν ένα φρούτο έχει ωριμάσει, είναι ώριμο.
ώ-ρι-μος
ωφέλιμος, ωφέλιμη, ωφέλιμο επίθετο (ωφέλιμοι, ωφέλιμες, ωφέλιμα) ωφελώ
ωφελώ, ωφελούμαι ρήμα (ωφέλησα, θα ωφελήσω)
Όταν ωφελείς κάποιον, κάνεις κάτι που τον βοηθάει.
«Νομίζω ότι τα φρούτα θα ωφελήσουν την υγεία μου και τη δίαιτά μου» είπε ο θείος Αλέκος. βοηθώ βλάπτω, ζημιώνω
«Τα φρούτα θα μου δώσουν πολλές ωφέλιμες βιταμίνες».
χρήσιμος άχρηστος ω-φε-λώ
ωχ επιφώνημα
Λέμε ωχ, όταν πονάμε ή όταν κάτι κακό θα συμβεί. ωχ
|