Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
Χ Ω Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
 ψάθα  ψωνίζω

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Ψψ

eikona695

 

 

ψάθα [η] ουσιαστικό (ψάθες)  

check1 Απλώνεις την ψάθα στην παραλία το καλοκαίρι για να καθίσεις ή ν'αφήσεις τα πράγματά σου.  romvos O θείος Αλέκος κυκλοφορεί μ' ένα ψάθινο καπέλο το καλοκαίρι για να μην τον καίει ο ήλιος.  music ψά-θα

 

 

ψαλίδι [το] ουσιαστικό (ψαλίδια) 

check1 Με το ψαλίδι μπορείς να κόβεις χαρτί, ύφασμα ή τα μαλλιά σου. 

music ψα-λί-δι  pen2 'τα εργαλεία'

 

 

ψαράς [ο] ουσιαστικό (ψαράδες)  

check1 Ψαράς είναι αυτός που η δουλειά του είναι να πιάνει ψάρια.  
check2 Ψαράς είναι κι αυτός που πουλάει ψάρια.  

romvos O θείος Τάκης όταν έχει ελεύθερο χρόνο πηγαίνει για ψάρεμα. Του αρέσει να ψαρεύει και να πιάνει πολλά ψάρια.  music ψα-ράς  pen2 'η θάλασσα'

 

 

ψαρεύω ρήμα (ψάρεψα, θα ψαρέψω) velos ψαράς

 

 

ψάρι [το] ουσιαστικό (ψάρια) 

eikona696

check1 Τα μπαρμπούνια, οι σαρδέλες και ο σολομός είναι ψάρια. Τα ψάρια είναι ζώα που ζουν και αναπνέουν μέσα στη θάλασσα, στις λίμνες και τα ποτάμια. Το σώμα τους είναι σκεπασμένο με λέπια.  romvos ψαρόσουπα 

music ψά-ρι

 

 

ψαχνό [το] ουσιαστικό 

check1 Το ψαχνό είναι ένα κομμάτι κρέας που δεν έχει καθόλου κόκαλο και λίπος.

music ψα-χνό

 

 

ψάχνω, ψάχνομαι ρήμα (έψαξα, θα ψάξω)

check1 Όταν ψάχνεις κάτι, προσπαθείς να το βρεις.

pen1 Η Αθηνά έψαχνε να βρει τη Ροζαλία που είχε χαθεί.  

romvos Το ψάξιμο για τη Ροζαλία κράτησε αρκετές ημέρες.  music ψά-χνω

 

 

ψαχουλεύω ρήμα (ψαχούλεψα, θα ψαχουλέψω) 

check1 Όταν ψαχουλεύεις, ψάχνεις για κάτι ανάμεσα σε διάφορα άλλα πράγματα και τ' ανακατεύεις.  pen1 Η Αθηνά ψαχούλεψε την τσάντα της για να βρει ένα μολύβι.

check2 O κύριος Γιάννης ψαχούλεψε στο σκοτάδι για να βρει τον διακόπτη και ν' ανάψει το φως. Έψαχνε να βρει κάτι με τα δάχτυλά του.  romvos ψαχούλεμα  music ψα-χου-λεύ-ω

 

 

– Όταν πηγαίνω κάπου για πρώτη  φορά και δεν αισθάνομαι άνετα,  λέμε ότι αισθάνομαι σαν ...............  έξω από το νερό. Ποια λέξη λείπει;

 

 

ψείρα [η] ουσιαστικό (ψείρες) 

check1 Η ψείρα είναι ένα πολύ μικρό έντομο που ζει και γεννάει τα αυγά της στα κεφάλια των ανθρώπων, ανάμεσα στις τρίχες των μαλλιών τους. Όταν έχουμε ψείρες στο κεφάλι μας, ξυνόμαστε πάρα πολύ.  music ψεί-ρα

 

 

ψεκάζω, ψεκάζομαι ρήμα (ψέκασα, θα ψεκάσω)

check1 Όταν ψεκάζουμε τα φυτά και τα δέντρα, ρίχνουμε πάνω τους πολλές σταγόνες φάρμακο για να τα προστατεύσουμε από διάφορες αρρώστιες.  music ψε-κά-ζω

 

 

ψέλνω και ψάλλω ρήμα (έψαλα, θα ψάλω)

check1 Στην εκκλησία οι παπάδες και οι ψάλτες ψέλνουν ύμνους της Θείας Λειτουργίας.  

check2 Η κυρία Μαργαρίτα τα έψαλε στον Κώστα για το σπάσιμο του βάζου. Τον μάλωσε.

romvos ψάλτης  music ψέλ-νω

 

 

ψέμα [το] ουσιαστικό (ψέματα)

check1 Όταν έχεις κάνει μία ζημιά και λες ότι δεν την έκανες εσύ αλλά κάποιος άλλος, τότε λες ψέματα. Λες κάτι που δεν είναι αληθινό.  circle2 αλήθεια

romvos Ένας ψεύτης λέει ψέματα. ψεύτικος  music ψέ-μα

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

 

 

ψεύτης [ο], ψεύτρα [η] ουσιαστικό (ψεύτες, ψεύτρες) velos ψέμα

 

 

ψεύτικος, ψεύτικη, ψεύτικο επίθετο (ψεύτικοι, ψεύτικες, ψεύτικα)

check1 Τις Αποκριές ο Κώστας έβαλε ψεύτικο μουστάκι και ψεύτικα γένια για να μην τον γνωρίζουν.  circle2 αληθινός  romvos ψέμα, ψεύτης  music ψεύ-τι-κος

 

 

ψηλός, ψηλή, ψηλό επίθετο (ψηλοί, ψηλές, ψηλά)  

check1 Ένας ψηλός άνθρωπος έχει μεγαλύτερο ύψος από τους περισσότερους ανθρώπους που βρίσκονται στην ίδια ηλικία μ' αυτόν.  pen1 Η Αλίκη είναι ψηλή κοπέλα για την ηλικία της. Έχει ψηλώσει αρκετά για την ηλικία της.  circle2 κοντός
check2 Ένα ψηλό κλαδί βρίσκεται σε αρκετό ύψος από το έδαφος.

pen1 Το εκκλησάκι που είδε ο Κώστας ήταν στο πιο ψηλό σημείο του βουνού.

circle2 χαμηλός  romvos Το εκκλησάκι βρίσκεται ψηλά. Είναι στην κορυφή του βουνού. ψηλώνω  circle2 κονταίνω  music ψη-λός  pen2 'αντίθετα'

 

 

ψηλώνω ρήμα (ψήλωσα, θα ψηλώσω) velos ψηλός

 

 

ψήνω, ψήνομαι ρήμα (έψησα, θα ψήσω) 

check1 Όταν ψήνεις ένα φαγητό, το μαγειρεύεις χωρίς νερό συνήθως στο φούρνο ή στα κάρβουνα. 

eikona697

check2 Όταν κάποιος ψήνεται στον πυρετό, έχει πολύ πυρετό.

romvos Το ψήσιμο κράτησε περισσότερο από μία ώρα. Ένα ψητό φαγητό είναι μαγειρεμένο στο φούρνο ή στα κάρβουνα. 

circle2 άψητος, βραστός (σαν ουσιαστικό) Το ψητό είναι κρέας μαγειρεμένο στο φούρνο ή στα κάρβουνα. ψήσιμο, ψηστιέρα  

music ψή-νω

 

 

ψησταριά [η] ουσιαστικό (ψησταριές) 

check1 Στην ψησταριά ψήνουμε κρέας ή ψάρι στα κάρβουνα πάνω σε μία σχάρα.

check2 Ψησταριά λέμε και την ταβέρνα όπου πηγαίνουμε για να φάμε ψητά κρέατα.

music ψη-στα-ριά

 

 

ψηστιέρα [η] ουσιαστικό (ψηστιέρες) 

check1 Η ψηστιέρα είναι μία μικρή ηλεκτρική συσκευή με σχάρα. Στην ψηστιέρα ψήνουμε διάφορα φαγητά. music ψη-στιέ-ρα

 

 

ψιθυρίζω ρήμα (ψιθύρισα, θα ψιθυρίσω) 

check1 Όταν ψιθυρίζεις, λες κάτι με σιγανή φωνή για να μη σε ακούσουν οι άλλοι.

pen1 O Κώστας ψιθύρισε κάτι στο Νίκο, γιατί δεν ήθελε να τους ακούσει η Αθηνά.

circle2 φωνάζω  romvos Η Αθηνά άκουγε κάποιους ψιθύρους αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι λέγανε. «Σταματήστε το ψιθύρισμα» είπε. «Θέλω ν' ακούω κι εγώ». ψιθυριστός  music ψι-θυ-ρί-ζω

 

 

ψίθυρος [ο] ουσιαστικό (ψίθυροι) velos ψιθυρίζω

 

 

ψιλικατζίδικο [το] ουσιαστικό (ψιλικατζίδικα)

check1 Το ψιλικατζίδικο είναι ένα κατάστημα που πουλά διάφορα μικρά αντικείμενα, όπως τσιγάρα, τσίχλες και περιοδικά. Τα αντικείμενα αυτά τα λέμε και ψιλικά.

romvos ψιλικά  music ψι-λι-κα-τζί-δι-κο

 

 

ψιλός, ψιλή, ψιλό επίθετο (ψιλοί, ψιλές, ψιλά) 

check1 Όταν κάτι είναι ψιλό, είναι πολύ λεπτό.

pen1 «Η βελόνα της ένεσης είναι πολύ ψιλή» είπε ο οδοντογιατρός στην Αθηνά.

circle2 χοντρός  music ψι-λός

 

 

ψίχα [η] ουσιαστικό (ψίχες) 

check1 Η ψίχα είναι το μαλακό μέσα μέρος του ψωμιού.  circle2 κόρα  music ψί-χα

 

 

ψιχάλα [η] ουσιαστικό (ψιχάλες) velos ψιχαλίζει

 

 

ψιχαλίζει ρήμα (ψιχάλισε, θα ψιχαλίσει)

check1 Όταν ψιχαλίζει, πέφτει αραιή και σιγανή βροχή με μικρές και λεπτές σταγόνες.

romvos Ψιχάλες λέμε τις σταγόνες της βροχής που πέφτουν αραιά.  music ψι-χα-λί-ζει

 

 

ψίχουλο [το] ουσιαστικό (ψίχουλα)

check1 Ψίχουλα λέμε τα πολύ μικρά κομματάκια ψωμιού που πέφτουν όταν το κόβουμε.

music ψί-χου-λο

 

 

ψοφίμι [το] ουσιαστικό (ψοφίμια)

check1 Το ψοφίμι είναι ένα νεκρό ζώο.  romvos ψόφιος, ψοφώ  music ψο-φί-μι

 

 

– Πότε λέμε ότι κάποιος σου ψήνει  το ψάρι στα χείλη;

 

 

ψόφιος, ψόφια, ψόφιο επίθετο (ψόφιοι, ψόφιες, ψόφια) 

check1 Ένα ψόφιο ζώο είναι νεκρό, δε ζει πια.   
check2 Λέμε ότι κάποιος είναι ψόφιος, όταν είναι πάρα πολύ κουρασμένος.

romvos ψοφίμι, ψοφώ  music ψό-φιος

 

 

ψοφώ και ψοφάω ρήμα (ψόφησα, θα ψοφήσω) 

check1 Όταν ένα ζώο ψοφάει, πεθαίνει.  
check2 Τον τελευταίο καιρό ο κύριος Γιάννης ψοφάει από την κούραση στη δουλειά. Κουράζεται πάρα πολύ.  music ψο-φώ

 

 

ψυγείο [το] ουσιαστικό (ψυγεία)

eikona698

check1 Το ψυγείο είναι μία ηλεκτρική συσκευή που έχουμε στο σπίτι μας για να διατηρούμε αρκετές μέρες διάφορα τρόφιμα σε χαμηλή θερμοκρασία.  
check2 «Το σπίτι είναι σκέτο ψυγείο το χειμώνα» είπε ο κύριος Μιχάλης. Κάνει πολύ κρύο.  romvos ψυγειοκαταψύκτης 

music ψυ-γεί-ο  Δες πλυντήριο

Ψυγείο και πλυντήριο.

 

 

– Τι διαφορά έχουν οι λέξεις ψηλός  - ψιλός;

 

 

ψυχαγωγώ, ψυχαγωγούμαι ρήμα (ψυχαγώγησα, θα ψυχαγωγήσω)

check1 Όταν ψυχαγωγείς κάποιον, του προσφέρεις χαρά μέσα από το χορό, τον αθλητισμό και τη μουσική.  circle1 διασκεδάζω  romvos Του προσφέρεις ψυχαγωγία.

music ψυ-χα-γω-γώ

 

 

ψυχή [η] ουσιαστικό (ψυχές) 

check1 Η ψυχή του ανθρώπου είναι ο εσωτερικός κόσμος του, τα συναισθήματά του.

pen1 Τα παιδιά έχουν αγνή ψυχή, γιατί αγαπούν όλο τον κόσμο.   
check2 O θείος Αλέκος έχει ψυχή! Δε φοβάται τίποτα κι έχει θάρρος και παλικαριά.

circle2 δειλία   
check2 Λέμε ότι βγάζεις την ψυχή, κάποιου, όταν τον ταλαιπωρείς. Όταν θέλεις κάτι πολύ, λέμε ότι το τραβάει η ψυχή σου. Λέμε ότι δίνεις την ψυχή σου σε κάτι, όταν δίνεις τα πάντα.  romvos ψυχούλα, ψυχίατρος, ψυχολόγος  music ψυ-χή

 

 

ψύχραιμος, ψύχραιμη, ψύχραιμο επίθετο (ψύχραιμοι, ψύχραιμες, ψύχραιμα)

check1 Ένας ψύχραιμος άνθρωπος καταφέρνει να είναι ήρεμος, όταν αντιμετωπίζει δυσκολίες στη ζωή του. Έχει ψυχραιμίαpen1 O Κώστας έμεινε ψύχραιμος, όταν ανακάλυψε ότι η Ροζαλία χάθηκε κι άρχισε να σκέφτεται πού να πήγε.

romvos ψυχραιμία, ψυχρός  music ψύ-χραι-μος

 

 

ψυχραίνω, ψυχραίνομαι ρήμα (ψύχρανα, θα ψυχράνω)

check1 Όταν ψυχραίνει ο καιρός, αρχίζει και κάνει κρύο.  circle1 παγώνω  circle2 ζεσταίνω   
check2 Όταν δύο άνθρωποι ψυχραίνονται μεταξύ τους, διαφωνούν σε κάτι και δεν είναι πια φίλοι.  romvos ψυχρός  music ψυ-χραί-νω

 

 

ψυχρός, ψυχρή, ψυχρό επίθετο (ψυχροί, ψυχρές, ψυχρά)

check1 Ένας ψυχρός άνεμος έχει χαμηλή θερμοκρασία, είναι κρύος.

pen1Σήμερα φυσάει ένας ψυχρός βόρειος άνεμος και κάνει πάρα πολύ κρύο. «Πώς θα παίξουμε ποδόσφαιρο;» σκέφτηκε ο Κώστας. «Κάνει ψύχρα».  
check2 Όταν ένας άνθρωπος είναι ψυχρός μαζί μας, δεν είναι πολύ χαμογελαστός ή φιλικός.  circle1 κρύος  circle2 ζεστός, θερμός  romvos ψύχρα, ψυχραίνω  circle2 ζέστη  music ψυ-χρός

 

 

ψωμί [το] ουσιαστικό (ψωμιά)

check1 Το ψωμί είναι μία ζύμη από αλεύρι,νερό και αλάτι που έχει ψηθεί στο φούρνο.

circle1 άρτος  romvos Ψωμιέρα λέμε τη θήκη όπου φυλάμε το ψωμί.  music ψω-μί

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ ,χαίρομαι, χοροπηδώ

 

 

ψωμιέρα [η] ουσιαστικό (ψωμιέρες) velos ψωμί

 

 

ψώνια [τα] ουσιαστικό (ψώνια) 

eikona699

check1Τα ψώνια είναι τα πράγματα που αγοράζει κάποιος.  

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα και η Αθηνά γύρισαν από τα μαγαζιά με τις τσάντες τους γεμάτα ψώνια.  romvos Η κυρία Μαργαρίτα και η Αθηνά ψώνισαν ρούχα και παπούτσια.   circle1 αγοράζω  music ψώ-νια

 

 

 

ψωνίζω ρήμα (ψώνισα, θα ψωνίσω) velos ψώνια

 

 

Τι έκανε ο Κώστας όταν έμαθε ότι η Ροζαλία χάθηκε; Ψάξε στη λέξη ψύχραιμος