ψάθα [η] ουσιαστικό (ψάθες)
Απλώνεις την ψάθα στην παραλία το καλοκαίρι για να καθίσεις ή ν'αφήσεις τα πράγματά σου. O θείος Αλέκος κυκλοφορεί μ' ένα ψάθινο καπέλο το καλοκαίρι για να μην τον καίει ο ήλιος. ψά-θα
ψαλίδι [το] ουσιαστικό (ψαλίδια)
Με το ψαλίδι μπορείς να κόβεις χαρτί, ύφασμα ή τα μαλλιά σου.
ψα-λί-δι 'τα εργαλεία'
ψαράς [ο] ουσιαστικό (ψαράδες)
Ψαράς είναι αυτός που η δουλειά του είναι να πιάνει ψάρια. Ψαράς είναι κι αυτός που πουλάει ψάρια.
O θείος Τάκης όταν έχει ελεύθερο χρόνο πηγαίνει για ψάρεμα. Του αρέσει να ψαρεύει και να πιάνει πολλά ψάρια. ψα-ράς 'η θάλασσα'
ψαρεύω ρήμα (ψάρεψα, θα ψαρέψω) ψαράς
ψάρι [το] ουσιαστικό (ψάρια)
Τα μπαρμπούνια, οι σαρδέλες και ο σολομός είναι ψάρια. Τα ψάρια είναι ζώα που ζουν και αναπνέουν μέσα στη θάλασσα, στις λίμνες και τα ποτάμια. Το σώμα τους είναι σκεπασμένο με λέπια. ψαρόσουπα
ψά-ρι
ψαχνό [το] ουσιαστικό
Το ψαχνό είναι ένα κομμάτι κρέας που δεν έχει καθόλου κόκαλο και λίπος.
ψα-χνό
ψάχνω, ψάχνομαι ρήμα (έψαξα, θα ψάξω)
Όταν ψάχνεις κάτι, προσπαθείς να το βρεις.
Η Αθηνά έψαχνε να βρει τη Ροζαλία που είχε χαθεί.
Το ψάξιμο για τη Ροζαλία κράτησε αρκετές ημέρες. ψά-χνω
ψαχουλεύω ρήμα (ψαχούλεψα, θα ψαχουλέψω)
Όταν ψαχουλεύεις, ψάχνεις για κάτι ανάμεσα σε διάφορα άλλα πράγματα και τ' ανακατεύεις. Η Αθηνά ψαχούλεψε την τσάντα της για να βρει ένα μολύβι.
O κύριος Γιάννης ψαχούλεψε στο σκοτάδι για να βρει τον διακόπτη και ν' ανάψει το φως. Έψαχνε να βρει κάτι με τα δάχτυλά του. ψαχούλεμα ψα-χου-λεύ-ω
– Όταν πηγαίνω κάπου για πρώτη φορά και δεν αισθάνομαι άνετα, λέμε ότι αισθάνομαι σαν ............... έξω από το νερό. Ποια λέξη λείπει;
ψείρα [η] ουσιαστικό (ψείρες)
Η ψείρα είναι ένα πολύ μικρό έντομο που ζει και γεννάει τα αυγά της στα κεφάλια των ανθρώπων, ανάμεσα στις τρίχες των μαλλιών τους. Όταν έχουμε ψείρες στο κεφάλι μας, ξυνόμαστε πάρα πολύ. ψεί-ρα
ψεκάζω, ψεκάζομαι ρήμα (ψέκασα, θα ψεκάσω)
Όταν ψεκάζουμε τα φυτά και τα δέντρα, ρίχνουμε πάνω τους πολλές σταγόνες φάρμακο για να τα προστατεύσουμε από διάφορες αρρώστιες. ψε-κά-ζω
ψέλνω και ψάλλω ρήμα (έψαλα, θα ψάλω)
Στην εκκλησία οι παπάδες και οι ψάλτες ψέλνουν ύμνους της Θείας Λειτουργίας.
Η κυρία Μαργαρίτα τα έψαλε στον Κώστα για το σπάσιμο του βάζου. Τον μάλωσε.
ψάλτης ψέλ-νω
ψέμα [το] ουσιαστικό (ψέματα)
Όταν έχεις κάνει μία ζημιά και λες ότι δεν την έκανες εσύ αλλά κάποιος άλλος, τότε λες ψέματα. Λες κάτι που δεν είναι αληθινό. αλήθεια
Ένας ψεύτης λέει ψέματα. ψεύτικος ψέ-μα
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
ψεύτης [ο], ψεύτρα [η] ουσιαστικό (ψεύτες, ψεύτρες) ψέμα
ψεύτικος, ψεύτικη, ψεύτικο επίθετο (ψεύτικοι, ψεύτικες, ψεύτικα)
Τις Αποκριές ο Κώστας έβαλε ψεύτικο μουστάκι και ψεύτικα γένια για να μην τον γνωρίζουν. αληθινός ψέμα, ψεύτης ψεύ-τι-κος
ψηλώνω ρήμα (ψήλωσα, θα ψηλώσω) ψηλός
ψήνω, ψήνομαι ρήμα (έψησα, θα ψήσω)
Όταν ψήνεις ένα φαγητό, το μαγειρεύεις χωρίς νερό συνήθως στο φούρνο ή στα κάρβουνα.
Όταν κάποιος ψήνεται στον πυρετό, έχει πολύ πυρετό.
Το ψήσιμο κράτησε περισσότερο από μία ώρα. Ένα ψητό φαγητό είναι μαγειρεμένο στο φούρνο ή στα κάρβουνα.
άψητος, βραστός (σαν ουσιαστικό) Το ψητό είναι κρέας μαγειρεμένο στο φούρνο ή στα κάρβουνα. ψήσιμο, ψηστιέρα
ψή-νω
ψησταριά [η] ουσιαστικό (ψησταριές)
Στην ψησταριά ψήνουμε κρέας ή ψάρι στα κάρβουνα πάνω σε μία σχάρα.
Ψησταριά λέμε και την ταβέρνα όπου πηγαίνουμε για να φάμε ψητά κρέατα.
ψη-στα-ριά
ψηστιέρα [η] ουσιαστικό (ψηστιέρες)
Η ψηστιέρα είναι μία μικρή ηλεκτρική συσκευή με σχάρα. Στην ψηστιέρα ψήνουμε διάφορα φαγητά. ψη-στιέ-ρα
ψιθυρίζω ρήμα (ψιθύρισα, θα ψιθυρίσω)
Όταν ψιθυρίζεις, λες κάτι με σιγανή φωνή για να μη σε ακούσουν οι άλλοι.
O Κώστας ψιθύρισε κάτι στο Νίκο, γιατί δεν ήθελε να τους ακούσει η Αθηνά.
φωνάζω Η Αθηνά άκουγε κάποιους ψιθύρους αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι λέγανε. «Σταματήστε το ψιθύρισμα» είπε. «Θέλω ν' ακούω κι εγώ». ψιθυριστός ψι-θυ-ρί-ζω
ψίθυρος [ο] ουσιαστικό (ψίθυροι) ψιθυρίζω
ψιλικατζίδικο [το] ουσιαστικό (ψιλικατζίδικα)
Το ψιλικατζίδικο είναι ένα κατάστημα που πουλά διάφορα μικρά αντικείμενα, όπως τσιγάρα, τσίχλες και περιοδικά. Τα αντικείμενα αυτά τα λέμε και ψιλικά.
ψιλικά ψι-λι-κα-τζί-δι-κο
ψιλός, ψιλή, ψιλό επίθετο (ψιλοί, ψιλές, ψιλά)
Όταν κάτι είναι ψιλό, είναι πολύ λεπτό.
«Η βελόνα της ένεσης είναι πολύ ψιλή» είπε ο οδοντογιατρός στην Αθηνά.
χοντρός ψι-λός
ψίχα [η] ουσιαστικό (ψίχες)
Η ψίχα είναι το μαλακό μέσα μέρος του ψωμιού. κόρα ψί-χα
ψιχάλα [η] ουσιαστικό (ψιχάλες) ψιχαλίζει
ψιχαλίζει ρήμα (ψιχάλισε, θα ψιχαλίσει)
Όταν ψιχαλίζει, πέφτει αραιή και σιγανή βροχή με μικρές και λεπτές σταγόνες.
Ψιχάλες λέμε τις σταγόνες της βροχής που πέφτουν αραιά. ψι-χα-λί-ζει
ψίχουλο [το] ουσιαστικό (ψίχουλα)
Ψίχουλα λέμε τα πολύ μικρά κομματάκια ψωμιού που πέφτουν όταν το κόβουμε.
ψί-χου-λο
ψοφίμι [το] ουσιαστικό (ψοφίμια)
Το ψοφίμι είναι ένα νεκρό ζώο. ψόφιος, ψοφώ ψο-φί-μι
– Πότε λέμε ότι κάποιος σου ψήνει το ψάρι στα χείλη;
ψόφιος, ψόφια, ψόφιο επίθετο (ψόφιοι, ψόφιες, ψόφια)
Ένα ψόφιο ζώο είναι νεκρό, δε ζει πια. Λέμε ότι κάποιος είναι ψόφιος, όταν είναι πάρα πολύ κουρασμένος.
ψοφίμι, ψοφώ ψό-φιος
ψοφώ και ψοφάω ρήμα (ψόφησα, θα ψοφήσω)
Όταν ένα ζώο ψοφάει, πεθαίνει. Τον τελευταίο καιρό ο κύριος Γιάννης ψοφάει από την κούραση στη δουλειά. Κουράζεται πάρα πολύ. ψο-φώ
ψυγείο [το] ουσιαστικό (ψυγεία)
Το ψυγείο είναι μία ηλεκτρική συσκευή που έχουμε στο σπίτι μας για να διατηρούμε αρκετές μέρες διάφορα τρόφιμα σε χαμηλή θερμοκρασία. «Το σπίτι είναι σκέτο ψυγείο το χειμώνα» είπε ο κύριος Μιχάλης. Κάνει πολύ κρύο. ψυγειοκαταψύκτης
ψυ-γεί-ο Δες πλυντήριο
Ψυγείο και πλυντήριο.
– Τι διαφορά έχουν οι λέξεις ψηλός - ψιλός;
ψυχαγωγώ, ψυχαγωγούμαι ρήμα (ψυχαγώγησα, θα ψυχαγωγήσω)
Όταν ψυχαγωγείς κάποιον, του προσφέρεις χαρά μέσα από το χορό, τον αθλητισμό και τη μουσική. διασκεδάζω Του προσφέρεις ψυχαγωγία.
ψυ-χα-γω-γώ
ψυχή [η] ουσιαστικό (ψυχές)
Η ψυχή του ανθρώπου είναι ο εσωτερικός κόσμος του, τα συναισθήματά του.
Τα παιδιά έχουν αγνή ψυχή, γιατί αγαπούν όλο τον κόσμο. O θείος Αλέκος έχει ψυχή! Δε φοβάται τίποτα κι έχει θάρρος και παλικαριά.
δειλία Λέμε ότι βγάζεις την ψυχή, κάποιου, όταν τον ταλαιπωρείς. Όταν θέλεις κάτι πολύ, λέμε ότι το τραβάει η ψυχή σου. Λέμε ότι δίνεις την ψυχή σου σε κάτι, όταν δίνεις τα πάντα. ψυχούλα, ψυχίατρος, ψυχολόγος ψυ-χή
ψύχραιμος, ψύχραιμη, ψύχραιμο επίθετο (ψύχραιμοι, ψύχραιμες, ψύχραιμα)
Ένας ψύχραιμος άνθρωπος καταφέρνει να είναι ήρεμος, όταν αντιμετωπίζει δυσκολίες στη ζωή του. Έχει ψυχραιμία. O Κώστας έμεινε ψύχραιμος, όταν ανακάλυψε ότι η Ροζαλία χάθηκε κι άρχισε να σκέφτεται πού να πήγε.
ψυχραιμία, ψυχρός ψύ-χραι-μος
ψωμί [το] ουσιαστικό (ψωμιά)
Το ψωμί είναι μία ζύμη από αλεύρι,νερό και αλάτι που έχει ψηθεί στο φούρνο.
άρτος Ψωμιέρα λέμε τη θήκη όπου φυλάμε το ψωμί. ψω-μί
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ ,χαίρομαι, χοροπηδώ
ψωμιέρα [η] ουσιαστικό (ψωμιέρες) ψωμί
ψώνια [τα] ουσιαστικό (ψώνια)
Τα ψώνια είναι τα πράγματα που αγοράζει κάποιος.
Η κυρία Μαργαρίτα και η Αθηνά γύρισαν από τα μαγαζιά με τις τσάντες τους γεμάτα ψώνια. Η κυρία Μαργαρίτα και η Αθηνά ψώνισαν ρούχα και παπούτσια. αγοράζω ψώ-νια
ψωνίζω ρήμα (ψώνισα, θα ψωνίσω) ψώνια
Τι έκανε ο Κώστας όταν έμαθε ότι η Ροζαλία χάθηκε; Ψάξε στη λέξη ψύχραιμος
|