Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
Φ Ψ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
 χάδι  χωρώ

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Χχ

eikona671

 

 

χάδι [το] ουσιαστικό (χάδια) velos χαϊδεύω

 

 

χαζεύω ρήμα (χάζεψα, θα χαζέψω)  

check1 Όταν χαζεύεις, δεν προσέχεις αλλά ασχολείσαι με θέματα ασήμαντα και περνάς την ώρα σου χωρίς να κάνεις κάτι χρήσιμο.  pen1O Νίκος χάζευε στο σχολείο και τώρα δεν μπορεί να λύσει τις ασκήσεις του.  circle1 χασομερώ  
check2 «O κύριος Μιχάλης χάζεψε και φωνάζει έτσι;», ρώτησε ο κύριος Δημήτρης. Φέρεται σαν χαζός.  romvos χάζεμα, χαζός  music χα-ζεύ-ω

 

 

χαζός, χαζή, χαζό επίθετο (χαζοί, χαζές, χαζά) 

check1 Χαζό λέμε κάποιον που δεν είναι έξυπνος.

pen1«Δεν είμαι τόσο χαζός ν'αφήσω το κλουβί του Πιτσικόκου ανοιχτό» είπε ο Κώστας. «Μάλλον δεν έκλεισε καλά» συνέχισε.  circle1 κουτός, ανόητος  circle2 έξυπνος 

music χα-ζός

 

 

χαϊδεύω, χαϊδεύομαι ρήμα (χάιδεψα, θα χαϊδέψω)  

check1 Όταν χαϊδεύεις κάποιον, τον ακουμπάς απαλά με το χέρι σου για να του δείξεις την αγάπη σου και το ενδιαφέρον σου. Του δίνεις χάδια.  
check2 «Τον Νίκο τον χάιδεψαν πολύ οι γονείς του κι έχει γίνει κακομαθημένος» είπε η Αθηνά. Του έκαναν όλα τα χατίρια.  circle1 κανακεύω, παραχαϊδεύω

romvos χάιδεμα, χάδι  music χαϊ-δεύ-ω

 

 

χαιρετισμός [ο] ουσιαστικό (χαιρετισμοί) velos χαιρετώ

 

 

χαιρετώ και χαιρετάω/χαιρετίζω, χαιρετιέμαι και χαιρετίζομαι ρήμα (χαιρέτησα και χαιρέτισα, θα χαιρετήσω και θα χαιρετίσω)  

check1 Χαιρετάς κάποιον με λέξεις ή με χειρονομίες, όταν τον συναντάς. Όταν χαιρετάς ένα φίλο σου, λες «γεια σου», ενώ όταν χαιρετάς τους μεγαλύτερους, λες «γεια σας ή χαίρετε».  
check2 O Νίκος και η Αθηνά συναντήθηκαν στο δρόμο μετά από καιρό και χαιρετήθηκαν με χαρά. Χαιρέτησαν ο ένας τον άλλο.  romvos Την πρώτη ημέρα που ανοίγουν τα σχολεία οι συμμαθητές ανταλλάσσουν φιλικούς χαιρετισμούς μεταξύ τους.  music χαι-ρε-τώ

 

 

χαίρομαι ρήμα (χάρηκα, θα χαρώ)  

check1 Όταν χαίρεσαι, είσαι πολύ ευχαριστημένος κι αισθάνεσαι πολύ όμορφα.

pen1 Η Αθηνά χαίρεται, γιατί βρέθηκε η Ροζαλία.  

circle1 ευχαριστιέμαι  circle2 λυπάμαι, στεναχωριέμαι  
check2 O κύριος Γιάννης δεν μπόρεσε να χαρεί το κυριακάτικο πρωινό. Έπρεπε να πάει στο γραφείο του για μία δουλειά. Δεν μπόρεσε να το απολαύσει.  
check2 Η κυρία Μαργαρίτα έβλεπε την κόρη της στην παρέλαση και τη χαιρόταν. Την καμάρωνε.  romvos Η Αθηνά είναι πολύ χαρούμενη που ξαναβρήκε τη γάτα της. O Κώστας αισθάνεται κι αυτός μεγάλη χαρά.  music χαί-ρο-μαι

 

 

– Γιατί βάζουμε διαλυτικά στη λέξη  χαϊδεύω και όχι στη λέξη χάιδεμα;

 

 

Τι έγινε τελικά με τον Πιτσικόκο;Ψάξε στις λέξεις ελεύθερος, πετώ, πηδώ, προετοιμάζω

 

 

χαίτη [η] ουσιαστικό (χαίτες) 

eikona672

check1 Η χαίτη είναι οι μακριές τρίχες που υπάρχουν στο πίσω μέρος του λαιμού του αλόγου. Χαίτη έχουν και άλλα ζώα.  

pen1 Το λιοντάρι έχει πολύ πλούσια χαίτη.  music χαί-τη

 

 

χαλάζι [το] ουσιαστικό (χαλάζια) 

check1 Όταν πέφτει χαλάζι, τότε πέφτουν στο έδαφος πολλές μπαλίτσες παγωμένου νερού που μοιάζουν με βροχή και είναι σκληρές σαν στραγάλια.  music χα-λά-ζι

 

 

χαλαρός, χαλαρή, χαλαρό επίθετο (χαλαροί, χαλαρές, χαλαρά)

check1 Η ζώνη σου είναι χαλαρή, όταν δεν την έχεις σφίξει αρκετά.

pen1 O κόμπος στο σκοινί ήταν χαλαρός και το μπαλόνι λύθηκε και έφυγε.  circle2 σφιχτός romvos O κόμπος χαλάρωσε και το σκοινί λύθηκε με αποτέλεσμα ο χαρταετός να μας φύγει.  circle2 σφίγγω χαλάρωση  music χα-λα-ρός

 

 

χαλαρώνω ρήμα (χαλάρωσα, θα χαλαρώσω) velos χαλαρός

 

 

χαλί [το] ουσιαστικό (χαλιά)

eikona673

check1 Το χειμώνα στρώνουμε στο πάτωμα χαλιά για να είναι πιο ζεστό το σπίτι μας.  music χα-λί

 

 

χάλι [το] ουσιαστικό (χάλια) 

check1 «Αθηνά, το ποδήλατό σου έχει το χάλι του, πού το έριξες πάλι και το χάλασες;» ρώτησε ο κύριος Γιάννης. Βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση. Είναι χάλια.  music χά-λι

 

 

χαλίκι [το] ουσιαστικό (χαλίκια) 

check1 Το χαλίκι είναι ένα μικρό κομμάτι πέτρας.  pen1 O δρόμος είχε πολλά χαλίκια και η Αθηνά γλίστρησε με το ποδήλατό της.  music χα-λί-κι

 

 

χαλινάρι [το] ουσιαστικό (χαλινάρια) 

check1 Με το χαλινάρι δένουμε το κεφάλι του αλόγου για να μπορούμε να το οδηγούμε στο δρόμο.  music χα-λι-νά-ρι

 

 

– Ποιο άλλο ζώο εκτός από το  λιοντάρι έχει χαίτη;

 

 

χαλκός [ο] ουσιαστικό

check1 O χαλκός είναι ένα μέταλλο με κοκκινωπό χρώμα. Απ' αυτό φτιάχνουμε σύρματα κι άλλα αντικείμενα.  romvos Στους αγώνες στίβου ο τρίτος νικητής παίρνει χάλκινο μετάλλιο.  music χαλ-κός

 

 

χαλώ και χαλάω ρήμα (χάλασα, θα χαλάσω)

check1 Όταν χαλάς κάτι, το καταστρέφεις και είναι πια άχρηστο.

pen1 O Κώστας χάλασε ένα αυτοκινητάκι που είχε, και ο κύριος Γιάννης το πέταξε.  
check2 «Τόσο γρήγορα χάλασες τα λεφτά σου, Αθηνά; Τι τα έκανες;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα. Τα ξόδεψες γρήγορα.  
check2 Η κουζίνα χάλασε και η κυρία Μαργαρίτα κάλεσε τον ηλεκτρολόγο. Έπαθε βλάβη.  

check2 «Το φαγητό έμεινε δύο μέρες έξω από το ψυγείο και χάλασε» είπε στη θεία του ο κύριος Μιχάλης. Μυρίζει κι άλλαξε η γεύση του. Δεν τρώγεται πια.  
check2 «O καιρός χάλασε. Άρχισε να βρέχει» είπε η κυρία Μαργαρίτα.

romvos Χαλάσματα λέμε τα ερείπια ενός σπιτιού.  music χα-λώ

 

 

χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό επίθετο (χαμηλοί, χαμηλές, χαμηλά)

check1 Όταν κάτι είναι χαμηλό, βρίσκεται κοντά στο έδαφος.  circle1 ψηλός  

pen1 «Τα παιχνίδια είναι σ' ένα χαμηλό ράφι και μπορείς να τα φτάσεις εύκολα» είπε ο Κώστας στο Νίκο.  
check2 Η θεία Κατερίνα μιλάει με χαμηλή φωνή. Αντίθετα ο θείος Σταμάτης φωνάζει συνέχεια. Με σιγανή φωνή που έχει μικρή ένταση.  
check2 Έξω χιονίζει και κάνει πολύ κρύο. Η θερμοκρασία είναι πολύ χαμηλή. Είναι κάτω από το μηδέν.  circle1 υψηλός  romvos Στο σχολείο ο γυμναστής χαμήλωσε την μπασκέτα για να παίξουν τα μικρά παιδιά μπάσκετ.  circle2 ανεβάζω, ψηλώνω  χαμηλά  music χα-μη-λός

 

 

χαμηλώνω ρήμα (χαμήλωσα, θα χαμηλώσω) velos χαμηλός

 

 

χαμόγελο [το] ουσιαστικό (χαμόγελα) velos χαμογελώ

 

 

χαμογελώ και χαμογελάω ρήμα (χαμογέλασα, θα χαμογελάσω)  

eikona674

check1 Όταν χαμογελάς, τεντώνεις τα χείλια σου και φαίνεται η χαρά στο πρόσωπό σου. pen1 Η Αθηνά χαμογελά πάντα, όταν τη βγάζουν φωτογραφία.  romvos Το χαμόγελο ομορφαίνει το πρόσωπό σου. Είναι ένα ελαφρό γέλιο.  music χα-μο-γε-λώ

Το μωρό χαμογελάει συνέχεια.

 

 

χαμομήλι [το] ουσιαστικό (χαμομήλια)   

check1 Το χαμομήλι είναι ένα άγριο φυτό που μοιάζει με μικρή μαργαρίτα. Το βράζουμε το χειμώνα και το πίνουμε, όταν είμαστε άρρωστοι.  music χα-μο-μή-λι

 

 

χάμπουργκερ [το] ουσιαστικό 

check1 Το χάμπουργκερ είναι ένα σάντουιτς μ' ένα μπιφτέκι και τυρί ανάμεσα σε δύο στρογγυλά ψωμάκια. Το αγοράζουμε έτοιμο από μαγαζιά που φτιάχνουν γρήγορο φαγητό και τα λέμε φαστφούντ.  music χά-μπουρ-γκερ  pen2 'το πάρτι'
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

χαντάκι [το] ουσιαστικό (χαντάκια) 

eikona675

check1 Το χαντάκι είναι ένα στενόμακρο άνοιγμα στο έδαφος. Το σκάβουμε για να περνάει το νερό από εκεί κι έτσι να ποτίζουμε τα χωράφια.  circle1 αυλάκι  music χα-ντά-κι

 

 

χάντρα [η] ουσιαστικό (χάντρες)  

eikona676

check1 Η χάντρα είναι μία μικρή μπαλίτσα από χρωματιστό γυαλί ή πλαστικό. Έχει μία τρύπα στη μέση για να περνάει από μέσα της κορδόνι. Με τις χάντρες φτιάχνουμε κομπολόγια και κοσμήματα.  music χά-ντρα

 

 

χάνω, χάνομαι ρήμα (έχασα, θα χάσω)  

check1 Όταν χάνεις κάτι, δεν ξέρεις πού βρίσκεται.

pen1 O Κώστας έχασε το βιβλίο του και δε μπορούσε να διαβάσει.  circle2 βρίσκω  
check2 Η ομάδα του Κώστα έχασε στο ποδόσφαιρο. Νικήθηκε.
check2 O Νίκος κόντεψε να χάσει τη χρονιά του από τις πολλές απουσίες. Κόντεψε να μην περάσει τη χρονιά του, να μην πάει στην επόμενη τάξη. 
check2 O Κώστας τα έχασε από τις φωνές του κυρίου Μιχάλη. Δεν ήξερε τι να κάνει.

romvos χάσιμο  music χά-νω

 

 

χάπι [το] ουσιαστικό (χάπια) 

eikona677

check1 Όταν κάποιος είναι άρρωστος, παίρνει χάπια για να γίνει καλά.  music χά-πι

 

 

 

χαρά [η] ουσιαστικό (χαρές) velos χαίρομαι

 

 

χαράζω, χαράζομαι ρήμα (χάραξα, θα χαράξω)  

check1 Όταν χαράζεις κάτι, κάνεις γραμμές στην επιφάνειά του με κάτι σκληρό.

pen1 O τεχνίτης χάραξε πάνω στη μεταλλική πλάκα τ' όνομα και το επάγγελμα του κυρίου Γιάννη. Το χάραγμα της πλάκας τού πήρε μία μέρα.  
check2 (μόνο στην ενεργητική φωνή) Όταν χαράζει η ημέρα, φεύγει η νύχτα κι αρχίζει να φωτίζει σιγά σιγά.  romvos Η κυρία Μαργαρίτα βλέπει από το παράθυρό της το χάραμα. Τότε ο ουρανός γεμίζει όμορφα χρώματα.  music χα-ρά-ζω

 

 

χάρακας [ο] ουσιαστικό (χάρακες) 

check1 Με το χάρακα τραβάμε ίσιες γραμμές και τις μετράμε.  music χά-ρα-κας

 

 

χαρακτήρας [ο] ουσιαστικό (χαρακτήρες) 

check1 Kάθε άνθρωπος έχει το δικό του χαρακτήρα, δηλαδή το δικό του τρόπο συμπεριφοράς και σκέψης.  pen1 O Κώστας είναι διαφορετικός χαρακτήρας από την Αθηνά. Είναι πιο ζωηρός αλλά και πιο ευαίσθητος.  music χα-ρα-κτή-ρας

 

 

χάραμα [το] ουσιαστικό (χαράματα) velos χαράζω

 

 

χαραμάδα [η] ουσιαστικό (χαραμάδες) 

check1 O αέρας μπαίνει μέσα στο σπίτι από τη χαραμάδα που υπάρχει κάτω από την εξώπορτα.  music χα-ρα-μά-δα

 

 

χάρη [η] ουσιαστικό (χάρες)  

check1 Όταν κάποιος έχει χάρη, έχει ομορφιά και κομψότητα.  

pen1 Η Αλίκη έχει χάρη στο περπάτημά της.

check2 Όταν κάνεις μία χάρη σε κάποιον, του κάνεις μία δουλειά, μία εξυπηρέτηση χωρίς αντάλλαγμα.  pen1 O Κώστας έκανε μία χάρη στο Νίκο. Μάζεψε όλα τα βιβλία του.

check2 «Έχε χάρη που είσαι κουρασμένος» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα. «Αλλιώς δε θα το γλίτωνες το μπάνιο!».  music χά-ρη

 

 

χαρίζω, χαρίζομαι ρήμα (χάρισα, θα χαρίσω)  

check1 Όταν χαρίζεις κάτι σε κάποιον, του δίνεις κάτι ως δώρο.  

pen1 O Κώστας χάρισε το ένα αυτοκινητάκι του στον Νίκο.  circle1 δωρίζω  
check2 «Το δαχτυλίδι αυτό είναι δώρο και δε χαρίζεται. Αλλιώς, θα σου το έδινα, Αλίκη» είπε η Αθηνά. Δε δίνεται σαν δώρο.  music χα-ρί-ζω

 

 

χαριτωμένος, χαριτωμένη, χαριτωμένο επίθετο (χαριτωμένοι, χαριτωμένες, χαριτωμένα)  

check1 Χαριτωμένο λέμε κάποιον που είναι όμορφος και κομψός, που έχει χάρη.

pen1 Η Αλίκη είναι μία χαριτωμένη κοπέλα. Έχει όμορφο πρόσωπο και καλούς τρόπους.  romvos χάρη  music χα-ρι-τω-μέ-νος

 

 

χαρούμενος, χαρούμενη, χαρούμενο μετοχή (χαρούμενοι, χαρούμενες, χαρούμενα) velosχαίρομαι

 

 

χαρταετός [ο] ουσιαστικό (χαρταετοί) 

eikona678

check1 O χαρταετός είναι μία ελαφριά κατασκευή από χαρτί ή πλαστικό με ξυλόβεργες και μία μακριά χάρτινη ουρά. Είναι δεμένος μ' ένα μακρύ σκοινί. Όταν έχει ελαφρό αεράκι, ο χαρταετός σηκώνεται ψηλά στον ουρανό. Χαρταετό πετάμε συνήθως την Καθαρή Δευτέρα.  music χαρ-τα-ε-τός

 

 

χαρτζιλίκι [το] ουσιαστικό (χαρτζιλίκια) 

check1 Το χαρτζιλίκι είναι τα χρήματα που δίνουμε σαν δώρο σε κάποιον πού δε δουλεύει για ν' αγοράσει κάτι φαγώσιμο ή ό,τι άλλο χρειάζεται.  music χαρ-τζι-λί-κι

 

 

χάρτης [ο] ουσιαστικό (χάρτες)  

check1 O χάρτης είναι ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί. Πάνω του είναι σχεδιασμένος ο τόπος σου, η χώρα σου ή ολόκληρος ο κόσμος.  pen1Στην τάξη του Κώστα υπάρχει ένας χάρτης της Ελλάδας.  music χάρ-της  pen2 'ο χάρτης της Ελλάδας'

 

 

χαρτί [το] ουσιαστικό (χαρτιά)  

check1 Από χαρτί είναι φτιαγμένα τα βιβλία και τα τετράδιά μας. Το χαρτί γίνεται από ξύλο.  
check2 Χαρτί λέμε κι ένα κομμάτι ή φύλλο χαρτιού.

pen1 Η Αθηνά έψαχνε ένα χαρτί για να γράψει το τηλέφωνο της Ελένης.  
check2 Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς όλη η οικογένεια παίζει χαρτιά για το καλό του καινούριου χρόνου. Παίζει ένα τυχερό παιχνίδι με την τράπουλα.  romvos Τις Αποκριές φοράμε χάρτινα καπέλα. Φυσάμε τη μύτη μας σε χαρτομάντιλα. Το ευρώ εκτός από τα κέρματα έχει και χαρτονομίσματα. Χαρτικά λέμε τα αντικείμενα που είναι φτιαγμένα από χαρτί.  music χαρ-τί

 

 

χαρτόνι [το] ουσιαστικό (χαρτόνια) 

check1 Το χαρτόνι είναι χοντρό και σκληρό χαρτί. Μ' αυτό φτιάχνουμε κουτιά.

music χαρ-τό-νι

 

 

χαρτονόμισμα [το] ουσιαστικό (χαρτονομίσματα) velos χαρτί

 

 

χασάπης [ο] ουσιαστικό (χασάπηδες)

eikona679

check1 O χασάπης μάς πουλάει κρέας.  circle1 κρεοπώλης

romvos Η κυρία Μαργαρίτα ψωνίζει κρέας από τον ίδιο χασάπη, γιατί έχει το χασάπικό του πάντα καθαρό.  circle1 κρεοπωλείο  music χα-σά-πης

 

 

 

χασάπικο [το] ουσιαστικό (χασάπικα) velos χασάπης

 

 

χασμουρητό [το] ουσιαστικό (χασμουρητά) velosχασμουριέμαι

 

 

χασμουριέμαι ρήμα (χασμουρήθηκα, θα χασμουρηθώ) 

eikona680

check1 Όταν χασμουριέσαι, ανοίγεις το στόμα σου και αναπνέεις βαθιά χωρίς να το θέλεις, επειδή είσαι κουρασμένος και θέλεις να κοιμηθείς.  romvos Σε πιάνει χασμουρητό, όταν νυστάζεις.  

music χα-σμου-ριέ-μαι

 

 

χασομερώ και χασομεράω ρήμα (χασομέρησα, θα χασομερήσω) 

check1 Όταν χασομεράς, χάνεις το χρόνο σου χωρίς να κάνεις κάτι χρήσιμο. 
check2 «Με χασομέρησε η θεία του κυρίου Μιχάλη με την κουβέντα της κι άργησα να έρθω σπίτι» είπε η κυρία Μαργαρίτα. Έγινε αιτία να καθυστερήσω.  music χα-σο-με-ρώ

 

 

χαστούκι [το] ουσιαστικό (χαστούκια)  

check1 Όταν δίνεις ένα χαστούκι σε κάποιον, τον χτυπάς με το χέρι σου στο μάγουλο.

romvos O κύριος Μιχάλης χαστούκισε τον Ίγκλι και μετά το μετάνιωσε και του ζήτησε συγνώμη.  music χα-στού-κι

 

 

χαστουκίζω ρήμα (χαστούκισα, θα χαστουκίσω) velos χαστούκι

 

 

χατίρι [το] ουσιαστικό (χατίρια) 

check1 Όταν κάνεις το χατίρι κάποιου, του κάνεις ή του προσφέρεις ό,τι θέλει για να τον ευχαριστήσεις.  
check2 O κύριος Δημήτρης δε χαλάει ποτέ το χατίρι των παιδιών. Τους δίνει πάντα ό,τι του ζητήσουν.  music χα-τί-ρι

 

 

χάφτω ρήμα (έχαψα, θα χάψω) 

check1 Όταν χάφτεις κάτι που τρώγεται, το τρως και το καταπίνεις λαίμαργα.  

pen1O Κώστας έχαψε όλο το γλυκό με μία μπουκιά. Πεινούσε πολύ.  
check2 «Δεν τις χάφτω εγώ τις δικαιολογίες σας!» είπε ο κύριος Μιχάλης στα παιδιά που του έσπασαν το τζάμι. Δεν τις πιστεύω.  music χά-φτω

 

 

χαχανίζω ρήμα (χαχάνισα, θα χαχανίσω) 

check1 Όταν χαχανίζεις, γελάς δυνατά.  circle1 χασκογελώ
romvos O κύριος Μιχάλης θυμώνει όταν ακούει τα χαχανητά των παιδιών.  music χα-χα-νί-ζω

 

 

χείλι και χείλος [το] ουσιαστικό (χείλια, χείλη)  

check1 Τα χείλια σου είναι κάτω από τη μύτη σου και πάνω από το πιγούνι σου. Είναι κόκκινα και τ' ανοίγεις για να γελάσεις, να μιλήσεις και να φας.  

music χεί-λι  pen2 'το σώμα μας'

 

 

χειμώνας [ο] ουσιαστικό (χειμώνες)  

check1 O χειμώνας είναι μία από τις τέσσερις εποχές του έτους. Έρχεται μετά το φθινόπωρο και πριν την άνοιξη.  romvos Τα χειμωνιάτικα ρούχα είναι πιο βαριά και πιο ζεστά από τα καλοκαιρινά.  music χει-μώ-νας  pen2 'οι εποχές-οι μήνες-οι μέρες'

 

 

χειροκροτώ, χειροκροτούμαι/χειροκροτιέμαι ρήμα (χειροκρότησα, θα χειροκροτήσω)  

check1 Όταν χειροκροτάς μετά το τέλος μίας παράστασης, χτυπάς με δύναμη τις παλάμες σου μεταξύ τους για να δείξεις τη χαρά και τον ενθουσιασμό σου.

romvos Το χειροκρότημα δίνει πάντα χαρά στους ηθοποιούς.  circle1 παλαμάκια  χέρι

music χει-ρο-κρο-τώ

 

 

χειρονομία [η] ουσιαστικό (χειρονομίες) velos χέρι

 

 

χειρότερος, χειρότερη, χειρότερο επίθετο (χειρότεροι, χειρότερες, χειρότερα) 

check1 Όταν κάποιος είναι χειρότερος, είναι περισσότερο κακός από κάποιον άλλο.

pen1 O φετινός χειμώνας είναι χειρότερος από τον περσινό. Έχει περισσότερο κρύο από πέρυσι.  circle1 καλύτερος  music χει-ρό-τε-ρος

 

 

χειροτεχνία [η] ουσιαστικό (χειροτεχνίες)  

check1 Χειροτεχνία είναι κάθε κατασκευή που κάνεις με τα χέρια σου ή με μερικά απλά εργαλεία, όπως το ψαλίδι και η κόλλα.  pen1 Η δασκάλα έδειξε στα παιδιά μία χειροτεχνία του Κώστα. Ήταν ένα κάστρο από χαρτόνι.  
check2 Η χειροτεχνία είναι ένα μάθημα που γίνεται στο σχολείο. Σ' αυτό οι μαθητές φτιάχνουν κατασκευές συνήθως από χαρτόνι.  romvos χέρι  music χει-ρο-τε-χνί-α

 

 

χειρούργος [ο], [η] (χειρούργοι) ουσιαστικό  

check1 O χειρούργος είναι ο γιατρός που κάνει εγχείρηση σε κάποιον άρρωστο. 

romvos Το χειρουργείο είναι ο ειδικός χώρος που χρειάζεται ο χειρούργος για να κάνει την εγχείρηση. χέρι  music χει-ρούρ-γος
-Λέμε και χειρουργός.

 

 

χειρόφρενο [το] ουσιαστικό (χειρόφρενα) velos χέρι

 

 

χελιδόνι [το] ουσιαστικό (χελιδόνια)

eikona681

check1 Το χελιδόνι είναι ένα πουλί που έρχεται στη χώρα μας την άνοιξη και φεύγει το φθινόπωρο. Έχει ουρά που χωρίζεται στα δύο και είναι μαύρο στο πάνω μέρος του σώματός του και λευκόστην κοιλιά του. 

music χε-λι-δό-νι

 

 

χελώνα [η] ουσιαστικό (χελώνες)

eikona682

check1 Η χελώνα είναι ένα ερπετό με σκληρό καβούκι και περπατά πολύ αργά. Όταν βρίσκεται σε κίνδυνο, βάζει το κεφάλι και τα πόδια της μέσα στο καβούκι της.  music χε-λώ-να

 

 

– Πότε λέμε ότι κάποιος κάθεται με σταυρωμένα χέρια;

 

 

χέρι [το] ουσιαστικό (χέρια)   

check1 Έχουμε δύο χέρια, ένα αριστερό κι ένα δεξί. Μ' αυτά μπορούμε να κάνουμε όλες τις δουλειές που θέλουμε.   
check2 «Αθηνά, δώσε ένα χέρι στη μαμά σου για να τελειώσει πιο γρήγορα τις δουλειές της!» είπε ο κύριος Γιάννης. Βοήθησέ την.   
check2 Η κυρία Μαργαρίτα είναι το δεξί χέρι του διευθυντή της εφημερίδας. Είναι η καλύτερη συνεργάτιδά του.   
check2 O Νίκος και η Αθηνά επιτέλους έδωσαν τα χέρια. Συμφιλιώθηκαν.  

romvos Όταν ο Ίγκλι ήρθε στην Ελλάδα, δεν καταλάβαινε ελληνικά και η δασκάλα προσπαθούσε να του εξηγήσει με χειρονομίες. O κύριος Γιάννης, όταν σταματάει το αυτοκίνητό του, τραβάει το χειρόφρενο για να είναι σίγουρος ότι δε θα κινηθεί.

music χέ-ρι  pen2 'το σώμα μας'

 

 

χερούλι [το] ουσιαστικό (χερούλια)  

check1 Πιάνουμε το χερούλι της πόρτας για να την ανοίξουμε ή να την κλείσουμε.

circle1 πόμολο  
check2 «Το χερούλι της κατσαρόλας είναι πλαστικό για να μην καιγόμαστε» είπε η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά.  circle1 λαβή  music χε-ρού-λι

 

 

χήνα [η] ουσιαστικό (χήνες)

eikona683

check1 Η χήνα μοιάζει με την πάπια αλλά έχει μακρύτερο λαιμό και είναι πιο μεγάλη.  music χή-να

 

 

 

χήρος [ο], χήρα [η] ουσιαστικό (χήροι, χήρες)  

check1 Χήρος είναι ο άντρας που ζει μόνος του, γιατί η γυναίκα του έχει πεθάνει. Χήρα είναι η γυναίκα που έχει πεθάνει ο άντρας της.  

pen1 O θείος Αλέκος είναι χήρος και ζει στο χωριό του.  music χή-ρος

 

 

χθες και χτες επίρρημα 

check1 Χθες είναι η προηγούμενη ημέρα.  

pen1 «Χθες ήταν Κυριακή, σήμερα είναι Δευτέρα και πρέπει να πάω στη δουλειά» σκέφτηκε ο κύριος Γιάννης.  circle2 σήμερα, αύριο  romvos Η χθεσινή ημέρα ήταν πολύ ξεκούραστη για τον κύριο Γιάννη, γιατί ήταν Κυριακή και δεν πήγε στη δουλειά.

music χθες

 

 

χιλιόμετρο [το] ουσιαστικό (χιλιόμετρα)  

check1 Το χιλιόμετρο είναι 1000 μέτρα. Με το χιλιόμετρο μετράμε τις αποστάσεις μεταξύ των πόλεων και των χωριών.  pen1 Η Κόρινθος είναι 80 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα.  music  χι-λιό-με-τρο

 

 

χιμπατζής [ο] ουσιαστικό (χιμπατζήδες) 

check1 O χιμπατζής είναι ένας πίθηκος που μοιάζει πολύ στον άνθρωπο. Ζει στην Αφρική, είναι έξυπνο ζώο και μαθαίνει εύκολα πολλά πράγματα.  music χι-μπα-τζής

 

 

χιονάνθρωπος [ο] ουσιαστικό (χιονάνθρωποι) velos χιόνι

eikona684

 

 

 

 

 

 

χιόνι [το] ουσιαστικό (χιόνια)  

check1 Το χιόνι είναι άσπρες νιφάδες παγωμένου νερού που πέφτουν από τον ουρανό, όταν κάνει πολύ κρύο και σκεπάζουν τα πάντα πάνω στη γη.  
check2 «Σαν τα χιόνια! Πώς και μας ήρθες;» ρώτησε έκπληκτη η κυρία Μαργαρίτα το θείο Τάκη. Δε μας έρχεσαι συχνά.  romvos Το χειμώνα χιονίζει συχνά στα βουνά. Όταν όλα είναι γύρω χιονισμένα, τα παιδιά και οι μεγάλοι διασκεδάζουν στο χιόνι, φτιάχνοντας χιονάνθρωπο και παίζοντας χιονοπόλεμο. Πολλοί πηγαίνουν σε χιονοδρομικά κέντρα. χιονοστιβάδα  music χιό-νι

 

 

χιονίζει ρήμα (χιόνισε, θα χιονίσει) velos χιόνι

 

 

χιονοστιβάδα [η] ουσιαστικό (χιονοστιβάδες) 

check1 Η χιονοστιβάδα είναι μία μεγάλη μπάλα χιονιού που ξεκολλάει από την πλαγιά ενός βουνού και κατρακυλά προς τα κάτω. Καθώς κατρακυλά, μεγαλώνει συνέχεια και καταστρέφει ό,τι βρεθεί στο δρόμο της.  music χιο-νο-στι-βά-δα

 

 

χιούμορ [το] ουσιαστικό 

check1 Όταν έχεις χιούμορ, λες έξυπνα αστεία.  music χιού-μορ
–Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

χλιαρός, χλιαρή, χλιαρό επίθετο (χλιαροί, χλιαρές, χλιαρά)

check1 Όταν το νερό είναι χλιαρό, δεν είναι ούτε πολύ ζεστό ούτε πολύ κρύο.  

music χλι-α-ρός

 

 

χλωμιάζω ρήμα (χλώμιασα, θα χλωμιάσω) velos χλωμός

 

 

χλωμός, χλωμή, χλωμό επίθετο (χλωμοί, χλωμές, χλωμά)

check1 Όταν είσαι χλωμός, το πρόσωπό σου είναι κίτρινο.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα ανησύχησε, όταν είδε τον Κώστα χλωμό. «Πρέπει να έχεις πυρετό» είπε.  romvos «Γιατί χλώμιασες, Κώστα;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα. «Μήπως δεν αισθάνεσαι καλά;»  music χλω-μός

 

 

χνάρι [το] ουσιαστικό (χνάρια) 

check1 Τα χνάρια είναι τα σημάδια που αφήνεις, όταν περπατάς πάνω στο χώμα.

circle1 αποτύπωμα, ίχνος  music χνά-ρι

 

 

χνούδι [το] ουσιαστικό (χνούδια)

check1 Τα χνούδια είναι η σκόνη και οι τρίχες που μαζεύονται στις γωνίες του σπιτιού και κάτω από τα έπιπλά μας.  music χνού-δι

 

 

χοίρος [ο] ουσιαστικό (χοίροι) 

check1 Χοίρο λέμε αλλιώς το γουρούνι. 

romvos Η κυρία Μαργαρίτα έψησε χοιρινές μπριζόλες για όλη την οικογένεια.  music χοί-ρος

 

 

χολ [το] ουσιαστικό 

check1 Στο χολ υποδεχόμαστε τους καλεσμένους που έρχονται στο σπίτι μας, πριν πάμε να καθίσουμε σε κάποιο δωμάτιο μαζί τους.  music χολ
–Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

χόμπι [το] ουσιαστικό

check1 Το χόμπι είναι κάτι που μας αρέσει να κάνουμε συχνά, γιατί μας ευχαριστεί και μας ξεκουράζει.  pen1 Το χόμπι της Αθηνάς είναι η ζωγραφική.  music χό-μπι
–Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

χοντραίνω ρήμα (χόντρυνα, θα χοντρύνω) 

check1 Όταν χοντραίνεις, παίρνεις περισσότερα κιλά απ' όσα πραγματικά χρειάζεσαι, επειδή τρως πάρα πολύ.  circle1 παχαίνω  circle2 αδυνατίζω, λεπταίνω 

romvos χοντρός  music χο-ντραί-νω

 

 

χοντρός, χοντρή, χοντρό επίθετο (χοντροί, χοντρές, χοντρά)

check1 Ένας χοντρός άνθρωπος έχει πολύ περισσότερα κιλά απ' όσα έπρεπε κανονικά να έχει.  pen1 O θείος Αλέκος είναι χοντρός αλλά τώρα τελευταία δεν τρώει πολύ. Κάνει δίαιτα.  circle1 παχύς  circle2 λεπτός, αδύνατος  
check2 O θείος Τάκης έδεσε τη βάρκα του με χοντρό σκοινί για να μην την πάρει το κύμα.  circle2 λεπτός  

check2 O κύριος Γιάννης έχει χοντρή φωνή, ενώ η κυρία Μαργαρίτα λεπτή.  circle2 λεπτός

romvos χοντραίνω  music χο-ντρός  pen2 'αντίθετα'

 

 

χορδή [η] ουσιαστικό (χορδές) 

eikona685

check1χορδές είναι τα λεπτά νήματα που έχουν πάνω τους κάποια μουσικά όργανα. Όταν αγγίζεις τις χορδές, βγάζουν ήχο.  pen1 Η κιθάρα έχει έξι χορδές.
check2 Το νήμα που ενώνει τις δύο άκρες ενός τόξου είναι η χορδή του.  music χορ-δή

 

 

χορευτής [ο], χορεύτρια [η] ουσιαστικό (χορευτές, χορεύτριες) velos χορεύω

 

 

χορεύω ρήμα (χόρεψα, θα χορέψω) 

eikona686

check1 Όταν χορεύεις, κουνάς το σώμα σου σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής που ακούγεται.  romvos O θείος Αλέκος είναι πολύ καλός χορευτής. Του αρέσει να χορεύει ελληνικούς και ξένους χορούς. Όταν κάνεις χορό, μαθαίνεις να χορεύεις. Χορευτική μουσική είναι η μουσική που κάνει τον κόσμο να χορεύει.  music χο-ρεύ-ω

 

 

χοροπηδώ και χοροπηδάω ρήμα (χοροπήδησα, θα χοροπηδήσω)

check1 Όταν χοροπηδάς, κουνιέσαι πηδώντας ζωηρά από δω κι από κει σαν να χορεύεις. pen1 Η Αθηνά χοροπήδησε από τη χαρά της, μόλις είδε τη Ροζαλία στην αποθήκη.

music χο-ρο-πη-δώ

 

 

χορός [ο] ουσιαστικό (χοροί) velos χορεύω

 

 

χορταίνω ρήμα (χόρτασα, θα χορτάσω) 

check1 O Κώστας είχε χορτάσει. Είπε ότι ήταν χορτασμένος από τα γλυκά που έφαγε στο σχολείο. Δεν πεινούσε και δεν ήθελε άλλο φαγητό, γιατί είχε φάει όσο χρειαζόταν.  circle2 πεινώ  
check2 Η Αθηνά δε χορταίνει ποτέ να παίζει με τη Ροζαλία. Το ευχαριστιέται πολύ και δε βαριέται ποτέ.  romvos O Κώστας γύρισε χορτάτος από το σχολείο, γιατί είχε φάει γλυκά.  circle2 πεινασμένος  χορταστικός  music χορ-ταί-νω

 

 

χορτάρι [το] ουσιαστικό (χορτάρια) velos χόρτο

 

 

χορτάτος, χορτάτη, χορτάτο επίθετο (χορτάτοι, χορτάτες, χορτάτα) velos χορταίνω

 

 

χόρτο [το] ουσιαστικό (χόρτα)  

check1 Το χόρτο είναι τα πολλά μικρά πράσινα φυτά που φυτρώνουν μόνα τους μαζεμένα σ' ένα μέρος. Με χόρτο τρέφονται τα χορτοφάγα ζώα, όπως τα πρόβατα και οι αγελάδες.  circle1 πρασινάδα, χορτάρι, χλόη  
check2 Χόρτα λέμε και μερικά πράσινα φυτά, όπως τα ραδίκια και τα βλίτα που τα βράζουμε και τα κάνουμε σαλάτα.  romvos χορτάρι, χορτοφάγος  music χόρ-το

 

 

χορωδία [η] ουσιαστικό (χορωδίες)  

check1 Η χορωδία είναι μία ομάδα ανθρώπων που τραγουδούν μαζί τραγούδια.

pen1 Η Αθηνά είναι μέλος της χορωδίας του σχολείου της.  music χο-ρω-δί-α

 

 

χουζουρεύω ρήμα (χουζούρεψα, θα χουζουρέψω)

check1 Όταν χουζουρεύεις, μένεις ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου μετά το ξύπνημα, χωρίς να θέλεις να κάνεις τίποτα.  romvos Του Κώστα του αρέσει πολύ το χουζούρι τα πρωινά της Κυριακής.  music χου-ζου-ρεύ-ω

 

 

χούφτα [η] ουσιαστικό (χούφτες) 

eikona687

check1 Χούφτα λέμε το μέσα μέρος της παλάμης σου, όταν έχεις λυγισμένα λίγο τα δάχτυλά σου.
check2 Μία χούφτα καραμέλες είναι όσες καραμέλες χωράνε σε μία χούφτα.  music χού-φτα

 

 

χρειάζομαι ρήμα (χρειάστηκα, θα χρειαστώ)

check1 Όταν χρειάζεσαι κάτι, σου λείπει και το έχεις ανάγκη.

pen1 O Κώστας χρειάζεται μία καινούρια μπάλα, γιατί έχασε αυτή που είχε.  
check2 «Χρειάζεται ν' αγοράσουμε άλλη μπάλα» είπε στον πατέρα του.  circle1 πρέπει

music χρει-ά-ζο-μαι

 

 

χρήμα [το] ουσιαστικό (χρήματα) 

check1 Χρήματα λέμε τα λεφτά. Τα χρήματα τα έχουμε για να μπορούμε ν' αγοράζουμε ό,τι χρειαζόμαστε.  pen1 «Χρειάζονται αρκετά χρήματα για να αγοράσει κανείς ένα καινούριο σπίτι» είπε ο πατέρας του Ίγκλι.  romvos Oι τράπεζες έχουν μεγάλα χρηματοκιβώτια για να βάζουν εκεί τα χρήματα που έχουν.  music χρή-μα

 

 

χρησιμεύω ρήμα (χρησίμεψα, θα χρησιμέψω) velos χρήσιμος

 

 

χρησιμοποιώ, χρησιμοποιούμαι ρήμα (χρησιμοποίησα, θα χρησιμοποιήσω)

check1 Όταν χρησιμοποιείς κάτι, το έχεις και κάνεις τη δουλειά σου μ' αυτό.  

pen1 O κύριος Γιάννης χρησιμοποιεί αυτοκίνητο για να πάει στη δουλειά του.

music χρη-σι-μο-ποι-ώ

 

 

χρήσιμος, χρήσιμη, χρήσιμο επίθετο (χρήσιμοι, χρήσιμες, χρήσιμα)

check1 Όταν κάτι μας είναι χρήσιμο, μας βοηθάει σε κάτι που θέλουμε να κάνουμε.

pen1Ένα κουτί με μπογιές είναι ένα χρήσιμο δώρο για την Αθηνά που θέλει να γίνει ζωγράφος.  circle1ωφέλιμος  circle2 άχρηστος  romvos Oι μπογιές χρησιμεύουν στη ζωγραφική.

music χρή-σι-μος

 

 

χριστιανός [ο], χριστιανή [η] ουσιαστικό (χριστιανοί, χριστιανές)  

check1 Χριστιανός είναι αυτός που έχει βαφτιστεί σε χριστιανική εκκλησία. Oι Χριστιανοί πιστεύουν σ' αυτά που έχει πει ο Χριστός.  romvos χριστιανικός, Χριστός

music χρι-στια-νός

 

 

Χριστός [ο] ουσιαστικό 

check1 Για τους Χριστιανούς ο Χριστός είναι ο γιος του Θεού που ήρθε στον κόσμο και σταυρώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων.  circle1 Ιησούς Χριστός  music Χρι-στός

 

 

Χριστούγεννα, [τα] ουσιαστικό  

check1 Τα Χριστούγεννα γιορτάζουμε τη γέννηση του Χριστού. 

pen1 Τις ημέρες των Χριστουγέννων τα σχολεία είναι κλειστά.

romvos Κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα στολίζουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι μας.  music Χρι-στού-γεν-να

 

 

χρονιά [η] ουσιαστικό (χρονιές)  

check1 Χρονιά λέμε το έτος. Μία χρονιά έχει 12 μήνες.  pen1 Η Αθηνά πήρε τηλέφωνο την Ελένη για να της ευχηθεί καλή χρονιά.  circle1 χρόνος, έτος  
check2 Η σχολική χρονιά είναι το διάστημα που γίνονται μαθήματα στα σχολεία, και οι μαθητές τελειώνουν μία ολόκληρη τάξη.  circle1 σχολικό έτος  music χρο-νιά

 

 

χρόνος [ο] ουσιαστικό (χρόνοι και χρόνια)

check1 O Κώστας έβλεπε μία ταινία επιστημονικής φαντασίας. Oι ήρωες ταξίδευαν μέσα στο χρόνο. Πότε πήγαιναν στο παρελθόν και πότε στο παρόν.   
check2 O χρόνος είναι το διάστημα που έχουμε για να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι.

pen1 O κύριος Γιάννης προσπαθεί να δουλεύει λιγότερες ώρες για να έχει περισσότερο χρόνο για την οικογένειά του. Η δουλειά τού παίρνει πολύ χρόνο.   
check2 Χρόνο λέμε και το έτος. Ένας χρόνος έχει 12 μήνες.  circle1 έτος, χρονιά   
check2 Όταν κάποιος γιορτάζει, του λέμε «χρόνια πολλά» για να του ευχηθούμε.   
check2 Η Αθηνά υποσχέθηκε στην Ελένη ότι του χρόνου θα πάνε μαζί στην Κρήτη. Το επόμενο έτος.  music χρό-νος

 

 

χρυσάφι [το] ουσιαστικό (χρυσάφια) velos χρυσός

 

 

χρυσός [ο] ουσιαστικό  

check1 O χρυσός είναι ένα μέταλλο με λαμπερό κίτρινο χρώμα και με μεγάλη αξία. Το χρησιμοποιούμε για να φτιάχνουμε κοσμήματα και νομίσματα.  circle1 χρυσάφι

eikona688

check2 (σαν επίθετο) Ένα χρυσό κόσμημα είναι φτιαγμένο από χρυσό.  circle1 χρυσαφένιος

romvos Το χρυσόψαρο είναι ένα μικρό ψάρι του γλυκού νερού. Το βλέπουμε συχνά στα ενυδρεία ή το έχουμε σε μία γυάλα στο σπίτι μας.  music χρυ-σός

χρυσά νομίσματα   

 

 

χρυσός, χρυσή, χρυσό επίθετο (χρυσοί, χρυσές, χρυσά) velos χρυσός

 

 

χρώμα [το] ουσιαστικό (χρώματα) 

check1 Το άσπρο, το μαύρο, το κόκκινο, το κίτρινο, το πράσινο και το μπλε είναι χρώματα.   
check2 Χρώμα λέμε το υγρό που χρησιμοποιούμε για να ζωγραφίζουμε ή για να βάφουμε τους τοίχους.  circle1 βαφή, μπογιά   
check2 Λέμε ότι χάνεις το χρώμα σου, όταν γίνεσαι χλωμός και ότι παίρνεις χρώμα, όταν γίνεσαι πιο σκούρος ή πιο κόκκινος.  romvos Όταν χρωματίζεις κάτι, του βάζεις χρώμα, το βάφεις. Ένα χρωματιστό μπλουζάκι έχει πολλά χρώματα και δεν είναι μόνο μαύρο ή άσπρο.  music χρώ-μα  pen2 'τα χρώματα'

 

 

χρωματίζω, χρωματίζομαι ρήμα (χρωμάτισα, θα χρωματίσω) velos χρώμα

 

 

χρωστώ και χρωστάω ρήμα (χρωστούσα, θα χρωστώ)  

check1 Όταν χρωστάς χρήματα ή κάτι άλλο, πρέπει να τα δώσεις πίσω, γιατί τα έχεις πάρει για λίγο, τα έχεις δανειστεί.  pen1 O θείος Τάκης χρωστάει στην τράπεζα τα χρήματα που πήρε για να φτιάξει το σπίτι του.  circle1 οφείλω  music χρω-στώ

 

 

χταπόδι [το] ουσιαστικό (χταπόδια) 

check1 Το χταπόδι είναι ένα ζώο της θάλασσας που έχει οκτώ πόδια, τα πλοκάμια.

music χτα-πό-δι  pen2 'η θάλασσα'

 

 

χτένα [η] ουσιαστικό (χτένες)

eikona689

check1 Η χτένα είναι από κόκαλο ή πλαστικό κι έχει πολλά δόντια. Με τη χτένα ξεμπερδεύουμε τα μαλλιά μας και τα χτενίζουμε.  

romvos Η θεία Κατερίνα πάει συχνά στο κομμωτήριο για να χτενιστεί. Το χτένισμά της είναι πολύ όμορφο. Όταν χτενίζει τα μαλλιά της μόνη της, είναι πολύ διαφορετικά.  music χτέ-να

 

 

χτενίζω, χτενίζομαι ρήμα (χτένισα, θα χτενίσω) velos χτένα

 

 

χτες επίρρημα velos χθες

 

 

χτίζω και κτίζω, χτίζομαι/κτίζομαι ρήμα (έχτισα, θα χτίσω)  

eikona690

check1 O θείος Αλέκος έχτισε ένα πολύ όμορφο σπίτι στο χωριό του.Το έφτιαξε με τούβλα, τσιμέντο και άλλα υλικά.  

romvos Για να γίνει το σπίτι του θείου Αλέκου, δούλεψαν πολλοί χτίστες.  music χτί-ζω

 

 

χτίστης [ο] ουσιαστικό (χτίστες) velos χτίζω

 

 

χτυπώ και χτυπάω, χτυπιέμαι ρήμα (χτύπησα, θα χτυπήσω)  

check1 Όταν χτυπάς κάτι, το κάνεις να βγάζει ήχο και ν' ακούγεται. Όταν κάτι χτυπά, βγάζει ήχο.  pen1 O δάσκαλος χτύπησε το κουδούνι και τα παιδιά βγήκαν διάλειμμα. Το κουδούνι χτύπησε δυνατά. Το χτύπημά του ακούστηκε σε όλο το σχολείο.  
check2 Όταν χτυπάς κάποιον με το χέρι σου ή με κάποιο άλλο μέρος του σώματός σου, τον κάνεις να πονάει ή τον τραυματίζεις. Του δίνεις χτυπήματα.  

pen1 O Κώστας χτύπησε κατά λάθος την Αθηνά και ζήτησε συγνώμη.  
check2 Όταν χτυπάς, πέφτεις με δύναμη κατά λάθος πάνω σε κάτι και πονάς ή παθαίνεις κάτι.  pen1 Η Αθηνά έπεσε από το ποδήλατο και χτύπησε. Η Ελένη έτρεξε να περιποιηθεί το χτύπημα.  romvos χτύπημα  music χτυ-πώ

 

 

τα χρώματα

eikona691

 

 

χυμός [ο] ουσιαστικό (χυμοί)  

check1 Για να φτιάξεις χυμό από φρούτα, τα κόβεις στη μέση ή σε κομμάτια και τα πιέζεις πολύ με τα χέρια σου ή με τη βοήθεια ενός εργαλείου που το λέμε αποχυμωτή, μίξερ ή μπλέντερ.  music χυ-μός

 

 

χύνω, χύνομαι ρήμα (έχυσα, θα χύσω)  

check1 Όταν χύνω κάτι υγρό, το αφήνω να πέσει έξω από εκεί που βρίσκεται.  

pen1 Η Αθηνά έχυσε το γάλα από το ποτήρι της πάνω στο τραπεζομάντιλο.  music χύ-νω

 

 

χύτρα [η] ουσιαστικό (χύτρες)  

check1 Η χύτρα είναι μία μεγάλη κατσαρόλα που τη χρησιμοποιούμε για να βράζουμε φαγητό πολύ γρήγορα.  music χύ-τρα

 

 

χώμα [το] ουσιαστικό (χώματα) 

check1 Στο χώμα φυτεύουμε και καλλιεργούμε τα φυτά. Όταν το χώμα βρέχεται, γίνεται λάσπη. 
check2 Όταν πέφτεις στο χώμα, πέφτεις στο έδαφος.  romvos χωμάτινος  music χώ-μα

 

 

χωνάκι [το] ουσιαστικό (χωνάκια)  

check1 Το χωνάκι είναι παγωτό που το έχουμε βάλει μέσα σε μικρό χωνί από μπισκότο.

music χω-νά-κι
Δες παγωτό

 

 

χωνεύω, χωνεύομαι ρήμα (χώνεψα, θα χωνέψω)

check1 Όταν τρώμε πάρα πολύ, ο οργανισμός μας δυσκολεύεται να χωνέψει το φαγητό. Δυσκολεύεται να το μετατρέψει σε κάτι χρήσιμο για το σώμα μας. Η χώνεψη γίνεται με δυσκολία.   
check2 Λέμε ότι δε χωνεύουμε κάποιον,όταν δεν τον συμπαθούμε. 

romvos χώνεψη  music χω-νεύ-ω

 

 

χωνί [το] ουσιαστικό (χωνιά) 

eikona692

check1 Το χωνί έχει σχήμα κώνου και το χρησιμοποιούμε για να γεμίσουμε εύκολα ένα δοχείο με νερό ή λάδι ή κάποιο άλλο υγρό.

romvos χωνάκι  music χω-νί

 

 

χώνω, χώνομαι ρήμα (έχωσα, θα χώσω)  

check1 Όταν χώνω κάτι κάπου, το βάζω βαθιά με δύναμη μέσα σε κάτι άλλο. 

pen1 Oι τεχνίτες έχωσαν την κολόνα πολύ βαθιά στο χώμα.  circle1 μπήγω  circle2 βγάζω

check2 Ο θείος Τάκης έχωσε βιαστικά μερικά ρούχα σε μία βαλίτσα αλλά είδε ότι δεν έβρισκε τις κάλτσες του.  circle1 βάζω «Πού τις έχωσε πάλι η γυναίκα μου» σκέφτηκε.

circle1 καταχωνιάζω, κρύβω

check2 Η Αθηνά έτρεξε να χωθεί κάτω από τα σκεπάσματα, γιατί κρύωνε.  circle1 τρυπώνω

check2 Λέμε ότι χώνεσαι ή χώνεις τη μύτη σου παντού, όταν ανακατεύεσαι με τα πράγματα και τις δουλειές των άλλων.  music χώ-νω

 

 

χώρα [η] ουσιαστικό (χώρες)

check1 Η χώρα μας είναι η Ελλάδα.  circle1 κράτος  music χώ-ρα

 

 

χωράφι [το] ουσιαστικό (χωράφια)

eikona693

check1 Το χωράφι είναι ένα κομμάτι γης που μπορούμε να το καλλιεργήσουμε.  circle1 αγρός  music χω-ρά-φι

 

 

 

χωριάτης [ο], χωριάτισσα [η] ουσιαστικό (χωριάτες, χωριάτισσες) velos χωριό

 

 

χωρίζω, χωρίζομαι ρήμα (χώρισα, θα χωρίσω)  

check1 Όταν χωρίζεις κάτι, το βάζεις μακριά από κάτι άλλο.  

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα χώρισε τα άσπρα από τα χρωματιστά ρούχα πριν τα βάλει στο πλυντήριο.  circle1 ξεχωρίζω  circle2 ανακατεύω, ενώνω  
check2 Όταν χωρίζεις κάτι, το κόβεις σε κομμάτια.

pen1O δάσκαλος μάς ζήτησε να χωρίσουμε τις λέξεις σε συλλαβές.  circle1 διαιρώ  
check2 Όταν ένα ζευγάρι χωρίζει, τότε ο άντρας και η γυναίκα παίρνουν διαζύγιο και ζουν χωριστά.  romvos O χωρισμός του Ίγκλι από τον παππού και τη γιαγιά, όταν άφησε την πατρίδα του, ήταν πολύ δύσκολος. χωριστός  music χω-ρί-ζω

 

 

χωριό [το] ουσιαστικό (χωριά)  

check1 Το χωριό είναι μία περιοχή στην εξοχή με πολλά σπίτια. Oι άνθρωποι που κατοικούν σ' αυτά τα σπίτια λέγονται χωρικοί ή χωριάτες. Τα χωριά είναι πολύ μικρότερα από τις πόλεις κι έχουν πολύ λιγότερους κατοίκους.   

romvos χωριάτικος  music χω-ριό

 

 

χωριστός, χωριστή, χωριστό επίθετο (χωριστοί, χωριστές, χωριστά)

check1 Όταν κάτι είναι χωριστό από κάτι άλλο, δεν είναι κοντά του ή δεν είναι ενωμένο μ' αυτό.  pen1 O Κώστας κι η Αθηνά έχουν χωριστά δωμάτια ο καθένας.  

circle1 ξεχωριστός  circle2 ενωμένος, αχώριστος  romvos Oι τάξεις του σχολείου επισκέφτηκαν χωριστά την έκθεση βιβλίου. χωρίζω  music χω-ρι-στός

 

 

χωρίστρα [η] ουσιαστικό (χωρίστρες)

eikona694

check1 Όταν κάνεις τα μαλλιά σου χωρίστρα, τα χτενίζεις χωρίζοντάς τα σε δύο μέρη. music χω-ρί-στρα

 

 

 

 

χώρος [ο] ουσιαστικό (χώροι) 

check1 Ένας καναπές πιάνει πολύ χώρο, ενώ μία καρέκλα πιάνει λιγότερο χώρο, γιατί είναι πολύ μικρότερη.  pen1 Η τάξη της Αθηνάς είναι μικρή και δεν υπάρχει άλλος χώρος για να βάλουν περισσότερα θρανία.  circle1 τόπος  music χώ-ρος

 

 

χωροφύλακας [ο] ουσιαστικό (χωροφύλακες)  

check1 Χωροφύλακα έλεγαν παλιότερα τον αστυνομικό.  music χω-ρο-φύ-λα-κας

 

 

χωρώ και χωράω ρήμα (χώρεσα, θα χωρέσω)  

check1 Όταν κάτι χωράει κάπου, τότε μπορεί να μπει μέσα σ' αυτό. Δεν περισσεύει, ούτε είναι πολύ μεγάλο.

pen1 «Τα βιβλία χωράνε στην τσάντα» είπε ο Κώστας κι ετοιμάστηκε να φύγει.  
check2 Όταν κάτι χωράει μία συγκεκριμένη ποσότητα, τότε η ποσότητα αυτή μπορεί να μπει μέσα σ' αυτό.  pen1 Το λεωφορείο χωράει πενήντα άτομα, ενώ το αυτοκίνητο χωράει πέντε.  romvos χώρος  music χω-ρώ