χάδι [το] ουσιαστικό (χάδια) χαϊδεύω
χαζός, χαζή, χαζό επίθετο (χαζοί, χαζές, χαζά)
Χαζό λέμε κάποιον που δεν είναι έξυπνος.
«Δεν είμαι τόσο χαζός ν'αφήσω το κλουβί του Πιτσικόκου ανοιχτό» είπε ο Κώστας. «Μάλλον δεν έκλεισε καλά» συνέχισε. κουτός, ανόητος έξυπνος
χα-ζός
χαϊδεύω, χαϊδεύομαι ρήμα (χάιδεψα, θα χαϊδέψω)
Όταν χαϊδεύεις κάποιον, τον ακουμπάς απαλά με το χέρι σου για να του δείξεις την αγάπη σου και το ενδιαφέρον σου. Του δίνεις χάδια. «Τον Νίκο τον χάιδεψαν πολύ οι γονείς του κι έχει γίνει κακομαθημένος» είπε η Αθηνά. Του έκαναν όλα τα χατίρια. κανακεύω, παραχαϊδεύω
χάιδεμα, χάδι χαϊ-δεύ-ω
χαιρετισμός [ο] ουσιαστικό (χαιρετισμοί) χαιρετώ
χαιρετώ και χαιρετάω/χαιρετίζω, χαιρετιέμαι και χαιρετίζομαι ρήμα (χαιρέτησα και χαιρέτισα, θα χαιρετήσω και θα χαιρετίσω)
Χαιρετάς κάποιον με λέξεις ή με χειρονομίες, όταν τον συναντάς. Όταν χαιρετάς ένα φίλο σου, λες «γεια σου», ενώ όταν χαιρετάς τους μεγαλύτερους, λες «γεια σας ή χαίρετε». O Νίκος και η Αθηνά συναντήθηκαν στο δρόμο μετά από καιρό και χαιρετήθηκαν με χαρά. Χαιρέτησαν ο ένας τον άλλο. Την πρώτη ημέρα που ανοίγουν τα σχολεία οι συμμαθητές ανταλλάσσουν φιλικούς χαιρετισμούς μεταξύ τους. χαι-ρε-τώ
– Γιατί βάζουμε διαλυτικά στη λέξη χαϊδεύω και όχι στη λέξη χάιδεμα;
Τι έγινε τελικά με τον Πιτσικόκο;Ψάξε στις λέξεις ελεύθερος, πετώ, πηδώ, προετοιμάζω
χαίτη [η] ουσιαστικό (χαίτες)
Η χαίτη είναι οι μακριές τρίχες που υπάρχουν στο πίσω μέρος του λαιμού του αλόγου. Χαίτη έχουν και άλλα ζώα.
Το λιοντάρι έχει πολύ πλούσια χαίτη. χαί-τη
χαλάζι [το] ουσιαστικό (χαλάζια)
Όταν πέφτει χαλάζι, τότε πέφτουν στο έδαφος πολλές μπαλίτσες παγωμένου νερού που μοιάζουν με βροχή και είναι σκληρές σαν στραγάλια. χα-λά-ζι
χαλαρός, χαλαρή, χαλαρό επίθετο (χαλαροί, χαλαρές, χαλαρά)
Η ζώνη σου είναι χαλαρή, όταν δεν την έχεις σφίξει αρκετά.
O κόμπος στο σκοινί ήταν χαλαρός και το μπαλόνι λύθηκε και έφυγε. σφιχτός O κόμπος χαλάρωσε και το σκοινί λύθηκε με αποτέλεσμα ο χαρταετός να μας φύγει. σφίγγω χαλάρωση χα-λα-ρός
χαλαρώνω ρήμα (χαλάρωσα, θα χαλαρώσω) χαλαρός
χαλί [το] ουσιαστικό (χαλιά)
Το χειμώνα στρώνουμε στο πάτωμα χαλιά για να είναι πιο ζεστό το σπίτι μας. χα-λί
χάλι [το] ουσιαστικό (χάλια)
«Αθηνά, το ποδήλατό σου έχει το χάλι του, πού το έριξες πάλι και το χάλασες;» ρώτησε ο κύριος Γιάννης. Βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση. Είναι χάλια. χά-λι
χαλίκι [το] ουσιαστικό (χαλίκια)
Το χαλίκι είναι ένα μικρό κομμάτι πέτρας. O δρόμος είχε πολλά χαλίκια και η Αθηνά γλίστρησε με το ποδήλατό της. χα-λί-κι
χαλινάρι [το] ουσιαστικό (χαλινάρια)
Με το χαλινάρι δένουμε το κεφάλι του αλόγου για να μπορούμε να το οδηγούμε στο δρόμο. χα-λι-νά-ρι
– Ποιο άλλο ζώο εκτός από το λιοντάρι έχει χαίτη;
χαλκός [ο] ουσιαστικό
O χαλκός είναι ένα μέταλλο με κοκκινωπό χρώμα. Απ' αυτό φτιάχνουμε σύρματα κι άλλα αντικείμενα. Στους αγώνες στίβου ο τρίτος νικητής παίρνει χάλκινο μετάλλιο. χαλ-κός
χαλώ και χαλάω ρήμα (χάλασα, θα χαλάσω)
Όταν χαλάς κάτι, το καταστρέφεις και είναι πια άχρηστο.
O Κώστας χάλασε ένα αυτοκινητάκι που είχε, και ο κύριος Γιάννης το πέταξε. «Τόσο γρήγορα χάλασες τα λεφτά σου, Αθηνά; Τι τα έκανες;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα. Τα ξόδεψες γρήγορα. Η κουζίνα χάλασε και η κυρία Μαργαρίτα κάλεσε τον ηλεκτρολόγο. Έπαθε βλάβη.
«Το φαγητό έμεινε δύο μέρες έξω από το ψυγείο και χάλασε» είπε στη θεία του ο κύριος Μιχάλης. Μυρίζει κι άλλαξε η γεύση του. Δεν τρώγεται πια. «O καιρός χάλασε. Άρχισε να βρέχει» είπε η κυρία Μαργαρίτα.
Χαλάσματα λέμε τα ερείπια ενός σπιτιού. χα-λώ
χαμηλώνω ρήμα (χαμήλωσα, θα χαμηλώσω) χαμηλός
χαμόγελο [το] ουσιαστικό (χαμόγελα) χαμογελώ
χαμογελώ και χαμογελάω ρήμα (χαμογέλασα, θα χαμογελάσω)
Όταν χαμογελάς, τεντώνεις τα χείλια σου και φαίνεται η χαρά στο πρόσωπό σου. Η Αθηνά χαμογελά πάντα, όταν τη βγάζουν φωτογραφία. Το χαμόγελο ομορφαίνει το πρόσωπό σου. Είναι ένα ελαφρό γέλιο. χα-μο-γε-λώ
Το μωρό χαμογελάει συνέχεια.
χαμομήλι [το] ουσιαστικό (χαμομήλια)
Το χαμομήλι είναι ένα άγριο φυτό που μοιάζει με μικρή μαργαρίτα. Το βράζουμε το χειμώνα και το πίνουμε, όταν είμαστε άρρωστοι. χα-μο-μή-λι
χάμπουργκερ [το] ουσιαστικό
Το χάμπουργκερ είναι ένα σάντουιτς μ' ένα μπιφτέκι και τυρί ανάμεσα σε δύο στρογγυλά ψωμάκια. Το αγοράζουμε έτοιμο από μαγαζιά που φτιάχνουν γρήγορο φαγητό και τα λέμε φαστφούντ. χά-μπουρ-γκερ 'το πάρτι' -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
χαντάκι [το] ουσιαστικό (χαντάκια)
Το χαντάκι είναι ένα στενόμακρο άνοιγμα στο έδαφος. Το σκάβουμε για να περνάει το νερό από εκεί κι έτσι να ποτίζουμε τα χωράφια. αυλάκι χα-ντά-κι
χάντρα [η] ουσιαστικό (χάντρες)
Η χάντρα είναι μία μικρή μπαλίτσα από χρωματιστό γυαλί ή πλαστικό. Έχει μία τρύπα στη μέση για να περνάει από μέσα της κορδόνι. Με τις χάντρες φτιάχνουμε κομπολόγια και κοσμήματα. χά-ντρα
χάπι [το] ουσιαστικό (χάπια)
Όταν κάποιος είναι άρρωστος, παίρνει χάπια για να γίνει καλά. χά-πι
χαρά [η] ουσιαστικό (χαρές) χαίρομαι
χαράζω, χαράζομαι ρήμα (χάραξα, θα χαράξω)
Όταν χαράζεις κάτι, κάνεις γραμμές στην επιφάνειά του με κάτι σκληρό.
O τεχνίτης χάραξε πάνω στη μεταλλική πλάκα τ' όνομα και το επάγγελμα του κυρίου Γιάννη. Το χάραγμα της πλάκας τού πήρε μία μέρα. (μόνο στην ενεργητική φωνή) Όταν χαράζει η ημέρα, φεύγει η νύχτα κι αρχίζει να φωτίζει σιγά σιγά. Η κυρία Μαργαρίτα βλέπει από το παράθυρό της το χάραμα. Τότε ο ουρανός γεμίζει όμορφα χρώματα. χα-ρά-ζω
χάρακας [ο] ουσιαστικό (χάρακες)
Με το χάρακα τραβάμε ίσιες γραμμές και τις μετράμε. χά-ρα-κας
χαρακτήρας [ο] ουσιαστικό (χαρακτήρες)
Kάθε άνθρωπος έχει το δικό του χαρακτήρα, δηλαδή το δικό του τρόπο συμπεριφοράς και σκέψης. O Κώστας είναι διαφορετικός χαρακτήρας από την Αθηνά. Είναι πιο ζωηρός αλλά και πιο ευαίσθητος. χα-ρα-κτή-ρας
χάραμα [το] ουσιαστικό (χαράματα) χαράζω
χαραμάδα [η] ουσιαστικό (χαραμάδες)
O αέρας μπαίνει μέσα στο σπίτι από τη χαραμάδα που υπάρχει κάτω από την εξώπορτα. χα-ρα-μά-δα
χάρη [η] ουσιαστικό (χάρες)
Όταν κάποιος έχει χάρη, έχει ομορφιά και κομψότητα.
Η Αλίκη έχει χάρη στο περπάτημά της.
Όταν κάνεις μία χάρη σε κάποιον, του κάνεις μία δουλειά, μία εξυπηρέτηση χωρίς αντάλλαγμα. O Κώστας έκανε μία χάρη στο Νίκο. Μάζεψε όλα τα βιβλία του.
«Έχε χάρη που είσαι κουρασμένος» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα. «Αλλιώς δε θα το γλίτωνες το μπάνιο!». χά-ρη
χαρίζω, χαρίζομαι ρήμα (χάρισα, θα χαρίσω)
Όταν χαρίζεις κάτι σε κάποιον, του δίνεις κάτι ως δώρο.
O Κώστας χάρισε το ένα αυτοκινητάκι του στον Νίκο. δωρίζω «Το δαχτυλίδι αυτό είναι δώρο και δε χαρίζεται. Αλλιώς, θα σου το έδινα, Αλίκη» είπε η Αθηνά. Δε δίνεται σαν δώρο. χα-ρί-ζω
χαριτωμένος, χαριτωμένη, χαριτωμένο επίθετο (χαριτωμένοι, χαριτωμένες, χαριτωμένα)
Χαριτωμένο λέμε κάποιον που είναι όμορφος και κομψός, που έχει χάρη.
Η Αλίκη είναι μία χαριτωμένη κοπέλα. Έχει όμορφο πρόσωπο και καλούς τρόπους. χάρη χα-ρι-τω-μέ-νος
χαρούμενος, χαρούμενη, χαρούμενο μετοχή (χαρούμενοι, χαρούμενες, χαρούμενα) χαίρομαι
χαρταετός [ο] ουσιαστικό (χαρταετοί)
O χαρταετός είναι μία ελαφριά κατασκευή από χαρτί ή πλαστικό με ξυλόβεργες και μία μακριά χάρτινη ουρά. Είναι δεμένος μ' ένα μακρύ σκοινί. Όταν έχει ελαφρό αεράκι, ο χαρταετός σηκώνεται ψηλά στον ουρανό. Χαρταετό πετάμε συνήθως την Καθαρή Δευτέρα. χαρ-τα-ε-τός
χαρτζιλίκι [το] ουσιαστικό (χαρτζιλίκια)
Το χαρτζιλίκι είναι τα χρήματα που δίνουμε σαν δώρο σε κάποιον πού δε δουλεύει για ν' αγοράσει κάτι φαγώσιμο ή ό,τι άλλο χρειάζεται. χαρ-τζι-λί-κι
χάρτης [ο] ουσιαστικό (χάρτες)
O χάρτης είναι ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί. Πάνω του είναι σχεδιασμένος ο τόπος σου, η χώρα σου ή ολόκληρος ο κόσμος. Στην τάξη του Κώστα υπάρχει ένας χάρτης της Ελλάδας. χάρ-της 'ο χάρτης της Ελλάδας'
χαρτί [το] ουσιαστικό (χαρτιά)
Από χαρτί είναι φτιαγμένα τα βιβλία και τα τετράδιά μας. Το χαρτί γίνεται από ξύλο. Χαρτί λέμε κι ένα κομμάτι ή φύλλο χαρτιού.
Η Αθηνά έψαχνε ένα χαρτί για να γράψει το τηλέφωνο της Ελένης. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς όλη η οικογένεια παίζει χαρτιά για το καλό του καινούριου χρόνου. Παίζει ένα τυχερό παιχνίδι με την τράπουλα. Τις Αποκριές φοράμε χάρτινα καπέλα. Φυσάμε τη μύτη μας σε χαρτομάντιλα. Το ευρώ εκτός από τα κέρματα έχει και χαρτονομίσματα. Χαρτικά λέμε τα αντικείμενα που είναι φτιαγμένα από χαρτί. χαρ-τί
χαρτόνι [το] ουσιαστικό (χαρτόνια)
Το χαρτόνι είναι χοντρό και σκληρό χαρτί. Μ' αυτό φτιάχνουμε κουτιά.
χαρ-τό-νι
χαρτονόμισμα [το] ουσιαστικό (χαρτονομίσματα) χαρτί
χασάπης [ο] ουσιαστικό (χασάπηδες)
O χασάπης μάς πουλάει κρέας. κρεοπώλης
Η κυρία Μαργαρίτα ψωνίζει κρέας από τον ίδιο χασάπη, γιατί έχει το χασάπικό του πάντα καθαρό. κρεοπωλείο χα-σά-πης
χασάπικο [το] ουσιαστικό (χασάπικα) χασάπης
χασμουρητό [το] ουσιαστικό (χασμουρητά) χασμουριέμαι
χασμουριέμαι ρήμα (χασμουρήθηκα, θα χασμουρηθώ)
Όταν χασμουριέσαι, ανοίγεις το στόμα σου και αναπνέεις βαθιά χωρίς να το θέλεις, επειδή είσαι κουρασμένος και θέλεις να κοιμηθείς. Σε πιάνει χασμουρητό, όταν νυστάζεις.
χα-σμου-ριέ-μαι
χασομερώ και χασομεράω ρήμα (χασομέρησα, θα χασομερήσω)
Όταν χασομεράς, χάνεις το χρόνο σου χωρίς να κάνεις κάτι χρήσιμο. «Με χασομέρησε η θεία του κυρίου Μιχάλη με την κουβέντα της κι άργησα να έρθω σπίτι» είπε η κυρία Μαργαρίτα. Έγινε αιτία να καθυστερήσω. χα-σο-με-ρώ
χαστούκι [το] ουσιαστικό (χαστούκια)
Όταν δίνεις ένα χαστούκι σε κάποιον, τον χτυπάς με το χέρι σου στο μάγουλο.
O κύριος Μιχάλης χαστούκισε τον Ίγκλι και μετά το μετάνιωσε και του ζήτησε συγνώμη. χα-στού-κι
χαστουκίζω ρήμα (χαστούκισα, θα χαστουκίσω) χαστούκι
χατίρι [το] ουσιαστικό (χατίρια)
Όταν κάνεις το χατίρι κάποιου, του κάνεις ή του προσφέρεις ό,τι θέλει για να τον ευχαριστήσεις. O κύριος Δημήτρης δε χαλάει ποτέ το χατίρι των παιδιών. Τους δίνει πάντα ό,τι του ζητήσουν. χα-τί-ρι
χάφτω ρήμα (έχαψα, θα χάψω)
Όταν χάφτεις κάτι που τρώγεται, το τρως και το καταπίνεις λαίμαργα.
O Κώστας έχαψε όλο το γλυκό με μία μπουκιά. Πεινούσε πολύ. «Δεν τις χάφτω εγώ τις δικαιολογίες σας!» είπε ο κύριος Μιχάλης στα παιδιά που του έσπασαν το τζάμι. Δεν τις πιστεύω. χά-φτω
χαχανίζω ρήμα (χαχάνισα, θα χαχανίσω)
Όταν χαχανίζεις, γελάς δυνατά. χασκογελώ O κύριος Μιχάλης θυμώνει όταν ακούει τα χαχανητά των παιδιών. χα-χα-νί-ζω
χείλι και χείλος [το] ουσιαστικό (χείλια, χείλη)
Τα χείλια σου είναι κάτω από τη μύτη σου και πάνω από το πιγούνι σου. Είναι κόκκινα και τ' ανοίγεις για να γελάσεις, να μιλήσεις και να φας.
χεί-λι 'το σώμα μας'
χειμώνας [ο] ουσιαστικό (χειμώνες)
O χειμώνας είναι μία από τις τέσσερις εποχές του έτους. Έρχεται μετά το φθινόπωρο και πριν την άνοιξη. Τα χειμωνιάτικα ρούχα είναι πιο βαριά και πιο ζεστά από τα καλοκαιρινά. χει-μώ-νας 'οι εποχές-οι μήνες-οι μέρες'
χειροκροτώ, χειροκροτούμαι/χειροκροτιέμαι ρήμα (χειροκρότησα, θα χειροκροτήσω)
Όταν χειροκροτάς μετά το τέλος μίας παράστασης, χτυπάς με δύναμη τις παλάμες σου μεταξύ τους για να δείξεις τη χαρά και τον ενθουσιασμό σου.
Το χειροκρότημα δίνει πάντα χαρά στους ηθοποιούς. παλαμάκια χέρι
χει-ρο-κρο-τώ
χειρονομία [η] ουσιαστικό (χειρονομίες) χέρι
χειρότερος, χειρότερη, χειρότερο επίθετο (χειρότεροι, χειρότερες, χειρότερα)
Όταν κάποιος είναι χειρότερος, είναι περισσότερο κακός από κάποιον άλλο.
O φετινός χειμώνας είναι χειρότερος από τον περσινό. Έχει περισσότερο κρύο από πέρυσι. καλύτερος χει-ρό-τε-ρος
χειρούργος [ο], [η] (χειρούργοι) ουσιαστικό
O χειρούργος είναι ο γιατρός που κάνει εγχείρηση σε κάποιον άρρωστο.
Το χειρουργείο είναι ο ειδικός χώρος που χρειάζεται ο χειρούργος για να κάνει την εγχείρηση. χέρι χει-ρούρ-γος -Λέμε και χειρουργός.
χειρόφρενο [το] ουσιαστικό (χειρόφρενα) χέρι
χελιδόνι [το] ουσιαστικό (χελιδόνια)
Το χελιδόνι είναι ένα πουλί που έρχεται στη χώρα μας την άνοιξη και φεύγει το φθινόπωρο. Έχει ουρά που χωρίζεται στα δύο και είναι μαύρο στο πάνω μέρος του σώματός του και λευκόστην κοιλιά του.
χε-λι-δό-νι
χελώνα [η] ουσιαστικό (χελώνες)
Η χελώνα είναι ένα ερπετό με σκληρό καβούκι και περπατά πολύ αργά. Όταν βρίσκεται σε κίνδυνο, βάζει το κεφάλι και τα πόδια της μέσα στο καβούκι της. χε-λώ-να
– Πότε λέμε ότι κάποιος κάθεται με σταυρωμένα χέρια;
χέρι [το] ουσιαστικό (χέρια)
Έχουμε δύο χέρια, ένα αριστερό κι ένα δεξί. Μ' αυτά μπορούμε να κάνουμε όλες τις δουλειές που θέλουμε. «Αθηνά, δώσε ένα χέρι στη μαμά σου για να τελειώσει πιο γρήγορα τις δουλειές της!» είπε ο κύριος Γιάννης. Βοήθησέ την. Η κυρία Μαργαρίτα είναι το δεξί χέρι του διευθυντή της εφημερίδας. Είναι η καλύτερη συνεργάτιδά του. O Νίκος και η Αθηνά επιτέλους έδωσαν τα χέρια. Συμφιλιώθηκαν.
Όταν ο Ίγκλι ήρθε στην Ελλάδα, δεν καταλάβαινε ελληνικά και η δασκάλα προσπαθούσε να του εξηγήσει με χειρονομίες. O κύριος Γιάννης, όταν σταματάει το αυτοκίνητό του, τραβάει το χειρόφρενο για να είναι σίγουρος ότι δε θα κινηθεί.
χέ-ρι 'το σώμα μας'
χερούλι [το] ουσιαστικό (χερούλια)
Πιάνουμε το χερούλι της πόρτας για να την ανοίξουμε ή να την κλείσουμε.
πόμολο «Το χερούλι της κατσαρόλας είναι πλαστικό για να μην καιγόμαστε» είπε η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά. λαβή χε-ρού-λι
χήνα [η] ουσιαστικό (χήνες)
Η χήνα μοιάζει με την πάπια αλλά έχει μακρύτερο λαιμό και είναι πιο μεγάλη. χή-να
χήρος [ο], χήρα [η] ουσιαστικό (χήροι, χήρες)
Χήρος είναι ο άντρας που ζει μόνος του, γιατί η γυναίκα του έχει πεθάνει. Χήρα είναι η γυναίκα που έχει πεθάνει ο άντρας της.
O θείος Αλέκος είναι χήρος και ζει στο χωριό του. χή-ρος
χθες και χτες επίρρημα
Χθες είναι η προηγούμενη ημέρα.
«Χθες ήταν Κυριακή, σήμερα είναι Δευτέρα και πρέπει να πάω στη δουλειά» σκέφτηκε ο κύριος Γιάννης. σήμερα, αύριο Η χθεσινή ημέρα ήταν πολύ ξεκούραστη για τον κύριο Γιάννη, γιατί ήταν Κυριακή και δεν πήγε στη δουλειά.
χθες
χιλιόμετρο [το] ουσιαστικό (χιλιόμετρα)
Το χιλιόμετρο είναι 1000 μέτρα. Με το χιλιόμετρο μετράμε τις αποστάσεις μεταξύ των πόλεων και των χωριών. Η Κόρινθος είναι 80 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα. χι-λιό-με-τρο
χιμπατζής [ο] ουσιαστικό (χιμπατζήδες)
O χιμπατζής είναι ένας πίθηκος που μοιάζει πολύ στον άνθρωπο. Ζει στην Αφρική, είναι έξυπνο ζώο και μαθαίνει εύκολα πολλά πράγματα. χι-μπα-τζής
χιονάνθρωπος [ο] ουσιαστικό (χιονάνθρωποι) χιόνι
χιόνι [το] ουσιαστικό (χιόνια)
Το χιόνι είναι άσπρες νιφάδες παγωμένου νερού που πέφτουν από τον ουρανό, όταν κάνει πολύ κρύο και σκεπάζουν τα πάντα πάνω στη γη. «Σαν τα χιόνια! Πώς και μας ήρθες;» ρώτησε έκπληκτη η κυρία Μαργαρίτα το θείο Τάκη. Δε μας έρχεσαι συχνά. Το χειμώνα χιονίζει συχνά στα βουνά. Όταν όλα είναι γύρω χιονισμένα, τα παιδιά και οι μεγάλοι διασκεδάζουν στο χιόνι, φτιάχνοντας χιονάνθρωπο και παίζοντας χιονοπόλεμο. Πολλοί πηγαίνουν σε χιονοδρομικά κέντρα. χιονοστιβάδα χιό-νι
χιονίζει ρήμα (χιόνισε, θα χιονίσει) χιόνι
χιονοστιβάδα [η] ουσιαστικό (χιονοστιβάδες)
Η χιονοστιβάδα είναι μία μεγάλη μπάλα χιονιού που ξεκολλάει από την πλαγιά ενός βουνού και κατρακυλά προς τα κάτω. Καθώς κατρακυλά, μεγαλώνει συνέχεια και καταστρέφει ό,τι βρεθεί στο δρόμο της. χιο-νο-στι-βά-δα
χιούμορ [το] ουσιαστικό
Όταν έχεις χιούμορ, λες έξυπνα αστεία. χιού-μορ –Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
χλιαρός, χλιαρή, χλιαρό επίθετο (χλιαροί, χλιαρές, χλιαρά)
Όταν το νερό είναι χλιαρό, δεν είναι ούτε πολύ ζεστό ούτε πολύ κρύο.
χλι-α-ρός
χλωμιάζω ρήμα (χλώμιασα, θα χλωμιάσω) χλωμός
χλωμός, χλωμή, χλωμό επίθετο (χλωμοί, χλωμές, χλωμά)
Όταν είσαι χλωμός, το πρόσωπό σου είναι κίτρινο.
Η κυρία Μαργαρίτα ανησύχησε, όταν είδε τον Κώστα χλωμό. «Πρέπει να έχεις πυρετό» είπε. «Γιατί χλώμιασες, Κώστα;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα. «Μήπως δεν αισθάνεσαι καλά;» χλω-μός
χνάρι [το] ουσιαστικό (χνάρια)
Τα χνάρια είναι τα σημάδια που αφήνεις, όταν περπατάς πάνω στο χώμα.
αποτύπωμα, ίχνος χνά-ρι
χνούδι [το] ουσιαστικό (χνούδια)
Τα χνούδια είναι η σκόνη και οι τρίχες που μαζεύονται στις γωνίες του σπιτιού και κάτω από τα έπιπλά μας. χνού-δι
χοίρος [ο] ουσιαστικό (χοίροι)
Χοίρο λέμε αλλιώς το γουρούνι.
Η κυρία Μαργαρίτα έψησε χοιρινές μπριζόλες για όλη την οικογένεια. χοί-ρος
χολ [το] ουσιαστικό
Στο χολ υποδεχόμαστε τους καλεσμένους που έρχονται στο σπίτι μας, πριν πάμε να καθίσουμε σε κάποιο δωμάτιο μαζί τους. χολ –Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
χόμπι [το] ουσιαστικό
Το χόμπι είναι κάτι που μας αρέσει να κάνουμε συχνά, γιατί μας ευχαριστεί και μας ξεκουράζει. Το χόμπι της Αθηνάς είναι η ζωγραφική. χό-μπι –Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
χοντραίνω ρήμα (χόντρυνα, θα χοντρύνω)
Όταν χοντραίνεις, παίρνεις περισσότερα κιλά απ' όσα πραγματικά χρειάζεσαι, επειδή τρως πάρα πολύ. παχαίνω αδυνατίζω, λεπταίνω
χοντρός χο-ντραί-νω
χορευτής [ο], χορεύτρια [η] ουσιαστικό (χορευτές, χορεύτριες) χορεύω
χορεύω ρήμα (χόρεψα, θα χορέψω)
Όταν χορεύεις, κουνάς το σώμα σου σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής που ακούγεται. O θείος Αλέκος είναι πολύ καλός χορευτής. Του αρέσει να χορεύει ελληνικούς και ξένους χορούς. Όταν κάνεις χορό, μαθαίνεις να χορεύεις. Χορευτική μουσική είναι η μουσική που κάνει τον κόσμο να χορεύει. χο-ρεύ-ω
χοροπηδώ και χοροπηδάω ρήμα (χοροπήδησα, θα χοροπηδήσω)
Όταν χοροπηδάς, κουνιέσαι πηδώντας ζωηρά από δω κι από κει σαν να χορεύεις. Η Αθηνά χοροπήδησε από τη χαρά της, μόλις είδε τη Ροζαλία στην αποθήκη.
χο-ρο-πη-δώ
χορός [ο] ουσιαστικό (χοροί) χορεύω
χορτάρι [το] ουσιαστικό (χορτάρια) χόρτο
χορτάτος, χορτάτη, χορτάτο επίθετο (χορτάτοι, χορτάτες, χορτάτα) χορταίνω
χορωδία [η] ουσιαστικό (χορωδίες)
Η χορωδία είναι μία ομάδα ανθρώπων που τραγουδούν μαζί τραγούδια.
Η Αθηνά είναι μέλος της χορωδίας του σχολείου της. χο-ρω-δί-α
χουζουρεύω ρήμα (χουζούρεψα, θα χουζουρέψω)
Όταν χουζουρεύεις, μένεις ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου μετά το ξύπνημα, χωρίς να θέλεις να κάνεις τίποτα. Του Κώστα του αρέσει πολύ το χουζούρι τα πρωινά της Κυριακής. χου-ζου-ρεύ-ω
χούφτα [η] ουσιαστικό (χούφτες)
Χούφτα λέμε το μέσα μέρος της παλάμης σου, όταν έχεις λυγισμένα λίγο τα δάχτυλά σου. Μία χούφτα καραμέλες είναι όσες καραμέλες χωράνε σε μία χούφτα. χού-φτα
χρειάζομαι ρήμα (χρειάστηκα, θα χρειαστώ)
Όταν χρειάζεσαι κάτι, σου λείπει και το έχεις ανάγκη.
O Κώστας χρειάζεται μία καινούρια μπάλα, γιατί έχασε αυτή που είχε. «Χρειάζεται ν' αγοράσουμε άλλη μπάλα» είπε στον πατέρα του. πρέπει
χρει-ά-ζο-μαι
χρήμα [το] ουσιαστικό (χρήματα)
Χρήματα λέμε τα λεφτά. Τα χρήματα τα έχουμε για να μπορούμε ν' αγοράζουμε ό,τι χρειαζόμαστε. «Χρειάζονται αρκετά χρήματα για να αγοράσει κανείς ένα καινούριο σπίτι» είπε ο πατέρας του Ίγκλι. Oι τράπεζες έχουν μεγάλα χρηματοκιβώτια για να βάζουν εκεί τα χρήματα που έχουν. χρή-μα
χρησιμεύω ρήμα (χρησίμεψα, θα χρησιμέψω) χρήσιμος
χρησιμοποιώ, χρησιμοποιούμαι ρήμα (χρησιμοποίησα, θα χρησιμοποιήσω)
Όταν χρησιμοποιείς κάτι, το έχεις και κάνεις τη δουλειά σου μ' αυτό.
O κύριος Γιάννης χρησιμοποιεί αυτοκίνητο για να πάει στη δουλειά του.
χρη-σι-μο-ποι-ώ
χρήσιμος, χρήσιμη, χρήσιμο επίθετο (χρήσιμοι, χρήσιμες, χρήσιμα)
Όταν κάτι μας είναι χρήσιμο, μας βοηθάει σε κάτι που θέλουμε να κάνουμε.
Ένα κουτί με μπογιές είναι ένα χρήσιμο δώρο για την Αθηνά που θέλει να γίνει ζωγράφος. ωφέλιμος άχρηστος Oι μπογιές χρησιμεύουν στη ζωγραφική.
χρή-σι-μος
χριστιανός [ο], χριστιανή [η] ουσιαστικό (χριστιανοί, χριστιανές)
Χριστιανός είναι αυτός που έχει βαφτιστεί σε χριστιανική εκκλησία. Oι Χριστιανοί πιστεύουν σ' αυτά που έχει πει ο Χριστός. χριστιανικός, Χριστός
χρι-στια-νός
Χριστός [ο] ουσιαστικό
Για τους Χριστιανούς ο Χριστός είναι ο γιος του Θεού που ήρθε στον κόσμο και σταυρώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ιησούς Χριστός Χρι-στός
Χριστούγεννα, [τα] ουσιαστικό
Τα Χριστούγεννα γιορτάζουμε τη γέννηση του Χριστού.
Τις ημέρες των Χριστουγέννων τα σχολεία είναι κλειστά.
Κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα στολίζουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι μας. Χρι-στού-γεν-να
χρυσάφι [το] ουσιαστικό (χρυσάφια) χρυσός
χρυσός [ο] ουσιαστικό
O χρυσός είναι ένα μέταλλο με λαμπερό κίτρινο χρώμα και με μεγάλη αξία. Το χρησιμοποιούμε για να φτιάχνουμε κοσμήματα και νομίσματα. χρυσάφι
(σαν επίθετο) Ένα χρυσό κόσμημα είναι φτιαγμένο από χρυσό. χρυσαφένιος
Το χρυσόψαρο είναι ένα μικρό ψάρι του γλυκού νερού. Το βλέπουμε συχνά στα ενυδρεία ή το έχουμε σε μία γυάλα στο σπίτι μας. χρυ-σός
χρυσά νομίσματα
χρυσός, χρυσή, χρυσό επίθετο (χρυσοί, χρυσές, χρυσά) χρυσός
χρωματίζω, χρωματίζομαι ρήμα (χρωμάτισα, θα χρωματίσω) χρώμα
χρωστώ και χρωστάω ρήμα (χρωστούσα, θα χρωστώ)
Όταν χρωστάς χρήματα ή κάτι άλλο, πρέπει να τα δώσεις πίσω, γιατί τα έχεις πάρει για λίγο, τα έχεις δανειστεί. O θείος Τάκης χρωστάει στην τράπεζα τα χρήματα που πήρε για να φτιάξει το σπίτι του. οφείλω χρω-στώ
χταπόδι [το] ουσιαστικό (χταπόδια)
Το χταπόδι είναι ένα ζώο της θάλασσας που έχει οκτώ πόδια, τα πλοκάμια.
χτα-πό-δι 'η θάλασσα'
χτένα [η] ουσιαστικό (χτένες)
Η χτένα είναι από κόκαλο ή πλαστικό κι έχει πολλά δόντια. Με τη χτένα ξεμπερδεύουμε τα μαλλιά μας και τα χτενίζουμε.
Η θεία Κατερίνα πάει συχνά στο κομμωτήριο για να χτενιστεί. Το χτένισμά της είναι πολύ όμορφο. Όταν χτενίζει τα μαλλιά της μόνη της, είναι πολύ διαφορετικά. χτέ-να
χτενίζω, χτενίζομαι ρήμα (χτένισα, θα χτενίσω) χτένα
χτες επίρρημα χθες
χτίζω και κτίζω, χτίζομαι/κτίζομαι ρήμα (έχτισα, θα χτίσω)
O θείος Αλέκος έχτισε ένα πολύ όμορφο σπίτι στο χωριό του.Το έφτιαξε με τούβλα, τσιμέντο και άλλα υλικά.
Για να γίνει το σπίτι του θείου Αλέκου, δούλεψαν πολλοί χτίστες. χτί-ζω
χτίστης [ο] ουσιαστικό (χτίστες) χτίζω
τα χρώματα
χυμός [ο] ουσιαστικό (χυμοί)
Για να φτιάξεις χυμό από φρούτα, τα κόβεις στη μέση ή σε κομμάτια και τα πιέζεις πολύ με τα χέρια σου ή με τη βοήθεια ενός εργαλείου που το λέμε αποχυμωτή, μίξερ ή μπλέντερ. χυ-μός
χύνω, χύνομαι ρήμα (έχυσα, θα χύσω)
Όταν χύνω κάτι υγρό, το αφήνω να πέσει έξω από εκεί που βρίσκεται.
Η Αθηνά έχυσε το γάλα από το ποτήρι της πάνω στο τραπεζομάντιλο. χύ-νω
χύτρα [η] ουσιαστικό (χύτρες)
Η χύτρα είναι μία μεγάλη κατσαρόλα που τη χρησιμοποιούμε για να βράζουμε φαγητό πολύ γρήγορα. χύ-τρα
χώμα [το] ουσιαστικό (χώματα)
Στο χώμα φυτεύουμε και καλλιεργούμε τα φυτά. Όταν το χώμα βρέχεται, γίνεται λάσπη. Όταν πέφτεις στο χώμα, πέφτεις στο έδαφος. χωμάτινος χώ-μα
χωνάκι [το] ουσιαστικό (χωνάκια)
Το χωνάκι είναι παγωτό που το έχουμε βάλει μέσα σε μικρό χωνί από μπισκότο.
χω-νά-κι Δες παγωτό
χωνεύω, χωνεύομαι ρήμα (χώνεψα, θα χωνέψω)
Όταν τρώμε πάρα πολύ, ο οργανισμός μας δυσκολεύεται να χωνέψει το φαγητό. Δυσκολεύεται να το μετατρέψει σε κάτι χρήσιμο για το σώμα μας. Η χώνεψη γίνεται με δυσκολία. Λέμε ότι δε χωνεύουμε κάποιον,όταν δεν τον συμπαθούμε.
χώνεψη χω-νεύ-ω
χωνί [το] ουσιαστικό (χωνιά)
Το χωνί έχει σχήμα κώνου και το χρησιμοποιούμε για να γεμίσουμε εύκολα ένα δοχείο με νερό ή λάδι ή κάποιο άλλο υγρό.
χωνάκι χω-νί
χώνω, χώνομαι ρήμα (έχωσα, θα χώσω)
Όταν χώνω κάτι κάπου, το βάζω βαθιά με δύναμη μέσα σε κάτι άλλο.
Oι τεχνίτες έχωσαν την κολόνα πολύ βαθιά στο χώμα. μπήγω βγάζω
Ο θείος Τάκης έχωσε βιαστικά μερικά ρούχα σε μία βαλίτσα αλλά είδε ότι δεν έβρισκε τις κάλτσες του. βάζω «Πού τις έχωσε πάλι η γυναίκα μου» σκέφτηκε.
καταχωνιάζω, κρύβω
Η Αθηνά έτρεξε να χωθεί κάτω από τα σκεπάσματα, γιατί κρύωνε. τρυπώνω
Λέμε ότι χώνεσαι ή χώνεις τη μύτη σου παντού, όταν ανακατεύεσαι με τα πράγματα και τις δουλειές των άλλων. χώ-νω
χώρα [η] ουσιαστικό (χώρες)
Η χώρα μας είναι η Ελλάδα. κράτος χώ-ρα
χωράφι [το] ουσιαστικό (χωράφια)
Το χωράφι είναι ένα κομμάτι γης που μπορούμε να το καλλιεργήσουμε. αγρός χω-ρά-φι
χωριάτης [ο], χωριάτισσα [η] ουσιαστικό (χωριάτες, χωριάτισσες) χωριό
χωριό [το] ουσιαστικό (χωριά)
Το χωριό είναι μία περιοχή στην εξοχή με πολλά σπίτια. Oι άνθρωποι που κατοικούν σ' αυτά τα σπίτια λέγονται χωρικοί ή χωριάτες. Τα χωριά είναι πολύ μικρότερα από τις πόλεις κι έχουν πολύ λιγότερους κατοίκους.
χωριάτικος χω-ριό
χωριστός, χωριστή, χωριστό επίθετο (χωριστοί, χωριστές, χωριστά)
Όταν κάτι είναι χωριστό από κάτι άλλο, δεν είναι κοντά του ή δεν είναι ενωμένο μ' αυτό. O Κώστας κι η Αθηνά έχουν χωριστά δωμάτια ο καθένας.
ξεχωριστός ενωμένος, αχώριστος Oι τάξεις του σχολείου επισκέφτηκαν χωριστά την έκθεση βιβλίου. χωρίζω χω-ρι-στός
χωρίστρα [η] ουσιαστικό (χωρίστρες)
Όταν κάνεις τα μαλλιά σου χωρίστρα, τα χτενίζεις χωρίζοντάς τα σε δύο μέρη. χω-ρί-στρα
χώρος [ο] ουσιαστικό (χώροι)
Ένας καναπές πιάνει πολύ χώρο, ενώ μία καρέκλα πιάνει λιγότερο χώρο, γιατί είναι πολύ μικρότερη. Η τάξη της Αθηνάς είναι μικρή και δεν υπάρχει άλλος χώρος για να βάλουν περισσότερα θρανία. τόπος χώ-ρος
χωροφύλακας [ο] ουσιαστικό (χωροφύλακες)
Χωροφύλακα έλεγαν παλιότερα τον αστυνομικό. χω-ρο-φύ-λα-κας
χωρώ και χωράω ρήμα (χώρεσα, θα χωρέσω)
Όταν κάτι χωράει κάπου, τότε μπορεί να μπει μέσα σ' αυτό. Δεν περισσεύει, ούτε είναι πολύ μεγάλο.
«Τα βιβλία χωράνε στην τσάντα» είπε ο Κώστας κι ετοιμάστηκε να φύγει. Όταν κάτι χωράει μία συγκεκριμένη ποσότητα, τότε η ποσότητα αυτή μπορεί να μπει μέσα σ' αυτό. Το λεωφορείο χωράει πενήντα άτομα, ενώ το αυτοκίνητο χωράει πέντε. χώρος χω-ρώ
|