φαγούρα [η] ουσιαστικό (φαγούρες)
Όταν έχεις φαγούρα, ξύνεις το δέρμα σου σ' ένα σημείο. Ένα κουνούπι τσίμπησε τον Κώστα στο χέρι και τώρα έχει φαγούρα. φα-γού-ρα
φαγώσιμο [το] ουσιαστικό (φαγώσιμα) φαγώσιμος
φαίνομαι ρήμα (φάνηκα, θα φανώ)
Όταν κάτι φαίνεται, οι άλλοι μπορούν να το δουν.
Από το σπίτι της Αθηνάς φαίνεται η πλατεία της γειτονιάς. O κύριος Μιχάλης φαίνεται κακός αλλά κατά βάθος είναι ευαίσθητος άνθρωπος. «Μου φαίνεται πως ήρθε η ώρα να πάω για ύπνο» είπε ο κύριος Γιάννης.
νομίζω φαινόμενο φαί-νο-μαι
φαινόμενο [το] ουσιαστικό (φαινόμενα)
Φαινόμενο είναι καθετί που το καταλαβαίνεις με τις αισθήσεις σου.
Το ουράνιο τόξο είναι ένα φυσικό φαινόμενο. φαι-νό-με-νο
φάκα [η] ουσιαστικό (φάκες)
Η φάκα είναι μία παγίδα για ποντίκια. ποντικοπαγίδα φά-κα
φάκελος [ο] ουσιαστικό (φάκελοι)
Μέσα σε φάκελο βάζουμε τα γράμματα ή τις κάρτες που στέλνουμε με το ταχυδρομείο. Πάνω στο φάκελο γράφουμε τ' όνομα και τη διεύθυνση του παραλήπτη αλλά και τ' όνομα και τη διεύθυνσή μας. φά-κε-λος
φακή [η] ουσιαστικό (φακές)
Η φακή είναι ένα όσπριο. Το φυτό της φακής δίνει μικρούς στρογγυλούς καφέ καρπούς που τους μαγειρεύουμε και φτιάχνουμε μ' αυτούς σούπα. φα-κή
φακίδα [η] ουσιαστικό (φακίδες)
Oι φακίδες είναι μικρά ροζ ή καφέ σημαδάκια που έχουμε στα μάγουλα και τη μύτη. φα-κί-δα
φακός [ο] ουσιαστικό (φακοί)
Με το φακό ρίχνουμε φως, όταν είναι σκοτεινά και θέλουμε να δούμε κάτι. Η θεία Κατερίνα φοράει φακούς επαφής, επειδή τα γυαλιά την κουράζουν. Με το μεγεθυντικό φακό, μπορείς να δεις έναν κόκκο σκόνης. Τον μεγαλώνεις για να τον δεις καλύτερα. φα-κός
Oι κλέφτες του κυρίου Δημήτρη
κρατούσαν φακό για να βλέπουν.
φάλαινα [η] ουσιαστικό (φάλαινες)
Η φάλαινα είναι ένα μεγάλο ζώο που ζει στους ωκεανούς.
φά-λαι-να
φαλάκρα [η] ουσιαστικό (φαλάκρες)
Όταν κάποιος έχει φαλάκρα, δεν έχει μαλλιά σ' ένα σημείο του κεφαλιού του ή σε όλο το κεφάλι του. Είναι φαλακρός.
φα-λά-κρα
φαλακρός, φαλακρή, φαλακρό επίθετο (φαλακροί, φαλακρές, φαλακρά) φαλάκρα
φάλτσος, φάλτση/φάλτσα, φάλτσο επίθετο (φάλτσοι, φάλτσες, φάλτσα)
Φάλτσο λέμε κάποιον που δεν τραγουδάει καλά. φάλ-τσος
φανάρι [το] ουσιαστικό (φανάρια)
Τα φανάρια ρυθμίζουν την κίνηση των αυτοκινήτων και των πεζών στο δρόμο.
«Τα μπροστινά φανάρια του αυτοκινήτου φωτίζουν το δρόμο τη νύχτα» εξήγησε ο κύριος Γιάννης στον Κώστα. φως
«Είναι φως φανάρι πως δεν έχεις διαβάσει σήμερα» είπε η δασκάλα στον Κώστα. Είναι ολοφάνερο. φα-νά-ρι 'η πόλη'
φανέλα [η] ουσιαστικό (φανέλες)
Η φανέλα είναι ένα εσώρουχο που φοράμε στο πάνω μέρος του σώματός μας.
Φανέλα λέμε και τη μπλούζα που φορούν οι αθλητές. φανελάκι
φα-νέ-λα 'τα ρούχα'
φανελάκι [το] ουσιαστικό (φανελάκια) φανέλα
φανερός, φανερή, φανερό επίθετο (φανεροί, φανερές, φανερά)
Όταν κάποιος είναι φανερός, μπορούν να τον δουν όλοι οι άλλοι.
Το ταμείο του κυρίου Δημήτρη ήταν φανερός στόχος. Oι κλέφτες το είδαν απέξω κι έτρεξαν να το αδειάσουν. κρυφός
O κύριος Δημήτρης ήταν φανερά λυπημένος από τη ληστεία του μαγαζιού του. Όλοι μπορούσαν να το καταλάβουν. Η ακαταστασία στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη φανέρωνε ότι είχαν μπει ληστές. δείχνω φα-νε-ρός
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο,καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
– Είμαι το όνομα ενός ρούχου. Αν βγάλεις τα τρία πρώτα γράμματα, σου φωνάζω να έρθεις. Ποια λέξη είμαι; ...............................................
φανερώνω, φανερώνομαι ρήμα (φανέρωσα, θα φανερώσω) φανερός
φαντάζομαι ρήμα (φαντάστηκα, θα φανταστώ) φαντασία
φαντασία [η] ουσιαστικό
Όταν έχεις φαντασία, μπορείς να δημιουργήσεις με το μυαλό σου μία ιστορία χρησιμοποιώντας ψεύτικα ή μυθικά στοιχεία. Η Αθηνά έφτιαξε με τη φαντασία της μία ιστορία για ένα ταξίδι στον Άρη. Όλα όσα έγραψε τα φαντάστηκε. Τα φαντάσματα είναι πλάσματα της φαντασίας μας. φανταστικός φα-ντα-σί-α
φάντασμα [το] ουσιαστικό (φαντάσματα) φαντασία
φανταστικός, φανταστική, φανταστικό επίθετο (φανταστικοί, φανταστικές, φανταστικά)
Ένα φανταστικό πρόσωπο υπάρχει μόνο στη φαντασία κι όχι στην πραγματικότητα. O Νίκος διηγείται φανταστικές ιστορίες που τις βγάζει από το μυαλό του. αληθινός, πραγματικός Λέμε ότι κάτι είναι φανταστικό, όταν είναι πάρα πολύ καλό.
«Το παγωτό που έφτιαξες είναι φανταστικό, μαμά» είπε η Αθηνά.
φαντασία φα-ντα-στι-κός
φανταχτερός, φανταχτερή, φανταχτερό επίθετο (φανταχτεροί, φανταχτερές, φανταχτερά)
Ένα φανταχτερό ρούχο προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση.
Oι πεταλούδες έχουν φανταχτερά χρώματα στα φτερά τους.
εντυπωσιακός φαντάζω φα-ντα-χτε-ρός
φαξ [το] ουσιαστικό
Το φαξ είναι μία συσκευή που μοιάζει με τηλέφωνο. Με το φαξ μπορούμε να στείλουμε ένα κείμενο σε κάποιον άλλο με τη βοήθεια της τηλεφωνικής μας γραμμής. Φαξ λέμε και το κείμενο που μας έχουν στείλει με φαξ. φαξ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
φάπα [η] ουσιαστικό (φάπες)
Όταν ρίχνεις φάπα σε κάποιον, τον χτυπάς με το χέρι στο κεφάλι ή στο σβέρκο του. καρπαζιά, σφαλιάρα φά-πα
φαράγγι [το] ουσιαστικό (φαράγγια)
Το φαράγγι είναι ένα πολύ μεγάλο άνοιγμα, μία βαθιά χαράδρα ανάμεσα σε δύο βουνά. φα-ράγ-γι
φαράσι [το] ουσιαστικό (φαράσια)
Το φαράσι είναι ένα μικρό φτυάρι. Σ' αυτό ρίχνουμε τα σκουπίδια που μαζέψαμε με τη σκούπα μας. φα-ρά-σι
φάρδος [το] ουσιαστικό φαρδύς
φαρδύς, φαρδιά, φαρδύ επίθετο (φαρδιοί, φαρδιές, φαρδιά)
Ένα φαρδύ ρούχο έχει μεγάλο πλάτος.
Το παντελόνι που έβαλε ο κύριος Γιάννης ήταν πολύ φαρδύ. Χρειαζόταν δύο νούμερα μικρότερο. πλατύς στενός
Το φάρδος του παντελονιού ήταν πολύ μεγάλο. πλάτος φαρ-δύς
φάρμα [η] ουσιαστικό (φάρμες)
Η φάρμα είναι ένα μεγάλο αγρόκτημα όπου ζουν πολλά ζώα. φάρ-μα
φαρμακείο [το] ουσιαστικό (φαρμακεία) φάρμακο
φαρμάκι [το] ουσιαστικό (φαρμάκια)
Φαρμάκι λέμε το δηλητήριο.
Όταν σε δαγκώσει ένα φαρμακερό φίδι, ρίχνει φαρμάκι.
δηλητηριώδης φαρ-μά-κι
– Ποια λέξη μπορούμε να φτιάξουμε, αν βάλουμε στη σωστή σειρά τα γράμματα; μαφάσταν ..........................................................
φάρμακο [το] ουσιαστικό (φάρμακα)
Όταν είμαστε άρρωστοι, ο γιατρός μάς δίνει φάρμακα για να γίνουμε καλά.
Η κυρία Μαργαρίτα αγόρασε το φάρμακο για τον Κώστα από το φαρμακείο της γειτονιάς. O φαρμακοποιός έγραψε πάνω στο κουτί ότι πρέπει να το παίρνει τρεις φορές την ημέρα. φάρ-μα-κο
φαρμακοποιός [ο], [η] ουσιαστικό (φαρμακοποιοί) φάρμακο
φάρος [ο] ουσιαστικό (φάροι)
O φάρος είναι ένας ψηλός πύργος που φωτίζει τη νύχτα. Βοηθάει τα πλοία που ταξιδεύουν να δουν την είσοδο ενός λιμανιού ή την άκρη της στεριάς. φά-ρος
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
φάρσα [η] ουσιαστικό (φάρσες)
Όταν κάνεις φάρσα σε κάποιον, του λες μία ιστορία που δεν είναι αληθινή για να γελάσεις μ' αυτό που θα κάνει ή θα πει. φάρ-σα
φασαρία [η] ουσιαστικό (φασαρίες)
Όταν κάνεις φασαρία, κάνεις πολύ δυνατό θόρυβο και ενοχλείς τους άλλους. O κύριος Δημήτρης μπήκε σε φασαρίες με τη ληστεία του μαγαζιού του. Απέκτησε προβλήματα. μπελάς, μπλέξιμο φα-σα-ρί-α
φασόλι [το] ουσιαστικό (φασόλια)
Το φασόλι είναι όσπριο.Υπάρχουν μεγάλα και μικρά αλλά και άσπρα και κόκκινα φασόλια. Με τα φασόλια φτιάχνουμε φασολάδα, δηλαδή σούπα με φασόλια. Το φυτό που μας δίνει τα φασόλια λέγεται φασολιά.
φα-σό-λι
φάτσα [η] ουσιαστικό (φάτσες)
Η φάτσα μας είναι το πρόσωπό μας. μούρη, μούτρο φατσούλα φά-τσα
φεγγάρι [το] ουσιαστικό (φεγγάρια)
Το φεγγάρι είναι ένα ουράνιο σώμα που κινείται γύρω από τη γη. Μπορούμε να το δούμε τις νύχτες στον ουρανό, όταν δεν έχει συννεφιά. Όταν το φεγγάρι είναι ολοστρόγγυλο, έχουμε πανσέληνο. σελήνη φεγ-γά-ρι
φέγγω ρήμα (έφεξα, θα φέξω)
Όταν φέγγεις σε κάποιον, του ρίχνεις φως με φακό ή με κερί για να βλέπει. Το φεγγάρι φέγγει τις νύχτες. φωτίζω φέγ-γω
φελιζόλ [το] ουσιαστικό
Βάζουμε φελιζόλ γύρω από αντικείμενα που συσκευάζουμε για να μη σπάσουν, όταν τα μεταφέρουμε μέσα σε κιβώτια. φε-λι-ζόλ - Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
φεριμπότ [το] ουσιαστικό
Το φεριμπότ είναι ένα πλοίο που μπορεί να μεταφέρει επιβάτες αλλά και μικρά ή μεγάλα αυτοκίνητα σε μικρές αποστάσεις. φε-ρι-μπότ - Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
φερμουάρ [το] ουσιαστικό
Χρησιμοποιούμε το φερμουάρ για να κλείνουμε τα ρούχα, τις τσάντες και τις βαλίτσες μας. Είναι από μέταλλο κι έχει δύο ταινίες με δόντια που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο. φερ-μου-άρ
φέρνω ρήμα (έφερα, θα φέρω)
Όταν φέρνεις κάτι, το παίρνεις από εκεί που βρίσκεται και το κουβαλάς μέχρι εκεί που κι εσύ πηγαίνεις. Η κυρία Μαργαρίτα φέρνει κάθε μέρα στο σπίτι φρέσκο ψωμί από το φούρνο της γειτονιάς. κουβαλώ Κάθε μέρα ο μπαμπάς του Ίγκλι τον φέρνει στο σχολείο. Τον οδηγεί εκεί.
φέρσιμο φέρ-νω
φέρομαι ρήμα (φέρθηκα, θα φερθώ) φέρσιμο
φέρσιμο [το] ουσιαστικό (φερσίματα)
Το φέρσιμό σου είναι ο τρόπος που συμπεριφέρεσαι. «Το φέρσιμό σου δεν ήταν σωστό, Κώστα!» τον μάλωσε η κυρία Μαργαρίτα. «Να ζητήσεις συγνώμη από την Αθηνά και να μην την ξαναχτυπήσεις».
συμπεριφορά «Μην της φέρεσαι έτσι!» συμπεριφέρομαι φέρ-σι-μο
φέσι [το] ουσιαστικό (φέσια)
Φέσι λέμε το καπέλο με φούντα που φορούν στο κεφάλι τους οι Ανατολίτες ή και οι τσολιάδες. φέ-σι
φεστιβάλ [το] ουσιαστικό
Το φεστιβάλ τραγουδιού είναι μία γιορτή για τα καλύτερα τραγούδια. Στο φεστιβάλ κινηματογράφου πολλές ταινίες διαγωνίζονται για να βραβευτεί η καλύτερη. φε-στι-βάλ
φέτα [η] ουσιαστικό (φέτες)
Όταν κόβουμε το ψωμί σε φέτες, το κόβουμε με το μαχαίρι σε λεπτά κομμάτια. Η φέτα είναι ένα είδος άσπρου τυριού που φτιάχνουμε στην Ελλάδα. φέ-τα
Δες μαχαίρι
φέτος επίρρημα
O Κώστας φέτος πηγαίνει στη Γ΄ τάξη του δημοτικού σχολείου. Πέρυσι πήγαινε στη Β΄ τάξη και του χρόνου θα πάει στην Δ΄ τάξη. Αυτό το χρόνο.
πέρυσι, του χρόνου φετινός φέ-τος
φεύγω ρήμα (έφυγα, θα φύγω)
Κάθε πρωί φεύγεις από το σπίτι σου και πηγαίνεις στο σχολείο για μάθημα. Πηγαίνεις μακριά από το σπίτι σου, απομακρύνεσαι από αυτό. έρχομαι Το αεροπλάνο του θείου Τάκη για Αθήνα φεύγει στις δέκα το βράδυ.
αναχωρώ φεύ-γω
φήμη [η] ουσιαστικό (φήμες)
Όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι η Ροζαλία χάθηκε, όλοι στη γειτονιά έτρεξαν να βοηθήσουν. Όταν έμαθαν όλοι ότι η Ροζαλία χάθηκε. Όταν κάποιος έχει καλή φήμη, τότε ο κόσμος λέει καλά πράγματα γι' αυτόν.
Η Καλαμάτα φημίζεται για τις ελιές της. Είναι γνωστή για τις ελιές της. Oι ελιές της είναι φημισμένες. Τις γνωρίζουν όλοι. φή-μη
φημίζομαι ρήμα φήμη
φθάνω ρήμα (έφτασα, θα φτάσω) φτάνω
φθινόπωρο [το] ουσιαστικό
Το φθινόπωρο είναι μία από τις τέσσερις εποχές του έτους μετά το καλοκαίρι και πριν το χειμώνα. Τότε εμφανίζονται τα πρωτοβρόχια. φθινοπωρινός
φθι-νό-πω-ρο 'οι εποχές-οι μήνες-οι μέρες'
φιγούρα [η] ουσιαστικό (φιγούρες)
Oι μαθητές έφτιαξαν φιγούρες του Καραγκιόζη με τη βοήθεια της δασκάλας τους. Έφτιαξαν με χαρτί πρόσωπα που του μοιάζουν. Όταν κάνεις φιγούρες στο χορό, κάνεις κάποια δύσκολα βήματα που τα ξέρεις καλά κι εντυπωσιάζεις τους άλλους. φι-γού-ρα
φίδι [το] ουσιαστικό (φίδια)
Το φίδι είναι ένα μακρύ ερπετό χωρίς πόδια. Μερικές φορές το τσίμπημά του είναι δηλητηριώδες. Λέμε πως κάποιος είναι φίδι, όταν είναι ύπουλος και κακός. φί-δι 'τα ζώα'
φίλαθλος [ο], [η] ουσιαστικό (φίλαθλοι)
Oι φίλαθλοι είναι αυτοί που αγαπούν μία ομάδα και παρακολουθούν τους αγώνες της. άθλημα φί-λα-θλος
φιλέτο [το] ουσιαστικό (φιλέτα)
Το φιλέτο είναι ένα κομμάτι κρέας χωρίς κόκαλα και λίπη. φι-λέ-το
φιλί [το] ουσιαστικό (φιλιά)
Η κυρία Μαργαρίτα έδωσε ένα φιλί στην Αθηνά πριν φύγει για το σχολείο. Η μαμά φίλησε την κόρη της. φι-λί
φιλία [η] ουσιαστικό (φιλίες) φίλος
φιλμ [το] ουσιαστικό
Βάζουμε φιλμ στις φωτογραφικές μηχανές για να βγάλουμε φωτογραφίες. Φιλμ λέμε και το έργο στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση.
έργο, ταινία φιλμ
–Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
φιλοδώρημα [το] ουσιαστικό (φιλοδωρήματα)
«Όταν τρώμε σε ταβέρνα, ο μπαμπάς μου αφήνει ένα μικρό φιλοδώρημα στο σερβιτόρο» είπε ο Κώστας. Αφήνει λίγα χρήματα για το σερβιτόρο, επειδή έμεινε ευχαριστημένος. πουρμπουάρ φι-λο-δώ-ρη-μα
φιλόλογος [ο], [η] ουσιαστικό (φιλόλογοι)
O φιλόλογος είναι ο καθηγητής που μας διδάσκει γλώσσα και ιστορία στο γυμνάσιο και το λύκειο. φι-λό-λο-γος
φίλος [ο], φίλη [η] ουσιαστικό (φίλοι, φίλες)
Το φίλο ή τη φίλη σου τους αγαπάς, κάνεις πολύ παρέα μαζί τους και τους λες τα μυστικά σου. εχθρός φιλικός φί-λος
φιλότιμος, φιλότιμη, φιλότιμο επίθετο (φιλότιμοι, φιλότιμες, φιλότιμα)
Ένας φιλότιμος άνθρωπος προσπαθεί να κάνει όσο καλύτερα μπορεί τη δουλειά του και να βοηθήσει τους άλλους. φι-λό-τι-μος
φίλτρο [το] ουσιαστικό (φίλτρα)
O Δρυΐδης είναι ο σοφός του χωριού που φτιάχνει το μαγικό φίλτρο. Μ' αυτό ο Oβελίξ και ο Αστερίξ γίνονται πολύ δυνατοί. Φτιάχνει ένα μαγικό ποτό από βότανα. Βάζουμε ένα φίλτρο στην καφετιέρα για να μην περνάει η σκόνη του καφέ στο ρόφημα που πίνουμε. φίλ-τρο
– Πότε λέμε ότι κάποιος βγάζει το φίδι από την τρύπα;
φιλώ και φιλάω, φιλιέμαι ρήμα (φίλησα, θα φιλήσω) φιλί
φιόγκος [ο] ουσιαστικό (φιόγκοι)
Τα κορδόνια των παπουτσιών μας τα δένουμε φιόγκο. Φιόγκο δένουμε και την κορδέλα που βάζουμε στα δώρα. φιό-γκος
φιστίκι [το] ουσιαστικό (φιστίκια)
Το φιστίκι είναι ο καρπός της φιστικιάς. Τον τρώμε ψημένο με ή χωρίς αλάτι σαν ξηρό καρπό. φιστικιά φι-στί-κι
– Στα αρχαία ελληνικά η λέξη φιλώ σήμαινε αγαπώ. Σήμερα φτιάχνουμε αρκετές λέξεις που αρχίζουν με φιλο-, όπως φιλόλογος. Φτιάξε κι άλλες τέτοιες λέξεις.
φιτίλι [το] ουσιαστικό (φιτίλια)
Τα κεριά έχουν στο κέντρο τους ένα φιτίλι για να μπορούμε να τ' ανάβουμε. φι-τί-λι
φλας [το] ουσιαστικό
Χρησιμοποιούμε φλας στις φωτογραφικές μηχανές, όταν βγάζουμε φωτογραφίες σε χώρο με λίγο φως. Φλας έχουν και τ' αυτοκίνητα. Είναι το φως που αναβοσβήνει για να δείξει ότι το αυτοκίνητο στρίβει. φλας –Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
φλέβα [η] ουσιαστικό (φλέβες)
Στο σώμα μας έχουμε πολλές φλέβες που μεταφέρουν το αίμα προς την καρδιά μας. Η θεία Μαργαρίτα έχει καλλιτεχνική φλέβα. Έχει καλλιτεχνικό ταλέντο. φλέ-βα
φλιτζάνι [το] ουσιαστικό (φλιτζάνια)
Χρησιμοποιούμε το φλιτζάνι για να πίνουμε το τσάι ή τον καφέ μας. φλι-τζά-νι
φλόγα [η] ουσιαστικό (φλόγες)
Oι φλόγες της φωτιάς βγαίνουν από κάτι που καίγεται. φλό-γα Δες φωτιά, πυρκαγιά
φλογέρα [η] ουσιαστικό (φλογέρες)
Η φλογέρα είναι ένα πνευστό μουσικό όργανο. Είναι σαν σωλήνας από ξύλο ή πλαστικό με τρύπες που τις ανοιγοκλείνουμε με τα δάχτυλά μας, κι όταν φυσάμε μέσα της, βγαίνει ήχος. φλο-γέ-ρα
φλούδα [η] ουσιαστικό (φλούδες)
Για να φάμε ένα πορτοκάλι ή μία μπανάνα, βγάζουμε τη φλούδα τους. Η φλούδα είναι το εξωτερικό μέρος των φρούτων. φλού-δα
φλουρί [το] ουσιαστικό (φλουριά)
Το φλουρί ήταν ένα παλιό νόμισμα. Φλουρί λέμε σήμερα το νόμισμα που βάζουμε στη βασιλόπιτα για να δούμε ποιος θα είναι ο τυχερός που θα το βρει στο κομμάτι του. φλου-ρί
φλύαρος, φλύαρη, φλύαρο επίθετο (φλύαροι, φλύαρες, φλύαρα)
Ένας φλύαρος άνθρωπος μιλάει συνέχεια, χωρίς να λέει κάτι σημαντικό.
πολυλογάς λιγομίλητος φλυαρώ φλύ-α-ρος
φοβάμαι ρήμα (φοβήθηκα, θα φοβηθώ)
Όταν φοβάσαι, αισθάνεσαι άσχημα, επειδή πιστεύεις ότι κάτι άσχημο ή κακό μπορεί να συμβεί. Όταν η Αθηνά ήταν πολύ μικρή, φοβόταν να κοιμηθεί μόνη της στο δωμάτιο.
Όλα τα μικρά παιδιά αισθάνονται φόβο το βράδυ, όταν είναι μόνα στο δωμάτιό τους. O Κώστας όμως δεν είναι φοβητσιάρης και δε φοβάται εύκολα. φο-βά-μαι
Η Αθηνά φοβήθηκε πολύ
μόλις είδε το ποντίκι.
φοβερίζω ρήμα (φοβέρισα, θα φοβερίσω) φοβερός
φοβερός, φοβερή, φοβερό επίθετο (φοβεροί, φοβερές, φοβερά)
Όταν κάποιος είναι φοβερός, προκαλεί φόβο.
Μέσα στη νύχτα ακούστηκαν φοβερά μπουμπουνητά και τα παιδιά ξύπνησαν.
τρομακτικός, τρομερός O Κώστας είναι φοβερός μαθητής. Είναι πολύ καλός.
O κύριος Μιχάλης φοβερίζει τα παιδιά της γειτονιάς ότι θα τα τιμωρήσει, αν δει τη μπάλα τους στον κήπο του. απειλώ φο-βε-ρός
φοβίζω ρήμα (φόβισα, θα φοβίσω)
Όταν φοβίζεις κάποιον, τον κάνεις να φοβηθεί.
O κύριος Μιχάλης φοβίζει τα παιδιά με τις φωνές του. τρομάζω φο-βί-ζω
φόβος [ο] ουσιαστικό (φόβοι) φοβάμαι
φοίνικας [ο] ουσιαστικό (φοίνικες)
O φοίνικας είναι ένα δέντρο που φυτρώνει σε πολύ ζεστές περιοχές.
Στην Κρήτη, στο χωριό του θείου Τάκη, υπάρχουν πολλοί φοίνικες που στολίζουν την πλατεία. φοί-νι-κας
φοιτητής [ο], φοιτήτρια [η] ουσιαστικό (φοιτητές, φοιτήτριες)
Φοιτητές και φοιτήτριες είναι τα αγόρια και τα κορίτσια που παρακολουθούν μαθήματα στο πανεπιστήμιο. φοι-τη-τής
φορά [η] ουσιαστικό (φορές)
Όταν κάνεις κάτι αυτή τη φορά, το κάνεις αυτή τη στιγμή κι όχι μία άλλη φορά, μία άλλη στιγμή. «Την άλλη φορά θα έχετε όλοι μαζί σας το τετράδιο της ζωγραφικής» είπε η δασκάλα. Όταν κάνεις κάτι πολλές φορές, το επαναλαμβάνεις συνέχεια.
«Εκατό φορές σου έχω πει να μην αφήνεις την πόρτα ανοιχτή» είπε η Αθηνά στον Κώστα. φο-ρά
φόρα [η] ουσιαστικό
Όταν τρέχεις με φόρα με το ποδήλατό σου, έχεις μεγάλη ταχύτητα και κινείσαι πολύ γρήγορα προς μία κατεύθυνση. ταχύτητα φό-ρα
φορείο [το] ουσιαστικό (φορεία)
Oι νοσοκόμοι κουβαλούν τους αρρώστους με το φορείο για να τους πάνε στο νοσοκομείο. φο-ρεί-ο Δες νοσοκομείο
φόρεμα [το] ουσιαστικό (φορέματα)
Το φόρεμα είναι ένα γυναικείο ρούχο που καλύπτει ολόκληρο το σώμα, από τους ώμους μέχρι κάποιο σημείο στα πόδια. φουστάνι φό-ρε-μα 'τα ρούχα'
φορητός, φορητή, φορητό επίθετο (φορητοί, φορητές, φορητά)
Όταν κάτι είναι φορητό, μπορούμε να το μεταφέρουμε εύκολα από ένα μέρος σ' ένα άλλο. Υπάρχουν φορητά τηλέφωνα και ψυγεία και φορητοί υπολογιστές.
O κύριος Γιάννης έχει ένα φορητό υπολογιστή για να μπορεί να δουλεύει παντού. φο-ρη-τός
φόρμα [η] ουσιαστικό (φόρμες)
Η φόρμα σου είναι τα ρούχα που φοράς για να κάνεις γυμναστική. Όταν είσαι σε καλή φόρμα, είσαι γυμνασμένος κι έχεις μεγάλη αντοχή. Η κυρία Μαργαρίτα βουτύρωσε τη φόρμα για να ρίξει μέσα τη ζύμη του κέικ. Το σκεύος του κέικ. φόρ-μα
φορτηγό [το] ουσιαστικό (φορτηγά)
Το φορτηγό είναι ένα μεγάλο αυτοκίνητο. Μ' αυτό μεταφέρουμε βαριά πράγματα.
φορ-τη-γό
φορτίζω, φορτίζομαι ρήμα (φόρτισα, θα φορτίσω)
Όταν φορτίζεις μία μπαταρία, τη συνδέεις με μία συσκευή, το φορτιστή, με το ρεύμα για να γεμίσει ενέργεια και να την ξαναχρησιμοποιήσεις. φορ-τί-ζω
φορτώνω, φορτώνομαι ρήμα (φόρτωσα, θα φορτώσω)
O πατέρας του Ίγκλι φόρτωσε τα πράγματα όλης της οικογένειας σ' ένα φορτηγό και ξεκίνησε για την Αθήνα. O κύριος Μιχάλης φόρτωσε στη θεία του όλες τις δουλειές του σπιτιού. Τη βάζει να κάνει τις δουλειές του σπιτιού. φόρτωμα φορ-τώ-νω
φορώ και φοράω, φοριέμαι ρήμα (φόρεσα, θα φορέσω)
Φοράς τα ρούχα σου και τα παπούτσια σου για να μην είσαι γυμνός και να μην κρυώνεις. Η Αθηνά φόρεσε στην κούκλα ένα ωραίο φόρεμα. Την έντυσε, της έβαλε το φόρεμα. φόρεμα φο-ρώ
φουγάρο [το] ουσιαστικό (φουγάρα)
Το φουγάρο είναι ένας ψηλός σωλήνας σ' ένα εργοστάσιο ή ένα πλοίο. Απ' αυτόν βγαίνει καπνός. φου-γά-ρο
φούντα [η] ουσιαστικό (φούντες)
Η φούντα είναι μία μικρή μπάλα από κλωστές, ενωμένες μεταξύ τους στη μία άκρη. Oι τσολιάδες έχουν μία μαύρη φούντα πάνω στα τσαρούχια τους.
Όταν μία φωτιά φουντώνει, δυναμώνει, μεγαλώνει. Μία φουντωτή ουρά μοιάζει με φούντα κι έχει πολύ όγκο. φού-ντα
φουντούκι [το] ουσιαστικό (φουντούκια)
Το φουντούκι είναι ο καρπός της φουντουκιάς. Όταν τα ψήσουμε, γίνονται ξηροί καρποί. Το δέντρο που κάνει φουντούκια είναι η φουντουκιά. φου-ντού-κι
φουντώνω ρήμα (φούντωσα, θα φουντώσω) φούντα
φούρναρης [ο], φουρνάρισσα [η] ουσιαστικό (φουρνάρηδες, φουρνάρισσες) φούρνος
φούρνος [ο] ουσιαστικό (φούρνοι)
O φούρνος είναι το κατάστημα της γειτονιάς που ψήνει ψωμί κι άλλα φαγητά.
Στο φούρνο βάζουμε φαγητά για να τα ψήσουμε. Είναι μία ηλεκτρική συσκευή στην κουζίνα. Στο φούρνο μικροκυμάτων βάζουμε τα φαγητά που θέλουμε να ζεστάνουμε ή να μαγειρέψουμε πολύ γρήγορα.
O φούρναρης και η φουρνάρισσα δουλεύουν στο φούρνο. φούρ-νος
φουρτούνα [η] ουσιαστικό (φουρτούνες)
Όταν η θάλασσα έχει φουρτούνα, έχει μεγάλα κύματα.
θαλασσοταραχή, τρικυμία Η φουρτουνιασμένη θάλασσα έχει πολύ μεγάλα κύματα κι είναι επικίνδυνη για τα πλοία που ταξιδεύουν. φουρ-τού-να
φούσκα [η] ουσιαστικό (φούσκες)
Όταν κάνεις φούσκες με την τσίχλα σου, γεμίζεις ένα κομμάτι τσίχλας με αέρα κάνοντας ένα μεγάλο μπαλόνι έξω από το στόμα σου. τσιχλόφουσκα φουσκώνω φού-σκα
φουσκάλα [η] ουσιαστικό (φουσκάλες)
Η φουσκάλα είναι μία μικρή φούσκα στο δέρμα γεμάτη με υγρό.
Από το πολύ περπάτημα ο Κώστας έβγαλε μικρές φουσκάλες στα πόδια.
φουσκώνω φου-σκά-λα
φουσκώνω ρήμα (φούσκωσα, θα φουσκώσω)
Όταν φουσκώνεις ένα μπαλόνι ή το λάστιχο στο ποδήλατό σου, το γεμίζεις με αέρα. Η θεία Έλλη έφαγε πολύ και φούσκωσε. Πρήστηκε. Στην παρέλαση της τάξης της Αθηνάς η κυρία Μαργαρίτα φούσκωνε από την περηφάνια της. Καμάρωνε. φούσκα
φου-σκώ-νω
φούστα [η] ουσιαστικό (φούστες)
Η φούστα είναι ένα ρούχο που φορούν οι γυναίκες. Στηρίζεται στη μέση και φτάνει μέχρι κάποιο σημείο τα πόδια. φού-στα 'τα ρούχα'
φουστάνι [το] ουσιαστικό (φουστάνια)
Το φουστάνι είναι ένα γυναικείο ρούχο που καλύπτει το σώμα από τους ώμους μέχρι κάποιο σημείο στα πόδια. φόρεμα φου-στά-νι
φράγμα [το] ουσιαστικό (φράγματα) φράζω
φράζω ρήμα (έφραξα, θα φράξω)
Όταν φράζεις κάτι, το κλείνεις γύρω γύρω για να μην μπορεί κανείς να μπει μέσα. O θείος Αλέκος έφραξε τον κήπο του σπιτιού του για να μην μπαίνουν μέσα τα σκυλιά.
Όταν φράζεις έναν δρόμο, τον κλείνεις για να μην περνάει κανείς.
Ένα δέντρο έπεσε κι έφραξε το δρόμο που οδηγεί στο σπίτι του θείου Αλέκου.
Στο ποτάμι του χωριού κατασκευάστηκε ένα φράγμα για να μην πλημμυρίζουν τα διπλανά χωριά. O θείος Αλέκος έφτιαξε ένα ξύλινο φράχτη γύρω από τον κήπο του.
φρά-ζω
– Πότε λέμε ότι κάποιος τα φόρτωσε όλα στον κόκορα;
φράντζα [η] ουσιαστικό (φράντζες)
Η φράντζα είναι κοντά μαλλιά κομμένα ώστε να πέφτουν στο μέτωπο. φρά-ντζα
φραντζόλα [η] ουσιαστικό (φραντζόλες)
Η φραντζόλα είναι ένα στενόμακρο ψωμί που αγοράζουμε στο φούρνο.
φρα-ντζό-λα
φράουλα [η] ουσιαστικό (φράουλες)
Η φράουλα είναι ένα ανοιξιάτικο μικρό κόκκινο και γευστικό φρούτο με μικρούς σπόρους στην επιφάνειά του. φρά-ου-λα
φράση [η] ουσιαστικό (φράσεις)
Μία φράση είναι μερικές λέξεις στη σειρά που φτιάχνουν ένα κομμάτι της πρότασης. Στην πρόταση O Κώστας θα πάει στο ζωολογικό κήπο η φράση στο ζωολογικό κήπο δείχνει τον τόπο που πήγε. φρά-ση
φράχτης [ο] ουσιαστικό (φράχτες) φράζω
φρενάρω ρήμα (φρέναρα και φρενάρισα, θα φρενάρω) φρένο
φρένο [το] ουσιαστικό (φρένα)
Πατάς το φρένο στο ποδήλατό σου, όταν θέλεις να μειώσεις την ταχύτητα ή να σταματήσεις. Όταν ανάψει κόκκινο φανάρι, ο κύριος Γιάννης φρενάρει. Πατάει φρένο. φρέ-νο
φρίκη [η] ουσιαστικό
Όταν αισθάνεσαι φρίκη,νιώθεις μεγάλο τρόμο, γιατί είδες ή άκουσες κάτι πολύ άσχημο. O πόλεμος προκαλεί φρίκη με τις πολλές καταστροφές που φέρνει.
φριχτός φρί-κη
φριχτός, φριχτή, φριχτό επίθετο (φριχτοί, φριχτές, φριχτά)
Όταν κάτι είναι φριχτό, μας κάνει να αισθανόμαστε τρόμο.
Η φωτιά στο δάσος άφησε πίσω της ένα φριχτό θέαμα. Όλα τα δέντρα είχαν καεί.
φοβερός, φρικιαστικός φρι-χτός
φρόνιμος, φρόνιμη, φρόνιμο επίθετο (φρόνιμοι, φρόνιμες, φρόνιμα)
Ένα φρόνιμο παιδί είναι υπάκουο και ακολουθεί τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς. άτακτος φρό-νι-μος
φροντίδα [η] ουσιαστικό (φροντίδες)
Όταν δείχνεις τη φροντίδα σου για κάποιον, τότε δείχνεις το ενδιαφέρον και την προσοχή σου γι' αυτόν και ασχολείσαι μαζί του. αδιαφορία
φροντίζω φρο-ντί-δα
φροντίζω ρήμα (φρόντισα, θα φροντίζω)
Όταν φροντίζεις κάποιον, ενδιαφέρεσαι γι' αυτόν, ασχολείσαι μαζί του και τον προσέχεις. Η Αθηνά φροντίζει πολύ την αγαπημένη της γάτα, τη Ροζαλία.
αμελώ φροντίδα φρο-ντί-ζω
φροντιστήριο [το] ουσιαστικό (φροντιστήρια)
Το φροντιστήριο είναι ένα ιδιωτικό σχολείο. Εκεί ένας δάσκαλος βοηθάει τους μαθητέςνα καταλάβουν καλύτερα τα μαθήματά τους. φροντίζω
φρο-ντι-στή-ρι-ο
φρούριο [το] ουσιαστικό (φρούρια)
Το φρούριο είναι ένα πολύ μεγάλο και ψηλό κτίριο. Από εκεί οι στρατιώτες προστάτευαν τα παλιά χρόνια μία περιοχή από τους εχθρούς. O Oβελίξ πετούσε πέτρες στους Ρωμαίους από το φρούριο των Γαλατών. κάστρο, πύργος
φρουρός, φρουρώ φρού-ρι-ο
φρουρός [ο] ουσιαστικό (φρουροί)
O φρουρός είναι ο στρατιώτης που φυλάει έναν τόπο ή ένα στρατόπεδο.
σκοπός, φύλακας φρουρώ φρου-ρός
φρουρώ, φρουρούμαι ρήμα (φρούρησα, θα φρουρήσω)
Όταν φρουρείς κάποιον ή κάτι, είσαι εκεί και τους προστατεύεις.
Oι Έλληνες στρατιώτες φρουρούν τα σύνορα της χώρας μας. Τα σύνορα φρουρούνται από τους στρατιώτες. φρουρός, φρούριο φρου-ρώ
φρουτιέρα [η] ουσιαστικό (φρουτιέρες) φρούτο
φρούτο [το] ουσιαστικό (φρούτα)
Το πεπόνι και το καρπούζι είναι καλοκαιρινά φρούτα. Τα φρούτα έχουν πολλές βιταμίνες. Η κυρία Μαργαρίτα βάζει τα φρούτα στη φρουτιέρα. φρού-το
φρυγανιά [η] ουσιαστικό (φρυγανιές)
Η φρυγανιά είναι μία λεπτή ψημένη φέτα ψωμί.
Η κυρία Μαργαρίτα χρησιμοποιεί τη φρυγανιέρα για να φτιάξει φρυγανιές. φρυ-γα-νιά
φρυγανιέρα [η] ουσιαστικό (φρυγανιέρες) φρυγανιά
φρύδι [το] ουσιαστικό (φρύδια)
Τα φρύδια είναι το τρίχωμα που έχουμε πάνω από το μάτια μας και μας προστατεύει από τον ιδρώτα που τρέχει στο μέτωπό μας.
φρύ-δι 'το σώμα μας'
φταίχτης [ο], φταίχτρα [η] ουσιαστικό (φταίχτες, φταίχτρες) φταίω
φταίω ρήμα (έφταιξα, θα φταίξω)
Όταν φταις για κάτι, έχεις κάνει κάτι κακό ή κάποιο λάθος.
O Κώστας φταίει που η πόρτα του σπιτιού έμεινε ανοιχτή, κι έφυγε η Ροζαλία.
«Το φταίξιμο είναι δικό σου, Κώστα» είπε η Αθηνά. O Κώστας είναι ο φταίχτης.
φταί-ω
φτέρνα [η] ουσιαστικό (φτέρνες)
Η φτέρνα είναι το πίσω μέρος της πατούσας του ποδιού σου.
φτέρ-να 'το σώμα μας'
φτερνίζομαι και φταρνίζομαι ρήμα (φτερνίστηκα, θα φτερνιστώ)
Όταν φτερνίζεσαι, βγάζεις δυνατά αέρα από τη μύτη και το στόμα σου, συνήθως όταν είσαι κρυωμένος και όταν μπαίνει κάτι στη μύτη σου που σε φαγουρίζει.
O Κώστας άρχισε να φτερνίζεται, γιατί μπήκε σκόνη στη μύτη του.
Το φτέρνισμά του ακούστηκε σ' όλη την αίθουσα. φτερ-νί-ζο-μαι
φτερό [το] ουσιαστικό (φτερά)
Το σώμα των πουλιών καλύπτεται με φτερά για ν'αντέχουν στο κρύο.
πούπουλο
Τα φτερά των πουλιών είναι οι φτερούγες τους που τα βοηθούν να πετάνε. «Τα παιχνίδια μου έκαναν φτερά! Μήπως τα πείραξες εσύ, Κώστα;» ρώτησε η Αθηνά. Εξαφανίστηκαν. φτε-ρό 'τα ζώα'
φτερούγα [η] ουσιαστικό (φτερούγες)
Τα πουλιά έχουν δύο φτερούγες για να μπορούν να πετάνε.
O αετός άνοιξε τις φτερούγες του και πέταξε μακριά. φτερό
Το μικρό του, το αετόπουλο, φτερούγισε μερικές φορές πριν αποφασίσει να πετάξει για πρώτη φορά. φτερωτός φτε-ρού-γα 'τα ζώα'
φτερουγίζω ρήμα (φτερούγισα, θα φτερουγίσω) φτερούγα
φτηνός, φτηνή, φτηνό και φθηνός, φθηνή, φθηνό επίθετο (φτηνοί, φτηνές, φτηνά)
Όταν κάτι είναι φτηνό, έχει χαμηλή τιμή, δεν είναι ακριβό.
ακριβός φτήνια φτη-νός -Λέμε και φθηνός.
φτιάχνω, φτιάχνομαι ρήμα (έφτιαξα,θα φτιάξω)
Όταν φτιάχνεις κάτι, το κατασκευάζεις, το κάνεις να υπάρχει.
Η Αθηνά φτιάχνει μία όμορφη κατασκευή από χαρτόνι. Είναι ένα κουκλόσπιτο. Όταν φτιάχνεις το δωμάτιό σου, το τακτοποιείς. Όταν φτιάχνεις τα μαλλιά σου, τα χτενίζεις. Όταν φτιάχνεις το ρολόι, το διορθώνεις ή το επισκευάζεις. Όταν φτιάχνεις ένα φαγητό, το μαγειρεύεις. Όταν ο καιρός φτιάχνει, καλυτερεύει.
φτιάξιμο φτιά-χνω
φτυάρι [το] ουσιαστικό (φτυάρια)
Το φτυάρι είναι ένα εργαλείο που το χρησιμοποιούμε για να κουβαλάμε και ν' ανακατεύουμε διάφορα υλικά όπως χώμα και άμμο. φτυά-ρι 'τα εργαλεία'
φτύνω ρήμα (έφτυσα, θα φτύσω)
Όταν φτύνεις, βγάζεις με δύναμη έξω από το στόμα σου σάλιο. Όταν φτύνεις κάτι που έχεις στο στόμα σου, το βγάζεις έξω με δύναμη.
Η Αθηνά έφτυσε την τσίχλα που είχε στο στόμα της πριν μπει για μάθημα.
φτύσιμο φτύ-νω
φτωχός, φτωχή, φτωχό επίθετο (φτωχοί, φτωχές, φτωχά)
Ένας φτωχός άνθρωπος δεν έχει πολλά χρήματα. άπορος πλούσιος
Όταν κάποιος ζει μέσα στη φτώχια, είναι φτωχός. φτωχαίνω, φτωχικός
φτω-χός 'αντίθετα'
φύκι [το] ουσιαστικό (φύκια)
Το φύκι είναι ένα φυτό που ζει μέσα στη θάλασσα.
φύ-κι
φύλακας [ο], [η] ουσιαστικό (φύλακες) φυλώ
φυλακή [η] ουσιαστικό (φυλακές)
Στη φυλακή βάζουμε όσους καταδικάζονται από το δικαστήριο για εγκλήματα.
Η αστυνομία βρήκε αυτούς που έκλεψαν τον κύριο Δημήτρη και τους έβαλε στη φυλακή. Τους φυλάκισε τώρα και είναι φυλακισμένοι. φυ-λα-κή
φυλακίζω, φυλακίζομαι ρήμα (φυλάκισα, θα φυλακίσω) φυλακή
φυλαχτό [το] ουσιαστικό (φυλαχτά)
Το φυλαχτό το φοράμε πάνω μας για να μας φυλάει από κάθε κακό.
O Κώστας και η Αθηνά φορούν πάντα ένα σταυρό για φυλαχτό.
φυλάω φυ-λα-χτό
φυλή [η] ουσιαστικό (φυλές)
Η φυλή είναι όλοι οι άνθρωποι που το δέρμα τους έχει το ίδιο χρώμα. Oι άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια φυλή μπορεί να μοιάζουν και σ' άλλα πράγματα, όπως στα μάτια ή τα χείλια. Oι περισσότεροι κάτοικοι της Ευρώπης ανήκουν στη λευκή φυλή, ενώ οι κάτοικοι της Αφρικής ανήκουν στη μαύρη φυλή. φυ-λή
φύλλο [το] ουσιαστικό (φύλλα)
Τα δέντρα και τα φυτά έχουν πολλά πράσινα φύλλα.
φύλ-λα
φύλο [το] ουσιαστικό (φύλα)
Στον άνθρωπο και στα ζώα υπάρχουν δύο φύλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Oι άντρες είναι το αρσενικό και οι γυναίκες το θηλυκό φύλο. φύ-λο
φυλώ και φυλάω/φυλάγω, φυλάγομαι ρήμα (φύλαξα, θα φυλάξω)
Όταν φυλάς κάτι, το προσέχεις και το προστατεύεις.
Oι Έλληνες στρατιώτες φυλούν τα ελληνικά σύνορα. φρουρώ
Oι Έλληνες στρατιώτες είναι οι φύλακες των συνόρων της πατρίδας μας.
φρουρός φυ-λώ
φύση [η] ουσιαστικό (φύσεις)
Η φύση είναι όλα τα ζώα, τα φυτά, οι θάλασσες, τα βουνά, οι λίμνες και ό,τι άλλο υπάρχει γύρω μας και δεν το έχουν φτιάξει οι άνθρωποι.
O θείος Αλέκος ζει στο χωριό κοντά στη φύση. φυσικός φύ-ση
φυσικός, φυσική, φυσικό επίθετο (φυσικοί, φυσικές, φυσικά)
Λέμε πως κάτι είναι φυσικό, όταν προέρχεται από τη φύση χωρίς να το επηρεάζει ο άνθρωπος. Η βροχή είναι ένα φυσικό φαινόμενο.
Είναι φυσικό που η Αθηνά ήταν στεναχωρημένη. Έχασε την αγαπημένη της Ροζαλία, δεν ήταν και λίγο. Είναι λογικό. φυ-σι-κός
φυσιολογικός, φυσιολογική, φυσιολογικό επίθετο (φυσιολογικοί, φυσιολογικές, φυσιολογικά)
Λέμε πως κάτι είναι φυσιολογικό, όταν γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες της φύσης χωρίς να κάνει κάτι ο άνθρωπος για να το αλλάξει.
Το πέσιμο των φύλλων είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο το φθινόπωρο.
φυσικός φυ-σι-ο-λο-γι-κός
φυσώ και φυσάω ρήμα (φύσηξα,θα φυσήξω)
Όταν φυσάς, βγάζεις αέρα από το στόμα σου προς τα έξω. Φυσάμε το φαγητό μας, όταν είναι πάρα πολύ ζεστό και δεν μπορούμε να το φάμε. Όταν φυσάει, τότε έχει αέρα, δηλαδή ο άνεμος κινείται πολύ γρήγορα.
Το χειμώνα φυσάει πολλές φορές παγωμένος αέρας.
Τη νύχτα μάς ξύπνησε το δυνατό φύσημα του αέρα. φυ-σώ
φυτεύω ρήμα (φύτεψα, θα φυτέψω) φυτό
φυτό [το] ουσιαστικό (φυτά)
Τα δέντρα, τα λαχανικά και τα λουλούδια είναι φυτά. Τα φυτά έχουν τις ρίζες τους μέσα στη γη κι ένα κοτσάνι, που το λέμε βλαστό, και πράσινα φύλλα έξω απ' τη γη. Στο σχολείο του Κώστα οι μαθητές φύτεψαν σπόρους φακής και φασολιού για να μελετήσουν τα φυτά, μόλις φυτρώσουν οι σπόροι. φυτικός, φυτοφάγος
φυ-τό
φυτρώνω ρήμα (φύτρωσα, θα φυτρώσω)
Όταν ένας σπόρος φυτρώνει, τότε γίνεται ένα μικρό φυτό που βγαίνει στην επιφάνεια της γης κι αρχίζει να μεγαλώνει. βλασταίνω «Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!» είπε η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά που πετάχτηκε και διέκοψε τη μαμά της. Μην μπλέκεσαι με πράγματα που δε σ' ενδιαφέρουν. φυ-τρώ-νω
φυτώριο [το] ουσιαστικό (φυτώρια)
Το φυτώριο είναι μία έκταση γης. Εκεί φυτεύουμε σπόρους φυτών και μόλις αυτοί φυτρώσουν, παίρνουμε τα μικρά φυτά και τα φυτεύουμε αλλού για να μεγαλώσουν. φυ-τώ-ρι-ο
φωλιά [η] ουσιαστικό (φωλιές)
Η φωλιά είναι το σπίτι που φτιάχνουν τα ζώα, τα έντομα και τα πουλιά για να γεννούν τα μικρά τους. φωλιάζω φω-λιά
φωλιάζω ρήμα (φώλιασα, θα φωλιάσω)
Όταν τα ζώα φωλιάζουν, φτιάχνουν τη φωλιά τους και μένουν μέσα σ' αυτή.
Όταν η Αθηνά είναι λυπημένη, φωλιάζει στην αγκαλιά της μαμάς της. Χώνεται εκεί μέσα. φω-λιά-ζω
φωνακλάς [ο], φωνακλού [η] ουσιαστικό (φωνακλάδες, φωνακλούδες)
Φωνακλάς είναι αυτός που συνηθίζει να φωνάζει.
O Κώστας δεν είναι φωνακλάς αλλά μερικές φορές ξεχνιέται και φωνάζει.
φωνάζω, φωνή φω-να-κλάς
φωνή [η] ουσιαστικό (φωνές)
Η φωνή είναι ο ήχος που βγάζει ο άνθρωπος όταν μιλάει, τραγουδάει ή φωνάζει. O Κώστας βράχνιασε, γιατί τραγουδούσε με δυνατή φωνή.
«O κύριος Μιχάλης μάς έβαλε τις φωνές» παραπονέθηκε ο Κώστας στην κυρία Μαργαρίτα. Μας μάλωσε. φωνάζω φω-νή
φωνήεν [το] ουσιαστικό (φωνήεντα)
Τα φωνήεντα της ελληνικής γλώσσας είναι επτά, όταν τα γράφουμε: α, ε, η, ι, ο, υ, ω. φω-νή-εν
φως [το] ουσιαστικό (φώτα)
Το φως μάς βοηθάει να βλέπουμε γύρω μας. Φως έρχεται από τον ήλιο αλλά και από τις λάμπες που έχουμε στο σπίτι μας.
O ήλιος φωτίζει τη γη και βοηθάει τα φυτά να μεγαλώνουν. Σ' ένα φωτεινό σπίτι μπαίνει από παντού το φως του ήλιου. φως
φωτεινός, φωτεινή, φωτεινό επίθετο (φωτεινοί, φωτεινές, φωτεινά) φως
φωτιά [η] ουσιαστικό (φωτιές)
Η φωτιά είναι η ζέστη και οι φλόγες που βγαίνουν από κάτι που καίγεται. φλόγα
«Δε βάζω και το χέρι μου στη φωτιά αλλά μου φαίνεται πως είδα τη Ροζαλία έξω από το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη» είπε ο Νίκος. Δεν είμαι και σίγουρος. φω-τιά
φωτίζω, φωτίζομαι ρήμα (φώτισα, θα φωτίσω) φως
φωτισμός [ο] ουσιαστικό (φωτισμοί)
Όταν υπάρχει φωτισμός σε μία περιοχή, υπάρχει φως και μπορούμε να δούμε τα πράγματα γύρω μας. «Η παιδική χαρά έχει καλό φωτισμό μέχρι αργά το βράδυ» είπε ο Κώστας. φω-τι-σμός
φωτογραφία [η] ουσιαστικό (φωτογραφίες)
Η φωτογραφία είναι μία εικόνα που βγαίνει από μία φωτογραφική μηχανή. Φωτογράφος είναι αυτός που βγάζει φωτογραφίες και πληρώνεται γι' αυτό, επειδή είναι η δουλειά του. Όταν φωτογραφίζεις βγάζεις φωτογραφίες με μία φωτογραφική μηχανή. φω-το-γρα-φί-α
O κύριος Γιάννης κρατάει
στα χέρια μία φωτογραφία του.
φωτογραφίζω, φωτογραφίζομαι ρήμα (φωτογράφισα, θα φωτογραφίσω) φωτογραφία
φωτογράφος [ο], [η] ουσιαστικό (φωτογράφοι) φωτογραφία
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
– Πότε λέμε ότι κάτι αρπάζει φωτιά;
φωτοτυπία [η] ουσιαστικό (φωτοτυπίες)
Όταν βγάζεις μία φωτοτυπία, φτιάχνεις εύκολα και γρήγορα ίδια αντίγραφα ενός κειμένου ή μίας εικόνας με τη βοήθεια του φωτοτυπικού μηχανήματος.
Η δασκάλα έβγαλε μερικές φωτοτυπίες στο φωτοτυπικό μηχάνημα του σχολείου. Φωτοτύπησε μερικά ποιήματα από ένα βιβλίο και τα έδωσε στους μαθητές της.
φω-το-τυ-πί-α
φωτοτυπώ ρήμα (φωτοτύπησα, θα φωτοτυπήσω) φωτοτυπία
|