υγεία [η] ουσιαστικό (υγείες)
Όταν έχουμε την υγεία μας, το σώμα μας λειτουργεί πολύ καλά και δεν έχουμε κανένα πρόβλημα. «Στην υγειά σου, Μαργαρίτα» είπε ο κύριος Γιάννης σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι του. «Με τις υγείες σου!» είπε ο κύριος Γιάννης στο θείο Αλέκο που φτερνίστηκε.
Όταν κάτι είναι υγιεινό, είναι καλό για την υγεία μας. υ-γεί-α
υγιεινός, υγιεινή, υγιεινό επίθετο (υγιεινοί, υγιεινές, υγιεινά) υγεία
υγρασία [η] ουσιαστικό (υγρασίες) υγρός
υγρό [το] ουσιαστικό (υγρά)
Το νερό, η πορτοκαλάδα, το κρασί και το γάλα είναι υγρά. Μπορείς να τα βάλεις σ' ένα ποτήρι και να πάρουν το σχήμα του ποτηριού. Υγρά είναι και τα δάκρυά σου που στάζουν, όταν κλαις. υγρός υ-γρό
υγρός, υγρή, υγρό επίθετο (υγροί, υγρές, υγρά)
Όταν κάτι είναι υγρό, κυλάει σαν νερό. Το γάλα είναι υγρή τροφή. Υγρό λέμε και κάτι που είναι λίγο βρεγμένο.
Τα σεντόνια ήταν υγρά ακόμη κι η κυρία Μαργαρίτα δεν τα μάζεψε. Όταν ο καιρός είναι υγρός, πρόκειται να βρέξει ή έχει ήδη βρέξει. Έχει υγρασία.
Υγρασία έχει κι ένας τοίχος που έχει βραχεί και είναι υγρός. υγρό υ-γρός
υδραγωγείο [το] ουσιαστικό (υδραγωγεία)
Το υδραγωγείο μίας πόλης είναι ένα κτίριο με μία μεγάλη δεξαμενή. Εκεί μαζεύεται το νερό που μπορούμε να πιούμε κι έρχεται στα σπίτια μας μέσα από σωλήνες. υ-δρα-γω-γεί-ο -Στ' αρχαία ελληνικά το νερό λεγόταν ύδωρ. Μ' αυτή τη λέξη φτιάχνουμε μεγαλύτερες λέξεις, όπως το υδραγωγείο
υδραυλικός [ο] ουσιαστικό (υδραυλικοί)
O υδραυλικός είναι ο τεχνίτης που φτιάχνει τους σωλήνες και τις βρύσες στο σπίτι μας. υ-δραυ-λι-κός
υιοθετώ, υιοθετούμαι ρήμα (υιοθέτησα, θα υιοθετήσω)
Όταν ένα ζευγάρι υιοθετεί ένα παιδί, φροντίζει και μεγαλώνει ένα παιδί που δεν έχει γεννηθεί από αυτούς. Oι γονείς ενός υιοθετημένου παιδιού το φροντίζουν και το αγαπούν όπως εσένα οι γονείς σου. υι-ο-θε-τώ
ύλη [η] ουσιαστικό (ύλες)
Το γάλα είναι η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούμε για να φτιάξουμε το τυρί και το γιαούρτι. Απ' αυτήν φτιάχνεται το τυρί και το γιαούρτι. ουσία ύ-λη
υλικό [το] ουσιαστικό (υλικά)
Τα τραπέζια φτιάχνονται από διάφορα υλικά: από ξύλο, από πλαστικό, από γυαλί και από άλλα. Η κυρία Μαργαρίτα ανακάτεψε τα υλικά της συνταγής, τ' αυγά, το γάλα, το βούτυρο και το αλεύρι κι έφτιαξε ένα πολύ νόστιμο κέικ. υ-λι-κό
ύμνος [ο] ουσιαστικό (ύμνοι)
Κάθε χώρα έχει το δικό της εθνικό ύμνο. O εθνικός μας ύμνος είναι ένα τραγούδι που λέμε σε κάθε εθνική γιορτή, καθώς και κάθε φορά που ανεβάζουμε τη σημαία της πατρίδας μας. O εκκλησιαστικός ύμνος είναι ένα τραγούδι που ψάλλουμε στην εκκλησία για να τιμήσουμε έναν άγιο. O ύμνος μίας ομάδας είναι ένα τραγούδι που τραγουδούν οι φίλαθλοι κι είναι μοναδικό για κάθε ομάδα.
ύ-μνος
υπάκουος, υπάκουη, υπάκουο επίθετο (υπάκουοι, υπάκουες, υπάκουα) υπακούω
– Πότε λέμε ότι κάποιος είναι υπερτυχερός;
υπακούω ρήμα (υπάκουσα, θα υπακούσω)
Όταν υπακούς στους γονεί ςσου, ακούς και κάνεις αυτά που λένε.
Υπάκουο λέμε κάποιον, όταν ακούει και κάνει αυτά που λένε οι γονείς και οι δάσκαλοί του. Δείχνει δηλαδή υπακοή. υ-πα-κού-ω
υπάλληλος [ο], [η] ουσιαστικό (υπάλληλοι)
Υπάλληλος είναι αυτός που δουλεύει στη δουλειά κάποιου άλλου και πληρώνεται απ' αυτόν. υ-πάλ-λη-λος
υπάρχω ρήμα (υπήρξα, θα υπάρξω)
Όταν υπάρχεις, βρίσκεσαι στη ζωή, ζεις.
Η Αθηνά ρώτησε τον Κώστα αν υπάρχουν φαντάσματα.
Όταν κάτι υπάρχει, βρίσκεται κάπου. Στο δωμάτιο του Κώστα υπάρχουν πάντα πολλά παιχνίδια πεταμένα εδώ κι εκεί. υ-πάρ-χω
υπέρ πρόθεση
Όταν κάποιος είναι υπέρ κάποιου άλλου, τον υποστηρίζει και τον βοηθάει.
Τα Χριστούγεννα έγινε έρανος στην εκκλησία υπέρ των φτωχών, μάζεψαν δηλαδή χρήματα για να βοηθήσουν τους φτωχούς. Πολλές φορές βάζεις το υπερ- μπροστά σε μία λέξη, για να δείξεις ότι κάτι είναι παραπάνω από το κανονικό. Η θεία Έλλη είναι υπέρβαρη και κάνει δίαιτα. Έχει βάρος πάνω από το κανονικό. υ-πέρ
υπερασπίζω, υπερασπίζομαι ρήμα (υπεράσπισα, θα υπερασπίσω)
Όταν υπερασπίζεσαι κάποιον, τον προστατεύεις και τον βοηθάς να ξεπεράσει τις δυσκολίες του. «Μη φοβάσαι Αθηνά, θα σε υπερασπιστώ εγώ, αν κινδυνέψειςαπό το σκύλο» είπε ο Νίκος. υπεράσπιση υ-πε-ρα-σπί-ζω
υπεράσπιση [η] ουσιαστικό υπερασπίζω
υπερβολή [η] ουσιαστικό (υπερβολές) υπερβολικός
υπερβολικός, υπερβολική, υπερβολικό επίθετο (υπερβολικοί,υπερβολικές, υπερβολικά)
Όταν κάτι είναι υπερβολικό, είναι παραπάνω απ' όσο χρειάζεται κάθε φορά.
Το υπερβολικό φαγητό είναι κακό για την υγεία μας. Όταν κάποιος είναι υπερβολικός, ζητάει παραπάνω πράγματα απ' όσα πρέπει.
«Μην είσαι υπερβολικός, Κώστα! Δε χτύπησες πια τόσο πολύ».
«Μην υπερβάλλεις. Αυτό που λες είναι υπερβολή». Μη λες υπερβολές.
υ-περ-βο-λι-κός
υπερήφανος, υπερήφανη, υπερήφανο επίθετο (υπερήφανοι, υπερήφανες, υπερήφανα) περήφανος
υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο επίθετο (υπεύθυνοι, υπεύθυνες, υπεύθυνα)
O πιλότος είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια των επιβατών του αεροπλάνου. Είναι αυτός που φροντίζει έτσι ώστε όλα να λειτουργούν καλά στο αεροπλάνο. Αυτός έχει την ευθύνη του αεροπλάνου. «Εσύ ήσουν υπεύθυνος που χάθηκε η Ροζαλία!» κατηγόρησε η Αθηνά τον Κώστα, «Εσύ έφταιγες!» υ-πεύ-θυ-νος
υπηρεσία [η] ουσιαστικό (υπηρεσίες)
Η υπηρεσία είναι η εργασία που έχει να κάνει ένας υπάλληλος.
O κύριος Γιάννης προσφέρει τις υπηρεσίες του στον ιδιωτικό τομέα. O ξάδελφός του είναι στρατιωτικός κι έχει υπηρεσία κάθε μέρα. O θείος του Νίκου πηγαίνει στην υπηρεσία του κάθε πρωί στις εφτά. Στη δουλειά του, στο χώρο όπου δουλεύει. υ-πη-ρε-σί-α
υπηρέτης [ο], υπηρέτρια [η] ουσιαστικό (υπηρέτες, υπηρέτριες) υπηρετώ
υπηρετώ ρήμα (υπηρέτησα, θα υπηρετήσω)
Όταν υπηρετείς κάποιον, εργάζεσαι στο σπίτι του και πληρώνεσαι γι' αυτό.
Μία πολύ πλούσια οικογένεια έχει συνήθως αρκετούς ανθρώπους που την υπηρετούν. Έχει υπηρέτες. O θείος του Νίκου υπηρετεί στον ελληνικό στρατό. Δουλεύει και προσφέρει τις υπηρεσίες του εκεί. υπηρέτης υ-πη-ρε-τώ
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω,καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
υπνοβάτης [ο], υπνοβάτισσα [η] ουσιαστικό (υπνοβάτες, υπνοβάτισσες) ύπνος
ύπνος [ο] ουσιαστικό (ύπνοι)
Κάθε βράδυ πέφτουμε για ύπνο και κοιμόμαστε για να ξεκουραζόμαστε.
O υπνοβάτης σηκώνεται κοιμισμένος και περπατάει χωρίς να το καταλαβαίνει. Όταν κάτι σε υπνωτίζει, σε κοιμίζει. υπνοδωμάτιο, υπνόσακος ύ-πνος
υπνωτίζω, υπνωτίζομαι ρήμα (υπνώτισα, θα υπνωτίσω) ύπνος
υποβρύχιο [το] ουσιαστικό (υποβρύχια)
Το υποβρύχιο είναι ένα πλοίο ειδικά φτιαγμένο για να μπορεί να πηγαίνει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας σε μεγάλο βάθος. υ-πο-βρύ-χι-ο
υπόγειος, υπόγεια, υπόγειο επίθετο (υπόγειοι, υπόγειες, υπόγεια)
Όταν κάτι είναι υπόγειο, είναι κάτω από το έδαφος.
O κύριος Γιάννης βάζει το αυτοκίνητό του σε υπόγειο γκαράζ.
(σαν ουσιαστικό) Το υπόγειο ενός σπιτιού είναι το μέρος του σπιτιού που είναι κάτω από το έδαφος. υ-πό-γει-ος
υπογραφή [η] ουσιαστικό (υπογραφές) υπογράφω
υπογράφω ρήμα (υπέγραψα, θα υπογράψω)
Όταν υπογράφεις ένα κείμενο,γράφεις τ' όνομά σου κάτω απ' αυτό για να δείξεις ότι είναι δικό σου ή ότι συμφωνείς μ' αυτά που λέει. Τ' όνομά σου το γράφεις με το χέρι σου και με δικό σου τρόπο. Βάζεις την υπογραφή σου.
Η κυρία Μαργαρίτα υπογράφει όλα τα κείμενα που γράφει για την εφημερίδα.
υπογραφή υ-πο-γρά-φω
υποδέχομαι ρήμα (υποδέχτηκα, θα υποδεχτώ)
Όταν υποδέχεσαι κάποιον, τον περιμένεις να έρθει και τον περιποιείσαι με τον καλύτερο τρόπο. Του κάνεις υποδοχή. υ-πο-δέ-χο-μαι
υποδοχή [η] ουσιαστικό υποδέχομαι
υπόθεση [η] ουσιαστικό (υποθέσεις) υποθέτω
υποθέτω ρήμα (υπέθεσα, θα υποθέσω)
Όταν υποθέτεις κάτι, πιστεύεις ότι κάτι μπορεί να είναι σωστό ή ότι μπορεί να γίνει, χωρίς όμως να είσαι σίγουρος και χωρίς να έχεις αποδείξεις γι' αυτό.
O θείος Αλέκος υπέθεσε ότι θα χιονίσει και φρόντισε να μαζέψει αρκετά ξύλα για το τζάκι. υπόθεση υ-πο-θέ-τω
υποκείμενο [το] ουσιαστικό (υποκείμενα)
Το υποκείμενο σε μία πρόταση είναι αυτό που απαντά στην ερώτηση «Ποιος;».
Στην πρόταση «O Νίκος λέει αστεία» το υποκείμενο είναι η λέξη Νίκος.
υ-πο-κεί-με-νο
υποκλίνομαι ρήμα (υποκλίθηκα, θα υποκλιθώ)
Όταν υποκλίνεσαι, σκύβεις μπροστά σε κάποιον για να του εκφράσεις το σεβασμό σου. Όλοι οι υπηρέτες υποκλίθηκαν μπροστά στο βασιλόπουλο και τη Σταχτοπούτα. Oι υπηρέτες του παλατιού τούς υποδέχτηκαν με μία μεγάλη υπόκλιση. υ-πο-κλί-νο-μαι
υπόκλιση [η] ουσιαστικό (υποκλίσεις) υποκλίνομαι
υποκριτής [ο], υποκρίτρια [η] ουσιαστικό (υποκριτές, υποκρίτριες)
Υποκριτή λέμε κάποιον που συμπεριφέρεται με ψεύτικο τρόπο κι όχι όπως πραγματικά είναι και σκέφτεται. Συμπεριφέρεται με υποκρισία. υποκρισία
υ-πο-κρι-τής
υπολογίζω, υπολογίζομαι ρήμα (υπολόγισα, θα υπολογίσω)
Όταν υπολογίζεις κάτι, το μετράς, το λογαριάζεις.
O Κώστας υπολογίζει πόσα χρήματα ξοδεύει κάθε βδομάδα. «Υπολογίζω ότι θα έχω τελειώσει τα μαθήματά μου σε δύο ώρες» είπε η Αθηνά στην κυρία Μαργαρίτα. Εκτιμώ. «Δε με υπολογίζεις καθόλου τελευταία» παραπονέθηκε η Αθηνά στον Κώστα. Δε με σκέφτεσαι, δε μου δίνεις σημασία. O υπολογιστής μάς βοηθάει να κάνουμε διάφορα πράγματα πιο γρήγορα και πιο εύκολα: να γράφουμε, να κάνουμε λογαριασμούς και να σχεδιάζουμε. ηλεκτρονικός υπολογιστής, κομπιούτερ
υ-πο-λο-γί-ζω
υπολογιστής [ο] ουσιαστικό (υπολογιστές) υπολογίζω
υπόλοιπο [το] ουσιαστικό (υπόλοιπα)
Η Αθηνά μέτρησε το υπόλοιπο των χρημάτων που είχε στην τσέπη της, δηλαδή μέτρησε τα χρήματα που δεν είχε ξοδέψει, που της είχαν μείνει.
υπόλοιπος υ-πό-λοι-πο
υπόλοιπος, υπόλοιπη, υπόλοιπο επίθετο (υπόλοιποι, υπόλοιπες, υπόλοιπα)
«Oι υπόλοιποι μαθητές θα διαβάσουν αύριο τις εργασίες τους» είπε η δασκάλα. Δηλαδή οι μαθητές που έχουν μείνει. υπόλοιπο υ-πό-λοι-πος
– Η λέξη υπόγειος είναι φτιαγμένη από δύο κομματάκια: το υπο- που σημαίνει κάτω από τη λέξη γη. Ξέρεις άλλες λέξεις που αρχίζουν με υπο-;
υπομονή [η] ουσιαστικό
Όταν κάνεις υπομονή, περιμένεις να γίνει κάτι χωρίς να βιάζεσαι και χωρίς να γκρινιάζεις. O κύριος Γιάννης περίμενε με υπομονή στην ουρά, μέχρι να έρθει η σειρά του να πληρώσει στην τράπεζα. Ήταν πολύ υπομονετικός. υ-πο-μο-νή
ύποπτος, ύποπτη, ύποπτο επίθετο (ύποπτοι, ύποπτες, ύποπτα) υποπτεύομαι
υπόστεγο [το] ουσιαστικό (υπόστεγα)
Το υπόστεγο είναι ένας μικρός χώρος που έχει στέγη κι είναι ανοιχτός γύρω γύρω. Όταν είμαστε κάτω από ένα υπόστεγο, δε βρεχόμαστε και μπορούμε να βλέπουμε τι συμβαίνει γύρω μας. υ-πό-στε-γο
υπόσχεση [η] ουσιαστικό (υποσχέσεις)
Όταν δίνεις την υπόσχεσή σου, δίνεις το λόγο σου ότι θα κάνεις αυτό που έχεις συμφωνήσει. Το υπόσχεσαι. Η Αθηνά κράτησε την υπόσχεση που έδωσε στη μαμά της και δε μάλωσε ξανά με τη φίλη της Ελένη. υπόσχομαι υ-πό-σχε-ση
υπόσχομαι ρήμα (υποσχέθηκα, θα υποσχεθώ) υπόσχεση
ύπουλος, ύπουλη, ύπουλο επίθετο (ύπουλοι, ύπουλες, ύπουλα)
Ένας ύπουλος άνθρωπος μπορεί να μας κάνει κακό χωρίς εμείς να τον καταλάβουμε, γιατί είναι πολύ πονηρός. O κακός λύκος ήταν πολύ ύπουλος. Ήθελε να ξεγελάσει την Κοκκινοσκουφίτσα με την πονηριά του. ύ-που-λος
υπουργός [ο], [η] ουσιαστικό (υπουργοί)
Oι υπουργοί και ο πρωθυπουργός είναι η κυβέρνηση μίας χώρας.
υπουργικός υ-πουρ-γός
υποφέρω ρήμα (υπέφερα, θα υποφέρω)
Όταν υποφέρεις από κάτι, πονάς.
«Υποφέρω από πονοκεφάλους» είπε η θεία Έλλη. Όταν υποφέρεις κάτι, μπορείς και το αντέχεις, το υπομένεις.
«Μπορώ να υποφέρω το κρύο του χειμώνα αλλά δεν μπορώ να υποφέρω τη μεγάλη ζέστη το καλοκαίρι» είπε ο θείος Αλέκος. υ-πο-φέ-ρω
υποχρεώνω, υποχρεώνομαι ρήμα (υποχρεώθηκα, θα υποχρεωθώ)
Όταν υποχρεώνεις κάποιον να κάνει κάτι, τον αναγκάζεις να το κάνει.
O νόμος υποχρεώνει τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Είναι υποχρέωσή τους να τα στέλνουν στο σχολείο. υποχρέωση, υποχρεωτικός
υ-πο-χρε-ώ-νω
υποψιάζομαι ρήμα (υποψιάστηκα, θα υποψιαστώ)
Όταν υποψιάζεσαι κάποιον, πιστεύεις ότι αυτός έχει κάνει κάτι, ότι είναι ύποπτος. Η αστυνομία υποψιαζόταν κάποιους για την κλοπή στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη. υποπτεύομαι υ-πο-ψι-ά-ζο-μαι
ύστερα επίρρημα
Όταν κάτι γίνεται ύστερα από κάτι άλλο, γίνεται μετά από αυτό.
«Κάθε Δευτέρα πρώτα κάνουμε το μάθημα της Γλώσσας κι ύστερα κάνουμε γυμναστική» είπε η Αθηνά. έπειτα, μετά πριν ύ-στε-ρα
υφαίνω ρήμα (ύφανα, θα υφάνω)
Όταν υφαίνουμε, φτιάχνουμε διάφορα υφάσματα. Η αράχνη υφαίνει τον ιστό της. ύφασμα υ-φαί-νω
ύφασμα [το] ουσιαστικό (υφάσματα)
Τα ρούχα μας είναι φτιαγμένα από ύφασμα. Υπάρχουν υφάσματα από μαλλί, βαμβάκι, μετάξι και άλλα υλικά. υφαίνω ύ-φα-σμα
ύψος [το] ουσιαστικό (ύψη)
Το ύψος μας είναι η απόσταση από τις πατούσες των ποδιών μέχρι το κεφάλι μας, όταν είμαστε όρθιοι. Το ύψος της Αθηνάς είναι μικρότερο από το ύψος του Κώστα. ύ-ψος
– Ποια λέξη μπορούμε να φτιάξουμε, αν βάλουμε στη σωστή σειρά τα γράμματα: ρωποχυω; ............................................................
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
|