ταβάνι [το] ουσιαστικό (ταβάνια)
Το ταβάνι είναι το μέρος του δωματίου που είναι πάνω από το κεφάλι σου.
οροφή πάτωμα τα-βά-νι
ταβέρνα [η] ουσιαστικό (ταβέρνες)
Η ταβέρνα είναι ένα λαϊκό εστιατόριο που προσφέρει φαγητό και ποτό.
ψαροταβέρνα τα-βέρ-να
τάβλι [το] ουσιαστικό
Το τάβλι είναι ένα επιτραπέζιο παιχνίδι που παίζεται με δύο ζάρια και τριάντα πούλια. τά-βλι -Η λέξη τάβλι δε χρησιμοποιείται στον πληθυντικό αριθμό.
ταγέρ [το] ουσιαστικό
Το ταγέρ είναι μία φούστα κι ένα σακάκι από το ίδιο ύφασμα που φοριούνται μαζί. τα-γέρ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τάζω ρήμα (έταξα, θα τάξω)
Όταν τάζεις σε κάποιον κάτι, του το υπόσχεσαι.
«O μπαμπάς μού έταξε να πάμε μαζί για μπάλα αλλά το ξέχασε!» είπε ο Κώστας.
Όταν τάζεις κάτι στο Θεό ή τους Αγίους, υπόσχεσαι να τους το αφιερώσεις.
Η θεία του κύριου Μιχάλη έκανε τάμα μία λαμπάδα σαν το μπόι της. τά-ζω
ταΐζω ρήμα (τάισα, θα ταΐσω)
Όταν ταΐζεις κάποιον, του δίνεις να φάει.
Το μωρό της θείας Κατερίνας θέλει τάισμα κάθε τρεις ώρες. τα-ΐ-ζω
ταινία [η] ουσιαστικό (ταινίες)
Η ταινία είναι ένα έργο που βλέπεις στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση.
φιλμ
Ταινία λέμε και μία μακρόστενη λουρίδα από χαρτί ή ύφασμα.
O κύριος Γιάννης έκλεισε το κουτί με μία κολλητική ταινία. κορδέλα ται-νί-α
ταίρι [το] ουσιαστικό ταιριάζω
ταιριάζω ρήμα (ταίριαξα και ταίριασα, θα ταιριάξω και θα ταιριάσω)
Όταν δύο πράγματα ταιριάζουν, συνήθως μοιάζουν μεταξύ τους και τα χρησιμοποιούμε μαζί σαν σύνολο. «Αυτή η κόκκινη τσάντα ταιριάζει με τα κόκκινα παπούτσια μου» είπε η κυρία Μαργαρίτα. «Δε μου ταιριάζει αυτό το φόρεμα!» είπε η θεία Έλλη. Δε μου πάει. «Με παχαίνει!» συνέχισε. Όταν δεν ταιριάζεις με κάποιον,δεν έχετε ίδιο χαρακτήρα, δεν έχετε ίδιες ιδέες.
Χθες η Αθηνά δεν έβρισκε το ταίρι της κάλτσας της. Έτσι φόρεσε δύο κάλτσες που δεν ήταν και τόσο ταιριαστές. Ήταν παράταιρες. ται-ριά-ζω
τακούνι [το] ουσιαστικό (τακούνια)
Το τακούνι είναι το πίσω μέρος του παπουτσιού μας. Εκεί πατάει η φτέρνα του ποδιού μας. Τα τακούνια είναι φτιαγμένα από λάστιχο, ξύλο ή δέρμα και βγαίνουν σε διάφορα σχέδια. τα-κού-νι
τακτικός, τακτική, τακτικό επίθετο (τακτικοί, τακτικές, τακτικά) τάξη
τακτοποιώ, τακτοποιούμαι ρήμα (τακτοποίησα, θα τακτοποιήσω)
Όταν τακτοποιείς τα πράγματά σου, τα τοποθετείς στη σωστή τους θέση.
συμμαζεύω, συγυρίζω Κάθε Σάββατο ο Κώστας και η Αθηνά τακτοποιούν το δωμάτιό τους. Φροντίζουν να είναι τακτοποιημένο.
Ο κύριος Γιάννης είπε πως θα τακτοποιήσει το ζήτημα της εκδρομής. Θα κανονίσει που θα πάνε και που θα μείνουν. ρυθμίζω, κανονίζω
τακτοποίηση τα-κτο-ποι-ώ
ταλαιπωρώ, ταλαιπωρούμαι ρήμα (ταλαιπώρησα, θα ταλαιπωρήσω)
Όταν ταλαιπωρείς κάποιον, τον κάνεις να πονά ή να στενοχωριέται. Τον κάνεις να υποφέρει.
Τα παιδιά της γειτονιάς ταλαιπωρούν συχνά τα ζώα: τους τραβούν την ουρά. «Με ταλαιπώρησε αυτή η άσκηση μέχρι να τη λύσω!» είπε η Αθηνά στην κυρία Μαργαρίτα. Με παίδεψε.
κουράζω, παιδεύω, βασανίζω, τυραννώ ανακουφίζω, ξεκουράζω
O κύριος Γιάννης έζησε μία φοβερή ταλαιπωρία περιμένοντας δύο ώρες όρθιος στην ουρά στην τράπεζα. τα-λαι-πω-ρώ
ταλέντο [το] ουσιαστικό (ταλέντα)
Όταν έχεις ένα ταλέντο, μπορείς να κάνεις κάτι πολύ καλά. Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται μ' ένα ταλέντο.
Η Αθηνά έχει το ταλέντο της θείας της: ζωγραφίζει πολύ όμορφα. χάρισμα
Ταλέντο λέμε και κάποιον που έχει ταλέντο. τα-λέ-ντο
ταλκ [το] ουσιαστικό
Το ταλκ είναι μία άσπρη αρωματική σκόνη που τη βάζουμε στο δέρμα μας. Ταλκ βάζουμε συχνά στα μωρά. ταλκ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει στον ούτε στον ενικό ούτε πληθυντικό αριθμό.
ταμείο [το] ουσιαστικό (ταμεία)
Το ταμείο είναι ένα κουτί ή ένα συρτάρι όπου φυλάμε τα χρήματα. Ταμείο λέμε και το γραφείο που είναι υπεύθυνο για τις πληρωμές.
O Κώστας είναι φέτος ο ταμίας της τάξης του: μαζεύει όλα τα χρήματα που του δίνουν κάθε μήνα οι συμμαθητές του. τα-μεί-ο
ταμίας [ο], [η] ουσιαστικό (ταμίες) ταμείο
ταμπέλα [η] ουσιαστικό (ταμπέλες)
Η ταμπέλα είναι μία επιφάνεια από ξύλο, χαρτί ή πλαστικό που γράφει ένα μήνυμα για να πληροφορεί τον κόσμο για κάτι. Ταμπέλες έχουν απέξω τα μαγαζιά. Το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη έχει πάνω από την είσοδο μία ταμπέλα που γράφει ΜΙΝΙ ΜΑΡΚΕΤ. πινακίδα, επιγραφή τα-μπέ-λα
τανάλια [η] ουσιαστικό (τανάλιες)
Η τανάλια είναι ένα εργαλείο που το χρησιμοποιούμε για να τραβάμε και να βγάζουμε τα καρφιά. δαγκάνα, τσιμπίδα τα-νά-λια 'τα εργαλεία'
ταξί [το] ουσιαστικό
Το ταξί είναι ένα αυτοκίνητο που μας μεταφέρει όπου θέλουμε κι εμείς πληρώνουμε γι' αυτό τον οδηγό. O οδηγός του ταξί, λέγεται ταξιτζής.
τα-ξί 'η πόλη' -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ταξιδεύω ρήμα (ταξίδεψα, θα ταξιδέψω)
Όταν ταξιδεύεις, πηγαίνεις από τον τόπο που μένεις σ' έναν άλλο τόπο και μένεις εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα. «Πού ταξιδεύεις πάλι, Αθηνά;» φώναξε η δασκάλα. Πού γυρνάει το μυαλό σου; Γιατί είσαι αφηρημένη; Του θείου Τάκη του αρέσουν πολύ τα ταξίδια. Είναι ένας πρόθυμος ταξιδιώτης. O θείος Τάκης έχει ένα μεγάλο ταξιδιωτικό γραφείο στο Ηράκλειο. τα-ξι-δεύ-ω
ταξίδι [το] ουσιαστικό (ταξίδια) ταξιδεύω
– Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
ταξιδιώτης [ο], ταξιδιώτισσα [η] ουσιαστικό (ταξιδιώτες, ταξιδιώτισσες) ταξιδεύω
ταξιτζής [ο], ταξιτζού [η] ουσιαστικό (ταξιτζήδες) ταξί
τάπα [η] ουσιαστικό (τάπες)
Η τάπα είναι ένα κομμάτι από ξύλο ή φελλό, συνήθως στρογγυλό για να βουλώνουμε ένα άνοιγμα. O θείος Αλέκος έβγαλε την τάπα για ν' αδειάσει την μπανιέρα. τά-πα
ταπεινός, ταπεινή, ταπεινό επίθετο (ταπεινοί, ταπεινές, ταπεινά)
Όταν κάποιος είναι ταπεινός, δεν υπερηφανεύεται και δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. σεμνός Ταπεινό λέμε και κάτι ασήμαντο ή κάτι που δε μας εντυπωσιάζει.
Oι επτά νάνοι ζούσαν σ' ένα μικρό ταπεινό σπιτάκι. Όταν ταπεινώνουμε κάποιον, τον προσβάλλουμε με πολύ άσχημο τρόπο. τα-πει-νός
ταπεινώνω ρήμα (ταπείνωσα, θα ταπεινώσω) ταπεινός
τάπερ [το] ουσιαστικό
Το τάπερ είναι ένα πλαστικό ή γυάλινο δοχείο με καπάκι όπου βάζουμε τα τρόφιμα για να μένουν φρέσκα. τά-περ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ταπετσαρία [η] ουσιαστικό (ταπετσαρίες)
Ταπετσαρία λέμε το κάλυμμα από χαρτί ή πλαστικό που βάζουμε στην επιφάνεια ενός τοίχου για να τον κάνουμε πιο όμορφο. Με ταπετσαρία ντύνουμε και τους καναπέδες και τις καρέκλες. Η ταπετσαρία είναι από ύφασμα, δέρμα ή πλαστικό. τα-πε-τσα-ρί-α
ταρακουνώ και ταρακουνάω, ταρακουνιέμαι ρήμα (ταρακούνησα, θα ταρακουνήσω)
Όταν ταρακουνάς κάποιον, τον κουνάς δυνατά.
O Κώστας έπιασε την Αθηνά από τους ώμους και την ταρακούνησε δυνατά για να ξυπνήσει. ταράζω ηρεμώ τα-ρα-κου-νώ
ταράτσα [η] ουσιαστικό (ταράτσες)
Η ταράτσα είναι η επίπεδη στέγη ενός κτιρίου. Είναι στρωμένη με τσιμέντο ή πλάκες. Η θεία του κυρίου Μιχάλη απλώνει τα ρούχα της στην ταράτσα.
τα-ρά-τσα
τάρτα [η] ουσιαστικό (τάρτες)
Η τάρτα είναι σαν στρογγυλή ανοιχτή πίτα που είναι φτιαγμένη από μία σφιχτή ζύμη. Αν είναι γλυκιά, έχει γέμιση από κρέμα και φρούτα ή μαρμελάδα. Αν είναι αλμυρή, τη γεμίζουμε με τυρί και άλλα υλικά. τάρ-τα
τάση [η] ουσιαστικό (τάσεις)
O Νίκος έχει την τάση να λέει αστεία, και όλοι να γελούν. Συνήθως λέει αστεία.
Όταν πέφτει η τάση του ρεύματος, δεν έχουμε ρεύμα. τά-ση
τατουάζ [το] ουσιαστικό
Το τατουάζ είναι μία εικόνα ή ένα σχέδιο που χαράζουν κάποιοι άνθρωποι στο δέρμα τους με μπογιά που συνήθως δε φεύγει. τα-του-άζ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ταύρος [ο] ουσιαστικό (ταύροι)
O ταύρος είναι το αρσενικό βόδι. Ταύρο λέμε και κάποιον που είναι πολύ δυνατός.
ταύ-ρος
ταυτότητα [η] ουσιαστικό (ταυτότητες)
Η ταυτότητα είναι ένα επίσημο χαρτί που γράφει τα στοιχεία μας κι έχει μία φωτογραφία μας. Κάθε φορά που ταξιδεύουμε με αεροπλάνο πρέπει να έχουμε μαζί την αστυνομική μας ταυτότητα. Ταυτότητα λέμε και το κόσμημα που φοράς στο χέρι σου και που γράφει το όνομά σου. ταυ-τό-τη-τα
τάφος [ο] ουσιαστικό (τάφοι)
O τάφος είναι το μέρος όπου βάζουν το σώμα του νεκρού. Είναι ένας λάκκος μέσα στη γη που τον σκεπάζουν με χώμα. Λέμε ότι κάποιος είναι τάφος, όταν κρατάει τα μυστικά των άλλων και δε λέει τίποτε σε κανέναν. νεκροταφείο τά-φος
ταχυδακτυλουργός [ο], [η] ουσιαστικό (ταχυδακτυλουργοί)
O ταχυδακτυλουργός μπορεί να μετακινεί και να εξαφανίζει πράγματα με τα επιδέξια δάχτυλά του. Oι θεατές που τον βλέπουν μένουν έκπληκτοι, γιατί αυτά που κάνει μοιάζουν με μαγικά.
τα-χυ-δα-κτυ-λουρ-γός
ταχυδρομείο [το] ουσιαστικό (ταχυδρομεία) ταχυδρόμος
ταχυδρόμος [ο], [η] ουσιαστικό (ταχυδρόμοι)
O ταχυδρόμος μαζεύει και μοιράζει γράμματα, δέματα κι επιταγές.
Το ταχυδρομείο είναι η υπηρεσία που αναλαμβάνει να συγκεντρώσει και να μοιράσει τα γράμματα. Ταχυδρομείο όμως λέγεται και το κτίριο όπου μαζεύονται τα γράμματα, οι επιταγές και τα δέματα. Όταν στέλνεις ένα γράμμα με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το στέλνεις από τον υπολογιστή σου. τα-χυ-δρό-μος
ταχύτητα [η] ουσιαστικό (ταχύτητες)
Όταν κάνεις κάτι με μεγάλη ταχύτητα, το κάνεις πολύ γρήγορα.
σβελτάδα, γρηγοράδα Η ταχύτητα ενός αυτοκινήτου είναι το πόσο γρήγορα μπορεί να πάει κάπου.
Όταν ο κύριος Γιάννης οδηγεί στην εθνική οδό, τρέχει με ταχύτητα 120 χιλιόμετρα την ώρα. τα-χύ-τη-τα
ταψί [το] ουσιαστικό (ταψιά)
Το ταψί είναι ένα μαγειρικό σκεύος. Μέσα σ' αυτό βάζουμε τα φαγητά που ψήνουμε στο φούρνο. τα-ψί
τέζα επίρρημα
O Νίκος έσπασε το πόδι του κι έμεινε τέζα στο κρεβάτι για ένα μήνα. Έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι. τέ-ζα
τείχος [το] ουσιαστικό (τείχη)
Το τείχος είναι ένας ψηλός και γερός τοίχος από μεγάλες πέτρες που το έχτιζαν γύρω από τις αρχαίες πόλεις. τεί-χος
τελεία [η] ουσιαστικό (τελείες)
Τελεία (.) βάζουμε στο τέλος κάθε πρότασης. τε-λεί-α
τέλειος, τέλεια, τέλειο επίθετο (τέλειοι, τέλειες, τέλεια)
Όταν κάτι είναι τέλειο, δε θα μπορούσε να είναι καλύτερο απ' ό,τι είναι, δεν έχει λάθη. Λέμε ότι κάποιος είναι τέλειος, όταν δεν έχει κανένα ελάττωμα και καμία αδυναμία. «Η μαμά μου είναι η καλύτερη μαμά του κόσμου, είναι τέλεια» είπε η Αθηνά. άριστος, ιδανικός τέ-λει-ος
τελευταίος, τελευταία, τελευταίο επίθετο (τελευταίοι, τελευταίες, τελευταία)
Όταν είσαι τελευταίος, βρίσκεσαι στο τέλος μίας σειράς. Δεν υπάρχει άλλος μετά από εσένα. πρώτος
O Κώστας λέει πως ο Νίκος είναι ο τελευταίος στην τάξη. O χειρότερος μαθητής.
Τον τελευταίο καιρό η Αθηνά είναι πολύ αφηρημένη. τε-λευ-ταί-ος
Δύο νάνοι προχωρούσαν μπροστά και ο
τελευταίος κρατούσε ένα φτυάρι στο χέρι.
τεμπέλης, τεμπέλα, τεμπέλικο επίθετο (τεμπέληδες, τεμπέλες, τεμπέλικα)
Όταν κάποιος είναι τεμπέλης, δε θέλει ή βαριέται να δουλέψει.
ακαμάτης εργατικός Όταν κάποιος είναι τεμπέλης, έχει τεμπελιά.
τε-μπέ-λης
τενεκές [ο] ουσιαστικό (τενεκέδες)
O τενεκές είναι ένα δοχείο κατασκευασμένο από φτηνό μέταλλο. Τενεκέ όμως λέμε και το περιεχόμενο του δοχείου.
O θείος Τάκης έφερε δύο τενεκέδες λάδι. O τενεκές των σκουπιδιών είναι ένα μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο για τα σκουπίδια. Λέγεται αλλιώς και σκουπιδοτενεκές. O Κώστας και η Αθηνά μαζεύουν τενεκεδένια κουτιά από αναψυκτικά. τε-νε-κές
τένις [το] ουσιαστικό
Το τένις είναι ένα άθλημα που παίζεται με μία ρακέτα κι ένα μπαλάκι. Είναι ένα παιχνίδι για δύο ή τέσσερις παίχτες. O καθένας χτυπάει τη μπάλα προς τον άλλο με σκοπό ο αντίπαλος να μην μπορέσει να τη στείλει πίσω. αντισφαίριση τέ-νις -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τέντα [η] ουσιαστικό (τέντες)
Η τέντα είναι ένα χοντρό τεντωμένο πανί που μας προστατεύει από τη βροχή και τον ήλιο. τεντώνω τέ-ντα
τεντώνω, τεντώνομαι ρήμα (τέντωσα, θα τεντώσω)
Όταν τεντώνεις κάτι, το τραβάς ώστε να το ισιώσεις ή να το κρατήσεις σε οριζόντια θέση.
Η Αθηνά τέντωσε τα χέρια της για να φτάσει τα βιβλία που ήταν ψηλά. Όταν τεντώνεσαι, τεντώνεις τα χέρια ή τα πόδια σου.
απλώνομαι μαζεύομαι τέντωμα τε-ντώ-νω
τεράστιος, τεράστια, τεράστιο επίθετο (τεράστιοι, τεράστιες, τεράστια)
Όταν κάτι είναι τεράστιο, είναι πάρα πολύ μεγάλο.
πελώριος, γιγαντιαίος, θεόρατος μικροσκοπικός τέρας τε-ρά-στι-ος
τερηδόνα [η] ουσιαστικό
Η τερηδόνα είναι μία αρρώστια που χαλάει τα δόντια σου και τα κάνει να σαπίζουν. Όταν δεν πλένεις συχνά τα δόντια σου, μαζεύεται τερηδόνα.
τε-ρη-δό-να
τέρμα [το] ουσιαστικό (τέρματα)
Το τέρμα του δρόμου ή μίας διαδρομής είναι εκεί που τελειώνει. Η Αθηνά ήθελε να δώσει ένα τέρμα στις κοροϊδίες του Νίκου.
τέλος, λήξη, φινάλε «Τέρμα οι κοροϊδίες!» του είπε. Στο ποδόσφαιρο νικάει όποια ομάδα βάλει γκολ στο τέρμα της άλλης. Στα δίχτυα της άλλης ομάδας. Κι όταν πετυχαίνεις ένα τέρμα, βάζεις γκολ.
Όταν τερματίζεις κάτι, του βάζεις τέρμα, το τελειώνεις ή το σταματάς. τέρ-μα
τεστ [το] ουσιαστικό
Το τεστ είναι ένα σύνολο ερωτήσεων που πρέπει ν' απαντήσεις για να δεις εσύ αλλά και η δασκάλα σου αν έχεις μάθει κάτι. διαγώνισμα τεστ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τετράγωνος, τετράγωνη, τετράγωνο επίθετο (τετράγωνοι, τετράγωνες,τετράγωνα)
Όταν κάτι είναι τετράγωνο, έχει το σχήμα του τετραγώνου, έχει δηλαδή τέσσερις γωνίες. (σαν ουσιαστικό) Το τετράγωνο είναι το σχήμα που έχει τέσσερις ίσες πλευρές και τέσσερις ορθές γωνίες. τε-τρά-γω-νος 'τα σχήματα'
τετράδιο [το] ουσιαστικό (τετράδια)
Στο τετράδιο γράφεις τα μαθήματά σου και τις ασκήσεις σου για το σχολείο. σημειωματάριο
τε-τρά-δι-ο
τετράποδο [το] ουσιαστικό (τετράποδα)
Τετράποδα λέμε τα ζώα που έχουν τέσσερα πόδια.
Το άλογο και η αγελάδα είναι τετράποδα. τε-τρά-πο-δο
τέχνη [η] ουσιαστικό (τέχνες)
Η ζωγραφική, η γλυπτική, η μουσική, ο χορός, το σινεμά, το θέατρο και η αρχιτεκτονική είναι τέχνες. Η κυρία Μαργαρίτα βάζει όλη της την τέχνη στη μαγειρική. Όλη της την ικανότητα.
O θείος του Νίκου έμαθε την ξυλουργική τέχνη από τον πατέρα του. Είναι καλός τεχνίτης. Πήρε από τον πατέρα του εκείνες τις γνώσεις που χρειάζονται για να κάνει το επάγγελμα του ξυλουργού. Καλές τέχνες λέμε τη ζωγραφική,την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική. Τεχνίτη λέμε αυτόν που ξέρει καλά να κάνει ένα επάγγελμα που γίνεται με τα χέρια. μάστορας καλλιτέχνης, τεχνική, τεχνικός τέ-χνη
τεχνίτης [ο], τεχνίτρα [η] ουσιαστικό (τεχνίτες, τεχνίτρες) τέχνη
τεχνολογία [η] ουσιαστικό (τεχνολογίες)
Τεχνολογία λέμε τα μέσα που έχουμε για να φτιάξουμε αντικείμενα, συσκευές και μηχανές. Του κυρίου Δημήτρη του αρέσει να χρησιμοποιεί κινητά τηλέφωνα. Λέει ότι είναι από τα πιο χρήσιμα προϊόντα της σύγχρονης τεχνολογίας.
τε-χνο-λο-γί-α
τζάκι [το] ουσιαστικό (τζάκια)
Το τζάκι είναι το μέρος του σπιτιού όπου βάζεις ξύλα και ανάβεις φωτιά για να ζεσταθείς ή να ψήσεις κρέας. O καπνός της φωτιάς φεύγει μέσα από την καμινάδα που είναι πάνω από το τζάκι.
τζά-κι
τζαμί [το] ουσιαστικό (τζαμιά)
Το τζαμί είναι ένας ναός. Εκεί συγκεντρώνονται οι Μουσουλμάνοι για να προσευχηθούν. τζα-μί
τζάμι [το] ουσιαστικό (τζάμια)
Το τζάμι είναι μία πλάκα από γυαλί που τη βάζουμε στις πόρτες ή τα παράθυρα. Τζάμι βάζουμε και πάνω σ' ένα τραπέζι ή ένα κάδρο για να το προστατέψουμε και να μη χαλάει εύκολα. τζά-μι
τζάμπα επίρρημα
Όταν σου δίνουν κάτι τζάμπα, σου το δίνουν, χωρίς να πληρώσεις. δωρεάν
«Σήμερα στη λαϊκή πουλούσαν το σπανάκι τζάμπα» είπε ο κύριος Μιχάλης στη θεία του. Το πουλούσαν πολύ φτηνά. «Τζάμπα περιμένεις, Μιχάλη. O Δημήτρης δε θ' ανοίξει σήμερα το μαγαζί του» είπε ο κύριος Γιάννης. Χωρίς λόγο. άδικα, μάταια τζά-μπα
– Παρατήρησε μερικά γνωστά έργα τέχνης και συζήτησε γι' αυτά στην τάξη.
τζατζίκι [το] ουσιαστικό (τζατζίκια)
Το τζατζίκι είναι μία σαλάτα που τη φτιάχνουμε με γιαούρτι, σκόρδο και αγγούρι.
τζα-τζί-κι
τζέντλεμαν [ο] ουσιαστικό
O κύριος Γιάννης είναι ένας τζέντλεμαν. Έχει κομψή εμφάνιση και ευγενικούς τρόπους. κύριος τζέ-ντλε-μαν -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τζιν [το] ουσιαστικό
Το τζιν είναι ένα χοντρό, βαμβακερό ύφασμα. Απ' αυτό φτιάχνουμε παντελόνια και φούστες. O θείος Αλέκος φοράει συχνά πουλόβερ και τζιν παντελόνια. Τζιν λέμε κι ένα παντελόνι που είναι φτιαγμένο απ' αυτό το ύφασμα. τζιν -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τζίνι [το] ουσιαστικό (τζίνια)
Το τζίνι είναι ένα φανταστικό πλάσμα που μπορεί να μεταμορφώνεται σε άλλον άνθρωπο ή σε ζώο και να κάνει ό,τι του ζητήσει κάποιος. Τζίνι λέμε και κάποιον που είναι πολύ έξυπνος και πολύ ικανός.
τζί-νι 'τα παραμύθια'
τζίτζικας [ο] ουσιαστικό (τζίτζικες)
O τζίτζικας είναι ένα μεγάλο έντομο που βγάζει ένα δυνατό, περίεργο ήχο. Όταν λέμε ότι σκάει ο τζίτζικας έξω, εννοούμε ότι κάνει πολλή ζέστη.
τζί-τζι-κας -Λέμε και το τζιτζίκι.
τηγάνι [το] ουσιαστικό (τηγάνια)
Το τηγάνι είναι ένα ρηχό, πλατύ και στρογγυλό μαγειρικό σκεύος από μέταλλο που έχει ένα χερούλι. Στο τηγάνι βάζουμε λάδι και τηγανίζουμε φαγητά.
Η κυρία Μαργαρίτα σκέφτηκε ότι αφού τηγάνισε την ομελέτα και λέρωσε το τηγάνι, καλό θα ήταν να φτιάξει και καμιά τηγανίτα που αρέσει στον Κώστα. Ήταν η μέρα των τηγανητών φαγητών. τη-γά-νι 'η κουζίνα'
τηγανίζω ρήμα (τηγάνισα, θα τηγανίσω) τηγάνι
τηγανίτα [η] ουσιαστικό (τηγανίτες) τηγάνι
τηλεγράφημα [το] ουσιαστικό (τηλεγραφήματα)
Το τηλεγράφημα είναι ένα πολύ σύντομο γραπτό μήνυμα που στέλνεις με τη βοήθεια του OΤΕ σε κάποιον για να τον ειδοποιήσεις γρήγορα για κάτι.
τη-λε-γρά-φη-μα
τηλεκάρτα [η] ουσιαστικό (τηλεκάρτες)
Η τηλεκάρτα είναι μία κάρτα που τη χρησιμοποιούμε για να τηλεφωνήσουμε από κάποιο καρτοτηλέφωνο, δηλαδή ένα τηλέφωνο που είναι σε δημόσιο χώρο.
τη-λε-κάρ-τα
τηλεκοντρόλ [το] ουσιαστικό τηλεόραση - Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τηλεφώνημα [το] ουσιαστικό (τηλεφωνήματα) τηλέφωνο
τηλεφωνητής [ο], τηλεφωνήτρια, η ουσιαστικό (τηλεφωνητές, τηλεφωνήτριες) τηλέφωνο
τηλέφωνο [το] ουσιαστικό (τηλέφωνα)
Το τηλέφωνο είναι μία συσκευή που μεταφέρει τη φωνή μας μακριά.
O Κώστας σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτισε τον αριθμό του σπιτιού του.
O Κώστας έκανε ένα τηλέφωνο από το σχολείο στη μαμά του. Ένα τηλεφώνημα. Όταν παίρνεις έναν αριθμό τηλεφώνου, κάνεις μία τηλεφωνική κλήση ή κάνεις ένα τηλεφώνημα, δηλαδή τηλεφωνείς σε κάποιον. Αν δεν το σηκώσει η τηλεφωνήτρια, μπορείς ν' αφήσεις μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή. τη-λέ-φω-νο
τηλεφωνώ, τηλεφωνιέμαι ρήμα τηλέφωνο
τίγρη [η] ουσιαστικό (τίγρεις)
Η τίγρη είναι ένα μεγάλο άγριο ζώο. Έχει πορτοκαλί τρίχωμα με μαύρες ρίγες και τρώει κρέας. τί-γρη
– Ποιος άλλος βοήθησε την Αθηνά να βρει τη Ροζαλία; Ψάξε στις λέξεις τιμή, φήμη, ώρα
– Τι μπορεί να σημαίνουν οι λέξεις τηλεθεατής, τηλεπαιχνίδι και τηλεπαρουσιαστής;
τίμιος, τίμια, τίμιο επίθετο (τίμιοι, τίμιες, τίμια) τιμή
τιμόνι [το] ουσιαστικό (τιμόνια)
Το τιμόνι είναι το όργανο που κάνει ένα αυτοκίνητο ή ένα πλοίο να στρίβει.
τι-μό-νι Δες αυτοκίνητο
τιμώ και τιμάω, τιμούμαι ρήμα (τίμησα, θα τιμήσω) τιμή
τιμωρία [η] ουσιαστικό (τιμωρίες) τιμωρώ
τιμωρώ, τιμωρούμαι ρήμα (τιμώρησα, θα τιμωρήσω)
Όταν τιμωρούμε κάποιον, τον κάνουμε να υποφέρει, επειδή έχει κάνει κάτι κακό ή δεν έχει υπακούσει σε κάποιους κανόνες. Η κυρία Μαργαρίτα τιμώρησε τον Κώστα, επειδή έσπασε το βάζο. Του απαγόρευσε να πάει για ποδόσφαιρο.
«Ήταν σκληρή αυτή η τιμωρία μαμά» είπε ο Κώστας. ποινή τι-μω-ρώ
τιράντα [η] ουσιαστικό (τιράντες)
Μερικά παντελόνια και μερικές φούστες έχουν τιράντες. Είναι λουρίδες από ύφασμα που περνούν πάνω από τους ώμους μας.
τι-ρά-ντα
Η Αθηνά φοράει τιράντες
στη φούστα της.
τίτλος [ο] ουσιαστικό (τίτλοι)
O τίτλος ενός βιβλίου, ενός τραγουδιού, μίας ταινίας ή ενός πίνακα είναι το όνομά του. O τίτλος μίας εφημερίδας είναι η πρόταση ή η λέξη που μπαίνει στην πρώτη σελίδα της με μεγάλα γράμματα. τίτ-λος
τμήμα [το] ουσιαστικό (τμήματα)
Η τρίτη δημοτικού είναι χωρισμένη σε τρία τμήματα. Είναι χωρισμένη σε τρεις μικρότερες ομάδες μαθητών που κάνουν μάθημα σε ξεχωριστή τάξη. Το τμήμα είναι το κάθε κομμάτι από ένα σύνολο. Oι κλέφτες του μαγαζιού του κυρίου Δημήτρη οδηγήθηκαν αμέσως στο αστυνομικό τμήμα. Στο κτίριο όπου δουλεύουν οι αστυνομικοί. τμή-μα
τοίχος [ο] ουσιαστικό (τοίχοι)
Κάθε κτίριο έχει τοίχους. Oι τοίχοι είναι φτιαγμένοι από πέτρες ή τούβλα, στηρίζουν τη στέγη ενός κτιρίου και το χωρίζουν σε διαφορετικά δωμάτια. Όταν λες «χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο», εννοείς πως μετανιώνεις για ό,τι έχεις κάνει. τοί-χος
τόλμη [η] ουσιαστικό τολμώ
τολμηρός, τολμηρή, τολμηρό επίθετο (τολμηροί, τολμηρές, τολμηρά) τολμώ
τολμώ και τολμάω ρήμα (τόλμησα, θα τολμήσω)
Όταν τολμάς να κάνεις κάτι ριψοκίνδυνο, έχεις το θάρρος να το κάνεις.
O Ίγκλι τόλμησε να πει στον κύριο Μιχάλη ότι αυτός έσπασε το τζάμι. «O Κώστας τόλμησε να μου πει πως δεν αγαπάω τη Ροζαλία!» φώναξε η Αθηνά. Το είπε, ενώ δεν έπρεπε. O θείος Τάκης είναι πολύ τολμηρός. Μπήκε στην ταραγμένη θάλασσα για να σώσει το παιδάκι που πνιγόταν. Η Αλίκη ήταν πολύ περήφανη για την τόλμη του μπαμπά της. τολ-μώ
τομάρι [το] ουσιαστικό (τομάρια)
Το τομάρι είναι το γδαρμένο δέρμα ενός ζώου. το-μά-ρι
τόμος [ο] ουσιαστικό (τόμοι)
O τόμος είναι ένα βιβλίο από μία σειρά βιβλίων με ίδιο ή παρόμοιο περιεχόμενο.
Μία εγκυκλοπαίδεια αποτελείται από πολλούς τόμους. τό-μος
τόνος [ο] ουσιαστικό (τόνοι)
O τόνος είναι ένα σημάδι (΄) πουβάζουμε στις λέξεις για να δείξουμε τη συλλαβή που προφέρεται πιο δυνατά.
Στη λέξη «σπίτι» ο τόνος είναι στην πρώτη συλλαβή.
Τόνος είναι και η ένταση της φωνής μας, δηλαδή το πόσο δυνατή είναι.
«Κώστα μην υψώνεις τον τόνο της φωνής σου!» είπε η Αθηνά. Τόνο λέμε και τη μονάδα βάρους που είναι ίση με χίλια κιλά.
Ένα αυτοκίνητο ζυγίζει τουλάχιστον έναν τόνο. O τόνος είναι κι ένα ψάρι που ζει σε θερμές θάλασσες. Τον φτιάχνουμε κονσέρβα και τον τρώμε σε σαλάτες. τονοσαλάτα τό-νος
τόξο [το] ουσιαστικό (τόξα)
Το τόξο είναι ένα αρχαίο όπλο που μοιάζει με μισό κύκλο κι έχει μία χορδή δεμένη στα δύο του άκρα. Μ'αυτό ρίχνουμε βέλη. Το ουράνιο τόξο είναι οι χρωματιστές γραμμές που εμφανίζονται στον ουρανό μετά τη βροχή. τό-ξο
τόπι [το] ουσιαστικό (τόπια)
Το τόπι είναι μία μικρή μπάλα. Τόπι λέμε και το ύφασμα που είναι τυλιγμένο γύρω από ξύλο ή χαρτόνι.
Η κυρία Μαργαρίτα αγόρασε ένα τόπι ύφασμα για να φτιάξει κουρτίνες. Όταν κάποιον τον έχουν δείρει πολύ, λέμε ότι τον έχουν κάνει τόπι στο ξύλο.
τό-πι
τοπίο [το] ουσιαστικό (τοπία)
Το τοπίο είναι αυτό που μπορείς να δεις μπροστά σου, όταν είσαι στην εξοχή.
Από το σπίτι του θείου Αλέκου μπορείς να δεις ένα πολύ όμορφο τοπίο: το βουνό κι ένα μικρό ρυάκι να περνά μέσα από τα δέντρα. τόπος, τοποθεσία
το-πί-ο
τοποθεσία [η] ουσιαστικό (τοποθεσίες)
Το σπίτι του θείου Τάκη στην Κρήτη βρίσκεται σε μία ωραία τοποθεσία κοντά στη θάλασσα. Βρίσκεται δηλαδή σε ωραίο μέρος. τόπος, τοποθετώ το-πο-θε-σί-α
τοποθετώ, τοποθετούμαι ρήμα (τοποθέτησα, θα τοποθετήσω)
Η Αθηνά τοποθέτησε με μεγάλη προσοχή τα καινούρια της βιβλία στη βιβλιοθήκη του σπιτιού. Έβαλε δηλαδή τα καινούρια βιβλία στη βιβλιοθήκη.
τόπος, τοποθεσία το-πο-θε-τώ
τοστ [το] ουσιαστικό
Για να φτιάξεις ένα τοστ, βάζεις τυρί και ζαμπόν και άλλα υλικά ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμί και μετά τα ψήνεις σε μία ειδική συσκευή, την τοστιέρα.
τοστιέρα τοστ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τοστιέρα [η] ουσιαστικό (τοστιέρες) τοστ
τουαλέτα [η] ουσιαστικό (τουαλέτες)
Η τουαλέτα είναι το δωμάτιο του σπιτιού όπου πλένεσαι και κάνεις πιπί ή κακά.
μπάνιο Τουαλέτα λέμε κι ένα επίσημο γυναικείο φόρεμα. του-α-λέ-τα 'το μπάνιο'
τούβλο [το] ουσιαστικό (τούβλα)
Με τα τούβλα χτίζουμε σπίτια. Είναι φτιαγμένα από κόκκινο ψημένο πηλό κι έχουν εσωτερικές τρύπες. Λέμε κοροϊδευτικά ότι κάποιος είναι τούβλο, όταν δεν καταλαβαίνει αυτό που του λένε ή όταν είναι κακός μαθητής. ντουβάρι, κούτσουρο τού-βλο
Δες χτίστης
τουλίπα [η] ουσιαστικό (τουλίπες)
Η τουλίπα είναι ένα λουλούδι που φυτρώνει την άνοιξη. Μοιάζει με κουδουνάκι που είναι γυρισμένο ανάποδα κι έχει διάφορα χρώματα.
του-λί-πα 'τα λουλούδια'
τούνελ [το] ουσιαστικό
Το τούνελ είναι μία τρύπα κάτω από τη γη, μέσα από ένα βουνό ή κάτω από τη θάλασσα για να περνάει ένας αυτοκινητόδρομος ή μία σιδηροδρομική γραμμή.
τού-νελ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τουρισμός [ο] ουσιαστικό τουρίστας
τουρίστας [ο], τουρίστρια [η] ουσιαστικό (τουρίστες, τουρίστριες)
O τουρίστας είναι κάποιος που ταξιδεύει μέσα στη χώρα του ή στο εξωτερικό για να ξεκουραστεί, να διασκεδάσει και να επισκεφτεί τα αξιοθέατα. O θείος Τάκης ταξιδεύει συχνά ως τουρίστας. Κάνει δηλαδή συχνά τουρισμό. Πολλά από τα εισιτήρια δεν τα πληρώνει, αφού έχει δικό του τουριστικό γραφείο. του-ρί-στας
τουρσί [το] ουσιαστικό (τουρσιά)
Το τουρσί είναι ένα φαγητό που φτιάχνεται με λαχανικά που διατηρούνται στο ξίδι ή στο αλάτι. τουρ-σί
τούρτα [η] ουσιαστικό (τούρτες)
Η τούρτα είναι ένα μεγάλο γλυκό που φτιάχνεται συνήθως με κρέμα ή σοκολάτα. Όταν έχουμε γενέθλια, φτιάχνουμε μία τούρτα γενεθλίων και πάνω της βάζουμε τόσα κεράκια όσο χρονών είμαστε. τούρ-τα 'το πάρτι'
τουρτουρίζω ρήμα (τουρτούρισα, θα τουρτουρίσω)
Όταν τουρτουρίζεις, τρέμεις από το κρύο.
ριγώ τουρ-του-ρί-ζω
τούφα [η] ουσιαστικό (τούφες)
Μία τούφα μαλλιά είναι πολλές τρίχες μαζί.
Η θεία Κατερίνα έβαψε μερικές τούφες από τα μαλλιά της καστανές. τού-φα
τουφέκι [το] ουσιαστικό (τουφέκια)
Το τουφέκι είναι ένα μακρύ όπλο με σφαίρες. O θείος Αλέκος πηγαίνει συχνά για κυνήγι με το τουφέκι του. καραμπίνα Όταν κάποιος ρίχνει μία φορά με το τουφέκι, ρίχνει μία τουφεκιά. Όταν τουφεκίζει κάποιον, τον σημαδεύει με το τουφέκι και του ρίχνει σφαίρες. του-φέ-κι
τουφεκιά [η] ουσιαστικό (τουφεκιές) τουφέκι
τουφεκίζω ρήμα (τουφέκισα, θα τουφεκίσω) τουφέκι
τραγανίζω ρήμα (τραγάνισα, θα τραγανίσω) τραγανός
τραγανός, τραγανή, τραγανό επίθετο (τραγανοί, τραγανές, τραγανά)
Ένα τραγανό φαγητό είναι σκληρό και τρίζει, όταν το μασάς.
Στη θεία Έλλη αρέσουν τα τραγανά κουλούρια.
Τραγανίζει ένα με τον απογευματινό καφέ. τρα-γα-νός
τράγος [ο] ουσιαστικό (τράγοι) κατσίκα
τραγούδι [το] ουσιαστικό (τραγούδια) τραγουδώ
τραγουδιστής [ο], τραγουδίστρια [η] ουσιαστικό (τραγουδιστές, τραγουδίστριες) τραγουδώ
τραγουδώ και τραγουδάω, τραγουδιέμαι ρήμα (τραγούδησα, θα τραγουδήσω)
Όταν τραγουδάς, φτιάχνεις μουσική με τη φωνή σου. Βγάζεις μελωδικούς ήχους. Τραγούδι λέμε τη μουσική που έχει λόγια, στίχους. Τραγουδιστή λέμε αυτόν που η δουλειά του είναι να τραγουδάει. τρα-γου-δώ
τρακ [το] ουσιαστικό
Τρακ λέμε την αγωνία και το φόβο που σε πιάνει, όταν πρέπει να κάνεις κάτι για πρώτη φορά, να δώσεις εξετάσεις ή να εμφανιστείς μπροστά σε κόσμο.
τρακαρισμένος τρακ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τρακάρω ρήμα (τράκαρα, θα τρακάρω)
Τον κύριο Γιάννη τον τράκαρε ένα αυτοκίνητο. Ευτυχώς το τρακάρισμα ήταν μικρό και δεν έπαθε κανένας μεγάλη ζημιά. Τον χτύπησε, έπεσε πάνω του. Τα δύο αυτοκίνητα τράκαραν. Συγκρούστηκαν.
Όταν δύο αυτοκίνητα είναι τρακαρισμένα, έχουν τρακάρει. Έχουν πάθει τρακάρισμα. σύγκρουση τρα-κά-ρω
τρακτέρ [το] ουσιαστικό
Το τρακτέρ είναι ένα μεγάλο αυτοκίνητο που σέρνει πίσω του διάφορα μηχανήματα. Τα τρακτέρ τα χρησιμοποιούν οι γεωργοί στις εργασίες τους.
τρα-κτέρ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει στον πληθυντικό αριθμό.
τραμ [το] ουσιαστικό
Το τραμ μοιάζει με λεωφορείο αλλά κινείται με ρεύμα πάνω σε ράγες μέσα στην πόλη. τραμ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τραμπάλα [η] ουσιαστικό (τραμπάλες)
Η τραμπάλα είναι ένα παιχνίδι που το παίζουμε στην παιδική χαρά. Στη μία πλευρά ενός ξύλου κάθεται ένα παιδί και στην άλλη πλευρά ένα άλλο. Το ξύλο μία ανεβαίνει και μία κατεβαίνει κι έτσι κουνάει τα δύο παιδιά.
τρα-μπά-λα
O Κώστας και η Αθηνά κάνουν τραμπάλα.
τραντάζω, τραντάζομαι ρήμα (τράνταξα, θα τραντάξω)
Όταν κάτι μας τραντάζει, μας κουνάει δυνατά.
O δυνατός σεισμός τράνταξε το σχολείο. ταρακουνώ
Η Αθηνά πέφτοντας από το ποδήλατο ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα. Τραντάχτηκε. τρανταχτός τρα-ντά-ζω
τράπεζα [η] ουσιαστικό (τράπεζες)
Βάζουμε τα χρήματά μας στην τράπεζα για να είναι ασφαλή. Η τράπεζα μπορεί επίσης να μας δανείσει χρήματα για να πάρουμε σπίτι ή για να κάνουμε αγορές. Τράπεζα λέμε και το κτίριο όπου βρίσκεται μία τράπεζα.
O τραπεζίτης είναι αυτός που έχει μία τράπεζα. O τραπεζικός υπάλληλος είναι αυτός που εργάζεται σε τράπεζα. τρά-πε-ζα
τραπεζαρία [η] ουσιαστικό (τραπεζαρίες) τραπέζι
τραπεζίτης [ο] ουσιαστικό (τραπεζίτες) τράπεζα
τραπεζομάντιλο [το] ουσιαστικό (τραπεζομάντιλα) τραπέζι
τράπουλα [η] ουσιαστικό (τράπουλες)
Η τράπουλα έχει 52 χαρτιά. Μ' αυτά παίζουμε τυχερά παιχνίδια.
Τα χαρτιά της τράπουλας λέγονται τραπουλόχαρτα. τρά-που-λα
τραυλίζω ρήμα (τραύλισα, θα τραυλίσω)
Όταν τραυλίζεις, μιλάς με δυσκολία, μπερδεύεις τις λέξεις και επαναλαμβάνεις συχνά την ίδια συλλαβή. Τραυλίζεις συνήθως, όταν έχεις αγωνία ή φοβάσαι.
Μόλις η Αθηνά είδε την αράχνη, τραύλισε «α-α-α-ρά-χνη!» από το φόβο της.
τραυ-λί-ζω
τραύμα [το] ουσιαστικό (τραύματα) τραυματίζω
τραυματίας [ο], [η] ουσιαστικό (τραυματίες) τραυματίζω
τραυματίζω, τραυματίζομαι ρήμα (τραυμάτισα, θα τραυματίσω)
Όταν τραυματίζουμε κάποιον, τον πληγώνουμε.
O Κώστας τραυμάτισε κατά λάθος την Αθηνά με το ψαλίδι. Της έκοψε το δάχτυλο. χτυπώ
Όταν τραυματίζεσαι, χτυπάς από μόνος σου και πληγώνεσαι.
O Κώστας χτύπησε στο ποδόσφαιρο. Τα τραύματα του Κώστα ήταν μερικές γρατζουνιές στο γόνατο και στον αγκώνα. Τραυματίας είναι αυτός που έχει τραυματιστεί σε ατύχημα.
τραυ-μα-τί-ζω
τρέλα [η] ουσιαστικό (τρέλες) τρελός
τρελαίνω, τρελαίνομαι ρήμα (τρέλανα, θα τρελάνω) τρελός
τρεμούλα [η] ουσιαστικό (τρεμούλες) τρέμω
τρεμουλιάζω ρήμα (τρεμούλιασα, θα τρεμουλιάσω) τρέμω
τρέμω ρήμα (έτρεμα, θα τρέμω)
Όταν τρέμεις, ταράζεσαι και το σώμα σου κάνει μικρές κινήσεις που δεν τις ελέγχει. Συνήθως τρέμεις από το κρύο, από φόβο, από το θυμό σου ή και από τον πυρετό. Η Αθηνά βγήκε έξω χωρίς μπουφάν και τώρα τρέμει από το κρύο.
ανατριχιάζω Όταν σε πιάνει τρεμούλα από το κρύο, ανατριχιάζεις.
ρίγος Όταν κάποιος τρεμουλιάζει, τρέμει ελαφρά. τρέ-μω
τρένο [το] ουσιαστικό (τρένα)
Το τρένο είναι ένα μέσο μεταφοράς. Έχει μία μηχανή που σέρνει από πίσω της πολλά βαγόνια και όλα μαζί κινούνται πάνω στις ράγες. τρέ-νο Δες ράγα, σιδηρόδρομος, βαγόνι
τρέξιμο [το] ουσιαστικό (τρεξίματα) τρέχω
τρέφω, τρέφομαι ρήμα (έθρεψα, θα θρέψω)
Όταν τρέφεις κάποιον, του δίνεις να φάει.
Η κυρία Μαργαρίτα τρέφει τα παιδιά της με υγιεινά φαγητά χωρίς λίπη. ταΐζω O Πιτσικόκος τρέφεται με σπόρους. O θείος Αλέκος τρέφει αγελάδες και πρόβατα. Τα έχει στο αγρόκτημά του, τα μεγαλώνει και τα ταΐζει. O κύριος Μιχάλης τρέφει τη θεία του. Αυτός της πληρώνει όλα τα έξοδα.
Η τροφή είναι το φαγητό που τρώνε οι άνθρωποι αλλά και τα ζώα. τρέ-φω
τρέχω ρήμα (έτρεξα, θα τρέξω)
Όταν τρέχεις, κινείσαι πολύ γρήγορα προς μία κατεύθυνση με το ένα πόδι στη γη και το άλλο στον αέρα.
Όταν τρέχεις να βοηθήσεις κάποιον, πηγαίνεις με μεγάλη προθυμία κι ενδιαφέρον.
O κύριος Γιάννης τρέχει συνήθως στην εθνική οδό με 120 χιλιόμετρα την ώρα. Oδηγεί γρήγορα. «Τι τρέχει Αθηνά;» ρώτησε ο Κώστας. Τι συμβαίνει; «Τρέχει ο νους μου στη Ροζαλία» απάντησε εκείνη. Τη σκέφτομαι. «Α, καλά, τρέχα γύρευε! Πού να τη βρεις τώρα»; Είναι δύσκολο. τρέξιμο, τρεχάλα τρέ-χω
– Αν μου βγάλεις τα δύο πρώτα γράμματα σταματώ να κινούμαι και γίνομαι όνομα άλλου ρήματος. Ποια λέξη είμαι; ...........................................................
– Τι έγινε τελικά με τον Πιτσικόκο; Ψάξε στις λέξεις ελεύθερος, πετώ, πηδώ, προετοιμάζω
τρίβω, τρίβομαι ρήμα (έτριψα, θα τρίψω)
Όταν τρίβεις κάτι, το πιέζεις συνέχεια πάνω σε κάτι άλλο. Όταν τρίβεις κάτι που πλένεις, το πιέζεις συνέχεια με το σφουγγάρι για να γίνει πιο καθαρό.
Η Αλίκη έτριψε τα μάτια της κι εκείνα κοκκίνισαν. «Φέρε μου, σε παρακαλώ, τον τρίφτη, Αθηνά» είπε η κυρία Μαργαρίτα. «Θέλω να τρίψω το κρεμμύδι για τη σάλτσα». Να το κόψω σε πολύ μικρά κομματάκια.
Από το πολύ τρίψιμο, κοκκίνισαν τα μάτια της Αλίκης. τρίφτης τρί-βω
τριγυρίζω ρήμα (τριγύρισα, θα τριγυρίσω)
Όταν τριγυρίζεις, γυρίζεις χωρίς σκοπό εδώ κι εκεί, κάνοντας βόλτες.
περιφέρομαι, περιπλανιέμαι Μία συνάδελφος της κυρίας Μαργαρίτας τριγυρίζει τον διευθυντή της εφημερίδας. Μάλλον θέλει να ζητήσει αύξηση. γυροφέρνω
Εδώ τριγύρω σημαίνει κάπου εδώ. τρι-γυ-ρί-ζω
τριγύρω επίρρημα τριγυρίζω
τρίγωνο [το] ουσιαστικό (τρίγωνα)
Το τρίγωνο είναι ένα γεωμετρικό σχήμα με τρεις πλευρές και τρεις γωνίες.
Τρίγωνο λέμε και το μεταλλικό μουσικό όργανο που κρατάς και χτυπάς, όταν λες τα κάλαντα. τρί-γω-νο 'τα σχήματα'
τρίζω ρήμα (έτριξα, θα τρίξω)
Όταν κάτι τρίζει, τρίβεται σε μία σκληρή επιφάνεια και βγάζει έναν ξερό ήχο.
Η αυλόπορτα του κυρίου Μιχάλη σκούριασε και τρίζει.
Το τρίξιμο της πόρτας είναι πολύ ενοχλητικό. τρί-ζω
τρικ [το] ουσιαστικό
«Μην πιστεύεις όσα βλέπεις στον κινηματογράφο, Αθηνά» είπε η Αλίκη. «Πολλές σκηνές που σου φαίνονται απίθανες είναι τρικ». Είναι ψεύτικες αλλά προσπαθούν να σε ξεγελάσουν για να νομίσεις πως είναι αληθινές. τέχνασμα, κόλπο τρικ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τρικλίζω ρήμα (τρίκλισα, θα τρικλίσω)
Όταν τρικλίζεις, περπατάς με βήμα που δεν είναι σταθερό.
O κύριος Μιχάλης ήπιε λίγο παραπάνω απόψε και τώρα τρικλίζει στο δρόμο.
παραπατώ τρι-κλί-ζω
τρικλοποδιά [η] ουσιαστικό (τρικλοποδιές)
Όταν βάζεις τρικλοποδιά σε κάποιον, βάζεις το πόδι σου ανάμεσα στα δικά του, ενώ κινείται για να τον κάνεις να πέσει. τρι-κλο-πο-διά
τρικυμία [η] ουσιαστικό (τρικυμίες)
Όταν έχει τρικυμία, η θάλασσα είναι πολύ ταραγμένη, γιατί έχει πολύ δυνατό άνεμο. θαλασσοταραχή τρι-κυ-μί-α
τριφύλλι [το] ουσιαστικό (τριφύλλια)
Το τριφύλλι είναι χορτάρι με τρία φύλλα και μία πολύ καλή τροφή για τα ζώα. τρι-φύλ-λι
τρίχα [η] ουσιαστικό (τρίχες)
Oι τρίχες είναι μαλλί που φυτρώνει στο δέρμα των ανθρώπων και των ζώων.
Τρίχα λέμε και καθετί που μοιάζει με τρίχα.
Η Αθηνά προτιμάει τις οδοντόβουρτσες με μαλακή τρίχα. «Είδα ένα θρίλερ που μου σηκώθηκε η τρίχα» είπε η θεία Κατερίνα. Τρόμαξα πολύ. Το τρίχωμα της Ροζαλίας είναι πολύ μαλακό. O σκύλος του κυρίου Μιχάλη πάλι έχει πλούσιο τρίχωμα, είναι πολύ τριχωτός. τρί-χα
τρίχωμα [το] ουσιαστικό (τριχώματα) τρίχα
τρόλεϊ [το] ουσιαστικό
Το τρόλεϊ είναι ένα μέσο μεταφοράς στην πόλη που μοιάζει με λεωφορείο και που παίρνει με δύο κεραίες ρεύμα από σύρματα. τρό-λε-ϊ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
τρομάζω ρήμα (τρόμαξα, θα τρομάξω)
Όταν τρομάζεις, αισθάνεσαι ξαφνικό και μεγάλο φόβο.
Η Αθηνά τρόμαξε από τις φωνές του κυρίου Μιχάλη. Όταν τρομάζεις κάποιον, του προκαλείς φόβο.
«Τρομάξατε την κόρη μου, κύριε Μιχάλη» του είπε αργότερα η κυρία Μαργαρίτα.
Τρόμαξε να χάσει λίγα κιλά ο θείος Αλέκος. Δυσκολεύτηκε πολύ.
Η ταινία που είδε η θεία Κατερίνα ήταν τρομακτική. Της προκάλεσε τρόμο. Ήταν μία τρομερή εμπειρία. φοβερή Oι πρωταγωνιστές ήταν κάποιοι ληστές που είχαν τρομοκρατήσει όλον τον κόσμο. Είχαν προκαλέσει τρόμο σε όλους. τρο-μά-ζω
τρομερός, τρομερή, τρομερό επίθετο (τρομεροί, τρομερές, τρομερά) τρομάζω
τρομοκρατώ, τρομοκρατούμαι ρήμα (τρομοκράτησα, θα τρομοκρατήσω) τρομάζω
τρόμος [ο] ουσιαστικό τρομάζω
τρομπέτα [η] ουσιαστικό (τρομπέτες)
Η τρομπέτα είναι ένα μουσικό όργανο από μέταλλο που μοιάζει με σωλήνα ανοιχτό στη μία άκρη. Φυσάς στην τρομπέτα και πατάς τα κουμπιά της για να βγάλει ήχους. τρο-μπέ-τα 'τα μουσικά όργανα'
τρόπος [ο] ουσιαστικό (τρόποι)
Όταν έχεις τον τρόπο να κάνεις κάτι, ξέρεις πώς να το κάνεις.
O Κώστας έλυσε τις ασκήσεις των μαθηματικών με τον τρόπο που τους έδειξε η δασκάλα. μέθοδος, τακτική O κύριος Μιχάλης δεν έχει καλούς τρόπους. Συνέχεια φωνάζει και είναι αγενής.
φέρσιμο, συμπεριφορά τρό-πος
τροφή [η] ουσιαστικό (τροφές) τρέφω
τρόφιμα [τα] ουσιαστικό (τρόφιμα) τρέφω
τροχιά [η] ουσιαστικό (τροχιές)
Η τροχιά είναι η πορεία που ακολουθεί ένας πλανήτης στον ουρανό.
Η γη κινείται σε τροχιά γύρω από τον ήλιο. τρο-χιά
τροχονόμος [ο], [η] ουσιαστικό (τροχονόμοι)
O τροχονόμος είναι ο αστυνομικός που ρυθμίζει και ελέγχει την κίνηση στους δρόμους. Δουλεύει για την Τροχαία, δηλαδή για το τμήμα της αστυνομίας που είναι υπεύθυνο για την κυκλοφορία στους δρόμους. σχολικός τροχονόμος
τρο-χο-νό-μος 'η πόλη'
τροχός [ο] ουσιαστικό (τροχοί)
Το ποδήλατό σου έχει δύο τροχούς, ενώ το αυτοκίνητο τέσσερις. ρόδα
Το τροχόσπιτο είναι ένα σπίτι που το σέρνει ένα αυτοκίνητο. τρο-χός
τροχόσπιτο [το] ουσιαστικό (τροχόσπιτα) τροχός
τρύπα [η] ουσιαστικό (τρύπες)
Όταν κάνεις μία τρύπα, κάνεις ένα μικρό άνοιγμα πάνω σε κάτι.
Oι κάλτσες του κυρίου Μιχάλη έχουν όλες τρύπες.
Είναι όλες τρύπιες. «Πώς γίνεται και τις τρυπάει!» σκέφτεται η θεία του. «Άσε που έχουν τρυπήσει και οι τσέπες του παντελονιού του!» τρύ-πα
τρυπάνι [το] ουσιαστικό (τρυπάνια)
Το τρυπάνι είναι ένα εργαλείο που το χρησιμοποιούμε για ν' ανοίγουμε τρύπες.
τρυ-πά-νι 'τα εργαλεία'
τρύπιος, τρύπια, τρύπιο επίθετο (τρύπιοι, τρύπιες, τρύπια) τρύπα
τρυπώ και τρυπάω, τρυπιέμαι ρήμα (τρύπησα, θα τρυπήσω) τρύπα
τρυπώνω ρήμα (τρύπωσα, θα τρυπώσω)
«Πού τρύπωσες πάλι, Ροζαλία;» φώναξε η Αθηνά. Πού κρύφτηκες; Όταν τρυπώνεις κάτι, το κρύβεις ή το βάζεις κάπου που δε φαίνεται.
«Πού τρύπωσες πάλι τα παπούτσια μου;» φώναξε στη θεία του ο κύριος Μιχάλης. Η θεία Κατερίνα τρύπωσε το μανίκι του σακακιού της. Το έραψε πρόχειρα με αραιές βελονιές. τρυ-πώ-νω
τρυφερότητα [η] ουσιαστικό (τρυφερότητες) τρυφερός
τρώω και τρώγω, τρώγομαι ρήμα (έφαγα, θα φάω)
Όταν τρως, μασάς και καταπίνεις το φαγητό σου. «Με τρώει το χέρι μου!» είπε η Αθηνά. Με φαγουρίζει.
O Κώστας έφαγε όλα τα λεφτά του στα παγωτά και τώρα δεν έχει τίποτα. Τα ξόδεψε όλα. Λέμε ότι κάποιος τρώει σαν λύκος, όταν τρώει πολύ. Επίσης λέμε ότι κάποιος τρώγεται με τα ρούχα του, όταν γκρινιάζει συνέχεια. Όταν δεν αντέχουμε κάποιον, λέμε ότι δεν τρώγεται πια. τροφή, φαγητό τρώ-ω
Η Αθηνά τρώει ένα κομματάκι κρέας.
τσαγιέρα [η] ουσιαστικό (τσαγιέρες) τσάι
τσαγκάρης [ο] ουσιαστικό (τσαγκάρηδες)
O τσαγκάρης είναι αυτός που φτιάχνει ή επιδιορθώνει τα παπούτσια μας.
τσα-γκά-ρης
τσάι [το] ουσιαστικό
Το τσάι είναι φυτό. Βράζουμε τα ξερά φύλλα του και φτιάχνουμε ένα ζεστό ρόφημα.
Στην τσαγιέρα φτιάχνουμε ή σερβίρουμε τσάι. τσάι
-Προσοχή ο πληθυντικός αριθμός «τσάγια» χρησιμοποιείται πολύ σπάνια.
Μία τσαγιέρα.
τσακίζω ρήμα (τσάκισα, θα τσακίσω)
Όταν τσακίζεις κάτι, το σπας ή το κάνεις κομμάτια.
O Κώστας πάτησε πάνω σ' ένα καρύδι και το τσάκισε με το πόδι του.
Η τσάκιση σ' ένα παντελόνι είναι η γραμμή που σχηματίζεται, όταν το σιδερώνουμε. τσάκισμα τσα-κί-ζω
τσάκιση [η] ουσιαστικό (τσακίσεις) τσακίζω
τσακωμός [ο] ουσιαστικό (τσακωμοί) τσακώνομαι
τσακώνομαι ρήμα (τσακώθηκα, θα τσακωθώ)
Όταν τσακώνεσαι, μαλώνεις με κάποιον.
Στο σχολείο η Αθηνά τσακώνεται συχνά με το Νίκο. μαλώνω, καβγαδίζω
τσακωμός καβγάς τσα-κώ-νο-μαι
τσακώνω ρήμα (τσάκωσα, θα τσακώσω)
Όταν τσακώνεις κάποιον, τον πιάνεις συνήθως την ώρα που κάνει κάτι κακό.
Η Αθηνά τσάκωσε τον Κώστα την ώρα που έβαζε κρυφά το δάχτυλό του στο βάζο με το γλυκό. Η Αθηνά τον έκανε τσακωτό. τσα-κώ-νω
τσαλακώνω, τσαλακώνομαι ρήμα (τσαλακώθηκα, θα τσαλακωθώ)
Όταν τσαλακώνεις ένα χαρτί, ένα ύφασμα ή κάτι άλλο, το διπλώνεις πρόχειρα χωρίς προσοχή και σχηματίζει ζάρες. ισιώνω
τσαλάκωμα τσα-λα-κώ-νω
τσαλαπατώ και τσαλαπατάω, τσαλαπατιέμαι ρήμα (τσαλαπάτησα, θα τσαλαπατήσω)
O κύριος Μιχάλης είπε ότι τα παιδιά τσαλαπάτησαν τα λουλούδια του. Είπε δηλαδή ότι τα κατάστρεψαν με τα πόδια τους. ποδοπατώ
τσαλαπάτημα τσα-λα-πα-τώ
τσαμπί [το] ουσιαστικό (τσαμπιά)
Ένα τσαμπί σταφύλι είναι πολλές ρώγες μαζί γύρω από ένα κοτσάνι.
τσα-μπί
τσάντα [η] ουσιαστικό (τσάντες)
Την τσάντα την χρησιμοποιούμε για να βάζουμε μέσα και να κουβαλάμε διάφορα πράγματα. Oι τσάντες είναι φτιαγμένες από πλαστικό, δέρμα ή ύφασμα. τσά-ντα
τσάπα [η] ουσιαστικό (τσάπες)
Η τσάπα είναι ένα εργαλείο. Μ' αυτό σκάβουμε στο χωράφι κι ανοίγουμε μεγάλες τρύπες στο χώμα. τσά-πα 'τα εργαλεία'
τσαρούχι [το] ουσιαστικό (τσαρούχια)
Τα τσαρούχια είναι τα παπούτσια που φορούν οι τσολιάδες. Έχουν κόκκινη ή μαύρη φούντα. τσα-ρού-χι
τσατίζω και τσαντίζω, τσατίζομαι και τσαντίζομαι ρήμα (τσατίστηκα, θα τσατιστώ)
Όταν τσατίζεις κάποιον, τον κάνεις να θυμώσει πολύ και να νευριάσει.
O Κώστας τσατίστηκε από τη συμπεριφορά των άλλων παιδιών κι έφυγε από το παιχνίδι. Η τσατίλα του Κώστα ήταν μεγάλη. τσα-τί-ζω
τσατίλα [η] ουσιαστικό (τσατίλες) τσατίζω
τσεκούρι [το] ουσιαστικό (τσεκούρια)
Με το τσεκούρι μπορούμε να κόψουμε δέντρα και ξύλα σε μικρά κομμάτια.
τσε-κού-ρι 'τα εργαλεία'
τσέπη [η] ουσιαστικό (τσέπες)
Βάζουμε τα χέρια μας στην τσέπη του ρούχου που φοράμε για να ζεσταθούν όταν έχει πολύ κρύο. Στην τσέπη επίσης βάζουμε τα χρήματα που έχουμε μαζί μας.
τσέ-πη
τσιγάρο [το] ουσιαστικό (τσιγάρα)
O κύριος Γιάννης και η κυρία Μαργαρίτα δεν καπνίζουν τσιγάρα. Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία. τσι-γά-ρο
τσιγκούνης, τσιγκούνα, τσιγκούνικο επίθετο (τσιγκούνηδες, τσιγκούνες, τσιγκούνικα)
Τσιγκούνη λέμε κάποιον που δε θέλει να ξοδεύει καθόλου χρήματα, ακόμα κι όταν έχει ανάγκη. Η τσιγκουνιά του κυρίου Μιχάλη είναι πολύ μεγάλη. Προτιμά να μείνει νηστικός παρά να ξοδέψει λίγα από τα χρήματά του. τσι-γκού-νης
τσιγκουνιά [η] ουσιαστικό (τσιγκουνιές) τσιγκούνης
τσιμέντο [το] ουσιαστικό (τσιμέντα)
Το τσιμέντο είναι ένα πολύ σκληρό υλικό που χρησιμοποιείται στο χτίσιμοτων σπιτιών. Με τσιμέντο είναι φτιαγμένοι και μερικοί δρόμοι. Τσιμέντο λέμε και μία επιφάνεια απ' αυτό το υλικό. τσι-μέ-ντο
τσιμουδιά [η] ουσιαστικό
Όταν δε βγάζεις τσιμουδιά, δε μιλάς καθόλου, σωπαίνεις.
«Τσιμουδιά! Δε θέλω ν' ακούσω τίποτα!» είπε η κυρία Μαργαρίτα. τσι-μου-διά
τσίμπημα [το] ουσιαστικό (τσιμπήματα) τσιμπώ
τσιμπιδάκι [το] ουσιαστικό (τσιμπιδάκια)
Τα τσιμπιδάκια τα φορούν τα κορίτσια για να κρατούν τα μαλλιά τους χτενισμένα. κοκαλάκι Μ' ένα τσιμπιδάκι πιάνεις πολύ μικρά αντικείμενα. τσι-μπι-δά-κι
τσίμπλα [η] ουσιαστικό (τσίμπλες)
Όταν ξυπνάμε το πρωί, έχουμε μερικές φορές τσίμπλες στις άκρες των ματιών μας. τσί-μπλα
τσιμπώ και τσιμπάω, τσιμπιέμαι ρήμα (τσίμπησα, θα τσιμπήσω)
Όταν τσιμπάς κάποιον, πιάνεις σφιχτά το δέρμα του με τα δύο σου δάχτυλα ή τον τρυπάς με κάτι πολύ μυτερό και τον πονάς.
O Κώστας τσίμπησε την Αθηνά με τη μύτη του μολυβιού του κι αυτή θύμωσε. Τότε του τσίμπησε δυνατά το μάγουλο κι εκείνος άρχισε να φωνάζει. Όταν σε τσιμπάει ένα έντομο, σε τρυπάει με το κεντρί του. Όταν τσιμπάς, τρως πολύ λίγο από ένα φαγητό.
Το τσίμπημα της μέλισσας πονάει πολύ. τσι-μπώ
τσιπς [τα] ουσιαστικό
Τσιπς λέμε τα πατατάκια. τσιπς
τσιρίζω ρήμα (τσίριξα, θα τσιρίξω)
Όταν τσιρίζεις, βγάζεις μία δυνατή και λεπτή φωνή.
Το μωρό τσίριξε, μόλις η θεία Κατερίνα του πήρε το παιχνίδι του.
Το τσίριγμα του μωρού ήταν δυνατό. τσι-ρί-ζω
τσίρκο [το] ουσιαστικό (τσίρκα)
Στο τσίρκο οι ακροβάτες, οι ταχυδακτυλουργοί, οι κλόουν και πολλά ζώα δίνουν παραστάσεις για να διασκεδάσουν τους θεατές που τους παρακολουθούν. τσίρ-κο Δες ακροβάτης
τσίχλα [η] ουσιαστικό (τσίχλες)
Την τσίχλα τη μασάμε στο στόμα αρκετή ώρα χωρίς να την καταπίνουμε.
τσί-χλα
τσοπάνης [ο] ουσιαστικό (τσοπάνηδες)
O τσοπάνης φυλάει και βόσκει πρόβατα ή κατσίκες. βοσκός τσο-πά-νης -Λέμε και τσομπάνης.
τσουβάλι [το] ουσιαστικό (τσουβάλια)
Το τσουβάλι είναι ένας μεγάλος σάκος για να βάζουμε διάφορα προϊόντα, όπως πατάτες, σιτάρι και αλεύρι. O θείος Αλέκος έφερε από το χωριό ένα τσουβάλι αλεύρι. Τόσο αλεύρι όσο χωράει το τσουβάλι. τσου-βά-λι
τσουγκράνα [η] ουσιαστικό (τσουγκράνες)
Με την τσουγκράνα καθαρίζουμε τον κήπο μας από τις πέτρες.
τσου-γκρά-να 'τα εργαλεία'
τσουγκρίζω ρήμα (τσούγκρισα, θα τσουγκρίσω)
Το Πάσχα τσουγκρίζουμε τα κόκκινα αυγά και λέμε «Χριστός Ανέστη». Τα χτυπάμε το ένα πάνω στο άλλο. O Νίκος με την Αθηνά τα τσούγκρισαν. Μάλωσαν πολύ. τσου-γκρί-ζω
τσούζω ρήμα (έτσουξα, θα τσούξω)
Το οινόπνευμα τσούζει, όταν το βάζουμε στα χτυπήματά μας.
O Κώστας έβαλε στην πληγή του λίγο οινόπνευμα και τώρα δεν αντέχει το τσούξιμο. Τσουχτερός, τσούχτρα τσού-ζω
τσουκνίδα [η] ουσιαστικό (τσουκνίδες)
Η τσουκνίδα είναι ένα μικρό πράσινο φυτό. Αν το ακουμπήσουμε, το δέρμα μας κοκκινίζει και τσούζει. τσου-κνί-δα
τσουλήθρα [η] ουσιαστικό (τσουλήθρες)
Η τσουλήθρα είναι ένα από ταπαιχνίδια που υπάρχουν στις παιδικές χαρές. Κάθεσαι στην κορυφή της και μετά γλιστράς με το σώμα σου προς τα κάτω.
τσου-λή-θρα
τσουλούφι [το] ουσιαστικό (τσουλούφια)
Το τσουλούφι είναι μία τούφα από μαλλιά που ξεχωρίζουν στο μπροστινό συνήθως μέρος του κεφαλιού. τσου-λού-φι
τσουλώ και τσουλάω ρήμα (τσούλησα, θα τσουλήσω)
Όταν τσουλάς, γλιστράς πάνω σε κάτι. Η Αθηνά νιώθει πολύ όμορφα όταν τσουλάει στην τσουλήθρα της παιδικής χαράς. τσουλήθρα τσου-λώ
τσουρέκι [το] ουσιαστικό (τσουρέκια)
Το τσουρέκι είναι ένα γλυκό και αφράτο ψωμί που φτιάχνουμε με αυγά, βούτυρο και γάλα. τσου-ρέ-κι
τσούρμο [το] ουσιαστικό
Ένα τσούρμο παιδιά έτρεχαν πίσω από τη δασκάλα και την παρακαλούσαν να πάνε εκδρομή. Πολλά παιδιά. τσούρ-μο -Προσοχή. Η λέξη δεν έχει πληθυντικό αριθμό.
τσουχτερός, τσουχτερή, τσουχτερό επίθετο (τσουχτεροί, τσουχτερές, τσουχτερά)
Όταν κάνει τσουχτερό κρύο, έχει πάρα πολύ κρύο. Τα λόγια του κυρίου Μιχάλη στα παιδιά ήταν τσουχτερά. Ήταν φαρμακερά και στεναχώρησαν τα παιδιά. τσούζω τσου-χτε-ρός
τσούχτρα [η] ουσιαστικό (τσούχτρες)
Oι τσούχτρες κολυμπούν στη θάλασσα και αν μας ακουμπήσουν, το δέρμα μας κοκκινίζει και τσούζει. μικρή μέδουσα τσούζω τσού-χτρα
τύμπανο [το] ουσιαστικό (τύμπανα)
Το τύμπανο είναι ένα μουσικό όργανο που για να παίξει πρέπει να το χτυπάμε με το χέρι ή με ειδικό ξύλο. ταμπούρλο, νταούλι τύ-μπα-νο
τύπος [ο] ουσιαστικό (τύποι)
Το αυτοκίνητο του κυρίου Γιάννη είναι νέου τύπου και τρέχει γρήγορα. Νέου είδους. O κύριος Μιχάλης είναι παράξενος τύπος. Παράξενος χαρακτήρας. Τύπο λέμε κι αλλιώς τις εφημερίδες και τα περιοδικά. τύ-πος
τυπώνω, τυπώνομαι ρήμα (τύπωσα, θα τυπώσω)
Oι λέξεις και οι εικόνες στα βιβλία σου έχουν τυπωθεί, ενώ οι λέξεις και οι εικόνες στα τετράδιά σου είναι φτιαγμένες με το χέρι. εκτυπώνω
τύπος τυ-πώ-νω
τύραννος [ο] ουσιαστικό (τύραννοι)
Oι τύραννοι στην αρχαία Ελλάδα κυβερνούσαν βίαια και καταπιεστικά το λαό.
Τύραννο λέμε και κάποιον που του αρέσει να βασανίζει τους άλλους.
τυραννώ τύ-ραν-νος
τυρί [το] ουσιαστικό (τυριά)
Το τυρί είναι μία τροφή που γίνεται, όταν πήξουμε το γάλα. Η φέτα, το κασέρι και η γραβιέρα είναι τυριά.
Η τυρόπιτα είναι μία πίτα που μέσα της έχει τυρί. τυριέρα τυ-ρί
τυρόπιτα [η] ουσιαστικό (τυρόπιτες) τυρί
τυφλός, τυφλή, τυφλό, επίθετο (τυφλοί, τυφλές, τυφλά)
Όταν κάποιος δε βλέπει, είναι τυφλός. στραβός
τυφλόμυγα, τυφλώνω τυ-φλός
τυφλώνω, τυφλώνομαι ρήμα (τύφλωσα, θα τυφλώσω)
Όταν κάτι σε τυφλώνει, σε κάνει να μη βλέπεις.
Το φως του ήλιου ήταν πολύ δυνατό και τύφλωσε την Αθηνά.
στραβώνω τυ-φλώ-νω
τυχαίνω ρήμα (έτυχα, θα τύχω)
Όταν τυχαίνει κάτι, γίνεται κατά τύχη.
Το φλουρί της πίτας έτυχε στον Κώστα.
«Κύριε διευθυντά, μπορώ να φύγω;» είπε η κυρία Μαργαρίτα. «Μου έτυχε κάτι ξαφνικό. Η κόρη μου αρρώστησε». Μου συνέβη. τύχη τυ-χαί-νω
τυχερός, τυχερή, τυχερό επίθετο (τυχεροί, τυχερές τυχερά) τύχη
τύχη [η] ουσιαστικό (τύχες)
Έχουμε τύχη, όταν κάτι που θέλουμε γίνεται χωρίς να κάνουμε εμείς τίποτε.
O Κώστας είχε μεγάλη τύχη και κέρδισε το φλουρί στη βασιλόπιτα.
O Κώστας ήταν ο τυχερός της χρονιάς, γιατί κέρδισε το φλουρί στη βασιλόπιτα. τυχαίνω τύ-χη
τώρα επίρρημα
Όταν κάτι γίνεται τώρα, γίνεται αυτή τη στιγμή.
«Τώρα διαβάζω και δεν μπορώ να παίξω μαζί σου» είπε η Αθηνά, και ο Κώστας έφυγε από το δωμάτιό της. τωρινός τώ-ρα
|