Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
Σ Υ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
  ταβάνι   τώρα

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Ττ

eikona609

 

 

ταβάνι [το] ουσιαστικό (ταβάνια) 

check1 Το ταβάνι είναι το μέρος του δωματίου που είναι πάνω από το κεφάλι σου.

circle1 οροφή  circle2 πάτωμα  music τα-βά-νι

 

 

ταβέρνα [η] ουσιαστικό (ταβέρνες)

check1 Η ταβέρνα είναι ένα λαϊκό εστιατόριο που προσφέρει φαγητό και ποτό.

romvos ψαροταβέρνα  music τα-βέρ-να

 

 

τάβλι [το] ουσιαστικό

eikona610

check1 Το τάβλι είναι ένα επιτραπέζιο παιχνίδι που παίζεται με δύο ζάρια και τριάντα πούλιαmusic τά-βλι
-Η λέξη τάβλι δε χρησιμοποιείται στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ταγέρ [το] ουσιαστικό  

check1 Το ταγέρ είναι μία φούστα κι ένα σακάκι από το ίδιο ύφασμα που φοριούνται μαζί.  music τα-γέρ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

τάζω ρήμα (έταξα, θα τάξω)

check1 Όταν τάζεις σε κάποιον κάτι, του το υπόσχεσαι.

pen1 «O μπαμπάς μού έταξε να πάμε μαζί για μπάλα αλλά το ξέχασε!» είπε ο Κώστας. 

check2 Όταν τάζεις κάτι στο Θεό ή τους Αγίους, υπόσχεσαι να τους το αφιερώσεις.

romvos Η θεία του κύριου Μιχάλη έκανε τάμα μία λαμπάδα σαν το μπόι της.  music τά-ζω

 

 

ταΐζω ρήμα (τάισα, θα ταΐσω)  

check1 Όταν ταΐζεις κάποιον, του δίνεις να φάει.

romvos Το μωρό της θείας Κατερίνας θέλει τάισμα κάθε τρεις ώρες.  music τα-ΐ-ζω

 

 

ταινία [η] ουσιαστικό (ταινίες)  

check1 Η ταινία είναι ένα έργο που βλέπεις στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση.

circle1 φιλμ  

check2 Ταινία λέμε και μία μακρόστενη λουρίδα από χαρτί ή ύφασμα.  

pen1 O κύριος Γιάννης έκλεισε το κουτί με μία κολλητική ταινία.  circle1 κορδέλα music ται-νί-α

 

 

ταίρι [το] ουσιαστικό velos ταιριάζω

 

 

ταιριάζω ρήμα (ταίριαξα και ταίριασα, θα ταιριάξω και θα ταιριάσω)

check1 Όταν δύο πράγματα ταιριάζουν, συνήθως μοιάζουν μεταξύ τους και τα χρησιμοποιούμε μαζί σαν σύνολο.  pen1 «Αυτή η κόκκινη τσάντα ταιριάζει με τα κόκκινα παπούτσια μου» είπε η κυρία Μαργαρίτα.  
check2 «Δε μου ταιριάζει αυτό το φόρεμα!» είπε η θεία Έλλη. Δε μου πάει. «Με παχαίνει!» συνέχισε.  
check2 Όταν δεν ταιριάζεις με κάποιον,δεν έχετε ίδιο χαρακτήρα, δεν έχετε ίδιες ιδέες.

romvos Χθες η Αθηνά δεν έβρισκε το ταίρι της κάλτσας της. Έτσι φόρεσε δύο κάλτσες που δεν ήταν και τόσο ταιριαστές. Ήταν παράταιρες.  music ται-ριά-ζω

 

 

τακούνι [το] ουσιαστικό (τακούνια)

eikona611

check1 Το τακούνι είναι το πίσω μέρος του παπουτσιού μας. Εκεί πατάει η φτέρνα του ποδιού μας. Τα τακούνια είναι φτιαγμένα από λάστιχο, ξύλο ή δέρμα και βγαίνουν σε διάφορα σχέδια.  music τα-κού-νι

 

 

τακτικός, τακτική, τακτικό επίθετο (τακτικοί, τακτικές, τακτικά) velos τάξη

 

 

τακτοποιώ, τακτοποιούμαι ρήμα (τακτοποίησα, θα τακτοποιήσω)

check1 Όταν τακτοποιείς τα πράγματά σου, τα τοποθετείς στη σωστή τους θέση.

circle1 συμμαζεύω, συγυρίζω  pen1 Κάθε Σάββατο ο Κώστας και η Αθηνά τακτοποιούν το δωμάτιό τους. Φροντίζουν να είναι τακτοποιημένο.

check2 Ο κύριος Γιάννης είπε πως θα τακτοποιήσει το ζήτημα της εκδρομής. Θα κανονίσει που θα πάνε και που θα μείνουν.  circle1 ρυθμίζω, κανονίζω

romvos τακτοποίηση  music τα-κτο-ποι-ώ

 

 

ταλαιπωρώ, ταλαιπωρούμαι ρήμα (ταλαιπώρησα, θα ταλαιπωρήσω) 

check1 Όταν ταλαιπωρείς κάποιον, τον κάνεις να πονά ή να στενοχωριέται. Τον κάνεις να υποφέρει.  

pen1 Τα παιδιά της γειτονιάς ταλαιπωρούν συχνά τα ζώα: τους τραβούν την ουρά.  
check2 «Με ταλαιπώρησε αυτή η άσκηση μέχρι να τη λύσω!» είπε η Αθηνά στην κυρία Μαργαρίτα. Με παίδεψε.

circle1 κουράζω, παιδεύω, βασανίζω, τυραννώ  circle2 ανακουφίζω, ξεκουράζω  

romvos O κύριος Γιάννης έζησε μία φοβερή ταλαιπωρία περιμένοντας δύο ώρες όρθιος στην ουρά στην τράπεζα.  music τα-λαι-πω-ρώ

 

 

ταλέντο [το] ουσιαστικό (ταλέντα)  

check1 Όταν έχεις ένα ταλέντο, μπορείς να κάνεις κάτι πολύ καλά. Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται μ' ένα ταλέντο.

pen1Η Αθηνά έχει το ταλέντο της θείας της: ζωγραφίζει πολύ όμορφα.  circle1 χάρισμα 

check2 Ταλέντο λέμε και κάποιον που έχει ταλέντο.  music τα-λέ-ντο

 

 

ταλκ [το] ουσιαστικό  

check1 Το ταλκ είναι μία άσπρη αρωματική σκόνη που τη βάζουμε στο δέρμα μας. Ταλκ βάζουμε συχνά στα μωρά.  music ταλκ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει στον ούτε στον ενικό ούτε πληθυντικό αριθμό.

 

 

ταμείο [το] ουσιαστικό (ταμεία)  

check1 Το ταμείο είναι ένα κουτί ή ένα συρτάρι όπου φυλάμε τα χρήματα.  
check2 Ταμείο λέμε και το γραφείο που είναι υπεύθυνο για τις πληρωμές.  

romvos O Κώστας είναι φέτος ο ταμίας της τάξης του: μαζεύει όλα τα χρήματα που του δίνουν κάθε μήνα οι συμμαθητές του.  music τα-μεί-ο

 

 

ταμίας [ο], [η] ουσιαστικό (ταμίες) velos ταμείο

 

 

ταμπέλα [η] ουσιαστικό (ταμπέλες)  

check1 Η ταμπέλα είναι μία επιφάνεια από ξύλο, χαρτί ή πλαστικό που γράφει ένα μήνυμα για να πληροφορεί τον κόσμο για κάτι. Ταμπέλες έχουν απέξω τα μαγαζιά.    pen1 Το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη έχει πάνω από την είσοδο μία ταμπέλα που γράφει ΜΙΝΙ ΜΑΡΚΕΤ.  circle1 πινακίδα, επιγραφή  music τα-μπέ-λα

 

 

ταμπλό [το] ουσιαστικό  

check1 Το ταμπλό είναι ένας πίνακας που έχει πάνω του κουμπιά ή όργανα για να ελέγχουμε μ' αυτά τις ηλεκτρικέςσυσκευές.  pen1 Η Αθηνά κοίταζε το τεράστιο ταμπλό του τηλεφωνικού κέντρου στο γραφείο του μπαμπά της.  circle1 πίνακας  
check2 Ταμπλό λέμε και την τετράγωνη επιφάνεια που είναι πίσω από το καλάθι του μπάσκετ.  music τα-μπλό

 

 

τανάλια [η] ουσιαστικό (τανάλιες)  

check1 Η τανάλια είναι ένα εργαλείο που το χρησιμοποιούμε για να τραβάμε και να βγάζουμε τα καρφιά.  circle1 δαγκάνα, τσιμπίδα  music τα-νά-λια  pen2 'τα εργαλεία'

 

 

τάξη [η] ουσιαστικό (τάξεις) 

check1 Η τάξη σου είναι ο χώρος όπου κάνεις μάθημα στο σχολείο. 
check2 Τάξη λέμε και το σύνολο των μαθημάτων που πρέπει να διδασκόμαστε σε μία χρονιά.  pen1 Η έκτη τάξη είναι η πιο δύσκολη απ' όλες τις τάξεις του Δημοτικού. 
check2 Τάξη είναι όμως και όλοι οι μαθητές που παρακολουθούν τα ίδια μαθήματα για μία χρονιά.  pen1Όλη η τρίτη τάξη επισκέφτηκε το μουσείο.  
check2 Όταν όλα τα πράγματα στο δωμάτιό σου είναι τοποθετημένα στη θέση τους, υπάρχει τάξη.  circle2 ακαταστασία  romvos O Κώστας είναι πολύ τακτικός, πάντοτε έχει τάξη μέσα στο δωμάτιό του.  circle2 άτακτος, ακατάστατος  τακτοποιώ  

music τά-ξη  pen2 'στο σχολείο'

 

 

ταξί [το] ουσιαστικό  

check1 Το ταξί είναι ένα αυτοκίνητο που μας μεταφέρει όπου θέλουμε κι εμείς πληρώνουμε γι' αυτό τον οδηγό.  romvos O οδηγός του ταξί, λέγεται ταξιτζής.

music τα-ξί  pen2 'η πόλη'
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ταξιδεύω ρήμα (ταξίδεψα, θα ταξιδέψω)

check1 Όταν ταξιδεύεις, πηγαίνεις από τον τόπο που μένεις σ' έναν άλλο τόπο και μένεις εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα.  
check2 «Πού ταξιδεύεις πάλι, Αθηνά;» φώναξε η δασκάλα. Πού γυρνάει το μυαλό σου; Γιατί είσαι αφηρημένη;  romvos Του θείου Τάκη του αρέσουν πολύ τα ταξίδια. Είναι ένας πρόθυμος ταξιδιώτης. O θείος Τάκης έχει ένα μεγάλο ταξιδιωτικό γραφείο στο Ηράκλειο.  music τα-ξι-δεύ-ω

 

 

ταξίδι [το] ουσιαστικό (ταξίδια) velos ταξιδεύω

 

 

– Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με  το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη,  ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις  δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

ταξιδιώτης [ο], ταξιδιώτισσα [η] ουσιαστικό (ταξιδιώτες, ταξιδιώτισσες) velos ταξιδεύω

 

 

ταξιτζής [ο], ταξιτζού [η] ουσιαστικό (ταξιτζήδες) velos ταξί

 

 

τάπα [η] ουσιαστικό (τάπες)  

check1 Η τάπα είναι ένα κομμάτι από ξύλο ή φελλό, συνήθως στρογγυλό για να βουλώνουμε ένα άνοιγμα.  pen1 O θείος Αλέκος έβγαλε την τάπα για ν' αδειάσει την μπανιέρα.  music τά-πα

 

 

ταπεινός, ταπεινή, ταπεινό επίθετο (ταπεινοί, ταπεινές, ταπεινά)  

check1 Όταν κάποιος είναι ταπεινός, δεν υπερηφανεύεται και δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.  circle1 σεμνός  
check2 Ταπεινό λέμε και κάτι ασήμαντο ή κάτι που δε μας εντυπωσιάζει.  

pen1 Oι επτά νάνοι ζούσαν σ' ένα μικρό ταπεινό σπιτάκι.  romvos Όταν ταπεινώνουμε κάποιον, τον προσβάλλουμε με πολύ άσχημο τρόπο.  music τα-πει-νός

 

 

ταπεινώνω ρήμα (ταπείνωσα, θα ταπεινώσω) velos ταπεινός

 

 

τάπερ [το] ουσιαστικό  

check1 Το τάπερ είναι ένα πλαστικό ή γυάλινο δοχείο με καπάκι όπου βάζουμε τα τρόφιμα για να μένουν φρέσκα.  music τά-περ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ταπετσαρία [η] ουσιαστικό (ταπετσαρίες)

check1 Ταπετσαρία λέμε το κάλυμμα από χαρτί ή πλαστικό που βάζουμε στην επιφάνεια ενός τοίχου για να τον κάνουμε πιο όμορφο. 
check2 Με ταπετσαρία ντύνουμε και τους καναπέδες και τις καρέκλες. Η ταπετσαρία είναι από ύφασμα, δέρμα ή πλαστικό.  music τα-πε-τσα-ρί-α

 

 

ταράζω, ταράζομαι ρήμα (τάραξα, θα ταράξω)  

check1 Όταν κάποιος ή κάτι μας ταράζει, μας ταρακουνά.

pen1 Η Αθηνά τάραξε μ' ένα ξύλο το νερό της πισίνας.   
check2 Όταν κάτι μας ταράζει, μας αναστατώνει ή μας ταλαιπωρεί. Προκαλεί ταραχή.

pen1 Η εξαφάνιση της Ροζαλίας τάραξε πολύ την Αθηνά.  circle1 αναστατώνω, τρομάζω    circle2 ηρεμώ, καθησυχάζω  romvos Η Αθηνά δεν ήθελε να κάνει μπάνιο. Η θάλασσα ήταν πολύ ταραγμένη, γιατί φυσούσε πολύ. O Νίκος είναι μεγάλος ταραξίας, δημιουργεί συχνά φασαρίες, είναι δηλαδή ταραχοποιός. ταραχή  music τα-ρά-ζω

 

 

ταρακουνώ και ταρακουνάω, ταρακουνιέμαι ρήμα (ταρακούνησα, θα ταρακουνήσω)

check1 Όταν ταρακουνάς κάποιον, τον κουνάς δυνατά.

pen1 O Κώστας έπιασε την Αθηνά από τους ώμους και την ταρακούνησε δυνατά για να ξυπνήσει.  circle1 ταράζω  circle2 ηρεμώ  music τα-ρα-κου-νώ

 

 

ταράτσα [η] ουσιαστικό (ταράτσες)   

check1 Η ταράτσα είναι η επίπεδη στέγη ενός κτιρίου. Είναι στρωμένη με τσιμέντο ή πλάκεςpen1Η θεία του κυρίου Μιχάλη απλώνει τα ρούχα της στην ταράτσα.

music τα-ρά-τσα

 

 

τάρτα [η] ουσιαστικό (τάρτες)  

check1 Η τάρτα είναι σαν στρογγυλή ανοιχτή πίτα που είναι φτιαγμένη από μία σφιχτή ζύμη. Αν είναι γλυκιά, έχει γέμιση από κρέμα και φρούτα ή μαρμελάδα. Αν είναι αλμυρή, τη γεμίζουμε με τυρί και άλλα υλικά.  music τάρ-τα

 

 

τάση [η] ουσιαστικό (τάσεις)  

check1 O Νίκος έχει την τάση να λέει αστεία, και όλοι να γελούν. Συνήθως λέει αστεία. 

check2 Όταν πέφτει η τάση του ρεύματος, δεν έχουμε ρεύμα.  music τά-ση

 

 

τατουάζ [το] ουσιαστικό  

check1 Το τατουάζ είναι μία εικόνα ή ένα σχέδιο που χαράζουν κάποιοι άνθρωποι στο δέρμα τους με μπογιά που συνήθως δε φεύγει.  music τα-του-άζ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ταύρος [ο] ουσιαστικό (ταύροι)

eikona612

check1 O ταύρος είναι το αρσενικό βόδι. 
check2 Ταύρο λέμε και κάποιον που είναι πολύ δυνατός. 

music ταύ-ρος

 

 

ταυτότητα [η] ουσιαστικό (ταυτότητες)  

check1 Η ταυτότητα είναι ένα επίσημο χαρτί που γράφει τα στοιχεία μας κι έχει μία φωτογραφία μας. pen1Κάθε φορά που ταξιδεύουμε με αεροπλάνο πρέπει να έχουμε μαζί την αστυνομική μας ταυτότητα.  
check2 Ταυτότητα λέμε και το κόσμημα που φοράς στο χέρι σου και που γράφει το όνομά σου.  music ταυ-τό-τη-τα

 

 

τάφος [ο] ουσιαστικό (τάφοι)  

check1 O τάφος είναι το μέρος όπου βάζουν το σώμα του νεκρού. Είναι ένας λάκκος μέσα στη γη που τον σκεπάζουν με χώμα.  
check2 Λέμε ότι κάποιος είναι τάφος, όταν κρατάει τα μυστικά των άλλων και δε λέει τίποτε σε κανέναν.  romvos νεκροταφείο  music τά-φος

 

 

ταχυδακτυλουργός [ο], [η] ουσιαστικό (ταχυδακτυλουργοί)

eikona613

check1 O ταχυδακτυλουργός μπορεί να μετακινεί και να εξαφανίζει πράγματα με τα επιδέξια δάχτυλά του. Oι θεατές που τον βλέπουν μένουν έκπληκτοι, γιατί αυτά που κάνει μοιάζουν με μαγικά.  

music τα-χυ-δα-κτυ-λουρ-γός

 

 

 

ταχυδρομείο [το] ουσιαστικό (ταχυδρομεία) velos ταχυδρόμος

 

 

ταχυδρόμος [ο], [η] ουσιαστικό (ταχυδρόμοι)  

check1 O ταχυδρόμος μαζεύει και μοιράζει γράμματα, δέματα κι επιταγές.

romvos Το ταχυδρομείο είναι η υπηρεσία που αναλαμβάνει να συγκεντρώσει και να μοιράσει τα γράμματα. Ταχυδρομείο όμως λέγεται και το κτίριο όπου μαζεύονται τα γράμματα, οι επιταγές και τα δέματα. Όταν στέλνεις ένα γράμμα με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το στέλνεις από τον υπολογιστή σου.  music τα-χυ-δρό-μος

 

 

ταχύτητα [η] ουσιαστικό (ταχύτητες)  

check1 Όταν κάνεις κάτι με μεγάλη ταχύτητα, το κάνεις πολύ γρήγορα.   

circle1 σβελτάδα, γρηγοράδα  
check2 Η ταχύτητα ενός αυτοκινήτου είναι το πόσο γρήγορα μπορεί να πάει κάπου.

pen1 Όταν ο κύριος Γιάννης οδηγεί στην εθνική οδό, τρέχει με ταχύτητα 120 χιλιόμετρα την ώρα.  music τα-χύ-τη-τα

 

 

ταψί [το] ουσιαστικό (ταψιά) 

check1 Το ταψί είναι ένα μαγειρικό σκεύος. Μέσα σ' αυτό βάζουμε τα φαγητά που ψήνουμε στο φούρνο.  music τα-ψί

 

 

τέζα επίρρημα  

check1 O Νίκος έσπασε το πόδι του κι έμεινε τέζα στο κρεβάτι για ένα μήνα. Έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι.  music τέ-ζα

 

 

τείχος [το] ουσιαστικό (τείχη) 

check1 Το τείχος είναι ένας ψηλός και γερός τοίχος από μεγάλες πέτρες που το έχτιζαν γύρω από τις αρχαίες πόλεις.  music τεί-χος

 

 

τελεία [η] ουσιαστικό (τελείες) 

check1 Τελεία (.) βάζουμε στο τέλος κάθε πρότασης.  music τε-λεί-α

 

 

τέλειος, τέλεια, τέλειο επίθετο (τέλειοι, τέλειες, τέλεια)  

check1 Όταν κάτι είναι τέλειο, δε θα μπορούσε να είναι καλύτερο απ' ό,τι είναι, δεν έχει λάθη. Λέμε ότι κάποιος είναι τέλειος, όταν δεν έχει κανένα ελάττωμα και καμία αδυναμία.  pen1 «Η μαμά μου είναι η καλύτερη μαμά του κόσμου, είναι τέλεια» είπε η Αθηνά.  circle1 άριστος, ιδανικός  music τέ-λει-ος

 

 

τελειώνω ρήμα (τέλειωσα/τελείωσα, θα τελειώσω)  

check1 Όταν τελειώνεις κάτι, φτάνεις στο τέλος του. 

pen1 Η Αθηνά τελειώνει το βιβλίο που διαβάζει, βρίσκεται στις τελευταίες σελίδες του.  circle1 ολοκληρώνω  circle2 αρχίζω, ξεκινώ  
check2 Όταν κάτι τελειώνει, φτάνει στο τέλος του.  pen1 «Σε λίγο τελειώνει η ταινία και θα φύγουμε» είπε η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά.  
check2 Το φόρεμα της Αθηνάς τελειώνει σε δαντέλα. Έχει τελείωμα με δαντέλα.  

romvos τέλος  music τε-λειώ-νω και τε-λει-ώ-νω

 

 

τελευταίος, τελευταία, τελευταίο επίθετο (τελευταίοι, τελευταίες, τελευταία)

check1 Όταν είσαι τελευταίος, βρίσκεσαι στο τέλος μίας σειράς. Δεν υπάρχει άλλος μετά από εσένα.  circle2 πρώτος

eikona614

check2 O Κώστας λέει πως ο Νίκος είναι ο τελευταίος στην τάξη. O χειρότερος μαθητής.

check2 Τον τελευταίο καιρό η Αθηνά είναι πολύ αφηρημένη.  music τε-λευ-ταί-ος

Δύο νάνοι προχωρούσαν μπροστά και ο
τελευταίος
κρατούσε ένα φτυάρι στο χέρι.

 

 

τέλος [το] ουσιαστικό (τέλη)  

check1 Το τέλος είναι το σημείο όπου τελειώνει κάτι. pen1 Το σπίτι του κυρίου Γιάννη βρίσκεται στο τέλος του δρόμου.  circle1 τέρμα  circle2 αρχή, ξεκίνημα  

check2 O διαιτητής σφύριξε το τέλος του αγώνα.  circle1 πέρας, λήξη, φινάλε  

romvos «Τελοσπάντων! Θα έρθω κι εγώ μαζί σας» είπε ο Κώστας που δεν ήθελε να πάει σινεμά.  music τέ-λος

 

 

τεμπέλης, τεμπέλα, τεμπέλικο επίθετο (τεμπέληδες, τεμπέλες, τεμπέλικα)

check1 Όταν κάποιος είναι τεμπέλης, δε θέλει ή βαριέται να δουλέψει.  

circle1 ακαμάτης  circle2 εργατικός  romvos Όταν κάποιος είναι τεμπέλης, έχει τεμπελιά.

music τε-μπέ-λης

 

 

τενεκές [ο] ουσιαστικό (τενεκέδες)  

check1 O τενεκές είναι ένα δοχείο κατασκευασμένο από φτηνό μέταλλο. Τενεκέ όμως λέμε και το περιεχόμενο του δοχείου.  

pen1O θείος Τάκης έφερε δύο τενεκέδες λάδι.  
check2 O τενεκές των σκουπιδιών είναι ένα μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο για τα σκουπίδια. Λέγεται αλλιώς και σκουπιδοτενεκές.  romvos O Κώστας και η Αθηνά μαζεύουν τενεκεδένια κουτιά από αναψυκτικά.  music τε-νε-κές

 

 

τένις [το] ουσιαστικό

eikona615

check1 Το τένις είναι ένα άθλημα που παίζεται με μία ρακέτα κι ένα μπαλάκι. Είναι ένα παιχνίδι για δύο ή τέσσερις παίχτες. O καθένας χτυπάει τη μπάλα προς τον άλλο με σκοπό ο αντίπαλος να μην μπορέσει να τη στείλει πίσω.  circle1 αντισφαίριση  music τέ-νις
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

τέντα [η] ουσιαστικό (τέντες)

eikona616

check1 Η τέντα είναι ένα χοντρό τεντωμένο πανί που μας προστατεύει από τη βροχή και τον ήλιο.  romvos τεντώνω  music τέ-ντα

 

 

 

τεντώνω, τεντώνομαι ρήμα (τέντωσα, θα τεντώσω)  

check1 Όταν τεντώνεις κάτι, το τραβάς ώστε να το ισιώσεις ή να το κρατήσεις σε οριζόντια θέση.  

pen1 Η Αθηνά τέντωσε τα χέρια της για να φτάσει τα βιβλία που ήταν ψηλά.  
check2 Όταν τεντώνεσαι, τεντώνεις τα χέρια ή τα πόδια σου. 

circle1 απλώνομαι  circle2 μαζεύομαι  romvos τέντωμα  music τε-ντώ-νω

 

 

τέρας [το] ουσιαστικό (τέρατα)  

check1 Το τέρας είναι ένα φανταστικό και τρομακτικό πλάσμα.  pen1 «Ξέρεις το παραμύθι με την πεντάμορφη και το τέρας;» ρώτησε η Αθηνά την Ελένη.  
check2 Τέρας λέμε και κάποιον που είναι πολύ άσχημος ή πολύ κακός.  
check2 Τέρας λέμε συχνά κι ένα παιδί που είναι πολύ ζωηρό.  music τέ-ρας

 

 

τεράστιος, τεράστια, τεράστιο επίθετο (τεράστιοι, τεράστιες, τεράστια) 

check1 Όταν κάτι είναι τεράστιο, είναι πάρα πολύ μεγάλο. 

circle1 πελώριος, γιγαντιαίος, θεόρατος  circle2 μικροσκοπικός  romvos τέρας  music τε-ρά-στι-ος

 

 

τερηδόνα [η] ουσιαστικό  

check1 Η τερηδόνα είναι μία αρρώστια που χαλάει τα δόντια σου και τα κάνει να σαπίζουν. Όταν δεν πλένεις συχνά τα δόντια σου, μαζεύεται τερηδόνα.  

music τε-ρη-δό-να

 

 

τέρμα [το] ουσιαστικό (τέρματα)  

check1 Το τέρμα του δρόμου ή μίας διαδρομής είναι εκεί που τελειώνει.  
check2 Η Αθηνά ήθελε να δώσει ένα τέρμα στις κοροϊδίες του Νίκου.   

circle1 τέλος, λήξη, φινάλε  «Τέρμα οι κοροϊδίες!» του είπε.  
check2 Στο ποδόσφαιρο νικάει όποια ομάδα βάλει γκολ στο τέρμα της άλλης. Στα δίχτυα της άλλης ομάδας. Κι όταν πετυχαίνεις ένα τέρμα, βάζεις γκολ.

romvos Όταν τερματίζεις κάτι, του βάζεις τέρμα, το τελειώνεις ή το σταματάς.  music τέρ-μα

 

 

τεστ [το] ουσιαστικό   

check1 Το τεστ είναι ένα σύνολο ερωτήσεων που πρέπει ν' απαντήσεις για να δεις εσύ αλλά και η δασκάλα σου αν έχεις μάθει κάτι.  circle1 διαγώνισμα  music τεστ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

τετράγωνος, τετράγωνη, τετράγωνο επίθετο (τετράγωνοι, τετράγωνες,τετράγωνα)

check1 Όταν κάτι είναι τετράγωνο, έχει το σχήμα του τετραγώνου, έχει δηλαδή τέσσερις γωνίες.  
check2 (σαν ουσιαστικό) Το τετράγωνο είναι το σχήμα που έχει τέσσερις ίσες πλευρές και τέσσερις ορθές γωνίες.  music τε-τρά-γω-νος  pen2 'τα σχήματα'

 

 

τετράδιο [το] ουσιαστικό (τετράδια)

eikona617

check1 Στο τετράδιο γράφεις τα μαθήματά σου και τις ασκήσεις σου για το σχολείο.  circle1 σημειωματάριο 

music τε-τρά-δι-ο

 

 

τετράποδο [το] ουσιαστικό (τετράποδα)  

check1 Τετράποδα λέμε τα ζώα που έχουν τέσσερα πόδια.

pen1 Το άλογο και η αγελάδα είναι τετράποδα.  music τε-τρά-πο-δο

 

 

τέχνη [η] ουσιαστικό (τέχνες)  

check1 Η ζωγραφική, η γλυπτική, η μουσική, ο χορός, το σινεμά, το θέατρο και η αρχιτεκτονική είναι τέχνες.  
check2 Η κυρία Μαργαρίτα βάζει όλη της την τέχνη στη μαγειρική. Όλη της την ικανότητα.  

check2 O θείος του Νίκου έμαθε την ξυλουργική τέχνη από τον πατέρα του. Είναι καλός τεχνίτης. Πήρε από τον πατέρα του εκείνες τις γνώσεις που χρειάζονται για να κάνει το επάγγελμα του ξυλουργού.  romvos Καλές τέχνες λέμε τη ζωγραφική,την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική. Τεχνίτη λέμε αυτόν που ξέρει καλά να κάνει ένα επάγγελμα που γίνεται με τα χέρια.  circle1 μάστορας  καλλιτέχνης, τεχνική, τεχνικός  music τέ-χνη

 

 

τεχνίτης [ο], τεχνίτρα [η] ουσιαστικό (τεχνίτες, τεχνίτρες) velos τέχνη

 

 

τεχνολογία [η] ουσιαστικό (τεχνολογίες)

check1 Τεχνολογία λέμε τα μέσα που έχουμε για να φτιάξουμε αντικείμενα, συσκευές και μηχανές.  pen1 Του κυρίου Δημήτρη του αρέσει να χρησιμοποιεί κινητά τηλέφωνα. Λέει ότι είναι από τα πιο χρήσιμα προϊόντα της σύγχρονης τεχνολογίας.

music τε-χνο-λο-γί-α

 

 

τζάκι [το] ουσιαστικό (τζάκια) 

eikona618

check1 Το τζάκι είναι το μέρος του σπιτιού όπου βάζεις ξύλα και ανάβεις φωτιά για να ζεσταθείς ή να ψήσεις κρέας. O καπνός της φωτιάς φεύγει μέσα από την καμινάδα που είναι πάνω από το τζάκι.

music τζά-κι

 

 

τζαμί [το] ουσιαστικό (τζαμιά)  

check1 Το τζαμί είναι ένας ναός. Εκεί συγκεντρώνονται οι Μουσουλμάνοι για να προσευχηθούν.  music τζα-μί

 

 

τζάμι [το] ουσιαστικό (τζάμια)  

check1 Το τζάμι είναι μία πλάκα από γυαλί που τη βάζουμε στις πόρτες ή τα παράθυρα. Τζάμι βάζουμε και πάνω σ' ένα τραπέζι ή ένα κάδρο για να το προστατέψουμε και να μη χαλάει εύκολα.  music τζά-μι

 

 

τζάμπα επίρρημα 

check1 Όταν σου δίνουν κάτι τζάμπα, σου το δίνουν, χωρίς να πληρώσεις.  circle1 δωρεάν

check2 «Σήμερα στη λαϊκή πουλούσαν το σπανάκι τζάμπα» είπε ο κύριος Μιχάλης στη θεία του. Το πουλούσαν πολύ φτηνά. 
check2 «Τζάμπα περιμένεις, Μιχάλη. O Δημήτρης δε θ' ανοίξει σήμερα το μαγαζί του» είπε ο κύριος Γιάννης. Χωρίς λόγο.  circle1 άδικα, μάταια  music τζά-μπα

 

 

– Παρατήρησε μερικά γνωστά έργα  τέχνης και συζήτησε γι' αυτά στην  τάξη.

 

 

τζατζίκι [το] ουσιαστικό (τζατζίκια)  

check1 Το τζατζίκι είναι μία σαλάτα που τη φτιάχνουμε με γιαούρτι, σκόρδο και αγγούρι.

music τζα-τζί-κι

 

 

τζέντλεμαν [ο] ουσιαστικό  

check1 O κύριος Γιάννης είναι ένας τζέντλεμαν. Έχει κομψή εμφάνιση και ευγενικούς τρόπους.  circle1 κύριος  music τζέ-ντλε-μαν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

τζιν [το] ουσιαστικό  

check1 Το τζιν είναι ένα χοντρό, βαμβακερό ύφασμα. Απ' αυτό φτιάχνουμε παντελόνια και φούστες.  pen1 O θείος Αλέκος φοράει συχνά πουλόβερ και τζιν παντελόνια.  
check2 Τζιν λέμε κι ένα παντελόνι που είναι φτιαγμένο απ' αυτό το ύφασμα.  music τζιν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

τζίνι [το] ουσιαστικό (τζίνια)  

check1 Το τζίνι είναι ένα φανταστικό πλάσμα που μπορεί να μεταμορφώνεται σε άλλον άνθρωπο ή σε ζώο και να κάνει ό,τι του ζητήσει κάποιος.  
check2 Τζίνι λέμε και κάποιον που είναι πολύ έξυπνος και πολύ ικανός.  

music τζί-νι  pen2 'τα παραμύθια'

 

 

τζίτζικας [ο] ουσιαστικό (τζίτζικες)  

check1 O τζίτζικας είναι ένα μεγάλο έντομο που βγάζει ένα δυνατό, περίεργο ήχο.  
check2 Όταν λέμε ότι σκάει ο τζίτζικας έξω, εννοούμε ότι κάνει πολλή ζέστη.  

music τζί-τζι-κας
-Λέμε και το τζιτζίκι.

 

 

τηγάνι [το] ουσιαστικό (τηγάνια)

eikona619

check1 Το τηγάνι είναι ένα ρηχό, πλατύ και στρογγυλό μαγειρικό σκεύος από μέταλλο που έχει ένα χερούλι. Στο τηγάνι βάζουμε λάδι και τηγανίζουμε φαγητά.

romvos Η κυρία Μαργαρίτα σκέφτηκε ότι αφού τηγάνισε την ομελέτα και λέρωσε το τηγάνι, καλό θα ήταν να φτιάξει και καμιά τηγανίτα που αρέσει στον Κώστα. Ήταν η μέρα των τηγανητών φαγητών.  music τη-γά-νι  pen2 'η κουζίνα'

 

 

τηγανίζω ρήμα (τηγάνισα, θα τηγανίσω) velos τηγάνι

 

 

τηγανίτα [η] ουσιαστικό (τηγανίτες) velos τηγάνι

 

 

τηλεγράφημα [το] ουσιαστικό (τηλεγραφήματα)  

check1 Το τηλεγράφημα είναι ένα πολύ σύντομο γραπτό μήνυμα που στέλνεις με τη βοήθεια του OΤΕ σε κάποιον για να τον ειδοποιήσεις γρήγορα για κάτι.

music τη-λε-γρά-φη-μα

 

 

τηλεκάρτα [η] ουσιαστικό (τηλεκάρτες)  

check1 Η τηλεκάρτα είναι μία κάρτα που τη χρησιμοποιούμε για να τηλεφωνήσουμε από κάποιο καρτοτηλέφωνο, δηλαδή ένα τηλέφωνο που είναι σε δημόσιο χώρο.  

music τη-λε-κάρ-τα

 

 

τηλεκοντρόλ [το] ουσιαστικό velos τηλεόραση
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

τηλεόραση [η] ουσιαστικό (τηλεοράσεις)  

check1 Στο σπίτι του κυρίου Μιχάλη έχουν μία τηλεόραση με μικρή οθόνη για να βλέπουν τις αγαπημένες τους εκπομπές και τις ειδήσεις.  
check2 Τηλεόραση λέμε και το πρόγραμμα που βλέπουμε στην τηλεόραση, δηλαδή το τηλεοπτικό πρόγραμμα.  pen1 O κύριος Γιάννης βλέπει κάθε βράδυ τηλεόραση. Βλέπει το βραδινό δελτίο ειδήσεων.  romvos Με το τηλεκοντρόλ ανοίγεις και κλείνεις την τηλεόραση από μακριά.  circle1 τηλεχειριστήριο  τηλεθεατής, τηλεπαιχνίδι, τηλεπαρουσια-στής, τηλεοπτικός  music τη-λε-ό-ρα-ση

 

 

τηλεφώνημα [το] ουσιαστικό (τηλεφωνήματα) velos τηλέφωνο

 

 

τηλεφωνητής [ο], τηλεφωνήτρια, η ουσιαστικό (τηλεφωνητές, τηλεφωνήτριες) velos τηλέφωνο

 

 

τηλέφωνο [το] ουσιαστικό (τηλέφωνα)  

check1 Το τηλέφωνο είναι μία συσκευή που μεταφέρει τη φωνή μας μακριά. 

pen1 O Κώστας σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτισε τον αριθμό του σπιτιού του.

eikona620

check2 O Κώστας έκανε ένα τηλέφωνο από το σχολείο στη μαμά του. Ένα τηλεφώνημα. romvos Όταν παίρνεις έναν αριθμό τηλεφώνου, κάνεις μία τηλεφωνική κλήση ή κάνεις ένα τηλεφώνημα, δηλαδή τηλεφωνείς σε κάποιον. Αν δεν το σηκώσει η τηλεφωνήτρια, μπορείς ν' αφήσεις μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή.   music τη-λέ-φω-νο

 

 

τηλεφωνώ, τηλεφωνιέμαι ρήμα velos τηλέφωνο

 

 

τίγρη [η] ουσιαστικό (τίγρεις) 

check1 Η τίγρη είναι ένα μεγάλο άγριο ζώο. Έχει πορτοκαλί τρίχωμα με μαύρες ρίγες και τρώει κρέας.  music τί-γρη

 

 

τιμή [η] ουσιαστικό (τιμές)  

check1 «Τι τιμή έχει αυτό το φόρεμα;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα την πωλήτρια. Πόσο κάνει;  
check2 «Θα είναι μεγάλη μου τιμή να έρθετε στο πάρτι των παιδιών μου!» είπε η κυρία Μαργαρίτα στη δασκάλα. «Θα με τιμήσετε, αν έρθετε». Θα μου δείξετε ότι με εκτιμάτε.  
check2 Η τιμή σου είναι το καλό σου όνομα, η καλή σου φήμη.  
check2 «Σου δίνω το λόγο της τιμής μου πως θα βρω εγώ ο ίδιος τη Ροζαλία» είπε ο Νίκος στην Αθηνά. Σου το υπόσχομαι.  romvos Ένας τίμιος άνθρωπος, είναι δίκαιος και έντιμος: έχει τιμή.  circle1 έντιμος  circle2 άτιμος  τιμώ  music τι-μή

 

 

– Ποιος άλλος βοήθησε την Αθηνά  να βρει τη Ροζαλία; Ψάξε στις  λέξεις τιμή, φήμη, ώρα

 

 

– Τι μπορεί να σημαίνουν οι λέξεις  τηλεθεατής, τηλεπαιχνίδι και  τηλεπαρουσιαστής;

 

 

τίμιος, τίμια, τίμιο επίθετο (τίμιοι, τίμιες, τίμια) velos τιμή

 

 

τιμόνι [το] ουσιαστικό (τιμόνια) 

check1 Το τιμόνι είναι το όργανο που κάνει ένα αυτοκίνητο ή ένα πλοίο να στρίβει.

music τι-μό-νι Δες αυτοκίνητο

 

 

τιμώ και τιμάω, τιμούμαι ρήμα (τίμησα, θα τιμήσω) velos τιμή

 

 

τιμωρία [η] ουσιαστικό (τιμωρίες) velos τιμωρώ

 

 

τιμωρώ, τιμωρούμαι ρήμα (τιμώρησα, θα τιμωρήσω)  

check1 Όταν τιμωρούμε κάποιον, τον κάνουμε να υποφέρει, επειδή έχει κάνει κάτι κακό ή δεν έχει υπακούσει σε κάποιους κανόνες.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα τιμώρησε τον Κώστα, επειδή έσπασε το βάζο. Του απαγόρευσε να πάει για ποδόσφαιρο. 

romvos «Ήταν σκληρή αυτή η τιμωρία μαμά» είπε ο Κώστας.  circle1 ποινή  music τι-μω-ρώ

 

 

τινάζω, τινάζομαι ρήμα (τίναξα, θα τινάξω)  

check1 Όταν τινάζεις κάτι, το κουνάς δυνατά για να πέσει κάτι που είναι πάνω του.

circle1 τραντάζω  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα τίναξε τα χαλιά της για να φύγει η σκόνη.  
check2 Όταν κάτι τινάζεται, πετιέται με δύναμη μακριά.  

pen1 O σωλήνας του μπάνιου έσπασε και το νερό τινάχτηκε απότομα έξω.  
check2 O Κώστας έβλεπε ένα κακό όνειρο και τιναζόταν συνεχώς στον ύπνο του.
Πεταγόταν από το φόβο του.
check2 Λέμε ότι κάποιος τινάζει ένα σχέδιο στον αέρα, όταν το καταστρέφει.  

romvos τίναγμα  music τι-νά-ζω

 

 

τιράντα [η] ουσιαστικό (τιράντες) 

eikona621

check1 Μερικά παντελόνια και μερικές φούστες έχουν τιράντες. Είναι λουρίδες από ύφασμα που περνούν πάνω από τους ώμους μας. 

music τι-ρά-ντα

 

Η Αθηνά φοράει τιράντες
στη φούστα της.

 

 

τίτλος [ο] ουσιαστικό (τίτλοι) 

check1 O τίτλος ενός βιβλίου, ενός τραγουδιού, μίας ταινίας ή ενός πίνακα είναι το όνομά του. 
check2 O τίτλος μίας εφημερίδας είναι η πρόταση ή η λέξη που μπαίνει στην πρώτη σελίδα της με μεγάλα γράμματα.  music τίτ-λος

 

 

τμήμα [το] ουσιαστικό (τμήματα)  

check1 Η τρίτη δημοτικού είναι χωρισμένη σε τρία τμήματα. Είναι χωρισμένη σε τρεις μικρότερες ομάδες μαθητών που κάνουν μάθημα σε ξεχωριστή τάξη. Το τμήμα είναι το κάθε κομμάτι από ένα σύνολο.  
check2 Oι κλέφτες του μαγαζιού του κυρίου Δημήτρη οδηγήθηκαν αμέσως στο αστυνομικό τμήμα. Στο κτίριο όπου δουλεύουν οι αστυνομικοί.  music τμή-μα

 

 

τοίχος [ο] ουσιαστικό (τοίχοι)  

check1 Κάθε κτίριο έχει τοίχους. Oι τοίχοι είναι φτιαγμένοι από πέτρες ή τούβλα, στηρίζουν τη στέγη ενός κτιρίου και το χωρίζουν σε διαφορετικά δωμάτια.  
check2 Όταν λες «χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο», εννοείς πως μετανιώνεις για ό,τι έχεις κάνει.  music τοί-χος

 

 

τόλμη [η] ουσιαστικό velos τολμώ

 

 

τολμηρός, τολμηρή, τολμηρό επίθετο (τολμηροί, τολμηρές, τολμηρά) velos τολμώ

 

 

τολμώ και τολμάω ρήμα (τόλμησα, θα τολμήσω)   

check1 Όταν τολμάς να κάνεις κάτι ριψοκίνδυνο, έχεις το θάρρος να το κάνεις.

pen1 O Ίγκλι τόλμησε να πει στον κύριο Μιχάλη ότι αυτός έσπασε το τζάμι.   
check2 «O Κώστας τόλμησε να μου πει πως δεν αγαπάω τη Ροζαλία!» φώναξε η Αθηνά. Το είπε, ενώ δεν έπρεπε.  romvos O θείος Τάκης είναι πολύ τολμηρός. Μπήκε στην ταραγμένη θάλασσα για να σώσει το παιδάκι που πνιγόταν. Η Αλίκη ήταν πολύ περήφανη για την τόλμη του μπαμπά της.  music τολ-μώ

 

 

τομάρι [το] ουσιαστικό (τομάρια) 

check1 Το τομάρι είναι το γδαρμένο δέρμα ενός ζώου.  music το-μά-ρι

 

 

τόμος [ο] ουσιαστικό (τόμοι)  

check1 O τόμος είναι ένα βιβλίο από μία σειρά βιβλίων με ίδιο ή παρόμοιο περιεχόμενο.

pen1 Μία εγκυκλοπαίδεια αποτελείται από πολλούς τόμους.  music τό-μος

 

 

τόνος [ο] ουσιαστικό (τόνοι)   

check1 O τόνος είναι ένα σημάδι (΄) πουβάζουμε στις λέξεις για να δείξουμε τη συλλαβή που προφέρεται πιο δυνατά.

pen1Στη λέξη «σπίτι» ο τόνος είναι στην πρώτη συλλαβή.   

check2 Τόνος είναι και η ένταση της φωνής μας, δηλαδή το πόσο δυνατή είναι.

pen1 «Κώστα μην υψώνεις τον τόνο της φωνής σου!» είπε η Αθηνά.   
check2 Τόνο λέμε και τη μονάδα βάρους που είναι ίση με χίλια κιλά.  

pen1Ένα αυτοκίνητο ζυγίζει τουλάχιστον έναν τόνο.   
check2 O τόνος είναι κι ένα ψάρι που ζει σε θερμές θάλασσες. Τον φτιάχνουμε κονσέρβα και τον τρώμε σε σαλάτες.  romvos τονοσαλάτα  music τό-νος

 

 

τόξο [το] ουσιαστικό (τόξα)  

eikona622

check1 Το τόξο είναι ένα αρχαίο όπλο που μοιάζει με μισό κύκλο κι έχει μία χορδή δεμένη στα δύο του άκρα. Μ'αυτό ρίχνουμε βέλη.  
check2 Το ουράνιο τόξο είναι οι χρωματιστές γραμμές που εμφανίζονται στον ουρανό μετά τη βροχή.  music τό-ξο

 

 

τόπι [το] ουσιαστικό (τόπια)   

check1 Το τόπι είναι μία μικρή μπάλα.   
check2 Τόπι λέμε και το ύφασμα που είναι τυλιγμένο γύρω από ξύλο ή χαρτόνι.

pen1Η κυρία Μαργαρίτα αγόρασε ένα τόπι ύφασμα για να φτιάξει κουρτίνες.   
check2 Όταν κάποιον τον έχουν δείρει πολύ, λέμε ότι τον έχουν κάνει τόπι στο ξύλο.

music τό-πι

 

 

τοπίο [το] ουσιαστικό (τοπία)  

check1 Το τοπίο είναι αυτό που μπορείς να δεις μπροστά σου, όταν είσαι στην εξοχή.

pen1 Από το σπίτι του θείου Αλέκου μπορείς να δεις ένα πολύ όμορφο τοπίο: το βουνό κι ένα μικρό ρυάκι να περνά μέσα από τα δέντρα.  romvos τόπος, τοποθεσία

music το-πί-ο

 

 

τοποθεσία [η] ουσιαστικό (τοποθεσίες)

check1 Το σπίτι του θείου Τάκη στην Κρήτη βρίσκεται σε μία ωραία τοποθεσία κοντά στη θάλασσα. Βρίσκεται δηλαδή σε ωραίο μέρος.  romvos τόπος, τοποθετώ  music το-πο-θε-σί-α

 

 

τοποθετώ, τοποθετούμαι ρήμα (τοποθέτησα, θα τοποθετήσω)  

check1 Η Αθηνά τοποθέτησε με μεγάλη προσοχή τα καινούρια της βιβλία στη βιβλιοθήκη του σπιτιού. Έβαλε δηλαδή τα καινούρια βιβλία στη βιβλιοθήκη.

romvos τόπος, τοποθεσία  music το-πο-θε-τώ

 

 

τόπος [ο] ουσιαστικό (τόποι)  

check1 O τόπος είναι μία περιοχή.  pen1 «Η Κρήτη είναι ένας ωραίος τόπος!» είπε ο θείος Τάκης στον κύριο Γιάννη.  circle1 μέρος  
check2 «Γέμισε ο τόπος πεταμένα ρούχα!» φώναξε η κυρία Μαργαρίτα. «Αθηνά, συμμάζεψε τα ρούχα σου!»  circle1 χώρος  

check2 O τόπος σου είναι η πατρίδα σου.  romvos τοπικός, τοποθετώ, τοποθεσία  music τό-πος

 

 

τοστ [το] ουσιαστικό  

check1 Για να φτιάξεις ένα τοστ, βάζεις τυρί και ζαμπόν και άλλα υλικά ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμί και μετά τα ψήνεις σε μία ειδική συσκευή, την τοστιέρα.

romvos τοστιέρα  music τοστ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

τοστιέρα [η] ουσιαστικό (τοστιέρες) velos τοστ

 

 

τουαλέτα [η] ουσιαστικό (τουαλέτες)  

check1 Η τουαλέτα είναι το δωμάτιο του σπιτιού όπου πλένεσαι και κάνεις πιπί ή κακά.

circle1 μπάνιο  
check2 Τουαλέτα λέμε κι ένα επίσημο γυναικείο φόρεμα.  music του-α-λέ-τα  pen2 'το μπάνιο'

 

 

τούβλο [το] ουσιαστικό (τούβλα)  

check1 Με τα τούβλα χτίζουμε σπίτια. Είναι φτιαγμένα από κόκκινο ψημένο πηλό κι έχουν εσωτερικές τρύπες.  
check2 Λέμε κοροϊδευτικά ότι κάποιος είναι τούβλο, όταν δεν καταλαβαίνει αυτό που του λένε ή όταν είναι κακός μαθητής.  circle1 ντουβάρι, κούτσουρο  music τού-βλο

Δες χτίστης

 

 

τουλίπα [η] ουσιαστικό (τουλίπες) 

check1 Η τουλίπα είναι ένα λουλούδι που φυτρώνει την άνοιξη. Μοιάζει με κουδουνάκι που είναι γυρισμένο ανάποδα κι έχει διάφορα χρώματα. 

music του-λί-πα  pen2 'τα λουλούδια'

 

 

τούμπα [η] ουσιαστικό (τούμπες) 

check1 Όταν κάνεις μία τούμπα, στηρίζεσαι στα δύο σου χέρια με το κεφάλι προς τα κάτω και τα πόδια ψηλά, γυρνάς το σώμα σου και στέκεσαι και πάλι όρθιος.  
check2 Όταν τρως μία τούμπα, πέφτεις με το κεφάλι προς τα κάτω.  circle1 κουτρουβάλα  
check2 O κύριος Γιάννης είδε ένα άσχημο ατύχημα στο δρόμο: ένα αυτοκίνητο πήρε δύο τούμπες κι έπεσε στο γκρεμό.  circle1 αναποδογύρισμα  music τού-μπα

 

 

τούνελ [το] ουσιαστικό  

check1 Το τούνελ είναι μία τρύπα κάτω από τη γη, μέσα από ένα βουνό ή κάτω από τη θάλασσα για να περνάει ένας αυτοκινητόδρομος ή μία σιδηροδρομική γραμμή.  

music τού-νελ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

τουρισμός [ο] ουσιαστικό velos τουρίστας

 

 

τουρίστας [ο], τουρίστρια [η] ουσιαστικό (τουρίστες, τουρίστριες)  

check1 O τουρίστας είναι κάποιος που ταξιδεύει μέσα στη χώρα του ή στο εξωτερικό για να ξεκουραστεί, να διασκεδάσει και να επισκεφτεί τα αξιοθέατα.  romvos O θείος Τάκης ταξιδεύει συχνά ως τουρίστας. Κάνει δηλαδή συχνά τουρισμό. Πολλά από τα εισιτήρια δεν τα πληρώνει, αφού έχει δικό του τουριστικό γραφείο.  music του-ρί-στας

 

 

τουρσί [το] ουσιαστικό (τουρσιά)  

check1 Το τουρσί είναι ένα φαγητό που φτιάχνεται με λαχανικά που διατηρούνται στο ξίδι ή στο αλάτι.  music τουρ-σί

 

 

τούρτα [η] ουσιαστικό (τούρτες)  

check1 Η τούρτα είναι ένα μεγάλο γλυκό που φτιάχνεται συνήθως με κρέμα ή σοκολάτα. Όταν έχουμε γενέθλια, φτιάχνουμε μία τούρτα γενεθλίων και πάνω της βάζουμε τόσα κεράκια όσο χρονών είμαστε.  music τούρ-τα  pen2 'το πάρτι'

 

 

τουρτουρίζω ρήμα (τουρτούρισα, θα τουρτουρίσω)  

check1 Όταν τουρτουρίζεις, τρέμεις από το κρύο.

circle1 ριγώ  music τουρ-του-ρί-ζω

 

 

τούφα [η] ουσιαστικό (τούφες)  

check1 Μία τούφα μαλλιά είναι πολλές τρίχες μαζί.

pen1Η θεία Κατερίνα έβαψε μερικές τούφες από τα μαλλιά της καστανές.  music τού-φα

 

 

τουφέκι [το] ουσιαστικό (τουφέκια)  

check1 Το τουφέκι είναι ένα μακρύ όπλο με σφαίρες. O θείος Αλέκος πηγαίνει συχνά για κυνήγι με το τουφέκι του.  circle1καραμπίνα  romvos Όταν κάποιος ρίχνει μία φορά με το τουφέκι, ρίχνει μία τουφεκιά. Όταν τουφεκίζει κάποιον, τον σημαδεύει με το τουφέκι και του ρίχνει σφαίρες.  music του-φέ-κι

 

 

τουφεκιά [η] ουσιαστικό (τουφεκιές) velos τουφέκι

 

 

τουφεκίζω ρήμα (τουφέκισα, θα τουφεκίσω) velos τουφέκι

 

 

τραβώ και τραβάω, τραβιέμαι ρήμα (τράβηξα, θα τραβήξω)

check1 Όταν τραβάς κάτι, το μετακινείς από τη θέση που βρίσκεται προς τα εκεί που κινείσαι ή στέκεσαι εσύ. 

pen1 O κύριος Γιάννης τράβηξε την κουρτίνα για να μπει ο ήλιος στο δωμάτιο.  
check2 «Μην τραβάς τόσο πολύ την κλωστή από τη φούστα σου, Αλίκη, θα ξηλωθεί!» φώναξε η θεία Έλλη. Μην την τεντώνεις.

eikona623

check2 O αστυνομικός τράβηξε το πιστόλι του και οι κλέφτες το έβαλαν στα πόδια. Το έβγαλε από τη θήκη του.  
check2 «Τραβήξτε μία ευθεία γραμμή στα τετράδιά σας» είπε η δασκάλα. Σχηματίστε, σχεδιάστε.  
check2 O θείος Αλέκος έχει τραβήξει πολλά στη ζωή του. Έχει υποφέρει.  romvos τράβηγμα  music τρα-βώ

 

 

τραγανίζω ρήμα (τραγάνισα, θα τραγανίσω) velos τραγανός

 

 

τραγανός, τραγανή, τραγανό επίθετο (τραγανοί, τραγανές, τραγανά)  

check1 Ένα τραγανό φαγητό είναι σκληρό και τρίζει, όταν το μασάς.

pen1 Στη θεία Έλλη αρέσουν τα τραγανά κουλούρια.

romvos Τραγανίζει ένα με τον απογευματινό καφέ.  music τρα-γα-νός

 

 

τράγος [ο] ουσιαστικό (τράγοι) velos κατσίκα

 

 

τραγούδι [το] ουσιαστικό (τραγούδια) velos τραγουδώ

 

 

τραγουδιστής [ο], τραγουδίστρια [η] ουσιαστικό (τραγουδιστές, τραγουδίστριες) velos τραγουδώ

 

 

τραγουδώ και τραγουδάω, τραγουδιέμαι ρήμα (τραγούδησα, θα τραγουδήσω)  

check1 Όταν τραγουδάς, φτιάχνεις μουσική με τη φωνή σου. Βγάζεις μελωδικούς ήχους.  romvos Τραγούδι λέμε τη μουσική που έχει λόγια, στίχους. Τραγουδιστή λέμε αυτόν που η δουλειά του είναι να τραγουδάει.  music τρα-γου-δώ

 

 

τρακ [το] ουσιαστικό  

check1 Τρακ λέμε την αγωνία και το φόβο που σε πιάνει, όταν πρέπει να κάνεις κάτι για πρώτη φορά, να δώσεις εξετάσεις ή να εμφανιστείς μπροστά σε κόσμο.

romvos τρακαρισμένος  music τρακ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

τρακάρω ρήμα (τράκαρα, θα τρακάρω)  

eikona624

check1 Τον κύριο Γιάννη τον τράκαρε ένα αυτοκίνητο. Ευτυχώς το τρακάρισμα ήταν μικρό και δεν έπαθε κανένας μεγάλη ζημιά. Τον χτύπησε, έπεσε πάνω του. Τα δύο αυτοκίνητα τράκαραν. Συγκρούστηκαν.  

romvos Όταν δύο αυτοκίνητα είναι τρακαρισμένα, έχουν τρακάρει. Έχουν πάθει τρακάρισμα.  circle1 σύγκρουση  music τρα-κά-ρω

 

 

τρακτέρ [το] ουσιαστικό  

check1 Το τρακτέρ είναι ένα μεγάλο αυτοκίνητο που σέρνει πίσω του διάφορα μηχανήματα. Τα τρακτέρ τα χρησιμοποιούν οι γεωργοί στις εργασίες τους.  

music τρα-κτέρ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

τραμ [το] ουσιαστικό  

check1 Το τραμ μοιάζει με λεωφορείο αλλά κινείται με ρεύμα πάνω σε ράγες μέσα στην πόλη.  music τραμ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

τραμπάλα [η] ουσιαστικό (τραμπάλες)  

eikona625

check1 Η τραμπάλα είναι ένα παιχνίδι που το παίζουμε στην παιδική χαρά. Στη μία πλευρά ενός ξύλου κάθεται ένα παιδί και στην άλλη πλευρά ένα άλλο. Το ξύλο μία ανεβαίνει και μία κατεβαίνει κι έτσι κουνάει τα δύο παιδιά.  

music τρα-μπά-λα

O Κώστας και η Αθηνά κάνουν τραμπάλα.

 

 

τραντάζω, τραντάζομαι ρήμα (τράνταξα, θα τραντάξω)  

check1 Όταν κάτι μας τραντάζει, μας κουνάει δυνατά.

pen1O δυνατός σεισμός τράνταξε το σχολείο.  circle1 ταρακουνώ

romvos Η Αθηνά πέφτοντας από το ποδήλατο ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα. Τραντάχτηκε. τρανταχτός  music τρα-ντά-ζω

 

 

τράπεζα [η] ουσιαστικό (τράπεζες)  

check1 Βάζουμε τα χρήματά μας στην τράπεζα για να είναι ασφαλή. Η τράπεζα μπορεί επίσης να μας δανείσει χρήματα για να πάρουμε σπίτι ή για να κάνουμε αγορές. Τράπεζα λέμε και το κτίριο όπου βρίσκεται μία τράπεζα.  

romvos O τραπεζίτης είναι αυτός που έχει μία τράπεζα. O τραπεζικός υπάλληλος είναι αυτός που εργάζεται σε τράπεζα.  music τρά-πε-ζα

 

 

τραπεζαρία [η] ουσιαστικό (τραπεζαρίες) velos τραπέζι

 

 

τραπέζι [το] ουσιαστικό (τραπέζια)   

check1 Το τραπέζι είναι ένα έπιπλο με επίπεδη επιφάνεια και τέσσερα πόδια. Πάνω στο τραπέζι τρώμε, γράφουμε, διαβάζουμε ή κάνουμε άλλες εργασίες.   
check2 «Μαργαρίτα, θα στρώσουμε το τραπέζι;» ρώτησε ο κύριος Γιάννης. Θα ετοιμάσουμε το τραπέζι για να φάμε;   
check2 «Το βράδυ έχουμε τραπέζι το θείο Αλέκο» είπε η κυρία Μαργαρίτα». Τον έχουμε καλέσει για φαγητό. «Αύριο, όμως θα κάνουμε το τραπέζι στο Σταμάτη και την Κατερίνα». Θα τους βγάλουμε έξω σ' ένα εστιατόριο για φαγητό.  romvos Η τραπεζαρία είναι το δωμάτιο ενός σπιτιού όπου τρώμε. Πάνω στο τραπέζι στρώνουμε τραπεζομάντιλο, συνήθως όταν θέλουμε να φάμε.  romvos επιτραπέζιος  music τρα-πέ-ζι

 

 

τραπεζίτης [ο] ουσιαστικό (τραπεζίτες) velos τράπεζα

 

 

τραπεζομάντιλο [το] ουσιαστικό (τραπεζομάντιλα) velos τραπέζι

 

 

τράπουλα [η] ουσιαστικό (τράπουλες)  

check1 Η τράπουλα έχει 52 χαρτιά. Μ' αυτά παίζουμε τυχερά παιχνίδια.  

romvos Τα χαρτιά της τράπουλας λέγονται τραπουλόχαρτα.  music τρά-που-λα

 

 

τραυλίζω ρήμα (τραύλισα, θα τραυλίσω)  

check1 Όταν τραυλίζεις, μιλάς με δυσκολία, μπερδεύεις τις λέξεις και επαναλαμβάνεις συχνά την ίδια συλλαβή. Τραυλίζεις συνήθως, όταν έχεις αγωνία ή φοβάσαι.

pen1 Μόλις η Αθηνά είδε την αράχνη, τραύλισε «α-α-α-ρά-χνη!» από το φόβο της.

music τραυ-λί-ζω

 

 

τραύμα [το] ουσιαστικό (τραύματα) velos τραυματίζω

 

 

τραυματίας [ο], [η] ουσιαστικό (τραυματίες) τραυματίζω

 

 

τραυματίζω, τραυματίζομαι ρήμα (τραυμάτισα, θα τραυματίσω)

check1 Όταν τραυματίζουμε κάποιον, τον πληγώνουμε. 

pen1 O Κώστας τραυμάτισε κατά λάθος την Αθηνά με το ψαλίδι. Της έκοψε το δάχτυλο.  circle1 χτυπώ

eikona626

check2 Όταν τραυματίζεσαι, χτυπάς από μόνος σου και πληγώνεσαι. 

romvos O Κώστας χτύπησε στο ποδόσφαιρο. Τα τραύματα του Κώστα ήταν μερικές γρατζουνιές στο γόνατο και στον αγκώνα. Τραυματίας είναι αυτός που έχει τραυματιστεί σε ατύχημα.  

music τραυ-μα-τί-ζω

 

 

τρέλα [η] ουσιαστικό (τρέλες) velos τρελός

 

 

τρελαίνω, τρελαίνομαι ρήμα (τρέλανα, θα τρελάνω) velos τρελός

 

 

τρελός, τρελή, τρελό επίθετο (τρελοί, τρελές, τρελά)

check1 Τρελό λέμε όποιον είναι άρρωστος στο μυαλό.  circle1 παλαβός  
check2 Τρελό όμως λέμε και κάποιον που δεν είναι λογικός ή είναι παράξενος.

pen1 «Τρελός είσαι Κώστα και ζητάς καρπούζι το χειμώνα;» είπε η Αθηνά.  
check2 Όταν είσαι τρελός για κάτι, το θέλεις πάρα πολύ.  pen1 Η Αλίκη είναι τρελή για το τρέξιμο.  romvos Τρελαίνεται για το τρέξιμο. Όταν κάποιος είναι τρελός, έχει τρέλα. τρελοκομείο  music τρε-λός

 

 

τρεμούλα [η] ουσιαστικό (τρεμούλες) velos τρέμω

 

 

τρεμουλιάζω ρήμα (τρεμούλιασα, θα τρεμουλιάσω) velos τρέμω

 

 

τρέμω ρήμα (έτρεμα, θα τρέμω)  

check1 Όταν τρέμεις, ταράζεσαι και το σώμα σου κάνει μικρές κινήσεις που δεν τις ελέγχει. Συνήθως τρέμεις από το κρύο, από φόβο, από το θυμό σου ή και από τον πυρετό.  pen1Η Αθηνά βγήκε έξω χωρίς μπουφάν και τώρα τρέμει από το κρύο. 

circle1 ανατριχιάζω  romvos Όταν σε πιάνει τρεμούλα από το κρύο, ανατριχιάζεις.

circle1 ρίγος Όταν κάποιος τρεμουλιάζει, τρέμει ελαφρά.  music τρέ-μω

 

 

τρένο [το] ουσιαστικό (τρένα)  

check1 Το τρένο είναι ένα μέσο μεταφοράς. Έχει μία μηχανή που σέρνει από πίσω της πολλά βαγόνια και όλα μαζί κινούνται πάνω στις ράγες.  music τρέ-νο
Δες ράγα, σιδηρόδρομος, βαγόνι

 

 

τρέξιμο [το] ουσιαστικό (τρεξίματα) velos τρέχω

 

 

τρέφω, τρέφομαι ρήμα (έθρεψα, θα θρέψω)  

check1 Όταν τρέφεις κάποιον, του δίνεις να φάει.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα τρέφει τα παιδιά της με υγιεινά φαγητά χωρίς λίπη.  circle1 ταΐζω O Πιτσικόκος τρέφεται με σπόρους.  
check2 O θείος Αλέκος τρέφει αγελάδες και πρόβατα. Τα έχει στο αγρόκτημά του, τα μεγαλώνει και τα ταΐζει.  
check2 O κύριος Μιχάλης τρέφει τη θεία του. Αυτός της πληρώνει όλα τα έξοδα.

romvos Η τροφή είναι το φαγητό που τρώνε οι άνθρωποι αλλά και τα ζώα.  music τρέ-φω

 

 

τρέχω ρήμα (έτρεξα, θα τρέξω)  

check1 Όταν τρέχεις, κινείσαι πολύ γρήγορα προς μία κατεύθυνση με το ένα πόδι στη γη και το άλλο στον αέρα.  

check2 Όταν τρέχεις να βοηθήσεις κάποιον, πηγαίνεις με μεγάλη προθυμία κι ενδιαφέρον.

eikona627

check2 O κύριος Γιάννης τρέχει συνήθως στην εθνική οδό με 120 χιλιόμετρα την ώρα. Oδηγεί γρήγορα.  
check2 «Τι τρέχει Αθηνά;» ρώτησε ο Κώστας. Τι συμβαίνει; «Τρέχει ο νους μου στη Ροζαλία» απάντησε εκείνη. Τη σκέφτομαι. «Α, καλά, τρέχα γύρευε! Πού να τη βρεις τώρα»; Είναι δύσκολο.  romvos τρέξιμο, τρεχάλα  music τρέ-χω

 

 

τριαντάφυλλο [το] ουσιαστικό (τριαντάφυλλα) 

check1 Το τριαντάφυλλο είναι ένα πολύ όμορφο λουλούδι με τριάντα φύλλα κι ένα κοτσάνι γεμάτο αγκάθια.  circle1 ρόδο  romvos Η τριανταφυλλιά είναι ένας μικρός θάμνος με αγκάθια που βγάζει τα τριαντάφυλλα.  music τρι-α-ντά-φυλ-λο  pen2 'τα λουλούδια'

 

 

– Αν μου βγάλεις τα δύο πρώτα  γράμματα σταματώ να κινούμαι και  γίνομαι όνομα άλλου ρήματος.  Ποια λέξη είμαι;  ...........................................................

 

 

– Τι έγινε τελικά με τον Πιτσικόκο;  Ψάξε στις λέξεις ελεύθερος, πετώ,  πηδώ, προετοιμάζω

 

 

τρίβω, τρίβομαι ρήμα (έτριψα, θα τρίψω) 

check1 Όταν τρίβεις κάτι, το πιέζεις συνέχεια πάνω σε κάτι άλλο. Όταν τρίβεις κάτι που πλένεις, το πιέζεις συνέχεια με το σφουγγάρι για να γίνει πιο καθαρό.

pen1 Η Αλίκη έτριψε τα μάτια της κι εκείνα κοκκίνισαν.  
check2 «Φέρε μου, σε παρακαλώ, τον τρίφτη, Αθηνά» είπε η κυρία Μαργαρίτα. «Θέλω να τρίψω το κρεμμύδι για τη σάλτσα». Να το κόψω σε πολύ μικρά κομματάκια.  

romvos Από το πολύ τρίψιμο, κοκκίνισαν τα μάτια της Αλίκης. τρίφτης  music τρί-βω

 

 

τριγυρίζω ρήμα (τριγύρισα, θα τριγυρίσω)

check1 Όταν τριγυρίζεις, γυρίζεις χωρίς σκοπό εδώ κι εκεί, κάνοντας βόλτες.

circle1 περιφέρομαι, περιπλανιέμαι  
check2 Μία συνάδελφος της κυρίας Μαργαρίτας τριγυρίζει τον διευθυντή της εφημερίδας. Μάλλον θέλει να ζητήσει αύξηση.  circle1 γυροφέρνω   

romvos Εδώ τριγύρω σημαίνει κάπου εδώ.  music τρι-γυ-ρί-ζω

 

 

τριγύρω επίρρημα velos τριγυρίζω

 

 

τρίγωνο [το] ουσιαστικό (τρίγωνα) 

check1 Το τρίγωνο είναι ένα γεωμετρικό σχήμα με τρεις πλευρές και τρεις γωνίες. 

check2 Τρίγωνο λέμε και το μεταλλικό μουσικό όργανο που κρατάς και χτυπάς, όταν λες τα κάλαντα.  music τρί-γω-νο  pen2 'τα σχήματα'

 

 

τρίζω ρήμα (έτριξα, θα τρίξω)

check1 Όταν κάτι τρίζει, τρίβεται σε μία σκληρή επιφάνεια και βγάζει έναν ξερό ήχο.

pen1 Η αυλόπορτα του κυρίου Μιχάλη σκούριασε και τρίζει.

romvos Το τρίξιμο της πόρτας είναι πολύ ενοχλητικό.  music τρί-ζω

 

 

τρικ [το] ουσιαστικό  

check1 «Μην πιστεύεις όσα βλέπεις στον κινηματογράφο, Αθηνά» είπε η Αλίκη. «Πολλές σκηνές που σου φαίνονται απίθανες είναι τρικ». Είναι ψεύτικες αλλά προσπαθούν να σε ξεγελάσουν για να νομίσεις πως είναι αληθινές.  circle1 τέχνασμα, κόλπο  music τρικ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

τρικλίζω ρήμα (τρίκλισα, θα τρικλίσω) 

check1 Όταν τρικλίζεις, περπατάς με βήμα που δεν είναι σταθερό.  

pen1 O κύριος Μιχάλης ήπιε λίγο παραπάνω απόψε και τώρα τρικλίζει στο δρόμο.

circle1 παραπατώ  music τρι-κλί-ζω  

 

 

τρικλοποδιά [η] ουσιαστικό (τρικλοποδιές) 

check1 Όταν βάζεις τρικλοποδιά σε κάποιον, βάζεις το πόδι σου ανάμεσα στα δικά του, ενώ κινείται για να τον κάνεις να πέσει.  music τρι-κλο-πο-διά

 

 

τρικυμία [η] ουσιαστικό (τρικυμίες)  

check1 Όταν έχει τρικυμία, η θάλασσα είναι πολύ ταραγμένη, γιατί έχει πολύ δυνατό άνεμο.  circle1 θαλασσοταραχή  music τρι-κυ-μί-α

 

 

τριφύλλι [το] ουσιαστικό (τριφύλλια) 

eikona628

check1 Το τριφύλλι είναι χορτάρι με τρία φύλλα και μία πολύ καλή τροφή για τα ζώα.  music τρι-φύλ-λι

 

 

 

τρίχα [η] ουσιαστικό (τρίχες)  

check1τρίχες είναι μαλλί που φυτρώνει στο δέρμα των ανθρώπων και των ζώων.

check2 Τρίχα λέμε και καθετί που μοιάζει με τρίχα.

pen1 Η Αθηνά προτιμάει τις οδοντόβουρτσες με μαλακή τρίχα.  
check2 «Είδα ένα θρίλερ που μου σηκώθηκε η τρίχα» είπε η θεία Κατερίνα. Τρόμαξα πολύ.  romvos Το τρίχωμα της Ροζαλίας είναι πολύ μαλακό. O σκύλος του κυρίου Μιχάλη πάλι έχει πλούσιο τρίχωμα, είναι πολύ τριχωτός.  music τρί-χα

 

 

τρίχωμα [το] ουσιαστικό (τριχώματα) velos τρίχα

 

 

τρόλεϊ [το] ουσιαστικό  

check1 Το τρόλεϊ είναι ένα μέσο μεταφοράς στην πόλη που μοιάζει με λεωφορείο και που παίρνει με δύο κεραίες ρεύμα από σύρματα.  music τρό-λε-ϊ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

τρομάζω ρήμα (τρόμαξα, θα τρομάξω) 

check1 Όταν τρομάζεις, αισθάνεσαι ξαφνικό και μεγάλο φόβο.  

pen1Η Αθηνά τρόμαξε από τις φωνές του κυρίου Μιχάλη. 
check2 Όταν τρομάζεις κάποιον, του προκαλείς φόβο. 

pen1 «Τρομάξατε την κόρη μου, κύριε Μιχάλη» του είπε αργότερα η κυρία Μαργαρίτα.

check2 Τρόμαξε να χάσει λίγα κιλά ο θείος Αλέκος. Δυσκολεύτηκε πολύ.  

romvos Η ταινία που είδε η θεία Κατερίνα ήταν τρομακτική. Της προκάλεσε τρόμο. Ήταν μία τρομερή εμπειρία.  circle1 φοβερή Oι πρωταγωνιστές ήταν κάποιοι ληστές που είχαν τρομοκρατήσει όλον τον κόσμο. Είχαν προκαλέσει τρόμο σε όλους.  music τρο-μά-ζω

 

 

τρομερός, τρομερή, τρομερό επίθετο (τρομεροί, τρομερές, τρομερά) velos τρομάζω

 

 

τρομοκρατώ, τρομοκρατούμαι ρήμα (τρομοκράτησα, θα τρομοκρατήσω) velos τρομάζω

 

 

τρόμος [ο] ουσιαστικό velos τρομάζω

 

 

τρομπέτα [η] ουσιαστικό (τρομπέτες) 

check1 Η τρομπέτα είναι ένα μουσικό όργανο από μέταλλο που μοιάζει με σωλήνα ανοιχτό στη μία άκρη. Φυσάς στην τρομπέτα και πατάς τα κουμπιά της για να βγάλει ήχους.  music τρο-μπέ-τα  pen2 'τα μουσικά όργανα'

 

 

τρόπος [ο] ουσιαστικό (τρόποι)  

check1 Όταν έχεις τον τρόπο να κάνεις κάτι, ξέρεις πώς να το κάνεις.  

pen1O Κώστας έλυσε τις ασκήσεις των μαθηματικών με τον τρόπο που τους έδειξε η δασκάλα.  circle1 μέθοδος, τακτική  
check2 O κύριος Μιχάλης δεν έχει καλούς τρόπους. Συνέχεια φωνάζει και είναι αγενής.

circle1 φέρσιμο, συμπεριφορά  music τρό-πος

 

 

τροφή [η] ουσιαστικό (τροφές) velos τρέφω

 

 

τρόφιμα [τα] ουσιαστικό (τρόφιμα) velos τρέφω

 

 

τροχιά [η] ουσιαστικό (τροχιές) 

check1 Η τροχιά είναι η πορεία που ακολουθεί ένας πλανήτης στον ουρανό.

pen1 Η γη κινείται σε τροχιά γύρω από τον ήλιο.  music τρο-χιά

 

 

τροχονόμος [ο], [η] ουσιαστικό (τροχονόμοι)

check1 O τροχονόμος είναι ο αστυνομικός που ρυθμίζει και ελέγχει την κίνηση στους δρόμους. Δουλεύει για την Τροχαία, δηλαδή για το τμήμα της αστυνομίας που είναι υπεύθυνο για την κυκλοφορία στους δρόμους.  romvos σχολικός τροχονόμος  

music τρο-χο-νό-μος  pen2 'η πόλη'

 

 

τροχός [ο] ουσιαστικό (τροχοί)  

check1 Το ποδήλατό σου έχει δύο τροχούς, ενώ το αυτοκίνητο τέσσερις.  circle1 ρόδα

romvos Το τροχόσπιτο είναι ένα σπίτι που το σέρνει ένα αυτοκίνητο.  music τρο-χός

 

 

τροχόσπιτο [το] ουσιαστικό (τροχόσπιτα) velos τροχός

 

 

τρύπα [η] ουσιαστικό (τρύπες)  

check1 Όταν κάνεις μία τρύπα, κάνεις ένα μικρό άνοιγμα πάνω σε κάτι.  

pen1 Oι κάλτσες του κυρίου Μιχάλη έχουν όλες τρύπες.

romvos Είναι όλες τρύπιες. «Πώς γίνεται και τις τρυπάει!» σκέφτεται η θεία του. «Άσε που έχουν τρυπήσει και οι τσέπες του παντελονιού του!»  music τρύ-πα

 

 

τρυπάνι [το] ουσιαστικό (τρυπάνια)

check1 Το τρυπάνι είναι ένα εργαλείο που το χρησιμοποιούμε για ν' ανοίγουμε τρύπες.

music τρυ-πά-νι  pen2 'τα εργαλεία'

 

 

τρύπιος, τρύπια, τρύπιο επίθετο (τρύπιοι, τρύπιες, τρύπια) velos τρύπα

 

 

τρυπώ και τρυπάω, τρυπιέμαι ρήμα (τρύπησα, θα τρυπήσω) velos τρύπα

 

 

τρυπώνω ρήμα (τρύπωσα, θα τρυπώσω)

check1 «Πού τρύπωσες πάλι, Ροζαλία;» φώναξε η Αθηνά. Πού κρύφτηκες;  
check2 Όταν τρυπώνεις κάτι, το κρύβεις ή το βάζεις κάπου που δε φαίνεται.  

pen1 «Πού τρύπωσες πάλι τα παπούτσια μου;» φώναξε στη θεία του ο κύριος Μιχάλης.  
check2 Η θεία Κατερίνα τρύπωσε το μανίκι του σακακιού της.
Το έραψε πρόχειρα με αραιές βελονιές.  music τρυ-πώ-νω

 

 

τρυφερός, τρυφερή, τρυφερό, επίθετο (τρυφεροί, τρυφερές, τρυφερά)  

check1 Όταν κάτι είναι τρυφερό, είναι απαλό και μαλακό.  

pen1 Η θεία Κατερίνα διαλέγει το πιο τρυφερό κρέας για να μαγειρέψει για τον άντρα της.  circle1 απαλός, μαλακός  circle2 σκληρός  
check2 O θείος Γιάννης είναι ένας πολύ τρυφερός πατέρας. Αγαπάει τα παιδιά του και τους το δείχνει με χάδια.  circle1 ευαίσθητος  romvos Φέρεται με τρυφερότητα.  

music τρυ-φε-ρός

 

 

τρυφερότητα [η] ουσιαστικό (τρυφερότητες) velos τρυφερός

 

 

τρώω και τρώγω, τρώγομαι ρήμα (έφαγα, θα φάω)

check1 Όταν τρως, μασάς και καταπίνεις το φαγητό σου.    
check2 «Με τρώει το χέρι μου!» είπε η Αθηνά. Με φαγουρίζει.

eikona629

check2 O Κώστας έφαγε όλα τα λεφτά του στα παγωτά και τώρα δεν έχει τίποτα. Τα ξόδεψε όλα.   
check2 Λέμε ότι κάποιος τρώει σαν λύκος, όταν τρώει πολύ. Επίσης λέμε ότι κάποιος τρώγεται με τα ρούχα του, όταν γκρινιάζει συνέχεια. Όταν δεν αντέχουμε κάποιον, λέμε ότι δεν τρώγεται πια.  romvos τροφή, φαγητό  music τρώ-ω

Η Αθηνά τρώει ένα κομματάκι κρέας.

 

 

τσαγιέρα [η] ουσιαστικό (τσαγιέρες) velos τσάι

 

 

τσαγκάρης [ο] ουσιαστικό (τσαγκάρηδες)

check1 O τσαγκάρης είναι αυτός που φτιάχνει ή επιδιορθώνει τα παπούτσια μας.

music τσα-γκά-ρης

 

 

τσάι [το] ουσιαστικό 

eikona630

check1 Το τσάι είναι φυτό. Βράζουμε τα ξερά φύλλα του και φτιάχνουμε ένα ζεστό ρόφημα. 

romvos Στην τσαγιέρα φτιάχνουμε ή σερβίρουμε τσάι.  music τσάι

-Προσοχή ο πληθυντικός αριθμός «τσάγια» χρησιμοποιείται πολύ σπάνια.

Μία τσαγιέρα.

 

 

τσακίζω ρήμα (τσάκισα, θα τσακίσω)  

check1 Όταν τσακίζεις κάτι, το σπας ή το κάνεις κομμάτια.

pen1 O Κώστας πάτησε πάνω σ' ένα καρύδι και το τσάκισε με το πόδι του.

romvos Η τσάκιση σ' ένα παντελόνι είναι η γραμμή που σχηματίζεται, όταν το σιδερώνουμε. τσάκισμα  music τσα-κί-ζω

 

 

τσάκιση [η] ουσιαστικό (τσακίσεις) velos τσακίζω

 

 

τσακωμός [ο] ουσιαστικό (τσακωμοί) velos τσακώνομαι

 

 

τσακώνομαι ρήμα (τσακώθηκα, θα τσακωθώ) 

check1 Όταν τσακώνεσαι, μαλώνεις με κάποιον.

pen1 Στο σχολείο η Αθηνά τσακώνεται συχνά με το Νίκο.  circle1 μαλώνω, καβγαδίζω  

romvos τσακωμός  circle1 καβγάς  music τσα-κώ-νο-μαι

 

 

τσακώνω ρήμα (τσάκωσα, θα τσακώσω)  

check1 Όταν τσακώνεις κάποιον, τον πιάνεις συνήθως την ώρα που κάνει κάτι κακό.

pen1Η Αθηνά τσάκωσε τον Κώστα την ώρα που έβαζε κρυφά το δάχτυλό του στο βάζο με το γλυκό.  romvos Η Αθηνά τον έκανε τσακωτό.  music τσα-κώ-νω

 

 

τσαλακώνω, τσαλακώνομαι ρήμα (τσαλακώθηκα, θα τσαλακωθώ)

eikona631

check1 Όταν τσαλακώνεις ένα χαρτί, ένα ύφασμα ή κάτι άλλο, το διπλώνεις πρόχειρα χωρίς προσοχή και σχηματίζει ζάρες.  circle2 ισιώνω  

romvos τσαλάκωμα  music τσα-λα-κώ-νω

 

 

 

τσαλαπατώ και τσαλαπατάω, τσαλαπατιέμαι ρήμα (τσαλαπάτησα, θα τσαλαπατήσω)

check1 O κύριος Μιχάλης είπε ότι τα παιδιά τσαλαπάτησαν τα λουλούδια του. Είπε δηλαδή ότι τα κατάστρεψαν με τα πόδια τους.  circle1 ποδοπατώ

romvos τσαλαπάτημα  music τσα-λα-πα-τώ

 

 

τσαμπί [το] ουσιαστικό (τσαμπιά) 

eikona632

check1 Ένα τσαμπί σταφύλι είναι πολλές ρώγες μαζί γύρω από ένα κοτσάνι. 

music τσα-μπί

 

 

τσάντα [η] ουσιαστικό (τσάντες) 

eikona633

check1 Την τσάντα την χρησιμοποιούμε για να βάζουμε μέσα και να κουβαλάμε διάφορα πράγματα. Oι τσάντες είναι φτιαγμένες από πλαστικό, δέρμα ή ύφασμα.  music τσά-ντα

 

 

 

τσάπα [η] ουσιαστικό (τσάπες)  

check1 Η τσάπα είναι ένα εργαλείο. Μ' αυτό σκάβουμε στο χωράφι κι ανοίγουμε μεγάλες τρύπες στο χώμα.  music τσά-πα  pen2 'τα εργαλεία'

 

 

τσαρούχι [το] ουσιαστικό (τσαρούχια) 

eikona634

check1 Τα τσαρούχια είναι τα παπούτσια που φορούν οι τσολιάδες. Έχουν κόκκινη ή μαύρη φούντα.  music τσα-ρού-χι

 

 

 

τσατίζω και τσαντίζω, τσατίζομαι και τσαντίζομαι ρήμα (τσατίστηκα, θα τσατιστώ)

check1 Όταν τσατίζεις κάποιον, τον κάνεις να θυμώσει πολύ και να νευριάσει.

romvos O Κώστας τσατίστηκε από τη συμπεριφορά των άλλων παιδιών κι έφυγε από το παιχνίδι. Η τσατίλα του Κώστα ήταν μεγάλη.  music τσα-τί-ζω

 

 

τσατίλα [η] ουσιαστικό (τσατίλες) velos τσατίζω

 

 

τσεκούρι [το] ουσιαστικό (τσεκούρια)

check1 Με το τσεκούρι μπορούμε να κόψουμε δέντρα και ξύλα σε μικρά κομμάτια.

music τσε-κού-ρι  pen2 'τα εργαλεία'

 

 

τσέπη [η] ουσιαστικό (τσέπες) 

check1 Βάζουμε τα χέρια μας στην τσέπη του ρούχου που φοράμε για να ζεσταθούν όταν έχει πολύ κρύο. Στην τσέπη επίσης βάζουμε τα χρήματα που έχουμε μαζί μας.

music τσέ-πη

 

 

τσιγάρο [το] ουσιαστικό (τσιγάρα) 

eikona635

check1 O κύριος Γιάννης και η κυρία Μαργαρίτα δεν καπνίζουν τσιγάρα. Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία.  music τσι-γά-ρο

 

 

 

τσιγκούνης, τσιγκούνα, τσιγκούνικο επίθετο (τσιγκούνηδες, τσιγκούνες, τσιγκούνικα)

check1 Τσιγκούνη λέμε κάποιον που δε θέλει να ξοδεύει καθόλου χρήματα, ακόμα κι όταν έχει ανάγκη.  romvos Η τσιγκουνιά του κυρίου Μιχάλη είναι πολύ μεγάλη. Προτιμά να μείνει νηστικός παρά να ξοδέψει λίγα από τα χρήματά του.  music τσι-γκού-νης

 

 

τσιγκουνιά [η] ουσιαστικό (τσιγκουνιές) velos τσιγκούνης

 

 

τσιμέντο [το] ουσιαστικό (τσιμέντα)

check1 Το τσιμέντο είναι ένα πολύ σκληρό υλικό που χρησιμοποιείται στο χτίσιμοτων σπιτιών. Με τσιμέντο είναι φτιαγμένοι και μερικοί δρόμοι. Τσιμέντο λέμε και μία επιφάνεια απ' αυτό το υλικό.  music τσι-μέ-ντο

 

 

τσιμουδιά [η] ουσιαστικό   

check1 Όταν δε βγάζεις τσιμουδιά, δε μιλάς καθόλου, σωπαίνεις. 

pen1 «Τσιμουδιά! Δε θέλω ν' ακούσω τίποτα!» είπε η κυρία Μαργαρίτα.  music τσι-μου-διά

 

 

τσίμπημα [το] ουσιαστικό (τσιμπήματα) velos τσιμπώ

 

 

τσιμπιδάκι [το] ουσιαστικό (τσιμπιδάκια) 

check1 Τα τσιμπιδάκια τα φορούν τα κορίτσια για να κρατούν τα μαλλιά τους χτενισμένα. circle1 κοκαλάκι  
check2 Μ' ένα τσιμπιδάκι πιάνεις πολύ μικρά αντικείμενα.  music τσι-μπι-δά-κι

 

 

τσίμπλα [η] ουσιαστικό (τσίμπλες) 

check1 Όταν ξυπνάμε το πρωί, έχουμε μερικές φορές τσίμπλες στις άκρες των ματιών μας.  music τσί-μπλα

 

 

τσιμπώ και τσιμπάω, τσιμπιέμαι ρήμα (τσίμπησα, θα τσιμπήσω)

check1 Όταν τσιμπάς κάποιον, πιάνεις σφιχτά το δέρμα του με τα δύο σου δάχτυλα ή τον τρυπάς με κάτι πολύ μυτερό και τον πονάς.  

eikona636

pen1O Κώστας τσίμπησε την Αθηνά με τη μύτη του μολυβιού του κι αυτή θύμωσε. Τότε του τσίμπησε δυνατά το μάγουλο κι εκείνος άρχισε να φωνάζει.  
check2 Όταν σε τσιμπάει ένα έντομο, σε τρυπάει με το κεντρί του.  
check2 Όταν τσιμπάς, τρως πολύ λίγο από ένα φαγητό.  

romvos Το τσίμπημα της μέλισσας πονάει πολύ.  music τσι-μπώ

 

 

τσιπς [τα] ουσιαστικό

check1 Τσιπς λέμε τα πατατάκια.  music τσιπς

 

 

τσιρίζω ρήμα (τσίριξα, θα τσιρίξω)  

check1 Όταν τσιρίζεις, βγάζεις μία δυνατή και λεπτή φωνή.

pen1 Το μωρό τσίριξε, μόλις η θεία Κατερίνα του πήρε το παιχνίδι του.

romvos Το τσίριγμα του μωρού ήταν δυνατό.  music τσι-ρί-ζω

 

 

τσίρκο [το] ουσιαστικό (τσίρκα)  

check1 Στο τσίρκο οι ακροβάτες, οι ταχυδακτυλουργοί, οι κλόουν και πολλά ζώα δίνουν παραστάσεις για να διασκεδάσουν τους θεατές που τους παρακολουθούν.  music τσίρ-κο Δες ακροβάτης

 

 

τσίχλα [η] ουσιαστικό (τσίχλες)  

check1 Την τσίχλα τη μασάμε στο στόμα αρκετή ώρα χωρίς να την καταπίνουμε.

music τσί-χλα

 

 

τσοπάνης [ο] ουσιαστικό (τσοπάνηδες) 

check1 O τσοπάνης φυλάει και βόσκει πρόβατα ή κατσίκες.  circle1 βοσκός  music τσο-πά-νης
-Λέμε και τσομπάνης.

 

 

τσουβάλι [το] ουσιαστικό (τσουβάλια)  

check1 Το τσουβάλι είναι ένας μεγάλος σάκος για να βάζουμε διάφορα προϊόντα, όπως πατάτες, σιτάρι και αλεύρι.  pen1 O θείος Αλέκος έφερε από το χωριό ένα τσουβάλι αλεύρι. Τόσο αλεύρι όσο χωράει το τσουβάλι.  music τσου-βά-λι

 

 

τσουγκράνα [η] ουσιαστικό (τσουγκράνες)  

check1 Με την τσουγκράνα καθαρίζουμε τον κήπο μας από τις πέτρες.  

music τσου-γκρά-να  pen2 'τα εργαλεία'

 

 

τσουγκρίζω ρήμα (τσούγκρισα, θα τσουγκρίσω)

eikona637

check1 Το Πάσχα τσουγκρίζουμε τα κόκκινα αυγά και λέμε «Χριστός Ανέστη». Τα χτυπάμε το ένα πάνω στο άλλο.   
check2 O Νίκος με την Αθηνά τα τσούγκρισαν. Μάλωσαν πολύ.  music τσου-γκρί-ζω

 

 

τσούζω ρήμα (έτσουξα, θα τσούξω)  

check1 Το οινόπνευμα τσούζει, όταν το βάζουμε στα χτυπήματά μας.  

romvos O Κώστας έβαλε στην πληγή του λίγο οινόπνευμα και τώρα δεν αντέχει το τσούξιμο. Τσουχτερός, τσούχτρα  music τσού-ζω

 

 

τσουκνίδα [η] ουσιαστικό (τσουκνίδες)

check1 Η τσουκνίδα είναι ένα μικρό πράσινο φυτό. Αν το ακουμπήσουμε, το δέρμα μας κοκκινίζει και τσούζει.  music τσου-κνί-δα

 

 

τσουλήθρα [η] ουσιαστικό (τσουλήθρες)  

check1 Η τσουλήθρα είναι ένα από ταπαιχνίδια που υπάρχουν στις παιδικές χαρές. Κάθεσαι στην κορυφή της και μετά γλιστράς με το σώμα σου προς τα κάτω.

music τσου-λή-θρα

 

 

τσουλούφι [το] ουσιαστικό (τσουλούφια) 

check1 Το τσουλούφι είναι μία τούφα από μαλλιά που ξεχωρίζουν στο μπροστινό συνήθως μέρος του κεφαλιού.  music τσου-λού-φι

 

 

τσουλώ και τσουλάω ρήμα (τσούλησα, θα τσουλήσω)   

check1 Όταν τσουλάς, γλιστράς πάνω σε κάτι.  pen1 Η Αθηνά νιώθει πολύ όμορφα όταν τσουλάει στην τσουλήθρα της παιδικής χαράς.  romvos τσουλήθρα  music τσου-λώ

 

 

τσουρέκι [το] ουσιαστικό (τσουρέκια) 

check1 Το τσουρέκι είναι ένα γλυκό και αφράτο ψωμί που φτιάχνουμε με αυγά, βούτυρο και γάλα.  music τσου-ρέ-κι

 

 

τσούρμο [το] ουσιαστικό 

check1 Ένα τσούρμο παιδιά έτρεχαν πίσω από τη δασκάλα και την παρακαλούσαν να πάνε εκδρομή. Πολλά παιδιά.  music τσούρ-μο
-Προσοχή. Η λέξη δεν έχει πληθυντικό αριθμό.

 

 

τσουχτερός, τσουχτερή, τσουχτερό επίθετο (τσουχτεροί, τσουχτερές, τσουχτερά) 

check1 Όταν κάνει τσουχτερό κρύο, έχει πάρα πολύ κρύο. 
check2 Τα λόγια του κυρίου Μιχάλη στα παιδιά ήταν τσουχτερά. Ήταν φαρμακερά και στεναχώρησαν τα παιδιά.  romvos τσούζω  music τσου-χτε-ρός

 

 

τσούχτρα [η] ουσιαστικό (τσούχτρες) 

check1τσούχτρες κολυμπούν στη θάλασσα και αν μας ακουμπήσουν, το δέρμα μας κοκκινίζει και τσούζει.  circle1 μικρή μέδουσα  romvos τσούζω  music τσού-χτρα

 

 

τυλίγω, τυλίγομαι ρήμα (τύλιξα, θα τυλίξω)  

check1 Όταν τυλίγεις κάτι, το καλύπτεις γύρω γύρω με κάτι άλλο.

eikona638

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα τύλιξε το δώρο της Αθηνάς με χρωματιστό χαρτί.  
check2 O Κώστας τύλιξε το χαλί για να το ανεβάσει ο κύριος Γιάννης στο πατάρι.  circle2 ξετυλίγω  
check2 Η Αθηνά τυλίχτηκε με την κουβέρτα, γιατί έκανε κρύο. Σκεπάστηκε.  romvos τύλιγμα  music τυ-λί-γω

 

 

τύμπανο [το] ουσιαστικό (τύμπανα)  

check1 Το τύμπανο είναι ένα μουσικό όργανο που για να παίξει πρέπει να το χτυπάμε με το χέρι ή με ειδικό ξύλο.  circle1 ταμπούρλο, νταούλι  music τύ-μπα-νο

 

 

τύπος [ο] ουσιαστικό (τύποι)  

check1 Το αυτοκίνητο του κυρίου Γιάννη είναι νέου τύπου και τρέχει γρήγορα. Νέου είδους.  
check2 O κύριος Μιχάλης είναι παράξενος τύπος. Παράξενος χαρακτήρας.  
check2 Τύπο λέμε κι αλλιώς τις εφημερίδες και τα περιοδικά.  music τύ-πος

 

 

τυπώνω, τυπώνομαι ρήμα (τύπωσα, θα τυπώσω)

check1 Oι λέξεις και οι εικόνες στα βιβλία σου έχουν τυπωθεί, ενώ οι λέξεις και οι εικόνες στα τετράδιά σου είναι φτιαγμένες με το χέρι.  circle1 εκτυπώνω

romvos τύπος  music τυ-πώ-νω

 

 

τύραννος [ο] ουσιαστικό (τύραννοι)  

check1 τύραννοι στην αρχαία Ελλάδα κυβερνούσαν βίαια και καταπιεστικά το λαό.

check2 Τύραννο λέμε και κάποιον που του αρέσει να βασανίζει τους άλλους.

romvos τυραννώ  music τύ-ραν-νος

 

 

τυρί [το] ουσιαστικό (τυριά)  

check1 Το τυρί είναι μία τροφή που γίνεται, όταν πήξουμε το γάλα. Η φέτα, το κασέρι και η γραβιέρα είναι τυριά.

romvos Η τυρόπιτα είναι μία πίτα που μέσα της έχει τυρί. τυριέρα  music τυ-ρί

 

 

τυρόπιτα [η] ουσιαστικό (τυρόπιτες) velos τυρί

 

 

τυφλός, τυφλή, τυφλό, επίθετο (τυφλοί, τυφλές, τυφλά) 

check1 Όταν κάποιος δε βλέπει, είναι τυφλός.  circle1 στραβός

romvos τυφλόμυγα, τυφλώνω  music τυ-φλός

 

 

τυφλώνω, τυφλώνομαι ρήμα (τύφλωσα, θα τυφλώσω)  

check1 Όταν κάτι σε τυφλώνει, σε κάνει να μη βλέπεις.

pen1 Το φως του ήλιου ήταν πολύ δυνατό και τύφλωσε την Αθηνά.

circle1 στραβώνω  music τυ-φλώ-νω

 

 

τυχαίνω ρήμα (έτυχα, θα τύχω)

check1 Όταν τυχαίνει κάτι, γίνεται κατά τύχη.

pen1Το φλουρί της πίτας έτυχε στον Κώστα. 

check2 «Κύριε διευθυντά, μπορώ να φύγω;» είπε η κυρία Μαργαρίτα. «Μου έτυχε κάτι ξαφνικό. Η κόρη μου αρρώστησε». Μου συνέβη.  romvos τύχη  music τυ-χαί-νω

 

 

τυχερός, τυχερή, τυχερό επίθετο (τυχεροί, τυχερές τυχερά) velos τύχη

 

 

τύχη [η] ουσιαστικό (τύχες)  

check1 Έχουμε τύχη, όταν κάτι που θέλουμε γίνεται χωρίς να κάνουμε εμείς τίποτε.

pen1 O Κώστας είχε μεγάλη τύχη και κέρδισε το φλουρί στη βασιλόπιτα.  

romvos O Κώστας ήταν ο τυχερός της χρονιάς, γιατί κέρδισε το φλουρί στη βασιλόπιτα. τυχαίνω  music τύ-χη

 

 

τώρα επίρρημα 

check1 Όταν κάτι γίνεται τώρα, γίνεται αυτή τη στιγμή. 

pen1 «Τώρα διαβάζω και δεν μπορώ να παίξω μαζί σου» είπε η Αθηνά, και ο Κώστας έφυγε από το δωμάτιό της.  romvos τωρινός  music τώ-ρα