Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
Ρ Τ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
  σαββατοκύριακο   σωστός

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Σσ

eikona515

 

 

σαββατοκύριακο [το] ουσιαστικό (σαββατοκύριακα)

check1 Το σαββατοκύριακο είναι οι δύο τελευταίες μέρες της εβδομάδας, το Σάββατο και η Κυριακή.  music σαβ-βα-το-κύ-ρια-κο

 

 

σαγιονάρα [η] ουσιαστικό (σαγιονάρες)

eikona516

check1σαγιονάρες είναι πλαστικές καλοκαιρινές παντόφλες. Tις φοράμε συνήθως στην παραλία.  music σα-γιο-νά-ρα

 

 

σαγόνι [το] ουσιαστικό (σαγόνια) 

check1 Σαγόνι λέμε το μέρος του προσώπου που είναι κάτω από το στόμα.  circle1 πιγούνι

check2 Τα σαγόνια είναι δύο κόκαλα στο κάτω μέρος του προσώπου, πάνω και κάτω από το στόμα. Στα σαγόνια φυτρώνουν τα δόντια.  music σα-γό-νι

 

 

σαΐνι [το] ουσιαστικό (σαΐνια)

check1 Λέμε σαΐνι κάποιον που είναι πάρα πολύ έξυπνος.  music σα-ΐ-νι

 

 

σαΐτα [η] ουσιαστικό (σαΐτες)

eikona517

check1 Φτιάχνουμε σαΐτες από χαρτί. Μοιάζουν με βέλη και τις πετάμε ο ένας στον άλλον.

check2 Όταν κάποιος τρέχει πολύ γρήγορα, λέμε πως τρέχει σαν σαΐτα.  music σα-ΐ-τα

 

 

σάκα [η] ουσιαστικό (σάκες) 

check1 Σάκα λέμε την τσάντα που κρατούν οι μαθητές, όταν πηγαίνουν στο σχολείο.

circle1 σχολική τσάντα  romvos σακί, σακούλα, σάκος  music σά-κα

 

 

σακάκι [το] ουσιαστικό (σακάκια)

check1 Το σακάκι είναι ένα αντρικό ή γυναικείο ρούχο που φοράμε στο πάνω μέρος του σώματός μας, πάνω από μπλούζα ή πουκάμισο. Έχει συνήθως μακριά μανίκια, φτάνει μέχρι τη μέση ή μέχρι τους γοφούς και κουμπώνει μπροστά.  music σα-κά-κι

 

 

σακί [το] ουσιαστικό (σακιά)

check1 Το σακί είναι ένας μικρός σάκος. Μέσα στο σακί βάζουμε διάφορα πράγματα, όπως πατάτες, χώμα και άμμο.  circle1 τσουβάλι

check2 Ένα σακί σιτάρι είναι τόσο σιτάρι,όσο χωράει ένα σακί 

romvos σάκος, σακούλα  music σα-κί

 

 

σάκος [ο] ουσιαστικό (σάκοι) 

eikona518

check1 O σάκος είναι μία τσάντα από πανί, πλαστικό ή δέρμα. Κλείνει στο πάνω μέρος της μ' ένα κορδόνι ή ένα φερμουάρ. Στον ταξιδιωτικό σάκο βάζουμε τα πράγματά μας, όταν ταξιδεύουμε. Στον ταχυδρομικό σάκο βάζει ο ταχυδρόμος τα γράμματα και τα πακέτα που μας φέρνει.  circle1 τσουβάλι  romvos σακί, σακούλα  music σά-κος

 

 

– Oι δάσκαλοι δουλεύουν το  Σαββατοκύριακο; Oι νοσοκόμες;  Oι αστυνομικοί;

 

 

σακούλα [η] ουσιαστικό (σακούλες) 

eikona519

check1σακούλες είναι οι πλαστικές ή χάρτινες τσάντες που μας δίνουν στα μαγαζιά για να βάζουμε τα ψώνια μας.  

romvos σακί, σάκος  music σα-κού-λα

 

 

 

σαλάμι [το] ουσιαστικό (σαλάμια)  

eikona520

check1 Το σαλάμι είναι ένα στρογγυλό και μακρύ αλλαντικό από κρέας, λίπος και μπαχαρικά. Το τρώμε κρύο, κομμένο σε λεπτές φέτες.  music σα-λά-μι

 

 

σαλάτα [η] ουσιαστικό (σαλάτες)

check1 Η σαλάτα είναι ανακατεμένα κρύα λαχανικά, βρασμένα ή ωμά που σερβίρονται συνήθως με λάδι και ξίδι ή λεμόνι.  

check2 «Tα έκανα σαλάτα στις εξετάσεις» είπε η Αλίκη. «Δεν έγραψα τίποτα σωστά, όλα λάθος».  music σα-λά-τα

 

 

σαλεύω ρήμα (σάλεψα, θα σαλέψω)

check1 Όταν σαλεύεις, κουνιέσαι ελάχιστα.  pen1 Όταν είδε τον κύριο Μιχάλη, ο Κώστας κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο και δε σάλεψε μέχρι να φύγει.  music σα-λεύ-ω

 

 

σάλι [το] ουσιαστικό 

eikona521

check1 Το σάλι είναι ένα μεγάλο πλεκτό ύφασμα που ρίχνουν οι γυναίκες στους ώμους τους για να μην κρυώνουν.  music σά-λι

 

 

 

 

σαλιάρα [η] ουσιαστικό (σαλιάρες) velos σάλιο

 

 

σαλιάρης, σαλιάρα, σαλιάρικο επίθετο (σαλιάρηδες, σαλιάρες, σαλιάρικα) velos σάλιο

 

 

σαλιγκάρι [το] ουσιαστικό (σαλιγκάρια) 

eikona522

check1 Το σαλιγκάρι είναι ένα μικρό ζώο με κεραίες στο κεφάλι. Κουβαλάει ένα όστρακο στην πλάτη του και προχωράει πολύ αργά.  music σα-λι-γκά-ρι

 

 

 

σάλιο [το] ουσιαστικό (σάλια)

check1 Το σάλιο είναι το υγρό που βγαίνει από το στόμα μας.

check2 Λέμε πως σου τρέχουν τα σάλια, όταν θέλεις πάρα πολύ να φας ή ν'αποκτήσεις κάτι.  romvos Τα μωρά φοράνε σαλιάρα, όταν τρώνε για να μη βρομίζουν τα ρούχα τους. Η Αθηνά και ο Κώστας λένε το Δημητράκη σαλιάρη, γιατί τρέχουν συνέχεια σάλια από το στόμα του.  music σά-λιο

 

 

σαλόνι [το] ουσιαστικό (σαλόνια)

check1 Το σαλόνι είναι το μεγαλύτερο δωμάτιο του σπιτιού όπου δεχόμαστε τους επισκέπτες μας.

check2 Σαλόνι λέμε και τα έπιπλα που έχουμε στο σαλόνι.  music σα-λό-νι

 

 

σαλπάρω ρήμα (σάλπαρα, θα σαλπάρω)

check1 Όταν το πλοίο σαλπάρει, σηκώνει τις άγκυρες, σφυρίζει δυνατά και φεύγει από το λιμάνι.  circle2 αράζω  music σαλ-πά-ρω

 

 

σάλτο [το] ουσιαστικό (σάλτα)

check1 Το σάλτο είναι ένα μεγάλο πήδημα.  music σάλ-το

 

 

σάλτσα [η] ουσιαστικό (σάλτσες)

check1 Η σάλτσα είναι ένα πηχτό υγρό που είναι φτιαγμένο από διάφορα υλικά και το βάζουμε στο φαγητό για να γίνει πιο νόστιμο. Στα μακαρόνια βάζουμε συχνά σάλτσα ντομάτα.  music σάλ-τσα

 

 

σαμάρι [το] ουσιαστικό (σαμάρια)

check1 Το σαμάρι είναι το κάθισμα που βάζουμε στην πλάτη ενός αλόγου για να καθόμαστε, όταν ανεβαίνουμε πάνω του.  circle1 σέλα  music σα-μά-ρι

 

 

σαματάς [ο] ουσιαστικό (σαματάδες) 

check1 O σαματάς είναι ένας δυνατός θόρυβος.  circle1 φασαρία  circle2 ησυχία  music σα-μα-τάς

 

 

σαμπουάν [το] ουσιαστικό  

check1 Σαμπουάν λέμε το υγρό σαπούνι που χρησιμοποιούμε για να πλένουμε τα μαλλιά μας.  music σα-μπου-άν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σανδάλι [το] ουσιαστικό (σανδάλια)

eikona523

check1 Τα σανδάλια είναι ελαφριά ίσια πέδιλα με λεπτή σόλα και λεπτά λουριά.  

music σαν-δά-λι

 

 

σανίδα [η] ουσιαστικό (σανίδες)

check1 Η σανίδα είναι ένα λεπτό μακρόστενο κομμάτι ξύλο. 

pen1 O κύριος Μιχάλης έφτιαξε ένα σπιτάκι από σανίδες για τα κουταβάκια του.

music σα-νί-δα

 

 

σανός [ο] και σανό [το] ουσιαστικό (σανά)

check1 Το σανό είναι το ξερό χόρτο που δίνουμε για φαγητό στα ζώα.  music σα-νό 
-O σανός και το σανό έχουν τον ίδιο πληθυντικό, τα σανά.

 

 

σαντιγί [η] ουσιαστικό

eikona524

check1 Η σαντιγί είναι χτυπημένη κρέμα γάλακτος με ζάχαρη. Τη βάζουμε στα γλυκά και στις φρουτοσαλάτες.  music σα-ντι-γί
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

 

σάντουιτς [το] ουσιαστικό  

check1 Το σάντουιτς είναι ένα πρόχειρο κρύο γεύμα που για να το φτιάξουμε, βάζουμε ζαμπόν, τυρί, ντομάτα ή άλλα υλικά ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμιού.  music σά-ντου-ιτς
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σαξόφωνο [το] ουσιαστικό (σαξόφωνα)

eikona525

check1 Το σαξόφωνο είναι ένα πνευστό μουσικό όργανο, δηλαδή χρειάζεται να φυσάμε μέσα σ' αυτό για να βγάλει ήχο. Μοιάζει με στριφτό, παχύ σωλήνα που έχει τρύπες.

music σα-ξό-φω-νο

 

 

σαπίζω ρήμα (σάπισα, θα σαπίσω)

check1 Όταν τα τρόφιμα σαπίζουν, χαλάνε και μυρίζουν πολύ άσχημα. Είναι για πέταμα.

romvos Όταν ένα φρούτο έχει σαπίσει, είναι σάπιο.  music σα-πί-ζω

 

 

σάπιος, σάπια, σάπιο επίθετο (σάπιοι, σάπιες, σάπια) velos σαπίζω

 

 

σαπουνάδα [η] ουσιαστικό (σαπουνάδες) velos σαπούνι

 

 

σαπούνι [το] ουσιαστικό (σαπούνια) 

eikona526

check1 Με το σαπούνι πλενόμαστε ή πλένουμε κάτι. Όταν το σαπούνι μπει στο νερό, αφρίζει.  romvos Κάνει σαπουνάδα, που είναι γεμάτη από μικρές φούσκες, τις σαπουνόφουσκες. Όταν πλένεις κάτι με σαπούνι, το σαπουνίζεις.  

music σα-πού-νι  pen2 'το μπάνιο'

 

 

σαπουνίζω, σαπουνίζομαι ρήμα (σαπούνισα, θα σαπουνίσω) velos σαπούνι

 

 

σαράβαλο [το] ουσιαστικό (σαράβαλα) 

check1 Όταν κάτι είναι σε πολύ κακή κατάσταση, λέμε ότι είναι σαράβαλο.  

pen1 O κύριος Δημήτρης έχει ένα παλιό φορτηγάκι, σκέτο σαράβαλο.  music σα-ρά-βα-λο

 

 

σαρανταποδαρούσα [η] ουσιαστικό (σαρανταποδαρούσες)

eikona527

check1 Η σαρανταποδαρούσα είναι ένα έντομο που μοιάζει με σκουλήκι κι έχει σαράντα δύο πόδια.  music σα-ρα-ντα-πο-δα-ρού-σα

 

 

 

σαρδέλα [η] ουσιαστικό (σαρδέλες) 

check1 σαρδέλες είναι μικρά θαλασσινά ψάρια που τρώμε πολύ στην Ελλάδα. Τις αγοράζουμε και σε κονσέρβα. 

check2 «Ταξιδέψαμε σαν σαρδέλες» είπε ο κύριος Τάκης. Πολύ στριμωγμένοι. 

music σαρ-δέ-λα

 

 

σάρκα [η] ουσιαστικό (σάρκες)  

check1 Η σάρκα είναι το κρέας στο σώμα των ανθρώπων και των ζώων.  

romvos O σκύλος, η γάτα και το λιοντάρι είναι σαρκοφάγα ζώα. Τρέφονται δηλαδή με τη σάρκα άλλων ζώων.  music σάρ-κα

 

 

σαρκοφάγος, σαρκοφάγα, σαρκοφάγο επίθετο (σαρκοφάγοι,σαρκοφάγες, σαρκοφάγα) velos σάρκα

 

 

σαστίζω ρήμα (σάστισα, θα σαστίσω)   

check1 Όταν σου συμβαίνει κάτι που δεν περίμενες, σαστίζεις και δεν ξέρεις τι να κάνεις.  pen1 O πρίγκιπας σάστισε όταν είδε τη Σταχτοπούτα. Ξαφνιάστηκε με την ομορφιά της.  romvos Έμεινε σαστισμένος.  circle1 έκπληκτος  music σα-στί-ζω

 

 

σαστισμένος, σαστισμένη, σαστισμένο μετοχή (σαστισμένοι, σαστισμένες, σαστισμένα) velos σαστίζω

 

 

σαύρα [η] ουσιαστικό (σαύρες)

eikona528

check1 Η σαύρα είναι ένα ερπετό που έχει πράσινο δέρμα, τέσσερα πόδια και μακριά ουρά. Τρέχει πολύ γρήγορα και της αρέσει να κάθεται στον ήλιο.  music σαύ-ρα

 

 

– Πότε λέμε ότι κάποιον τον έχουν  σαπίσει στο ξύλο;

 

 

σαχλαμάρα [η] ουσιαστικό (σαχλαμάρες) velos σαχλός

 

 

σαχλός, σαχλή, σαχλό επίθετο (σαχλοί,σαχλές, σαχλά)

check1 Όταν κάποιος είναι σαχλός, δεν είναι σοβαρός κι αυτά που κάνει ή λέει δεν είναι πολύ έξυπνα.

check2 Όταν ένα έργο ή ένα βιβλίο είναι σαχλό, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, καμιά ουσία.  circle1 ανόητος  romvos Όταν κάποιος λέει σαχλαμάρες, λέει χαζά, ανόητα πράγματα, γίνεται σαχλός.  music σα-χλός

 

 

σβέλτος, σβέλτη, σβέλτο επίθετο (σβέλτοι, σβέλτες, σβέλτα)

check1 Όταν κάποιος είναι σβέλτος, κάνει τις δουλειές του με γρήγορες κινήσεις.

romvos σβέλτα  music σβέλ-τος

 

 

σβέρκος [ο] ουσιαστικό (σβέρκοι)

check1 O σβέρκος είναι το πίσω μέρος του λαιμού ανάμεσα στο κεφάλι και την πλάτη.

music σβέρ-κος

 

 

σβήνω, σβήνομαι ρήμα (έσβησα, θα σβήσω)

eikona529

check1 Όταν σβήνεις κάτι, το κάνεις να μην καίει, να μην έχει πια φωτιά.

pen1 Η Αθηνά θα σβήσει σε λίγους μήνες εφτά κεράκια.  circle2 ανάβω

check2 Όταν σβήνεις το φως, πατάς το διακόπτη για να γίνει σκοτάδι.  circle2 ανάβω

eikona530

check2 Όταν σβήνεις μία λέξη που έχεις γράψει, την εξαφανίζεις από εκεί που είναι γραμμένη με γόμα, με σφουγγάρι ή με κάτι άλλο.  romvos σβήστρα  circle1 γόμα σβήσιμο  

music σβή-νω

 

 

 

σβόλος [ο] ουσιαστικό (σβόλοι) 

check1 O σβόλος είναι μία μπαλίτσα ξεραμένη λάσπη που διαλύεται, όταν την τρίψεις.

music σβό-λος

 

 

σβούρα [η] ουσιαστικό (σβούρες) 

eikona531

check1 Η σβούρα είναι ένα ξύλινο ή μεταλλικό παιχνίδι σε σχήμα κώνου που μπορείς να το κάνεις να γυρίζει πολύ γρήγορα.

check2 Όταν κάποιος γυρίζει σαν σβούρα, δεν κάθεται σε ησυχία, όλο αλλάζει θέση.  music σβού-ρα

 

 

σγουρός, σγουρή, σγουρό επίθετο (σγουροί, σγουρές, σγουρά) 

check1 Όταν τα μαλλιά σου σχηματίζουν μπούκλες, είναι σγουρά.  circle1 κατσαρός  circle2 ίσιος

romvos Όταν τα μαλλιά του Κώστα στεγνώνουν, σγουραίνουν. Κάνουν μπούκλες.

circle1 κατσαρώνω  circle2 ισιώνω  music σγου-ρός

 

 

σέβομαι ρήμα (σεβάστηκα, θα σεβαστώ)

check1 Όταν σέβεσαι κάποιον, του φέρεσαι σωστά κι ακούς τη γνώμη του, γιατί είναι πιο μεγάλος ή γιατί ξέρει περισσότερα πράγματα από σένα.

check2 Όταν σέβεσαι κάτι που σου λένε ή τη γνώμη κάποιου, προσπαθείς να μην κάνεις το αντίθετο απ' αυτό, υπακούς.  pen1 O Κώστας και οι φίλοι του σεβάστηκαν τις οδηγίες των γονιών τους και γύρισαν στην ώρα τους από την εκδρομή.  

romvos Όταν σέβεσαι κάποιον, αισθάνεσαι σεβασμό γι' αυτόν.  music σέ-βο-μαι

 

 

σεζόν [η] ουσιαστικό  

check1 Μία σεζόν είναι ένα χρονικό διάστημα που στη διάρκειά του γίνεται κάτι συγκεκριμένο.  pen1 Η τουριστική σεζόν αρχίζει τον Απρίλιο και τελειώνει τον Oκτώβριο.  circle1 περίοδος, εποχή  music σε-ζόν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σειρά [η] ουσιαστικό (σειρές)

check1 Όταν βάζεις κάποια πράγματα στη σειρά, τα βάζεις το ένα δίπλα στο άλλο ή το ένα πίσω από το άλλο.

check2 Όταν η Αλίκη πηγαίνει σε συναυλίες, πιάνει θέση στην πρώτη σειρά για να είναι κοντά στη σκηνή.

eikona532

check2 Η δασκάλα είπε στα παιδιά να μην τη διακόπτουν όταν μιλάει αλλά να περιμένουν τη σειρά τους για να μιλήσουν. 

check2 Κάθε γραμμή με λέξεις στο βιβλίο σου είναι μία σειρά.

check2 Μία τηλεοπτική σειρά είναι ένα σίριαλ στην τηλεόραση.  

music σει-ρά

O Κώστας είναι πρώτος στη σειρά έξω από το κυλικείο,
ενώ η Αθηνά τελευταία. Περιμένουν ν' αγοράσουν τυρόπιτες.

 

 

σειρήνα [η] ουσιαστικό (σειρήνες) 

check1 Στη μυθολογία οι σειρήνες ήταν όμορφες γυναίκες που με τα τραγούδια τους έκαναν τους ναυτικούς ν' αλλάζουν πορεία.

check2 Η σειρήνα είναι ένα μηχάνημα που βγάζει πολύ δυνατό ήχο για να μας ειδοποιήσει ότι υπάρχει κίνδυνος.  music σει-ρή-να

 

 

σεισμός [ο] ουσιαστικό (σεισμοί) 

check1 O σεισμός είναι ένα δυνατό τράνταγμα της γης που μπορεί να προκαλέσει μεγάλες ζημιές στα κτίρια και τους δρόμους. Ένας ισχυρός σεισμός μπορεί να σκοτώσει τους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα στα κτίρια ή περπατούν στους δρόμους.  romvos Oι επιστήμονες που μελετούν τους σεισμούς λέγονται σεισμολόγοι. Τα θύματα των σεισμών, δηλαδή οι τραυματίες κι εκείνοι που δεν μπορούν να μείνουν πια στα γκρεμισμένα τους σπίτια λέγονται σεισμοπαθείς.  music σει-σμός

 

 

σέλα [η] ουσιαστικό (σέλες) 

eikona533

check1 Η σέλα είναι το κάθισμα που βάζουμε στην πλάτη του αλόγου για να μη γλιστράμε όταν καθόμαστε επάνω του.  circle1 σαμάρι

check2 Η σέλα είναι το κάθισμα του ποδήλατου.  music σέ-λα

 

 

σελήνη [η] ουσιαστικό 

check1 Η σελήνη είναι το φεγγάρι. Είναι δορυφόρος της γης, δηλαδή γυρίζει γύρω από τη γη.  music σε-λή-νη

-Η λέξη δεν έχει πληθυντικό αριθμό.

 

 

σελίδα [η] ουσιαστικό (σελίδες) 

eikona534

check1 Το κάθε φύλλο ενός βιβλίου, ενός τετραδίου ή μίας εφημερίδας έχει δύο πλευρές που λέγονται σελίδες.  

romvos O σελιδοδείκτης είναι ένα μακρόστενο κομμάτι ύφασμα, χαρτόνι ή δέρμα που βάζουμε σ' ένα βιβλίο για να βρούμε τη σελίδα που μας ενδιαφέρει.  music σε-λί-δα

 

 

σελοτέιπ [το] ουσιαστικό

eikona535

check1 Το σελοτέιπ είναι μία ταινία που έχει κόλλα από τη μία πλευρά. Με το σελοτέιπ κολλάμε κυρίως χαρτιά, για παράδειγμα ένα σημείωμα στον τοίχο ή το χαρτί, όταν τυλίγουμε ένα πακέτο.  music σε-λο-τέιπ

-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σεμνός, σεμνή, σεμνό επίθετο (σεμνοί, σεμνές, σεμνά)  

check1 Όταν κάποιος είναι σεμνός,ντύνεται και φέρεται με σοβαρότητα και δεν καμαρώνει φανερά για τα σημαντικά πράγματα που έχει ή που κάνει.  circle2 άσεμνος

romvos Όταν είσαι σεμνός, φέρεσαι με σεμνότητα.  music σε-μνός

 

 

σενάριο [το] ουσιαστικό (σενάρια) 

check1 Το σενάριο είναι μία ιστορία που γράφτηκε για να γίνει ταινία. Είναι δηλαδή η υπόθεση της ταινίας, τα λόγια των πρωταγωνιστών και οι οδηγίες για το γύρισμα της ταινίας.  music σε-νά-ρι-ο

 

 

σεντόνι [το] ουσιαστικό (σεντόνια)

check1 Τα σεντόνια είναι μεγάλα κομμάτια ύφασμα, συνήθως άσπρα, που τα χρησιμοποιούμε για να στρώσουμε το κρεβάτι μας. Με το κατωσέντονο σκεπάζουμε το στρώμα και με το πανωσέντονο σκεπαζόμαστε εμείς.  music σε-ντό-νι

 

 

σερβίρω, σερβίρομαι ρήμα (σέρβιρα, θα σερβίρω)

check1 Όταν σερβίρουμε το φαγητό, το βάζουμε στα πιάτα για να το φάνε όσοι κάθονται στο τραπέζι.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα σέρβιρε τη σούπα σε βαθιά πιάτα.

check2 Όταν σερβίρουμε κάποιον, του βάζουμε να φάει και να πιει.

romvos O σερβιτόρος είναι αυτός που σερβίρει στα εστιατόρια και τις καφετέριες.

circle1 γκαρσόνι Το σερβίτσιο είναι τα πιάτα, τα ποτήρια, τα φλιτζάνια και τα μαχαιροπίρουνα που βάζουμε στο τραπέζι για να φάμε και να πιούμε.  music σερ-βί-ρω

 

 

σέρβις [το] ουσιαστικό  

check1 Όταν ένας μηχανικός κάνει σέρβις σ' ένα αυτοκίνητο ή σε μία μηχανή, κοιτάζει να δει αν λειτουργούν καλά και αν χρειάζεται, τα επισκευάζει.

check2 Σέρβις λέμε και τον τρόπο που εξυπηρετούν τους πελάτες στα ξενοδοχεία και στα εστιατόρια.  music σέρ-βις
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σερβιτόρος [ο], σερβιτόρα [η], ουσιαστικό (σερβιτόροι, σερβιτόρες) velos σερβίρω

 

 

σερβίτσιο [το] ουσιαστικό (σερβίτσια) velos σερβίρω

 

 

σερίφης [ο] ουσιαστικό (σερίφηδες)

check1 O σερίφης είναι ένας αστυνομικός που δουλεύει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε μία περιοχή των Ηνωμένων Πολιτειών. Παλιότερα φορούσε ένα μεταλλικό αστέρι στο στήθος, όπως οι σερίφηδες στα καουμπόικα έργα.  

music σε-ρί-φης

 

 

σέρνω και σύρω, σέρνομαι και σύρομαι ρήμα (έσυρα, θα σύρω)

check1 Όταν σέρνεις κάτι, το τραβάς προς το μέρος που είσαι ή προς τα εκεί που πηγαίνεις.  pen1 O θείος Τάκης σέρνει πίσω του μία βαλίτσα. Μόλις επέστρεψε από ταξίδι.  circle1 τραβώ

check2 Όταν σέρνεις το χορό, είσαι πρώτος στη σειρά και οδηγείς τους άλλους χορευτές.

eikona536

check2 Λέμε ότι σέρνεις κάποιον από τη μύτη, όταν τον κάνεις ό,τι θέλεις. Ακόμη λέμε ότι σέρνεις τα πόδια σου, όταν βαριέσαι πολύ ή δεν αισθάνεσαι καλά.

check2 Όταν σέρνεσαι, προχωράς με την κοιλιά στο πάτωμα, σαν φίδι.  music σέρ-νω

 

Ένας από τους κλέφτες έσερνε πίσω του το σακί
με τα λεφτά του κυρίου Δημήτρη.

 

 

σερφάρω ρήμα (σέρφαρα, θα σερφάρω) velos σέρφιγκ

 

 

σέρφιγκ [το] ουσιαστικό

eikona537

check1 Το σέρφιγκ είναι θαλάσσιο άθλημα. O αθλητής που κάνει σέρφιγκ λέγεται σέρφερ και κινείται πάνω στα κύματα πατώντας σε μία σανίδα, με ή χωρίς πανί.

romvos Όταν κάνεις σέρφιγκ, σερφάρεις. Σερφάρουμε όμως και στο ίντερνετ. Της Αλίκης της αρέσει να σερφάρει στο ίντερνετ και να βλέπει διάφορες ιστοσελίδες, δηλαδή σελίδες που δίνουν πληροφορίες για ένα θέμα.  music σέρ-φιγκ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σεσουάρ [το] ουσιαστικό

eikona538

check1 Το σεσουάρ είναι μία ηλεκτρική συσκευή που μοιάζει με πιστόλι και βγάζει ζεστό ή κρύο αέρα για να στεγνώνουμε τα βρεγμένα μας μαλλιά.

circle1 πιστολάκι  music σε-σου-άρ

-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σεφ [ο] ουσιαστικό 

check1 Σεφ λέγεται ο μάγειρας που οργανώνει τη δουλειά στην κουζίνα ενός εστιατορίου και δίνει εντολές στους άλλους μάγειρες. Είναι ο αρχιμάγειρας.

-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σηκώνω, σηκώνομαι ρήμα (σήκωσα, θα σηκώσω)

check1 Όταν σηκώνεις κάτι, το μετακινείς προς τα πάνω, του αλλάζεις θέση και το βάζεις κάπου ψηλότερα.  pen1 «Αθηνά, σήκωσε γρήγορα την τσάντα σου από το πάτωμα» είπε ο κύριος Γιάννης.  circle2 κατεβάζω 

check2 Όταν σηκώνεις κάποιον από τη θέση του, τον κάνεις να σταθεί όρθιος ή ν' αλλάξει θέση. 

check2 Όταν σηκώνεσαι, ξυπνάς και φεύγεις από το κρεβάτι σου.  circle2 ξαπλώνω

check2 Λέμε ότι σηκώνεις χέρι σε κάποιον, όταν τον χτυπάς. Επίσης λέμε ότι δε σηκώνεις αστεία, όταν τα παίρνεις όλα στα σοβαρά.

romvos Όταν ο Κώστας έσπασε το πόδι του, τον πήγαν σηκωτό στο νοσοκομείο. Δεν τον άφησαν να περπατήσει. σήκωμα  music ση-κώ-νω

 

 

σήμα [το] ουσιαστικό (σήματα)  

eikona539

check1 Το σήμα είναι μία εικόνα ή ένας ήχος που μας βοηθάει ν' αναγνωρίσουμε ή να καταλάβουμε γρήγορα κάτι.  

pen1 Όπου και να κοιτάξεις υπάρχουν σήματα, όπως τα σήματα της τροχαίας και τα μουσικά σήματα των εκπομπών. 

check2 Το σήμα είναι μία κίνηση που σημαίνει κάτι.  

pen1 O κύριος Μιχάλης έκανε από μακριά σήμα στον Κώστα να σταματήσει.  romvos σημαδεύω, σημάδι, σημαδούρα  music σή-μα

 

 

σημαδεύω, σημαδεύομαι ρήμα (σημάδεψα, θα σημαδέψω) velos σημάδι

 

 

σημάδι [το] ουσιαστικό (σημάδια)   

check1 Όταν βάζεις ένα σημάδι σε κάτι, το κάνεις να ξεχωρίζει από άλλα πράγματα γύρω του για να το βρεις αργότερα.  

pen1 Η δασκάλα έβαλε ένα κόκκινο σημάδι στις εργασίες που της άρεσαν. 

check2 Μερικοί λεκέδες αφήνουν σημάδι ακόμα και μετά το πλύσιμο. Δε φεύγουν τελείως, φαίνονται και μετά το πλύσιμο.

check2 Όταν βάζεις κάτι ή κάποιον σημάδι, προσπαθείς να ρίξεις κάτι πάνω του για να τον χτυπήσεις.  circle1 στόχος  romvos Όταν σημαδεύεις κάτι, του βάζεις ένα σημάδι για να το αναγνωρίσεις αργότερα. Όταν σημαδεύεις κάποιον, τον βάζεις σημάδι ή του αφήνεις σημάδι. Η σημαδούρα είναι ένα σημάδι στη θάλασσα που δείχνει πως εκεί τα νερά είναι επικίνδυνα ή πως υπάρχει άγκυρα από κάτω. σήμα  music ση-μά-δι

 

 

– Όταν ένας μαθητής σηκώνει το  χέρι του στο μάθημα, τι θέλει να  κάνει;
– Σε τι μας βοηθούν τα σήματα της  τροχαίας; Tα μουσικά σήματα;

 

 

σημαδούρα [η] ουσιαστικό (σημαδούρες) velos σημάδι

 

 

σημαία [η] ουσιαστικό (σημαίες)

eikona540

check1 Η σημαία είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο πανί με τα χρώματα και τα σύμβολα ενός κράτους.  music ση-μαί-α

 

 

 

 

σημαίνω ρήμα (σήμανα, θα σημάνω)

check1 Όταν ρωτάς να μάθεις τι θα πει «σαρανταποδαρούσα», θέλεις να σου εξηγήσουν τι σημαίνει αυτή η λέξη, δηλαδή ποια είναι η σημασία της.  
check2 Το ποδόσφαιρο σημαίνει πολλά για τον Κώστα. Όταν παίζει καλά, είναι ευτυχισμένος. O Κώστας ενδιαφέρεται πολύ για το ποδόσφαιρο. Είναι πολύ σημαντικό γι' αυτόν.  romvos Κάθε λέξη σημαίνει κάτι, έχει μία σημασία. Για τον κύριο Γιάννη και την κυρία Μαργαρίτα η ευτυχία των παιδιών τους έχει πολύ μεγάλη σημασία. Είναι πολύ σημαντική.  music ση-μαί-νω

 

 

– Zωγράφισε στην τάξη σου μία ελληνική σημαία και συζήτησε γι' αυτή.
– Πότε είναι η γιορτή της σημαίας;

 

 

σημείο [το] ουσιαστικό (σημεία)   

check1 Σε ποιο σημείο στην Καλλιθέα θέλεις να συναντηθούμε; Σε ποιο μέρος, πού ακριβώς;

check2 Τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα είναι ο βορράς, ο νότος, η ανατολή και η δύση. 

check2 Η Ροζαλία δεν έδωσε σημεία ζωής για αρκετές μέρες. Δε φάνηκε καθόλου.   

music ση-μεί-ο

 

 

σημειώνω, σημειώνομαι ρήμα (σημείωσα, θα σημειώσω)

check1 Όταν σημειώνεις κάτι, βάζεις κάπου με στιλό ή μολύβι ένα σημάδι.

pen1 O Κώστας σημείωσε μ' ένα σταυρό στο ημερολόγιο τις μέρες που θα έχει προπόνηση.  
check2 Όταν σημειώνεις κάτι, γράφεις κάτι που δε θέλεις να ξεχάσεις.  

pen1 Η θεία Κατερίνα σημείωσε δίπλα στα ονόματα των καλεσμένων της το τηλέφωνό τους.  romvos O κύριος Γιάννης έγραψε σ' ένα χαρτί ότι θ' αργήσει να γυρίσει κι άφησε το σημείωμα στο τραπέζι για να το δει η κυρία Μαργαρίτα. Το σημειωματάριο είναι ένα τετράδιο όπου σημειώνεις αυτά που θέλεις να θυμάσαι.  music ση-μει-ώ-νω

 

 

σήμερα επίρρημα  

check1 Σήμερα είναι η σημερινή μέρα, δηλαδή η μέρα που περνάει τη στιγμή που μιλάμε.  
check2 Σήμερα είναι η εποχή στην οποία ζούμε, η σημερινή εποχή.  

pen1 Σήμερα η Αθήνα έχει γεμίσει με αυτοκίνητα.  romvos «Το ψωμί είναι σημερινό, είναι πολύ φρέσκο» είπε ο φούρναρης. Το ψωμί έγινε σήμερα.  music σή-με-ρα

 

 

σιγά επίρρημα  

check1 Όταν κάποιος μιλάει σιγά, δεν ακούγεται πολύ.  

pen1 Η Αλίκη μιλάει σιγά για να μην καταλάβουν οι γονείς της πως είναι ακόμα ξύπνια.

circle1 σιγανά  circle2 δυνατά

check2 Όταν κάποιος κάνει κάτι σιγά, το κάνει αργά.  pen1 Η θεία του κυρίου Μιχάλη προχωράει πολύ σιγά, γιατί πονάνε τα πόδια της. circle2 γρήγορα

check2 «Σιγά! Θα πέσεις!» φώναξε η θεία Κατερίνα στο Δημητράκη. Πρόσεξε! 

check2 Σιγά σιγά η θεία Κατερίνα κατάφερε να γίνει μία γνωστή ζωγράφος. Με τον καιρό, λίγο λίγο.  romvos Όταν κάτι είναι σιγανό, δεν ακούγεται πολύ.  music σι-γά

 

 

σιγανός, σιγανή, σιγανό επίθετο (σιγανοί, σιγανές, σιγανά) velos σιγά

 

 

σίγουρος, σίγουρη, σίγουρο επίθετο (σίγουροι, σίγουρες, σίγουρα)

check1 Όταν κάτι δεν είναι επικίνδυνο, είναι σίγουρο, γίνεται με ασφάλεια.  pen1 O θείος Τάκης δε φοβάται τα αεροπλάνα. Λέει πως είναι το πιο σίγουρο μέσο μεταφοράς.

check2 Όταν είσαι σίγουρος για κάτι, ξέρεις πως θα γίνει, δεν αμφιβάλλεις γι' αυτό.

pen1 Η Αθηνά ήταν σίγουρη πως η ζωγραφιά της θα άρεσε πολύ σε όλους.  

circle1 βέβαιος  romvos Όταν κάνεις κάτι με σιγουριά, είσαι σίγουρος γι' αυτό που κάνεις.

music σί-γου-ρος

 

 

σίδερο [το] ουσιαστικό (σίδερα)  

check1 Το σίδερο είναι ένα πολύ σκληρό μέταλλο. Τα κάγκελα του κήπου είναι συχνά φτιαγμένα από σίδερο
check2 Το σίδερο είναι η μικρή σιδερένια ηλεκτρική συσκευή που χρησιμοποιούμε για να σιδερώσουμε, δηλαδή να ισιώσουμε τα τσαλακωμένα ρούχα.  

romvos Όταν κάτι είναι από σίδερο, είναι σιδερένιο. σιδερώνω  music σί-δε-ρο  

Δες λυγίζω

 

 

σιδερώνω, σιδερώνομαι ρήμα (σιδέρωσα, θα σιδερώσω) velos σίδερο

 

 

σιέλ επίθετο 

check1 Όταν κάτι είναι σιέλ, έχει πολύ ανοιχτό γαλάζιο χρώμα. 
check2 (σαν ουσιαστικό) Το σιέλ είναι ένα χρώμα λίγο πιο ανοιχτό από το γαλάζιο.

music σιέλ  pen2 'τα χρώματα'

-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σιλουέτα [η] ουσιαστικό (σιλουέτες)  

check1 Σιλουέτα λέμε τις γραμμές του ανθρώπινου σώματος, τη μορφή του όπως φαίνεται από μακριά.  pen1Η Αθηνά είδε από μακριά τη σιλουέτα του κυρίου Μιχάλη.

check2 Σιλουέτα είναι και το λεπτό σώμα.  

pen1 Η θεία Έλλη έκανε σιλουέτα με τη δίαιτα που ακολούθησε.  music σι-λου-έ-τα

 

 

σινεμά [το] ουσιαστικό 

check1 Πάμε σινεμά για να δούμε ένα έργο. Είναι ένας μεγάλος χώρος με καρέκλες για τους θεατές και μία μεγάλη οθόνη όπου παίζονται τα έργα.

circle2 κινηματογράφος  music σι-νε-μά
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σιντί [το] ουσιαστικό  

check1 Πριν από λίγα χρόνια ακούγαμε μουσική από κασέτες και βλέπαμε ταινίες στο βίντεο. Τώρα ακούμε μουσική από σιντί και βλέπουμε ταινίες από ντιβιντί. Τα σιντί και τα ντιβιντί είναι μικροί δίσκοι. 

check2 Σιντί και ντιβιντί λέμε και τις ηλεκτρικές συσκευές που παίζουν αυτούς τους δίσκους.  music σι-ντί

-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό. Tο σιντί γράφεται και CD και το ντιβιντί γράφεται και DVD.

 

 

σιντριβάνι [το] ουσιαστικό (σιντριβάνια)

eikona541

check1 Το σιντριβάνι είναι μία μικρή λιμνούλα που την έχουν φτιάξει οι άνθρωποι και απ' όπου πετάγεται συνέχεια νερό. Τα σιντριβάνια στολίζουν τα πάρκα και τις πλατείες. 

music σι-ντρι-βά-νι

 

 

σίριαλ [το] ουσιαστικό 

check1 Το σίριαλ είναι ένα έργο που παίζεται στην τηλεόραση. Έχει πολλά επεισόδια και συνήθως παίζεται κάθε μέρα ή κάθε βδομάδα την ίδια μέρα.

circle1 τηλεοπτική σειρά  music σί-ρι-αλ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σιρόπι [το] ουσιαστικό (σιρόπια) 

check1 Το σιρόπι ένα παχύρρευστο υγρό από νερό και ζάχαρη που τα έχουμε βράσει μαζί. Το βάζουμε σε πολλά γλυκά, όπως στον μπακλαβά και στα μελομακάρονα.

check2 Το σιρόπι είναι ένα υγρό φάρμακο με γλυκιά γεύση που το παίρνουμε συνήθως με το κουταλάκι, όταν είμαστε άρρωστοι.  music σι-ρό-πι

 

 

σιτάρι [το] ουσιαστικό (σιτάρια) 

eikona542

check1 Το σιτάρι είναι ένα δημητριακό που φυτρώνει μία φορά το χρόνο στα χωράφια. O σπόρος του λέγεται κι αυτός σιτάρι. Τον αλέθουμε για να φτιάξουμε αλεύρι.  

music σι-τά-ρι
-Λέμε και στάρι.

 

 

σίφουνας [ο] ουσιαστικό (σίφουνες) 

check1 O σίφουνας είναι ένας πολύ δυνατός αέρας που προκαλεί μεγάλες καταστροφές.

check2 Λέμε ότι κάποιος τρέχει σαν σίφουνας, όταν τρέχει πάρα πολύ γρήγορα και με μεγάλη ορμή.  music σί-φου-νας

 

 

σιχαίνομαι ρήμα (σιχάθηκα, θα σιχαθώ)

check1 Όταν σιχαίνεσαι κάτι, σε πιάνει αηδία μ' αυτό και δε θέλεις να το βλέπεις ή να το πιάσεις.  circle1 αηδιάζω  romvos σιχαμάρα, σιχαμερός  music σι-χαί-νο-μαι

 

 

σιωπή [η] ουσιαστικό (σιωπές)  

check1 Όταν γίνεται σιωπή, δε μιλάει κανείς ή δεν ακούγεται κανένας θόρυβος.

pen1 «Σιωπή! Δε θέλω άλλη φασαρία στην τάξη» είπε η δασκάλα αυστηρά.  

circle1 ησυχία  romvos Όταν κάποιος δε λέει τίποτα, είναι σιωπηλός.  music σιω-πή

 

 

σκάβω, σκάβομαι ρήμα (έσκαψα, θα σκάψω)

check1 Όταν σκάβεις τον κήπο, χτυπάς το έδαφος κι ανακατεύεις το χώμα με κάποιο εργαλείο για να μπορέσεις να φυτέψεις λουλούδια και λαχανικά.

check2 Όταν σκάβεις ένα λάκκο, βγάζεις χώμα από τη γη και κάνεις μία μεγάλη τρύπα.

romvos σκάψιμο  music σκά-βω

 

 

σκάζω ρήμα (έσκασα, θα σκάσω) velos σκάω

 

 

σκάκι [το] ουσιαστικό

eikona543

check1 Το σκάκι είναι ένα παιχνίδι που παίζεται από δύο παίχτες. Κάθε παίκτης έχει 16 πιόνια, άσπρα ή μαύρα που τα μετακινεί πάνω στη σκακιέρα ακολουθώντας τους κανόνες του παιχνιδιού.  

romvos Η σκακιέρα είναι ένα τετράγωνο επίπεδο ξύλο χωρισμένο σε 64 μαύρα και άσπρα τετραγωνάκια.  music σκά-κι

 

 

σκακιέρα [η] ουσιαστικό (σκακιέρες) velos σκάκι

 

 

σκάλα [η] ουσιαστικό (σκάλες) 

eikona544

check2 Όταν θέλεις να πας από έναν όροφο σ' έναν άλλο με τα πόδια, ανεβαίνεις ή κατεβαίνεις από τις σκάλες.

check2 Όταν θέλεις να πιάσεις κάτι που βρίσκεται ψηλά, ανεβαίνεις σε μία σκάλα για να το φτάσεις. Η σκάλα αυτή είναι φορητή, δηλαδή μπορείς να τη μεταφέρεις εκεί που θέλεις.  

romvos Για ν' ανέβεις τις σκάλες, πατάς στα σκαλιά. Το σκαλί λέγεται και σκαλοπάτι.  music σκά-λα

 

 

σκαλί [το] ουσιαστικό (σκαλιά) velos σκάλα

 

 

σκαλίζω, σκαλίζομαι ρήμα (σκάλισα, θα σκαλίσω)

check1 Όταν σκαλίζεις το χώμα, το σκάβεις ελαφρά και το ανακατεύεις.  
check2 Όταν σκαλίζεις τη μύτη σου, βάζεις το δάχτυλο στο ρουθούνι για να το καθαρίσεις από τις μύξες.  
check2 Όταν σκαλίζεις τα πράγματά σου, ψάχνεις μέσα στα πράγματά σου για να βρεις κάτι.  
check2 Όταν σκαλίζεις ένα ξύλο, χαράζεις κάτι πάνω του μ' ένα μυτερό εργαλείο.

romvos σκάλισμα  music σκα-λί-ζω

 

 

σκαλοπάτι [το] ουσιαστικό (σκαλοπάτια) velos σκάλα

 

 

σκαλώνω ρήμα (σκάλωσα, θα σκαλώσω)

check1 Το φόρεμα της Αλίκης σκάλωσε σ' ένα καρφί. Το φόρεμα πιάστηκε σ' ένα καρφί κι έτσι η Αλίκη δεν μπορούσε να προχωρήσει.  music σκα-λώ-νω

 

 

σκαμνί [το] ουσιαστικό (σκαμνιά) 

check1 Το σκαμνί είναι ένα κοντό ξύλινο κάθισμα χωρίς πλάτη.  

circle1 σκαμπό, σκαμνάκι  music σκα-μνί

 

 

σκαμπανεβάζω ρήμα 

check1 Όταν έχει τρικυμία, τα μικρά καράβια σκαμπανεβάζουν στα κύματα. Μας πηγαίνουν πότε πάνω, πότε κάτω.  romvos Έχουμε σκαμπανεβάσματα. 

music σκα-μπα-νε-βά-ζω

 

 

σκαμπίλι [το] ουσιαστικό (σκαμπίλια)

check1 Το σκαμπίλι είναι ένα δυνατό χτύπημα που δίνουμε με την παλάμη μας στο μάγουλο κάποιου.  circle1 χαστούκι  music σκα-μπί-λι

 

 

σκαμπό [το] ουσιαστικό

eikona545

check1 Το σκαμπό είναι ένα κάθισμα χωρίς πλάτη, συνήθως κοντό και ντυμένο με ύφασμα.  circle1 σκαμνί  music σκα-μπό  pen2 'το δωμάτιο'


-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

 

σκανταλιά [η] ουσιαστικό (σκανταλιές)

check1 Σκανταλιά λέμε μία μικρή αταξία.

romvos O Γιώργος είναι πολύ σκανταλιάρης, κάνει δηλαδή πολλές σκανταλιές.

music σκα-ντα-λιά

 

 

σκανταλιάρης, σκανταλιάρα, σκανταλιάρικο επίθετο (σκανταλιάρηδες, σκανταλιάρες, σκανταλιάρικα) velos σκανταλιά

 

 

σκαντζόχοιρος [ο] ουσιαστικό (σκαντζόχοιροι)

eikona546

check1 O σκαντζόχοιρος είναι ένα μικρό ζώο που έχει βελόνες στην πλάτη του. Όταν φοβάται, κουλουριάζεται και μοιάζει με μπάλα.  music σκα-ντζό-χοι-ρος

 

 

σκαρφαλώνω ρήμα (σκαρφάλωσα, θα σκαρφαλώσω)

eikona547

check1 Όταν σκαρφαλώνεις κάπου, ανεβαίνεις ψηλά χρησιμοποιώντας τα χέρια και τα πόδια σου.  

romvos σκαρφάλωμα   music σκαρ-φα-λώ-νω

 

 

 

σκαρφίζομαι ρήμα (σκαρφίστηκα, θα σκαρφιστώ)  

check1 Όταν σκαρφίζεσαι κάτι, σου έρχεται μία έξυπνη και πρωτότυπη ιδέα.

pen1 O κακός λύκος σκαρφίστηκε ένα σωρό κόλπα για να φάει την Κοκκινοσκουφίτσα.  music σκαρ-φί-ζο-μαι

 

 

σκαρώνω ρήμα (σκάρωσα, θα σκαρώσω)

check1 Όταν σκαρώνεις κάτι, σχεδιάζεις να κάνεις κάποια αταξία ή κάποια φάρσα σε κάποιον.

check2 Όταν σκαρώνεις κάτι, το σχεδιάζεις και το φτιάχνεις σε πολύ λίγο χρόνο.

pen1 O Κώστας σκάρωσε στα γρήγορα ένα τραπέζι από πέτρες και ξύλα.

music σκα-ρώ-νω

 

 

σκασίλα [η] ουσιαστικό (σκασίλες) velos σκάω

 

 

σκασμός [ο] ουσιαστικό velos σκάω

 

 

σκατό [το] ουσιαστικό (σκατά)

check1 Τα σκατά είναι τα κακά των ανθρώπων και των ζώων. 
check2 Λέμε ότι τα κάναμε σκατά, όταν κάποια πράγματα δεν έγιναν όπως τα θέλαμε.

romvos Όταν τα σκατώνεις, τα κάνεις θάλασσα, δηλαδή δεν πετυχαίνεις, δεν τα πας καλά σ' αυτό που κάνεις.  music σκα-τό
- Καλό είναι να μη λέμε «σκατά» και «σκατώνω» μπροστά στους άλλους, γιατί δεν είναι ευγενικό.

 

 

σκατώνω ρήμα (σκάτωσα, θα σκατώσω) velos σκατό

 

 

σκάφος [το] ουσιαστικό (σκάφη) 

check1 Σκάφος λέμε ένα πλοίο ή ένα αεροπλάνο.  music σκά-φος

 

 

σκάω και σκάζω ρήμα (έσκασα, θα σκάσω)

check1 Όταν σπας κάτι φουσκωτό με θόρυβο, το σκας.

pen1 Στο πάρτι της Αθηνάς τα παιδιά έσκασαν ένα σωρό μπαλόνια.  
check2 Όταν σκάνε τα χείλια σου από το κρύο, ξεραίνονται και ξεφλουδίζουν.
check2 Λέμε ότι κάποιος μας σκάει, όταν μας εκνευρίζει. 
check2 «O κλέφτης του κυρίου Δημήτρη το έσκασε». Ξέφυγε. «Μας την έσκασε» είπε ο κύριος Δημήτρης στον αστυνομικό. Μας ξεγέλασε. 
check2 Όταν φωνάζεις «Σκάσε!» σε κάποιον, είσαι πολύ θυμωμένος και θέλεις να τον κάνεις να σωπάσει.  romvos Η Ελένη βάζει αλοιφή για το σκάσιμο των χειλιών. Όταν λες «σκασμός» σε κάποιον είναι σαν να του λες «σκάσε». Όταν λες «σκασίλα μου», δείχνεις πως δε νοιάζεσαι για κάτι.  music σκά-ω

 

 

σκέιτμπορντ [το] ουσιαστικό

eikona548

check1 Το σκέιτμπορντ είναι ένα μεγάλο πατίνι σαν σανίδα με ροδάκια. Αυτός που κάνει σκέιτμπορντ είναι πάνω στη σανίδα και τρέχει κάνοντας ακροβατικά. music σκέιτ-μπορντ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σκελετός [ο] ουσιαστικό (σκελετοί) 

eikona549

check1 O σκελετός είναι όλα τα κόκαλα ενός ανθρώπου ή ενός ζώου. O σκελετός στηρίζει το σώμα μας. 

check2 Λέμε πως κάποιος είναι σαν σκελετός, όταν είναι πάρα πολύ αδύνατος.

check2 Σκελετό έχουν και τα γυαλιά. Πάνω στο σκελετό είναι στερεωμένοι οι φακοί των γυαλιών.  music σκε-λε-τός

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

– Πότε λέμε ότι σκάει κάποιος από τη ζέστη; Στα γέλια; Aπό το φαγητό;

 

 

σκεπάζω, σκεπάζομαι ρήμα (σκέπασα, θα σκεπάσω)

eikona550

check1 Όταν σκεπάζεις κάτι, απλώνεις ή βάζεις πάνω του κάτι άλλο για να το προστατέψεις ή για να μη φαίνεται.  

circle1 καλύπτω  
check2 Όταν σκεπάζεις το πρόσωπο με τα χέρια σου, το κρύβεις.  romvos Στα κρεβάτια βάζουμε σκεπάσματα, δηλαδή κουβέρτες και παπλώματα.  music σκε-πά-ζω

Η κυρία Μαργαρίτα σκέπασε τον Κώστα, πριν κοιμηθεί.
Άπλωσε την κουβέρτα πάνω του.

 

 

σκεπή [η] ουσιαστικό (σκεπές)  

check1 Σκεπή λέμε το πάνω μέρος του σπιτιού. Η σκεπή σκεπάζει το σπίτι και συνήθως είναι φτιαγμένη από ξύλο και κεραμίδια.  circle1 στέγη  
check2 Η σκεπή του αυτοκινήτου είναι το πάνω μέρος του αυτοκινήτου.  

music σκε-πή  pen2 'το σπίτι'

 

 

σκέρτσο [το] ουσιαστικό (σκέρτσα) 

check1 Όταν κάποιος κάνει σκέρτσα, προσπαθεί να φανεί χαριτωμένος και να τραβήξει την προσοχή των άλλων.  circle1 νάζι  music σκέρ-τσο

 

 

σκέτος, σκέτη, σκέτο επίθετο (σκέτοι, σκέτες, σκέτα)

check1 Όταν τρώμε ή πίνουμε κάτι σκέτο, δεν το έχουμε ανακατέψει με άλλες ουσίες.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα πίνει τον καφέ της σκέτο, δηλαδή χωρίς γάλα ή ζάχαρη.  
check2 Όταν κάτι είναι σκέτο, είναι μόνο του, χωρίς αυτά που θα περίμενε κανείς να δει μαζί του.  pen1«Σκέτο πουκάμισο θα βάλεις Γιάννη, χωρίς σακάκι; Κάνει κρύο έξω» είπε η κυρία Μαργαρίτα.  music σκέ-τος

 

 

σκεύος [το] ουσιαστικό (σκεύη) 

eikona551

check1 Τα σκεύη μαγειρικής είναι τα αντικείμενα που έχουμε στην κουζίνα για να ετοιμάζουμε και να μαγειρεύουμε το φαγητό. Σκεύη λέμε συνήθως τις κατσαρόλες, τα τηγάνια και τα ταψιά.  

romvos κατασκευάζω  music σκεύ-ος

 

 

σκέφτομαι και σκέπτομαι ρήμα (σκέφτηκα, θα σκεφτώ)

check1 «Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε ο Κώστας τον Ίγκλι. Τι έχεις μέσα στο μυαλό σου; Τι σκέψεις κάνεις;  
check2 «Ήθελα να ξέρω ποιος σκέφτηκε να πάμε στο βουνό» είπε ο Ίγκλι. Ποιος είχε αυτή την ιδέα.  
check2 «Τι σκέφτεστε να πάρετε μαζί σας στην εκδρομή παιδιά;» ρώτησε ο Κώστας. Τι σκοπεύετε, τι σχεδιάζετε να πάρετε;  
check2 Όταν ο θείος Τάκης ταξιδεύει, σκέφτεται πολύ την Αλίκη και τη θεία Έλλη. Δεν τις ξεχνά, τις έχει στο μυαλό του.  romvos σκέψη, σκεφτικός  music σκέ-φτο-μαι

 

 

σκέψη [η] ουσιαστικό (σκέψεις) 

check1 σκέψεις είναι οι ιδέες που περνάνε από το μυαλό μας κάθε στιγμή. Κάνουμε ευχάριστες ή δυσάρεστες σκέψεις. Κάνουμε σκέψεις για τους άλλους ανθρώπους ή για μας και γι' αυτά που έχουμε να κάνουμε. Το μυαλό μας είναι γεμάτο σκέψεις.  

check2 O Κώστας προσπαθεί να βγάλει από τη σκέψη του τον Πιτσικόκο. Προσπαθεί να τον ξεχάσει.  circle1 μυαλό  romvos O κύριος Δημήτρης είναι πολύ σκεφτικός τελευταία. Δε μιλάει πολύ, είναι βυθισμένος στις σκέψεις του. σκέφτομαι  music σκέ-ψη

 

 

σκηνή [η] ουσιαστικό (σκηνές) 

check1 Η σκηνή είναι μία κατασκευή από  αδιάβροχο ύφασμα και μεταλλικά στηρίγματα. Τη σκηνή τη στήνουμε όταν θέλουμε να κοιμηθούμε στη φύση. Oι πρόσκοποι και οι τουρίστες που κάνουν κάμπιγκ μένουν σε σκηνές.

eikona552

check2 Η σκηνή ενός θεάτρου είναι το μέρος όπου ανεβαίνουν οι ηθοποιοί και παίζουν το ρόλο τους. Βρίσκεται απέναντι από τα καθίσματα των θεατών.

check2 Όταν βλέπουμε σκηνές ενός έργου, δεν βλέπουμε όλο το έργο αλλά μόνο κάποια σύντομα κομμάτια.  

romvos O σκηνοθέτης κάνει τη σκηνοθεσία ενός έργου, δηλαδή δίνει οδηγίες στους ηθοποιούς και φροντίζει για τον τρόπο που θα παιχτεί και θα παρουσιαστεί το έργο.  music σκη-νή

 

 

σκηνοθέτης [ο], σκηνοθέτρια [η] ουσιαστικό (σκηνοθέτες/σκηνοθέτριες) velos σκηνή

 

 

σκι [το] ουσιαστικό  

check1 Το σκι είναι ένα χειμερινό άθλημα, δηλαδή γίνεται το χειμώνα. Στο σκι ο αθλητής φοράει τα πέδιλα του σκι και γλιστρά πάνω στις χιονισμένες πλαγιές ενός βουνού.   check2 Στη θάλασσα κάνεις θαλάσσιο σκι.  
check2 Τα σκι είναι τα ειδικά πέδιλα για το χειμερινό ή το θαλάσσιο σκι.  music σκι
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σκιά [η] ουσιαστικό (σκιές)

check1 Η σκιά είναι ο χώρος όπου δε φτάνει το φως του ήλιου.

pen1 O Κώστας και ο Ίγκλι κάθισαν στη σκιά του δέντρου για να ξεκουραστούν. 

check2 Όταν στέκεσαι μπροστά στο φως, βλέπεις τη σκιά σου.  circle1 ίσκιος  circle2 φως  music σκι-ά

Δες Καραγκιόζης

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Kώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα,σέβομαι

 

 

Tι έγινε τελικά με τον Πιτσικόκο; Ψάξε στις λέξεις ελεύθερος, πετώ, πηδώ, προετοιμάζω

 

 

σκιάχτρο [το] ουσιαστικό (σκιάχτρα)

eikona553

check1 Το σκιάχτρο είναι μία πρόχειρα φτιαγμένη μεγάλη κούκλα που βάζουν οι αγρότες στα χωράφια τους για να φοβίζουν τα πουλιά και να μην τρώνε τους σπόρους και τους καρπούς.  music σκιά-χτρο

 

 

 

σκίζω και σχίζω, σκίζομαι ρήμα (έσκισα,θα σκίσω)

check1 Όταν σκίζεις ένα χαρτί ή ένα ύφασμα, το χωρίζεις σε δύο ή περισσότερα μέρη τραβώντας το από τις δύο άκρες του με τα δύο σου χέρια.

eikona554

check2 Λέμε ότι σκίζεις στα μαθήματα ή σ' ένα παιχνίδι, όταν είσαι πάρα πολύ καλός σ' αυτά.  romvos Η θεία Κατερίνα φοράει συχνά μακριές σκιστές φούστες, δηλαδή φούστες με άνοιγμα που φαίνεται σαν σκίσιμο. Η θεία Κατερίνα φοράει φούστες με μικρό σκίσιμο στο πίσω μέρος.  music σκί-ζω

 

Το μωρό έσκισε την εργασία της Αθηνάς κατά λάθος.

 

 

– Ξέρεις τι είναι το θέατρο σκιών;

 

 

σκίουρος [ο] ουσιαστικό (σκίουροι)

eikona555

check1 O σκίουρος είναι ένα μικρό ζώο του δάσους με κοκκινωπή γούνα. Έχει μία μεγάλη φουντωτή ουρά, πιο μεγάλη από το υπόλοιπο σώμα.  music σκί-ου-ρος

 

 

 

σκίσιμο [το] ουσιαστικό (σκισίματα) velos σκίζω

 

 

σκίτσο [το] ουσιαστικό (σκίτσα) 

check1 Η θεία Κατερίνα είπε στην Αθηνά πως όταν μεγαλώσει λίγο θα της μάθει να φτιάχνει σκίτσα, δηλαδή θα της μάθει να σχεδιάζει γρήγορα με μολύβι.

romvos Η Αθηνά θα μάθει να σκιτσάρει, δηλαδή να κάνει σκίτσα. Όταν μεγαλώσει, θα γίνει ζωγράφος ή σκιτσογράφος.  music σκί-τσο

 

 

σκλάβος [ο], σκλάβα [η] ουσιαστικό (σκλάβοι, σκλάβες)

check1 Παλιότερα υπήρχαν σκλάβοι που δούλευαν για κάποιον άλλο χωρίς να πληρώνονται και ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν ό,τι ήθελε ο αφέντης τους, γιατί αλλιώς τους περίμενε τιμωρία.  romvos Όταν κάποιος είναι σκλάβος, ζει μέσα στη σκλαβιά. Όταν σκλαβώνεις κάποιον, τον κάνεις σκλάβο σου. 

circle1 φυλακίζω  circle2 ελευθερώνω  music σκλά-βος

 

 

σκλαβώνω, σκλαβώνομαι ρήμα (σκλάβωσα, θα σκλαβώσω) velos σκλάβος

 

 

σκληραίνω ρήμα (σκλήρυνα, θα σκληρύνω) velos σκληρός

 

 

σκληρός, σκληρή, σκληρό επίθετο (σκληροί, σκληρές, σκληρά)

check1 Όταν κάτι είναι σκληρό, όπως τα μέταλλα και το ξύλο, δε λυγίζει, δε σπάει ή δεν κόβεται εύκολα.  circle2 μαλακός 

check2 Όταν τα μαλλιά μας, το δέρμα μας ή ένα ύφασμα είναι σκληρά, δε μας είναι ευχάριστο να τα χαϊδεύουμε ή να τ' αγγίζουμε.  circle2 απαλός, μαλακός 

check2 Η βασίλισσα ήταν πολύ σκληρή με τη Χιονάτη. Η βασίλισσα δεν ήταν καθόλου καλή με τη Χιονάτη.  circle2 κακός  romvos Όταν κάποιος είναι σκληρός, φέρεται με σκληρότητα. Όταν κάτι σκληραίνει, γίνεται σκληρό.  circle2 μαλακώνω Πολλοί άνθρωποι φέρονται σκληρά στα ζώα, δηλαδή τα τυραννούν.  music σκλη-ρός

 

 

σκοινάκι και σχοινάκι [το] ουσιαστικό (σκοινάκια/σχοινάκια) velos σκοινί

 

 

σκοινί και σχοινί [το] ουσιαστικό (σκοινιά) 

eikona556

check1 Το σκοινί είναι ένα λεπτό ή χοντρό κορδόνι, φτιαγμένο από πολλά λεπτά νήματα που τα έχουν στρίψει όλα μαζί. Με το σκοινί δένουμε πακέτα και στερεώνουμε ή κρεμάμε αντικείμενα.  

pen1 O Κώστας και η Αθηνά έδεσαν τη βάρκα μ' ένα σκοινί σ' ένα βράχο.  romvos Στο διάλειμμα τα κορίτσια παίζουν σκοινάκι.  music σκοι-νί

 

 

σκόνη [η] ουσιαστικό (σκόνες)  

check1 Η σκόνη είναι πολύ ψιλό και ξεραμένο χώμα. Είναι τόσο ελαφρύ, που κυκλοφορεί στον αέρα μέχρι να ακουμπήσει κάπου, όπως στο πάτωμα ή στα έπιπλα.  

pen1 Η Χιονάτη τίναξε τα χαλιά του σπιτιού για να φύγουν οι σκόνες.

check2 Αγοράζουμε γάλα, κανέλα ή σαπούνι σε σκόνη, δηλαδή ξεραμένα και τριμμένα. 

check2 «Τους κάναμε σκόνη στο ποδόσφαιρο!» φώναξε ο Κώστας, δηλαδή νικήσαμε με μεγάλη ευκολία.  romvos ξεσκονίζω, ξεσκονόπανο  music σκό-νη

 

 

σκοντάφτω ρήμα (σκόνταψα,θα σκοντάψω)

check1 Όταν σκοντάφτεις κάπου, πέφτεις καθώς περπατάς πάνω σε πέτρα ή άλλο εμπόδιο.  
check2 Όταν σκοντάφτεις, χάνεις την ισορροπία σου και μπορεί να πέσεις κάτω.

music σκο-ντά-φτω

 

 

σκοπεύω ρήμα (σκόπευα) velos σκοπός

 

 

σκοπός [ο] ουσιαστικό (σκοποί)

check1 Όταν έχεις ένα σκοπό, έχεις βάλει κάτι στο μυαλό σου και θέλεις πολύ να το πετύχεις.  

pen1 Η Αθηνά έχει βάλει σκοπό στη ζωή της να γίνει μία πολύ καλή ζωγράφος.  

check2 Σκοπό λέμε κι αυτόν που στέκεται κάπου και φυλάει ένα χώρο. 

circle1 φύλακας, φρουρός   romvos Όταν σκοπεύεις να πας εκδρομή, το έχεις βάλει σκοπό. Όταν ένας κυνηγός σκοπεύει ένα αγριογούρουνο, στρέφει το όπλο εναντίον του για να το πυροβολήσει.  music σκο-πός

 

 

– Πότε λέμε ότι κάποιος είναι σκληρό καρύδι;

 

 

σκορδαλιά [η] ουσιαστικό (σκορδαλιές) velos σκόρδο

 

 

σκόρδο [το] ουσιαστικό (σκόρδα) 

eikona557

check1 Το σκόρδο είναι ένα άσπρο φυτό που φυτρώνει κάτω από τη γη. Έχει δυνατή μυρωδιά. Το βάζουμε στο φαγητό για να νοστιμέψει.  

romvos Όταν φτιάχνεις σκορδαλιά, ανακατεύεις ψωμί, λάδι, ξίδι και μερικές σκελίδες σκόρδο, δηλαδή μερικά κομμάτια σκόρδου.  music σκόρ-δο

 

 

σκορπίζω και σκορπώ, σκορπάω ρήμα (σκόρπισα, θα σκορπίσω)

check1 Η Αθηνά έβγαλε όλα τα παιχνίδια της από τα συρτάρια και τα σκόρπισε στο χαλί. Τα πέταξε εδώ κι εκεί.  circle2 μαζεύω

eikona558

check2 Μόλις χτύπησε το κουδούνι, τα παιδιά σκόρπισαν και πήγε το καθένα στο σπίτι του.  

check2 Όταν ένα λουλούδι σκορπάει τη μυρωδιά του, ο αέρας την πηγαίνει πολύ μακριά.

romvos «Αθηνά, το δωμάτιό σου είναι γεμάτο σκόρπια παιχνίδια!» φώναξε η κυρία Μαργαρίτα.  music σκορ-πί-ζω

O αέρας σκόρπισε τα φύλλα.

 

 

σκόρπιος, σκόρπια, σκόρπιο επίθετο (σκόρπιοι, σκόρπιες, σκόρπια) velos σκορπίζω

 

 

σκορπιός [ο] ουσιαστικό (σκορπιοί) 

check1 O σκορπιός είναι ένα μικρό ζώο που μοιάζει με αράχνη. Ζει στις ζεστές χώρες, έχει οκτώ πόδια και δύο τσιμπίδες, ενώ το σώμα του καταλήγει σε μία ουρά που έχει ένα δηλητηριώδες κεντρί.  music σκορ-πιός

 

 

σκοτάδι [το] ουσιαστικό (σκοτάδια) velos σκοτεινός

 

 

σκοτεινιάζω ρήμα (σκοτείνιασα, θα σκοτεινιάσω) velos σκοτεινός

 

 

σκοτεινός, σκοτεινή, σκοτεινό επίθετο (σκοτεινοί, σκοτεινές, σκοτεινά)  

check1 Ένα σκοτεινό δωμάτιο δεν έχει πολύ φως.  

pen1 Όταν κόπηκε το ρεύμα, όλα τα δωμάτια ήταν σκοτεινά και δεν έβλεπε κανείς.

check2 Όταν φοράς σκοτεινά χρώματα, φοράς ρούχα με σκούρο χρώμα.  

circle1 σκούρος  circle2 φωτεινός, ανοιχτός   romvos Όταν ένα σπίτι είναι σκοτεινό, είναι μέσα στο σκοτάδι. Όταν σκοτεινιάζει, πέφτει ο ήλιος κι έρχεται το βράδυ.  

circle1 νυχτώνει, σουρουπώνει, βραδιάζει  circle2 χαράζει, ξημερώνει, φέγγει   

romvos Όταν ένα δωμάτιο σκοτεινιάζει, γίνεται σκοτεινό.  music σκο-τει-νός

 

 

σκοτώνω, σκοτώνομαι ρήμα (σκότωσα, θα σκοτώσω)

check1 Όταν σκοτώνω κάποιον, τον κάνω να μη ζει πια, επειδή το θέλω ή και κατά λάθος.  circle1 θανατώνω

check2 O κύριος Γιάννης σκοτώνεται στη δουλειά. Κουράζεται πολύ! 

check2 O Νίκος ξέχασε τα κλειδιά του και σκοτώνει την ώρα του περπατώντας, μέχρι να γυρίσει η μαμά του. Το κάνει για να περάσει η ώρα του.  romvos Αυτή η δουλειά είναι σκότωμα, είναι πολύ κουραστική.  music σκο-τώ-νω

 

 

σκουλαρίκι [το] ουσιαστικό (σκουλαρίκια)

check1 Το σκουλαρίκι είναι ένα κόσμημα που φοριέται στο αυτί.  music σκου-λα-ρί-κι

Δες κόσμημα

 

 

σκουλήκι [το] ουσιαστικό (σκουλήκια) 

eikona559

check1 Το σκουλήκι είναι ένα μικρό ζώο με μαλακό, λεπτό και μακρύ σώμα. Δεν έχει πόδια, σέρνεται και ζει στο χώμα.  romvos Όταν ένα φρούτο σκουληκιάζει, βγάζει σκουλήκια.  music σκου-λή-κι

 

 

σκουληκιάζω ρήμα (σκουλήκιασα, θα σκουληκιάσω) velos σκουλήκι

 

 

σκουντούφλης [ο], σκουντούφλα [η] ουσιαστικό (σκουντούφληδες, σκουντούφλες) velos σκουντουφλώ

 

 

σκουντουφλώ και σκουντουφλάω ρήμα (σκουντούφλησα, θα σκουντουφλήσω)

check1 Όταν κάποιος σκουντουφλά,σκοντάφτει, επειδή ζαλίζεται, είναι μεθυσμένος ή νυστάζει.  romvos Όταν είσαι σκουντούφλης, σκουντουφλάς συχνά.  music σκου-ντου-φλώ

 

 

σκουντώ και σκουντάω ρήμα (σκούντηξα, θα σκουντήξω)  

check1 Όταν σκουντάς κάποιον ή κάτι, τον σπρώχνεις με τον αγκώνα ή με τον ώμο σου.

romvos O Κώστας έδωσε ένα δυνατό σκούντημα στην Αθηνά.  music σκου-ντώ

 

 

σκούπα [η] ουσιαστικό (σκούπες) 

eikona560

check1 Η σκούπα έχει ένα ξύλο για να την πιάνουμε, το σκουπόξυλο, και μία βούρτσα για να διώχνουμε τη σκόνη και τα σκουπίδια από το πάτωμα ή από το έδαφος. Υπάρχουν και ηλεκτρικές σκούπες που λειτουργούν με ρεύμα.  romvos Η θεία Κατερίνα σκουπίζει κάθε μέρα το σπίτι. Το καθαρίζει με τη σκούπα. Τα ψίχουλα από το χαλί όμως τα καθαρίζει με το ηλεκτρικό σκουπάκι.  music σκού-πα

 

 

σκουπίδι [το] ουσιαστικό (σκουπίδια)

eikona561

check1 Σκουπίδι λέμε καθετί άχρηστο ή βρόμικο που πετάμε. Όταν πετάς κάτι στα σκουπίδια, το ρίχνεις σ' ένα δοχείο για τα άχρηστα πράγματα.  
check2 «Τα σκουπίδια δεν πέρασαν εδώ και τρεις μέρες και ο δρόμος είναι βρόμικος!» παραπονέθηκε η κυρία Μαργαρίτα. Το σκουπιδιάρικο δεν πέρασε.

romvosσκουπιδιάρηδες είναι υπάλληλοι του δήμου που μαζεύουν τα σκουπίδια από τους σκουπιδοτενεκέδες του δρόμου και τα ρίχνουν σ' ένα μεγάλο φορτηγό, το σκουπιδιάρικο.  music σκου-πί-δι

 

 

σκουπιδιάρης [ο] ουσιαστικό (σκουπιδιάρηδες) velos σκουπίδι

 

 

σκουπιδιάρικο [το] ουσιαστικό (σκουπιδιάρικα) velos σκουπίδι

 

 

σκουπίζω, σκουπίζομαι ρήμα (σκούπισα, θα σκουπίσω) velos σκούπα

 

 

σκουραίνω ρήμα (σκούρυνα, θα σκουρύνω) velos σκούρος

 

 

σκουριά [η] ουσιαστικό (σκουριές)  

check1 Η σκουριά είναι το κόκκινο χρώμα που βλέπεις πάνω σε παλιά μέταλλα που έχουν βραχεί.  romvos Τα κάγκελα του κυρίου Μιχάλη σκούριασαν από τη βροχή. Γέμισαν σκουριά.  music σκου-ριά

 

 

σκουριάζω ρήμα (σκούριασα, θα σκουριάσω) velos σκουριά

 

 

σκούρος, σκούρα/σκούρη, σκούρο επίθετο (σκούροι, σκούρες, σκούρα)

check1 Ένα σκούρο χρώμα είναι σκοτεινό.  circle2 ανοιχτός, φωτεινός  pen1 O κύριος Δημήτρης φοράει σκούρα ρούχα, γκρι, καφέ και μαύρα για να μη λερώνουν εύκολα.

check2 Λέμε ότι τα βρίσκεις σκούρα, όταν βρίσκεις μεγάλες δυσκολίες και εμπόδια.

romvos Η κυρία Μαργαρίτα σκούρυνε τα μαλλιά της. Τα έβαψε πιο σκούρο χρώμα.

music σκού-ρος

 

 

σκούφος [ο] ουσιαστικό (σκούφοι)

eikona562

check1 O σκούφος είναι ένα πλεχτό καπέλο που σκεπάζει όλο το κεφάλι μας για να μην κρυώνουμε.  music σκού-φος
-Λέμε και το σκουφί και η σκούφια.

 

 

σκύβω ρήμα (έσκυψα, θα σκύψω)

check1 Όταν σκύβεις, γέρνεις το σώμα σου μπροστά χαμηλώνοντας το κεφάλι σου.

pen1 O Κώστας έσπασε το βάζο κι έσκυψε για να μαζέψει τα κομμάτια από το πάτωμα.

romvos O κύριος Μιχάλης πάλι περπατάει σκυφτός στο δρόμο και σκέφτεται. σκύψιμο

music σκύ-βω

 

 

σκύλος [ο], σκύλα [η] ουσιαστικό (σκύλοι,σκύλες) 

check1 O σκύλος είναι ένα ήμερο, κατοικίδιο ζώο. Είναι φύλακας του σπιτιού και των ανθρώπων. Κάνει γαβ γαβ, δηλαδή γαβγίζει.

check2 Λέμε πως κάποιος είναι σκυλί, όταν έχει πολλή δύναμη και μεγάλη αντοχή.

music σκύ-λος  pen2 'το αγρόκτημα'
-Λέμε και το σκυλί.

 

 

σκυτάλη [η] ουσιαστικό 

check1 Η σκυτάλη είναι ένα μικρό ξύλινο ραβδί που κρατούν οι αθλητές στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας.  romvos Στη σκυταλοδρομία αθλητές από την ίδια ομάδα μοιράζονται μία μεγάλη απόσταση δρόμου. Όταν τελειώσει τη διαδρομή που έχει να κάνει ο κάθε αθλητής, δίνει τη σκυτάλη στον επόμενο.  music σκυ-τά-λη

 

 

σκυφτός, σκυφτή, σκυφτό επίθετο (σκυφτοί, σκυφτές, σκυφτά) velos σκύβω

 

 

σλιπ [το] ουσιαστικό  

check1 Το σλιπ είναι το εσώρουχο που φορούν οι άντρες και οι γυναίκες κάτω από τη μέση τους.  circle1 βρακί,σώβρακο  romvos σλιπάκι  music σλιπ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σλίπιν-μπαγκ [το] ουσιαστικό 

eikona563

check1 Το σλίπιν-μπαγκ είναι ένα ζεστό πάπλωμα που το τυλίγουμε και το βάζουμε σε σάκο. Το χρησιμοποιούμε συνήθως στα ταξίδια, όταν κοιμόμαστε έξω ή σε σκηνή.

circle1 υπνόσακος  music σλί-πιν μπαγκ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σμήνος [το] ουσιαστικό (σμήνη) 

check1 Το σμήνος είναι ένα πλήθος από μέλισσες, σφήγκες ή πουλιά.  circle1 σμάρι 
check2 Σμήνος λέμε και την ομάδα πολεμικών αεροπλάνων.  music σμή-νος

 

 

σνακ [το] ουσιαστικό  

check1 Το σνακ είναι ένα πρόχειρο γεύμα, κάτι που μπορείς να φας γρήγορα κι εύκολα, όπως τα σάντουιτς και τα μπισκότα.  music σνακ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σοβαρεύω ρήμα (σοβάρεψα, θα σοβαρέψω) velos σοβαρός

 

 

σοβαρός, σοβαρή, σοβαρό επίθετο (σοβαροί, σοβαρές, σοβαρά) 

check1 Όταν κάποιος είναι σοβαρός, δεν κάνει αστεία, ούτε γελάει και σκέφτεται πολύ πριν πει ή πριν κάνει κάτι.

check2 O κύριος Γιάννης λέει πως η ειρήνη στον κόσμο είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα. Η ειρήνη είναι πολύ σημαντικό θέμα.  romvos Όταν είσαι σοβαρός, έχεις σοβαρότητα. Όταν σοβαρεύεις, γίνεσαι σοβαρός.  music σο-βα-ρός

 

 

σόγια [η] ουσιαστικό 

check1 Η σόγια είναι ένα φυτό που το τρώμε συχνά αντί για κρέας.  

pen1 Σε κάθε νηστεία η κυρία Μαργαρίτα μαγειρεύει σόγια.  romvos σογιέλαιο  music σό-για

 

 

σόδα [η] ουσιαστικό (σόδες) 

check1 Η σόδα είναι μία άσπρη σκόνη που τη βάζουμε στα γλυκά και στα φαγητά.

check2 Η σόδα είναι κι ένα αναψυκτικό που το πίνουμε για να χωνέψουμε, όταν έχουμε φάει πολύ.  music σό-δα

 

 

σοδειά [η] ουσιαστικό (σοδειές)

check1 Η σοδειά είναι όλα τα προϊόντα που μαζεύει ή παράγει ένας γεωργός κάθε χρονιά.  circle1 συγκομιδή  music σο-δειά

 

 

σόι [το] ουσιαστικό (σόγια) 

check1 Το σόι σου είναι όλοι οι συγγενείς σου. 

check2 «Μα τι σόι άνθρωπος είναι ο κύριος Μιχάλης; Άλλοτε φωνάζει συνέχεια κι άλλοτε είναι καλός σαν παιδί» είπε η κυρία Μαργαρίτα. Τι είδους άνθρωπος είναι;  music σό-ι

 

 

σοκ [το] ουσιαστικό 

check1 Όταν κάποιος παθαίνει σοκ, ταράζεται ή ξαφνιάζεται απότομα από κάτι κακό.

romvos Όταν σοκάρεις κάποιον, τον ξαφνιάζεις απότομα, του προκαλείς σοκ.  music σοκ 
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σοκάκι [το] ουσιαστικό (σοκάκια) 

check1 Το σοκάκι είναι ένας μικρός και στενός δρόμος.  music σο-κά-κι

 

 

σοκάρω ρήμα (σόκαρα, θα σοκάρω) velos σοκ

 

 

σοκολάτα [η] ουσιαστικό (σοκολάτες) 

eikona564

check1 Η σοκολάτα είναι ένα γλυκό που φτιάχνεται από ζάχαρη, κακάο και γάλα.

check2 Η σοκολάτα είναι και ρόφημα.  

romvos Τα σοκολατάκια είναι μικρές μπουκίτσες από σοκολάτα, τυλιγμένες σε χαρτί. Τα σερβίρουμε στις γιορτές και τα κάνουμε δώρο. Ένα σοκολατένιο αυγό είναι φτιαγμένο από σοκολάτα. Το σοκολατούχο γάλα είναι γάλα με σοκολάτα.  

music σο-κο-λά-τα

 

 

σόλα [η] ουσιαστικό (σόλες)  

check1 Η σόλα είναι το κάτω μέρος του παπουτσιού σου.

check2 Λέμε ότι το κρέας μοιάζει με σόλα, όταν είναι πολύ σκληρό.  music σό-λα

 

 

σόμπα [η] ουσιαστικό (σόμπες)  

check1 Η σόμπα είναι μία συσκευή που μας ζεσταίνει το χειμώνα. Υπάρχουν σόμπες που λειτουργούν με ξύλα, πετρέλαιο, υγραέριο ή ηλεκτρισμό.  circle1 θερμάστρα  music σό-μπα

 

 

σόου [το] ουσιαστικό  

check1 Το σόου είναι ένα ευχάριστο θέαμα που έχει συνήθως μουσική και χορό.

pen1 Η θεία του κυρίου Μιχάλη βλέπει συχνά στην τηλεόραση σόου με καλεσμένους τραγουδιστές και ηθοποιούς.  music σό-ου
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σορτς [το] ουσιαστικό  

eikona565

check1 Το σορτς είναι ένα κοντό παντελόνι που το φοράς το καλοκαίρι. Σορτς φοράνε και οι περισσότεροι αθλητές.  

circle1 σορτσάκι  music σορτς
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σορτσάκι [το] ουσιαστικό (σορτσάκια) velos σορτς

 

 

σουβενίρ [το] ουσιαστικό  

check1 Το σουβενίρ είναι κάτι που παίρνεις από κάπου ή κάποιον και το κρατάς για να σου θυμίζει ένα μέρος ή ένα πρόσωπο.  circle1 ενθύμιο  music σου-βε-νίρ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σούβλα [η] ουσιαστικό (σούβλες)

check1 Η σούβλα είναι μακρύ σίδερο ή ξύλο, μυτερό στη μία άκρη για να το περνάμε μέσα από το κρέας που θέλουμε να ψήσουμε.  

eikona566

romvos Το σουβλάκι είναι μικρά κομμάτια από κρέας περασμένα σε μία λεπτή και μικρή βέργα για να ψηθούν. Όταν σουβλίζεις το κρέας, το περνάς στη σούβλα για να το ψήσεις. Όταν κάτι είναι σουβλερό, είναι μυτερό.  

music σού-βλα

 

 

σουβλάκι [το] ουσιαστικό (σουβλάκια) velos σούβλα

 

 

σουβλίζω ρήμα (σούβλισα, θα σουβλίσω) velos σούβλα

 

 

σούζα [η] ουσιαστικό (σούζες)

check1 Όταν ο κύριος Μιχάλης φωνάζει το σκύλο του, εκείνος στέκεται σούζα. Μένει ακίνητος και στηρίζεται στα δύο πίσω του πόδια. circle1 στέκομαι προσοχή

check2 Θυμώνει όμως πολύ, όταν βλέπει νέα παιδιά να κάνουν σούζες πάνω στις μηχανές. Να τρέχουν και να στηρίζονται μόνο στην πίσω ρόδα της μηχανής.

music σού-ζα

 

 

σουλούπι [το] ουσιαστικό  

check1 Το σουλούπι σου είναι η εξωτερική σου εμφάνιση.  

pen1 Εύκολα καταλαβαίνεις πως η θεία Κατερίνα είναι αδερφή του κυρίου Γιάννη, γιατί έχουν ίδιο σουλούπι.  circle1 μορφή, παρουσιαστικό  romvos Όταν σουλουπώνεις κάποιον, του φτιάχνεις την εξωτερική εμφάνιση.  music σου-λού-πι

 

 

σουλουπώνω, σουλουπώνομαι ρήμα (σουλούπωσα, θα σουλουπώσω) velos σουλούπι

 

 

σουξέ [το] ουσιαστικό 

check1 Όταν έχεις σουξέ σε κάτι, έχεις μεγάλη επιτυχία. 

check2 Σουξέ λέμε και το τραγούδι που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία.  circle1 επιτυχία  music σου-ξέ

-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό. Χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή όταν μιλάμε με τους φίλους μας και όχι όταν γράφουμε.

 

 

σούπα [η] ουσιαστικό (σούπες)

eikona567

check1 Η σούπα είναι ένα ζεστό φαγητό με ζουμί από κρέας, ψάρι ή λαχανικά που το τρώμε σε βαθύ πιάτο.

check2 Λέμε πως κάτι έχει γίνει σούπα, όταν είναι άνοστο, βαρετό ή συνηθισμένο.

romvos κοτόσουπα, κρεατόσουπα, λαχανόσουπα, ψαρόσουπα  music σού-πα

 

 

σούπερ επίθετο  

check1 Λέμε ότι κάτι είναι σούπερ, όταν είναι το πιο καλό, το πιο μεγάλο ή το πιο τέλειο.

music σού-περ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό. Συνήθως χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή, όταν μιλάμε με τους φίλους μας.

 

 

σουπερμάρκετ [το] ουσιαστικό 

check1 Το σουπερμάρκετ είναι ένα μεγάλο κατάστημα που πουλάει κυρίως τρόφιμα αλλά και άλλα είδη, όπως καλλυντικά, συσκευές ή και ρούχα.  music σου-περ-μάρ-κετ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σουπιά [η] ουσιαστικό (σουπιές)

check1 Η σουπιά είναι ένα ζώο της θάλασσας χωρίς κόκαλα. Έχει δέκα πλοκάμια και όταν την πλησιάζει ένας εχθρός, πετάει το μελάνι της.

check2 Λέμε πως κάποιος είναι σουπιά, όταν ξεφεύγει από τις δυσκολίες με πονηρό τρόπο.  music σου-πιά  pen2 'η θάλασσα'

 

 

σούρα [η] ουσιαστικό (σούρες) velos σουρώνω

 

 

σουρώνω ρήμα (σούρωσα, θα σουρώσω)

check1 O θείος Αλέκος πίνει πολύ τσάι του βουνού. Το βράζει και μετά το σουρώνει σ' ένα φλιτζάνι. Το στραγγίζει μ' ένα σουρωτήρι για να μη μείνουν φύλλα μέσα στο φλι-τζάνι.  circle1 στραγγίζω

check2 «Μη σουρώσεις πολύ το φόρεμα, γιατί θα σε παχαίνει!», είπε η κυρία Μαργαρίτα στη θεία Έλλη. Μην του κάνεις πτυχές.  romvos Η θεία Έλλη προτιμάει τις ίσιες φούστες, ενώ στην κυρία Μαργαρίτα πάνε περισσότερο οι φούστες με σούρα.  circle1 πιέτα Με το σουρωτήρι σουρώνουμε τα μακαρόνια.  music σου-ρώ-νω

 

 

σουρωτήρι [το] ουσιαστικό (σουρωτήρια) velos σουρώνω

 

 

σουσάμι [το] ουσιαστικό (σουσάμια)

check1 Το κουλούρι και το παστέλι είναι φτιαγμένα με σουσάμι, δηλαδή με μικρούς νόστιμους σπόρους.  romvos Ένα σουσαμένιο κουλούρι έχει επάνω του σουσάμι.

music σου-σά-μι

 

 

σούσουρο [το] ουσιαστικό  

check1 Μόλις η δασκάλα ανακοίνωσε πως τα παιδιά θα γράψουν αύριο τεστ, ακούστηκε ένα σούσουρο. Ακούστηκε ένας θόρυβος από τα παιδιά που ψιθύριζαν.

check2 Όταν μαθεύτηκε πως ο κύριος Μιχάλης μάζεψε τα κουταβάκια στο σπίτι του έγινε μεγάλο σούσουρο στη γειτονιά. Άλλοι έλεγαν πως θα τα κρατήσει κι άλλοι πως θα τα δώσει αλλού.  music σού-σου-ρο

 

 

σούστα [η] ουσιαστικό (σούστες)   

check1 –Γιατί όταν πηδάω στο κρεβάτι του μπαμπά και της μαμάς, τινάζομαι προς τα επάνω; ρώτησε η Αθηνά.  –Μα, γιατί έχει σούστες! είπε ο Κώστας.  circle1 ελατήριο

check2 Σούστες βάζουμε και στα ρούχα. Είναι μικρά μεταλλικά κουμπιά με δύο μέρη. Το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο, όταν τα πιέζουμε.  music σού-στα

 

 

σουτ [το] ουσιαστικό  

check1 Το τελευταίο σουτ του Κώστα έσωσε την ομάδα του, αφού η μπάλα μπήκε στα δίχτυα του τερματοφύλακα. Το τελευταίο χτύπημα της μπάλας προς τα δίχτυα.  

romvos Όταν ο Κώστας σουτάρει, χτυπάει τη μπάλα, κάνει ένα σουτ.  music σουτ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σουτ επιφώνημα  

check1 Λέμε σε κάποιον «Σουτ!», όταν θέλουμε να κάνει ησυχία.

circle1 ησυχία, τσιμουδιά, σιωπή, άχνα  music σουτ

 

 

σουτάρω ρήμα (σούταρα, θα σουτάρω) velos σουτ

 

 

σουτζουκάκι [το] ουσιαστικό (σουτζουκάκια)

check1 Τα σουτζουκάκια είναι μακρόστενα κεφτεδάκια συνήθως με κόκκινη σάλτσα.

music σου-τζου-κά-κι

 

 

σοφέρ [ο], σοφερίνα [η] ουσιαστικό (σοφέρ, σοφερίνες)

check1 Η δουλειά του σοφέρ είναι να οδηγεί αυτοκίνητα.  

pen1 O διευθυντής της εταιρείας που δουλεύει η κυρία Μαργαρίτα έρχεται μ' ένα αυτοκίνητο που το οδηγεί σοφέρ.  circle1 οδηγός  music σο-φέρ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σοφία [η] ουσιαστικό (σοφίες) velos σοφός

 

 

σοφίτα [η] ουσιαστικό (σοφίτες)

check1 Η σοφίτα είναι ένα μικρό δωμάτιο κάτω από τη σκεπή ενός σπιτιού.  music σο-φί-τα

 

 

σοφός, σοφή, σοφό επίθετο (σοφοί, σοφές, σοφά)

check1 Σοφό λέμε κάποιον που έχει πολλές γνώσεις και ξέρει πολλά πράγματα. 

check2 O Ίγκλι πήρε μία σοφή απόφαση. Να διαβάσει περισσότερο για να μάθει τέλεια τα ελληνικά. Πήρε μία σωστή απόφαση.  

romvos Όταν κάποιος είναι σοφός, έχει σοφία, σκέφτεται σοφά.  music σο-φός

 

 

σπαγγέτι [το] ουσιαστικό

eikona568

check1 Το σπαγγέτι είναι η ιταλική λέξη για τα λεπτά μακαρόνια.  music σπαγ-γέ-τι
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σπαγγοραμμένος, σπαγγοραμμένη, σπαγγοραμμένο επίθετο (σπαγγοραμμένοι, σπαγγοραμμένες, σπαγγοραμμένα)   velos σπάγγος

 

 

σπάγγος [ο] ουσιαστικό (σπάγγοι)

check1 O σπάγγος είναι ένα πολύ λεπτό σκοινί.  
check2 Λέμε ότι κάποιος είναι σπάγγος, όταν είναι πολύ τσιγκούνης.  

circle1 τσιφούτης, τσιγκούνης, σπαγγοραμμένος  circle2 ανοιχτοχέρης   

romvos Όταν κάποιος είναι σπαγγοραμμένος, είναι πολύ τσιγκούνης.  music σπάγ-γος

 

 

σπαζοκεφαλιά [η] ουσιαστικό (σπαζοκεφαλιές) velos σπάζω

 

 

σπάζω και σπάω ρήμα (έσπασα, θα σπάσω)

check1 O Κώστας έριξε το αγαπημένο βάζο της κυρίας Μαργαρίτας και το έσπασε. Δηλαδή το έκανε κομμάτια. Το βάζο έσπασε με θόρυβο και τα κομμάτια του πετάχτηκαν παντού.  
check2 Η Αθηνά κόντεψε να σπάσει το πόδι της, όταν έπεσε από το ποδήλατο. Κόντεψε να το χτυπήσει σοβαρά.  
check2 Τα νεύρα της Αθηνάς έσπασαν, που δεν μπορούσε να βρει τη Ροζαλία. Μετά όμως έσπασε το κεφάλι της για να σκεφτεί πού θα μπορούσε να είναι. Φοβήθηκε μήπως την πειράξει κανείς για να σπάσει πλάκα.  romvos Το πρόβλημα με τη Ροζαλία είναι μία σπαζοκεφαλιά για την Αθηνά. Δεν μπορούσε να το λύσει. σπάσιμο

music σπά-ζω

 

 

σπαθί [το] ουσιαστικό (σπαθιά) 

check1 Το σπαθί είναι ένα μακρύ όπλο σε σχήμα μαχαιριού.  circle1 ξίφος  

check2 O θείος Τάκης είναι άνθρωπος σπαθί κι ό,τι έχει κερδίσει, το έχει κερδίσει με το σπαθί του. Δε λέει ψέματα κι έχει πετύχει στη ζωή με την αξία του.

music σπα-θί  pen2 'παραμύθια'

 

 

σπανάκι [το] ουσιαστικό (σπανάκια)

check1 Το σπανάκι είναι ένα λαχανικό με πλατιά, σκούρα πράσινα φύλλα. 

romvos σπανακόπιτα, σπανακόρυζο  music σπα-νά-κι

 

 

σπάνιος, σπάνια, σπάνιο επίθετο (σπάνιοι, σπάνιες, σπάνια)

check1 Όταν κάτι είναι σπάνιο, υπάρχει σε μικρό αριθμό, γίνεται λίγες φορές ή το βρίσκουμε δύσκολα.  pen1 O κύριος Δημήτρης κάνει συλλογή από σπάνια παλιά νομίσματα που δεν κυκλοφορούν πια.  circle2 συχνός  music σπά-νι-ος

 

 

– Πότε λέμε ότι κάποιον τον έχουν  σπάσει στο ξύλο;

 

 

σπαρταρώ και σπαρταράω ρήμα (σπαρτάρησα, θα σπαρταρήσω)

check1 Ένα ψάρι σπαρταράει, όταν είναι έξω από το νερό. Τινάζεται από εδώ κι από εκεί πριν πεθάνει.  
check2 Η Ελένη άκουσε το αστείο του Νίκου και σπαρταράει από τα γέλια. Χτυπιέται από τα γέλια.  music σπαρ-τα-ρώ

 

 

σπασίκλας [ο], σπασίκλα [η] ουσιαστικό (σπασίκλες) 

check1 Όταν κάποιος διαβάζει συνέχεια χωρίς να ασχολείται και με άλλα πράγματα, τον κοροϊδεύουμε και τον λέμε σπασίκλα.  music σπα-σί-κλας

 

 

σπατάλη [η] ουσιαστικό (σπατάλες) velos σπαταλώ

 

 

σπάταλος, σπάταλη, σπάταλο επίθετο (σπάταλοι, σπάταλες, σπάταλα) velos σπαταλώ

 

 

σπαταλώ και σπαταλάω, σπαταλιέμαι ρήμα (σπατάλησα, θα σπαταλήσω)

check1 Όταν σπαταλάς κάτι, το ξοδεύεις χωρίς μέτρο και άσκοπα.  

pen1 «Αν σπαταλάς έτσι το νερό, θα πληρώσουμε πολλά» είπε ο κύριος Μιχάλης στη θεία του.  romvos «Είσαι πολύ σπάταλη, θεία!» συμπλήρωσε και κάνεις μεγάλη σπατάλη νερού» συνέχισε.  music σπα-τα-λώ

 

 

σπέρνω ρήμα (έσπειρα, θα σπείρω)  

check1 Όταν ο γεωργός σπέρνει τη γη, σκορπίζει στο έδαφος σπόρους για να φυτρώσουν φυτά.  pen1 O θείος Αλέκος σπέρνει κάθε χρόνο το χωράφι του με σιτάρι.  circle2 θερίζω 

check2 «Σταμάτα να σπέρνεις τα πράγματά σου από εδώ κι από εκεί!» φώναξε η θεία Μαργαρίτα στην Αθηνά. Σταμάτα να τα σκορπάς.  romvos O σπόρος είναι το μικρό κουκούτσι που σπέρνουμε για να φυτρώσει ένα φυτό. Τα σπόρια είναι οι μικροί σπόροι που υπάρχουν μέσα στο πεπόνι, το κολοκύθι και το καρπούζι.  music σπέρ-νω

 

 

σπέσιαλ επίθετο 

check1 Το φόρεμα που αγόρασε η θεία Κατερίνα ήταν στην αρχή πολύ ακριβό αλλά η πωλήτρια της έκανε μία σπέσιαλ τιμή: της έκοψε 60 ευρώ. Της έκανε μία ιδιαίτερη, μία πολύ καλή τιμή.  music σπέ-σιαλ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σπήλαιο [το] ουσιαστικό (σπήλαια)

check1 Το σπήλαιο είναι μία μεγάλη σπηλιά με πολλές φυσικές ομορφιές. Είναι αξιοθέατο, δηλαδή ο κόσμος πηγαίνει να το επισκεφτεί.  music σπή-λαι-ο

 

 

σπηλιά [η] ουσιαστικό (σπηλιές)  

eikona569

check1 Η σπηλιά είναι μία πολύ μεγάλη τρύπα στην πλαγιά ενός βουνού ή μέσα σε βράχια.  music σπη-λιά

 

 

 

 

σπίθα [η] ουσιαστικό (σπίθες)

check1 Από το αναμμένο τζάκι του θείου Τάκη πεταγόταν σπίθες φωτιάς.
check2 Σπίθα είναι και μία λάμψη ηλεκτρισμού, όταν δύο καλώδια ενώνονται.  music σπί-θα

 

 

σπίρτο [το] ουσιαστικό (σπίρτα)

eikona570

check1 Το σπίρτο είναι ένα μικρό και λεπτό κομμάτι ξύλου. Ανάβει όταν τρίβουμε τη μία άκρη του.  pen1 Η θεία Κατερίνα άναψε τα κεριά με τα σπίρτα, επειδή δεν είχε αναπτήρα.  circle1 σπιρτόξυλο  

romvos Το σπιρτόκουτο είναι το χάρτινο κουτί που έχει μέσα του σπίρτα.  music σπίρ-το

 

 

σπίτι [το] ουσιαστικό (σπίτια) 

check1 Το σπίτι σου είναι το κτίριο όπου μένεις. Εκεί περνάς το χρόνο σου, κάθεσαι και κοιμάσαι.  pen1 Το σπίτι του κυρίου Μιχάλη είναι μονοκατοικία, ενώ το σπίτι του κυρίου Γιάννη είναι ένα διαμέρισμα σε πολυκατοικία.

circle1 οικία, οίκος, κατοικία, σπιτικό  romvos Η θεία Έλλη προτιμάει να φτιάχνει σπιτικό φαγητό. Είναι και σπιτόγατα και καλή σπιτονοικοκυρά. Φροντίζει με μεγάλη αγάπη το σπιτικό της.  music σπί-τι  pen2 'το σπίτι'

 

 

σπιτονοικοκύρης [ο] σπιτονοικοκυρά [η] ουσιαστικό (σπιτονοικοκύρηδες, σπιτονοικοκυρές) velos σπίτι

 

 

– Πότε λέμε σε κάποιον να μη  φυτρώνει εκεί που δεν τον  σπέρνουν;

 

 

το σπίτι

 

eikona571

 

σπορ [το] ουσιαστικό  

check1 Το σπορ είναι ένα άθλημα.  pen1 -Με ποιο σπορ ασχολείσαι; ρώτησε ο Ίγκλι τον Κώστα. -Με το ποδόσφαιρο, απάντησε εκείνος.

check2 (σαν επίθετο) O κύριος Γιάννης φόρεσε τα σπορ ρούχα του, γιατί σήμερα θα πάει εκδρομή. Φόρεσε καθημερινά, άνετα ρούχα.  music σπορ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σπόρι [το] ουσιαστικό (σπόρια) velos σπέρνω

 

 

σπόρος [ο] ουσιαστικό (σπόροι) velos σπέρνω

 

 

σπουδάζω ρήμα (σπούδασα, θα σπουδάσω)

check1 Όταν σπουδάζεις, μελετάς και μαθαίνεις μία επιστήμη.  pen1 Η Αθηνά θέλει να σπουδάσει ζωγράφος στη Σχολή Καλών Τεχνών. Θέλει να σπουδάσει ζωγραφική.

check2 Όταν οι γονείς σπουδάζουν τα παιδιά τους, τους πληρώνουν τα έξοδα για να πάνε στο Πανεπιστήμιο.  romvos Η Αθηνά θέλει να γίνει σπουδάστρια στη Σχολή Καλών Τεχνών.  circle1 φοιτήτρια Θέλει να κάνει εκεί τις σπουδές της.  music σπου-δά-ζω

 

 

σπουδαίος, σπουδαία, σπουδαίο επίθετο (σπουδαίοι, σπουδαίες, σπουδαία)

check1 Η θεία Κατερίνα είναι σπουδαία ζωγράφος. Είναι πολύ καλή ζωγράφος, σημαντική στη δουλειά της.

circle1 σημαντικός, αξιόλογος, εξαίρετος, περίφημος  circle2 ασήμαντος 

check2 Η Αθηνά είπε στην Ελένη μία σπουδαία είδηση: «Επιτέλους η Ροζαλία βρέθηκε και είναι καλά!» Της είπε μία σοβαρή και σημαντική για εκείνη είδηση.

music σπου-δαί-ος

 

 

σπουδαστής [ο], σπουδάστρια, η ουσιαστικό (σπουδαστές, σπουδάστριες) velos σπουδάζω

 

 

σπουδές [οι] ουσιαστικό velos σπουδάζω

 

 

σπουργίτι [το] και σπουργίτης [ο] ουσιαστικό (σπουργίτια και σπουργίτες)

eikona572

check1 Το σπουργίτι είναι ένα πουλί με μικρό σώμα και γκρίζο ή καφέ χρώμα. Το βρίσκουμε συχνά στους κήπους των σπιτιών και τρώει έντομα και δημητριακά.

music σπουρ-γί-τι

 

 

 

σπρέι [το] ουσιαστικό

eikona573

check1 Τα αποσμητικά, τα αρώματα, πολλά καλλυντικά αλλά και τα εντομοκτόνα είναι σε σπρέι.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα κούνησε το σπρέι δυνατά και ψέκασε με λακ τα χτενισμένα μαλλιά της.  

music σπρέι
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

σπρώχνω, σπρώχνομαι ρήμα (έσπρωξα, θα σπρώξω) 

eikona574

check1 Όταν σπρώχνεις κάποιον, τον πιέζεις και τον μετακινείς με βία.  

pen1 O κύριος Μιχάλης θυμώνει και φωνάζει δυνατά, όταν τον σπρώχνουν στο λεωφορείο.  circle1 σκουντώ 

check2 Η ανάγκη για χρήματα έσπρωξε τους κλέφτες να μπουν στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη.  circle1 παρασέρνω  romvos σπρώξιμο  music σπρώ-χνω

 

 

σπυρί [το] ουσιαστικό (σπυριά)  

check1 Η Αθηνά έχει ανεμοβλογιά και γέμισε σπυριά. «Μην τα ξύσεις» της είπε ο γιατρός «γιατί θα σου μείνουν σημάδι».  circle1 μπιμπίκι

eikona575

check2 Σπυρί λέμε και τον σπόρο των φυτών.  pen1 O θείος Αλέκος έδωσε μερικά σπυριά σιτάρι στον Πιτσικόκο.  circle1 κόκκος  

romvos Η Αλίκη έξυσε το σπυράκι της, κι αυτό έτρεξε αίμα. «Είσαι σπυριάρα!» την πείραξε ο θείος Τάκης. Στη θεία Έλλη αρέσει το σπυρωτό ρύζι που δεν είναι πολύ βρασμένο.  music σπυ-ρί

 

 

σπυριάρης, σπυριάρα, σπυριάρικο επίθετο (σπυριάρηδες, σπυριάρες, σπυριάρικα) velos σπυρί

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

στάβλος [ο] ουσιαστικό (στάβλοι)  

check1 Στάβλο λέμε ένα μέρος με στέγη όπου μένουν τ' άλογα, τα βόδια και οι αγελάδες, όταν δε βόσκουν έξω.

check2 «Το δωμάτιό σου έχει γίνει στάβλος!» φώναξε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα. «Να το καθαρίσεις γρήγορα!» Είναι βρόμικο και ακατάστατο.  circle1 αχούρι  music στά-βλος

 

 

σταγόνα [η] ουσιαστικό (σταγόνες)

eikona576

check1 Η σταγόνα είναι μία μικρή ποσότητα υγρού με στρογγυλό σχήμα.

pen1 Μόλις ξεκίνησαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες βροχής, η Αθηνά έτρεξε στο σπίτι.  circle1 στάλα, σταλαγματιά  romvos στάζω  

music στα-γό-να

 

 

στάδιο [το] ουσιαστικό (στάδια)  

check1 Το στάδιο είναι ένα μεγάλο γήπεδο.

check2 -Σε ποιο στάδιο βρίσκεται η Αθηνά στη ζωγραφική; ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα τη θεία Κατερίνα.-Σε καλό στάδιο, απάντησε εκείνη. Έχει μάθει να σχεδιάζει και να συνδυάζει τα χρώματα.  circle1 φάση  music στά-δι-ο

 

 

στάζω ρήμα (έσταξα, θα στάξω) 

eikona577

check1 Όταν ένα υγρό στάζει, χύνεται σταγόνα σταγόνα.  

pen1 Τα μάτια της Αθηνάς έσταζαν δάκρυα, όταν σκεφτόταν τη Ροζαλία.  circle1 σταλάζω

check2 Λέμε ότι το στόμα σου στάζει μέλι, όταν μιλάς όμορφα και γλυκά για κάποιον. Όταν σ' αγαπούν και σε φροντίζουν πολύ, λέμε ότι σ' έχουν μη στάξει και μη βρέξει.  romvos σταγόνα, στάξιμο  music στά-ζω

 

 

σταθερός, σταθερή, σταθερό επίθετο (σταθεροί, σταθερές, σταθερά)

check1 «O καιρός θα μείνει σταθερός και τις άλλες μέρες» είπε ο θείος Τάκης. Θα μείνει ο ίδιος, δε θ' αλλάξει καθόλου.  circle1 αμετακίνητος, αμετάβλητος  circle2 ασταθής 

check2 «Κώστα, κράτα τη σκάλα σταθερή για ν' ανέβω στο πατάρι» είπε η Αθηνά. «Να μην κουνιέται καθόλου, έτσι»;  music στα-θε-ρός

 

 

σταθμός [ο] ουσιαστικό (σταθμοί) 

check1 O σταθμός είναι ο κλειστός χώρος όπου φτάνουν ή απ' όπου φεύγουν τα τρένα και τα λεωφορεία. Σταθμό λέμε και το χώρο όπου σταματά για λίγο το μετρό για να κατεβάσει ή να πάρει επιβάτες. 

check2 Η κυρία Μαργαρίτα ακούει παλιά ελληνικά τραγούδια στον αγαπημένο της ραδιοφωνικό σταθμό.

check2 Η θεία Κατερίνα σκέφτεται ν' αφήνει το μωρό της στον παιδικό σταθμό, μόλις μεγαλώσει αρκετά για να μπορεί να δουλεύει.  music σταθ-μός

 

 

στάλα [η] ουσιαστικό (στάλες)

check1 O Κώστας είδε από το παράθυρο τις πρώτες στάλες της βροχής που άρχισαν να πέφτουν.  circle1 σταγόνα

check2 «Ρίξε μία στάλα λάδι στη σαλάτα, Αθηνά!» είπε ο κύριος Γιάννης. Λιγάκι λάδι.

circle1 σταλαγματιά, σταλιά
check2 Δεν έχει στάλα λάδι η σαλάτα! Δεν έχει καθόλου.

romvos σταλαγματιά, σταλιά, σταλάζω  music στά-λα

 

 

σταλαγματιά [η] ουσιαστικό (σταλαγματιές) velos στάλα

 

 

σταλιά [η] ουσιαστικό velos στάλα

 

 

σταματώ και σταματάω ρήμα (σταμάτησα, θα σταματήσω) 

check1 Η Αθηνά σταμάτησε να διαβάζει κι άρχισε να ψάχνει τη Ροζαλία. Δε συνέχισε το διάβασμα.

check2 O κύριος Μιχάλης ήταν θυμωμένος. Το αυτοκίνητό του χάλασε και σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Δεν προχωρούσε πια. Λίγο αργότερα το έφτιαξε και πήγε να φύγει αλλά τον σταμάτησε ένας τροχονόμος.  circle1 παύω  circle2 συνεχίζω  

romvos σταμάτημα  music στα-μα-τώ

 

 

στάμνα [η] ουσιαστικό (στάμνες) 

eikona578

check1 Τα παλιά χρόνια κουβαλούσαν νερό μ' ένα πήλινο δοχείο, τη στάμνα.  

circle1 σταμνί  music στά-μνα

 

 

στάνη [η] ουσιαστικό (στάνες)

check1 Η στάνη είναι ένα μέρος με φράχτη γύρω του για να μένουν τα πρόβατα τη νύχτα.  circle1 μαντρί  music στά-νη

 

 

σταρ [ο], [η] ουσιαστικό  

check1 Σταρ λέμε το διάσημο καλλιτέχνη της τηλεόρασης, του κινηματογράφου και της μουσικής.  circle1 αστέρας, αστέρι  music σταρ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

στάρι [το] ουσιαστικό (στάρια) velos σιτάρι

 

 

στάση [η] ουσιαστικό (στάσεις) 

check1 Όταν το λεωφορείο κάνει στάση, σταματάει για να κατέβει ο κόσμος. Στάση λέμε και το μέρος όπου σταματά για λίγο το λεωφορείο, το τρένο και το μετρό.  

check2 «Όταν λέμε τον εθνικό ύμνο, πρέπει να είμαστε σε όρθια στάση!» είπε ο θείος Τάκης στην Αθηνά. Να στεκόμαστε όρθιοι.  romvos Η κατάσταση με τη Ροζαλία είναι στάσιμη: δεν έχει βρεθεί ακόμη. Είναι ίδια, δεν άλλαξε.  music στά-ση

 

 

στάσιμος, στάσιμη, στάσιμο επίθετο (στάσιμοι, στάσιμες, στάσιμα) velos στάση

 

 

σταυροδρόμι [το] ουσιαστικό (σταυροδρόμια)

eikona579

check1 Στο σταυροδρόμι συναντιούνται δύο ή περισσότεροι δρόμοι. 

circle1 διασταύρωση  romvos σταυρός  music σταυ-ρο-δρό-μι

 

 

 

σταυρόλεξο [το] ουσιαστικό (σταυρόλεξα)

eikona580

check1 Το σταυρόλεξο είναι ένα παιχνίδι όπου ψάχνεις να βρεις λέξεις απαντώντας σε ερωτήσεις. Τις απαντήσεις τις γράφεις σε οριζόντια και κάθετα τετράγωνα.

romvos σταυρός  music σταυ-ρό-λε-ξο

 

 

σταυρός [ο] ουσιαστικό (σταυροί) 

check1 O σταυρός είναι το ιερό σύμβολο των Χριστιανών.

pen1 O Χριστός πέθανε πάνω στο σταυρό.  

eikona581

check2 Σταυρό λέμε και καθετί που έχει σχήμα σταυρού.  

pen1 Η θεία Κατερίνα φόρεσε στο μωρό της ένα χρυσό σταυρό. Ένα κόσμημα σε σχήμα σταυρού. Η κυρία Μαργαρίτα σημειώνει κάθε βδομάδα στην εφημερίδα μ' ένα σταυρό τα έργα που θέλει να δει. Βάζει με το στιλό της ένα σημάδι που μοιάζει με σταυρό δίπλα στα έργα.  

romvos O Χριστός σταυρώθηκε στο σταυρό. σταυροδρόμι  music σταυ-ρός

 

 

σταυρώνω, σταυρώνομαι ρήμα (σταύρωσα, θα σταυρώσω) velos σταυρός

 

 

σταφίδα [η] ουσιαστικό (σταφίδες)

check1 Η σταφίδα είναι ρώγα από σταφύλι που την έχουμε ξεράνει.  music στα-φί-δα

 

 

σταφύλι [το] ουσιαστικό (σταφύλια)

check1 Το σταφύλι είναι το πράσινο, κίτρινο ή μοβ φρούτο που μεγαλώνει πάνω σε τσαμπιά. Είναι ο καρπός του αμπελιού. Από το σταφύλι βγαίνει το κρασί.

music στα-φύ-λι
Δες τσαμπί, αμπέλι

 

 

στάχτη [η] ουσιαστικό (στάχτες) 

check1 Η στάχτη είναι η γκρίζα σκόνη που απομένει από καμένα ξύλα ή από κάρβουνα.

romvos Στο σταχτοδοχείο ρίχνει κανείς τη στάχτη από το τσιγάρο του.  music στά-χτη

 

 

σταχτοδοχείο [το] ουσιαστικό (σταχτοδοχεία) velos στάχτη

 

 

στέγη [η] ουσιαστικό (στέγες) 

check1 Η στέγη είναι το πλαγιαστό σκέπασμα που έχουν στην κορυφή τους τα σπίτια. Πάνω στη στέγη βάζουμε κεραμίδια.  circle1 σκεπή  music στέ-γη  Δες κεραμίδι

 

 

στεγνός, στεγνή, στεγνό επίθετο (στεγνοί, στεγνές, στεγνά)

check1 Όταν κάτι είναι στεγνό, δεν έχει υγρασία ή νερό επάνω του.  

pen1 «Πήγαινε γρήγορα και φόρεσε στεγνά ρούχα» είπε η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά που ήρθε μούσκεμα από τη βροχή.  circle2 υγρός, βρεγμένος

romvos «Κι άφησε τα ρούχα σου στο καλοριφέρ για να στεγνώσουν» συνέχισε.

music στε-γνός

 

 

στεγνώνω ρήμα (στέγνωσα, θα στεγνώσω) velos στεγνός

 

 

στέκα [η] ουσιαστικό (στέκες)

check1 Η στέκα είναι το μακρύ ραβδί πουχρησιμοποιούμε για να παίξουμε μπιλιάρδο. Μ' αυτό χτυπάμε τη μπάλα.  

check2 Στέκα λέμε και το κοκαλάκι που φοράμε για να συγκρατούμε τα μαλλιά μας.

check2 Λέμε πως κάποιος είναι στέκα, όταν είναι πολύ αδύνατος.  music στέ-κα

 

 

στέκομαι ρήμα (στάθηκα, θα σταθώ) 

check1 «Μη στέκεσαι στιγμή! Τρέξε να προλάβουμε το σχολικό, γιατί έχουμε αργήσει» φώναξε η Αθηνά στον Κώστα. Μη σταματάς, συνέχισε να προχωράς! 

check2 Όταν στέκεσαι, είσαι όρθιος.  pen1 Η θεία Κατερίνα και ο θείος Σταμάτης στάθηκαν πολλή ώρα στην ουρά για να μπούνε στο σινεμά.

check2 Η θεία του κυρίου Μιχάλη του έχει σταθεί πολλές φορές στη ζωή του. Τον έχει βοηθήσει.  music στέ-κο-μαι

 

 

στέλνω ρήμα (έστειλα, θα στείλω) 

check1 Όταν στέλνεις ένα γράμμα σε κάποιον, το δίνεις στο ταχυδρομείο για να πάει εκεί που θέλεις.  circle1 ταχυδρομώ 

check2 O Κώστας έστειλε την μπάλα στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας.

check2 Η κυρία Μαργαρίτα έστειλε τον Κώστα στο σουπερμάρκετ να πάρει μακαρόνια. Του είπε να πάει εκεί.  romvos αποστολέας  music στέλ-νω

 

 

στέμμα [το] ουσιαστικό (στέμματα)

check1 Το στέμμα είναι το κόσμημα που φορούν στο κεφάλι τους οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες.  music στέμ-μα  pen2 'τα παραμύθια'

 

 

στεναχώρια [η] ουσιαστικό (στεναχώριες) velos στεναχωρώ

 

 

στεναχωρώ, στεναχωριέμαι ρήμα (στεναχώρησα, θα στεναχωρήσω) 

check1 Όταν στεναχωρείς κάποιον, τον κάνεις να λυπάται.
Όταν στεναχωριέσαι για κάτι, λυπάσαι.  pen1 O Κώστας στεναχωριέται που χτύπησε το πόδι του και δεν μπορεί να παίξει ποδόσφαιρο. Το χτύπημα τον στεναχωρεί.

circle1 θλίβω, λυπώ  circle2 ευχαριστώ  romvos Η Αθηνά νιώθει στεναχώρια χωρίς τη Ροζαλία. 

music στε-να-χω-ρώ

 

 

στενεύω ρήμα (στένεψα, θα στενέψω) velos στενός

 

 

στενοκέφαλος, στενοκέφαλη, στενοκέφαλο επίθετο (στενοκέφαλοι, στενοκέφαλες, στενοκέφαλα) velos στενός

 

 

στενός, στενή, στενό επίθετο (στενοί, στενές, στενά)

check1 Όταν κάτι είναι στενό, έχει μικρό πλάτος.

pen1 Το δρομάκι που οδηγεί στο σπίτι του θείου Αλέκου είναι πολύ στενό: μόνο άλογα μπορούν να περάσουν αλλά όχι αυτοκίνητα.  circle2 φαρδύς, πλατύς 
check2 Ένας στενός συγγενής είναι ένας κοντινός συγγενής σου.  

romvos Όταν κάτι στενεύει, γίνεται στενό. Όταν φοράς κάτι πολύ στενό, σε στενεύει. Ένας στενοκέφαλος άνθρωπος δε σκέφτεται πολύ έξυπνα ούτε ακούει τη γνώμη των άλλων.  circle1 στενόμακρος  music στε-νός

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Pοζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

στενοχωρώ, στενοχωριέμαι ρήμα (στενοχώρησα, θα στενοχωρήσω) velos στεναχωρώ

 

 

στερεός, στερεή, στερεό επίθετο (στερεοί, στερεές, στερεά)

check1 Όταν κάτι είναι στερεό, δεν είναι ούτε υγρό, όπως το νερό ούτε αέριο, όπως ο αέρας. Η γη, το χαρτί και το ξύλο είναι στερεά. Μπορούμε να τα πιάσουμε κι έχουν σχήμα.  romvos στεριά  music στε-ρε-ός

 

 

στερεοφωνικό [το] ουσιαστικό (στερεοφωνικά)

check1 Το στερεοφωνικό είναι μία ηλεκτρική συσκευή που παίζει και γράφει μουσική.

circle1 στέρεο  music στε-ρε-ο-φω-νι-κό

 

 

στερεώνω, στερεώνομαι ρήμα (στερέωσα, θα στερεώσω) velos στερεός

 

 

στεριά [η] ουσιαστικό (στεριές) 

check1 Η στεριά είναι το κομμάτι της γης που δεν καλύπτεται από νερό. 

circle1 γη  circle2 θάλασσα  music στε-ριά

 

 

στερώ, στερούμαι ρήμα (στέρησα, θα στερήσω)

check1 Όταν σου στερώ κάτι, σου παίρνω μακριά κάτι που σου ανήκει και που το έχεις ανάγκη.  

pen1 Oι κλέφτες στέρησαν από τον κύριο Δημήτρη τα χρήματα αυτής της βδομάδας.  
check2 Όταν στερείσαι κάτι, δεν το έχεις.  pen1 O μπαμπάς του Ίγκλι δε θέλει να στερηθούν τα παιδιά του τίποτα, γι'αυτό δουλεύει πάρα πολύ.  romvos στέρηση

music στε-ρώ

 

 

στεφάνι [το] ουσιαστικό (στεφάνια)

eikona582

check1 Το στεφάνι είναι λουλούδια και κλαδιά πλεγμένα σε σχήμα κύκλου.

check2 Λέμε ότι βάζει κάποιος στεφάνι, όταν παντρεύεται.  

romvos Τους Oλυμπιονίκες τους στεφάνωσαν με στεφάνι ελιάς στους Oλυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004. 

music στε-φά-νι

 

 

στεφανώνω, στεφανώνομαι ρήμα (στεφάνωσα, θα στεφανώσω) velos στεφάνι

 

 

στηθοσκόπιο [το] ουσιαστικό (στηθοσκόπια) velos στήθος

 

 

στήθος [το] ουσιαστικό (στήθη και στήθια)

check1 Το στήθος είναι το μπροστινό και πάνω μέρος του σώματος, ανάμεσα στο λαιμό και τη μέση. Oι μαμάδες ταΐζουν τα μωρά τους με γάλα από το στήθος τους.

circle1 στέρνο, βυζί  romvos O παιδίατρος εξετάζει το στήθος σου με το στηθοσκόπιο για να δει αν είσαι κρυωμένος.  music στή-θος  pen2 'το σώμα μας'

 

 

στήλη [η] ουσιαστικό (στήλες) 

check1 Η στήλη είναι μία στενόμακρη πλάκα από πέτρα, στημένη όρθια σε δημόσιο χώρο.  
check2 Η κυρία Μαργαρίτα έβαλε τα βιβλία της σε μία στήλη για να καθαρίσει τη βιβλιοθήκη. Τα έβαλε σ' ένα σωρό που έμοιαζε με στήλη.  
check2 Η κυρία Μαργαρίτα γράφει συχνά στη λογοτεχνική στήλη της εφημερίδας. Στη σελίδα της εφημερίδας που μιλάει για λογοτεχνία.  music στή-λη

 

 

στήνω, στήνομαι ρήμα (έστησα, θα στήσω)    

check1 Όταν στήνεις κάτι, το βάζεις να στέκεται όρθιο.

pen1O θείος Αλέκος έστησε τη σκάλα κάτω από το δέντρο. Ήθελε να μαζέψει ελιές.  
check2 Όταν στήνεις μία σκηνή, τη φτιάχνεις για να μπεις μέσα.  
check2 «Δε μου αρέσει καθόλου να με στήνουν στα ραντεβού!» είπε η θεία Κατερίνα στο θείο Σταμάτη που είχε αργήσει.  
check2 Όταν στήνεις αυτί, κρυφακούς. Όταν στήνεις έναν καβγά, τον αρχίζεις. 

music στή-νω

 

 

στηρίζω, στηρίζομαι ρήμα (στήριξα, θα στηρίξω)     

check1 Όταν στηρίζεις κάποιον, τον κρατάς έτσι ώστε να είναι σταθερός, να μην κουνιέται.  pen1 Η θεία του κυρίου Μιχάλη έχει ένα μπαστούνι για να στηρίζεται όταν πονάει το πόδι της.  
check2 O κύριος Γιάννης στήριξε το θείο Αλέκο, όταν πέθανε η γυναίκα του.  

romvos Η θεία του κυρίου Μιχάλη έχει για στήριγμα το μπαστούνι της. υποστηρίζω

music στη-ρί-ζω

 

 

στίβος [ο] ουσιαστικό  

check1 O στίβος είναι το μέρος του σταδίου όπου γίνονται τα αθλήματα.

check2 Στίβο λέμε και τ' αθλήματα που γίνονται στο στίβο όπως το τρέξιμο.  

music στί-βος  pen2 'τα αθλήματα'

 

 

στιγμή [η] ουσιαστικό (στιγμές)

check1 Η στιγμή είναι ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

pen1 «Στάσου μία στιγμή να πάρω την τσάντα μου και φεύγουμε!» είπε η Αθηνά στην Αλίκη.  circle1 ώρα, καιρός  music στιγ-μή

 

 

στιλ [το] ουσιαστικό 

check1 O θείος Τάκης ντύνεται με πολύ μοντέρνο στιλ. Έχει μοντέρνο τρόπο ντυσίματος.

music στιλ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

στιλό [το] ουσιαστικό  

eikona583

check1 Το στιλό έχει μέσα του μελάνι για να γράφεις στο χαρτί.  music στι-λό
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
-Λέμε και ο στιλός.

Μία κασετίνα με στιλό.

 

 

στιφάδο [το] ουσιαστικό 

check1 Το στιφάδο είναι φαγητό που μαγειρεύεται με κρέας και κρεμμύδια.  music στι-φά-δο

 

 

στοά [η] ουσιαστικό (στοές) 

check1 Η στοά είναι ένα πέρασμα με στέγη. Συνήθως στις δύο πλευρές του υπάρχουν μαγαζιά.  music στο-ά

 

 

στοιχειό [το] ουσιαστικό (στοιχειά) 

check1 Το στοιχειό είναι ένα φάντασμα, ένα ξωτικό ή η ψυχή κάποιου πεθαμένου που εξακολουθεί να μένει και να τριγυρίζει σ' ένα μέρος.  romvos Στα παραμύθια όταν ένα φάντασμα μένει σ' ένα σπίτι και τριγυρνά μέσα στα δωμάτιά του φοβίζοντας τον κόσμο, το στοιχειώνει. Το σπίτι είναι στοιχειωμένο.  music στοι-χειό

 

 

στοιχείο [το] ουσιαστικό (στοιχεία)

check1 Ένα από τα στοιχεία που οδήγησε την αστυνομία στη σύλληψη των κλεφτών ήταν η περιγραφή του κυρίου Δημήτρη. Ένα από τα πράγματα που βοήθησαν.  

music στοι-χεί-ο

 

 

στοιχειώνω ρήμα (στοίχειωσα, θα στοιχειώσω) velos στοιχειό

 

 

στοίχημα [το] ουσιαστικό (στοιχήματα) 

check1 O Κώστας έβαλε στοίχημα με το Νίκο για το αποτέλεσμα του αγώνα ποδοσφαίρου. O Κώστας είπε πως θα νικήσουν, ενώ ο Νίκος πως δε θα νικήσουν. Όποιος κερδίσει το στοίχημα θα πληρώσει στον άλλον ένα ευρώ.   

romvos O Κώστας και ο Νίκος στοιχημάτισαν για το αποτέλεσμα του αγώνα.  

music στοί-χη-μα

 

 

στοιχηματίζω ρήμα (στοιχημάτισα, θα στοιχηματίσω) velos στοίχημα

 

 

στοιχίζω ρήμα (στοίχισα, θα στοιχίσω)  

check1 «Πόσο στοίχισε αυτή η μπλούζα;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα. Πόσο την αγόρασες;  circle1 κοστίζω

check2 Αν ήξερες πόσο του στοιχίζει του θείου Αλέκου η απουσία της γυναίκας του! Πόσο τον στεναχωρεί!  music στοι-χί-ζω

 

 

στολή [η] ουσιαστικό (στολές)

check1 Όταν οι αστυνομικοί δουλεύουν, φορούν στολή. Φορούν όλοι τα ίδια ρούχα.

check2 Στολή είναι και η φορεσιά που φοράς τις Αποκριές για να μασκαρευτείς.

music στο-λή  pen2 'στο νοσοκομείο', 'η πόλη'

 

 

στολίδι [το] ουσιαστικό (στολίδια)  

eikona584

check1 Η κυρία Μαργαρίτα έβαλε στο δέντρο ασημένια και χρυσά χριστουγεννιάτικα στολίδια. Το γέμισε με μπάλες και αγγελάκια. Ήθελε να δείχνει όμορφο.

check2 Στη θεία Κατερίνα δεν αρέσουν καθόλου τα πολλά στολίδια. Τα πολλά κοσμήματα.  romvos Η κυρία Μαργαρίτα στόλισε το χριστουγεννιάτικο δέντρο.  music στο-λί-δι

 

 

στολίζω, στολίζομαι ρήμα (στόλισα, θα στολίσω) velos στολίδι

 

 

στόλος [ο] ουσιαστικό (στόλοι)

check1 Στόλο λέμε όλα τα εμπορικά ή πολεμικά πλοία μίας χώρας.  music στό-λος

 

 

στόμα [το] ουσιαστικό (στόματα)  

check1 Το στόμα σου είναι το άνοιγμα που υπάρχει στο κάτω μέρος του προσώπου σου. Όταν είναι κλειστό, φαίνονται μόνο τα χείλη. Με το στόμα τρώμε, αναπνέουμε και μιλάμε.   
check2 O κύριος Γιάννης έφτασε στο γραφείο του με την ψυχή στο στόμα. Την τελευταία στιγμή.

check2 Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε ότι κάποιοι είδαν τη Ροζαλία να περπατάει αδυνατισμένη. Από τον ένα στον άλλο.  music στό-μα  pen2 'το σώμα μας'

 

 

στομάχι [το] ουσιαστικό (στομάχια)  

check1 Το στομάχι σου είναι το όργανο  του σώματός σου που χωνεύει το φαγητό.

check2 Όταν δε συμπαθείς κάποιον, λέμε ότι σου κάθεται στο στομάχι.  music στο-μά-χι

 

 

στόμιο [το] ουσιαστικό (στόμια)

check1 Το στόμιο του μπουκαλιού είναι το άνοιγμά του.  music στό-μι-ο

 

 

στοπ [το] ουσιαστικό 

check1 Το στοπ είναι το σήμα που απαγορεύει στ' αυτοκίνητα να προχωρήσουν στο δρόμο. 
check2 (σαν επιφώνημα) «Στοπ! Μην ανάβεις τσιγάρο, θείε, εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα!» είπε η Αθηνά. Σταμάτα αυτό που κάνεις.  music στοπ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

στούντιο [το] ουσιαστικό 

check1 Στούντιο λέμε το μέρος όπου γυρίζονται ταινίες και γίνονται εκπομπές για την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. 
check2 Στούντιο λέμε και το χώρο όπου δουλεύει ένας καλλιτέχνης. 

circle1 ατελιέ  music στού-ντι-ο

 

 

στόχος [ο] ουσιαστικό (στόχοι) 

check1 O στόχος σου είναι κάτι που το θέλεις πολύ και προσπαθείς να το πετύχεις.

pen1 O στόχος του Κώστα είναι να γίνει ένας πολύ καλός ποδοσφαιριστής.

circle1 σκοπός  
check2 O κυνηγός έβαλε στόχο το λαγό. Τον σημάδευε για να τον σκοτώσει.  

circle1 σημάδι  music στό-χος

 

 

– Ποιοι άλλοι φορούν στολή;

 

 

στραβολαιμιάζω ρήμα (στραβολαίμιασα, θα στραβολαιμιάσω) velos στραβός

 

 

στραβόξυλο [το] ουσιαστικό (στραβόξυλα)

check1 Λέμε ότι κάποιος είναι στραβόξυλο, όταν είναι ανάποδος και κακός.  

circle1 ιδιότροπος  music στρα-βό-ξυ-λο

 

 

στραβοπατώ ρήμα (στραβοπάτησα, θα στραβοπατήσω) velos στραβός

 

 

στραβός, στραβή, στραβό επίθετο (στραβοί, στραβές, στραβά)

check1 Όταν κάποιος τραβάει στραβές γραμμές με το μολύβι του, τραβάει γραμμές που δεν είναι ίσιες αλλά λοξές.  
check2 «Μα, καλά, δε βλέπεις μπροστά σου; Στραβός είσαι;» φώναξε ο Νίκος στην Αθηνά που έπεσε κατά λάθος πάνω του.  circle1 τυφλός  
check2 O κύριος Μιχάλης είναι στραβός ώρες ώρες. Είναι ιδιότροπος.  
check2 Λέμε ότι κάποιος κάνει τα στραβά μάτια, όταν κάνει πως δεν καταλαβαίνει.  

romvos Όταν στραβολαιμιάζεις, στρίβεις το λαιμό σου απότομα και πιάνεσαι. Η Αθηνά στραβώθηκε από τα φώτα του αυτοκινήτου και δεν έβλεπε. Έτσι στραβοπάτησε κι έπεσε πάνω στο Νίκο. στραβωμάρα  music στρα-βός

 

 

στραβώνω, στραβώνομαι ρήμα (στράβωσα, θα στραβώσω) velos στραβός

 

 

στραγάλι [το] ουσιαστικό (στραγάλια)

check1 Τα στραγάλια είναι ξερά ρεβίθια που τα ψήνουμε και τ' αλατίζουμε. Τα στραγάλια είναι ξηροί καρποί, όπως και τ' αμύγδαλα και τα φιστίκια.  music στρα-γά-λι

 

 

στραγγαλίζω ρήμα (στραγγάλισα, θα στραγγαλίσω)  

check1 «Θα σε στραγγαλίσω, αν σε πιάσω! Μην τολμήσεις να ξαναπειράξεις το σκύλο μου!» φώναξε ο κύριος Μιχάλης στον Κώστα. Θα σε σκοτώσω σφίγγοντας το λαιμό σου!  circle1 πνίγω  music στραγ-γα-λί-ζω

 

 

στραγγίζω ρήμα (στράγγισα/στράγγιξα,θα στραγγίσω/θα στραγγίξω)  

check1 Η κυρία Μαργαρίτα έβρασε τα μακαρόνια και μετά τα στράγγισε στο σουρωτήρι για να φύγει όλο το νερό τους.  circle1 σουρώνω  
check2 Το πλυντήριο της θείας Έλλης είναι παλιό. Δε στραγγίζει τα ρούχα ούτε και τα στεγνώνει. Δε χύνει τα νερά τους.  circle1 στύβω   

romvos στραγγιστήρι  circle1 σουρωτήρι  music στραγ-γί-ζω

 

 

στραμπουλώ και στραμπουλάω, στραμπουλίζω ρήμα (στραμπούληξα και στραμπούλισα, θα στραμπουλήξω και θα στραμπουλίσω)

check1 O Κώστας γλίστρησε στα νερά και στραμπούληξε τον αστράγαλό του. Τον κούνησε απότομα από τη θέση του.  romvos Μετά το στραμπούληγμα το πόδι του πρήστηκε και μελάνιασε.  musicστρα-μπου-λώ

 

 

στρατηγός [ο] ουσιαστικό (στρατηγοί) velos στρατός

 

 

στρατιώτης [ο], στρατιωτίνα [η] ουσιαστικό (στρατιώτες, στρατιωτίνες) velosστρατός

 

 

στρατόπεδο [το] ουσιαστικό (στρατόπεδα) velos στρατός

 

 

στρατός [ο] ουσιαστικό (στρατοί)

check1 O στρατός είναι μία ομάδα ανθρώπων που εκπαιδεύονται να πολεμούν και να προστατεύουν τη χώρα τους.  pen1 O θείος του Νίκου δουλεύει στο στρατό.

circle1 στράτευμα,στρατιά  romvos Είναι στρατηγός, δηλαδή αρχηγός των στρατιωτών. Όλοι οι στρατιώτες μένουν σ' ένα στρατόπεδο.  music στρα-τός

 

 

στρέφω, στρέφομαι ρήμα (έστρεψα, θα στρέψω)

check1 Όταν στρέφεις το κεφάλι σου, το γυρίζεις προς άλλη κατεύθυνση.   circle1 στρίβω  
check2 Η Σελήνη στρέφεται γύρω από τη Γη. Κινείται γύρω της, περιστρέφεται.

romvos «Παρακάτω στο δρόμο έχει μία επικίνδυνη στροφή!» είπε ο κύριος Γιάννης στην κυρία Μαργαρίτα. Όταν ένα ποίημα έχει δύο στροφές, χωρίζεται σε δύο κομμάτια, μεγαλύτερα από ένα στίχο.  music στρέ-φω

 

 

στρίβω ρήμα (έστριψα, θα στρίψω)

check1 «Στο επόμενο στενό, στρίψε δεξιά» είπε ο κύριος Γιάννης στην κυρία Μαργαρίτα. Άλλαξε κατεύθυνση προς τα δεξιά.  
check2 O Κώστας έστριψε το σώμα του αριστερά για να αποφύγει το χτύπημα της μπάλας που ερχόταν κατά πάνω του.  
check2 «Του έστριψε η βίδα του κυρίου Μιχάλη κι ουρλιάζει έτσι;» ρώτησε φοβισμένη η θεία Έλλη. Τρελάθηκε;  romvos Η κυρία Μαργαρίτα φτιάχνει μία ωραία στριφτή πίτα. στρίψιμο  music στρί-βω

 

 

στρίγκλα [η] ουσιαστικό (στρίγκλες)

check1 «Η Αλίκη είναι στρίγκλα!» φώναξε η Αθηνά στην Ελένη. «Δε μου δίνει το κοκαλάκι της να το φορέσω». Είναι πολύ κακιά.  music στρί-γκλα

 

 

στριγκλίζω ρήμα (στρίγκλισα, θα στριγκλίσω)

check1 Όταν κάποιος ή κάτι στριγκλίζει, βγάζει ένα δυνατό και ανατριχιαστικό ήχο.

circle1 τσιρίζω  music στρι-γκλί-ζω

 

 

στριμμένος, στριμμένη, στριμμένο επίθετο (στριμμένοι, στριμμένες, στριμμένα)

check1 O κύριος Μιχάλης είναι λίγο στριμμένος. Λίγο ιδιότροπος και ανάποδος.

music στριμ-μέ-νος

 

 

στριμώχνω, στριμώχνομαι ρήμα (στρίμωξα, θα στριμώξω)

check1 O κύριος Γιάννης στρίμωξε τα ρούχα στη βαλίτσα και όταν τα έβγαλε ήταν πολύ τσαλακωμένα. Έβαλε πιο πολλά ρούχα απ' όσα χωρούσε η βαλίτσα.  

romvos στρίμωγμα, στριμωχτά   music στρι-μώ-χνω

 

 

στριφογυρίζω ρήμα (στριφογύρισα, θα στριφογυρίσω)

check1 O Νίκος δεν μπορούσε να κοιμηθεί και στριφογύριζε στο κρεβάτι του. Γύριζε ανήσυχα πότε από τη μία και πότε από την άλλη μεριά.  romvos στριφογυριστός 

music στρι-φο-γυ-ρί-ζω

 

 

στριφτός, στριφτή, στριφτό επίθετο (στριφτοί, στριφτές, στριφτά) velos στρίβω

 

 

στροβιλίζω, στροβιλίζομαι ρήμα (στροβίλισα, θα στροβιλίσω)

check1 O κύριος Γιάννης και η κυρία Μαργαρίτα στροβιλίζονται στο ρυθμό του χορού. Κινούνται κυκλικά χορεύοντας και κάνουν στροφές γύρω από τον εαυτό τους. 

music στρο-βι-λί-ζω

 

 

στρογγυλεύω ρήμα (στρογγύλεψα, θα στρογγυλέψω) velos στρογγυλός

 

 

στρογγυλός, στρογγυλή, στρογγυλό επίθετο (στρογγυλοί, στρογγυλές, στρογγυλά)

check1 Όταν κάτι είναι στρογγυλό, έχει το σχήμα του κύκλου ή της μπάλας.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα αγόρασε ένα στρογγυλό τραπέζι.

romvos Όταν κάτι στρογγυλεύει, γίνεται στρογγυλό. στρογγυλοκάθομαι

music στρογ-γυ-λός
–Λέμε και στρόγγυλος.

 

 

στρουθοκάμηλος] ουσιαστικό (στρουθοκάμηλοι) 

eikona585

check1 Η στρουθοκάμηλος είναι ένα πουλί της Αφρικής με μακρύ λαιμό και ψηλά πόδια. Τρέχει γρήγορα αλλά δεν μπορεί να πετάξει.  

music στρου-θο-κά-μη-λος

 

 

 

στρουμπουλός, στρουμπουλή, στρουμπουλό επίθετο (στρουμπουλοί, στρουμπουλές, στρουμπουλά)

check1 Όταν κάποιος είναι στρουμπουλός, είναι παχουλός.  music στρου-μπου-λός

 

 

στροφή [η] ουσιαστικό (στροφές) velos στρέφω

 

 

στρώμα [το] ουσιαστικό (στρώματα) 

check1 Το στρώμα είναι ένας μαλακός σάκος, γεμισμένος με μαλλί, βαμβάκι ή άλλα υλικά. Το βάζουμε πάνω στο κρεβάτι ή στο πάτωμα και το χρησιμοποιούμε για να ξαπλώνουμε ή να κοιμόμαστε.  
check2 Ένα παχύ στρώμα χιονιού είχε σκεπάσει την αυλή του θείου Αλέκου στο χωριό.

romvos στρώνω  music στρώ-μα

 

 

στρώνω, στρώνομαι ρήμα (έστρωσα, θα στρώσω) 

check1 Όταν στρώνεις το κρεβάτι, απλώνεις πάνω του το σεντόνι ή την κουβέρτα. 

check2 Όταν τα μαλλιά σου δε στρώνουν, δε γίνονται όπως τα θέλεις. 

eikona586

check2 Στην αρχή η Αλίκη δεν έτρεχε γρήγορα. Μετά όμως έστρωσε κι έγινε η καλύτερη στο τρέξιμο. Βελτιώθηκε.

check2 Η Ροζαλία στρώθηκε στον καναπέ. Καθόταν εκεί για πολλή ώρα. 

check2 Η Αθηνά στρώθηκε στη δουλειά και οι ζωγραφιές της έγιναν πολύ καλύτερες από πριν.  

romvos στρώμα, στρώσιμο, στρώση  music στρώ-νω

 

 

στύβω ρήμα (έστυψα, θα στύψω)

eikona587

check1 Όταν στύβεις ένα πορτοκάλι, το πιέζεις δυνατά για να βγει ο χυμός του.  circle1 ξεζουμίζω 

check2 Η Αθηνά στύβει το μυαλό της για να βρει πού μπορεί να έχει πάει η Ροζαλία. Κουράζει το μυαλό της προσπαθώντας να βρει τη λύση.  

romvos Με το λεμονοστύφτη στύβεις τα λεμόνια. στύψιμο  music στύ-βω

 

 

στύλος [ο] ουσιαστικό (στύλοι) 

eikona588

check1 O στύλος της ΔΕΗ στηρίζει τα καλώδια που από μέσα τους περνάει το ρεύμα. circle1 κολόνα, στήριγμα 

music στύ-λος

Η Ροζαλία ανέβηκε
στο στύλο.

 

 

συγγενείς [οι] ουσιαστικό  

check1 Η θεία Κατερίνα και ο κύριος Γιάννης είναι συγγενείς. Τους δένει μία στενή σχέση. Είναι αδέρφια. Συγγενείς λέμε αυτούς που ανήκουν στην ίδια οικογένεια.

romvos Όταν δύο άνθρωποι είναι συγγενείς, έχουν συγγένεια μεταξύ τους.  

music συγ-γε-νείς

 

 

συγγραφέας [ο], [η] ουσιαστικό (συγγραφείς)

check1 O συγγραφέας είναι κάποιος που γράφει βιβλία.

circle1 λογοτέχνης  romvos γράφω  music συγ-γρα-φέ-ας

 

 

συγκάτοικος [ο], [η] ουσιαστικό (συγκάτοικοι)

check1 O συγκάτοικος κάποιου είναι αυτός που μένει μαζί του στο ίδιο σπίτι.

romvos κατοικία, κατοικώ  music συ-γκά-τοι-κος

 

 

συγκεκριμένος, συγκεκριμένη, συγκεκριμένο επίθετο (συγκεκριμένοι, συγκεκριμένες, συγκεκριμένα)  

check1 «Μπορείτε, σας παρακαλώ, να μου δώσετε συγκεκριμένες πληροφορίες για να πάω στο ζωολογικό κήπο;» ρώτησε ο θείος Τάκης τον αστυνομικό. Μπορείτε να μου πείτε πού ακριβώς είναι;  circle2 γενικός  music συ-γκε-κρι-μέ-νος

 

 

συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι ρήμα (συγκέντρωσα, θα συγκεντρώσω)

check1 Η Ελένη συγκέντρωσε τις κούκλες της πάνω στο κρεβάτι για να τις δείξει στην Αθηνά. Τις μάζεψε εκεί όλες.  
check2 «Συγκεντρώσου επιτέλους στο διάβασμα, Αθηνά!» φώναξε η κυρία Μαργαρίτα.

romvos συγκέντρωση  music συ-γκε-ντρώ-νω

 

 

συγκέντρωση [η] ουσιαστικό (συγκεντρώσεις) velos συγκεντρώνω

 

 

συγκίνηση [η] ουσιαστικό (συγκινήσεις) velos συγκινώ

 

 

συγκινώ, συγκινούμαι ρήμα (συγκίνησα, θα συγκινήσω)  

check1 Όταν συγκινείς κάποιον, τον κάνεις να χαίρεται ή να λυπάται πολύ.  

pen1 Το παραμύθι «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» συγκίνησε πολύ την Αθηνά. Η Αθηνά συγκινήθηκε πολύ. Ένιωθε πολύ συγκινημένη.  romvos Όταν κάτι ή κάποιος σε συγκινεί,νιώθεις συγκίνηση.  music συ-γκι-νώ

 

 

συγκοινωνία [η] ουσιαστικό (συγκοινωνίες) 

check1 Λέμε ότι ένα μέρος έχει συγκοινωνία, όταν μπορούμε να πάμε εκεί με λεωφορείο, με τρένο ή με άλλα μέσα μεταφοράς. Συγκοινωνία λέμε συχνά και τα ίδια τα μέσα μεταφοράς και κυρίως το λεωφορείο.  pen1 «Είναι αργά, δε θα βρεις συγκοινωνία» είπε ο κύριος Γιάννης στο θείο Τάκη.  music συ-γκοι-νω-νί-α

 

 

συγκρίνω, συγκρίνομαι ρήμα (σύγκρινα, θα συγκρίνω)   

check1 Όταν συγκρίνεις ανθρώπους ή πράγματα, προσπαθείς να βρεις πόσο μοιάζουν ή πόσο διαφέρουν.  pen1 Η Αθηνά συγκρίνει την κούκλα της μ' εκείνη της Ελένης. Έχουν ίδια μαλλιά αλλά διαφορετικά ρούχα.  romvos Όταν συγκρίνεις δύο ανθρώπους, κάνεις σύγκριση.  music συ-γκρί-νω

 

 

σύγκριση [η] ουσιαστικό (συγκρίσεις) velos συγκρίνω

 

 

συγκρότημα [το] ουσιαστικό (συγκροτήματα)

check1 Το συγκρότημα είναι μία ομάδα μουσικών, χορευτών ή άλλων καλλιτεχνών που δουλεύουν όλοι μαζί.  circle1 γκρουπ 

check2 Ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα είναι πολλά κτίρια, χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο που φιλοξενούν τουρίστες και επισκέπτες.  music συ-γκρό-τη-μα

 

 

συγκρούομαι ρήμα (συγκρούστηκα,θα συγκρουστώ) 

check1 Όταν δύο αυτοκίνητα συγκρούονται, πέφτει με ορμή το ένα πάνω στο άλλο την ώρα που κινούνται.  
check2 Όταν δύο πρόσωπα συγκρούονται, μαλώνουν μεταξύ τους.

romvos Όταν δύο αυτοκίνητα συγκρούονται, γίνεται μία σύγκρουση.  music συ-γκρού-ο-μαι

 

 

σύγκρουση [η] ουσιαστικό (συγκρούσεις) velos συγκρούομαι

 

 

συγνώμη [η] ουσιαστικό (συγνώμες) 

check1 «Σας ζητώ συγνώμη!» φώναξε δυνατά η Αθηνά στην κυρία που πάτησε κατά λάθος. Με συγχωρείτε!  

check2 Λέμε πολλές φορές «συγνώμη» για να ρωτήσουμε κάτι ευγενικά.  pen1 Συγνώμη, κύριε, πώς θα πάω στο ζωολογικό κήπο;» ρώτησε ο θείος Τάκης.  music συ-γνώ-μη

-Γράφουμε και συγγνώμη.

 

 

συγυρίζω, συγυρίζομαι ρήμα (συγύρισα, θα συγυρίσω)

check1 Όταν συγυρίζεις ένα δωμάτιο, τακτοποιείς τα πράγματα που βρίσκονται εκεί.

circle1 συμμαζεύω, νοικοκυρεύω 

check2 Λέμε ότι συγυρίζεις κάποιον, όταν τον τιμωρείς.  circle1 κανονίζω  

romvos συγύρισμα  music συ-γυ-ρί-ζω

 

 

συγχαρητήρια, τα ουσιαστικό  

check1 Λες σε κάποιον «συγχαρητήρια» για να δείξεις το θαυμασμό σου ή για να τον παινέψεις για μία επιτυχία του.  circle2 συλλυπητήρια  music συγ-χα-ρη-τή-ρι-α

 

 

σύγχρονος, σύγχρονη, σύγχρονο επίθετο (σύγχρονοι, σύγχρονες, σύγχρονα)

check1 Όταν κάποιος ζει στη σημερινή εποχή, είναι σύγχρονος.  

circle1 σημερινός  circle2 αρχαίος  
check2 O Αχιλλέας και η Ελένη ήταν σύγχρονοι. Έζησαν την ίδια εποχή.  

romvos Η Αθηνά και η Αλίκη έφτασαν τρέχοντας συγχρόνως στο τέρμα .Έφτασαν μαζί, την ίδια στιγμή.  circle1 ταυτόχρονα  music σύγ-χρο-νος

 

 

συγχωρώ, συγχωρούμαι ρήμα (συγχώρησα και συγχώρεσα, θα συγχωρήσω και θα συγχωρέσω)

check1 Όταν συγχωρείς κάποιον που σου έκανε κακό, του δίνεις τη συγνώμη σου χωρίς να τον τιμωρήσεις και χωρίς να τον εκδικηθείς.  music συγ-χω-ρώ

 

 

συζήτηση [η] ουσιαστικό (συζητήσεις) velos συζητώ

 

 

συζητώ και συζητάω, συζητιέμαι ρήμα (συζήτησα, θα συζητήσω) 

check1 Όταν συζητάς για κάτι με κάποιον άλλο, μιλάτε γι' αυτό και λέει ο καθένας την άποψή του.  pen1 O κύριος Γιάννης και η κυρία Μαργαρίτα συζητούσαν πολλή ώρα για το πού θα πάνε διακοπές.  circle1 κουβεντιάζω, συνομιλώ  

romvos Έκαναν μία συζήτηση.  music συ-ζη-τώ

 

 

σύζυγος [ο], [η] ουσιαστικό (σύζυγοι) 

check1 O κύριος Γιάννης και η κυρία Μαργαρίτα είναι σύζυγοι. Είναι παντρεμένοι, συνδέονται με γάμο μεταξύ τους.  music σύ-ζυ-γος

 

 

σύκο [το] ουσιαστικό (σύκα)

check1 Το σύκο είναι ένα φρούτο που όταν είναι φρέσκο έχει πράσινη ή μελιτζανιά φλούδα και μέσα του είναι κόκκινο με σπόρους. Όταν είναι ξερό, η φλούδα του είναι καφετιά. 

eikona589

check2 Όταν «λες τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη», μιλάς καθαρά χωρίς να διστάζεις.  romvos Το δέντρο που κάνει σύκα λέγεται συκιά.  music σύ-κο

 

 

συκώτι [το] ουσιαστικό (συκώτια) 

check1 Το συκώτι είναι το όργανο του σώματός σου που καθαρίζει το αίμα. Βρίσκεται στη δεξιά μεριά της κοιλιάς σου. 

check2 Λέμε ότι κάποιος σου πρήζει το συκώτι, όταν σε ταλαιπωρεί πολύ.  music συ-κώ-τι

 

 

συλλαβή [η] ουσιαστικό (συλλαβές) 

check1 Η συλλαβή είναι μία πολύ μικρή λέξη ή ένα κομμάτι λέξης που το προφέρεις ξεχωριστά. Για παράδειγμα η λέξη για είναι μία συλλαβή αλλά η λέξη γιαγιά χωρίζεται σε δύο συλλαβές: για-γιά. Στα ελληνικά κάθε συλλαβή πρέπει να έχει ένα φωνήεν.  romvos Όταν χωρίζω μία λέξη σε συλλαβές, κάνω συλλαβισμό, τη συλλαβίζω.

music συλ-λα-βή

 

 

συλλαβίζω ρήμα (συλλάβισα, θα συλλαβίσω) velos συλλαβή

 

 

συλλογή [η] ουσιαστικό (συλλογές) 

check1 O κύριος Γιάννης έχει μία συλλογή από γραμματόσημα. Μαζεύει γραμματόσημα απ' όλες τις εποχές και τα φυλάει σ' ένα άλμπουμ. Η θεία Κατερίνα όμως έχει στο σπίτι της μία συλλογή από πίνακες γνωστών ζωγράφων.  music συλ-λο-γή

 

 

σύλλογος [ο] ουσιαστικό (σύλλογοι)  

check1 O σύλλογος είναι μία ομάδα ανθρώπων που δουλεύουν όλοι μαζί για να πετύχουν τον ίδιο στόχο.  pen1 Η θεία Έλλη συμμετέχει σ' ένα φιλανθρωπικό σύλλογο που μαζεύει χρήματα για τους φτωχούς.  circle1 όμιλος, σωματείο  music σύλ-λο-γος

 

 

συλλυπητήρια [τα] ουσιαστικό  

check1 Λες σε κάποιον συλλυπητήρια για να δείξεις τη λύπη σου για το θάνατο κάποιου συγγενή ή φίλου του ή για κάτι άσχημο που του συνέβη.  

circle2 συγχαρητήρια   music συλ-λυ-πη-τή-ρι-α

 

 

συμβαίνει ρήμα (συνέβη, θα συμβεί)

check1 «Γιατί είσαι λυπημένη, Αθηνά;»ρώτησε ο Κώστας. «Συνέβη κάτι κακό»; O Κώστας τη ρώτησε αν έγινε κάτι κακό.  music συμ-βαί-νει
-Προσοχή! Το ρήμα χρησιμοποιείται μόνο στο γ΄πρόσωπο ενικού και πληθυντικού.

 

 

συμβόλαιο [το] ουσιαστικό (συμβόλαια)

check1 Το συμβόλαιο είναι μία γραπτή συμφωνία που γίνεται ανάμεσα στους ανθρώπους. Συνήθως το συμβόλαιο το κάνει ένας συμβολαιογράφος.  pen1 Όταν ο κύριος Γιάννης αγόρασε καινούριο σπίτι, υπέγραψε ένα συμβόλαιο με τον ιδιοκτήτη του.  
check2 O λόγος του θείου Τάκη είναι συμβόλαιο. Ό,τι λέει, το κάνει.  romvos O δικηγόρος που κάνει ένα συμβόλαιο λέγεται συμβολαιογράφος.  music συμ-βό-λαι-ο

 

 

σύμβολο [το] ουσιαστικό (σύμβολα) 

check1 Το + είναι το σύμβολο της πρόσθεσης. Όταν μπαίνει ανάμεσα σε δύο αριθμούς, καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να τους προσθέσουμε.  
check2 Το περιστέρι είναι το σύμβολο της ειρήνης. Όταν βλέπουμε μία ζωγραφιά μ' ένα περιστέρι, το μυαλό μας πηγαίνει στην ειρήνη.  circle1 σημάδι, σημείο  music σύμ-βο-λο

 

 

συμβουλεύω, συμβουλεύομαι ρήμα (συμβούλεψα, θα συμβουλέψω) velos συμβουλή

 

 

συμβουλή [η] ουσιαστικό (συμβουλές)

check1 Η Αθηνά πάντα ακούει τις συμβουλές του θείου Αλέκου. Ακούει τη γνώμη του, επειδή έχει πολλές γνώσεις και ξέρει τι είναι σωστό να κάνει κάθε φορά.  

romvos O θείος Αλέκος συμβουλεύει πάντα σωστά την Αθηνά.  music συμ-βου-λή

 

 

συμμαζεύω, συμμαζεύομαι ρήμα (συμμάζεψα, θα συμμαζέψω) 

check1 Όταν συμμαζεύεις το δωμάτιό σου, βάζεις τα πράγματά σου σε τάξη.

circle1 συγυρίζω, τακτοποιώ  music συμ-μα-ζεύ-ω

 

 

συμμαθητής [ο], συμμαθήτρια [η] ουσιαστικό (συμμαθητές, συμμαθήτριες)

check1 Η Ελένη και η Αθηνά είναι συμμαθήτριες. Πηγαίνουν στην ίδια τάξη. O Κώστας, ο Νίκος, η Ελένη και η Αθηνά είναι συμμαθητές. Πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο.

music συμ-μα-θη-τής

 

 

σύμμαχος [ο], [η] ουσιαστικό (σύμμαχοι)

check1 O Νίκος είναι σύμμαχος του Κώστα στις σκανταλιές και τα πειράγματα. Τον βοηθάει και τον υποστηρίζει.  romvos συμμαχία  music σύμ-μα-χος

 

 

συμμετέχω ρήμα (συμμετείχα, θα συμμετάσχω) 

check1 Όταν συμμετέχεις σε κάτι, κάνεις κάτι μαζί με άλλους ανθρώπους.

circle1 παίρνω μέρος  pen1 Η δασκάλα κάνει σ' όλους ερωτήσεις, κι έτσι όλοι οι μαθητές συμμετέχουν στο μάθημα.  romvos συμμετοχή  music συμ-με-τέ-χω

 

 

συμμορία [η] ουσιαστικό (συμμορίες) 

check1 Η συμμορία είναι μία ομάδα κακοποιών που κάνουν πολλά εγκλήματα.  
check2 Συμμορία λέμε μερικές φορές και μία ομάδα σκανταλιάρικων παιδιών.  

music συμ-μο-ρί-α

 

 

συμπάθεια [η] ουσιαστικό (συμπάθειες) velos συμπαθώ

 

 

συμπαθώ ρήμα (συμπάθησα, θα συμπαθήσω) 

check1 Όταν συμπαθείς κάποιον, έχεις καλά συναισθήματα γι' αυτόν. Σου αρέσει.

circle2 αντιπαθώ  romvos O Νίκος είναι η μεγάλη συμπάθεια της κυρίας Μαργαρίτας. Τον συμπαθεί πιο πολύ απ' όλους τους φίλους του Κώστα. Τον βρίσκει πολύ συμπαθητικό.  musicσυ-μπα-θώ

 

 

συμπαίκτης [ο], συμπαίκτρια [η] ουσιαστικό (συμπαίκτες, συμπαίκτριες)

check1 O Νίκος είναι ο συμπαίκτης του Κώστα στο ποδόσφαιρο. Παίζουν μαζί ποδόσφαιρο.  romvos παίκτης  music συ-μπαί-κτης

 

 

συμπέθερος [ο], συμπεθέρα [η] ουσιαστικό (συμπέθεροι και συμπεθέρες)

check1 O πατέρας της κυρίας Μαργαρίτας και ο πατέρας του κυρίου Γιάννη είναι συμπέθεροι. Oι μητέρες τους είναι συμπεθέρεςmusic συ-μπέ-θε-ρος

 

 

συμπέρασμα [το] ουσιαστικό (συμπεράσματα) 

check1 Συμπέρασμα είναι η γνώμη που σχηματίζεις, αφού σκεφτείς πρώτα καλά για κάτι.

pen1 Όταν η Αθηνά βλέπει τον Κώστα λυπημένο, βγάζει αμέσως το συμπέρασμα ότι έχασε η ομάδα του στο ποδόσφαιρο.  music συ-μπέ-ρα-σμα

 

 

συμπεριφέρομαι ρήμα (συμπεριφέρθηκα, θα συμπεριφερθώ) velos συμπεριφορά

 

 

συμπεριφορά [η] ουσιαστικό (συμπεριφορές)  

check1 «Όταν ο κύριος Μιχάλης φωνάζει και βρίζει, η άσχημη συμπεριφορά του με τρομάζει πολύ» είπε η Αθηνά. O άσχημος τρόπος που φέρεται.  circle1 διαγωγή

romvos O κύριος Μιχάλης συμπεριφέρεται άσχημα.  music συ-μπε-ρι-φο-ρά

 

 

συμπληρώνω, συμπληρώνομαι ρήμα (συμπλήρωσα, θα συμπληρώσω) 

check1 Όταν συμπληρώνεις κάτι σε κάτι άλλο, προσθέτεις κάτι που του λείπει.

pen1 Η Αθηνά συμπλήρωσε το κομμάτι του παζλ που έλειπε κι έφτιαξε την εικόνα ενός σπιτιού.  

check2 Όταν συμπληρώνεις τα κενά σε μία άσκηση, γράφεις τη σωστή λέξη που λείπει.

music συ-μπλη-ρώ-νω

 

 

σύμπτωμα [το] ουσιαστικό (συμπτώματα)

check1 «Τι συμπτώματα έχει η ανεμοβλογιά;» ρώτησε η Ελένη την κυρία Μαργαρίτα. «Σπυράκια, φαγούρα και πυρετό» απάντησε εκείνη.  music σύ-μπτω-μα

 

 

σύμπτωση [η] ουσιαστικό (συμπτώσεις)

check1 Μα, τι περίεργη σύμπτωση! Η Ροζαλία χάθηκε την ίδια μέρα που την κυνήγησε ο σκύλος του κυρίου Μιχάλη. Μα τι περίεργο που έγιναν αυτά την ίδια μέρα!

music σύ-μπτω-ση

 

 

συμφέρον [το] ουσιαστικό (συμφέροντα) velos συμφέρω

 

 

– H λέξη συμμαθητής είναι φτιαγμένη από δύο κομματάκια: το συν-, που σημαίνει «μαζί» και το μαθητής.
– Aπό ποια κομματάκια είναι  φτιαγμένη η λέξη συμπαίκτης;  ........................... και ...........................Προσοχή! Λέμε συμπαίκτης αλλά συναθλητής, συνάδελφος.

 

 

συμφέρω ρήμα (συνέφερα, θα συμφέρω)

check1 Όταν κάτι σε συμφέρει, είναι ωφέλιμο και χρήσιμο για σένα.  

pen1 «Γιάννη, θ' αγοράσω αυτήν την τσάντα, γιατί με συμφέρει. Έχει καλή τιμή» είπε η κυρία Μαργαρίτα.  circle2 βλάπτω  romvos «Αγόρασέ την, Μαργαρίτα. Κοίτα λίγο και το συμφέρον σου» είπε ο άντρας της.  music συμ-φέ-ρω

 

 

συμφιλιώνω, συμφιλιώνομαι ρήμα (συμφιλίωσα, θα συμφιλιώσω)

check1 Όταν συμφιλιώνεις κάποιους που έχουν μαλώσει, τους βοηθάς να ξαναγίνουν φίλοι.  circle1 μονοιάζω, φιλιώνω  music συμ-φι-λι-ώ-νω

 

 

συμφορά [η] ουσιαστικό (συμφορές)

check1 Συμφορά λέμε ένα μεγάλο κακό που έχει συμβεί.  music συμ-φο-ρά

 

 

σύμφωνο [το] ουσιαστικό (σύμφωνα) 

check1 Τα β, γ, δ, είναι σύμφωνα, ενώ τα α, ε, ο είναι φωνήεντα.   

circle2 φωνήεν  music σύμ-φω-νο

 

 

συμφωνώ ρήμα (συμφώνησα, θα συμφωνήσω)

check1 Όταν συμφωνείς με κάποιον, έχεις την ίδια γνώμη μ' εκείνον.  circle2 διαφωνώ  
check2 Όταν δύο άνθρωποι συμφωνούν να κάνουν κάτι, δίνουν υπόσχεση ότι θα το κάνουν.  pen1 O Κώστας συμφώνησε με τον κύριο Γιάννη να πάει για μπάλα, αφού πρώτα διαβάσει.  romvos Έκανε μία συμφωνία μαζί του. Σύμφωνα με όσα είπαν, έπρεπε πρώτα να διαβάσει και μετά να πάει στο γήπεδο.  music συμ-φω-νώ

 

 

συναγερμός [ο] ουσιαστικό (συναγερμοί) 

check1 O συναγερμός είναι ένα σήμα που βγάζει ήχο ή φως και μας προειδοποιεί για κάτι.  pen1 O κύριοςΔημήτρης κατάλαβε πως κάτι κακό συνέβαινε στο μαγαζί του, όταν άκουσε το συναγερμό να χτυπάει.  music συ-να-γερ-μός

 

 

συναγωνίζομαι ρήμα (συναγωνίστηκα, θα συναγωνιστώ)

check1 O Κώστας και ο Ίγκλι συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα τρέξει πιο γρήγορα. Προσπαθεί ο ένας να ξεπεράσει τον άλλο στο τρέξιμο.  

romvos O συναγωνισμός δεν είναι εύκολος.  musicσυ-να-γω-νί-ζο-μαι

 

 

συνάδελφος [ο], [η] ουσιαστικό (συνάδελφοι)

check1 Συνάδελφός μας είναι αυτός που κάνει την ίδια δουλειά με μας.  

music συ-νά-δελ-φος  -Λέμε και η συναδέλφισσα.

 

 

συναίσθημα [το] ουσιαστικό (συναισθήματα)

check1 O θυμός, η αγάπη, το μίσος και οτιδήποτε άλλο ευχάριστο ή δυσάρεστο νιώθουμε είναι συναισθήματα.  romvos Όταν κάποιος στενοχωριέται, γελά και κλαίει πολύ εύκολα, λέμε πως είναι συναισθηματικός.  music συ-ναί-σθη-μα

 

 

συνάντηση [η] ουσιαστικό (συναντήσεις) velos συναντώ

 

 

συναντώ και συναντάω, συναντιέμαι ρήμα (συνάντησα, θα συναντήσω)

eikona590

check1 Όταν συναντάς κάποιον, τον βρίσκεις μπροστά σου. Όταν συναντιέσαι με κάποιον, βρίσκεστε κάπου και μιλάτε ή κάνετε παρέα.  circle1 ανταμώνω  
check2 Όταν δύο τρένα συναντιούνται, πλησιάζει το ένα το άλλο στο ίδιο σημείο. Όταν δύο ποτάμια ή δύο δρόμοι συναντιούνται, ενώνονται μεταξύ τους.

romvos Η συνάντηση της Αλίκης και της Αθηνάς έγινε στο σπίτι της Αλίκης.  music συ-να-ντώ

 

 

συναρμολογώ ρήμα (συναρμολόγησα, θα συναρμολογήσω)    

check1 Όταν συναρμολογείς κάτι, ενώνεις τα μέρη του για να φτιάξεις κάτι μεγαλύτερο και πιο σύνθετο.  pen1 O Κώστας συναρμολόγησε το κάστρο που του αγόρασε ο κύριος Γιάννης. Πρώτα έφτιαξε το τείχος και μετά έβαλε πάνω του τις σημαίες.

romvos Είναι ένα συναρμολογούμενο κάστρο.  music συ-ναρ-μο-λο-γώ

 

 

συναρπάζω ρήμα (συνάρπασα, θα συναρπάσω)

check1 Όταν κάτι σε συναρπάζει, σου προκαλεί μεγάλο ενθουσιασμό και συγκίνηση και τραβάει όλη σου την προσοχή.  pen1 Την Αθηνά τη συναρπάζουν οι ταινίες που έχουν πολλή περιπέτεια.  circle1 μαγεύω, γοητεύω, ενθουσιάζω  romvos Τις βρίσκει συναρπαστικές.

music συ-ναρ-πά-ζω

 

 

Tο σώμα μας

eikona591

 

συναρπαστικός, συναρπαστική, συναρπαστικό επίθετο (συναρπαστικοί,συναρπαστικές, συναρπαστικά) velos συναρπάζω

 

 

συναυλία [η] ουσιαστικό (συναυλίες) 

check1 Σε μία συναυλία μία ομάδα ανθρώπων παίζει μουσική μπροστά σε πολύ κόσμο. Η συναυλία είναι ένα μουσικό θέαμα.  pen1 Πολλοί διάσημοι τραγουδιστές έδωσαν συναυλία για τα παιδιά της Αφρικής.  circle1 κοντσέρτο  music συ-ναυ-λί-α

 

 

συνάχι [το] ουσιαστικό (συνάχια)

check1 Όταν έχεις συνάχι, φτερνίζεσαι συνέχεια και από τη μύτη σου τρέχει μύξα.

romvos O Κώστας έχει συνάχι, είναι συναχωμένος. Συναχώθηκε, επειδή έπαιζε ποδόσφαιρο μέσα στη βροχή.  music συ-νά-χι

 

 

συναχώνομαι ρήμα (συναχώθηκα, θα συναχωθώ) velos συνάχι

 

 

σύνδεσμος [ο] ουσιαστικό (σύνδεσμοι) velos συνδέω

 

 

συνδετήρας [ο] ουσιαστικό (συνδετήρες) velos συνδέω

 

 

συνδέω, συνδέομαι ρήμα (σύνδεσα,θα συνδέσω) 

check1 Όταν συνδέεις δύο πράγματα, τα ενώνεις ή τα φέρνεις το ένα κοντά στο άλλο.

pen1 O κύριος Γιάννης συνδέει τα κομμάτια της βιβλιοθήκης με βίδες.

circle1 δένω, ενώνω  circle2 αποσυνδέω, χωρίζω  
check2 Όταν δύο άνθρωποι συνδέονται φιλικά, τους ενώνει μία φιλία.

eikona592

check2 Όταν δύο τόποι συνδέονται με τη συγκοινωνία, υπάρχει ένα μέσο μεταφοράς που πηγαίνει από τον ένα τόπο στο άλλο.  

romvos Η Αθηνά έπιασε τα χαρτιά της με συνδετήρα. σύνδεση, σύνδεσμος   music συν-δέ-ω

συνδετήρας

 

 

συνδυάζω, συνδυάζομαι ρήμα (συνδύασα, θα συνδυάσω)  

check1 Στις διακοπές της η Αθηνά συνδυάζει το διάβασμα με το παιχνίδι. Κάνει δηλαδή στις διακοπές της δύο διαφορετικά πράγματα.  
check2 Η κυρία Μαργαρίτα συνδύασε τη μαύρη μπλούζα της με μία κόκκινη φούστα. Τα έβαλε μαζί σαν σύνολο.  romvos O συνδυασμός ήταν πολύ καλός.  music συν-δυ-ά-ζω

 

 

συνεννόηση [η] ουσιαστικό (συνεννοήσεις) velos συνεννοούμαι

 

 

συνεννοούμαι ρήμα (συνεννοήθηκα, θα συνεννοηθώ)   

check1 Η Αλίκη συνεννοείται πολύ καλά στ' αγγλικά. Καταλαβαίνει τι της λένε αλλά δίνει κι εκείνη στους άλλους να καταλάβουν αυτό που θέλει.

check2 Η Αθηνά και η Ελένη συνεννοούνται μία χαρά μεταξύ τους. Γι' αυτό είναι πολύ καλές φίλες. Τα πάνε καλά μεταξύ τους.  circle2 διαφωνώ  romvos συνεννόηση   

music συ-νεν-νο-ού-μαι

 

 

συνέντευξη [η] ουσιαστικό (συνεντεύξεις)   

check1 O γνωστός δημοσιογράφος πήρε συνέντευξη από τον πρωθυπουργό. Του έκανε συγκεκριμένες ερωτήσεις κι έτσι είχαν μία συζήτηση.   
check2 Η μαμά του Νίκου πήγε για συνέντευξη σ' ένα τουριστικό γραφείο. Εκεί της έκαναν πολλές ερωτήσεις για να δουν αν είναι κατάλληλη να πάρει τη θέση της γραμματέως.  music συ-νέ-ντευ-ξη

 

 

συνέπεια [η] ουσιαστικό (συνέπειες)  

check1 Το κάπνισμα έχει κακές συνέπειες στην υγεία μας. Έχει άσχημο αποτέλεσμα, κάνει κακό.  
check2 Όταν κάποιος έχει συνέπεια, κρατά το λόγο του και κάνει αυτά που πρέπει να κάνει.  circle2 ασυνέπεια  music συ-νέ-πει-α

 

 

συνεργάζομαι ρήμα (συνεργάστηκα, θα συνεργαστώ)  

check1 Όταν συνεργάζεσαι με κάποιον, δουλεύετε μαζί για να πετύχετε έναν κοινό στόχο.  pen1 Η Αθηνά συνεργάζεται με τη θεία Κατερίνα για να φτιάξουν έναν πίνακα με ζώα.  romvos Έχουν μία συνεργασία, είναι δηλαδή συνεργάτιδες. έργο, εργάζομαι

music συ-νερ-γά-ζο-μαι

 

 

συνεργασία [η] ουσιαστικό (συνεργασίες) velos συνεργάζομαι

 

 

συνεργάτης [ο], συνεργάτιδα [η] ουσιαστικό (συνεργάτες, συνεργάτιδες) velos συνεργάζομαι

 

 

συνεργείο [το] ουσιαστικό (συνεργεία)

eikona593

check1 Oι μηχανικοί επισκευάζουν τα αυτοκίνητα στο συνεργείο. Είναι ο χώρος όπου δουλεύουν.   
check2 Ένα συνεργείο της ΔΕΗ ήρθε στη γειτονιά της Αθηνάς για ν' αλλάξει τις λάμπες των στύλων.
Μία ομάδα ανθρώπων που δουλεύουν μαζί.  music συ-νερ-γεί-ο

 

 

συνέχεια [η] ουσιαστικό (συνέχειες) velos συνεχίζω

 

 

συνεχίζω, συνεχίζομαι ρήμα (συνέχισα, θα συνεχίσω) 

check1 Όταν συνεχίζεις κάτι, κάνεις κάτι χωρίς διακοπή.

pen1 O θείος Αλέκος συνεχίζει να κάνει δίαιτα, γιατί πρέπει να χάσει αρκετά κιλά.  

circle1 εξακολουθώ  circle2 διακόπτω, σταματώ  romvos «Η αρχή του έργου ήταν λίγο βαρετή αλλά η συνέχεια μας άρεσε πολύ» είπε η θεία Κατερίνα. Δηλαδή αυτό που ακολούθησε.

music συ-νε-χί-ζω

 

 

συνήθεια [η] ουσιαστικό (συνήθειες) velos συνηθίζω

 

 

συνηθίζω, συνηθίζομαι ρήμα (συνήθισα, θα συνηθίσω) 

check1 Όταν συνηθίζεις να κάνεις κάτι,το κάνεις πολύ συχνά.  pen1 Η θεία Κατερίνα και ο θείος Σταμάτης συνηθίζουν να πηγαίνουν για ψώνια κάθε Σάββατο πρωί. 

check2 Στην αρχή η Αθηνά δεν μπορούσε να αντέξει την καινούρια της γειτονιά. Σιγά σιγά όμως τη συνήθισε κι άρχισε να της αρέσει.  romvos Η θεία Κατερίνα και ο θείος Σταμάτης έχουν τη συνήθεια να πηγαίνουν για ψώνια κάθε Σάββατο πρωί. Είναι η συνηθισμένη τους ασχολία. Είναι συνηθισμένοι να πηγαίνουν για ψώνια εκείνη τη μέρα. Συνήθως ψωνίζουν τρόφιμα για όλη τη βδομάδα.  music συ-νη-θί-ζω

 

 

συνηθισμένος, συνηθισμένη, συνηθισμένο μετοχή (συνηθισμένοι, συνηθισμένες, συνηθισμένα) velos συνηθίζω

 

 

συνθέτης [ο], συνθέτρια [η] ουσιαστικό (συνθέτες, συνθέτριες)

check1 Συνθέτης είναι αυτός που γράφει τη μουσική για ένα τραγούδι ή για ένα έργο.

romvos O συνθέτης συνθέτει μουσική. σύνθετος  music συν-θέ-της

 

 

σύνθετος, σύνθετη, σύνθετο επίθετο (σύνθετοι, σύνθετες, σύνθετα) 

check1 Μία σύνθετη λέξη είναι φτιαγμένη από περισσότερες λέξεις. Η λέξη ασπρόμαυρος είναι σύνθετη.  circle2 απλός  romvos συνθέτω  music σύν-θε-τος

 

 

συνθήκη [η] ουσιαστικό (συνθήκες) 

check1 Όταν τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπογράφουν μία συνθήκη, κάνουν μία συμφωνία.  

check2 Oι άνθρωποι εργάζονται για να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής τους και να ζουν πιο καλά. Το πώς ζουν.  music συν-θή-κη

 

 

σύνθημα [το] ουσιαστικό (συνθήματα)

check1 Το σύνθημα είναι μία λέξη ή μία πολύ σύντομη φράση που τη λες για να σε αναγνωρίσει κάποιος.  pen1 Στο έργο που έβλεπε η θεία Κατερίνα για να μπει κανείς στο σπίτι που έμεναν οι κλέφτες, έπρεπε να πει το σύνθημα «ήλιος».  
check2 Συνθήματα λέμε και τις λέξεις ή τις φράσεις που ακούμε συνήθως σε διαδηλώσεις.  music σύν-θη-μα

 

 

συννεφιά [η] ουσιαστικό (συννεφιές) velos σύννεφο

 

 

συννεφιάζω ρήμα (συννέφιασα, θα συννεφιάσω) velos σύννεφο

 

 

σύννεφο [το] ουσιαστικό (σύννεφα)

eikona594

check1 Τα σύννεφα είναι γκρίζα ή άσπρα και τα βλέπεις στον ουρανό πριν βρέξει. Είναι φτιαγμένα από σταγόνες νερού που μετά πέφτουν στη γη.

check2 Σύννεφο λέμε και καθετί που μοιάζει με σύννεφο.  

pen1 Ξαφνικά ο αέρας δυνάμωσε και σηκώθηκε ένα σύννεφο σκόνης.  circle1 νέφος   
romvos Όταν ο ουρανός έχει πολλά σύννεφα, λέμε πως έχει συννεφιά.Λέμε πως συννεφιάζει music σύν-νε-φο

 

 

– Πότε λέμε ότι ένα ρούχο είναι συνηθισμένο;

 

 

– Πότε λέμε ότι κάποιος πετάει στα σύννεφα;

 

 

συνοδεία [η] ουσιαστικό (συνοδείες) velos συνοδεύω

 

 

συνοδεύω (συνόδευσα, θα συνοδεύσω) 

check1 Όταν συνοδεύεις κάποιον, πηγαίνεις μαζί του για να του κάνεις συντροφιά, να τον βοηθήσεις ή να τον προστατεύσεις.  pen1 O κύριος Γιάννης συνόδευσε την κυρία Μαργαρίτα στο χορό που οργάνωσε η εφημερίδα.  circle1 συντροφεύω, ακολουθώ

romvos Η κυρία Μαργαρίτα δεν πήγε μόνη της στο χορό, πήγε με συνοδεία.

music συ-νο-δεύ-ω

 

 

σύνολο [το] ουσιαστικό (σύνολα) 

check1 Στην εκδρομή ήρθε το σύνολο των μαθητών. Πήγαν όλοι μαζί, δεν έλειπε κανένας. 

check2 Σύνολο λέγεται και το γυναικείο κουστούμι που αποτελείται από φούστα ή παντελόνι και ζακέτα ή μπλούζα.  music σύ-νο-λο

 

 

συνομήλικος, συνομήλικη, συνομήλικο επίθετο (συνομήλικοι, συνομήλικες, συνομήλικα)

check1 Η Αθηνά και η Ελένη είναι συνομήλικες. Έχουν δηλαδή την ίδια ηλικία.

romvos ηλικία  music συ-νο-μή-λι-κος

 

 

συνοικία [η] ουσιαστικό (συνοικίες) 

check1 Συνοικίες λέμε τις γειτονιές μίας πόλης που υπάρχουν στο κέντρο και στα προάστια. Κάθε συνοικία έχει διαφορετικό όνομα.  pen1 Το κέντρο της Αθήνας και οι γύρω συνοικίες πλημμύρισαν από τη δυνατή καταιγίδα.  music συ-νοι-κί-α

 

 

σύνορο [το] ουσιαστικό (σύνορα)

check1 Σύνορο είναι η γραμμή που χωρίζει ή που νομίζουμε ότι χωρίζει δύο κράτη.

pen1 O ποταμός Έβρος είναι το φυσικό σύνορο της Ελλάδας με την Τουρκία.
check2 Σύνορα υπάρχουν κι ανάμεσα σε δύο χωράφια ή δύο κτήματα.  circle1 όριο

music σύ-νο-ρο

 

 

συνταγή [η] ουσιαστικό (συνταγές) 

check1 Η συνταγή του γιατρού είναι το χαρτί που γράφει ποιο φάρμακο πρέπει να πάρει ο άρρωστος.  
check2 Η συνταγή στη μαγειρική είναι οι γραπτές οδηγίες που λένε πώς να φτιάξουμε ένα γλυκό ή ένα φαγητό.  music συ-ντα-γή

 

 

σύνταξη [η] ουσιαστικό (συντάξεις)

check1 Η σύνταξη είναι τα χρήματα που παίρνει κάθε μήνα κάποιος που έχει σταματήσει να δουλεύει, επειδή είναι μεγάλος στην ηλικία ή έχει αρρωστήσει.

romvos Συνταξιούχο λέμε αυτόν που έχει βγει στη σύνταξη.  music σύ-ντα-ξη

 

 

συνταξιούχος [ο], [η] ουσιαστικό (συνταξιούχοι) velos σύνταξη

 

 

σύντομος, σύντομη, σύντομο επίθετο (σύντομοι, σύντομες, σύντομα)

check1 Όταν κάτι είναι σύντομο, κρατάει λίγο.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα είχε μία πολύ σύντομη συνάντηση πέντε λεπτών με το διευθυντή.  circle2 μεγάλος, πολύωρος  
check2 Όταν ένας δρόμος είναι πιο σύντομος από κάποιον άλλο, έχει μικρό μήκος.

circle2 μακρύς  romvos συντομία, σύντομα  music σύ-ντο-μος

 

στο σχολείο

eikona595

 

συντροφιά [η] ουσιαστικό (συντροφιές)

check1 Η συντροφιά είναι μία ομάδα φίλων.

pen1 Στη συντροφιά του Κώστα και του Νίκου μπήκε τώρα και ο Ίγκλι.  circle1 παρέα 

check2 O κύριος Μιχάλης έχει συντροφιά τη θεία και το σκύλο του. Ζουν μαζί.  

romvos O σκύλος του κυρίου Μιχάλη είναι ο καλύτερος σύντροφός του. Του είναι πιστός και τον ακολουθεί παντού.  circle1 φίλος  music σύ-ντρο-φος

 

 

συνώνυμο [το] ουσιαστικό (συνώνυμα) 

check1 Το συνώνυμο της λέξης καινούριος είναι η λέξη νέος. Είναι μία διαφορετική λέξη που έχει περίπου την ίδια σημασία.  circle2 αντίθετο, αντώνυμο  

romvos (σαν επίθετο) Oι λέξεις καινούριος και νέος είναι συνώνυμες. Έχουν περίπου την ίδια σημασία.  music συ-νώ-νυ-μο

 

 

σύριγγα [η] ουσιαστικό (σύριγγες)

eikona596

check1 Η νοσοκόμα έβαλε το φάρμακο στη σύριγγα για να κάνει την ένεση στη θεία του κυρίου Μιχάλη.  music σύ-ριγ-γα

 

 

σύρμα [το] ουσιαστικό (σύρματα) 

eikona597

check1 Το σύρμα είναι ένα λεπτό μεταλλικό νήμα.  

pen1 Η Αθηνά κοίταζε τα πουλάκια που κάθονταν πάνω στα σύρματα του ηλεκτρικού ρεύματος.  circle1 καλώδιο  
check2 Η κυρία Μαργαρίτα τρίβει τα ταψιά και τις κατσαρόλες με χοντρό σύρμα για να φεύγουν τα λίπη.  music σύρ-μα

 

 

συρτάρι [το] ουσιαστικό (συρτάρια)  

check1 Πολλά έπιπλα έχουν συρτάρια. Είναι θήκες που μοιάζουν με κουτιά κι έχουν ένα χερούλι για να τις τραβάς προς τα έξω, όταν θέλεις να βάλεις ή να βγάλεις κάτι.

pen1 O κύριος Γιάννης έκλεισε δυνατά το συρτάρι του γραφείου του.  romvos σύρω  

music συρ-τά-ρι  pen2 'τα ρούχα'

 

 

σύρτης [ο] ουσιαστικό (σύρτες)  

eikona598

check1 O σύρτης είναι ένα κομμάτι μέταλλο που το τραβάς για να κλείσεις μία πόρτα από μέσα.  circle1 μάνταλο  romvos σύρω  music σύρ-της

 

 

σύρω ρήμα (έσυρα, θα σύρω) velos σέρνω

 

 

συσκευάζω ρήμα (συσκεύασα, θα συσκευάσω)  

check1 Όταν συσκευάζεις κάτι, το βάζεις σ' ένα κουτί ή το τυλίγεις με χαρτί για να μπορείς να το μεταφέρεις.  pen1 Η θεία Μαργαρίτα συσκεύασε τα παλιά βιβλία για να τα μεταφέρει στο χωριό.  circle1 αμπαλάρω  romvos Η Αθηνά αγόρασε ένα σιντί για τη μαμά της και ζήτησε να το τυλίξουν σε συσκευασία δώρου.  music συ-σκευ-ά-ζω

 

 

συσκευή [η] ουσιαστικό (συσκευές) 

check1 Η συσκευή είναι μία μηχανή που αποτελείται από πολλά συναρμολογημένα κομμάτια.  pen1Στο γάμο της η θεία Κατερίνα πήρε για δώρο πολλές ηλεκτρικές συσκευές: μία τηλεόραση, ένα ντιβιντί και μία καφετιέρα.  music συ-σκευ-ή

 

 

σύστημα [το] ουσιαστικό (συστήματα) 

check1 Το αναπνευστικό σύστημα είναι το σύνολο των οργάνων που σε βοηθούν ν' αναπνέεις: για παράδειγμα οι πνεύμονες και το στόμα σου.  
check2 Το ηλιακό σύστημα είναι το σύνολο των πλανητών που είναι γύρω από τον ήλιο.  

check2 O Νίκος το έχει σύστημα να κάνει πλάκες. Το έχει συνήθεια.  

romvos συστηματικός  music σύ-στη-μα

 

 

συχνός, συχνή, συχνό επίθετο (συχνοί, συχνές, συχνά)  

check1 Όταν κάτι είναι συχνό, γίνεται ή εμφανίζεται αρκετές φορές, όχι όμως συνέχεια.

pen1 συχνές επισκέψεις του θείου Τάκη έδωσαν μεγάλη χαρά στον κύριο Γιάννη: ήρθε τρεις φορές μέσα σ' ένα μήνα.  circle1 τακτικός  circle2 αραιός, σπάνιος  

romvos Στο κέντρο της Αθήνας τα λεωφορεία περνούν συχνά. Περνούν με μεγάλη συχνότητα.  music συ-χνός

 

 

σφάζω ρήμα (έσφαξα, θα σφάξω)

check1 Όταν κάποιος σφάζει ένα ζώο, το σκοτώνει κόβοντας το λαιμό του με μαχαίρι.

check2 «Έχω έναν πόνο στη μέση που με σφάζει!» φώναξε η θεία του κυρίου Μιχάλη. Που με πονάει πολύ.  romvos σφαγή, σφάξιμο, σφαγείο  music σφά-ζω

 

 

σφαίρα [η] ουσιαστικό (σφαίρες)

check1 Σφαίρα λέμε κάτι στρογγυλό που μοιάζει με μπάλα.  

eikona599

pen1 «Πού είναι η Ελβετία;» ρώτησε η Αθηνά. «Εδώ!» φώναξε ο Κώστας και την έδειξε στην υδρόγειο σφαίρα. 

check2 Σφαίρα λέμε και το στρογγυλό κομμάτι από μέταλλο που βάζουν στο πιστόλι οι στρατιώτες για να πυροβολήσουν.  

circle1 βόλι, βλήμα  romvos Η σφαιροβολία είναι ένα αγώνισμα. Σ' αυτό οι αθλητές ρίχνουν μακριά μία σιδερένια σφαίρα.  

music σφαί-ρα

Η υδρόγειος σφαίρα

 

 

σφαλιάρα [η] ουσιαστικό (σφαλιάρες)

check1 Όταν δίνεις σε κάποιον μία σφαλιάρα, τον χτυπάς δυνατά στο κεφάλι με ανοιχτή την παλάμη σου.  circle1 καρπαζιά, χαστούκι  music σφα-λιά-ρα

 

 

σφεντόνα [η] ουσιαστικό (σφεντόνες)

eikona600

check1 Η σφεντόνα είναι ένα παιδικό όπλο. Το φτιάχνεις μ' ένα ξύλο κι ένα λάστιχο. Βάζεις μία πέτρα στο ξύλο, τραβάς το λάστιχο και τη στέλνεις μακριά.  music σφε-ντό-να

 

 

σφήκα [η] και σφήγκα [η] ουσιαστικό (σφήκες/σφήγκες)

check1 Η σφήκα είναι ένα έντομο με μαύρες και κίτρινες ρίγες που μοιάζει με μέλισσα. Oι σφήκες τσιμπούν και ρίχνουν δηλητήριο.  romvos Η σφηκοφωλιά είναι μία φωλιά με σφήγκες.  music σφή-κα

 

 

σφηκοφωλιά [η] ουσιαστικό (σφηγκοφωλιές) velos σφήκα

 

 

σφηνώνω, σφηνώνομαι ρήμα (σφήνωσα, θα σφηνώσω)

check1 Όταν κάτι σφηνώνει σε κάτι άλλο, μπαίνει μέσα του και δεν μπορεί να βγει.

pen1 Το ημερολόγιο της Αθηνάς σφήνωσε στο συρτάρι και δεν μπορούσε να βγει.

check2 «Άμα σου σφηνωθεί κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζεις γνώμη!» είπε η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά.  music σφη-νώ-νω

 

 

σφίγγω, σφίγγομαι (έσφιξα, θα σφίξω)

check1 Όταν σφίγγεις κάτι, το τραβάς ή το πιέζεις δυνατά και σταθερά με τα χέρια σου έτσι που να μην μπορεί να κουνηθεί.  pen1«Σφίξε τα κορδόνια των παπουτσιών σου για να μη σου λυθούν, Αθηνά!» φώναξε η Ελένη. Δέσε τα πιο σφιχτά.

eikona601

check2 «Τα παπούτσια είναι καινούρια και με σφίγγουν» είπε γκρινιάζοντας η Ελένη. Με στενεύουν.

check2 Όταν θέλουμε να πούμε σε κάποιον να κάνει κουράγιο, του λέμε να σφίξει την καρδιά του.  romvos Κάθε φορά που η Αθηνά λέει ποίημα έχει ένα σφίξιμο στο στομάχι. σφιχτός   music σφίγ-γω

 

 

σφιχταγκαλιάζω, σφιχταγκαλιάζομαι ρήμα (σφιχταγκάλιασα, θα σφιχταγκαλιάσω) velos σφιχτός

 

 

σφιχτός, σφιχτή, σφιχτό επίθετο (σφιχτοί, σφιχτές, σφιχτά)

check1 Όταν ένα ρούχο σου είναι σφιχτό, σε σφίγγει.  
check2 Ένα σφιχτό αυγό, είναι βρασμένο πολύ.  circle2 μελάτος, μαλακός

romvos Όταν σφιχταγκαλιάζεις κάποιον, τον αγκαλιάζεις σφιχτά.  music σφι-χτός

 

 

σφουγγάρι [το] ουσιαστικό (σφουγγάρια)

check1 Το σφουγγάρι έχει πολλές τρύπες και ρουφάει εύκολα και γρήγορα το νερό. Χρησιμοποιούμε σφουγγάρι γιανα πλένουμε το σώμα μας και τα πιάτα. Με το σφουγγάρι σβήνεις και τον πίνακα στο σχολείο.  circle1 σπόγγος  

romvos Όταν σφουγγαρίζουμε, καθαρίζουμε το πάτωμα με σφουγγάρι ή με σφουγγαρόπανο. Η σφουγγαρίστρα είναι ένα σφουγγαρόπανο με κοντάρι.  

music σφουγ-γά-ρι  pen2 'το σώμα μας'

 

 

σφουγγαρίζω, σφουγγαρίζομαι ρήμα (σφουγγάρισα, θα σφουγγαρίσω) velos σφουγγάρι

 

 

σφουγγαρίστρα [η] ουσιαστικό (σφουγγαρίστρες) velos σφουγγάρι

 

 

σφραγίδα [η] ουσιαστικό (σφραγίδες) 

eikona602

check1 Τη σφραγίδα τη βουτάς στο μελάνι και μετά τη χτυπάς στο χαρτί για ν' αφήσει τα ίχνη της.  

romvos Με τη σφραγίδα σφραγίζεις ένα χαρτί.  music σφρα-γί-δα

 

 

σφυρί [το] ουσιαστικό (σφυριά)

check1 Το σφυρί είναι ένα βαρύ εργαλείο με σιδερένια μύτη και ξύλινο χερούλι για να καρφώνουμε τα καρφιά.  music σφυ-ρί

 

 

σφυρίζω ρήμα (σφύριξα, θα σφυρίξω)

eikona603

check1 Όταν σφυρίζεις, βγάζεις έναν ήχο φυσώντας αέρα μέσα από τα χείλη σου.

romvos Μερικές φορές φυσάς τον αέρα μέσα σε μία σφυρίχτρα για ν'ακουστεί πιο δυνατά το σφύριγμά σου.  music σφυ-ρί-ζω

 

 

σφυρίχτρα [η] ουσιαστικό (σφυρίχτρες) velosσφυρίζω

 

 

σχάρα [η] ουσιαστικό (σχάρες)

check1 Η σχάρα είναι ένα μεταλλικό μαγειρικό σκεύος. Πάνω στη σχάρα ψήνουμε κρέατα κι άλλα φαγητά στα κάρβουνα.

eikona604

check2 Σχάρα έχουν και τ' αυτοκίνητα, οι μηχανές και τα ποδήλατα για να φορτώνουμε εκεί τα πράγματά μας.

check2 Σχάρα καλύπτει και τους υπονόμους για να μην πέφτουν μέσα άνθρωποι, ζώα και πράγματα.  

music σχά-ρα
-Λέμε και σκάρα.

 

 

σχεδιάζω, σχεδιάζομαι ρήμα (σχεδίασα, θα σχεδιάσω) velos σχέδιο

 

 

σχέδιο [το] ουσιαστικό (σχέδια)

check1 O κύριος Γιάννης είναι αρχιτέκτονας και φτιάχνει σχέδια σπιτιών. Ζωγραφιές σπιτιών με μολύβι σε μεγάλα χαρτιά.  circle1 σκίτσο

check2 Η φούστα της κυρίας Μαργαρίτας έχει πάνω της σχέδια. Έχει τετράγωνα και κύκλους.

check2 Η Αθηνά και ο Κώστας κάνουν σχέδια για το καλοκαίρι. Κάνουν όνειρα, έχουν ένα σκοπό.  romvos Ένας σχεδιαστής μόδας φτιάχνει σχέδια από ρούχα, δηλαδή σκίτσα. Τα σχεδιάζει.  music σχέ-δι-ο

 

 

σχέση [η] ουσιαστικό (σχέσεις)

check1 Η σχέση είναι μικρή ή μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα.  pen1 -Τι σχέση έχει ο σκύλος του κυρίου Μιχάλη με τα κουταβάκια;

-Έχουν το ίδιο χρώμα, μοιάζουν. 

check2 Η Αθηνά και η Ελένη έχουν μία σχέση φιλίας. Είναι φίλες.  circle1 δεσμός 

check2 Η κυρία Μαργαρίτα και ο κύριος Γιάννης έχουν καλές σχέσεις με όλους τους συγγενείς τους. Έχουν επικοινωνία και περνούν χρόνο μαζί.  

romvos Ένα βιβλίο σχετικό με τα λουλούδια μιλάει για τα λουλούδια.  music σχέ-ση

 

 

σχετικός, σχετική, σχετικό επίθετο (σχετικοί, σχετικές, σχετικά) velos σχέση

 

 

σχήμα [το] ουσιαστικό (σχήματα) 

check1 Το σχήμα είναι η εξωτερική μορφή ενός σώματος. Το τετράγωνο, το τρίγωνο και ο κύκλος είναι σχήματα.  

pen1 Το μεγάλο κάδρο στο σαλόνι της κυρίας Μαργαρίτας έχει τετράγωνο σχήμα.

romvos Όταν σχηματίζεις κάτι, του δίνεις σχήμα. Η Αλίκη σχημάτισε στην υγρή άμμο με το δάχτυλό της έναν κύκλο.  music σχή-μα  pen2 'τα σχήματα'

 

 

σχίζω ρήμα (έσχισα, θα σχίσω) velos σκίζω

 

 

σχοινί [το] ουσιαστικό (σχοινιά) velos σκοινί

 

 

σχολάω και σχολώ (σχόλασα, θα σχολάσω)

check1 Όταν ένας μαθητής σχολάει, τελειώνει το μάθημα και φεύγει από το σχολείο του.

check2 Όταν κάποιος σχολάει από τη δουλειά του, τελειώνει τη δουλειά του και φεύγει.

check2 Όταν ένας διευθυντής σχολάει κάποιον από τη δουλειά του, τον διώχνει απ' αυτήν.  music σχο-λά-ω

 

 

σχολείο [το] ουσιαστικό (σχολεία) 

check1 Το σχολείο είναι ένα μέρος όπου πηγαίνουν τα παιδιά για να μάθουν καινούρια πράγματα. Σχολείο λέμε και όλους τους μαθητές και τους δασκάλους του σχολείου. Επίσης σχολείο λέμε και τα μαθήματα που γίνονται στο σχολείο.  

pen1 Αύριο το σχολείο του Κώστα θα πάει εκδρομή. Τα παιδιά δε θα έχουν σχολείο 

romvos Το σχολικό παίρνει τα παιδιά από το σπίτι τους και τα πηγαίνει στο σχολείο.

circle1 σχολικό λεωφορείο Πολλές φορές έξω από το σχολείο υπάρχει ένας σχολικός τροχονόμος.  music σχο-λεί-ο  pen2 'στο σχολείο'

 

 

σχολικό [το] ουσιαστικό (σχολικά) velosσχολείο

 

 

σχολικός, σχολική, σχολικό επίθετο (σχολικοί, σχολικές, σχολικά) velos σχολείο

 

 

σώβρακο [το] ουσιαστικό (σώβρακα)

check1 Το σώβρακο είναι το εσώρουχο που φοράνε οι άντρες κάτω από τη μέση τους.

circle1 σλιπ  music σώ-βρα-κο

 

 

σώζω, σώζομαι (έσωσα, θα σώσω)

check1 Όταν σώζεις κάποιον ή κάτι, τους γλιτώνεις από κάποιο μεγάλο κακό.

pen1 O κύριος Δημήτρης έσωσε τη Ροζαλία από τις ρόδες του αυτοκινήτου.

circle1 γλιτώνω  romvos O κύριος Δημήτρης είναι ο σωτήρας της Ροζαλίας. Η Αθηνά ευχαρίστησε τον κύριο Δημήτρη για τη σωτηρία της Ροζαλίας.  music σώ-ζω

 

 

σωληνάριο [το] ουσιαστικό (σωληνάρια)

eikona605

check1 Το σωληνάριο είναι μία μακρόστενη θήκη που έχει μέσα της αλοιφές, οδοντόκρεμες ή χρώματα. Τα σωληνάρια έχουν ένα καπάκι για να κλείνουν.

music σω-λη-νά-ρι-ο

 

 

σωλήνας [ο] ουσιαστικό (σωλήνες)

check1 Μέσα από τους σωλήνες της πολυκατοικίας έρχεται το νερό στις βρύσες μας.

music σω-λή-νας

 

 

σώμα [το] ουσιαστικό (σώματα)

check1 Το μωρό της θείας Κατερίνας είναι ακόμα πολύ μικρό. Όταν μεγαλώσει,θα αποκτήσει αντρικό σώμα.  circle1 κορμί

check2 Σώμα λέμε και όλα τα μέλη και τα όργανά μας εκτός από το κεφάλι. Τα αστέρια είναι ουράνια σώματα.  music σώ-μα  pen2 'το σώμα μας'

 

τα σχήματα

eikona606

 

σωπαίνω ρήμα (σώπασα, θα σωπάσω) velos σιωπή

 

 

σωρός [ο] ουσιαστικό (σωροί) 

eikona607

check1 O σωρός είναι ένα σύνολο από πολλά πράγματα, ριγμένα το ένα πάνω στο άλλο.

circle1 στοίβα 
check2 Σωρός είναι και η μεγάλη ποσότητα.  

pen1 O Νίκος λέει ένα σωρό αστεία κι όλοι γελούν.  music σω-ρός

Ένας σωρός από σκουπίδια.

 

 

σωσίβιο [το] ουσιαστικό (σωσίβια) 

eikona608

check1 Το σωσίβιο είναι ένα φουσκωμένο λάστιχο που επιπλέει στη θάλασσα. Το φορούν όσοι δεν ξέρουν κολύμπι.  circle1 κουλούρα 

music σω-σί-βι-ο

 

 

σωστός, σωστή, σωστό επίθετο (σωστοί,σωστές, σωστά)

check1 Όταν κάτι είναι σωστό, δεν έχει κανένα λάθος.

pen1 Η Αθηνά έδωσε σωστές απαντήσεις στο τεστ κι έτσι πήρε «Άριστα». Απάντησε σωστά.  circle1 ορθός  circle2 λανθασμένος, λάθος

check2 Η θεία Έλλη φοράει τα σωστά ρούχα για να φαίνεται αδύνατη. Φοράει τα ρούχα που της ταιριάζουν.  circle1 κατάλληλος

check2 «Εσύ έγινες σωστός άντρας, Κώστα!» φώναξε η θεία Έλλη που είχε καιρό να τον δει.  circle1 αληθινός, πραγματικός  romvos σωστά  music σω-στός