Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
Π Σ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
  ραβδί   ρωτώ

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Ρρ

eikona500

 

 

ραβδί [το] ουσιαστικό (ραβδιά)

check1 Η νονά της Σταχτοπούτας είναι η καλή νεράιδα με το μαγικό ραβδί

check2 Ραβδί είναι κι ένα λεπτό και μακρύ κομμάτι ξύλο που το έχουμε για να χτυπάμε κάτι.  circle1 βέργα  music ρα-βδί  pen2 'παραμύθια'

 

 

ράβω, ράβομαι ρήμα (έραψα, θα ράψω)

check1 Όταν ράβεις, χρησιμοποιείς κλωστή και βελόνα για να ενώσεις κομμάτια ύφασμα και να φτιάξεις έτσι ένα ρούχο.

check2 Όταν μία πληγή είναι πολύ βαθιά, ο γιατρός τη ράβει για να κλείσει πιο γρήγορα.

romvos Της μαμάς του Ίγκλι της αρέσει πολύ το ράψιμο, της αρέσει πολύ να ράβει. Oι ραφές σ' ένα ρούχο είναι εκεί που ενώνονται τα κομμάτια του υφάσματος. O ράφτης είναι αυτός που ράβει ρούχα για τους άλλους. Όταν μία πληγή έχει κλείσει καλά, ο γιατρός βγάζει τα ράμματα.  music ρά-βω

 

 

ράγα [η] ουσιαστικό (ράγες) 

check1ράγες είναι δύο παράλληλες μεταλλικές γραμμές στο έδαφος που πάνω τους τρέχουν τα τρένα.  circle1 σιδηροδρομική γραμμή  music ρά-γα

 

 

ραγίζω ρήμα (ράγισα, θα ραγίσω)

eikona501

check1 Ένα φλιτζάνι ή ένα ποτήρι που πέφτει μπορεί να ραγίσει χωρίς να σπάσει.

romvos Αν ραγίσει, φαίνεται το ράγισμα, δηλαδή μία γραμμή σαν σκίσιμο στην επιφάνειά του αλλά δε χωρίζεται σε κομμάτια όπως όταν σπάει. music ρα-γί-ζω

 

 

ραδίκι [το] ουσιαστικό (ραδίκια)

eikona502

check1 Τα ραδίκια είναι χόρτα που μαζεύουμε στην εξοχή ή αγοράζουμε στην αγορά. Τα τρώμε βραστά σαν σαλάτα.  music ρα-δί-κι

 

 

 

ράδιο [το] ουσιαστικό  

check1 Το ράδιο είναι το ραδιόφωνο.  

romvos Το ραδιοταξί είναι το ταξί που καλούμε παίρνοντας τηλέφωνο από το σπίτι μας. ραδιόφωνο, ραδιοσταθμός  music ρά-δι-ο

 

 

ραδιοσταθμός [ο] ουσιαστικό (ραδιοσταθμοί) velos ραδιόφωνο

 

 

ραδιοταξί [το] ουσιαστικό velos ράδιο

 

 

ραδιόφωνο [το] ουσιαστικό (ραδιόφωνα)

check1 Στο ραδιόφωνο ακούμε μουσική, διάφορες εκπομπές και τις ειδήσεις.  

romvos Η Αλίκη ακούει στο ραδιόφωνο τα τραγούδια που μεταδίδει ο αγαπημένος της ραδιοσταθμός. ραδιοφωνάκι, ράδιο  music ρα-δι-ό-φω-νο

 

 

-Πώς λέμε τη γυναίκα που ράβει  ρούχα για άλλους;
-Tι μηχανή χρησιμοποιεί;

 

 

ρακέτα [η] ουσιαστικό (ρακέτες)  

eikona503

check1 Χρησιμοποιούμε ρακέτα για να παίξουμε τένις ή πιγκ πογκ. Έχει ένα χερούλι για να την κρατάμε κι ένα στρογγυλό επίπεδο μέρος για να χτυπάμε μ' αυτό τη μπάλα. Η ρακέτα του πιγκ πογκ είναι μικρή και ξύλινη, ενώ του τένις είναι μεγαλύτερη κι έχει ένα πλαστικό δίχτυ.  music ρα-κέ-τα

 

 

ράλι [το] ουσιαστικό 

check1 Oι αγώνες αυτοκινήτων λέγονται ράλι.  music ρά-λι
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ράμμα [το] ουσιαστικό (ράμματα) velos ράβω

 

 

ράμφος [το] ουσιαστικό (ράμφη)  

check1 Τα πουλιά έχουν ράμφος. Μ' αυτό τρώνε, πίνουν και τσιμπούν. Είναι σκληρό κι έχει διάφορα σχήματα. Του πελαργού είναι μακρύ, ενώ της κότας μυτερό και κοντό.  music ράμ-φος  pen2 'τα ζώα'

 

 

ραντάρ [το] ουσιαστικό

check1 Όλα τα σκάφη, όπως τα πλοία, τα αεροπλάνα και τα υποβρύχια έχουν ραντάρ. Το ραντάρ δείχνει σε μία οθόνη τα αντικείμενα που βρίσκονται στο δρόμο τους.

music ρα-ντάρ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ραντεβού [το] ουσιαστικό  

check1 Όταν κλείνεις ραντεβού με κάποιον, κανονίζεις από πριν να τον συναντήσεις μία συγκεκριμένη ημέρα και ώρα.  music ρα-ντε-βού
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ράντζο [το] ουσιαστικό (ράντζα)   

check1 Το ράντζο είναι ένα πρόχειρο κρεβάτι με πόδια από ξύλο ή μέταλλο κι ένα χοντρό ύφασμα αντί για στρώμα. Όταν δεν το χρειαζόμαστε, το διπλώνουμε για να μην πιάνει χώρο.  music ρά-ντζο

 

 

ραντίζω, ραντίζομαι ρήμα (ράντισα, θα ραντίσω)

check1 Όταν ραντίζεις κάτι, του ρίχνεις σταγόνες νερού ή άλλου υγρού.  

pen1 O θείος Αλέκος έχει ειδικές μηχανές για να ραντίζει τα χωράφια του με φάρμακο.  circle1 ψεκάζω  romvos Το ράντισμα των χωραφιών γίνεται έτσι πολύ γρήγορα.

circle1 ψέκασμα  music ρα-ντί-ζω

 

 

ραπτομηχανή [η] ουσιαστικό (ραπτομηχανές)

eikona504

check1 Με τη ραπτομηχανή ράβουμε γρηγορότερα απ' ό,τι με το χέρι χρησιμοποιώντας βελόνα.  romvos ράβω, ράπτης, ράψιμο 

music ρα-πτο-μη-χα-νή

 

 

 

–Πώς είναι το ράμφος του αετού;

 

 

ράσο [το] ουσιαστικό (ράσα)  

check1 Τα ράσα είναι τα μαύρα, φαρδιά και μακριά ρούχα που φοράνε οι παπάδες, οι μοναχοί και οι μοναχές.  music ρά-σο

 

 

ράτσα [η] ουσιαστικό (ράτσες)  

check1 Υπάρχουν διάφορες ράτσες σκυλιών, όπως τα σκυλιά Δαλματίας, τα κανίς, τα μπουλντόγκ και τα λυκόσκυλα. Αν και όλα είναι σκυλιά, δε μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους.  music ρά-τσα

 

 

ραφή [η] ουσιαστικό (ραφές) velos ράβω

 

 

ράφι [το] ουσιαστικό (ράφια)  

check1 Oι ντουλάπες και οι βιβλιοθήκες έχουν ράφια. Τα ράφια είναι λεπτές σανίδες που πάνω τους τακτοποιούμε τα πράγματά μας.  music ρά-φι  pen2 'το δωμάτιο'

 

 

ράφτης [ο], ράφτρα [η] ουσιαστικό (ράφτες, ράφτρες) velos ράβω

 

 

ράχη [η] ουσιαστικό (ράχες) 

check1 Η ράχη είναι το πίσω μέρος του σώματος, από τη μέση μέχρι το σβέρκο. circle1 πλάτη

check2 Η ράχη της καρέκλας είναι το μέρος που ακουμπάμε την πλάτη μας, όταν καθόμαστε.  circle1 πλάτη  music ρά-χη

 

 

ρεβίθι [το] ουσιαστικό (ρεβίθια)  

check1 Τα ρεβίθια είναι όσπρια με στρογγυλό σχήμα και σχεδόν άσπρο χρώμα, που τα τρώμε σαν σούπα.  romvos Το ρεβίθι είναι ο καρπός της ρεβιθιάς.  music ρε-βί-θι
Δες στραγάλι

 

 

ρεζέρβα [η] ουσιαστικό (ρεζέρβες)  

check1 Η Αθηνά έχει πάντα ένα λάστιχο ρεζέρβα για το ποδήλατό της. Έτσι αν σκάσει ένα από τα λάστιχα, θα μπορεί να το αλλάξει.  music ρε-ζέρ-βα

 

 

ρεζίλι [το] ουσιαστικό (ρεζίλια)  

check1 Όταν γίνεσαι ρεζίλι, νιώθεις ντροπή για κάτι δυσάρεστο που σου συνέβη μπροστά στους άλλους.  romvos Όταν κάνεις κάποιον ρεζίλι, τον ρεζιλεύειςmusic ρε-ζί-λι

 

 

ρεκόρ [το] ουσιαστικό 

check1 Το ρεκόρ σ' ένα άθλημα είναι το καλύτερο αποτέλεσμα που έχει πετύχει κανείς.

music ρε-κόρ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ρέμα [το] ουσιαστικό (ρέματα) 

check1 Το ρέμα είναι ένα απότομο άνοιγμα της γης με ορμητικό νερό.

check2 Λέμε «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», όταν ξέρουμε πως όποια απόφαση κι αν πάρουμε, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο κακό.  music ρέ-μα

 

 

ρεπορτάζ [το] ουσιαστικό  

check1 Στις ειδήσεις βλέπουμε πολλά ρεπορτάζ για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο. Πληροφορίες και εικόνες που μαζεύουν οι δημοσιογράφοι σχετικά με ενδιαφέροντα θέματα ή πράγματα που γίνονται κάθε μέρα στον κόσμο.  romvos Αυτός που κάνει τα ρεπορτάζ, λέγεται ρεπόρτερ.  music ρε-πορ-τάζ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ρεπόρτερ [ο], [η] ουσιαστικό velos ρεπορτάζ

 

 

ρεσεψιόν [η] ουσιαστικό  

check1 Η ρεσεψιόν είναι το γραφείο που υποδέχεται τους πελάτες ενός ξενοδοχείου ή τους επιβάτες ενός πλοίου.  music ρε-σε-ψιόν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ρέστα [τα] ουσιαστικό 

check1 Τα ρέστα είναι τα λεφτά που σου επιστρέφουν, όταν πληρώνεις περισσότερα από το ποσό που σου ζητούν.  music ρέ-στα
-Δεν έχει ενικό αριθμό.

 

 

ρετιρέ [το] ουσιαστικό  

check1 Το ρετιρέ είναι ο τελευταίος όροφος μίας πολυκατοικίας. Τα ρετιρέ έχουν μεγάλη βεράντα.  music ρε-τι-ρέ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ρετσίνα [η] ουσιαστικό (ρετσίνες)  

check1 Η ρετσίνα είναι ένα ελληνικό άσπρο κρασί με άρωμα από ρετσίνι.  romvos Το ρετσίνι είναι ένα υγρό που βγαίνει από τον κορμό του πεύκου και κολλάει σαν κόλλα.

music ρε-τσί-να

 

 

ρεύμα [το] ουσιαστικό (ρεύματα)

check1 Όταν κάνει ρεύμα, μπαίνει δυνατός αέρας από κάπου.

check2 Με το ηλεκτρικό ρεύμα λειτουργούν όλες οι ηλεκτρικές συσκευές κι έχουμε φως.

music ρεύ-μα

 

 

ρεύομαι ρήμα (ρεύτηκα, θα ρευτώ)

check1 Όταν τρως πολύ, έχεις ανάγκη να ρευτείς, δηλαδή να βγάλεις από το στόμα σου αέρια κάνοντας θόρυβο.  romvos ρέψιμο  music ρεύ-ο-μαι

 

 

ρευστός, ρευστή, ρευστό επίθετο (ρευστοί, ρευστές, ρευστά) 

check1 Όταν κάτι είναι ρευστό, κυλάει όπως ένα υγρό.  circle2 πηχτός  music ρευ-στός

 

 

ρημάζω, ρημάζομαι ρήμα (ρήμαξα, θα ρημάξω)

check1 Όταν ρημάζεις κάτι, το καταστρέφεις τελείως, το κάνεις ερείπιο.

pen1 Το χιόνι ρήμαξε πολλά σπίτια στο χωριό του θείου Αλέκου.

check2 Όταν κάτι ρημάζει, καταστρέφεται σιγά σιγά και γίνεται έρημο, γιατί κανείς δεν το φροντίζει πια.  pen1 Αν δεν είχε πάει ο θείος Αλέκος στο χωριό, το σπίτι του παππού θα είχε ρημάξει romvos «Ρημαδιό έγινε το δωμάτιο με τα κυνηγητά σας!» είπε η κυρία Μαργαρίτα. Έγινε άνω κάτω.  music ρη-μά-ζω

 

 

ρηχός, ρηχή, ρηχό επίθετο (ρηχοί, ρηχές, ρηχά)

check1 Όταν το νερό είναι ρηχό, μπορούμε να πατήσουμε στο βυθό, γιατί έχει μικρό βάθος.  circle2 βαθύς 

check2 (σαν ουσιαστικό) Στη θάλασσα ο Κώστας και η Αθηνά κολυμπάνε στα ρηχά.

romvos Όταν το νερό ρηχαίνει, μικραίνει το βάθος του .  circle2 βαθαίνω  

music ρη-χός  pen2 'αντίθετα'

 

 

ρίγα [η] ουσιαστικό (ρίγες)

eikona505

check1 Η μπλούζα της θείας Κατερίνας είναι άσπρη με μπλε ρίγες. Δηλαδή έχει μπλε γραμμές πάνω της.  romvos Η θεία Κατερίνα φοράει ριγέ μπλούζα.  music ρί-γα

 

 

 

 

ρίγανη [η] ουσιαστικό  

check1 Η ρίγανη είναι θάμνος με αρωματικά φύλλα και λουλούδια. Την ξεραίνουμε, την τρίβουμε και τη βάζουμε στο φαγητό για να το νοστιμέψει.  music ρί-γα-νη

 

 

ριγέ επίθετο velos ρίγα

 

 

ρίζα [η] ουσιαστικό (ρίζες) 

check1 Τα φυτά παίρνουν την τροφή που χρειάζονται από τις ρίζες τους που είναι κάτω από τη γη.

eikona506

check2 Τα δόντια και τα μαλλιά μας έχουν κι αυτά ρίζες

romvos Λέμε ότι ένα φυτό ριζώνει, όταν κάνει γερές ρίζες και μεγαλώνει εκεί που το φυτέψαμε .Όταν κάποιος ριζώνει σ' έναν τόπο, συνηθίζει να ζει εκεί και δε θέλει πια να φύγει.  music ρί-ζα

 

 

ριζώνω ρήμα (ρίζωσα, θα ριζώσω) velos ρίζα

 

 

ρισκάρω ρήμα (ρίσκαρα, θα ρισκάρω)  

check1 Όταν ρισκάρεις, αποφασίζεις να κάνεις κάτι επικίνδυνο ή βάζεις κάτι σε κίνδυνο.

pen1 Oι πυροσβέστες ρισκάρουν τη ζωή τους κάθε φορά που τρέχουν να σώσουν κάποιον.  romvos Όταν ρισκάρεις, παίρνεις ένα ρίσκο, κάνεις κάτι πολύ επικίνδυνο.  

music ρι-σκά-ρω

 

 

ρίχνω, ρίχνομαι ρήμα (έριξα, θα ρίξω)  

check1 Όταν ρίχνεις κάτι, το κάνεις να πέσει κάτω.

pen1 Το βάζο που έριξε ο Κώστας με την μπάλα, έγινε χίλια κομμάτια.

check2 Όταν ο Κώστας και η Αθηνά γυρίζουν από το σχολείο, ρίχνουν τις τσάντες τους στο πάτωμα και τρέχουν για το μεσημεριανό τους. Τις πετούν κάτω.

check2 Χθες στο χωριό του θείου Αλέκου ένα κοπάδι από λύκους ρίχτηκε στα πρόβατα. Έπεσε πάνω τους με ορμή. Έκανε επίθεση.

check2 Όταν ρίχνεις ένα ρούχο πάνω σου, φοράς στα γρήγορα κάτι πρόχειρο. Όταν ρίχνεις μία ματιά σε κάτι, το κοιτάζεις στα γρήγορα. Όταν ρίχνεις ένα χαστούκι σε κάποιον, τον χτυπάς στο μάγουλο με το χέρι σου. Όταν ρίχνει πολλή βροχή, βρέχει πολύ.  romvos Η θεία Κατερίνα φοράει συχνά ριχτά ρούχα. Άνετα, φαρδιά ρούχα από μαλακό ύφασμα. ρίξιμο  music ρί-χνω

 

 

ριψοκίνδυνος, ριψοκίνδυνη, ριψοκίνδυνο επίθετο (ριψοκίνδυνοι, ριψοκίνδυνες, ριψοκίνδυνα)  

check1 Όταν κάνεις κάτι ριψοκίνδυνο, κάνεις κάτι που μπορεί να είναι επικίνδυνο για σέναpen1Oι βουτιές που κάνει ο Κώστας στη θάλασσα είναι ριψοκίνδυνες και ο θείος Τάκης του φωνάζει να προσέχει.  romvos ριψοκινδυνεύω  music ρι-ψο-κίν-δυ-νος

 

 

–Σε τι πιάτο τρώμε τη σούπα; Σε  ρηχό ή σε βαθύ;

 

 

ρόδα [η] ουσιαστικό (ρόδες)

check1 Τα αυτοκίνητα, τα ποδήλατα και οι μοτοσικλέτες κινούνται πάνω σε στρογγυλές ρόδεςcircle1 τροχός  music ρό-δα

 

 

ροδάκινο [το] ουσιαστικό (ροδάκινα) 

eikona507

check1 Τα ροδάκινα είναι στρογγυλά φρούτα με λεπτή και χνουδωτή φλούδα και μεγάλο κουκούτσι. Η σάρκα τους είναι κίτρινη και πολύ ζουμερή.  romvos Η ροδακινιά είναι το δέντρο που κάνει ροδάκινα. 

music ρο-δά-κι-νο

 

 

ρόδι [το] ουσιαστικό (ρόδια) 

eikona508

check1 Το ρόδι είναι ένα φρούτο με χοντρή και σκληρή φλούδα και μικρούς κόκκινους σπόρους. Την Πρωτοχρονιά σπάμε ρόδι στο πάτωμα για να έχουμε καλή τύχη.  romvos Η ροδιά είναι το δέντρο που κάνει ρόδια.  music ρό-δι

 

 

–Aν μου αλλάξεις το τελευταίο γράμμα τσουλάω. Ποια λέξη είμαι;  ........................

 

 

ρόδο [το] ουσιαστικό (ρόδα)

check1 Ρόδο λέμε το τριαντάφυλλο.  

romvos Όταν κάτι είναι ρόδινο, έχει το χρώμα του ρόδου.  circle1 τριανταφυλλής  music ρό-δο

 

 

ροζ επίθετο   

check1 Όταν κάτι είναι ροζ, έχει πολύ ανοιχτό κόκκινο χρώμα.

pen1Η Αθηνά φοράει ροζ κάλτσες.

check2 (σαν ουσιαστικό) Το ροζ είναι το αγαπημένο χρώμα της Αθηνάς. Γι' αυτό και ονόμασε τη γάτα της Ροζαλία.  music ροζ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό. 

pen2 'τα χρώματα'

 

 

ροκανίδι [το] ουσιαστικό (ροκανίδια) velos ροκανίζω

 

 

ροκανίζω, ροκανίζομαι ρήμα (ροκάνισα, θα ροκανίσω) 

check1 Όταν ροκανίζω ένα ξύλο, το ξύνω για να κάνω πιο λεία την επιφάνειά του.

check2 Όταν ροκανίζω κάτι σκληρό, το μασάω για ώρα.  

romvos Τα ροκανίδια είναι τα πολύ ψιλά και μικρά κομματάκια από ξύλο που πέφτουν, όταν το πριονίζουμε.  music ρο-κα-νί-ζω

 

 

ρολό [το] ουσιαστικό (ρολά) 

eikona509

check1 Κάτι που είναι τυλιγμένο σε ρολό μοιάζει με σωλήνα. Ένα ρολό χαρτί είναι το χαρτί της τουαλέτας.

check2 Κάθε πρωί ο κύριος Δημήτρης ανεβάζει τα ρολά του μαγαζιού του για να το ανοίξει.  music ρο-λό

 

 

ρολόι [το] ουσιαστικό (ρολόγια) 

eikona510

check1 Το ρολόι μάς δείχνει τι ώρα είναι. Έχει αριθμούς, ένα μεγάλο δείκτη που δείχνει τα λεπτά κι ένα μικρό που δείχνει τις ώρες που περνούν.  music ρο-λόι  Δες ώρα

 

 

ρόλος [ο] ουσιαστικό (ρόλοι) 

check1 Στο σινεμά και στο θέατρο οι ηθοποιοί παίζουν ο καθένας το ρόλο του, δηλαδή λένε και κάνουν αυτά που λένε και κάνουν τα πρόσωπα του έργου.  music ρό-λος

 

 

ρόμβος [ο] ουσιαστικό (ρόμβοι)  
O ρόμβος είναι ένα σχήμα με τέσσερις ίσες πλευρές και με τέσσερις γωνίες, δύο αμβλείες που είναι πιο φαρδιές και δύο οξείες που είναι πιο στενές.  

music ρόμ-βος  pen2 'τα σχήματα'

 

 

ρόμπα [η] ουσιαστικό (ρόμπες) 

eikona511

check1 Η ρόμπα είναι ένα ρούχο που φοράμε μόνο στο σπίτι, όταν σηκωνόμαστε από το κρεβάτι μας ή πριν ξαπλώσουμε.  music ρό-μπα

 

 

 

 

 

ρομπότ [το] ουσιαστικό

eikona512

check1 Το ρομπότ είναι μία μηχανή με μορφή ανθρώπου που είναι φτιαγμένη έτσι ώστε να κάνει κάποιες ανθρώπινες δουλειές. Βλέπουμε ρομπότ σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας.  music ρο-μπότ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

 

ρόπαλο [το] ουσιαστικό (ρόπαλα) 

check1 Το ρόπαλο είναι ένα χοντρό και βαρύ ξύλο που το χρησιμοποιούσαν παλιότερα σαν όπλο.  music ρό-πα-λο

 

 

ρουθούνι [το] ουσιαστικό (ρουθούνια)   

check1 Τα ρουθούνια είναι οι δύο τρύπες που έχουμε στη μύτη για ν' αναπνέουμε.

romvos Όταν ρουθουνίζουμε, αναπνέουμε από τη μύτη με θόρυβο.

music ρου-θού-νι  pen2 'το σώμα μας'

 

 

ρουκέτα [η] ουσιαστικό (ρουκέτες)  

check1 Στις γιορτές ρίχνουμε ρουκέτες που όταν σκάνε στον ουρανό, κάνουν θόρυβο και βγάζουν πολύχρωμα φώτα.  circle1 πυροτέχνημα  music ρου-κέ-τα

 

 

ρουμπίνι [το] ουσιαστικό (ρουμπίνια) 

check1 Το ρουμπίνι είναι μία κόκκινη,γυαλιστερή και πολύ ακριβή πέτρα που μπαίνει σε κοσμήματα.  music ρου-μπί-νι

 

 

ρουφηξιά [η] ουσιαστικό (ρουφηξιές) velos ρουφώ

 

 

ρουφώ και ρουφάω, ρουφιέμαι ρήμα (ρούφηξα, θα ρουφήξω)  

check1 Όταν ρουφάς ένα υγρό, το πίνεις παίρνοντας μικρή αναπνοή από το στόμα και κάνοντας μερικές φορές έναν ελαφρό θόρυβο με τα χείλια σου.

pen1 Όταν η Αθηνά πίνει χυμό, τον ρουφάει με το καλαμάκι.

check2 Όταν τρέχουν οι μύξες σου και δεν έχεις χαρτομάντιλο να σκουπιστείς, ρουφάς τη μύτη σου.  romvos O θείος Αλέκος έπινε το ζεστό του καφεδάκι με μικρές ρουφηξιές για να το απολαύσει, δηλαδή το έπινε σιγά σιγά με μικρές γουλιές. O Κώστας ήταν κρυωμένος κι ακουγόταν το ρούφηγμα της μύτης του. Ακουγόταν που ρουφούσε τη μύτη του.  music ρου-φώ  pen2 'το πάρτι'

 

 

ρούχο [το] ουσιαστικό (ρούχα)  

check1 Ντυνόμαστε με ρούχα. Είναι τα παντελόνια, οι φούστες, τα φορέματα, οι μπλούζες και ό,τι άλλο φοράμε για να μην είμαστε γυμνοί και για να μην κρυώνουμε.

check2 Λέμε ότι τρώγεσαι με τα ρούχα σου, όταν δεν ξέρεις τι θέλεις κι όλα σ' εκνευρίζουν.  music ρού-χο  pen2 'τα ρούχα'

 

 

ρόφημα [το] ουσιαστικό (ροφήματα)

check1 Το ρόφημα είναι κάτι που πίνεται ζεστό, όπως το τσάι, το χαμομήλι, το κακάο και ο καφές.  romvos ρουφώ  music ρό-φη-μα

 

 

– Aπό τι φτιάχνεται το λαχανόρυζο;

 

 

ροχαλίζω ρήμα (ροχάλισα, θα ροχαλίσω)  

check1 Όταν ροχαλίζεις στον ύπνο σου, αναπνέεις με θόρυβο.  

pen1 O Κώστας ροχάλιζε όλη τη νύχτα, γιατί η μύτη του ήταν βουλωμένη.

romvos O θόρυβος αυτός που κάνεις στον ύπνο σου λέγεται ροχαλητό.  music ρο-χα-λί-ζω

 

 

ρυάκι [το] ουσιαστικό (ρυάκια)  

check1 Το ρυάκι είναι ένα πολύ μικρό ποτάμι. Βγαίνει κι αυτό από μία πηγή, είναι όμως πολύ πιο μικρό.  music ρυ-ά-κι

 

 

ρύζι [το] ουσιαστικό (ρύζια) 

eikona513

check1 Το ρύζι είναι ένα δημητριακό που φυτρώνει σε γη σκεπασμένη με νερό. Το τρώμε βραστό.  romvos Με ρύζι, γάλα, ζάχαρη και κανέλα φτιάνουμε ένα γλυκό, το ρυζόγαλο. Όταν μαγειρέψουμε το ρύζι με αρακά, καλαμπόκι και άλλα υλικά, φτιάχνουμε ριζότο music ρύ-ζι

 

 

ρυθμίζω, ρυθμίζομαι ρήμα (ρύθμισα, θα ρυθμίσω)

check1 Όταν ρυθμίζεις ένα μηχάνημα, το κάνεις να λειτουργεί καλά ή όπως εσύ θέλεις.

pen1 Η Αλίκη ρύθμισε το ξυπνητήρι της για να ξυπνήσει νωρίς και να διαβάσει λίγο πριν το διαγώνισμα.  

check2 Όταν ρυθμίζεις ένα θέμα, το οργανώνεις έτσι ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα μ' αυτό.  pen1O κύριος Γιάννης ρύθμισε τη δουλειά του έτσι ώστε να έχει χρόνο για την οικογένειά του.  circle1 κανονίζω, τακτοποιώ  romvos ρυθμός  music ρυθ-μί-ζω

 

 

τα ρούχα

eikona514

 

 

ρυθμός [ο] ουσιαστικό (ρυθμοί)

check1 Η Αθηνά χόρευε στο ρυθμό της μουσικής. Πότε γρήγορα, πότε αργά. Ακολουθούσε στο σωστό χρόνο τους ήχους της μουσικής.  romvos ρυθμίζω  music ρυθ-μός

 

 

ρυτίδα [η] ουσιαστικό (ρυτίδες) 

check1 Oι παππούδες και οι γιαγιάδες έχουν πολλές ρυτίδες στο πρόσωπό τους, γιατί όσο μεγαλώνουμε το δέρμα μας στεγνώνει και ζαρώνει.  romvos Το δέρμα τους δεν είναι φρέσκο και λείο, είναι ρυτιδιασμένο, δηλαδή γεμάτο ρυτίδες.  music ρυ-τί-δα

 

 

ρυτιδιασμένος, ρυτιδιασμένη, ρυτιδιασμένο μετοχή (ρυτιδιασμένοι, ρυτιδιασμένες, ρυτιδιασμένα) velos ρυτίδα

 

 

ρώγα [η] ουσιαστικό (ρώγες)

check1 Κάθε τσαμπί σταφύλι έχει πολλές ρώγες. Μέσα στις ρώγες βρίσκονται τα κουκούτσια του σταφυλιού.  

check2 Στην άκρη κάθε στήθους έχουμε μία ρώγα. Από τη ρώγα του γυναικείου στήθους βγαίνει το γάλα που βυζαίνουν τα μωρά.  music ρώ-γα

 

 

ρωτώ και ρωτάω ρήμα (ρώτησα, θα ρωτήσω)  

check1 Όταν ρωτάς κάποιον κάτι, ζητάς να μάθεις κάποια πληροφορία.  

pen1 Η κακιά βασίλισσα ρωτούσε κάθε μέρα τον καθρέφτη της ποια είναι η ομορφότερη.  romvos Η βασίλισσα έκανε κάθε μέρα την ίδια ερώτηση.  music ρω-τώ