Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
Ο Ρ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
  παγάκι   πωλητής

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Ππ

eikona421

 

 

παγάκι [το] ουσιαστικό (παγάκια) velos πάγος

 

 

παγίδα [η] ουσιαστικό (παγίδες)

check1 Για να πιάσουμε ένα ποντίκι, ένα λαγό ή κάποιο άλλο ζώο, στήνουμε μία παγίδα. Συνήθως η παγίδα είναι κρυμμένη και δε φαίνεται, κι έτσι το ζώο πέφτει ή μπαίνει μέσα σ' αυτή.  circle1 φάκα

eikona422

check2 Λέμε ότι ένας δρόμος είναι γεμάτος παγίδες για τους οδηγούς, όταν είναι γεμάτος κινδύνους που δε φαίνονται.  

romvosΜία ποντικοπαγίδα παγίδεψε την ουρά της Ροζαλίας. Την έπιασε. Η Ροζαλία παγιδεύτηκε.  music πα-γί-δα

 

 

παγιδεύω, παγιδεύομαι ρήμα (παγίδεψα, θα παγιδέψω) velos παγίδα

 

 

παγκάκι [το] ουσιαστικό (παγκάκια)

check1 Το παγκάκι είναι ένα κάθισμα για τρία ή τέσσερα άτομα στις πλατείες, τα πεζοδρόμια και τις παιδικές χαρές.  music πα-γκά-κι

 

 

πάγκος [ο] ουσιαστικό (πάγκοι)

check2 O πάγκος είναι ένα κάθισμα, φτιαγμένο από μία σανίδα για να κάθονται πολλά άτομα. Στον πάγκο δεν υπάρχει πίσω μέρος για ν'ακουμπάμε την πλάτη μας. eikona423

check2 O πάγκος της κουζίνας είναι μία μακρόστενη επιφάνεια. Πάνω στον πάγκο κόβουμε φρούτα και λαχανικά ή κάνουμε άλλες δουλειές. Στη λαϊκή αγορά οι πωλητές πουλούν φρούτα και λαχανικά πάνω σε πάγκους.  music πά-γκος

 

 

-Πού αλλού υπάρχουν πάγκοι;

 

 

παγκόσμιος, παγκόσμια, παγκόσμιο επίθετο (παγκόσμιοι, παγκόσμιες, παγκόσμια) 

check1 Σήμερα στο σχολείο της Αθηνάς τα παιδιά τραγούδησαν για την παγκόσμια ειρήνη, δηλαδή για την ειρήνη σ' ολόκληρο τον κόσμο.  romvos κόσμος  music πα-γκό-σμι-ος

 

 

παγοδρομία [η] ουσιαστικό (παγοδρομίες) velos πάγος

eikona424

 

 

 

 

παγοδρόμιο [το] ουσιαστικό (παγοδρόμια) velos πάγος

 

 

παγόνι [το] ουσιαστικό (παγόνια) 

check1 Το παγόνι είναι ένα μεγάλο πουλί με πολύχρωμη και μεγάλη ουρά που μοιάζει με βεντάλια.  music πα-γό-νι  pen2 'τα ζώα'

 

 

παγοπέδιλο [το] ουσιαστικό (παγοπέδιλα) velos πάγος

 

 

πάγος [ο] ουσιαστικό (πάγοι)

check1 Όταν κάνει πάρα πολύ κρύο, το νερό γίνεται πάγος. Όταν το νερό μίας λίμνης παγώνει, γίνεται πάγος και, όταν θέλουμε να περπατήσουμε πάνω του, γλιστράει πολύ.  romvos Η Αθηνά βάζει συνήθως παγάκια στην πορτοκαλάδα της για να την παγώσει. Αγαπάει τις παγοδρομίες και θαυμάζει τους αθλητές που φορούν παγοπέδιλα και τρέχουν πάνω σε ειδικές πίστες με πάγο, τα παγοδρόμια. Τρομάζει, όμως, όταν ακούει ιστορίες με πλοία που πέφτουν πάνω σε παγόβουνα στην Ανταρκτική. παγωτό  music πά-γος

 

 

παγωνιά [η] ουσιαστικό (παγωνιές) velos παγώνω

 

 

παγώνω ρήμα (πάγωσα, θα παγώσω)

check1 Όταν παγώνεις κάτι, το κάνεις πάγο. Όταν κάτι παγώνει, γίνεται πάγος.

pen1O Κώστας βγήκε έξω κι είδε ότι το χιόνι είχε παγώσει.  

check2 Όταν παγώνεις, κρυώνεις πολύ, νιώθεις παγωμένος.  pen1«Τι κρύο είναι αυτό, πάγωσα!» είπε ο Κώστας.  romvosΌλη τη νύχτα είχε παγωνιά κι έκανε κρύο. πάγωμα, παγωμάρα  music πα-γώ-νω

 

 

παγωτό [το] ουσιαστικό (παγωτά)

eikona425

check1 Το παγωτό είναι ένα παγωμένο γλυκό φτιαγμένο από διάφορα υλικά, όπως γάλα, σοκολάτα και φρούτα.  romvos παγωτατζής  music πα-γω-τό

 

 

 

παζάρι [το] ουσιαστικό (παζάρια) 

check1 Το παζάρι είναι μία αγορά σε δημόσιο χώρο. Εκεί μαζεύονται οι έμποροι και πουλούν φρούτα, λαχανικά κι άλλα πράγματα πάνω σε πάγκους.  circle1 λαϊκή αγορά 

check2 Όταν κάνεις παζάρι ή παζάρια, προσπαθείς ν' αγοράσεις κάτι σε χαμηλότερη τιμή.  romvos Όταν κάνεις παζάρι, παζαρεύεις την τιμή.  music πα-ζά-ρι

 

 

παζλ [το] ουσιαστικό

eikona426

check1 Το παζλ είναι ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με πολλά μικρά κομμάτια, που πρέπει να μπουν στη σωστή θέση για να φανεί μία εικόνα.  music παζλ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

παθαίνω ρήμα (έπαθα, θα πάθω)

check1 Όταν παθαίνεις κάτι, σου συμβαίνει κάτι κακό.

pen1 «Ξέρεις τι έπαθε η Αθηνά; Έχασε τη Ροζαλία» είπε η Ελένη στο Νίκο.  

check2 «Αχ, την έπαθα! Έδωσα στο φούρναρη 10 ευρώ για 1 κιλό ψωμί, κι εκείνος κατά λάθος μου έδωσε πίσω 1 ευρώ» είπε η κυρία Μαργαρίτα. Την πάτησα.  

check2 «Είδα κι έπαθα για να σηκώσω τις βαλίτσες» είπε ο θείος Τάκης. Κουράστηκα πολύ.  

check2 «Πώς το έπαθες και σταμάτησες τα αστεία;» είπε η Αθηνά στο Νίκο. Τι έγινε και τα σταμάτησες;  music πα-θαί-νω

 

 

πάθος [το] ουσιαστικό (πάθη)  

check1 Όταν έχεις πάθος για κάτι, έχεις μεγάλη επιθυμία κι αγάπη γι' αυτό.

pen1 Η Αθηνά έχει πάθος με τη ζωγραφική. Ζωγραφίζει κάθε φορά που έχει ελεύθερο χρόνο.  music πά-θος

 

 

παιδαγωγός [ο], [η] ουσιαστικό (παιδαγωγοί) velos παιδί

 

 

παιδεία [η] ουσιαστικό  

check1 Όταν δίνεις παιδεία σε κάποιον, του δίνεις γνώσεις και του μαθαίνεις τρόπους συμπεριφοράς για να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Παιδεία λέμε και τη μόρφωση που δίνουν οι δάσκαλοι στο σχολείο.  circle1 καλλιέργεια, εκπαίδευση  music παι-δεί-α

-Προσοχή! Η λέξη δεν έχει πληθυντικό αριθμό.

 

 

παιδεύω, παιδεύομαι ρήμα (παίδεψα, θα παιδέψω)

check1 Όταν παιδεύεις κάποιον, τον ταλαιπωρείς ή τον βασανίζεις. Όταν παιδεύεσαι, ταλαιπωρείσαι και κουράζεσαι πολύ για να κάνεις κάτι.  

pen1 O Κώστας παιδεύτηκε πολύ, μέχρι να τελειώσει το παζλ.  music παι-δεύ-ω

 

 

παιδί [το] ουσιαστικό (παιδιά) 

check1 Παιδί λέμε ένα μικρό αγόρι ή ένα μικρό κορίτσι. Παιδί λέμε και το γιο ή την κόρη κάποιου.  romvos Oι νηπιαγωγοί, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές είναι παιδαγωγοί. O παιδίατρος είναι ο γιατρός που εξετάζει τα παιδιά. Τα παιδιά παίζουν συχνά στην παιδική χαρά, έναν ανοιχτό χώρο με κούνιες και τραμπάλες ή στον παιδότοπο, έναν κλειστό χώρο με πολλά παιχνίδια. Μερικές φορές πηγαίνουν και βλέπουν παιδικό θέατρο. παιδάκι  music παι-δί

 

 

παιδίατρος [ο], [η] ουσιαστικό (παιδίατροι) velos παιδί

 

 

παιδική χαρά [η] ουσιαστικό (παιδικές χαρές) velos παιδί

 

 

παιδότοπος [ο] ουσιαστικό (παιδότοποι) velos παιδί

 

 

παίζω ρήμα (έπαιξα, θα παίξω)

check1 Όταν παίζεις μόνος σου ή με κάποιον άλλο, ασχολείσαι μ' ένα παιχνίδι και περνάς ευχάριστα την ώρα σου.  pen1 Σήμερα ο Κώστας και η Αθηνά έπαιξαν κρυφτό.  

check2 Όταν παίζεις κάποιον, τότε τον δέχεσαι στο παιχνίδι να παίξει μαζί σου.  

check2 Λέμε ότι η δουλειά των ποδοσφαιριστών είναι να παίζουν ποδόσφαιρο. Ακόμη λέμε ότι οι πιανίστες παίζουν πιάνο και οι ηθοποιοί παίζουν ρόλους.  romvos Παίκτη λέμε αυτόν που παίζει ένα παιχνίδι ή έναν αθλητή του μπάσκετ, του ποδοσφαίρου και άλλων αθλημάτων. (Λέμε και παίχτης). Όταν μας αρέσει το παίξιμο ενός ηθοποιού, μας αρέσει ο τρόπος που παίζει το ρόλο του. παιχνίδι  music παί-ζω

 

 

παίκτης [ο], παίκτρια [η] ουσιαστικό (παίκτες, παίκτριες) velos παίζω

 

 

παινεύω, παινεύομαι ρήμα (παίνεψα, θα παινέψω)

check1 Όταν παινεύεις κάποιον, λες καλά λόγια γι' αυτόν στους άλλους.

circle1 επαινώ  circle2 κατηγορώ  romvos έπαινος  music παι-νεύ-ω

 

 

παίρνω ρήμα (πήρα, θα πάρω)

check1 Όταν παίρνεις κάτι, το πιάνεις με τα χέρια σου και το φέρνεις κοντά σου.

pen1 O Κώστας πήρε το βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει.  

check2 Όταν παίρνεις κάτι, το αγοράζεις.  

pen1 O κύριος Γιάννης πήρε καινούριο αυτοκίνητο.  

check2 Η κυρία Μαργαρίτα πήρε σήμερα ταξί για να μην αργήσει στη δουλειά της.  

check2 «Πάρτε γρήγορα δρόμο από εδώ!» φώναξε θυμωμένος ο κύριος Μιχάλης στα παιδιά. Φύγετε!  

check2 Όταν παίρνουν τα μυαλά σου αέρα, περηφανεύεσαι για κάτι παραπάνω απ' ό,τι θα έπρεπε.  music παίρ-νω

 

 

παιχνίδι [το] ουσιαστικό (παιχνίδια)

eikona427

check1 Τα αυτοκινητάκια και οι κούκλες είναι μερικά παιχνίδια που αγαπούν τα παιδιά. Με τα παιχνίδια παίζουμε. Παιχνίδι είναι και καθετί που μπορείς να κάνεις με τους φίλους σου για να περάσετε ευχάριστα τον ελεύθερο χρόνο σας.  

pen1 Το κρυφτό είναι ένα από τα παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά.  romvos Η Ροζαλία είναι πολύ παιχνιδιάρα, παίζει συνέχεια ακόμα και με την ουρά της.  music παι-χνί-δι

 

 

παιχνιδιάρης, παιχνιδιάρα, παιχνιδιάρικο επίθετο (παιχνιδιάρηδες, παιχνιδιάρες, παιχνιδιάρικα) velos παιχνίδι

 

 

πακετάρω ρήμα (πακετάρισα, θα πακετάρω) velos πακέτο

 

 

πακέτο [το] ουσιαστικό (πακέτα) 

eikona428

check1 Το πακέτο είναι ένα κουτί ή ένα δέμα που έχει μέσα ίδια πράγματα. Πολλές φορές αγοράζουμε τρόφιμα σε πακέτο, όπως ένα πακέτο μακαρόνια.  circle1 κουτί, κούτα  

romvos Όταν πακετάρεις κάποια πράγματα,τα βάζεις σε πακέτο.

music πα-κέ-το

 

 

παλαμάκια [τα] ουσιαστικό

eikona429

check1 Όταν χτυπάμε παλαμάκια, χτυπάμε μεταξύ τους τις παλάμες και τα δάχτυλα των χεριών μας για να δείξουμε την ευχαρίστησή μας για κάτι.  circle1 χειροκρότημα

romvos παλάμη  music πα-λα-μά-κια

 

 

Πότε λέμε ότι κάποιος μας πήρε στο λαιμό του;
Πότε λέμε ότι παίρνουμε το αίμα μας πίσω;
Πότε λέμε ότι παίρνουμε κάποιον στο ψιλό;

 

 

παλάμη [η] ουσιαστικό (παλάμες) 

check1 Η παλάμη είναι το μέσα μέρος του χεριού μας πριν από τα δάχτυλα μέχρι τον καρπό.  music πα-λά-μη  pen2 'το σώμα μας'

 

 

παλάτι [το] ουσιαστικό (παλάτια)

check1 Το παλάτι είναι το μεγάλο σπίτι όπου ζει ο βασιλιάς και η βασίλισσα. 

music πα-λά-τι

 

 

παλέτα [η] ουσιαστικό (παλέτες)

eikona430

check1 Πάνω στην παλέτα ο ζωγράφος ετοιμάζει τα χρώματα που θα χρησιμοποιήσει.  music πα-λέ-τα
Δες ζωγράφος, πινέλο

 

 

παλεύω ρήμα (πάλεψα, θα παλέψω) 

eikona431

check1 Όταν παλεύεις με κάποιον, αγωνίζεσαι μαζί του σώμα με σώμα και προσπαθείς να τον ρίξεις κάτω έτσι ώστε να μην μπορεί να κουνηθεί.  

romvos Στους Oλυμπιακούς αγώνες υπάρχει το αγώνισμα της πάλης.  music πα-λεύ-ω

 

 

πάλη [η] ουσιαστικό velos παλεύω

 

 

-Αν βάλω το παν- πριν από το έξυπνος, ποια λέξη φτιάχνω; ..............................

 

 

παλικάρι [το] ουσιαστικό (παλικάρια) 

check1 Το παλικάρι είναι ένας γενναίος και δυνατός άνδρας.  circle1 λεβέντης  music πα-λι-κά-ρι

 

 

παλιόπαιδο [το] ουσιαστικό (παλιόπαιδα)

check1 Παλιόπαιδο λέμε το παιδί που κάνει αταξίες και ζαβολιές.  music πα-λιό-παι-δο

 

 

παλιός, παλιά, παλιό επίθετο (παλιοί, παλιές, παλιά) 

check1 Όταν κάτι είναι παλιό, φτιάχτηκε πριν από πολύ καιρό.  pen1 O κύριος Μιχάλης μένει στο σπίτι που έχτισε ο πατέρας του. Το σπίτι του είναι παλιό.  

check2 Κάτι που είναι παλιό, δεν υπάρχει πια και στη θέση του είναι κάτι άλλο.  

pen1 «Αυτό ήταν το παλιό μας αυτοκίνητο. Τώρα αγοράσαμε καινούργιο» είπε η Αθηνά στην Ελένη.  circle2 καινούριος, νέος  romvos Όταν κάτι παλιώνει, γίνεται παλιό.

music πα-λιός  pen2 'αντίθετα'

 

 

παλιώνω ρήμα (πάλιωσα, θα παλιώσω) velos παλιός

 

 

παλτό [το] ουσιαστικό (παλτό/παλτά)

check1 Το παλτό είναι ένα χοντρό και μακρύ ρούχο. Το φοράμε το χειμώνα πάνω από τα ρούχα μας για να ζεσταινόμαστε από το κρύο.  music παλ-τό  pen2 'τα ρούχα'

 

 

πάνα [η] ουσιαστικό (πάνες) 

check2 Πάνες φοράνε τα μωρά για να μη λερώνουν τα ρούχα τους, όταν τα κάνουν πάνω τους.  music πά-να

 

 

πανάκριβος, πανάκριβη, πανάκριβο επίθετο (πανάκριβοι, πανάκριβες, πανάκριβα)

check1 Λέμε ότι κάτι είναι πανάκριβο, όταν κοστίζει πολλά χρήματα για να το αγοράσεις.

circle2 πάμφθηνος  music πα-νά-κρι-βος

 

 

πανέξυπνος, πανέξυπνη, πανέξυπνο επίθετο (πανέξυπνοι, πανέξυπνες, πανέξυπνα)

check1 «O Κώστας είναι πανέξυπνο παιδί» είπε η δασκάλα στον κύριο Γιάννη. Είναι πολύ έξυπνος.  music πα-νέ-ξυ-πνος

 

 

πανεπιστήμιο [το] ουσιαστικό (πανεπιστήμια)

check1 Στο πανεπιστήμιο μπορούν να σπουδάσουν κάποια επιστήμη οι μαθητές που τελειώνουν το λύκειο.  pen1 O κύριος Γιάννης πήγε στο πανεπιστήμιο και σπούδασε αρχιτέκτονας.  music πα-νε-πι-στή-μι-ο

 

 

πανέρι [το] ουσιαστικό (πανέρια)

check1 Το πανέρι είναι ένα καλάθι. Μ' αυτό μεταφέρουμε τρόφιμα.  music πα-νέ-ρι

 

 

πανηγύρι [το] ουσιαστικό (πανηγύρια)

check1 Σ' ένα πανηγύρι γιορτάζουμε όλοι μαζί την ημέρα της γιορτής ενός αγίου γλεντώντας και διασκεδάζοντας.  

check2 Πανηγύρι λέμε και κάθε διασκέδαση που έχει πολύ κόσμο και πολύ θόρυβο.

circle1 γλέντι  music πα-νη-γύ-ρι

 

 

πανί [το] ουσιαστικό (πανιά)

check1 Το πανί είναι ένα κομμάτι ύφασμα. Συνήθως μ' αυτό ξεσκονίζουμε.  

romvos Το καλοκαίρι ο Κώστας φοράει πάνινα παπούτσια.  

check2 Πανιά έχουν και μερικά πλοία για να κινούνται με τη βοήθεια του ανέμου.

check2 Η Αθηνά έγινε σαν το πανί, όταν κατάλαβε πως έχασε τη Ροζαλία. Έχασε το χρώμα της.  music πα-νί

 

 

πανικός [ο] ουσιαστικό 

check1 Όταν είμαστε σε πανικό ή μας πιάνει πανικός, αισθανόμαστε μεγάλο φόβο και κάνουμε πράγματα χωρίς να σκεφτόμαστε.  circle2 ψυχραιμία  music πα-νι-κός

 

 

πανό [το] ουσιαστικό  

check1 Το πανό είναι ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα, χαρτί ή πλαστικό που πάνω του είναι γραμμένα συνθήματα ή διαφημίσεις. Το πανό είναι κρεμασμένο ψηλά σε τοίχο ή ανάμεσα σε κολόνες ή στηρίζεται σε μεγάλα ξύλα που κρατούν στα χέρια τους διαδηλωτές.  music πα-νό
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

πανοπλία [η] ουσιαστικό (πανοπλίες)

check1 Πανοπλία φορούσαν οι στρατιώτες πολύ παλιά στην Αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο για να προστατεύονται από τα όπλα των εχθρών.  music πα-νο-πλί-α

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ,εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

 

 

παντελόνι [το] ουσιαστικό (παντελόνια) 

check1 Το παντελόνι είναι ένα ρούχο που καλύπτει το σώμα από τα πόδια μας μέχρι τη μέση μας. Το φορούν οι άντρες και οι γυναίκες.  music πα-ντε-λό-νι  pen2 'τα ρούχα'

 

 

παντζάρι [το] ουσιαστικό (παντζάρια)

eikona432

check1 Το παντζάρι είναι ένα κόκκινο φυτό που φυτρώνει κάτω από τη γη και τρώγεται βραστό σαν σαλάτα.  music πα-ντζά-ρι

 

 

 

παντοπωλείο [το] ουσιαστικό (παντοπωλεία)

check1 Το παντοπωλείο είναι ένα μικρό,συνήθως, μαγαζί που πουλάει τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης.  circle1 μίνι μάρκετ  romvos O κύριος Δημήτρης που έχει το παντοπωλείο είναι παντοπώλης.  music πα-ντο-πω-λεί-ο

 

 

παντοπώλης [ο] ουσιαστικό (παντοπώληδες) velos παντοπωλείο

 

 

παντόφλα [η] ουσιαστικό (παντόφλες)

check1 Τις παντόφλες τις φοράς μέσα στο σπίτι για να είναι ξεκούραστα και ζεστά τα πόδια σου.  music πα-ντό-φλα  pen2 'τα ρούχα'

 

 

παντρεύω, παντρεύομαι ρήμα (πάντρεψα, θα παντρέψω)

check1 Όταν ένας άνδρας και μία γυναίκα παντρεύονται, κάνουν μεταξύ τους γάμο και γίνονται αντρόγυνο pen1Η θεία Κατερίνα είναι παντρεμένη με το θείο Σταμάτη.

music πα-ντρεύ-ω  Δες γάμος

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο,καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

πάνω επίρρημα  

check1 Όταν κάτι βρίσκεται πάνω, βρίσκεται ψηλά σε σχέση με κάτι άλλο.

pen1 Η Αθηνά κοίταξε πάνω από το κεφάλι της, στα πιο ψηλά ράφια της βιβλιοθήκης. Τα βιβλία που ήθελε ήταν πάνω πάνω.

eikona433

check2 Όταν κάτι βρίσκεται πάνω σε κάτι άλλο, είναι ακουμπισμένο σ' αυτό και καλύπτει ένα μικρό ή μεγάλο μέρος του.  pen1 Η Αθηνά έβαλε την τσάντα της πάνω σε μία καρέκλα.  circle2 κάτω  music πά-νω
-Λέμε και επάνω.

Η κούκλα είναι πάνω στο κρεβάτι και
το αυτοκινητάκι κάτω από το κρεβάτι.

 

 

παξιμάδι [το] ουσιαστικό (παξιμάδια)

check1 Το παξιμάδι είναι ψωμί που το έχουμε ψήσει για δεύτερη φορά, ώστε να ξεραθεί. music πα-ξι-μά-δι

 

 

παπαγάλος [ο] ουσιαστικό (παπαγάλοι)

eikona434

check1 O παπαγάλος είναι ένα πουλί με πολύχρωμα φτερά που μπορεί να ζήσει μέσα σε κλουβί κοντά στον άνθρωπο. Μερικοί παπαγάλοι μαθαίνουν να επαναλαμβάνουν λέξεις ακούγοντας τους ανθρώπους.  romvos Η δασκάλα ζήτησε από τους μαθητές της να μην παπαγαλίζουν το μάθημα, αλλά να το λένε με δικά τους λόγια.  

musicπα-πα-γά-λος

 

 

παπαρούνα [η] ουσιαστικό (παπαρούνες)

check1 Η παπαρούνα είναι ένα κόκκινο λουλούδι με λεπτό μαύρο κοτσάνι που ανθίζει την άνοιξη μαζί με τις μαργαρίτες.  music πα-πα-ρού-να  pen2 'τα λουλούδια'

 

 

παπάς [ο] ουσιαστικό (παπάδες) 

check1 O παπάς είναι αυτός που κάνει τη Θεία Λειτουργία στην εκκλησία. Τα ρούχα του τα λέμε ράσαcircle1 ιερέας  music πα-πάς

 

 

πάπια [η] ουσιαστικό (πάπιες) 

check1 Η πάπια είναι ένα πουλί που ζει κοντά στο νερό κι έχει πλατύ ράμφος. Έχει πόδια σαν πτερύγια για να κολυμπάει γρήγορα.   

check2 Λέμε ότι κάποιος κάνει την πάπια, όταν κάνει πως δεν καταλαβαίνει.

music πά-πια  pen2 'το αγρόκτημα'

 

 

πάπλωμα [το] ουσιαστικό (παπλώματα) 

eikona435

check1 Με το πάπλωμα σκεπαζόμαστε το χειμώνα, όταν έχει πολύ κρύο. Το πάπλωμα είναι μαλακό και γεμισμένο συνήθως με πούπουλα ή βαμβάκι.  music πά-πλω-μα

 

 

παπούτσι [το] ουσιαστικό (παπούτσια)   

check1 Τα παπούτσια τα φοράμε στα πόδια μας για να προστατευόμαστε, όταν περπατάμε, τρέχουμε ή κάνουμε γυμναστική.  music πα-πού-τσι  pen2 'τα ρούχα'

 

 

παππούς [ο] ουσιαστικό (παππούδες) 

check1 O παππούς είναι ο πατέρας του μπαμπά σου ή της μαμάς σου. 

music παπ-πούς  pen2 'η οικογένεια'

 

 

παράβαση [η] ουσιαστικό (παραβάσεις)  

check1 Κάνεις μία παράβαση, όταν δεν υπακούς σ' ένα νόμο ή σ' έναν κανόνα.

pen1 Όταν περνάμε το δρόμο με κόκκινο, κάνουμε μία σοβαρή κι επικίνδυνη παράβαση.  romvos Όταν ένας οδηγός περνάει το δρόμο με κόκκινο, είναι παραβάτης.

music πα-ρά-βα-ση

 

 

παραβάτης [ο], παραβάτιδα [η] ουσιαστικό (παραβάτες, παραβάτιδες) velos παράβαση

 

 

παραγγελία [η] ουσιαστικό (παραγγελίες)

check1 Όταν δίνεις μία παραγγελία, ζητάς από κάποιον να κάνει κάτι.  pen1 Πριν φύγει η κυρία Μαργαρίτα άφησε παραγγελία στα παιδιά να τακτοποιήσουν τα δωμάτιά τους.

check2 Όταν δίνεις παραγγελία σ' ένα εστιατόριο ή ένα ζαχαροπλαστείο, λες στο σερβιτόρο τι θέλεις να σου φέρει.  romvos Όταν τρώμε σε ταβέρνα, παραγγέλνουμε αυτό που θέλουμε να φάμε.  music πα-ραγ-γε-λί-α

 

 

παραγγέλνω και παραγγέλλω ρήμα (παράγγειλα, θα παραγγείλω) velos παραγγελία

 

 

παραγεμίζω ρήμα (παραγέμισα, θα παραγεμίσω) 

check1 Όταν παραγεμίζεις κάτι, το γεμίζεις πολύ περισσότερο απ' ό,τι πρέπει.

pen1 «Κώστα, μην παραγεμίζεις την τσάντα σου με βιβλία, γιατί θα σκιστεί» είπε ο κύριος Γιάννης.  romvos παραγέμισμα  music πα-ρα-γε-μί-ζω

 

 

παράγκα [η] ουσιαστικό (παράγκες)

eikona436

check1 Η παράγκα είναι ένα μικρό πρόχειρο σπιτάκι, φτιαγμένο από ξύλο και άλλα υλικά.

pen1 «Ξέρεις πού είναι η παράγκα του Καραγκιόζη;» ρώτησε ο Μπαρμπα-Γιώργος έναν περαστικό.  circle1 καλύβα  music πα-ρά-γκα

 

 

παραγωγή [η] ουσιαστικό (παραγωγές) velos παράγω

 

 

παραγωγός [ο], [η] ουσιαστικό (παραγωγοί) velos παράγω

 

 

O πατέρας του πατέρα σου κρύβεται στην προηγούμενη σελίδα. Μπορείς να βρεις ποιος είναι;...............................................................

 

 

παράγω, παράγομαι ρήμα (παρήγαγα, θα παραγάγω)

check1 Όταν ένα εργοστάσιο παράγει κάτι, φτιάχνει κάτι σε μεγάλες ποσότητες.

pen1 Η τάξη του Κώστα επισκέφτηκε ένα εργοστάσιο που παράγει σοκολάτες.

circle1 φτιάχνω, βγάζω  

check2 Όταν ένα μέρος παράγει κάτι, είναι γνωστό για κάποιο προϊόν που βγάζει.

pen1 Η Καλαμάτα παράγει ελιές και λάδι. Έχει μεγάλη παραγωγή λαδιού.

romvos Στη λαϊκή αγορά υπάρχουν πολλοί παραγωγοί που πουλάνε φρούτα, ντομάτες, πατάτες και λαχανικά.  music πα-ρά-γω

 

 

παράδειγμα [το] ουσιαστικό (παραδείγματα)

check1 Όταν δίνουμε ένα παράδειγμα για μία λέξη στο «στο λεξικό σου», φτιάχνουμε μία πρόταση μ' αυτή τη λέξη για να σε βοηθήσουμε να καταλάβεις ποια είναι η σημασία της και πώς χρησιμοποιείται στη γλώσσα.  

check2 Η Ελένη δίνει πάντα το καλό παράδειγμα: σηκώνεται στο λεωφορείο για να καθίσουν οι μεγαλύτεροι.  music πα-ρά-δειγ-μα

 

 

παράδεισος [ο] ουσιαστικό (παράδεισοι)

check1 Στον παράδεισο έβαλε ο Θεός τον Αδάμ και την Εύα να ζήσουν. Είναι ένα ονειρεμένο μέρος που εκεί πάνε όλοι οι καλοί άνθρωποι μετά το θάνατό τους.

circle2 κόλαση  
check2 Παράδεισο λέμε κι ένα όμορφο μέρος.

romvos Όταν κάτι είναι παραδεισένιο, είναι πολύ όμορφο.  music πα-ρά-δει-σος

 

 

παραδέχομαι ρήμα (παραδέχτηκα, θα παραδεχτώ)

check1 Η Αθηνά δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι η Ροζαλία χάθηκε. Δεν το δεχόταν, δε συμφωνούσε.   
check2 O Κώστας δεν παραδέχεται το Νίκο για αρχηγό της ομάδας στο ποδόσφαιρο. Νομίζει ότι ο Νίκος δεν είναι άξιος για αρχηγός.  
check2 O Ίγκλι παραδέχτηκε τελικά ότι αυτός έσπασε το τζάμι του κυρίου Μιχάλη. Το ομολόγησε.  circle2 αρνούμαι  music πα-ρα-δέ-χο-μαι

 

 

παραδίνω και παραδίδω, παραδίνομαι ρήμα (παρέδωσα, θα παραδώσω)

check1 Η δουλειά του ταχυδρόμου είναι να παραδίνει γράμματα και η δουλειά του δασκάλου να παραδίδει μαθήματα.  
check2 Όταν κάποιος παραδίνεται σε κάποιον εχθρό, τον αφήνει να τον πιάσει.

romvos Όταν κάποιος δεν προσέχει στην παράδοση ενός μαθήματος, δεν προσέχει στο μάθημα. Όταν κάποιος κρατάει τις παραδόσεις ενός τόπου, κρατάει τα έθιμα που περνούν από γενιά σε γενιά. Είναι παραδοσιακός music πα-ρα-δί-νω

 

 

παράδοση [η] ουσιαστικό (παραδόσεις) velos παραδίνω

 

 

παραθερίζω ρήμα (παραθέρισα, θα παραθερίσω)

eikona437

check1 Όταν παραθερίζεις κάπου, περνάς τις καλοκαιρινές σου διακοπές σ' ένα μέρος.

romvos Το καλοκαίρι στα ελληνικά νησιά υπάρχουν πάρα πολλοί παραθεριστές.

music πα-ρα-θε-ρί-ζω

 

 

παραθεριστής [ο], παραθερίστρια [η] ουσιαστικό (παραθεριστές, παραθερίστριες) velos παραθερίζω

 

 

παράθυρο [το] ουσιαστικό (παράθυρα) 

check1 Από το παράθυρο της αίθουσας μπαίνει το φως του ήλιου. Τα παράθυρα έχουν τζάμι, κι έτσι βλέπεις έξω στην αυλή του σχολείου. Παράθυρα έχουν τα κτίρια και τ'αυτοκίνητα για να μπαίνει αέρας και φως.  romvos Κάθε βράδυ κλείνουμε τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού μας για να μη μπαίνει φως και να μπορούμενα κοιμηθούμε.  circle1 παντζούρι  music παρά-θυ-ρο  pen2 'το σπίτι'

 

 

παραθυρόφυλλο [το] ουσιαστικό (παραθυρόφυλλα) velos παράθυρο

 

 

παραίτηση [η] ουσιαστικό (παραιτήσεις) velos παραιτούμαι

 

 

παραιτούμαι ρήμα (παραιτήθηκα, θα παραιτηθώ) 

check1 Όταν παραιτείσαι από τη δουλειά σου, σταματάς να δουλεύεις, γιατί έτσι αποφάσισες.  pen1 O μπαμπάς του Νίκου παραιτήθηκε από τη δουλειά του, γιατί βρήκε αλλού καλύτερη.  romvosΗ παραίτησή του ήταν για καλό music πα-ραι-τού-μαι

 

 

παρακαλώ και παρακαλάω ρήμα (παρακάλεσα, θα παρακαλέσω) 

check1 Όταν παρακαλάς, ζητάς μ' ευγενικό τρόπο να σου κάνουν μία χάρη. pen1 O Κώστας παρακάλεσε την Αθηνά να τον βοηθήσει να τακτοποιήσει το δωμάτιό του.  

check2 Όταν κάποιος σου λέει «Ευχαριστώ», απαντάς «Παρακαλώ».  music πα-ρα-κα-λώ

 

 

παρακάτω επίρρημα 

check1 «Θα σε περιμένω παρακάτω στο πάρκο» είπε η Αθηνά στην Ελένη. Λίγο πιο κάτω.

circle2 παραπάνω  

check2 «Και τι γίνεται παρακάτω στο παραμύθι, θείε Αλέκο;» ρώτησε έκπληκτος ο Κώστας. Τι γίνεται μετά, στη συνέχεια;  music πα-ρα-κά-τω

 

 

παρακολούθηση [η] ουσιαστικό (παρακολουθήσεις) velos παρακολουθώ

 

 

παρακολουθώ, παρακολουθούμαι ρήμα (παρακολούθησα, θα παρακολουθήσω)

check1 Από τότε που οι κλέφτες μπήκαν στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, εκείνος συνέχεια νομίζει πως κάποιος τον παρακολουθεί. Πως κάποιος τον ακολουθεί από κοντά για να δει πού πάει και τι κάνει.  
check2 Όταν παρακολουθείς κάποιον, προσέχεις τι κάνει και τι λέει.  pen1 Η Ελένη παρακολουθεί με πολύ ενδιαφέρον τη δασκάλα της, όταν κάνει μάθημα.

romvos παρακολούθηση  music πα-ρα-κο-λου-θώ

 

 

παραλείπω ρήμα (παρέλειψα, θα παραλείψω) 

check1 Όταν παραλείπεις κάτι, ξεχνάς να κάνεις κάτι που έπρεπε.  pen1 O Κώστας παρέλειψε να πει στην μητέρα του ότι θ' αργούσε να γυρίσει κι εκείνη ανησύχησε. music πα-ρα-λεί-πω

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο,καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

παραλία [η] ουσιαστικό (παραλίες)

check1 Η παραλία είναι το κομμάτι της στεριάς που είναι δίπλα στη θάλασσα κι έχει συνήθως άμμο.  circle1 ακροθαλασσιά, ακρογιαλιά   romvos παραλιακός  music πα-ρα-λί-α

 

 

παραλίγο επίρρημα  

check1 «Άργησα να ξυπνήσω το πρωί και παραλίγο να χάσω το πλοίο» είπε ο θείος Τάκης. Λίγο ακόμη και θα το έχανα.  music πα-ρα-λί-γο

 

 

παράλληλος, παράλληλη, παράλληλο επίθετο (παράλληλοι, παράλληλες, παράλληλα)  

eikona438

check1 Oι γραμμές του τρένου είναι παράλληλες μεταξύ τους, δηλαδή είναι η μία δίπλα στην άλλη και πάντα σε ίση απόσταση.  pen1 O Κώστας παρατήρησε ότι τα καλώδια του ρεύματος πάνω στις κολόνες είναι παράλληλα.  music πα-ράλ-λη-λος

 

 

παράλογος, παράλογη, παράλογο επίθετο (παράλογοι, παράλογες, παράλογα)

check1 Όταν κάποιος είναι παράλογος, δεν είναι λογικός, σκέφτεται και κάνει πράγματα που φαίνονται παράξενα στους άλλους. Κάνει παράλογα πράγματα.  music πα-ρά-λο-γος

 

 

παραμελώ, παραμελούμαι ρήμα (παραμέλησα, θα παραμελήσω)

check1 Όταν παραμελείς κάποιον ή κάτι, δεν ενδιαφέρεσαι και δεν ασχολείσαι μαζί τους. pen1 Η Αθηνά παραμέλησε τα μαθήματά της τον τελευταίο καιρό. «Θα φταίει που έχασε τη Ροζαλία» σκέφτηκε η δασκάλα της.  music πα-ρα-με-λώ

 

 

παράμερα επίρρημα velos παραμερίζω

 

 

παραμερίζω ρήμα (παραμέρισα, θα παραμερίσω)

check1 «Παραμέρισε λίγο να περάσω!» φώναξε η Αθηνά στο Νίκο. Κάνε στην άκρη!

romvos Το σπίτι του θείου Αλέκου είναι λίγο παράμερα, στην άκρη του χωριού.

music πα-ρα-με-ρί-ζω

 

 

παραμυθάς [ο], παραμυθού [η] ουσιαστικό (παραμυθάδες, παραμυθούδες) velos παραμύθι

 

 

παραμύθι [το] ουσιαστικό (παραμύθια)

check1 Τα παραμύθια είναι φανταστικές ιστορίες που διαβάζουμε ή διηγούμαστε στα παιδιά για να περάσουν ευχάριστα την ώρα τους.  pen1 «Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι» είναι το αγαπημένο παραμύθι της Αθηνάς.  romvos Oι παππούδες και οι γιαγιάδες είναι οι καλύτεροι παραμυθάδες των παιδιών. Λένε τις καλύτερες ιστορίες. Όταν κάποιος είναι πολύ όμορφος, λέμε ότι έχει παραμυθένια ομορφιά, γιατί είναι σαν να βγήκε από παραμύθι.  music πα-ρα-μύ-θι  pen2 'τα παραμύθια'

 

 

παρανομία [η] ουσιαστικό (παρανομίες) velos παράνομος

 

 

παράνομος, παράνομη, παράνομο επίθετο (παράνομοι, παράνομες, παράνομα)

check1Όταν κάτι είναι παράνομο, δε συμφωνεί με τους νόμους και γι' αυτό τιμωρείται.  

pen1 Το παρκάρισμα των αυτοκινήτων στα πεζοδρόμια είναι παράνομο.   
check2 Παράνομο λέμε κι αυτόν που παραβιάζει τους νόμους.  pen1 Oι κλέφτες είναι παράνομοι.  circle2 νόμιμος  romvos Όταν κάποιος είναι παράνομος, παρανομεί, κάνει παρανομίες.  music πα-ρά-νο-μος


 

παρανομώ ρήμα (παρανόμησα, θα παρανομήσω) velos παράνομος

 

 

παρανυφάκι [το] ουσιαστικό (παρανυφάκια)

check1 Το παρανυφάκι είναι το μικρό παιδί, αγόρι ή κορίτσι που πηγαίνει μαζί με τη νύφη στην εκκλησία κρατώντας την ουρά του νυφικού της.

romvos νύφη  music πα-ρα-νυ-φά-κι

 

 

παραξενιά [η] ουσιαστικό (παραξενιές) παράξενος

 

 

παράξενος, παράξενη, παράξενο επίθετο (παράξενοι, παράξενες, παράξενα) 

check1 Όταν κάποιος ή κάτι είναι παράξενο, δεν είναι συνηθισμένο και μας προκαλεί έκπληξη.  pen1Η Αθηνά αγόρασε ένα παράξενο καπέλο με πολλά χρώματα.

circle1 περίεργος, ασυνήθιστος  
check2 Όταν κάποιος είναι παράξενος, είναι ανάποδος και είναι δύσκολο να τον καταλάβουμε.  circle1 περίεργος, ιδιότροπος  romvos O Νίκος παραξενεύτηκε που ο Κώστας δεν ήθελε να πάει για μπάλα. «Τι παραξενιές είναι αυτές!», σκέφτηκε.Τι περίεργα πράγματα.  music πα-ρά-ξε-νος

 

 

παραπάνω επίρρημα  

check1 «Πρέπει ν' ανέβεις παραπάνω στη σκάλα για να φτάσεις το βιβλίο από το τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης» είπε η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά. Λίγο πιο πάνω.  circle2 παρακάτω  music πα-ρα-πά-νω

 

 

τα παραμύθια

 

eikona439

 

παραπατώ και παραπατάω ρήμα (παραπάτησα, θα παραπατήσω)

check1 Όταν παραπατάς, μπερδεύεις τα βήματά σου. Συχνά παραπατάει κάποιος που είναι κουρασμένος ή μεθυσμένος.  circle1 στραβοπατώ  music πα-ρα-πα-τώ

 

 

παραπέρα επίρρημα 

check1 «Πηγαίνετε να παίξετε μπάλα παραπέρα μη χαλάσετε τα λουλούδια μου με τη μπάλα σας!» φώναξε ο κύριος Μιχάλης στα παιδιά. Λίγο πιο πέρα.  music πα-ρα-πέ-ρα

 

 

παραπονιέμαι ρήμα (παραπονέθηκα, θα παραπονεθώ) velos παράπονο

 

 

παράπονο [το] ουσιαστικό (παράπονα)  

check1 Όταν έχεις παράπονο, είσαι λυπημένος, γιατί κάτι που περίμενες δεν έγινε ή γιατί οι άλλοι δε σου δίνουν σημασία.  
check2 Όταν όμως κάνεις παράπονα σε κάποιον, του λες ότι έκανε κάτι που δεν έπρεπε ή δε σου άρεσε. Δηλαδή παραπονιέσαι.  pen1O κύριος Μιχάλης έκανε παράπονα στην κυρία Μαργαρίτα ότι τα παιδιά μπαίνουν στον κήπο του.  romvos Όλο παραπονιέται.

music πα-ρά-πο-νο

 

 

παρασέρνω και παρασύρω, παρασύρομαι ρήμα (παρέσυρα, θα παρασύρω)

check1 Όταν φυσάει δυνατός αέρας στη θάλασσα και παρασέρνει μία βάρκα στα βαθιά, την τραβάει με ορμή προς τα μέσα.  pen1 O αέρας παρέσυρε όλα τα φύλλα που είχαν πέσει και τα μάζεψε μπροστά στην πόρτα του κυρίου Μιχάλη.  
check2 «Μαμά, συγνώμη που σου έκρυψα πως θα πάω να παίξω μπάλα. Με παρέσυρε η Αθηνά» είπε ο Κώστας. Μ' έπεισε η Αθηνά να το κάνω.  music πα-ρα-σύ-ρω

 

 

παράσταση [η] ουσιαστικό (παραστάσεις)

eikona440

check1 Η παράσταση είναι ένα θεατρικό έργο που παρουσιάζει μία ομάδα ηθοποιών. 

music πα-ρά-στα-ση

 

 

 

παρατήρηση [η] ουσιαστικό (παρατηρήσεις) velos παρατηρώ

 

 

παρατηρώ ρήμα (παρατήρησα, θα παρατηρήσω)

check1 Όταν παρατηρείς κάτι, το κοιτάς με πολλή προσοχή.  pen1 Η Αθηνά παρατηρούσε πώς ο κύριος Μιχάλης κάρφωνε τις σανίδες. Παρακολουθούσε.  

pen1 O Κώστας παρατήρησε ότι κάτι είχε αλλάξει στη συμπεριφορά του κυρίου Μιχάλη. Το κατάλαβε.  
check2 Όταν παρατηρείς κάποιον, του λες τι δεν κάνει σωστά. Του κάνεις παρατήρηση.

romvos παρατήρηση   music πα-ρα-τη-ρώ

 

 

παρατώ και παρατάω, παρατιέμαι ρήμα (παράτησα, θα παρατήσω)

eikona441

check1 Όταν παρατάς κάτι, το αφήνεις εκεί που είναι χωρίς να ενδιαφέρεσαι γι' αυτό. Το αφήνεις παρατημένο.  

pen1 O Κώστας παράτησε τα παιχνίδια του στο σαλόνι
και πήγε να παίξει μπάλα. 
 
 

check2 «Δεν πρέπει να τα παρατάμε με την πρώτη δυσκολία!» είπε η δασκάλα στην Αθηνά. Να εγκαταλείπουμε τις προσπάθειές μας.  music πα-ρα-τώ

 

 

παραφυλάω ρήμα (παραφύλαξα, θα παραφυλάξω)

check1 Στην ταινία που έβλεπε η θεία Κατερίνα οι αστυνομικοί παραφύλαξαν πίσω από την πόρτα κι έπιασαν τους κλέφτες. Ήταν κρυμμένοι και περίμεναν τους κλέφτες.

circle1 παραμονεύω  music πα-ρα-φυ-λά-ω

 

 

παραχωρώ, παραχωρούμαι ρήμα (παραχώρησα, θα παραχωρήσω)

check1 Όταν παραχωρείς κάτι που έχεις σε κάποιον, του επιτρέπεις να το χρησιμοποιήσει. pen1 Η Ελένη παραχώρησε τη θέση της στο λεωφορείο σ' έναν παππού.  circle1 προσφέρω, δίνω  romvos παραχώρηση  music πα-ρα-χω-ρώ

 

 

παρδαλός, παρδαλή, παρδαλό επίθετο (παρδαλοί, παρδαλές, παρδαλά)

check1 Όταν κάτι είναι παρδαλό, έχει πολλά κι έντονα χρώματα. 

pen1 O κλόουν φοράει παρδαλά ρούχα.  circle2 μονόχρωμος  music παρ-δα-λός

 

 

παρέα [η] ουσιαστικό (παρέες)

check1 Η παρέα μας είναι οι φίλοι μας. Μ' εκείνους παίζουμε. Μ' εκείνους κάνουμε παρέα.  circle1 συντροφιά  music πα-ρέ-α

 

 

παρέλαση [η] ουσιαστικό (παρελάσεις)

check1 Στην Ελλάδα κάνουμε παρέλαση για να γιορτάσουμε την εθνική γιορτή της 28ης Oκτωβρίου 1940 και της 25ης Μαρτίου 1821.  music πα-ρέ-λα-ση

 

 

παρελθόν [το] ουσιαστικό  

check1 Το παρελθόν είναι ο χρόνος που έχει περάσει μέχρι τώρα.  

check2 Ό,τι έγινε χθες είναι παρελθόν.  circle2 παρόν, μέλλον  music πα-ρελ-θόν

 

 

παρεξήγηση [η] ουσιαστικό (παρεξηγήσεις) velos παρεξηγώ

 

 

παρεξηγώ, παρεξηγούμαι ρήμα (παρεξήγησα, θα παρεξηγήσω)

check1 Όταν παρεξηγείσαι, προσβάλλεσαι από τη συμπεριφορά κάποιου.

pen1 O Κώστας παρεξηγήθηκε, όταν ο Νίκος τον κορόιδεψε που δεν έβαλε γκολ στο χθεσινό αγώνα.  romvos Μεταξύ των παιδιών έγινε παρεξήγηση αλλά τώρα παίζουν πάλι μαζί.  music πα-ρε-ξη-γώ

 

 

παρηγοριά [η] ουσιαστικό (παρηγοριές) velosπαρηγορώ

 

 

παρηγορώ, παρηγοριέμαι ρήμα (παρηγόρησα, θα παρηγορήσω)

check1 Όταν παρηγορείς κάποιον που είναι λυπημένος, του μιλάς και προσπαθείς να τον κάνεις να αισθανθεί καλύτερα.  romvos Η Αθηνά έλεγε ανέκδοτα στον άρρωστο αδερφό της για παρηγοριά μέχρι να γίνει καλά.  music πα-ρη-γο-ρώ

 

 

παρκάρισμα [το] ουσιαστικό (παρκαρίσματα) velos παρκάρω

 

 

παρκάρω ρήμα (πάρκαρισα, θα παρκάρω)

check1 Όταν ο πατέρας ή η μητέρα σου παρκάρει το αυτοκίνητο, το αφήνει κάπου όσο χρόνο δεν το χρησιμοποιεί.  romvos Όταν πηγαίνουμε για ψώνια στο σούπερ μάρκετ, αφήνουμε το αυτοκίνητο στο υπόγειο πάρκιγκ που υπάρχει για τους πελάτες.

circle1 γκαράζ Το παρκάρισμα δεν είναι πάντα εύκολο, γιατί ο χώρος είναι στενός. Έξω όμως είναι πιο δύσκολο να βρεις πάρκιγκ.  music παρ-κά-ρω

 

 

πάρκιγκ και πάρκιν [το] ουσιαστικό velos παρκάρω

 

 

πάρκο [το] ουσιαστικό (πάρκα)

eikona442

check1 Το πάρκο είναι ένα μεγάλο κομμάτι γης με δέντρα, φυτά και χώρους για παιχνίδι. Εκεί μπορείς να κάνεις περίπατο και να παίξεις με τους φίλους σου.  

music πάρ-κο

 

 

παρμπρίζ [το] ουσιαστικό  

check1 Το παρμπρίζ του αυτοκινήτου είναι το μπροστινό τζάμι του.  music παρ-μπρίζ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

παροιμία [η] ουσιαστικό (παροιμίες)

check1 Η παροιμία είναι μία αλήθεια βγαλμένη από την πείρα της ζωής του λαού. Να μία παροιμία: «Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει». Τι θέλει να πει;  music πα-ροι-μί-α

 

 

παρόν [το] ουσιαστικό 

check1 Το παρόν είναι ο χρόνος που κυλάει τώρα.

circle2 παρελθόν, μέλλον  romvos παρουσία, παρών  music πα-ρόν

 

 

παρουσία [η] ουσιαστικό (παρουσίες)

check1 O δάσκαλος ελέγχει κάθε μέρα τις παρουσίες των μαθητών στην τάξη για να ξέρει ποιος λείπει. Ελέγχει στον κατάλογο αν βρίσκονται όλοι οι μαθητές στην τάξη. circle2 απουσία  romvos O Κώστας είναι παρών κάθε μέρα στο μάθημα. Δε λείπει ποτέ.  

music πα-ρου-σί-α

 

 

παρουσιάζω, παρουσιάζομαι ρήμα (παρουσίασα, θα παρουσιάσω)

check1 Όταν παρουσιάζεις κάτι, δείχνεις κάτι σε κάποιον άλλον.

pen1 O υπάλληλος παρουσίασε στον κύριο Γιάννη τα καινούρια αυτοκίνητα που υπήρχαν στο κατάστημα.

check2 Η Ροζαλία παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά στην Αθηνά κι εκείνη τρόμαξε. Εμφανίστηκε.  circle1 φαίνομαι  romvosπαρουσιαστές παρουσιάζουν τα προγράμματα της τηλεόρασης. παρουσίαση  music πα-ρου-σι-ά-ζω

 

 

παρουσιαστής [ο], παρουσιάστρια [η] ουσιαστικό (παρουσιαστές, παρουσιάστριες) velos παρουσιάζω

 

 

Πες μερικές παροιμίες που ξέρεις.

 

 

πάρτι [το] ουσιαστικό

check1 Πάρτι κάνεις, όταν έχεις τη γιορτή ή τα γενέθλιά σου. Τότε έρχονται οι φίλοι σου και διασκεδάζετε μαζί τραγουδώντας και χορεύοντας.  music πάρ-τι  pen2 'το πάρτι'
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

παρών, παρούσα, παρόν επίθετο (παρόντες, παρούσες, παρόντα) velos παρουσία

 

 

πασαλείφω, παραλείφομαι ρήμα (πασάλειψα, θα πασαλείψω)

check1 O Κώστας είχε πασαλείψει τη μπλούζα του με σοκολάτα. Την είχε δηλαδή λερώσει εδώ κι εκεί.  romvos πασάλειμμα  music πα-σα-λεί-φω

 

 

πασπαλίζω ρήμα (πασπάλισα, θα πασπαλίσω)

check1 Όταν πασπαλίζεις κάτι, το σκεπάζεις με λεπτή σκόνη.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα πασπάλισε το γλυκό με ζάχαρη άχνη.  romvos πασπάλισμα  music πα-σπα-λί-ζω

 

 

πάστα [η] ουσιαστικό (πάστες)  

check1 Η πάστα είναι ένα κομμάτι γλυκό με κρέμα και διάφορες γεύσεις που το αγοράζουμε από το ζαχαροπλαστείο.  music πά-στα

 

 

Πάσχα [το] ουσιαστικό  

check1 Το Πάσχα οι χριστιανοί γιορτάζουν την Ανάσταση του Χριστού.  

pen1 Κάθε Πάσχα η οικογένεια του Κώστα πηγαίνει στο χωριό του θείου Αλέκου. Εκεί βάφουν κόκκινα αυγά και ψήνουν αρνί στη σούβλα.  music Πά-σχα

 

 

πασχαλίτσα [η] ουσιαστικό (πασχαλίτσες) 

check1 Η πασχαλίτσα είναι ένα μικρό κόκκινο έντομο με μαύρα πόδια και μαύρες βούλες πάνω στα φτερά της.  music πα-σχα-λί-τσα  pen2 'τα έντομα'

 

 

πατάκι [το] ουσιαστικό (πατάκια) 

eikona443

check1 Το πατάκι είναι ένα μικρό χαλί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μας για να σκουπίζουμε τα παπούτσια πριν μπούμε μέσα.  

music πα-τά-κι

 

 

πατάρι [το] ουσιαστικό (πατάρια) 

check1 Κάθε σπίτι έχει ένα πατάρι. Είναι μία μικρή αποθήκη που μοιάζει με ντουλάπι και βρίσκεται πάνω από το μπάνιο.  music πα-τά-ρι

 

 

πατάτα [η] ουσιαστικό (πατάτες)

check1 Η πατάτα είναι ένας στρογγυλός καρπός που φυτρώνει κάτω από τη γη. Η φλούδα της έχει ανοιχτό καφέ χρώμα και όταν την καθαρίσεις, από μέσα είναι κίτρινη.

eikona444

pen1 Στα παιδιά αρέσουν πολύ οι τηγανητές πατάτες.  

romvos Η Αθηνά τρώει πατατάκια, όταν πηγαίνει στο σινεμά. Είναι τηγανισμένες και τραγανές φέτες πατάτας. τσιπς  

music πα-τά-τα  pen2 'το πάρτι'

 

 

πατατάκι [το] ουσιαστικό (πατατάκια) velos πατάτα

 

 

πατέρας [ο] ουσιαστικό (πατέρες) velos μπαμπάς

 

 

το πάρτι

 

eikona445

 

πατερίτσα [η] ουσιαστικό (πατερίτσες)

eikona446

check1 Η πατερίτσα είναι ένα ειδικό μπαστούνι που χρησιμοποιούν για να στηρίζονται και να περπατούν όσοι έχουν χτυπήσει άσχημα το πόδι τους. 

music πα-τε-ρί-τσα

 

 

 

 

πατημασιά [η] ουσιαστικό (πατημασιές) 

check1 Η πατημασιά είναι το σημάδι των παπουτσιών που αφήνουμε στο χώμα, όταν περπατάμε.  music πα-τη-μα-σιά

 

 

πατινάζ [το] ουσιαστικό 

eikona447

check1 Το πατινάζ είναι ένα άθλημα. O αθλητής που κάνει πατινάζ τρέχει και κάνει ασκήσεις πάνω στον πάγο φορώντας ειδικά παγοπέδιλα.  music πα-τι-νάζ
-Ξένη λέξη.Δεν έχει πληθυντικό αριθμό.

 

 

 

πατίνι [το] ουσιαστικό (πατίνια)

eikona448

check1 Το πατίνι είναι μία σανίδα με ρόδες και τιμόνι. Μ' αυτό μπορείς να μετακινείσαι σπρώχνοντας με το ένα πόδι σου.

check2 Τα πατίνια είναι ειδικά παπούτσια με ρόδες για να τρέχουμε.  

music πα-τί-νι

 

 

 

πάτος [ο] ουσιαστικό (πάτοι)

check1 O πάτος της θάλασσας είναι το πιο χαμηλό σημείο της.  circle1 βυθός 

check2 O πάτος των παπουτσιών είναι το κάτω μέρος τους.  circle1 σόλα 

romvos Όταν κολυμπάει, ο Κώστας δεν πηγαίνει στα βαθιά, γιατί εκεί δεν πατώνει.

music πά-τος

 

 

πατούσα [η] ουσιαστικό (πατούσες) 

eikona449

check1 Η πατούσα είναι το κάτω μέρος του ποδιού μας. Με την πατούσα ακουμπάς στο πάτωμα, όταν περπατάς.  music πα-τού-σα

 

 

 

πατρίδα [η] ουσιαστικό (πατρίδες)

check1 Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μας, η χώρα που γεννηθήκαμε και ζούμε.  music πα-τρί-δα

 

 

πατώ και πατάω, πατιέμαι ρήμα (πάτησα, θα πατήσω)

check1 Όταν πατάς κάτι, το πιέζεις με το πόδι σου.

pen1 Η Αθηνά πάτησε τα υγρά φύλλα στο δρόμο, γλίστρησε κι έπεσε. 

check2 Όταν πατάς το κουμπί του ασανσέρ, το πιέζεις με το χέρι σου. 

check2 Όταν ένα αυτοκίνητο πατάει κάποιον, πέφτει πάνω του και τον τραυματίζει.

music πα-τώ

 

 

πάτωμα [το] ουσιαστικό (πατώματα)

check1 Πάνω στο πάτωμα του σπιτιού μας περπατάμε.  music πά-τω-μα  pen2 'το σπίτι'

 

 

πατώνω ρήμα (πάτωσα, θα πατώσω) velos πάτος

 

 

παύω ρήμα (έπαψα, θα πάψω) 

check1 Όταν παύεις κάτι, σταματάς να το κάνεις.

pen1 «Σας παρακαλώ να πάψετε να μιλάτε μεταξύ σας» είπε η δασκάλα.

romvos «Ας κάνουμε μία παύση για φαγητό και μετά συνεχίζουμε πάλι!» είπε ο κύριος Γιάννης στους συνεργάτες του. Ένα διάλειμμα.  music παύ-ω

 

 

παχαίνω ρήμα (πάχυνα, θα παχύνω) velosπαχύς

 

 

πάχος [το] ουσιαστικό (πάχη) velos παχύς

 

 

παχουλός, παχουλή, παχουλό επίθετο (παχουλοί, παχουλές, παχουλά) velos παχύς

 

 

παχύς, παχιά, παχύ επίθετο (παχιοί, παχιές, παχιά)

check1 Ένας παχύς άνθρωπος έχει πολύ περισσότερο βάρος απ' ό,τι θα έπρεπε να έχει ανάλογα με την ηλικία και το ύψος του.  circle1 χοντρός  circle2 αδύνατος  romvos O θείος Αλέκος είναι παχουλός αλλά δε θέλει να κάνει δίαιτα. Μ' αυτό το πάχος θα έχει μεγάλο πρόβλημα υγείας. Δε βλέπει ότι έχει παχύνει πολύ τελευταία;

circle1 χοντραίνω  circle2 αδυνατίζω  music πα-χύς

 

 

πεδιάδα [η] ουσιαστικό (πεδιάδες)  

check1 Η πεδιάδα είναι ένα μεγάλο κομμάτι γης που δεν έχει βουνά, κι εκεί οι γεωργοί μπορούν να καλλιεργούν δέντρα και φυτά.  pen1 Η πεδιάδα της Θεσσαλίας είναι η πιο μεγάλη πεδιάδα στην Ελλάδα.  circle1 κάμπος  music πε-δι-ά-δα

 

 

πέδιλο [το] ουσιαστικό (πέδιλα)

eikona450

check1 Το πέδιλο είναι ένα είδος παπουτσιού που έχει ανοίγματα γύρω γύρω και το φοράμε το καλοκαίρι. 

check2 Πέδιλα λέμε και τα παπούτσια που φοράμε για να κάνουμε διάφορα αθλήματα, όπως σκι και παγοδρομία.  music πέ-δι-λο

 

 

πεζοδρόμιο [το] ουσιαστικό (πεζοδρόμια) velosπεζός

 

 

πεζόδρομος [ο] ουσιαστικό (πεζόδρομοι) velos πεζός

 

 

πεζός, πεζή, πεζό επίθετο (πεζοί, πεζές, πεζά)

check1 Πεζό λέμε τον άνθρωπο που περπατάει, που πηγαίνει κάπου με τα πόδια κι όχι με το αυτοκίνητο.  romvos (σαν ουσιαστικό) πεζοί περπατούν πάνω στα πεζοδρόμια για να μην κινδυνεύουν από τα αυτοκίνητα. Στους πεζόδρομους δεν επιτρέπεται να περνούν αυτοκίνητα.  music πε-ζός  pen2 'η πόλη'

 

 

πεθαίνω ρήμα (πέθανα, θα πεθάνω)

check1 Όταν κάποιος πεθαίνει, δε ζει πια.  

pen1 Πολλά ζώα πεθαίνουν, όταν ένα δάσος πιάσει φωτιά.  circle2 ζω  

romvos Oι πυροσβέστες έσωσαν αρκετά από τα ζώα του δάσους που κινδύνευαν. µρήκαν όμως και πολλά πεθαμένα.  music πε-θαί-νω

 

 

πεθαμένος, πεθαμένη, πεθαμένο μετοχή (πεθαμένοι, πεθαμένες, πεθαμένα) velos πεθαίνω

 

 

πεθερός [ο], πεθερά [η] ουσιαστικό (πεθεροί, πεθερές)

check1 Η κυρία Μαργαρίτα καλεί συχνά την πεθερά και τον πεθερό της για φαγητό στο σπίτι. Δηλαδή τη μητέρα και τον πατέρα του κυρίου Γιάννη, του άντρα της.

music πε-θε-ρός
-O πεθερός και η πεθερά μαζί λέγονται και πεθερικά.

 

 

πείθω ρήμα (έπεισα, θα πείσω)

check1 Όταν πείθεις κάποιον, τον κάνεις να δεχτεί την γνώμη σου.  

pen1 O Κώστας ήθελε να δουν τηλεόραση με την Αθηνά κι εκείνη τον έπεισε να παίξουν κρυφτό.  music πεί-θω

 

 

πείνα [η] ουσιαστικό velos πεινώ

 

 

πεινασμένος, πεινασμένη, πεινασμένο μετοχή (πεινασμένοι, πεινασμένες, πεινασμένα) velos πεινώ

 

 

πεινώ και πεινάω ρήμα (πείνασα, θα πεινάσω)

check1 Όταν πεινάς, θέλεις να φας κάτι.   

romvos O Κώστας κι η Αθηνά είχαν μεγάλη πείνα, γιατί δεν είχαν φάει τίποτα από το πρωί. Ήταν τόσο πεινασμένοι, που μόλις γύρισαν στο σπίτι έφαγαν αμέσως.  

music πει-νώ  pen2 'πώς νιώθω'

 

 

πείρα [η] ουσιαστικό  

check1 Όταν έχεις πείρα, ξέρεις να κάνεις κάτι πολύ καλά, χωρίς λάθη.   

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα έχει μεγάλη πείρα στο μαγείρεμα και κάνει νόστιμα φαγητά.

circle2 απειρία  music πεί-ρα
-Η λέξη δεν έχει πληθυντικό αριθμό.

 

 

πειράζω ρήμα (πείραξα, θα πειράξω)

check1 «Με πείραξε η συμπεριφορά του κυρίου Μιχάλη! Μα να μου πει να μην ξαναπατήσω στον κήπο του!» είπε η Αθηνά στενοχωρημένη. Μ'ενόχλησε.   

check2 O Νίκος όλο πειράζει την Αθηνά κι εκείνη θυμώνει! Της κάνει αστεία χωρίς να θέλει να την προσβάλλει.   

check2 «Αθηνά σταμάτα να πειράζεις τα μαλλιά μου» είπε η κυρία Μαργαρίτα. Σταμάτα να τα πιάνεις.   

check2 Λέμε «δεν πειράζει», όταν κάποιος μας ζητάει συγνώμη και θέλουμε να δείξουμε ότι δεν έγινε κάτι κακό.  romvos O Νίκος είναι μεγάλο πειραχτήρι. Τα πειράγματά του ενοχλούν πολύ την Αθηνά. Αυτή τη φορά όμως πειράχτηκε πολύ!  music πει-ρά-ζω

 

 

πείραμα [το] ουσιαστικό (πειράματα) 

check1 Η δασκάλα έκανε ένα πείραμα: έβρασε νερό σε μία κατσαρόλα για να δείξει στα παιδιά πώς γίνεται ο ατμός.  romvos Όταν κάνεις πειράματα, πειραματίζεσαι. Στην ιατρική χρησιμοποιούν ζώα για τα πειράματα, τα πειραματόζωα.  music πεί-ρα-μα

 

 

πειραματίζομαι ρήμα (πειραματίστηκα, θα πειραματιστώ) velos πείραμα

 

 

πειραματόζωο [το] ουσιαστικό (πειραματόζωα) velos πείραμα

 

 

πειρατής [ο] ουσιαστικό (πειρατές)

check1 Τα παλιά τα χρόνια υπήρχαν πειρατές που ταξίδευαν στις θάλασσες και λήστευαν τα πλοία.  music πει-ρα-τής  pen2 'τα παραμύθια'

 

 

πειραχτήρι [το] ουσιαστικό (πειραχτήρια) velos πειράζω

 

 

πείσμα [το] ουσιαστικό (πείσματα) 

check1 Έχεις πείσμα, όταν προσπαθείς πολύ να κάνεις κάτι και κανείς και τίποτα δεν μπορεί να σε σταματήσει.  pen1Η ομάδα του Κώστα κατάφερε να νικήσει, επειδή όλοι οι παίκτες είχαν πολύ μεγάλο πείσμα.  romvosOι παίκτες πείσμωσαν, όταν είδαν ότι ο διαιτητής βοηθούσε την άλλη ομάδα κι έτσι έβαλαν τα δυνατά τους. Oι παίκτες ήταν πολύ πεισματάρηδες.  music πεί-σμα

 

 

πεισματάρης, πεισματάρα, πεισματάρικο επίθετο (πεισματάρηδες, πεισματάρες, πεισματάρικα) velos πείσμα

 

 

πεισμώνω ρήμα (πείσμωσα, θα πεισμώσω) velos πείσμα

 

 

πέλαγος [το] ουσιαστικό (πελάγη/πέλαγα) 

check1 Το πέλαγος είναι η ανοιχτή θάλασσα, μακριά από την ακτή. 

check2 Η Αθηνά πλέει σε πελάγη ευτυχίας από τότε που βρέθηκε η Ροζαλία. Είναι πολύ ευτυχισμένη.  music πέ-λα-γος

 

 

πελαργός [ο] ουσιαστικό (πελαργοί)

check1 O πελαργός είναι ένα μεγάλο πουλί με ψηλά πόδια και μεγάλο ράμφος. Χτίζει τη φωλιά του ψηλά στα καμπαναριά ή σε κολόνες.  music πε-λαρ-γός  pen2 'τα ζώα'

 

 

πελάτης [ο], πελάτισσα [η] ουσιαστικό (πελάτες, πελάτισσες) 

check1 Όταν αγοράζεις κάτι από ένα κατάστημα, γίνεσαι πελάτης του καταστήματος.  

romvos Η πελατεία ενός μαγαζιού είναι όλοι οι πελάτες του μαζί.  music πε-λά-της

 

 

πελώριος, πελώρια, πελώριο επίθετο (πελώριοι, πελώριες, πελώρια)

check1 Στη θάλασσα τα κύματα ήταν πελώρια. Τα κύματα ήταν πάρα πολύ μεγάλα.

circle1 τεράστιος  music πε-λώ-ρι-ος

 

 

πένθος [το] ουσιαστικό (πένθη)

check1 Όταν πεθάνει κάποιος συγγενής ή κάποιος φίλος μας, έχουμε πένθος. Είμαστε πολύ λυπημένοι. Πενθούμεcircle1 λύπη  circle2 χαρά  romvos πενθώ  music πέν-θος

 

 

πεντάλ [το] ουσιαστικό  

check1 Πατάμε τα πόδια μας πάνω στα πεντάλ για να μπορέσουμε να κάνουμε ποδήλατο.

music πε-ντάλ
-Λέμε και πεντάλι και πετάλι.
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

Πότε λέμε ότι κάποιος είναι πεντακάθαρος;
Πότε λέμε ότι ένα φαγητό είναι πεντανόστιμο;

 

 

πεντάμορφος, πεντάμορφη, πεντάμορφο επίθετο (πεντάμορφοι, πεντάμορφες, πεντάμορφα)

check1 Πεντάμορφο λέμε κάποιον που είναι πάρα πολύ όμορφος.  

circle1 πανέμορφος  music πε-ντά-μορ-φος

 

 

πεπόνι [το] ουσιαστικό (πεπόνια)

eikona451

check1 Το πεπόνι είναι ένα καλοκαιρινό φρούτο με κίτρινο χρώμα και στρογγυλό ή μακρουλό σχήμα που έχει μέσα του πολλά σπόρια. Είναι μικρότερο από το καρπούζι.

music πε-πό-νι

 

 

πέρα επίρρημα   

check1 Στο ποδόσφαιρο όταν η μπάλα περνάει πέρα από την άσπρη γραμμή, τότε το παιχνίδι σταματάει. Όταν περνάει μετά το σημείο αυτό.  music πέ-ρα

 

 

περασμένος, περασμένη, περασμένο μετοχή (περασμένοι, περασμένες, περασμένα) velos περνώ

 

 

περηφάνια [η] ουσιαστικό velos περήφανος

 

 

περήφανος, περήφανη, περήφανο επίθετο (περήφανοι, περήφανες, περήφανα)

check1 Όταν κάποιος είναι περήφανος, χαίρεται και αισθάνεται πολύ ικανοποιημένος από τον εαυτό του για ό,τι κατάφερε να κάνει.  pen1 Η Αθηνά ήταν πολύ περήφανη,γιατί ήταν η μόνη που πήρε άριστα.  romvos Η Αθηνά αισθάνθηκε μεγάλη περηφάνια.

music πε-ρή-φα-νος
-Λέμε και υπερήφανος και υπερηφάνεια.

 

 

περιβάλλον [το] ουσιαστικό (περιβάλλοντα)

check1 Το περιβάλλον είναι η στεριά, η θάλασσα, ο αέρας, τα φυτά και τα ζώα που υπάρχουν πάνω στη γη.  
check2 «Είσαι πολύ τυχερή, Αθηνά, που στο οικογενειακό σου περιβάλλον έχεις μία ζωγράφο, τη θεία σου» είπε η Ελένη. Ανάμεσα στους ανθρώπους της οικογένειάς σου.  music πε-ρι-βάλ-λον

 

 

περιβόλι [το] ουσιαστικό (περιβόλια)

check1 Το περιβόλι είναι ένα μικρό χωράφι που μέσα σ' αυτό καλλιεργούμε λαχανικά ή δέντρα όπως ντοματιές και κερασιές.  circle1 κήπος  music πε-ρι-βό-λι

 

 

περιγράφω ρήμα (περιέγραψα, θα περιγράψω)

check1 Όταν περιγράφεις κάτι, προσπαθείς να πεις πώς ακριβώς είναι.

pen1 Η δασκάλα ζήτησε από τον Ίγκλι να περιγράψει την πόλη που γεννήθηκε.

romvos Η περιγραφή ήταν τόσο καλή που ήταν σαν να ήμαστε εκεί.  music πε-ρι-γρά-φω

 

 

περιέργεια [η] ουσιαστικό velos περίεργος

 

 

περίεργος, περίεργη, περίεργο επίθετο (περίεργοι, περίεργες, περίεργα) 

check1 Περίεργο λέμε κάποιον που θέλει να μαθαίνει τα πάντα.   

pen1-Γιατί, μαμά, ο κύριος Μιχάλης έχει τόσες μέρες κλειστά τα παράθυρά του; 

-Μην είσαι περίεργος, Κώστα. Δεν είναι κάτι που σ' ενδιαφέρει.  circle2 αδιάφορος   

check2 «Περίεργα πράγματα συμβαίνουν στην αυλή του κυρίου Μιχάλη» σκέφτηκε η Αθηνά, όταν τον είδε να καρφώνει σανίδες. Παράξενα πράγματα.  circle2 συνηθισμένος  

romvos O Κώστας είχε μεγάλη περιέργεια και ρωτούσε να μάθει για τον κύριο Μιχάλη.

music πε-ρί-ερ-γος

 

 

περιεχόμενο [το] ουσιαστικό (περιεχόμενα) velosπεριέχω

 

 

περιέχω ρήμα (περιείχα, θα περιέχω) 

check1 O φάκελος που έφερε ο ταχυδρόμος περιέχει ένα γράμμα για τον κύριο Γιάννη. Έχει μέσα του ένα γράμμα.  romvos «Το περιεχόμενο του φακέλου είναι για τον πατέρα σας» είπε η κυρία Μαργαρίτα και κράτησε το φάκελο για να του τον δώσει το απόγευμα.  music πε-ρι-έ-χω

 

 

περιθώριο [το] ουσιαστικό (περιθώρια)

check1 Περιθώριο υπάρχει στις άκρες κάθε σελίδας τετραδίου. Εκεί δε γράφουμε τίποτα.  check2 «Έχεις μία μέρα περιθώριο να αποφασίσεις αν θα έρθεις μαζί μας αύριο για μπάλα» είπε ο Κώστας στο Νίκο. Δηλαδή ο Κώστας θα περιμένει μόνο μία μέρα την απόφαση του Νίκου.  music πε-ρι-θώ-ρι-ο

 

 

περικυκλώνω, περικυκλώνομαι ρήμα (περικύκλωσα, θα περικυκλώσω)

check1 Όταν περικυκλώνεις κάτι, κάνεις έναν κύκλο γύρω του.

pen1 Oι μαθητές περικύκλωσαν τους παίκτες της αγαπημένης τους ομάδας για να τους ζητήσουν αυτόγραφα. Μαζεύτηκαν γύρω τους.  music πε-ρι-κυ-κλώ-νω

 

 

περιμένω ρήμα (περίμενα, θα περιμένω)  

check1 Όταν περιμένεις κάποιον ή κάτι, μένεις στο ίδιο σημείο ή στον ίδιο χώρο, μέχρι να έρθει ή να συμβεί.  pen1 O Κώστας και η Αθηνά περιμένουν τον κύριο Γιάννη να έρθει να τους πάρει από το σχολείο.  
check2 Η Αλίκη περιμένει να τα πάει καλύτερα φέτος στις εξετάσεις. Ελπίζει να τα πάει καλύτερα.  music πε-ρι-μέ-νω

 

 

περιοδικό [το] ουσιαστικό (περιοδικά) 

eikona452

check1 Τα περιοδικά έχουν άρθρα με διάφορα θέματα, ιστορίες, εικόνες και άλλες πληροφορίες. Τα διαβάζουμε για να περνάμε ευχάριστα το χρόνο μας αλλά και να μαθαίνουμε διάφορα πράγματα.  

music πε-ρι-ο-δι-κό

 

 

 

περίοδος [η] ουσιαστικό (περίοδοι) 

check1 Μία περίοδος είναι οι μέρες ή οι μήνες ή τα χρόνια που διαρκεί κάτι.

pen1 Η περίοδος των χριστουγεννιάτικων διακοπών για τα σχολεία κρατάει δεκαπέντε ημέρες.  music πε-ρί-ο-δος

 

 

περιορίζω, περιορίζομαι ρήμα (περιόρισα, θα περιορίσω)

check1 Όταν περιορίζεις κάποιον, του βάζεις όρια και δεν τον αφήνεις να ξεφύγει.

pen1 Η δασκάλα περιόρισε τα παιδιά που έπαιζαν μπάλα σ' ένα μέρος της αυλής για να μην ενοχλούν τους υπόλοιπους μαθητές. O περιορισμός αυτός δεν άρεσε στα παιδιά.  
check2 Η θεία Έλλη περιόρισε το φαγητό, γιατί θέλει να αδυνατίσει. Το ελάττωσε.

romvos περιορισμός  music πε-ρι-ο-ρί-ζω

 

 

περιοχή [η] ουσιαστικό (περιοχές)

check1 O Ίγκλι προτιμάει να πηγαίνει διακοπές σε περιοχές κοντά στη θάλασσα.

circle1 μέρος  music πε-ρι-ο-χή

 

 

περίπατος [ο] ουσιαστικό (περίπατοι) 

check1 Όταν πας περίπατο, κάνεις μία μικρή βόλτα περπατώντας.  

check2 Όταν λέμε ότι κάτι πάει περίπατο, εννοούμε ότι χάθηκε εντελώς, ότι καταστράφηκε τελείως.  music πε-ρί-πα-τος

 

 

περιπέτεια [η] ουσιαστικό (περιπέτειες)

check1περιπέτειες είναι οι δυσκολίες που περνάς για να καταφέρεις κάτι. Μπορεί να σε βάζουν σε κίνδυνο, αλλά σου μαθαίνουν και πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για τη ζωή και τον εαυτό σου.  

check2 Η περιπέτεια της Κοκκινοσκουφίτσας της δίδαξε ότι πρέπει ν' ακούει τις συμβουλές της μητέρας της.  music πε-ρι-πέ-τει-α

 

 

περιπλάνηση [η] ουσιαστικό (περιπλανήσεις) velos περιπλανιέμαι

 

 

περιπλανιέμαι ρήμα (περιπλανήθηκα, θα περιπλανηθώ)

check1 Όταν περιπλανιέσαι σε κάποιο μέρος, γυρίζεις εδώ και εκεί χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.  pen1 Η Κοκκινοσκουφίτσα περιπλανήθηκε αρκετά μέσα στο δάσος μέχρι να φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς της.  circle1 περιφέρομαι, τριγυρίζω

romvos περιπλάνηση  music πε-ρι-πλα-νιέ-μαι

 

 

περιποιούμαι ρήμα (περιποιήθηκα, θα περιποιηθώ)

check1 Όταν περιποιείσαι κάποιον, τον φροντίζεις μ' ενδιαφέρον και προσοχή.

circle1 φροντίζω  romvos Η Αθηνά έχει αναλάβει την περιποίηση της Ροζαλίας. Την ταΐζει καθημερινά και της δείχνει την αγάπη της. Περιποιημένα μαλλιά είναι αυτά που τα έχουμε χτενίσει με προσοχή  music πε-ρι-ποι-ού-μαι

 

 

περιπτεράς [ο], περιπτερού [η] ουσιαστικό (περιπτεράδες, περιπτερούδες) velos περίπτερο

 

 

περίπτερο [το] ουσιαστικό (περίπτερα)

eikona453

check1 Τα περίπτερα είναι μικρά καταστήματα στα πεζοδρόμια και στις πλατείες που πουλούν περιοδικά, εφημερίδες και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα.  

romvos O περιπτεράς δουλεύει σε περίπτερο.  

music πε-ρί-πτε-ρο

 

 

περισσεύω ρήμα (περίσσεψα, θα περισσέψω) 

check1 Όταν σου περισσεύει κάτι, έχεις χρησιμοποιήσει όσο χρειάζεσαι κι έχεις κι άλλο ακόμη.  pen1 O Κώστας βάζει στον κουμπαρά του τα χρήματα που του περισσεύουν από το χαρτζιλίκι του.  music πε-ρισ-σεύ-ω

 

 

περισσότερος, περισσότερη, περισσότερο επίθετο (περισσότεροι, περισσότερες, περισσότερα)

check1 Ένα μπουκάλι χωράει περισσότερο νερό από ένα ποτήρι. Πιο πολύ νερό.

circle2 λιγότερος   music πε-ρισ-σό-τε-ρος

 

 

περιστέρι [το] ουσιαστικό (περιστέρια)

eikona454

check1 Το περιστέρι είναι ένα άσπρο πουλί που ζει στις πόλεις.

pen1 Λέμε ότι το περιστέρι είναι το σύμβολο της ειρήνης.  

music πε-ρι-στέ-ρι

 

 

περιτύλιγμα [το] ουσιαστικό (περιτυλίγματα)

check1 O κύριος Γιάννης τύλιξε το δώρο του θείου Τάκη σ' ένα πολύ όμορφο χαρτί. «Τι ωραίο περιτύλιγμα!» είπε ο θείος Τάκης, όταν είδε το δώρο του.  music πε-ρι-τύ-λιγ-μα

 

 

περιφέρεια [η] ουσιαστικό (περιφέρειες)

check1 Η περιφέρεια είναι η γραμμή που υπάρχει γύρω γύρω σ' έναν κύκλο.

music πε-ρι-φέ-ρει-α

 

 

περίφημος, περίφημη, περίφημο επίθετο (περίφημοι, περίφημες, περίφημα) 

check1 Περίφημο λέμε κάποιον, όταν έχει μεγάλη φήμη και είναι γνωστός παντού.

pen1 Η θεία Κατερίνα είναι μία περίφημη ζωγράφος, πολύ γνωστή στην Αθήνα.

circle1 ξακουστός  circle2 άγνωστος  
check2 Λέμε ότι κάτι είναι περίφημο, όταν είναι πολύ ωραίο.  circle1 καταπληκτικός

music πε-ρί-φη-μος

 

 

περιφράζω ρήμα (περίφραξα/περιέφραξα, θα περιφράξω)

check1 Όταν περιφράζεις κάτι, βάζεις σύρμα γύρω γύρω για να το προστατεύσεις.

pen1 Oι εργάτες του δήμου περίφραξαν την παιδική χαρά για να μην μπαίνουν μέσα διάφορα ζώα.  romvos Για την περίφραξη της παιδικής χαράς έβαλαν ψηλά κάγκελα. 

music πε-ρι-φρά-ζω
-Λέμε και περιφράσσω.

 

 

περιφρονώ ρήμα (περιφρόνησα, θα περιφρονήσω)

check1 Όταν περιφρονείς κάποιον, δεν του δίνεις σημασία, γιατί δεν τον εκτιμάς.

circle1 υποτιμώ  circle2 εκτιμώ, σέβομαι  romvos περιφρόνηση  music πε-ρι-φρο-νώ

 

 

περίχωρα [τα] ουσιαστικό  

check1 Τα περίχωρα είναι οι περιοχές που βρίσκονται γύρω από μία πόλη ή χωριό.

music πε-ρί-χω-ρα

 

 

περνώ και περνάω ρήμα (πέρασα, θα περάσω)

check1 O Κώστας και η Αθηνά περνούν μπροστά από μία εκκλησία για να πάνε στο σχολείο. 

check2 Η κυρία Μαργαρίτα πέρασε απέναντι από το δρόμο μία γιαγιά που στηριζόταν σε μπαστούνι. Την οδήγησε απέναντι.   

check2 «Πώς περνάς, Αλίκη;» ρώτησε η Αθηνά την Αλίκη στο τηλέφωνο. Τι κάνεις;   

check2 «Α, δε θα σου περάσει αυτή τη φορά! Θα πας» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα. «Μου πέρασε η ιδέα να μην πάω, μαμά, αλλά, το ξέχασα αμέσως»

romvos Όταν ένα πέρασμα είναι στενό, μόλις που χωράμε να περάσουμε. περαστικοί κάνουν το σταυρό τους, όταν βρεθούν μπροστά σε εκκλησία.  

circle1 διαβάτης  music περ-νώ 

 

 

-Πότε λέμε περασμένα ξεχασμένα;
Συμπλήρωσε την παρακάτω πρόταση:
- Όταν σκέφτομαι κάτι, λέμε ότι μου ........................... από το μυαλό.

 

 

περούκα [η] ουσιαστικό (περούκες)

eikona455

check1 Η περούκα είναι τα ψεύτικα μαλλιά που βάζουμε στο κεφάλι μας για να αλλάξουμε την εμφάνισή μας.  music πε-ρού-κα

 

Ο κλόουν φοράει περούκα.

 

 

περπατώ και περπατάω ρήμα (περπάτησα, θα περπατήσω)

eikona456

check1 Όταν περπατάς, πηγαίνεις με τα πόδια από ένα σημείο σ' ένα άλλο.  pen1 O Κώστας και η Αθηνά περπατούν από το σπίτι μέχρι το σχολείο κάθε μέρα.  circle1 βαδίζω  

romvos Το περπάτημα κάνει καλό στην υγεία μας.  

music περ-πα-τώ

 

 

πέρυσι και πέρσι επίρρημα 

check1 Πέρυσι η οικογένεια του Κώστα πήγε διακοπές στην Κρήτη. Την προηγούμενη χρονιά.  music πέ-ρυ-σι

 

 

πέσιμο [το] ουσιαστικό (πεσίματα) velos πέφτω

 

 

πέστροφα [η] ουσιαστικό (πέστροφες) 

check1 Η πέστροφα είναι ένα ψάρι που ζει στα ποτάμια και τις λίμνες.  music πέ-στρο-φα

 

 

πέταγμα [το] ουσιαστικό (πετάγματα) velos πετώ

 

 

πετάγομαι και πετιέμαι ρήμα (πετάχτηκα, θα πεταχτώ) velos πετώ

 

 

πέταλο [το] ουσιαστικό (πέταλα)

eikona457

check1 Το πέταλο είναι ένα κομμάτι σίδερο που το βάζουμε στο κάτω μέρος των ποδιών του αλόγου για να μπορεί να περπατάει σταθερά στο δρόμο. O κλόουν φοράει περούκα.

eikona458

 

check2 «Το βασιλόπουλο μαδούσε τη Μαργαρίτα βγάζοντας τα πέταλά της για να δει αν τον αγαπάει η Χιονάτη». 

music πέ-τα-λο

 

 

 

πεταλούδα [η] ουσιαστικό (πεταλούδες)

check1πεταλούδες είναι έντομα με πολύχρωμα φτερά που πετούν από λουλούδι σε λουλούδι την άνοιξη και το καλοκαίρι.  music πε-τα-λού-δα  pen2 'τα έντομα'

 

 

πέταμα [το] ουσιαστικό velos πετώ

 

 

πετεινός [ο] ουσιαστικό (πετεινοί) 

check1 O πετεινός είναι το αρσενικό της κότας.  circle1 κόκορας  music πε-τει-νός

 

 

πέτρα [η] ουσιαστικό (πέτρες) 

check2 Η πέτρα είναι ένα πολύ σκληρό υλικό που το βρίσκουμε στο έδαφος. Oι βράχοι είναι από πέτρα. Τα χαλίκια είναι μικρές πέτρες.  

check2 Τα διαμάντια και τα ρουμπίνια είναι πολύτιμες πέτρες. Τα λέμε και πολύτιμους λίθους.  

check2 Το ψωμί έχει γίνει πέτρα, το έχουμε από την Παρασκευή και είναι Τρίτη. Είναι πολύ σκληρό.  romvosΣτην Ήπειρο υπάρχουν πολλά πέτρινα γεφύρια. Είναι γεφύρια από πέτρα.  music πέ-τρα

 

 

πετρέλαιο [το] ουσιαστικό (πετρέλαια)

check1 Το πετρέλαιο είναι ένα υγρό καύσιμο που το χρησιμοποιούμε στο καλοριφέρ και τη σόμπα για να ζεσταινόμαστε το χειμώνα.  music πε-τρέ-λαι-ο

 

 

πέτσα [η] ουσιαστικό (πέτσες)

check1 Η πέτσα είναι το δέρμα των ανθρώπων και των ζώων.  

check2 Το γιαούρτι έχει πέτσα. Μερικοί την τρώνε κι άλλοι την πετούν.  

romvos πέτσινος  music πέ-τσα

 

 

πετσέτα [η] ουσιαστικό (πετσέτες)

eikona459

check1 Όταν βγαίνουμε από το μπάνιο κι είμαστε βρεγμένοι, σκουπιζόμαστε με μία πετσέτα από μαλακό ύφασμα για να στεγνώσουμε.

check2 Όταν τρώμε, χρησιμοποιούμε χάρτινες ή υφασμάτινες πετσέτες για να σκουπίζουμε το στόμα και τα χέρια μας.  

romvos χαρτοπετσέτα  music πε-τσέ-τα

 

 

πετυχαίνω ρήμα (πέτυχα, θα πετύχω)

check1 Όταν πετυχαίνεις κάτι, έχεις προσπαθήσει πολύ γι' αυτό και το καταφέρνεις.

pen1 O κύριος Γιάννης πέτυχε τα δύο πράγματα που ήθελε περισσότερο: να κάνει οικογένεια και να είναι καλός στη δουλειά του.

check2 «Μπράβο, Μαργαρίτα, το γλυκό πέτυχε!» είπε ο κύριος Γιάννης. Το γλυκό έγινε όπως έπρεπε, είχε επιτυχία.  

check2 «Με τη δεύτερη προσπάθεια πέτυχα με το βελάκι το στόχο» είπε ενθουσιασμένος ο Κώστας που πήγε με τον πατέρα του στο λούνα-παρκ.  romvos O κύριος Γιάννης είναι πετυχημένος αρχιτέκτονας, δηλαδή είναι πολύ καλός αρχιτέκτονας, έχει επιτυχία στη δουλειά του. επιτυχία  music πε-τυ-χαί-νω

 

 

πετώ και πετάω, πετιέμαι και πετάγομαι ρήμα (πέταξα, θα πετάξω)

check1 Όταν τα πουλιά πετούν, ανοίγουν τα φτερά τους και φεύγουν στον ουρανό.
Όταν ένα αεροπλάνο πετάει, κινείται στον αέρα.  

check2 Όταν πετάς κάτι, το ρίχνεις κάπου μακριά από σένα.  

pen1 «Πρόσεξε πού πετάς την μπάλα,Ίγκλι!» φώναξε ο Κώστας.

eikona460

check2 Όταν κάτι σου είναι άχρηστο, το πετάς. Είναι για πέταμα.

check2 Λέμε ότι πετάς στα σύννεφα, όταν είσαι πολύ χαρούμενος.

check2 Όταν πετάγεσαι σε μία συζήτηση, διακόπτεις ξαφνικά τους άλλους για να μιλήσεις εσύ. Όταν πετάγεσαι σ' ένα μαγαζί, πηγαίνεις εκεί και γυρίζεις πίσω γρήγορα.

romvos Μ' ένα πέταγμα ο Πιτσικόκος βρέθηκε έξω από το παράθυρο. πέταμα, πτήση  music πε-τώ

 

 

πεύκο [το] ουσιαστικό (πεύκα) 

eikona461

check1 Το πεύκο είναι ένα δέντρο που αντί για φύλλα έχει μακριές πράσινες βελόνες, τις πευκοβελόνες. Oι καρποί του πεύκου είναι τα κουκουνάρια.  music πεύ-κο

 

 

 

 

-Πότε λέμε ότι κάποιος πέφτει με τα μούτρα στο φαγητό;
-Πότε λέμε ότι πέφτουμε στα πόδια κάποιου;

 

 

Τι έγινε τελικά με τον Πιτσικόκο; Ψάξε στις λέξεις ελεύθερος, πετώ, πηδώ, προετοιμάζω

 

 

πέφτω ρήμα (έπεσα, θα πέσω)

check1 Όταν πέφτεις, κατεβαίνεις με όλο σου το βάρος από πάνω προς τα κάτω. 

pen1 Η Αθηνά έπεσε με το ποδήλατο και χτύπησε. 

check2 Όταν πέφτει χιόνι, χιονίζει. Όταν πέφτει βροχή, βρέχει.

check2 O θείος Τάκης ήταν πολύ κουρασμένος από τα πολλά ταξίδια κι έπεσε νωρίς για ύπνο.  circle1 πλαγιάζω

check2 Γυρίζοντας από την εκδρομή τους, ο Κώστας, ο Νίκος κι ο Ίγκλι έπεσαν πάνω στον κύριο Μιχάλη. Βρέθηκαν μπροστά του χωρίς να το περιμένουν.

check2 Όταν η Αθηνά έμαθε ότι ο κύριος Μιχάλης έδιωξε τη Ροζαλία, έπεσε από τα σύννεφα. Ένιωσε μεγάλη έκπληξη, δεν το περίμενε.  romvos πέσιμο  music πέ-φτω

 

 

πηγάδι [το] ουσιαστικό (πηγάδια) 

eikona462

check1 Το πηγάδι είναι μία βαθιά τρύπα στη γη που έχει πάντα νερό. Γύρω γύρω υπάρχει συνήθως ένας μικρός πέτρινος τοίχος.  romvos πηγή  

music πη-γά-δι

 

 

πηγαίνω και πάω ρήμα (πήγα, θα πάω) 

check1 Όταν πηγαίνεις κάπου, ξεκινάς από ένα μέρος και φτάνεις σ' ένα άλλο.

pen1 O θείος Τάκης παίρνει συχνά το αεροπλάνο από την Κρήτη και πηγαίνει στο Λονδίνο.  circle2 έρχομαι, επιστρέφω

check2 O κύριος Μιχάλης πήγε τη θεία του στο νοσοκομείο για να κάνει εξετάσεις.

circle1 οδηγώ, μεταφέρω

check2 Η Αθηνά πηγαίνει πρώτη δημοτικού. Η Αθηνά είναι μαθήτρια της πρώτης τάξης.

check2 «Σου πάει πολύ το κόκκινο χρώμα, Αθηνά» είπε η Ελένηcircle1 ταιριάζω

romvos Η Ελένη πηγαινοέρχεται συχνά στο σπίτι της Αθηνάς. Πηγαίνει συχνά στο σπίτι της Αθηνάς κι επιστρέφει πίσω στο δικό της.  music πη-γαί-νω

 

 

πηγή [η] ουσιαστικό (πηγές) 

eikona463

check1 Η πηγή είναι ένα μέρος στη γη απ' όπου βγαίνει νερό. Το νερό των ποταμών βγαίνει από μία πηγή και χύνεται στη θάλασσα.  

romvos πηγάδι  music πη-γή

 

 

 

 

πηδάλιο [το] ουσιαστικό (πηδάλια)

check1 Το πηδάλιο είναι το τιμόνι του πλοίου ή του αεροπλάνου.  music πη-δά-λι-ο

 

 

πηδώ και πηδάω ρήμα (πήδηξα, θα πηδήξω)

check1 Όταν πηδάς, τινάζεσαι προς τα πάνω για να φτάσεις κάπου ή για να περάσεις πάνω από κάτι.  pen1 Η Ροζαλία πήδηξε στο τραπέζι για να πιάσει τον Πιτσικόκο αλλά αυτός ξέφυγε και πέταξε έξω.

check2 Η Αθηνά πήδηξε από τη χαρά της, μόλις έμαθε πως πήρε το πρώτο βραβείο ζωγραφικής. Χάρηκε πάρα πολύ.  romvos πήδημα, χοροπηδώ  music πη-δώ

 

 

πήζω ρήμα (έπηξα, θα πήξω)

check1 Όταν ένα υγρό πήζει, γίνεται σαν κρέμα ή σκληραίνει.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα ανακάτευε συνέχεια τη σάλτσα, μέχρι να πήξει.  circle2 αραιώνω  

romvos Όταν κάτι έχει πήξει, είναι πηχτό. πήξιμο  circle2 αραιός  music πή-ζω

 

 

πηλός [ο] ουσιαστικό 

check1 O πηλός είναι από χώμα και νερό, πλάθεται όπως η πλαστελίνη και μετά ψήνεται για να σκληρύνει.  romvos Με τον πηλό φτιάχνουμε πήλινα αντικείμενα, όπως βάζα, γλάστρες, πιάτα και φλιτζάνια.  music πη-λός

 

 

πιάνο [το] ουσιαστικό (πιάνα)  

check1 Το πιάνο είναι ένα μουσικό όργανο με άσπρα και μαύρα πλήκτρα. Είναι έγχορδο όργανο, δηλαδή ο ήχος του βγαίνει από τις χορδές που βρίσκονται στο εσωτερικό του.  romvos Αυτός που παίζει πιάνο σε συναυλίες μόνος του ή σε ορχήστρα λέγεται πιανίστας.   music πιά-νο  pen2 'τα μουσικά όργανα'

 

 

πιάνω, πιάνομαι ρήμα (έπιασα, θα πιάσω) 

check1 Όταν πιάνεις κάτι, το παίρνεις με το χέρι σου και το κρατάς.  

pen1 «Μπαμπά, σταμάτα να πιάνεις την κούνια μου! Άφησέ με μόνη μου!» είπε η Αθηνά.  circle1 κρατώ  circle2 αφήνω

check2 Όταν πιάνεις κάτι, βάζεις το χέρι σου πάνω του.

pen1 O Κώστας έπιασε τη μπλούζα του με βρόμικα χέρια.  circle1 αγγίζω, ακουμπώ

check2 Λέμε ότι έχεις πιάσει κάποιον, όταν τον έχεις κυνηγήσει και τον κρατάς χωρίς αυτός να το θέλει.  pen1 Η αστυνομία έπιασε αυτόν που έκλεψε τον κύριο Δημήτρη.

check2 Όταν σε πιάνουν τα κλάματα, κλαις. Όταν σε πιάνει πείνα, πεινάς.

check2 Όταν κάτι πιάνει φωτιά, καίγεται. Όταν κάτι είναι μεγάλο, λέμε ότι πιάνει πολύ χώρο. 

check2 O μπαμπάς του Ίγκλι είναι οικοδόμος και πιάνει δουλειά πολύ πρωί.

check2 Το φουστάνι της Ελένης πιάστηκε σε μία καρέκλα.  circle1μαγκώνω,σκαλώνω   

check2 Όταν κουβαλάς κάτι βαρύ, πιάνεται η μέση σου και πονάει.  romvos πιάσιμο  music πιά-νω

 

 

πιάτο [το] ουσιαστικό (πιάτα) 

check1 Όταν καθόμαστε στο τραπέζι για να φάμε, ο καθένας έχει το πιάτο του με το φαγητό του.  music πιά-το  pen2 'η κουζίνα', 'το πάρτι'

 

 

πιγκουίνος [ο] ουσιαστικό (πιγκουίνοι)

eikona464

check1 O πιγκουίνος είναι ένα πολύ μεγάλο πουλί που κολυμπάει γρήγορα αλλά δεν μπορεί να πετάξει. Ζει σε παγωμένες θάλασσες και τρώει ψάρια.  music πι-γκου-ί-νος

 

 

- Πότε λέμε ότι κάποιος πιάνει πουλιά στον αέρα;

 

 

πιγούνι [το] ουσιαστικό (πιγούνια) 

check1 Πιγούνι είναι το μέρος του προσώπου που είναι κάτω από το στόμα μας. 

circle1 σαγόνι  music πι-γού-νι  pen2 'το σώμα μας'

 

 

πιέζω, πιέζομαι ρήμα (πίεσα, θα πιέσω)

check1 Όταν πιέζεις κάτι, το πατάς δυνατά συνήθως με το χέρι σου.  

pen1«Μην πιέζεις πολύ το μπαλόνι! Θα σπάσει και θα κάνει πολύ θόρυβο» είπε ο κύριος Γιάννης στην Αθηνά. 

check2 Όταν πιέζεις κάποιον, προσπαθείς να τον κάνεις να δεχτεί κάτι που δε θέλει.

pen1 O κύριος Μιχάλης πίεσε τον Κώστα να του πει ποιος έσπασε το τζάμι.

circle1 αναγκάζω, καταπιέζω  romvos πίεση  music πι-έ-ζω

 

 

πιέτα [η] ουσιαστικό (πιέτες) 

eikona465

check1 Η Αλίκη αγόρασε μία φούστα με πιέτες για τη γιορτή της. Η φούστα είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε να διπλώνεται σε πολλές μεριές.  circle1 πτυχή, τσάκιση   music πιέ-τα

 

 

πίθηκος [ο], πιθηκίνα [η] ουσιαστικό (πίθηκοι, πιθηκίνες)

check1 O πίθηκος είναι ένα τριχωτό ζώο που ζει στη ζούγκλα, έχει πολύ μακριά χέρια και πηδάει από το ένα κλαδί στο άλλο. Η μαϊμού και ο γορίλας είναι πίθηκοι.  

music πί-θη-κος  pen2 'τα ζώα'

 

 

πίκρα [η] ουσιαστικό (πίκρες) velos πικρός

 

 

πικραίνω, πικραίνομαι ρήμα (πίκρανα, θα πικράνω) velos πικρός

 

 

πικρός, πικρή, πικρό επίθετο (πικροί, πικρές, πικρά) 

check1 Όταν κάτι είναι πικρό, έχει πολύ δυσάρεστη γεύση.

pen1 O θείος Αλέκος πίνει τον καφέ του πικρό, χωρίς ζάχαρη.  circle2 γλυκός

check2 Η στενοχώρια κι η απογοήτευση είναι πικρά συναισθήματα, δηλαδή πολύ δυσάρεστα.  romvos Όταν νιώθει κανείς πίκρα, είναι στενοχωρημένος, κάτι τον έχει πικράνει.  music πι-κρός

 

 

πιλάφι [το] ουσιαστικό (πιλάφια) 

check1 Το πιλάφι είναι φαγητό που γίνεται συνήθως από ρύζι βρασμένο και λάδι ή βούτυρο.  music πι-λά-φι

 

 

πιλότος [ο] ουσιαστικό (πιλότοι) velos αεροπλάνο

 

 

πίνακας [ο] ουσιαστικό (πίνακες)

check1 O πίνακας είναι φτιαγμένος από μαύρο ξύλο ή άσπρο πλαστικό και κρέμεται στον τοίχο της τάξης μας. Στον πίνακα γράφουμε με κιμωλία ή μαρκαδόρο κάτι που θέλουμε να διαβάσει όλη η τάξη.

check2 O πίνακας ανακοινώσεων είναι ένα επίπεδο κομμάτι από ξύλο ή φελό στον τοίχο όπου στερεώνουμε ανακοινώσεις με πινέζες ή καρφίτσες.

check2 Πίνακα λέμε και τη ζωγραφιά που έχουμε βάλει μέσα σ' ένα κάδρο.  

romvos Η θεία Κατερίνα πήγε στην πινακοθήκη για να δει τους πίνακες μεγάλων Ιταλών ζωγράφων.  music πί-να-κας  pen2 'στο σχολείο'

 

 

πινακίδα [η] ουσιαστικό (πινακίδες)

eikona466

check1πινακίδες είναι επίπεδες πλάκες που πάνω τους είναι γραμμένες ή ζωγραφισμένες διάφορες πληροφορίες. Υπάρχουν πινακίδες στους δρόμους, στα μαγαζιά και σ' άλλους δημόσιους χώρους. Πινακίδες έχουν και τ' αυτοκίνητα στο μπροστινό και στο πίσω μέρος τους.  circle2 ταμπέλα  music πι-να-κί-δα

 

 

πινέζα [η] ουσιαστικό (πινέζες) 

eikona467

check1 Η πινέζα μοιάζει με μικρό καρφάκι που έχει πλατύ κεφάλι. Με την πινέζα στερεώνουμε φωτογραφίες ή σημειώματα στον τοίχο, στην πόρτα ή σε κάποιο πίνακα.  music πι-νέ-ζα

 

 

πινέλο [το] ουσιαστικό (πινέλα)

check1 Για να ζωγραφίσουμε με νερομπογιές ή για να βάψουμε τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού, χρησιμοποιούμε πινέλο. Το πινέλο είναι ξύλινο κι έχει στην άκρη του πολλές τρίχες.  music πι-νέ-λο
Δες ζωγράφος, πινέλο

 

 

πίνω, πίνομαι ρήμα (ήπια, θα πιω) 

eikona468

check1 Όταν πίνω, ρουφώ από το στόμα νερό, γάλα, πορτοκαλάδα ή άλλο υγρό που μετά πηγαίνει στο στομάχι μου.  pen1 O Νίκος πίνει ένα ποτήρι γάλα, πριν φύγει για το σχολείο.  romvos Το κρασί, η μπίρα κι ό,τι άλλο έχει οινόπνευμα και το πίνουμε λέγεται ποτό.  music πί-νω

 

 

- Τι πληροφορίες μας δίνουν οι πινακίδες στα μαγαζιά, τους δρόμους και τ' αυτοκίνητα;

 

 

πιόνι [το] ουσιαστικό (πιόνια) 

check1 Στο σκάκι, στη ντάμα, στον γκρινιάρη και σ' άλλα επιτραπέζια παιχνίδια παίζουμε με πιόνια. Κάθε παίκτης παίζει με πιόνια διαφορετικού χρώματος. Στο σκάκι τα πιόνια είναι μαύρα και άσπρα.  music πιό-νι
Δες σκάκι

 

 

πίπα [η] ουσιαστικό (πίπες)

eikona469

check1 Η πίπα μοιάζει με μικρό ξύλινο σωλήνα με φαρδιά τρύπα στη μία άκρη για να βάζουμε καπνό. Όταν η πίπα είναι αναμμένη, ρουφάμε από την άλλη άκρη και καπνίζουμε.  music πί-πα

 

 

 

πιπέρι [το] ουσιαστικό (πιπέρια) 

check1 Το πιπέρι είναι ένας μικρός στρογγυλός καρπός που καίει πολύ. Το χρησιμοποιούμε στο φαγητό για να δώσουμε γεύση. Στο τραπέζι του φαγητού υπάρχει πάντα αλάτι και πιπέρι.  romvos αλατοπίπερο  music πι-πέ-ρι

 

 

πιπεριά [η] ουσιαστικό (πιπεριές)

eikona470

check1 Η πιπεριά είναι ένα λαχανικό με πράσινο, κόκκινο ή κίτρινο χρώμα και πολύ μικρούς σπόρους στο εσωτερικό του.  music πι-πε-ριά

 

 

πιπίλα [η] ουσιαστικό (πιπίλες) 

eikona471

check1 Η πιπίλα είναι από πλαστικό και μοιάζει με τη ρώγα του γυναικείου στήθους. Όταν τα μωρά είναι ανήσυχα, πεινούν ή νυστάζουν, βάζουν την πιπίλα στο στόμα τους, την πιπιλίζουν κι αυτό τα ησυχάζει.  romvos Όταν πιπιλίζεις μία καραμέλα, την κρατάς στο στόμα σου και τη γλείφεις σιγά σιγά, μέχρι να λιώσει.  music πι-πί-λα

 

 

πιπιλίζω και πιπιλάω ρήμα (πιπίλισα, θα πιπιλίσω) velos πιπίλα

 

 

πιρούνι [το] ουσιαστικό (πιρούνια) 

check1 Με το πιρούνι καρφώνουμε κομμάτια φαγητού για να τα βάλουμε στο στόμα μας.

romvos μαχαιροπίρουνο  music πι-ρού-νι  pen2 'η κουζίνα'

 

 

πισίνα [η] ουσιαστικό (πισίνες) 

check1 Η πισίνα είναι μία μεγάλη δεξαμενή γεμάτη με νερό όπου κολυμπάμε και κάνουμε βουτιές. Πισίνες έχουν συνήθως τα κολυμβητήρια και κάποια μεγάλα ξενοδοχεία.

music πι-σί-να

 

 

πισινός [ο] ουσιαστικό (πισινοί) velos πίσω

 

 

πίστα [η] ουσιαστικό (πίστες)   

check1 Πολλά κέντρα διασκέδασηςέχουν μία πίστα, δηλαδή ένα χώρο ειδικά φτιαγμένο γι' αυτούς που θέλουν να διασκεδάσουν χορεύοντας.   
check2 Στους αγώνες αυτοκίνητων τ' αυτοκίνητα τρέχουν σε πίστες.  music πί-στα
-Πού αλλού μπορούμε να δούμε πίστα;

 

 

πιστεύω ρήμα (πίστεψα, θα πιστέψω)

check1 Όταν πιστεύεις ότι κάτι πρόκειται να γίνει, είσαι σίγουρος ότι μπορεί να γίνει.

pen1O κύριος Δημήτρης πιστεύει ότι θα βρεθεί αυτός που τον έκλεψε.  circle1 νομίζω   

check2 Όταν πιστεύεις σε κάποιον ή σε κάτι, ξέρεις πως υπάρχει, πως είναι αληθινό και σημαντικό.

pen1Oι άνθρωποι που προσεύχονται συχνά, πιστεύουν στο Θεό. Έχουν πίστη. 

check2 Όταν πιστεύεις κάποιον, ξέρεις πως σου λέει την αλήθεια. 

pen1 O κύριος Μιχάλης δεν πίστεψε τον Κώστα. Νόμιζε πως του έλεγε ψέματα. 

romvos απίστευτος, εμπιστοσύνη, πιστευτός, πίστη, πιστός   music πι-στεύ-ω

 

 

πιστόλι [το] ουσιαστικό (πιστόλια) 

eikona472

check1 Το πιστόλι είναι ένα μικρό όπλο με σφαίρες που μπορεί να σκοτώσει ανθρώπους. Oι αστυνομικοί έχουν πιστόλια.  romvos Το νεροπίστολο είναι ένα πλαστικό παιχνίδι που μοιάζει με πιστόλι. Γεμίζουμε τα νεροπίστολα με νερό και καταβρεχόμαστε. Πιστολάκι λέμε το σεσουάρ. Μ' αυτό στεγνώνουμε τα μαλλιά μας.  music πι-στό-λι

 

 

πιστός, πιστή, πιστό επίθετο (πιστοί, πιστές, πιστά)

check1 O Κώστας και ο Νίκος είναι πιστοί φίλοι. Έχουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον και προσπαθούν να είναι πάντα καλοί φίλοι.  
romvos (σαν ουσιαστικό) πιστοί είναι αυτοί που πιστεύουν σε μία θρησκεία. πιστεύω

music πι-στός

 

 

πίσω επίρρημα 

check1 Η Ροζαλία κάθισε πίσω από την Αθηνά κι άρχισε να νιαουρίζει. Η Ροζαλία κάθισε από τη μεριά που δεν έβλεπε η Αθηνά.  circle2 μπροστά

check2 «Προχώρα πιο γρήγορα, γιατί θα μείνεις πίσω». Θα καθυστερήσεις.

check2 «Παιδιά, πάω για λίγο στο γραφείο, θα είμαι πίσω στις έξι» είπε ο κύριος Γιάννης. Θα επιστρέψω στις έξι.

check2 «Θέλω να μου δώσεις πίσω το βιβλίο που σου δάνεισα, Αθηνά!» είπε η Αλίκη. Θέλω να μου το επιστρέψεις.

check2 (σαν επίθετο) O κύριος Μιχάλης έβαλε τα κουταβάκια στο πίσω μέρος του κήπου.

circle2 μπροστινός  romvos O πισινός είναι το πίσω μέρος της λεκάνης μας, ο ποπός μας.

music πί-σω  Δες τελευταίος

 

 

πίτα [η] ουσιαστικό (πίτες)

check1 Η πίτα είναι ένα φαγητό αλμυρό ή γλυκό που το φτιάχνουμε βάζοντας ένα μείγμα από διάφορα υλικά ανάμεσα σε δύο στρώσεις ζύμης ή φύλλου και ψήνοντάς το στο φούρνο. Φτιάχνουμε πίτες με τυρί, σπανάκι ή άλλα υλικά.

check2 Όταν τρώμε σουβλάκι με πίτα, τρώμε σουβλάκι τυλιγμένο μέσα σε ψημένη στρογγυλή και λεπτή ζύμη.  romvos τυρόπιτα, σπανακόπιτα, κοτόπιτα, καρυδόπιτα, κρεατόπιτα, βασιλόπιτα  music πί-τα

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο,καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

πιτζάμα [η] ουσιαστικό (πιτζάμες)

eikona473

check1 Η πιτζάμα είναι ένα παντελόνι και μία μπλούζα από λεπτό και μαλακό ύφασμα που τα φοράμε, όταν κοιμόμαστε. Υπάρχουν γυναικείες και αντρικές πιτζάμες.  

music πι-τζά-μα
-Λέμε και μπιτζάμα.

O Νίκος φόρεσε τις πιτζάμες
του και πήγε για ύπνο.

 

 

πίτσα [η] ουσιαστικό (πίτσες) 

check1 Η πίτσα είναι ιταλικό φαγητό. Είναι συνήθως μία στρογγυλή ζύμη με ντομάτα, τυρί, ζαμπόν και διάφορα άλλα υλικά. Η πίτσα ψήνεται στο φούρνο.  

romvos«Δεν πρόφτασα να μαγειρέψω, πάμε στην πιτσαρία να φάμε πίτσα και μακαρόνια;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα, δηλαδή στο εστιατόριο που φτιάχνει πίτσες και μακαρόνια.  music πί-τσα

 

 

πιτσιλίζω και πιτσιλάω, πιτσιλιέμαι ρήμα (πιτσίλισα, θα πιτσιλίσω)

check1 Όταν πιτσιλάς κάποιον ή κάτι, τον βρέχεις με σταγόνες νερού.  

pen1 «Πρόσεξε μην πιτσιλίσεις τη Ροζαλία, Κώστα, καθώς ποτίζεις. Oι γάτες σιχαίνονται το νερό!» φώναξε η Αθηνά.  romvos«Παιδιά, σταματήστε το πιτσίλισμα, θα γίνετε μούσκεμα στο τέλος!» φώναξε η κυρία Μαργαρίτα.πιτσιλιές είναι σταγόνες από κάποιο υγρό που έχουν πέσει πάνω σε κάτι.  music πι-τσι-λώ

 

 

πιτσιρίκος [ο], πιτσιρίκα [η], πιτσιρίκι [το] ουσιαστικό (πιτσιρίκοι, πιτσιρίκες, πιτσιρίκια) 

check1 Λέμε πιτσιρίκο ένα μικρό αγόρι και πιτσιρίκα ένα μικρό κορίτσι. Λέμε πιτσιρίκι ένα μικρό παιδί, αγόρι ή κορίτσι.  music πι-τσι-ρί-κος

 

 

πλαγιά [η] ουσιαστικό (πλαγιές) velos πλάγιος

 

 

πλαγιάζω ρήμα (πλάγιασα, θα πλαγιάσω) 

check1 Όταν πλαγιάζεις, ξαπλώνεις στο κρεβάτι για να κοιμηθείς.  

romvos πλάγιος  music πλα-γιά-ζω

 

 

πλάγιος, πλάγια, πλάγιο επίθετο (πλάγιοι, πλάγιες, πλάγια)

check1 Όταν κάτι είναι πλάγιο, δεν είναι όρθιο, αλλά γέρνει, είναι λοξό.  

pen1 Με πλάγια γράμματα είναι γραμμένα και τα παραδείγματα στο λεξικό που κρατάς.

romvos O Κώστας, ο Ίγκλι και ο Νίκος ανέβηκαν την πλαγιά του λόφου κι έφτασαν στο εκκλησάκι που είναι στην κορυφή. Ανέβηκαν δηλαδή την ανηφορική πλευρά του. πλάγια  music πλά-γι-ος

 

 

πλαζ [η] ουσιαστικό  

check1 Η πλαζ είναι μία μεγάλη παραλία με άμμο, ομπρέλες, καρέκλες και καντίνες που προσφέρουν φαγητό κι αναψυκτικά.
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

πλάθω, πλάθομαι ρήμα (έπλασα, θα πλάσω)

check1 Όταν πλάθω κάτι, του δίνω μία μορφή, ένα σχήμα.  pen1 Το Πάσχα η Αθηνά και η κυρία Μαργαρίτα πλάθουν κουλουράκια και τα βάζουν στο φούρνο να ψηθούν.  

romvosΓια να τα πλάσουν, ανοίγουν πρώτα τη ζύμη μ' ένα ξύλινο ραβδί, τον πλάστη. Στο σχολείο η Αθηνά και η Ελένη φτιάχνουν ανθρωπάκια από πλαστελίνη. πλάσμα

music πλά-θω

 

 

πλάι επίρρημα  

check1 Όταν κάτι ή κάποιος είναι πλάι σε κάτι ή σε κάποιον άλλο, βρίσκεται κοντά του, στην αριστερή ή στη δεξιά πλευρά.  circle1 δίπλα, κοντά

check2 Η Ελένη και η Αθηνά κάθονται πλάι πλάι στο ίδιο θρανίο. Κάθονται κοντά η μία στην άλλη.  music πλάι

 

 

πλάκα [η] ουσιαστικό (πλάκες)

check1 Η πλάκα είναι ένα πλατύ, λεπτό κι επίπεδο κομμάτι από πέτρα ή κάποιο άλλο σκληρό υλικό. Στρώνουμε μαρμάρινες πλάκες μέσα ή έξω από το σπίτι.  

check2 Μία πλάκα σοκολάτας είναι ένα κομμάτι σοκολάτας.

check2 Πλάκα λέμε κι ένα αστείο που κάνει ή λέει κάποιος. Λέμε ότι σπάμε πλάκα, όταν διασκεδάζουμε και γελάμε με κάτι αστείο. Όταν λες κάτι για πλάκα, δεν το λες στα σοβαρά, το λες στ' αστεία.  romvos πλακάκι  music πλά-κα

 

 

πλακάκι [το] ουσιαστικό (πλακάκια)

check1 Τα πλακάκια είναι μικρές και συνήθως τετράγωνες πλάκες που βάζουμε στους τοίχους και τα πατώματα, κυρίως στα μπάνια και τις κουζίνες για να τα προστατέψουμε από τα νερά.  romvos πλάκα  music πλα-κά-κι  pen2 'η κουζίνα', 'το μπάνιο'

 

 

πλακώνω, πλακώνομαι ρήμα (πλάκωσα, θα πλακώσω)

check1 Όταν πλακώνεις κάτι ή κάποιον, πέφτεις με όλο σου το βάρος επάνω του. 

check2 Όταν πλακώνεις κάποιον στο ξύλο, τον δέρνεις πολύ δυνατά.  music πλα-κώ-νω

 

 

πλανήτης [ο] ουσιαστικό (πλανήτες) 

check1 Η Γη είναι ένας πλανήτης και γυρίζει γύρω από τον ήλιο μαζί με άλλους πλανήτες, όπως τον Άρη ή τον Πλούτωνα.  music πλα-νή-της

 

 

πλάσμα [το] ουσιαστικό (πλάσματα) 

check1 Λέμε πως οι άνθρωποι και τα ζώα είμαστε πλάσματα του Θεού, δηλαδή πως μας έχει δημιουργήσει ο Θεός.

check2 Πλάσμα λέμε γενικά κι έναν άνθρωπο.  pen1 Τα παιδιά είναι αθώα πλάσματα.

romvos πλάθω  music πλά-σμα

 

 

-Ποιους άλλους πλανήτες ξέρεις;

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

 

 

πλαστελίνη [η] ουσιαστικό (πλαστελίνες) velos πλάθω

 

 

πλαστικό [το] ουσιαστικό (πλαστικά)

check1 Το πλαστικό είναι ένα ελαφρύ και φτηνό υλικό που φτιάχνεται στα εργοστάσια και παίρνει ό,τι μορφή θέλουμε να του δώσουμε. Πλένεται εύκολα και δε χαλάει. 

pen1 Το μωρό της θείας Κατερίνας έχει παιχνίδια από πλαστικό.  

romvos (σαν επίθετο) Έχει πλαστικά παιχνίδια.  music πλα-στι-κό

 

 

πλαστός, πλαστή, πλαστό επίθετο (πλαστοί, πλαστές, πλαστά)

check1 Όταν κάτι είναι πλαστό, είναι αντιγραφή ενός πράγματος, δεν είναι αληθινό. Υπάρχουν πλαστοί πίνακες και πλαστά χαρτονομίσματα.  circle2 γνήσιος  music πλα-στός

 

 

πλαταίνω ρήμα (πλάτυνα, θα πλατύνω) velos πλατύς

 

 

πλατάνι [το] και πλάτανος [ο] ουσιαστικό (πλατάνια, πλάτανοι)

eikona474

check1 Το πλατάνι είναι ένα πολύ μεγάλο δέντρο που χάνει τα φύλλα του το χειμώνα. Φυτρώνει σε μέρη με πολύ νερό ή υγρασία.  

music πλα-τά-νι

 

 

 

πλατεία [η] ουσιαστικό (πλατείες)

eikona475

check1 Η πλατεία είναι ένας μεγάλος ανοιχτός και κεντρικός χώρος σε μία πόλη ή ένα χωριό όπου μαζεύεται πολύς κόσμος, οι μεγάλοι για βόλτα ή καφέ και τα παιδιά για παιχνίδι.  music πλα-τεί-α

 

 

πλάτη [η] ουσιαστικό (πλάτες)  

check1 Η πλάτη είναι το πίσω μέρος του σώματός σου, από τους ώμους μέχρι τη μέση σου.

check2 Η πλάτη είναι και το μέρος του καθίσματος όπου ακουμπάμε την πλάτη μας, όταν καθόμαστε.  music πλά-τη  pen2 'το σώμα μας'

 

 

πλάτος [το] ουσιαστικό (πλάτη)   

check1 Η θεία Έλλη μέτρησε το μήκος και το πλάτος του τραπεζιού για ν' αγοράσει καινούριο τραπεζομάντιλο. Το πλάτος ενός τραπεζιού είναι η μικρότερή του πλευρά, ενώ το μήκος η μεγαλύτερη.  circle1 φάρδος  romvos πλατύς  music πλά-τος

 

 

πλατύς, πλατιά, πλατύ, επίθετο (πλατιοί, πλατιές, πλατιά)

check1 Όταν κάτι είναι πλατύ, έχει μεγάλο πλάτος.

pen1 Τα πεζοδρόμια στη γειτονιά μας είναι πολύ πλατιά κι ο κόσμος περπατάει άνετα, χωρίς να στριμώχνεται.  circle1 φαρδύς  circle2 στενός  

romvos Όταν κάτι πλαταίνει, γίνεται πλατύ.

circle1 φαρδαίνω  circle2 στενεύω  πλάτος  music πλα-τύς

 

 

πλέκω, πλέκομαι ρήμα (θα πλέξω, έπλεξα)

eikona476

check1 Όταν πλέκεις κάτι, το φτιάχνεις με μάλλινα νήματα που τα περνάς το ένα μέσα στο άλλο με βελόνες. 

pen1 Η θεία Κατερίνα πλέκει πουλόβερ για το γιο της.  

check2 Η Αθηνά έχει καστανά, μακριά μαλλιά και τα πλέκει κοτσίδες.  

romvos Όταν μαθαίνεις να πλέκεις, μαθαίνεις πλέξιμο. πλεχτός, πλεχτό 

music πλέ-κω

 

 

πλένω, πλένομαι ρήμα (θα πλύνω, έπλυνα) 

check1 Όταν πλένεις κάτι, το καθαρίζεις με νερό και σαπούνι ή άλλο καθαριστικό.

eikona477

check2 Όταν πλένεσαι, καθαρίζεις το σώμα σου με νερό και σαπούνι.  

romvos Το πλύσιμο στο χέρι παίρνει ώρα, γι' αυτό ο κόσμος έχει πια πλυντήρια. Στο πλυντήριο ρούχων πλένουμε τα ρούχα και στο πλυντήριο πιάτων τα πιάτα. άπλυτος, ξεπλένω  music πλέ-νω

O Κώστας πλένει το ποδήλατο της Αθηνάς.

 

 

πλευρά [η] ουσιαστικό (πλευρές) 

check1 Ένα νόμισμα έχει δύο πλευρές. Έχει δύο μεριές, δύο όψεις.

check2 Η κάθε γραμμή ενός τριγώνου ή ενός τετραγώνου είναι μία από τις πλευρές του.

romvos πλευρό  music πλευ-ρά

 

 

πλευρό [το] ουσιαστικό (πλευρά)   

check1 Τα πλευρά είναι τα δώδεκα κόκαλα που έχουμε ανάμεσα στο στήθος και τη μέση. Τα έξι είναι στη δεξιά μεριά του σώματος και τ' άλλα έξι στην αριστερή.  

romvos πλευρά  music πλευ-ρό  pen2 'το σώμα μας'

 

 

πλεχτός, πλεχτή, πλεχτό επίθετο (πλεχτοί, πλεχτές, πλεχτά)

check1 Ένα πλεχτό ρούχο είναι το ρούχο που έχει πλέξει κάποιος στο χέρι ή στη μηχανή.

romvos (σαν ουσιαστικό) Όταν κάνει πολύ κρύο φοράμε τα πλεχτά μας για να ζεσταινόμαστε, δηλαδή φοράμε πλεχτά ρούχα. πλέκω, πλέξιμο  music πλε-χτός

 

 

πλέω ρήμα (έπλευσα, θα πλεύσω)

check1 Τα πλοία και οι βάρκες πλέουν στο νερό, δηλαδή κινούνται στην επιφάνεια του νερού και δε βουλιάζουν.  romvos επιπλέω  music πλέ-ω

 

 

πληγή [η] ουσιαστικό (πληγές) 

check1 Η κυρία Μαργαρίτα κόπηκε με το μαχαίρι του ψωμιού κι έκανε μία βαθιά πληγή στο δάχτυλό της. Από την πληγή έτρεχε αίμα.  romvos Η κυρία Μαργαρίτα πληγώθηκε με το μαχαίρι του ψωμιού. Όταν κάποιος έχει πληγές, είναι πληγωμένος. Όταν κάποιος είναι πολύ απογοητευμένος από κάτι, αισθάνεται πληγωμένος.  music πλη-γή

Δες τραυματίας

 

 

πληγώνω, πληγώνομαι ρήμα (θα πληγώσω, πλήγωσα) velos πληγή

 

 

πλήκτρο [το] ουσιαστικό (πλήκτρα) 

check1 Όταν παίζουμε πιάνο, πατάμε τα πλήκτρα. Το πιάνο έχει άσπρα και μαύρα πλήκτρα. Κάθε πλήκτρο παίζει μία νότα.

check2 Oι γραφομηχανές και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έχουν πλήκτρα. Κάθε πλήκτρο γράφει ένα γράμμα.  romvos Όλα μαζί τα πλήκτρα του ηλεκτρονικού υπολογιστή λέγονται πληκτρολόγιο.  music πλή-κτρο  Δες πιάνο, υπολογιστής

 

 

πληκτρολόγιο [το] ουσιαστικό (πληκτρολόγια) velos πλήκτρο

 

 

πλημμύρα [η] ουσιαστικό (πλημμύρες)

check1 Όταν βρέχει πολύ, γίνονται πλημμύρες, δηλαδή γεμίζουν οι δρόμοι με νερό.

pen1 Τα υπόγεια των σπιτιών γέμισαν νερά με τις πλημμύρες.

romvosΤα υπόγεια των σπιτιών πλημμύρισαν.  music πλημ-μύ-ρα

 

 

πλημμυρίζω ρήμα (πλημμύρισα, θα πλημμυρίσω) velos πλημμύρα

 

 

πλην πρόθεση 

check1 Το «πλην» είναι το σύμβολο της αφαίρεσης.

pen1 Τρία πλην δύο ίσον ένα ή 3-2 = 1.  circle1 μείον  circle2 συν  music πλην

 

 

πληροφορία [η] ουσιαστικό (πληροφορίες)

check1 Η πληροφορία είναι κάτι που μαθαίνεις για ένα θέμα που σ' ενδιαφέρει.   

pen1O Ίγκλι πήγε στο σταθμό και ζήτησε πληροφορίες για τα δρομολόγια των τρένων.  romvos Όταν δίνεις μία πληροφορία σε κάποιον, τον πληροφορείς σχετικά μ'ένα θέμα. Η πληροφορική είναι η επιστήμη που διδάσκει πώς να οργανώνουμε πληροφορίες με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή.  music πλη-ρο-φο-ρί-α

 

 

πληροφορική [η] ουσιαστικό velos πληροφορία

 

 

πληροφορώ, πληροφορούμαι ρήμα (πληροφόρησα, θα πληροφορήσω) velos πληροφορία

 

 

πλήρωμα [το] ουσιαστικό (πληρώματα) 

check1 Το πλήρωμα είναι όλοι αυτοί που δουλεύουν σ' ένα πλοίο ή σ' ένα αεροπλάνο.

pen1 Oι αεροσυνοδοί και οι πιλότοι είναι το πλήρωμα του αεροπλάνου.  music πλή-ρω-μα

 

 

πληρώνω, πληρώνομαι ρήμα (πλήρωσα, θα πληρώσω)

check1 Όταν πληρώνεις, δίνεις χρήματα για ν' αγοράσεις κάτι ή για να χρησιμοποιήσεις κάτι που δεν είναι δικό σου.  

pen1 Oι γονείς του Ίγκλι πληρώνουν νοίκι για το σπίτι που νοικιάζουν.

check2 Όταν πληρώνεσαι, παίρνεις χρήματα για μία δουλειά που έχεις κάνει.  

check2 Όταν κάνεις κάτι κακό, λέμε ότι το πληρώνεις μία μέρα, δηλαδή τιμωρείσαι γι' αυτό.  romvos πληρωμή  music πλη-ρώ-νω

 

 

πλησιάζω ρήμα (πλησίασα, θα πλησιάσω)

check1 Όταν πλησιάζεις κάποιον ή κάτι, πηγαίνεις προς το μέρος του. 

circle2 απομακρύνομαι  music πλη-σι-ά-ζω

 

 

πλοίο [το] ουσιαστικό (πλοία) 

check1 Το πλοίο είναι ένα μεγάλο θαλάσσιο μεταφορικό μέσο. Τα επιβατικά πλοία μεταφέρουν επιβάτες που ταξιδεύουν στα νησιά. Με τα εμπορικά πλοία μεταφέρονται τα εμπορεύματα.  circle1 βαπόρι, καράβι

romvos O πλοίαρχος δίνει οδηγίες για την πορεία του πλοίου.  circle1 καπετάνιος

music πλοί-ο  Δες λιμάνι

 

 

πλοκάμι [το] ουσιαστικό (πλοκάμια)

check1 Το χταπόδι έχει οκτώ πλοκάμια με βεντούζες που το βοηθούν να μετακινείται και να πιάνει την τροφή του.  music πλο-κά-μι  Δες χταπόδι

 

 

πλούσιος, πλούσια, πλούσιο επίθετο (πλούσιοι, πλούσιες, πλούσια) 

check1 Όταν κάποιος έχει ακριβά πράγματα, σπίτια και πολλά λεφτά, είναι πλούσιος.

eikona478

circle2 φτωχός  

romvos (σαν ουσιαστικό) πλούσιοι ξεχνούν πως υπάρχει φτώχεια στον κόσμο. Λένε όμως πως τα πλούτη δε φέρνουν πάντα την ευτυχία, δηλαδή τα πολλά λεφτά δε μας κάνουν πάντα ευτυχισμένους. πλουσιόπαιδο  

music πλού-σι-ος

O πλούσιος και ο φτωχός

 

 

πλούτος [ο] ουσιαστικό (τα πλούτη) velos πλούσιος

 

 

πλυντήριο [το] ουσιαστικό (πλυντήρια) velos πλένω

 

 

πνεύμα [το] ουσιαστικό (πνεύματα) 

check1 Το πνεύμα μας είναι η σκέψη μας, η εξυπνάδα μας, το μυαλό μας. 

check2 Πνεύμα λέμε και την ψυχή του ανθρώπου.  music πνεύ-μα

 

 

πνεύμονας [ο] ουσιαστικό (πνεύμονες) 

check1 Μέσα στο στήθος μας έχουμε δύο πνεύμονες, τον αριστερό και το δεξιό, που μας βοηθούν ν' αναπνέουμε.  music πνεύ-μο-νας
-Λέμε και το πνευμόνι.

 

 

πνίγω, πνίγομαι ρήμα (έπνιξα, θα πνίξω)

check1 Όταν κάτι σε πνίγει ή όταν πνίγεσαι, δεν μπορείς να αναπνεύσεις και μπορεί να πεθάνεις.  pen1 «Μα τι κάνει ο κύριος Μιχάλης; Βάζει τα σκυλάκια στο νερό, λες να τα πνίξει; Δεν πιστεύω να πνιγούν!» σκέφτηκε η Αθηνά.

check2 Όταν απελπίζεσαι με το παραμικρό πρόβλημα, λέμε πως πνίγεσαι σε μία κουταλιά νερό.  romvos πνίξιμο  music πνί-γω

 

 

ποδηλάτης [ο], ποδηλάτισσα [η] ουσιαστικό (ποδηλάτες, ποδηλάτισσες) velos ποδήλατο

 

 

ποδήλατο [το] ουσιαστικό (ποδήλατα) 

eikona479

check1 Η Αθηνά έμαθε πολύ γρήγορα να κάνει ποδήλατο. Oδηγεί πολύ προσεκτικά και πηγαίνει γρήγορα όπου θέλει. Όλα τα ποδήλατα έχουν δύο ρόδες, δύο πεντάλ, ένα τιμόνι με δύο φρένα και τη σέλα για να καθόμαστε.  

romvos Η Αθηνά έχει γίνει σωστή ποδηλάτισσα. Κυκλοφορεί γρήγορα και με άνεση στους δρόμους της γειτονιάς. Είναι πολύ καλή στην ποδηλασία.  music πο-δή-λα-το

 

 

πόδι [το] ουσιαστικό (πόδια) 

check1 O άνθρωπος έχει δύο πόδια το δεξί και το αριστερό για να στέκεται όρθιος και να περπατάει. Το μπούτι, τα γόνατα, οι γάμπες, ο αστράγαλος, η φτέρνα και τα δάχτυλα είναι μέρη του ποδιού.

check2 Πόδι λέμε και το κάτω μέρος του ποδιού, δηλαδή το μέρος του που είναι κάτω από τον αστράγαλο και πατάει στο έδαφος.

check2 Τα τραπέζια και οι καρέκλες στέκονται πάνω σε τέσσερα πόδια.

check2 Όταν το βάζεις στα πόδια, τρέχεις και φεύγεις γρήγορα μακριά. Όταν σηκώνεις όλη την πολυκατοικία στο πόδι, την αναστατώνεις.  romvos Το πόδι λέγεται μερικές φορές και ποδάρι. ποδόσφαιρο  music πό-δι  pen2 'το σώμα μας'

 

 

- Πότε λέμε ότι κάποιος πνίγεται στη δουλειά;
- Πότε λέμε ότι κόβονται τα πόδια κάποιου;
- Πότε λέμε ότι βάζουμε τα δύο πόδια κάποιου σ' ένα παπούτσι;

 

 

ποδιά [η] ουσιαστικό (ποδιές)

eikona480

check1 Η ποδιά είναι ένα κομμάτι ύφασμα που το δένουμε γύρω από τη μέση και πίσω από το σβέρκο μας. Oι νοικοκυρές φορούν ποδιά για να μη λερωθούν, όταν κάνουν τις δουλειές του σπιτιού.

check2 Oι γιατροί και οινοσοκόμες φορούν άσπρη ποδιά

circle1 ιατρική μπλούζα  music πο-διά

 

 

ποδοσφαιριστής [ο],ποδοσφαιρίστρια [η] ουσιαστικό (ποδοσφαιριστές, ποδοσφαιρίστριες) velos ποδόσφαιρο

 

 

ποδόσφαιρο [το] ουσιαστικό  

check1 Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που παίζεται με δύο ομάδες. Oι παίκτες κάθε ομάδας κλοτσούν τη μπάλα και προσπαθούν να βάλουν γκολ στα δίχτυα της άλλης ομάδας.  romvos Oι παίκτες στο ποδόσφαιρο λέγονται ποδοσφαιριστές. πόδι 

music πο-δό-σφαι-ρο
-Η λέξη δεν έχει πληθυντικό αριθμό.

 

 

πόζα [η] ουσιαστικό (πόζες)

check1 Η πόζα είναι η στάση που παίρνει κανείς για να τον βγάλουν φωτογραφία ή για να τον ζωγραφίσουν.  pen1 Η Αθηνά δεν κουνήθηκε από τη θέση της, μέχρι η θεία Κατερίνα να της πει ν' αλλάξει πόζα.

check2 Όταν τραβάς πόζες με τη φωτογραφική μηχανή, τραβάς φωτογραφίες.  music πό-ζα

 

 

ποίημα [το] ουσιαστικό (ποιήματα) 

check1 Το ποίημα είναι μία μικρή ιστορία που είναι γραμμένη σε στίχους και τη λέμε με ρυθμό. Να ένα ποίημα:
«Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σχολειό,
να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα σπουδάματα
του Θεού τα πράματα».

check2 Όταν κάτι είναι πολύ όμορφο και το θαυμάζουμε, λέμε πως είναι ποίημα.

romvos Τα ποιήματα τα γράφουν οι ποιητές.  music ποί-η-μα

 

 

ποιητής [ο], ποιήτρια [η] ουσιαστικό (ποιητές, ποιήτριες) velos ποίημα

 

 

ποικιλία [η] ουσιαστικό (ποικιλίες) 

check1 Στον κήπο της θείας Έλλης υπάρχει τόσο μεγάλη ποικιλία λουλουδιών, που για να τα δει κανείς όλα χρειάζεται ώρα. Η θεία Έλλη έχει πολλά διαφορετικά λουλούδια στον κήπο της.  music ποι-κι-λί-α

 

 

πολεμιστής [ο], πολεμίστρια [η] ουσιαστικό (πολεμιστές, πολεμίστριες) velos πόλεμος

 

 

πόλεμος [ο] ουσιαστικό (πόλεμοι)  

check1 Όταν γίνεται πόλεμος, ο στρατός μίας χώρας κάνει επίθεση με όπλα στο στρατό μίας άλλης χώρας.  circle2 ειρήνη  
romvos Στον πόλεμο οι στρατιώτες πολεμούν εναντίον του εχθρού. Oι στρατιώτες λέγονται και πολεμιστές.  music πό-λε-μος

 

 

πολεμώ και πολεμάω ρήμα (πολέμησα, θα πολεμήσω) velos πόλεμος

 

 

πόλη [η] ουσιαστικό (πόλεις)

check1 O Κώστας και η Αθηνά ζουν στην Αθήνα, τη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας. Έχει πολλές πολυκατοικίες, πολλές γειτονιές και πολλούς κατοίκους.  romvosπολίτες είναι οι κάτοικοι ενός κράτους. Εκλέγουν τους πολιτικούς, που αποφασίζουν γι'αυτούς και τον τόπο τους.  music πό-λη  pen2 'η πόλη'

 

 

πολιτισμός [ο] ουσιαστικό (πολιτισμοί)

check1 O πολιτισμός είναι η ιστορία, τα γράμματα, οι τέχνες, οι επιστήμες, η οικονομία και οι παραδόσεις ενός τόπου ή μίας συγκεκριμένης εποχής.  pen1 O ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίχτηκε στον ελληνικό και το ρωμαϊκό πολιτισμό.  music πο-λι-τι-σμός

 

 

πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάζομαι ρήμα (πολλαπλασίασα, θα πολλαπλασιάσω) 

check1 Αν πολλαπλασιάσεις το 2 με το 5, έχεις 10.

circle2 διαιρώ  romvos Όταν πολλαπλασιάζεις έναν αριθμό μ' έναν άλλον, τότε κάνεις πολλαπλασιασμό. Η πράξη 2 επί 5 ίσον δέκα λέγεται πολλαπλασιασμός.

circle2 διαίρεση  music πολ-λα-πλα-σι-ά-ζω

 

 

πολλαπλασιασμός [ο] ουσιαστικό (πολλαπλασιασμοί) velos πολλαπλασιάζω

 

 

- Μπορείς να θυμηθείς τα ονόματα δύο μεγάλων Ελλήνων ποιητών;

 

 

η πόλη

 

eikona481

 

πόλος [ο] ουσιαστικό (πόλοι) 

check1 Πάνω στη γη υπάρχουν δύο πόλοι, ο Βόρειος και ο Νότιος. O Βόρειος πόλος είναι στο πάνω μέρος και ο Νότιος στο κάτω μέρος.  romvos Στους πόλους κάνει πολύ κρύο, πολικό κρύο.  music πό-λος

 

 

πολυθρόνα [η] ουσιαστικό (πολυθρόνες) 

eikona482

check1 Η πολυθρόνα είναι ένα αναπαυτικό κάθισμα για ένα άτομο. Έχει δύο μπράτσα και πλάτη και την έχουμε συνήθως στο σαλόνι. Η κουνιστή πολυθρόνα είναι μία άνετη πολυθρόνα που κουνιέται μπρος και πίσω.  music πο-λυ-θρό-να

 

 

 

πολυκατάστημα [το] ουσιαστικό (πολυκαταστήματα)

check1 Το πολυκατάστημα είναι ένα πολύ μεγάλο μαγαζί με πολλούς ορόφους. Σε κάθε όροφο έχει διαφορετικά τμήματα όπου μπορούμε ν'αγοράσουμε ρούχα, βιβλία, έπιπλα,κολόνιες ή άλλα πράγματα.  romvos κατάστημα  music πο-λυ-κα-τά-στη-μα

 

 

πολυκατοικία [η] ουσιαστικό (πολυκατοικίες) 

eikona483

check1 Η πολυκατοικία είναι ένα μεγάλο σπίτι με πολλούς ορόφους και πολλά διαμερίσματα. romvos κατοικία  music πο-λυ-κα-τοι-κί-α  

 

Δες κεραία

 

 

 

πολύς, πολλή, πολύ επίθετο (πολλοί, πολλές, πολλά) 

check1 Όταν κάτι είναι πολύ, είναι μεγάλο στον αριθμό.  pen1 Παρά τις συμβουλές του γιατρού, ο θείος Αλέκος δεν έχασε πολλά κιλά. Δεν αδυνάτισε αρκετά.  

check2 Η Ροζαλία βγαίνει από το σπίτι πολλές φορές τη μέρα. Βγαίνει συχνά.

check2 Όταν κάτι είναι πολύ, είναι μεγάλο σε ένταση ή σε βαθμό.  pen1 «Ησυχάστε επιτέλους! Κάνετε πολλή φασαρία» είπε η κυρία Μαργαρίτα στα παιδιά.  circle2 λίγος

check2 Αν βάλουμε το πολύ- στην αρχή μίας λέξης, μπορούμε να φτιάξουμε καινούριες λέξεις.  pen1 Αν βγάλεις το πολύ- από τις λέξεις πολυκατάστημα, πολυκατοικία, ποιες λέξεις μένουν;  romvos (σαν επίρρημα) O θείος Αλέκος συνέχισε να τρώει πολύ και να έχει πολύ μεγάλη κοιλιά.  music πολύς
-Προσοχή στην ορθογραφία! Γράφουμε: πολύς άνεμος, πολλή βροχή, πολύ χιόνι.

 

 

πολύτεκνος, πολύτεκνη, πολύτεκνο επίθετο (πολύτεκνοι, πολύτεκνες, πολύτεκνα)

check1 πολύτεκνοι γονείς έχουν πολλά παιδιά, πάνω από τρία.  music πο-λύ-τε-κνος

 

 

πολύτιμος, πολύτιμη, πολύτιμο επίθετο (πολύτιμοι, πολύτιμες, πολύτιμα)

check1 Όταν κάτι είναι πολύτιμο, έχει μεγάλη αξία σε χρήματα.  pen1 Το κολιέ της θείας Κατερίνας είναι φτιαγμένο από πολύτιμες πέτρες. Είναι πανάκριβο. 

check2 Η φιλία του Κώστα είναι πολύτιμη για τον Νίκο. Είναι πολύ σημαντική.  

music πο-λύ-τι-μος

 

 

πολύφωτο [το] ουσιαστικό (πολύφωτα) 

check1 Το πολύφωτο είναι ένα μεγάλο φωτιστικό με πολλές λάμπες. Το βάζουμε συνήθως στο σαλόνι.  romvos φως  music πο-λύ-φω-το

 

 

πολύχρωμος, πολύχρωμη, πολύχρωμο επίθετο (πολύχρωμα, πολύχρωμες, πολύχρωμα)

eikona484

check1 Όταν κάτι είναι πολύχρωμο, έχει πολλά χρώματα.  

romvos χρώμα  music πο-λύ-χρω-μος

 

 

 

 

πόμολο [το] ουσιαστικό (πόμολα)

check1 Για ν' ανοίξουμε ή να κλείσουμε πόρτες και παράθυρα, τα πιάνουμε από το πόμολό τους.  circle1 χερούλι  music πό-μο-λο  pen2 'το σπίτι'

 

 

πονηρός, πονηρή, πονηρό επίθετο (πονηροί, πονηρές, πονηρά)

check1 Για να μην τον φοβηθεί η Κοκκινοσκουφίτσα και φύγει, ο κακός λύκος ντύθηκε με τα ρούχα της γιαγιάς της. Είναι πολύ πονηρός. Καταφέρνει αυτά που θέλει με διάφορα κόλπα.  romvos πονηριά  music πο-νη-ρός

 

 

ποντίκι [το] και ποντικός [ο] ουσιαστικό (ποντίκια/ποντικοί)

check1 Το ποντίκι είναι ένα μικρό ζώο,που έχει γκρι ή καφέ χρώμα, μακριά λεπτή ουρά και κοφτερά δόντια. Ζει στους υπονόμους, στα υπόγεια και στα χωράφια. Oι γάτες κυνηγούν τα ποντίκιαeikona485

check2 Το ποντίκι είναι και το μικρό εργαλείο του υπολογιστή που όταν το κουνάς, βάζεις το βελάκι της οθόνης στη θέση που θέλεις.  

romvos ποντικοπαγίδα, ποντικοφάρμακο

music πο-ντί-κι

 

 

- Πώς λέμε μία φωλιά που έχει ποντίκια;

 

 

πόντος [ο] ουσιαστικό (πόντοι)

check1 Ένα μέτρο έχει εκατό πόντους κι ο πόντος έχει δέκα χιλιοστά.  

pen1 Η Αλίκη ψήλωσε πέντε πόντους σ' ένα καλοκαίρι.  circle1 εκατοστόμετρο

check2 Η αγαπημένη ομάδα της Αθηνάς στο μπάσκετ πέτυχε τριάντα πόντους στο χθεσινό αγώνα. Κέρδισε τριάντα βαθμούς.  music πό-ντος

 

 

πόνος [ο] ουσιαστικό (πόνοι) velos πονώ

 

 

πονώ και πονάω ρήμα (πόνεσα, θα πονέσω)

check1 Όταν πονάς κάπου, πηγαίνεις στο γιατρό για να δεις γιατί νιώθεις πόνο. O πόνος είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα που μας κάνει να υποφέρουμε. Πόνο νιώθουμε, όταν είμαστε άρρωστοι ή στενοχωρημένοι ή έχουμε πληγωθεί.  romvos Όταν πονάς στο κεφάλι σου, έχεις πονοκέφαλο, κι όταν πονάς στην κοιλιά σου, έχεις πονόκοιλο.   music πο-νώ  pen2 'πώς νιώθω'

 

 

ποπ κορν [το] ουσιαστικό 

check1 Το ποπ κορν είναι ψημένα σπόρια από καλαμπόκι.  music ποπ-κορν  pen2 'το πάρτι'
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ποπό επιφώνημα  

check1 Λέμε «ποπό!» όταν φοβόμαστε ή θαυμάζουμε κάτι.  

pen1 «Ποπό, πάει το τζάμι!» φώναξε οΊγκλι τρομαγμένος.  musicπο-πό

 

 

πορεία [η] ουσιαστικό (πορείες)   

check1 Η πορεία είναι ο δρόμος που κάνει κάποιος με τα πόδια, όταν θέλει να πάει κάπου.  pen1 Μετά από δύο ώρες πορεία στο βουνό, τα παιδιά σταμάτησαν για λίγο για να φάνε κάτι. Είχαν περπατήσει δύο ώρες.

check2 Το πλοίο άλλαξε πορεία, γιατί ο καιρός ήταν πολύ άσχημος. Άλλαξε κατεύθυνση.

circle1 διαδρομή  music πο-ρεί-α

 

 

πόρτα [η] ουσιαστικό (πόρτες) 

check1 Μπαίνουμε σ' ένα δωμάτιο ή σε κάποιον άλλο κλειστό χώρο από την πόρτα του. Πόρτες υπάρχουν σε πολλά μέρη, όπως στα κτίρια, στα λεωφορεία και στα αυτοκίνητα.  romvos εξώπορτα, μπαλκονόπορτα  music πόρ-τα  pen2 'το σπίτι'

 

 

πορτατίφ [το] ουσιαστικό  

eikona486

check1 Το φωτιστικό που έχουμε πάνω στο γραφείο το λέμε πορτατίφ. Πορτατίφ έχουμε και πάνω στο κομοδίνο, δηλαδή στο τραπεζάκι που έχουμε δίπλα στο κρεβάτι μας.   music πορ-τα-τίφ

-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

πορτμπαγκάζ [το] ουσιαστικό  

check1 Το πορτμπαγκάζ είναι το πίσω μέρος του αυτοκινήτου που ανοίγει και κλείνει κι έχει χώρο για να βάζουμε τις βαλίτσες και άλλα πράγματα.  music πορτ-μπα-γκάζ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

πορτοκαλάδα [η] ουσιαστικό (πορτοκαλάδες) velosπορτοκάλι

 

 

πορτοκαλής, πορτοκαλιά, πορτοκαλί επίθετο (πορτοκαλιοί, πορτοκαλιές, πορτοκαλιά)  

check1 Όταν κάτι είναι πορτοκαλί, έχει το χρώμα του πορτοκαλιού, δηλαδή έχει ένα χρώμα ανάμεσα στο κόκκινο και το κίτρινο.

check2 (σαν ουσιαστικό) Το πορτοκαλί είναι το αγαπημένο χρώμα του Ίγκλι.

romvos πορτοκάλι  music πορ-το-κα-λής  pen2 'τα χρώματα'

 

 

πορτοκάλι [το] ουσιαστικό (πορτοκάλια)

eikona487

check1 Το πορτοκάλι είναι ένα φθινοπωρινό στρογγυλό, πορτοκαλί φρούτο με γλυκόξινη γεύση και χοντρή μυρωδάτη φλούδα. Το τρώμε ή το στύβουμε για να πιούμε το χυμό του.  romvos Το πορτοκάλι φυτρώνει στην πορτοκαλιά. O χυμός πορτοκάλι λέγεται πορτοκαλάδα. Πορτοκαλάδα λέγεται και το αναψυκτικό με γεύση πορτοκάλι που έχει ανθρακικό.  music πορ-το-κά-λι

 

 

πορτοφόλι [το] ουσιαστικό (πορτοφόλια) 

check1 Στο πορτοφόλι βάζεις τα χρήματά σου. Είναι μία μικρή θήκη από δέρμα,ύφασμα ή πλαστικό που χωράει στην τσέπη σου ή στην τσάντα σου.  music πορ-το-φό-λι

 

 

ποσό [το] ουσιαστικό (ποσά)  

check1 Πολλά χρήματα μαζεμένα κάνουν ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Λίγα χρήματα κάνουν ένα μικρό ποσό.  pen1 O Κώστας και η Αθηνά σκέφτονταν τι μπορούσαν ν' αγοράσουν με το ποσό που μάζεψαν από τα κάλαντα.  romvos O θείος Αλέκος κάνει δίαιτα. Δεν τρώει μεγάλη ποσότητα ζάχαρης αλλά τρώει μεγάλες ποσότητες από φρούτα και λαχανικά. Τρώει δηλαδή λίγη ζάχαρη και πολλά φρούτα και λαχανικά.

music πο-σό

 

 

- Αν μου αλλάξεις μία συλλαβή φτιάχνεις το όνομα ενός φρούτου. Ποια λέξη είμαι; ..................................

 

 

ποσότητα [η] ουσιαστικό (ποσότητες) velos ποσό

 

 

πόστερ [το] ουσιαστικό

check1 Τα πόστερ είναι οι αφίσες που κρεμάμε στον τοίχο για να ομορφύνουμε ένα χώρο.  circle1 αφίσα  music πό-στερ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ποτάμι [το] και ποταμός [ο] ουσιαστικό (ποτάμια/ποταμοί)

check1 Το ποτάμι είναι πολύ νερό που ξεκινάει από μία πηγή και φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Το νερό του ποταμού κυλάει συνέχεια. Την αρχή του ποταμού τη λέμε κοίτη και τις λωρίδες ξηράς που βρίσκονται και από τις δύο μεριές του τις λέμε όχθες.  music πο-τά-μι

 

 

ποτήρι [το] ουσιαστικό (ποτήρια) 

check1 Πίνουμε χυμό, νερό, κρασί ή κάποιο άλλο ποτό σε ποτήρι.Υπάρχουν γυάλινα, πλαστικά και χάρτινα ποτήρια. Πίνουμε νερό σε νεροπότηρα, κρασί σε ποτήρια κρασιού και μπίρα σε ποτήρια μπίρας.

check2 O Κώστας πίνει ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι κάθε πρωί, δηλαδή πίνει τόσο χυμό όσο χωράει στο ποτήρι.  music πο-τή-ρι  pen2 'η κουζίνα', 'το πάρτι'

 

 

ποτίζω, ποτίζομαι ρήμα (πότισα, θα ποτίσω) 

check1 Όταν ποτίζεις, ρίχνεις νερό στα φυτά για να μην ξεραθούν.  

romvos Η κυρία Μαργαρίτα έχει ένα ποτιστήρι για να ποτίζει τις γλάστρες στη βεράντα. Όμως το καλοκαίρι τα φυτά χρειάζονται καθημερινό πότισμα. Αποφάσισε λοιπόν να βάλει ποτιστικό μηχάνημα για να ποτίζονται αυτόματα.  musicπο-τί-ζω

 

 

ποτιστήρι [το] ουσιαστικό (ποτιστήρια) velos ποτίζω

 

 

πουκάμισο [το] ουσιαστικό (πουκάμισα)

check1 Το πουκάμισο είναι ένα ρούχο από λεπτό ύφασμα που κουμπώνει μπροστά με μικρά κουμπιά, έχει γιακά και κοντά ή μακριά μανίκια. Καλύπτει το σώμα από το λαιμό ως τη μέση.  music που-κά-μι-σο

 

 

πουλί [το] ουσιαστικό (πουλιά)

eikona488

check1 Τα πουλιά έχουν φτερά, δύο πόδια κι ένα ράμφος για να τσιμπούν την τροφή τους. Τα πουλιά γεννούν αυγά, κελαηδούν ή βγάζουν κραυγές και τα περισσότερα απ' αυτά πετάνε.  circle1 πτηνό  romvos Πουλάκι λέμε το μικρό πουλί. Για κάποιον που τρώει πολύ λίγο, λέμε ότι τρώει σαν πουλάκι.  music που-λί

 

 

πούλμαν [το] ουσιαστικό  

eikona489

check1 Με το πούλμαν κάνουμε ταξίδια και πηγαίνουμε εκδρομές. Είναι ένα μεγάλο λεωφορείο με πολλές θέσεις για πολλούς επιβάτες.  music πούλ-μαν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

πουλόβερ [το] ουσιαστικό

eikona490

check1 Το πουλόβερ είναι μία πλεχτή μπλούζα με μακριά μανίκια.  

music που-λό-βερ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

πουλώ και πουλάω, πουλιέμαι ρήμα (πούλησα, θα πουλήσω)

check1 Όταν πουλάς κάτι, το δίνεις σε κάποιον και παίρνεις χρήματα γι' αντάλλαγμα.

pen1 O θείος Αλέκος πούλησε το σπίτι του στην Αθήνα.  circle2 αγοράζω

eikona491

romvos Όταν έχεις κάτι για πούλημα, έχεις αποφασίσει να το πουλήσεις. Αυτός που πουλάει κάτι, είναι ο πωλητής και αυτό που κάνει λέγεται πώληση.  music που-λώ

 

 

πούπουλο [το] ουσιαστικό (πούπουλα)

check1 Τα πούπουλα είναι τα πιο μικρά φτερά των πουλιών. Στα μαξιλάρια και τα παπλώματα βάζουμε πούπουλα χήνας ή πάπιας.

check2 Όταν κάτι είναι πολύ ελαφρύ, λέμε πως είναι ελαφρύ σαν πούπουλο.

check2 Λέμε ότι έχεις κάποιον στα πούπουλα, όταν τον φροντίζεις πολύ και του κάνεις όλες τις χάρες.  music πού-που-λο

 

 

-Πότε λέμε ότι κάποιος πιάνει πουλιά στον αέρα;

 

 

πουρμπουάρ [το] ουσιαστικό  

check1 Όταν ο θείος Αλέκος έπινε τον καφέ του στο καφενείο, άφηνε πάντα ένα πουρμπουάρ στο γκαρσόνι. Έδινε παραπάνω λεφτά για το γκαρσόνι που τον σέρβιρε.  circle1 φιλοδώρημα  music πουρ-μπου-άρ
-Λέμε και μπουρμπουάρ.
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

πράγμα [το] ουσιαστικό (πράγματα) 

check1 Τι πράγμα είναι αυτό; Τι είναι αυτό; Ένα πράγμα μπορεί να είναι οτιδήποτε, όχι όμως κάτι ζωντανό.  circle1 αντικείμενο  

check2 Oι εφτά νάνοι ήταν πολύ ακατάστατοι. Η Χιονάτη αποφάσισε να καθαρίσει το σπίτι τους και να τακτοποιήσει τα πράγματά τους. Τα προσωπικά τους αντικείμενα. 

music πράγ-μα

 

 

πραγματικός, πραγματική, πραγματικό επίθετο (πραγματικοί, πραγματικές, πραγματικά)  

check1 Όταν κάτι είναι πραγματικό, υπάρχει στ' αλήθεια, δεν το φανταζόμαστε.

pen1 Η ιστορία της Κοκκινοσκουφίτσας δεν είναι πραγματική, είναι παραμύθι.

circle1 αληθινός  circle2 φανταστικός, ψεύτικος  music πραγ-μα-τι-κός

 

 

πραλίνα [η] ουσιαστικό (πραλίνες)

check1 Η σοκολάτα πραλίνα είναι σοκολάτα με αμύγδαλα, φουντούκια ή άλλους ξηρούς καρπούς. 

check2πραλίνες είναι γεμιστά σοκολατάκια διάφορων ειδών.  music πρα-λί-να

 

 

πράξη [η] ουσιαστικό (πράξεις)  

check1 Μία πράξη είναι κάτι που κάνουμε.  pen1 O κύριος Μιχάλης έκανε μία πολύ καλή πράξη. Έφτιαξε ένα ξύλινο σπιτάκι για τα κουταβάκια.  

check2 O πολλαπλασιασμός, η πρόσθεση, η αφαίρεση και η διαίρεση είναι πράξεις της αριθμητικής.  music πρά-ξη

 

 

πράσινος, πράσινη, πράσινο επίθετο (πράσινοι, πράσινες, πράσινα)

check1 Όταν κάτι είναι πράσινο, έχει το χρώμα του χορταριού ή των φύλλων.

check2 (σαν ουσιαστικό) Το πράσινο πάει πολύ στο Νίκο που έχει ξανθά μαλλιά.

check2 Όταν κάποιος ζηλεύει πολύ, λέμε ότι γίνεται πράσινος από ζήλια.

check2 (σαν ουσιαστικό) Στη γειτονιά της Αθηνάς υπάρχει πολύ πράσινο. Πολλά δέντρα, φυσικό περιβάλλον.  romvos Η πρασινάδα είναι πολλά πράσινα φυτά μαζεμένα σ' ένα μέρος. Όταν κάτι πρασινίζει, παίρνει πράσινο χρώμα.   music πρά-σι-νο  pen2 'τα χρώματα'

 

 

πράσο [το] ουσιαστικό (πράσα) 

eikona492

check1 Το πράσο είναι ένα λαχανικό με μακριά φύλλα, μισά πράσινα, μισά άσπρα. Μοιάζει με το φρέσκο κρεμμυδάκι, είναι όμως πιο χοντρό και πιο μακρύ. Τα πράσα τα βάζουμε στις χορτόπιτες και τις σούπες.

check2 Λέμε ότι πιάνεις κάποιον στα πράσα, όταν τον βλέπεις να κάνει κάτι κακό στα κρυφά.  music πρά-σο

 

 

πρατήριο [το] ουσιαστικό (πρατήρια) 

check1 Το πρατήριο είναι ένα κατάστημα που πουλάει πάντα ένα συγκεκριμένο προϊόν. pen1 Το βενζινάδικο λέγεται και πρατήριο βενζίνης.  music πρα-τή-ρι-ο

 

 

πρέπει ρήμα (έπρεπε, θα πρέπει) 

check1 Όταν πρέπει να κάνεις κάτι, είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις, ακόμη κι αν αυτό δε σου αρέσει.  pen1 «Κώστα, σήκω αμέσως από το κρεβάτι, γιατί πρέπει να ετοιμαστείς για το σχολείο» είπε η κυρία Μαργαρίτα.

check2 «Πρέπει να είναι κοντά το εκκλησάκι παιδιά, κουράγιο» είπε ο Κώστας στους φίλους του. Μάλλον είναι κοντά.  music πρέ-πει
-Χρησιμοποιείται μόνο στο τρίτο πρόσωπο του ενικού αριθμού.

 

 

πρήζω, πρήζομαι ρήμα (έπρηξα, θα πρήξω)

eikona493

check1 Όταν κάποιο μέρος του σώματός σου πρήζεται, φουσκώνει και πονάει.  

pen1 O Ίγκλι χτύπησε το χέρι του στο ποδόσφαιρο και πρήστηκε το δάχτυλό του.

check2 Λέμε ότι πρήζεις κάποιον, όταν τον ενοχλείς πάρα πολύ.  

romvos πρήξιμο  circle1 φούσκωμα  music πρή-ζω

 

 

πρίγκιπας [ο], πριγκίπισσα [η] ουσιαστικό (πρίγκιπες, πριγκίπισσες)  

check1 Τα παιδιά ενός βασιλιά και μίας βασίλισσας γίνονται πρίγκιπες και πριγκίπισσες.

music πρί-γκι-πας

 

 

πρίζα και μπρίζα [η] ουσιαστικό (πρίζες/μπρίζες)

check1 Για να λειτουργήσει η τηλεόραση, το σίδερο και το ψυγείο, βάζουμε το καλώδιο στην πρίζα. Η πρίζα είναι το μέρος απ' όπου παίρνουν ηλεκτρικό ρεύμα οι ηλεκτρικές συσκευές.  music πρί-ζα  pen2 'το δωμάτιο'

 

 

πριν επίρρημα  

check1 «Τι μου είπες πριν;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα την Αθηνά. Τι μου είπες πιο νωρίς, πριν από λίγο;  circle2 μετά

check2 Πριν ανοίξει το βάζο με το γλυκό, η Αθηνά κοίταξε μήπως τη δει κανείς. Πρώτα κοίταξε ολόγυρα και μετά άνοιξε το βάζο.

check2 Όταν ένα πράγμα είναι πριν από κάποιο άλλο, βλέπουμε πρώτα αυτό και μετά το άλλο.  pen1 Καθώς ερχόμαστε στο σπίτι από το μετρό, το σχολείο των παιδιών βρίσκεται πριν από το ταχυδρομείο.  circle2 μετά  music πριν

 

 

πριόνι [το] ουσιαστικό (πριόνια)

check1 Το πριόνι είναι ένα μεταλλικό εργαλείο με πολλά μυτερά δοντάκια. Με το πριόνι κόβουμε κλαδιά και ξύλα.  pen1 O κύριος Μιχάλης πήρε ένα πριόνι κι άρχισε να πριονίζει τις σανίδες.  music πρι-ό-νι  pen2 'τα εργαλεία'

 

 

πριονίζω ρήμα (πριόνισα, θα πριονίσω) velos πριόνι

 

 

προάστιο [το] ουσιαστικό (προάστια) 

check1 Η περιοχή που είναι λίγο έξω από μία πόλη, λέγεται προάστιο.

pen1 Η Κηφισιά είναι βόρειο προάστιο της Αθήνας.  music προ-ά-στι-ο

 

 

προαύλιο [το] ουσιαστικό (προαύλια)

check1 Το προαύλιο είναι η αυλή μπροστά σ' ένα κτίριο. 

pen1Στο διάλειμμα οι μαθητές βγαίνουν στο προαύλιο του σχολείου.  music προ-αύ-λι-ο

 

 

πρόβα [η] ουσιαστικό (πρόβες)  

check1 Όταν κάνεις πρόβα στο θέατρο, παίζεις το ρόλο σου πριν την παράσταση για να τον μάθεις καλά.

check2 Η θεία Κατερίνα έκανε μία τελευταία πρόβα το νυφικό της στη μοδίστρα. Το δοκίμασε για τελευταία φορά, πριν το φορέσει στο γάμο της.  circle1 δοκιμή  music πρό-βα

 

 

πρόβατο [το], προβατίνα [η] ουσιαστικό (πρόβατα/προβατίνες)

eikona494

check1 Το πρόβατο είναι ένα ήσυχο ζώο που βόσκει στο χορτάρι και βελάζει, δηλαδή κάνει «μπεεεμπεεε». Τρώμε το κρέας του, πίνουμε το γάλα του και χρησιμοποιούμε το μαλλί του. Πολλά πρόβατα μαζί, κάνουν ένα κοπάδι πρόβατα. 

music πρό-βα-το

 

 

προβλέπω, προβλέπομαι ρήμα (πρόβλεψα, θα προβλέψω)

check1 Όταν προβλέπεις κάτι, μαντεύεις ή νιώθεις κάτι που θα γίνει στο μέλλον.

pen1Μερικές φορές οι μάγισσες στα παραμύθια προβλέπουν το μέλλον.

romvos Όταν προβλέπεις κάτι, κάνεις πρόβλεψη. βλέπω  music προ-βλέ-πω

 

 

πρόβλημα [το] ουσιαστικό (προβλήματα)

check1 Η θεία Κατερίνα θέλει να κάνει ένα πάρτι έκπληξη στο θείο Σταμάτη. Πώς θα μαγειρέψει όμως για το πάρτι χωρίς αυτός να το καταλάβει; Πρέπει να βρει γρήγορα μία λύση σ' αυτό το πρόβλημα.

check2 Η δασκάλα δίνει στα παιδιά προβλήματα αριθμητικής για να τα λύσουν στο σπίτι.

check2 Όταν έχεις προβλήματα υγείας, δεν αισθάνεσαι καλά και πηγαίνεις στο γιατρό.

music πρό-βλη-μα

 

 

προβλήτα [η] ουσιαστικό (προβλήτες) 

check1 Η προβλήτα του λιμανιού είναι ένα στενόμακρο κομμάτι ξηράς όπου δένονται τα πλοία.  music προ-βλή-τα

 

 

προβοσκίδα [η] ουσιαστικό (προβοσκίδες)

check1 Κάθε ελέφαντας έχει στη θέση της μύτης μία προβοσκίδα που μοιάζει σαν ελαστικός σωλήνας. Με την προβοσκίδα πιάνει την τροφή του για να τη βάλει στο στόμα του και ρουφάει νερό για να πιει και να βρέξει το σώμα του. music προ-βο-σκί-δα

 

 

πρόγραμμα [το] ουσιαστικό (προγράμματα)

check1 Όταν κάνεις το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας, ξέρεις από πριν τι θα κάνεις κάθε ώρα της ημέρας.  romvos Όταν σχεδιάζεις από πριν αυτό που θέλεις να κάνεις, το προγραμματίζεις.  pen1 Αφού δεν έγινε η εκδρομή του σχολείου, ο Νίκος, ο Κώστας και ο Ίγκλι προγραμμάτισαν τη δική τους εκδρομή στο βουνό.  music πρό-γραμ-μα

 

 

προδίνω και προδίδω, προδίνομαι ρήμα (πρόδωσα, θα προδώσω) 

check1 Όταν προδίνεις κάποιον, δεν κρατάς τις υποσχέσεις που του έχεις δώσει ή μαρτυράς ένα μυστικό του.  pen1 Όλοι στην παρέα ήξεραν πως ο Ίγκλι έσπασε το τζάμι του κύριου Μιχάλη, κανείς όμως δεν τον πρόδωσε.  romvos προδότης  music προ-δί-νω

 

 

προδότης [ο], προδότρα [η] ουσιαστικό (προδότες, προδότρες) velos προδίδω

 

 

πρόεδρος [ο], [η] ουσιαστικό (πρόεδροι)

check1 O πρόεδρος μίας ομάδας, μίας εταιρείας ή μίας χώρας είναι πάνω απ' όλους, είναι ο αρχηγός τους.  pen1 Τα παιδιά έμαθαν πως ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας θα επισκεφτεί το Ηράκλειο και τα Χανιά.  music πρό-ε-δρος

 

 

προετοιμάζω, προετοιμάζομαι ρήμα (προετοίμασα, θα προετοιμάσω)

check1 Όταν προετοιμάζεις κάτι, κάνεις ό,τι μπορείς από πριν για να πάνε όλα καλά τη στιγμή που πρέπει.  pen1 Η θεία Κατερίνα προετοίμασε τη γιορτή με κάθε λεπτομέρεια, και τελικά είχε μεγάλη επιτυχία.  circle1 ετοιμάζω

check2 Η Αθηνά προετοιμάστηκε για να πει στον Κώστα την αλήθεια. Δεν ήταν εύκολο να του εξηγήσει, γιατί ελευθέρωσε τον Πιτσικόκο. Σκέφτηκε από πριν τι θα του πει.  romvos Η προετοιμασία της γιορτής πήρε πολύ χρόνο στη θεία Κατερίνα.   

music προ-ε-τοι-μά-ζω

 

 

προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο επίθετο (προηγούμενοι, προηγούμενες, προηγούμενα)

check1 Την προηγούμενη χρονιά η Αθηνά πήγαινε ακόμη νηπιαγωγείο. Τη χρονιά πριν από τη φετινή.  music προ-η-γού-με-νος

 

 

πρόθεση [η] ουσιαστικό (προθέσεις) 

check1 Η πρόθεση είναι αυτό που σχεδιάζει κανείς στο μυαλό του για να κάνει αργότερα.

pen1 O κύριος Μιχάλης είχε καλές προθέσεις: ήθελε να κρατήσει τα κουταβάκια στην αυλή του και να τα περιποιείται. Είχε καλό σκοπό.  music πρό-θε-ση

 

 

πρόθυμος, πρόθυμη, πρόθυμο επίθετο (πρόθυμοι, πρόθυμες, πρόθυμα) 

check1 Όταν κάποιος είναι πρόθυμος, θέλει πολύ να βοηθήσει, να κάνει αυτό που του ζητούν.  pen1 Oι εφτά νάνοι ήταν πολύ πρόθυμοι να βοηθήσουν τη Χιονάτη.

romvos Oι νάνοι έκαναν με προθυμία αυτό που τους ζήτησε η Χιονάτη.  music πρό-θυ-μος

 

 

προϊόν [το] ουσιαστικό (προϊόντα)

check1 Τα προϊόντα είναι όλα αυτά τα πράγματα που φτιάχνει ο άνθρωπος συνήθως για να τα πουλήσει στους άλλους. Προϊόντα λέμε και τους καρπούς των φυτών, όπως τα πορτοκάλια ή αυτά που γίνονται από τους καρπούς, όπως το λάδι.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα αγοράζει τα καλύτερα προϊόντα για την κουζίνα της, γιατί θέλει να μαγειρεύει νόστιμα και υγιεινά.  music προ-ϊ-όν

 

 

προκαλώ, προκαλούμαι ρήμα (προκάλεσα, θα προκαλέσω)

check1 Όταν προκαλείς κάποιον, κάνεις κάτι επίτηδες για να θυμώσει και να κάνει κάτι.

pen1 O Νίκος προκαλεί συνέχεια την Αθηνά με τα πειράγματά του. Της πειράζει τα μαλλιά κι εκείνη θυμώνει και τον κυνηγάει.

check2 Oι βροχές προκάλεσαν πολλές ζημιές στους δρόμους και τα σπίτια. Oι βροχές ήταν η αιτία για τις ζημιές.  romvos προκλητικός  music προ-κα-λώ

 

 

Τι έγινε τελικά με τον Πιτσικόκο;Ψάξε στις λέξεις ελεύθερος, πετώ, πηδώ, προετοιμάζω

 

 

προλαβαίνω, προλαβαίνομαι ρήμα (πρόλαβα, θα προλάβω)

check1 Όταν προλαβαίνεις κάποιον ή κάτι, φτάνεις κοντά του πριν φύγει.  

pen1 O Κώστας έτρεξε να προλάβει τον Πιτσικόκο αλλά αυτός πέταξε γρήγορα έξω από το παράθυρο.  circle1 προφταίνω  circle2 χάνω

check2 Χθες ο θείος Αλέκος ήταν στην Αθήνα αλλά είχε πολλή δουλειά και δεν προλάβαινε να δει τ' ανίψια του. Δεν είχε χρόνο.  circle1 προφταίνω  music προ-λα-βαί-νω

 

 

πρόοδος [η] ουσιαστικό (πρόοδοι)

check1 Παλιά ταξιδεύαμε πάνω σ' ένα άλογο ή ένα γάιδαρο. Τώρα ταξιδεύουμε πιο γρήγορα μέσα σε αυτοκίνητα, τρένα και αεροπλάνα. Κάνουμε πρόοδο. Γινόμαστε όλο και καλύτεροι.  music πρό-ο-δος

 

 

πρόπερσι επίρρημα  

check1 Πρόπερσι είναι δύο χρόνια πριν από το φετινό χρόνο.  

pen1«Πρόπερσι το καλοκαίρι πήγαμε στη Σπάρτη, πέρυσι πήγαμε στην Κρήτη, φέτος είναι η σειρά της Σπάρτης λοιπόν» είπε ο Κώστας.  music πρό-περ-σι

 

 

προπονώ, προπονούμαι ρήμα (προπόνησα, θα προπονήσω)

check1 Όταν προπονείσαι, γυμνάζεσαι τακτικά και προετοιμάζεσαι σ' ένα άθλημα για να είσαι όσο γίνεται καλύτερος στους αγώνες.   pen1O Κώστας προπονείται κάθε Σάββατο στο ποδόσφαιρο.  romvos Όταν προπονείσαι, κάνεις προπόνηση. Αυτός που προπονεί μία ομάδα λέγεται προπονητής music προ-πο-νώ

 

 

προσβάλλω, προσβάλλομαι ρήμα (πρόσβαλα, θα προσβάλω)

check1 Όταν προσβάλλεις κάποιον,κάνεις ή λες κάτι που τον κάνει να αισθανθεί πολύ άσχημα.  pen1 Η θεία του κυρίου Μιχάλη είπε πως το γλυκό που την κέρασε η κυρία Μαργαρίτα δεν τρωγόταν. Την πρόσβαλε πολύ άσχημα.  romvos Η κυρία Μαργαρίτα θύμωσε με την προσβολή που της έγινε.  music προ-σβάλ-λω

 

 

προσγειώνομαι ρήμα (προσγειώθηκα, θα προσγειωθώ) 

check1 Όταν ένα αεροπλάνο φτάνει στον προορισμό του, δηλαδή εκεί που ήθελε να φτάσει, προσγειώνεται, δηλαδή κατεβαίνει μέχρι το έδαφος, ακουμπάει με τους τροχούς του στην πίστα του αεροδρομίου, προχωρά σ'αυτήν για λίγο και τελικά σταματάει.  circle1 απογειώνομαι  romvos Όταν τ'αεροπλάνα αρχίζουν να κατεβαίνουν προς τη γη, αρχίζει η προσγείωση. Τ' αεροπλάνα προσγειώνονται στο διάδρομο προσγείωσης.  circle1 απογείωση  music προ-σγει-ώ-νο-μαι

 

 

προσγείωση [η] ουσιαστικό (προσγειώσεις) velos προσγειώνομαι

 

 

προσευχή [η] ουσιαστικό (προσευχές)

check1 Όταν κάνεις προσευχή, μιλάς στο Θεό για να του ζητήσεις κάτι ή για να τον ευχαριστήσεις για κάτι.  romvos Όταν κάνεις προσευχή, προσεύχεσαι.  music προ-σευ-χή

 

 

προσεύχομαι ρήμα (προσευχήθηκα, θα προσευχηθώ) velos προσευχή

 

 

προσέχω ρήμα (πρόσεξα, θα προσέξω)

check1 Όταν προσέχεις αυτά που σου λέει κάποιος, ενδιαφέρεσαι γι' αυτά και τον ακούς μ' ενδιαφέρον.  pen1 Η Αθηνά προσέχει πολύ στο μάθημα, δεν είναι αφηρημένη.

check2 Όταν προσέχεις, είσαι συγκεντρωμένος σ' αυτό που κάνεις και το κάνεις καλά.

pen1 O Κώστας δεν προσέχει πάντα, όταν παίζει. Χθες κλότσησε την μπάλα κι έσπασε ένα βάζο.

check2 Όταν προειδοποιείς κάποιον για ένα κίνδυνο, του λες «πρόσεχε!».

check2 Όταν προσέχεις κάποιον, είσαι κοντά του και φροντίζεις να μην πάθει τίποτα.

romvos Η Αθηνά παρακολουθεί με προσοχή το μάθημα. Είναι πολύ προσεκτική στην τάξη. O Κώστας όμως δεν είναι προσεκτικός, κάνει αταξίες.

circle2 απρόσεκτος, αφηρημένος  music προ-σέ-χω

 

 

πρόσθεση [η] ουσιαστικό (προσθέσεις) velos προσθέτω

 

 

προσθέτω ρήμα (πρόσθεσα, θα προσθέσω)

check1 Αν προσθέσεις τρία πορτοκάλια σε άλλα τέσσερα, έχεις επτά πορτοκάλια, δηλαδή 3 + 4 = 7.  circle2 αφαιρώ
romvos Όταν προσθέτεις το 3 στο 4, κάνεις μία πρόσθεση. Η πρόσθεση είναι μία από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.  circle2 αφαίρεση  music προ-σθέ-τω

 

 

προσκαλώ, προσκαλούμαι ρήμα (προσκάλεσα, θα προσκαλέσω)

check1 Όταν προσκαλείς κάποιον, του λες να έρθει στο σπίτι σου ή σε μία γιορτή που έχεις οργανώσει εσύ.  pen1 Η θεία Κατερίνα κι ο θείος Σταμάτης προσκάλεσαν πολύ κόσμο στα βαφτίσια του μωρού.  romvos Έστειλαν προσκλήσεις σε πολλούς συγγενείς και φίλους. Η πρόσκληση που στέλνει κάποιος όταν παντρεύεται, λέγεται προσκλητήριο. καλώ  music προ-σκα-λώ

 

 

πρόσκληση [η] ουσιαστικό (προσκλήσεις) velos προσκαλώ

 

 

προσκλητήριο [το] ουσιαστικό (προσκλητήρια) velos προσκαλώ

 

 

πρόσκοπος [ο], προσκοπίνα [η] ουσιαστικό (πρόσκοποι, προσκοπίνες)

check1 πρόσκοποι συναντιούνται κάθε εβδομάδα, πηγαίνουν εκδρομές, φροντίζουν τη φύση και κάνουν καλές πράξεις.  romvos Oι πρόσκοποι κάνουν προσκοπισμό.

music πρό-σκο-πος

 

 

προσκυνώ ρήμα (προσκύνησα, θα προσκυνήσω)

check1 Όταν κάποιος προσκυνά μια εικόνα στην εκκλησία, γονατίζει ή σκύβει μπροστά της και τη φιλά, για να δείξει την πίστη του.  romvos προσκυνητές είναι αυτοί που επισκέπτονται έναν τόπο λατρείας για να προσκυνήσουν. Κάνουν προσκύνημα.

music προ-σκυ-νώ

 

 

προσοχή [η] ουσιαστικό velos προσέχω

 

 

προσπαθώ ρήμα (προσπάθησα, θα προσπαθήσω)

check1 Όταν προσπαθείς, κάνεις ό,τι μπορείς για να πετύχεις κάτι.  

pen1 O θείος Αλέκος προσπαθεί ν' αδυνατίσει αλλά δεν είναι εύκολο.  romvos Μετά από πολλές προσπάθειες ο θείος Αλέκος έχασε μόνο δύο κιλά.  music προ-σπα-θώ

 

 

προστατεύω, προστατεύομαι ρήμα (προστάτευσα, θα προστατεύσω)

check1 Όταν προστατεύεις κάποιον ή κάτι, προσέχεις να μην πάθει τίποτα κακό.

circle1 προφυλάσσω  romvos Είσαι ο προστάτης του, του δίνεις προστασίαmusic προ-στα-τεύ-ω

 

 

προστάτης [ο], προστάτιδα [η] ουσιαστικό (προστάτες, προστάτιδες) velos προστατεύω

 

 

πρόστιμο [το] ουσιαστικό (πρόστιμα)

check1 O θείος Σταμάτης πλήρωσε πρόστιμο 150 ευρώ, γιατί έτρεχε πολύ στον αυτοκινητόδρομο. Έκανε μία παράβαση και τιμωρήθηκε με πρόστιμο.  music πρό-στι-μο

 

 

προσφέρω, προσφέρομαι ρήμα (πρόσφερα, θα προσφέρω)

check1 Όταν προσφέρεις κάτι σεκάποιον, του το δίνεις χωρίς να ζητάς τίποτα γι' αντάλλαγμα.  pen1 O θείος Τάκης και η Αλίκη πρόσφεραν στον Κώστα και την Αθηνά μία μεγάλη φουσκωτή βάρκα για να παίζουν στη θάλασσα.  romvos Όταν βοηθάμε κάποιον χωρίς να περιμένουμε αντάλλαγμα, κάνουμε μία προσφορά. Προσφορές λέγονται και οι καλές τιμές στις εκπτώσεις.  music προ-σφέ-ρω

 

 

πρόσφυγας [ο] ουσιαστικό (πρόσφυγες)

check1πρόσφυγες αναγκάζονται ν' αφήσουν την πατρίδα τους και να πάνε σε άλλη χώρα, γιατί κινδυνεύουν. Υπάρχουν και οικονομικοί πρόσφυγες, που αφήνουν την πατρίδα τους, γιατί δε βρίσκουν δουλειά.  music πρό-σφυ-γας

 

 

προσωπικός, προσωπική, προσωπικό επίθετο (προσωπικοί, προσωπικές, προσωπικά)  

check1 O Κώστας και η Αθηνά είχαν ο καθένας το σακίδιό του με τα προσωπικά τους πράγματα για τις διακοπές. Στο σακίδιό τους είχαν τα δικά τους πράγματα.

check2 (σαν ουσιαστικό) Το προσωπικό ενός καταστήματος είναι όλοι οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί.  music προ-σω-πι-κός

 

 

πρόσωπο [το] ουσιαστικό (πρόσωπα)

check1 Το πρόσωπο είναι το μπροστινό μέρος του κεφαλιού. Στο πρόσωπο βρίσκονται τα μάτια, η μύτη και το στόμα.

check2 Πρόσωπο λέμε κι έναν άνθρωπο.  

pen1Στο θέατρο η κυρία Μαργαρίτα χαιρέτησε διάφορα γνωστά της πρόσωπα.

check2 Oι ήρωες ενός έργου είναι τα πρόσωπα του έργου.  

music πρό-σω-πο  pen2 'το σώμα μας'

 

 

πρόταση [η] ουσιαστικό (προτάσεις)  

check1 Η πρόταση σ' ένα κείμενο αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα και τελειώνει με τελεία. Υπάρχει πάντα ένα ρήμα στην πρόταση.

pen1 «Ένα σπίτι» δεν είναι πρόταση. «Χτίζω ένα σπίτι» είναι μία πρόταση.

check2 Όταν προτείνεις κάτι σε κάποιον, του κάνεις μία πρόταση.

pen1 O πρίγκιπας έκανε πρόταση γάμου στη Χιονάτη.  romvos προτείνω  music πρό-τα-ση

 

 

προτείνω, προτείνομαι ρήμα (πρότεινα, θα προτείνω)

check1 Όταν προτείνεις κάτι σε κάποιον, του δίνεις μία ιδέα, κι αυτός δέχεται ή αρνείται.

pen1 O θείος Τάκης πρότεινε στα παιδιά να κάνουν μία βόλτα με τη βάρκα τους.

romvos πρόταση  music προ-τεί-νω

 

 

προτιμώ και προτιμάω, προτιμιέμαι ρήμα (προτίμησα, θα προτιμήσω)

check1 Όταν προτιμάς κάτι, το θέλεις περισσότερο από κάτι άλλο.   

pen1 O Κώστας πάντα προτιμούσε το ποδόσφαιρο από το μπάσκετ.  circle1 διαλέγω

romvos Όταν προτιμάς κάτι, έχεις μία προτίμηση σε κάτι.  music προ-τι-μώ

 

 

προφέρω, προφέρομαι ρήμα (πρόφερα, θα προφέρω)

check1 Όταν προφέρεις μία λέξη, τη λες καθαρά.

pen1 O Ίγκλι δεν μπορούσε να προφέρει καλά κάποιες λέξεις στα ελληνικά και τα παιδιά τον κορόιδευαν.  romvos Τώρα όμως έχει πολύ καλή προφορά, μιλάει σχεδόν σαν Έλληνας. O προφορικός λόγος είναι αυτά που λέμε, όταν μιλάμε.  circle2 γραπτός

music προ-φέ-ρω

 

 

προφταίνω ρήμα (πρόφτασα, θα προφτάσω)

check1 O Πιτσικόκος πρόφτασε να φύγει πριν τον αρπάξει η Ροζαλία. Έφυγε πριν τον αρπάξει, πρόλαβε κι έφυγε.

check2 Όταν προφταίνεις κάποιον ή κάτι, φτάνεις κοντά του πριν φύγει.  

pen1 O Νίκος δεν πρόφτασε το λεωφορείο για το σχολείο. Το είδε που έφευγε την ώρα που πλησίαζε στη στάση.  circle1 προλαβαίνω  circle2 χάνω  music προ-φταί-νω

 

 

προφυλακτήρας [ο] ουσιαστικό (προφυλακτήρες)
velos προφυλάσσω

eikona495

 

 

 

 

 

προφύλαξη [η] ουσιαστικό (προφυλάξεις) velos προφυλάσσω

 

 

προφυλάσσω, προφυλάσσομαι και προφυλάγομαι ρήμα (προφύλαξα, θα προφυλάξω)  

check1 Όταν προφυλάσσεις κάποιον ή κάτι, φροντίζεις να μην πάθει κάτι κακό, τον προστατεύεις.  pen1 Η κυρία Μαργαρίτα παίρνει πάντα μία μεγάλη ομπρέλα στην παραλία για να προφυλάσσονται τα παιδιά από το δυνατό ήλιο.

romvosπροφυλακτήρες προφυλάσσουν το αυτοκίνητο από τα χτυπήματα εμπρός και πίσω. Χρειάζονται για την προφύλαξή του από τα χτυπήματα.  music προ-φυ-λάσ-σω

 

 

πρόχειρος, πρόχειρη, πρόχειρο επίθετο (πρόχειροι, πρόχειρες, πρόχειρα)

check1 Όταν κάτι είναι πρόχειρο, έχει γίνει γρήγορα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα δεν πρόφτασε να ψωνίσει κι έτσι έφτιαξε κάτι πρόχειρο για φαγητό.  romvosO κύριος Γιάννης ντύνεται πολύ πρόχειρα στις διακοπές κι η κυρία Μαργαρίτα φωνάζει. Ντύνεται, λέει με προχειρότητα, δεν προσέχει το ντύσιμό του, φοράει ό,τι να 'ναι.  music πρό-χει-ρος

 

 

προχθές και προχτές επίρρημα  

check1 Προχθές είναι δύο μέρες πριν από τη σημερινή και μία μέρα πριν από τη χθεσινή.

pen1 Oι επτά νάνοι τσακώνονταν συχνά για τις δουλειές. «Χθες έκοψα εγώ ξύλα» έλεγε ο Γκρινιάρης. «Και προχθές εγώ, σήμερα ας τα κόψει κάποιος άλλος» είπε ο Χαζούλης.  romvos χθες  music προ-χθές

 

 

προχωρώ και προχωράω ρήμα (προχώρησα, θα προχωρήσω)

check1 Όταν προχωράς, πηγαίνεις προς τα εμπρός.  

pen1 Στην εκδρομή ο Νίκος προχωρούσε πολύ γρήγορα, κι οι άλλοι του φώναζαν να τους περιμένει.  circle2 σταματώ  music προ-χω-ρώ

 

 

πρωθυπουργός [ο], [η] ουσιαστικό (πρωθυπουργοί) velosυπουργός

 

 

πρωί [το] ουσιαστικό (πρωινά)

check1 Το πρωί είναι ο χρόνος της μέρας, από την ανατολή του ήλιου μέχρι το μεσημέρι.

circle2 βράδυ

check2 O μπαμπάς του Ίγκλι δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ, δηλαδή δουλεύει πάρα πολλές ώρες.

check2 (σαν επίρρημα) «Είναι πολύ πρωί, μείνε λίγο ακόμη στο κρεβάτι» είπε η μαμά στον Κώστα.  romvosΤο πρωινό ξύπνημα γίνεται πιο εύκολο μ' ένα δροσερό χυμό.
(σαν ουσιαστικό) Μετά τρώνε ένα ωραίο πρωινό στην κουζίνα.

music πρω-ί  pen2 'η διάρκεια της μέρας'

 

 

πρωταγωνιστής [ο], πρωταγωνίστρια [η] ουσιαστικό (πρωταγωνιστές, πρωταγωνίστριες) 

check1 Όταν κάποιος είναι πρωταγωνιστής στο θέατρο ή στο σινεμά, έχει τον πρώτο ρόλο, το σημαντικότερο ρόλο στο έργο που παίζει.  music πρω-τα-γω-νι-στής

 

 

πρωτάθλημα [το] ουσιαστικό (πρωταθλήματα) velos πρωταθλητής

 

 

πρωταθλητής [ο], πρωταθλήτρια [η] ουσιαστικό (πρωταθλητές, πρωταθλήτριες)

check1 O πρωταθλητής είναι ο καλύτερος αθλητής στο άθλημά του. Είναι ο νικητής στους περισσότερους αγώνες.  pen1 Η Αλίκη ονειρεύεται να γίνει πρωταθλήτρια στο τρέξιμο.  romvos Η Αλίκη ονειρεύεται να κερδίσει το πρωτάθλημα.  music πρω-τα-θλη-τής

 

 

πρωτάκι [το] ουσιαστικό (πρωτάκια)

check1 Πρωτάκι λέμε το μαθητή της πρώτης δημοτικού.  romvos πρώτος  music πρω-τά-κι

 

 

-Πότε λέμε την παροιμία «η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται»;

 

 

πρωτεύουσα [η] ουσιαστικό (πρωτεύουσες)

check1 Στην πρωτεύουσα μίας χώρας, βρίσκονται η Βουλή, η κυβέρνηση και τα υπουργεία της. Συνήθως είναι η μεγαλύτερη πόλη της χώρας.  pen1 Η πρωτεύουσα της Ελλάδας είναι η Αθήνα.  romvos Αυτός που μένει στην πρωτεύουσα λέγεται πρωτευουσιάνος.  circle2 επαρχιώτης  music πρω-τεύ-ου-σα

 

 

πρωτευουσιάνος [ο], πρωτευουσιάνα [η] ουσιαστικό (πρωτευουσιάνοι, πρωτευουσιάνες) velos πρωτεύουσα

 

 

πρωτοβρόχι [το] ουσιαστικό (πρωτοβρόχια)

check1 Τα πρωτοβρόχια είναι οι πρώτες βροχές, όταν κρυώνει ο καιρός στο τέλος του καλοκαιριού και στην αρχή του φθινοπώρου.  romvos βροχή  music πρω-το-βρό-χι

 

 

πρώτος, πρώτη, πρώτο επίθετο (πρώτοι, πρώτες, πρώτα)

check1 Όταν είσαι πρώτος, δεν υπάρχει άλλος πριν από σένα, όλοι οι άλλοι έρχονται μετά.  pen1 O Κώστας στάθηκε πρώτος στη σειρά, γιατί ήταν ο πιο ψηλός.

check2 Όταν είσαι πρώτος σε κάτι, είσαι ο καλύτερος.  pen1 Η Αλίκη είναι πάντα πρώτη στο τρέξιμο. Δεν της παραβγαίνει κανείς. Πάντα παίρνει την πρωτιά.  circle2 τελευταίος  

romvos Όταν κάτι γίνεται πρώτα, γίνεται πριν από κάτι άλλο. Πρώτα πλένουμε τα χέρια μας και μετά τρώμε.  circle2 ύστερα, έπειτα   πρωταγωνιστής, πρωταθλητής, πρωτεύουσα, πρωτιά, πρωτοβρόχια, Πρωτοχρονιά  music πρώ-τος

 

 

Πρωτοχρονιά [η] ουσιαστικό 

check1 Η Πρωτοχρονιά είναι η πρώτη μέρα κάθε χρόνου, δηλαδή η πρώτη Ιανουαρίου.

music Πρω-το-χρο-νιά

 

 

πτηνό [το] ουσιαστικό (πτηνά)

check1 Τα πουλιά που πετούν λέγονται και πτηνά.

romvos πτήση  music πτη-νό

 

 

πτήση [η] ουσιαστικό (πτήσεις)

check1 Όταν τα πουλιά και τα αεροπλάνα πετούν, κάνουν πτήσεις

pen1 Όταν ο θείος Τάκης ταξιδεύει, παίρνει πάντα τη βραδινή πτήση. 

romvos πτηνό  music πτή-ση

 

 

πτυχή [η] ουσιαστικό (πτυχές)

check1 Στο γάμο της θείας Κατερίνας η Αθηνά φόρεσε μία ελαφριά φούστα που έσφιγγε στη μέση με ζώνη κι έπεφτε μέχρι το γόνατο κάνοντας πτυχές. Το ύφασμα της φούστας δεν ήταν ίσιο, διπλωνόταν σε πολλές μεριές.  circle1 πιέτα, τσάκιση  music πτυ-χή

 

 

πτυχίο [το] ουσιαστικό (πτυχία) 

check1 Το πτυχίο είναι το δίπλωμα που παίρνουμε, όταν τελειώνουμε τις σπουδές μας.  

pen1 O κύριος Γιάννης σπούδασε στο Πολυτεχνείο και πήρε πτυχίο αρχιτεκτονικής. 

music πτυ-χί-ο

 

 

-Πότε είναι η Πρωταπριλιά και η Πρωτομαγιά;

 

 

πτώμα [το] ουσιαστικό (πτώματα)

check1 Το πτώμα είναι το σώμα ενός πεθαμένου ανθρώπου ή ζώου.  

check2 Λέμε ότι κάποιος είναι πτώμα, όταν είναι πολύ κουρασμένος.  music πτώ-μα

 

 

πτώση [η] ουσιαστικό (πτώσεις)

check1 Η πτώση του αεροπλάνου προκάλεσε το θάνατο πολλών ανθρώπων. Το αεροπλάνο έπεσε με όλο του το βάρος προς τα κάτω.  

check2 Το χειμώνα έχουμε πτώση της θερμοκρασίας. Κάνει περισσότερο κρύο.  

music πτώ-ση

 

 

πυκνός, πυκνή, πυκνό επίθετο (πυκνοί, πυκνές, πυκνά)

check1 Η Αθηνά έχει πολύ πυκνά μαλλιά. Έχει πολλά, πλούσια μαλλιά.  circle2 αραιός

check2 «Το χειμώνα στο χωριό πιάνει πυκνή ομίχλη και δε βλέπουμε μπροστά μας» είπε ο Κώστας.  romvos Όταν κάτι πυκνώνει, γίνεται πυκνό.  circle2 αραιώνω  music πυ-κνός

 

 

πυκνώνω ρήμα (πύκνωσα, θα πυκνώσω) velos πυκνός

 

 

πύλη [η] ουσιαστικό (πύλες)

check1 Η πύλη είναι μία μεγάλη πόρτα που οδηγεί σε άλλο χώρο.  pen1Η Σταχτοπούτα σταμάτησε την άμαξά της μπροστά στην πύλη του παλατιού.  music πύ-λη

 

 

πυξίδα [η] ουσιαστικό (πυξίδες) 

eikona496

check1 Η βελόνα της πυξίδας μάς δείχνει πού είναι ο Βορράς, ο Νότος, η Δύση και η Ανατολή. Τα πλοία και τα αεροπλάνα έχουν πυξίδα για να βρίσκουν το δρόμο τους, δηλαδή για να προσανατολίζονταιmusic πυ-ξί-δα

 

 

πυρ [το] ουσιαστικό (πυρά)

check1 Η φωτιά λεγόταν παλιότερα πυρ.

check2 Όταν είσαι ή γίνεσαι πυρ και μανία, είσαι πάρα πολύ θυμωμένος. 

check2 Όταν φωνάζεις «πυρ!», διατάζεις κάποιον να πυροβολήσει.  romvos Όταν κάτι είναι πύρινο, είναι από φωτιά ή μοιάζει με φωτιά. πύραυλος, πυρκαγιά, πυροσβέστης  music πυρ

 

 

πυραμίδα [η] ουσιαστικό (πυραμίδες)

eikona497

check1 Στην Αίγυπτο έχει πολλές πυραμίδες.  

music πυ-ρα-μί-δα

 

 

πύραυλος [ο] ουσιαστικό (πύραυλοι) 

eikona498

check1 O πύραυλος είναι μία μηχανή που μεταφέρει τους αστροναύτες στο διάστημα.  

pen1 O άνθρωπος έφτασε στο φεγγάρι με πύραυλο.  circle1 διαστημόπλοιο

check2 Λέμε ότι κάποιος γίνεται πύραυλος, όταν φεύγει πάρα πολύ γρήγορα κι εξαφανίζεται.

check2 O πύραυλος είναι και παγωτό. Το παγωτό είναι μέσα σ' ένα χωνί από μπισκότο που μοιάζει με πύραυλο.  music πύ-ραυ-λος

 

 

πύργος [ο] ουσιαστικό (πύργοι)

check1 O πύργος είναι ένα από τα πιο ψηλά σημεία ενός κάστρου. Εκεί ανέβαιναν οι άνθρωποι για να δουν αν έρχεται ο εχθρός. Το σχήμα του είναι συνήθως στρογγυλό.

check2 Πύργο λέμε κι ένα πολύ ψηλό κτίριο ή ένα κτίριο που μοιάζει με πύργο.

pen1 Στο Παρίσι βρίσκεται ο Πύργος του Άιφελ.  music πύρ-γος  pen2 'τα παραμύθια'

 

 

πυρετός [ο] ουσιαστικό (πυρετοί)

check1 Όταν έχεις πυρετό, είσαι πολύ ζεστός κι αισθάνεσαι πολύ άσχημα, γιατί είσαι άρρωστος.  music πυ-ρε-τός

 

 

πυρήνας [ο] ουσιαστικό (πυρήνες)

check1 O πυρήνας είναι το κέντρο του κυττάρου.

check2 Πυρήνα λέμε και το κουκούτσι των καρπών.  music πυ-ρή-νας

 

 

πυρκαγιά [η] ουσιαστικό (πυργκαγιές)

eikona499

check1 Η πυρκαγιά είναι μία μεγάλη φωτιά σε κτίριο ή σε δάσος που προκαλεί πολλές καταστροφές.  music πυρ-κα-γιά

 

 

 

 

πυροβολώ, πυροβολούμαι ρήμα (πυροβόλησα, θα πυροβολήσω)  

check1 Όταν ρίχνεις σφαίρες με το πιστόλι, πυροβολείς.  

pen1 Στην εκδρομή ο Νίκος κι ο Ίγκλι πυροβολούσαν συνέχεια τον Κώστα, που στο τέλος έγινε μούσκεμα από τα νεροπίστολά τους.  romvos πυρ  music πυ-ρο-βο-λώ

 

 

πυροσβεστήρας [ο] ουσιαστικό (πυροσβεστήρες) velos πυροσβέστης

 

 

πυροσβέστης [ο] ουσιαστικό (πυροσβέστες)

check1πυροσβέστες βοηθούν τον κόσμο όταν γίνονται πυρκαγιές, πλημμύρες, σεισμοί και άλλες καταστροφές.  romvos Oι πυροσβέστες είναι υπάλληλοι της πυροσβεστικής υπηρεσίας. Για να σβήσουμε μία μικρή φωτιά, ρίχνουμε αφρό ή νερό με τον πυροσβεστήρα. πυρ  music πυ-ρο-σβέ-στης

 

 

- O Λευκός Πύργος σε ποια πόλη της Ελλάδας βρίσκεται; ................................

 

 

πυροτέχνημα [το] ουσιαστικό (πυροτεχνήματα) 

check1 Η Αθηνά κι ο Κώστας ανεβαίνουν στην ταράτσα κάθε Πρωτοχρονιά για να θαυμάσουν τα πυροτεχνήματα που σκάνε στον ουρανό. Τα πυροτεχνήματα κάνουν δυνατό θόρυβο και σκορπάνε πολύχρωμα φώτα στον ουρανό.  romvos πυρ

music πυ-ρο-τέ-χνη-μα

 

 

πώληση [η] ουσιαστικό (πωλήσεις) velos πουλώ

 

 

πωλητής [ο], πωλήτρια [η] ουσιαστικό (πωλητές, πωλήτριες) velos πουλώ