παγάκι [το] ουσιαστικό (παγάκια) πάγος
παγίδα [η] ουσιαστικό (παγίδες)
Για να πιάσουμε ένα ποντίκι, ένα λαγό ή κάποιο άλλο ζώο, στήνουμε μία παγίδα. Συνήθως η παγίδα είναι κρυμμένη και δε φαίνεται, κι έτσι το ζώο πέφτει ή μπαίνει μέσα σ' αυτή. φάκα
Λέμε ότι ένας δρόμος είναι γεμάτος παγίδες για τους οδηγούς, όταν είναι γεμάτος κινδύνους που δε φαίνονται.
Μία ποντικοπαγίδα παγίδεψε την ουρά της Ροζαλίας. Την έπιασε. Η Ροζαλία παγιδεύτηκε. πα-γί-δα
παγιδεύω, παγιδεύομαι ρήμα (παγίδεψα, θα παγιδέψω) παγίδα
παγκάκι [το] ουσιαστικό (παγκάκια)
Το παγκάκι είναι ένα κάθισμα για τρία ή τέσσερα άτομα στις πλατείες, τα πεζοδρόμια και τις παιδικές χαρές. πα-γκά-κι
πάγκος [ο] ουσιαστικό (πάγκοι)
O πάγκος είναι ένα κάθισμα, φτιαγμένο από μία σανίδα για να κάθονται πολλά άτομα. Στον πάγκο δεν υπάρχει πίσω μέρος για ν'ακουμπάμε την πλάτη μας.
O πάγκος της κουζίνας είναι μία μακρόστενη επιφάνεια. Πάνω στον πάγκο κόβουμε φρούτα και λαχανικά ή κάνουμε άλλες δουλειές. Στη λαϊκή αγορά οι πωλητές πουλούν φρούτα και λαχανικά πάνω σε πάγκους. πά-γκος
-Πού αλλού υπάρχουν πάγκοι;
παγκόσμιος, παγκόσμια, παγκόσμιο επίθετο (παγκόσμιοι, παγκόσμιες, παγκόσμια)
Σήμερα στο σχολείο της Αθηνάς τα παιδιά τραγούδησαν για την παγκόσμια ειρήνη, δηλαδή για την ειρήνη σ' ολόκληρο τον κόσμο. κόσμος πα-γκό-σμι-ος
παγοδρομία [η] ουσιαστικό (παγοδρομίες) πάγος
παγοδρόμιο [το] ουσιαστικό (παγοδρόμια) πάγος
παγόνι [το] ουσιαστικό (παγόνια)
Το παγόνι είναι ένα μεγάλο πουλί με πολύχρωμη και μεγάλη ουρά που μοιάζει με βεντάλια. πα-γό-νι 'τα ζώα'
παγοπέδιλο [το] ουσιαστικό (παγοπέδιλα) πάγος
πάγος [ο] ουσιαστικό (πάγοι)
Όταν κάνει πάρα πολύ κρύο, το νερό γίνεται πάγος. Όταν το νερό μίας λίμνης παγώνει, γίνεται πάγος και, όταν θέλουμε να περπατήσουμε πάνω του, γλιστράει πολύ. Η Αθηνά βάζει συνήθως παγάκια στην πορτοκαλάδα της για να την παγώσει. Αγαπάει τις παγοδρομίες και θαυμάζει τους αθλητές που φορούν παγοπέδιλα και τρέχουν πάνω σε ειδικές πίστες με πάγο, τα παγοδρόμια. Τρομάζει, όμως, όταν ακούει ιστορίες με πλοία που πέφτουν πάνω σε παγόβουνα στην Ανταρκτική. παγωτό πά-γος
παγωνιά [η] ουσιαστικό (παγωνιές) παγώνω
παγώνω ρήμα (πάγωσα, θα παγώσω)
Όταν παγώνεις κάτι, το κάνεις πάγο. Όταν κάτι παγώνει, γίνεται πάγος.
O Κώστας βγήκε έξω κι είδε ότι το χιόνι είχε παγώσει.
Όταν παγώνεις, κρυώνεις πολύ, νιώθεις παγωμένος. «Τι κρύο είναι αυτό, πάγωσα!» είπε ο Κώστας. Όλη τη νύχτα είχε παγωνιά κι έκανε κρύο. πάγωμα, παγωμάρα πα-γώ-νω
παγωτό [το] ουσιαστικό (παγωτά)
Το παγωτό είναι ένα παγωμένο γλυκό φτιαγμένο από διάφορα υλικά, όπως γάλα, σοκολάτα και φρούτα. παγωτατζής πα-γω-τό
παζάρι [το] ουσιαστικό (παζάρια)
Το παζάρι είναι μία αγορά σε δημόσιο χώρο. Εκεί μαζεύονται οι έμποροι και πουλούν φρούτα, λαχανικά κι άλλα πράγματα πάνω σε πάγκους. λαϊκή αγορά
Όταν κάνεις παζάρι ή παζάρια, προσπαθείς ν' αγοράσεις κάτι σε χαμηλότερη τιμή. Όταν κάνεις παζάρι, παζαρεύεις την τιμή. πα-ζά-ρι
παζλ [το] ουσιαστικό
Το παζλ είναι ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με πολλά μικρά κομμάτια, που πρέπει να μπουν στη σωστή θέση για να φανεί μία εικόνα. παζλ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
παθαίνω ρήμα (έπαθα, θα πάθω)
Όταν παθαίνεις κάτι, σου συμβαίνει κάτι κακό.
«Ξέρεις τι έπαθε η Αθηνά; Έχασε τη Ροζαλία» είπε η Ελένη στο Νίκο.
«Αχ, την έπαθα! Έδωσα στο φούρναρη 10 ευρώ για 1 κιλό ψωμί, κι εκείνος κατά λάθος μου έδωσε πίσω 1 ευρώ» είπε η κυρία Μαργαρίτα. Την πάτησα.
«Είδα κι έπαθα για να σηκώσω τις βαλίτσες» είπε ο θείος Τάκης. Κουράστηκα πολύ.
«Πώς το έπαθες και σταμάτησες τα αστεία;» είπε η Αθηνά στο Νίκο. Τι έγινε και τα σταμάτησες; πα-θαί-νω
πάθος [το] ουσιαστικό (πάθη)
Όταν έχεις πάθος για κάτι, έχεις μεγάλη επιθυμία κι αγάπη γι' αυτό.
Η Αθηνά έχει πάθος με τη ζωγραφική. Ζωγραφίζει κάθε φορά που έχει ελεύθερο χρόνο. πά-θος
παιδαγωγός [ο], [η] ουσιαστικό (παιδαγωγοί) παιδί
παιδεία [η] ουσιαστικό
Όταν δίνεις παιδεία σε κάποιον, του δίνεις γνώσεις και του μαθαίνεις τρόπους συμπεριφοράς για να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Παιδεία λέμε και τη μόρφωση που δίνουν οι δάσκαλοι στο σχολείο. καλλιέργεια, εκπαίδευση παι-δεί-α
-Προσοχή! Η λέξη δεν έχει πληθυντικό αριθμό.
παιδεύω, παιδεύομαι ρήμα (παίδεψα, θα παιδέψω)
Όταν παιδεύεις κάποιον, τον ταλαιπωρείς ή τον βασανίζεις. Όταν παιδεύεσαι, ταλαιπωρείσαι και κουράζεσαι πολύ για να κάνεις κάτι.
O Κώστας παιδεύτηκε πολύ, μέχρι να τελειώσει το παζλ. παι-δεύ-ω
παιδί [το] ουσιαστικό (παιδιά)
Παιδί λέμε ένα μικρό αγόρι ή ένα μικρό κορίτσι. Παιδί λέμε και το γιο ή την κόρη κάποιου. Oι νηπιαγωγοί, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές είναι παιδαγωγοί. O παιδίατρος είναι ο γιατρός που εξετάζει τα παιδιά. Τα παιδιά παίζουν συχνά στην παιδική χαρά, έναν ανοιχτό χώρο με κούνιες και τραμπάλες ή στον παιδότοπο, έναν κλειστό χώρο με πολλά παιχνίδια. Μερικές φορές πηγαίνουν και βλέπουν παιδικό θέατρο. παιδάκι παι-δί
παιδίατρος [ο], [η] ουσιαστικό (παιδίατροι) παιδί
παιδική χαρά [η] ουσιαστικό (παιδικές χαρές) παιδί
παιδότοπος [ο] ουσιαστικό (παιδότοποι) παιδί
παίζω ρήμα (έπαιξα, θα παίξω)
Όταν παίζεις μόνος σου ή με κάποιον άλλο, ασχολείσαι μ' ένα παιχνίδι και περνάς ευχάριστα την ώρα σου. Σήμερα ο Κώστας και η Αθηνά έπαιξαν κρυφτό.
Όταν παίζεις κάποιον, τότε τον δέχεσαι στο παιχνίδι να παίξει μαζί σου.
Λέμε ότι η δουλειά των ποδοσφαιριστών είναι να παίζουν ποδόσφαιρο. Ακόμη λέμε ότι οι πιανίστες παίζουν πιάνο και οι ηθοποιοί παίζουν ρόλους. Παίκτη λέμε αυτόν που παίζει ένα παιχνίδι ή έναν αθλητή του μπάσκετ, του ποδοσφαίρου και άλλων αθλημάτων. (Λέμε και παίχτης). Όταν μας αρέσει το παίξιμο ενός ηθοποιού, μας αρέσει ο τρόπος που παίζει το ρόλο του. παιχνίδι παί-ζω
παίκτης [ο], παίκτρια [η] ουσιαστικό (παίκτες, παίκτριες) παίζω
παινεύω, παινεύομαι ρήμα (παίνεψα, θα παινέψω)
Όταν παινεύεις κάποιον, λες καλά λόγια γι' αυτόν στους άλλους.
επαινώ κατηγορώ έπαινος παι-νεύ-ω
παίρνω ρήμα (πήρα, θα πάρω)
Όταν παίρνεις κάτι, το πιάνεις με τα χέρια σου και το φέρνεις κοντά σου.
O Κώστας πήρε το βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει.
Όταν παίρνεις κάτι, το αγοράζεις.
O κύριος Γιάννης πήρε καινούριο αυτοκίνητο.
Η κυρία Μαργαρίτα πήρε σήμερα ταξί για να μην αργήσει στη δουλειά της.
«Πάρτε γρήγορα δρόμο από εδώ!» φώναξε θυμωμένος ο κύριος Μιχάλης στα παιδιά. Φύγετε!
Όταν παίρνουν τα μυαλά σου αέρα, περηφανεύεσαι για κάτι παραπάνω απ' ό,τι θα έπρεπε. παίρ-νω
παιχνίδι [το] ουσιαστικό (παιχνίδια)
Τα αυτοκινητάκια και οι κούκλες είναι μερικά παιχνίδια που αγαπούν τα παιδιά. Με τα παιχνίδια παίζουμε. Παιχνίδι είναι και καθετί που μπορείς να κάνεις με τους φίλους σου για να περάσετε ευχάριστα τον ελεύθερο χρόνο σας.
Το κρυφτό είναι ένα από τα παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά. Η Ροζαλία είναι πολύ παιχνιδιάρα, παίζει συνέχεια ακόμα και με την ουρά της. παι-χνί-δι
παιχνιδιάρης, παιχνιδιάρα, παιχνιδιάρικο επίθετο (παιχνιδιάρηδες, παιχνιδιάρες, παιχνιδιάρικα) παιχνίδι
πακετάρω ρήμα (πακετάρισα, θα πακετάρω) πακέτο
πακέτο [το] ουσιαστικό (πακέτα)
Το πακέτο είναι ένα κουτί ή ένα δέμα που έχει μέσα ίδια πράγματα. Πολλές φορές αγοράζουμε τρόφιμα σε πακέτο, όπως ένα πακέτο μακαρόνια. κουτί, κούτα
Όταν πακετάρεις κάποια πράγματα,τα βάζεις σε πακέτο.
πα-κέ-το
παλαμάκια [τα] ουσιαστικό
Όταν χτυπάμε παλαμάκια, χτυπάμε μεταξύ τους τις παλάμες και τα δάχτυλα των χεριών μας για να δείξουμε την ευχαρίστησή μας για κάτι. χειροκρότημα
παλάμη πα-λα-μά-κια
Πότε λέμε ότι κάποιος μας πήρε στο λαιμό του;
Πότε λέμε ότι παίρνουμε το αίμα μας πίσω;
Πότε λέμε ότι παίρνουμε κάποιον στο ψιλό;
παλάμη [η] ουσιαστικό (παλάμες)
Η παλάμη είναι το μέσα μέρος του χεριού μας πριν από τα δάχτυλα μέχρι τον καρπό. πα-λά-μη 'το σώμα μας'
παλάτι [το] ουσιαστικό (παλάτια)
Το παλάτι είναι το μεγάλο σπίτι όπου ζει ο βασιλιάς και η βασίλισσα.
πα-λά-τι
παλέτα [η] ουσιαστικό (παλέτες)
Πάνω στην παλέτα ο ζωγράφος ετοιμάζει τα χρώματα που θα χρησιμοποιήσει. πα-λέ-τα Δες ζωγράφος, πινέλο
παλεύω ρήμα (πάλεψα, θα παλέψω)
Όταν παλεύεις με κάποιον, αγωνίζεσαι μαζί του σώμα με σώμα και προσπαθείς να τον ρίξεις κάτω έτσι ώστε να μην μπορεί να κουνηθεί.
Στους Oλυμπιακούς αγώνες υπάρχει το αγώνισμα της πάλης. πα-λεύ-ω
πάλη [η] ουσιαστικό παλεύω
-Αν βάλω το παν- πριν από το έξυπνος, ποια λέξη φτιάχνω; ..............................
παλικάρι [το] ουσιαστικό (παλικάρια)
Το παλικάρι είναι ένας γενναίος και δυνατός άνδρας. λεβέντης πα-λι-κά-ρι
παλιόπαιδο [το] ουσιαστικό (παλιόπαιδα)
Παλιόπαιδο λέμε το παιδί που κάνει αταξίες και ζαβολιές. πα-λιό-παι-δο
παλιός, παλιά, παλιό επίθετο (παλιοί, παλιές, παλιά)
Όταν κάτι είναι παλιό, φτιάχτηκε πριν από πολύ καιρό. O κύριος Μιχάλης μένει στο σπίτι που έχτισε ο πατέρας του. Το σπίτι του είναι παλιό.
Κάτι που είναι παλιό, δεν υπάρχει πια και στη θέση του είναι κάτι άλλο.
«Αυτό ήταν το παλιό μας αυτοκίνητο. Τώρα αγοράσαμε καινούργιο» είπε η Αθηνά στην Ελένη. καινούριος, νέος Όταν κάτι παλιώνει, γίνεται παλιό.
πα-λιός 'αντίθετα'
παλιώνω ρήμα (πάλιωσα, θα παλιώσω) παλιός
παλτό [το] ουσιαστικό (παλτό/παλτά)
Το παλτό είναι ένα χοντρό και μακρύ ρούχο. Το φοράμε το χειμώνα πάνω από τα ρούχα μας για να ζεσταινόμαστε από το κρύο. παλ-τό 'τα ρούχα'
πάνα [η] ουσιαστικό (πάνες)
Πάνες φοράνε τα μωρά για να μη λερώνουν τα ρούχα τους, όταν τα κάνουν πάνω τους. πά-να
πανάκριβος, πανάκριβη, πανάκριβο επίθετο (πανάκριβοι, πανάκριβες, πανάκριβα)
Λέμε ότι κάτι είναι πανάκριβο, όταν κοστίζει πολλά χρήματα για να το αγοράσεις.
πάμφθηνος πα-νά-κρι-βος
πανέξυπνος, πανέξυπνη, πανέξυπνο επίθετο (πανέξυπνοι, πανέξυπνες, πανέξυπνα)
«O Κώστας είναι πανέξυπνο παιδί» είπε η δασκάλα στον κύριο Γιάννη. Είναι πολύ έξυπνος. πα-νέ-ξυ-πνος
πανεπιστήμιο [το] ουσιαστικό (πανεπιστήμια)
Στο πανεπιστήμιο μπορούν να σπουδάσουν κάποια επιστήμη οι μαθητές που τελειώνουν το λύκειο. O κύριος Γιάννης πήγε στο πανεπιστήμιο και σπούδασε αρχιτέκτονας. πα-νε-πι-στή-μι-ο
πανέρι [το] ουσιαστικό (πανέρια)
Το πανέρι είναι ένα καλάθι. Μ' αυτό μεταφέρουμε τρόφιμα. πα-νέ-ρι
πανηγύρι [το] ουσιαστικό (πανηγύρια)
Σ' ένα πανηγύρι γιορτάζουμε όλοι μαζί την ημέρα της γιορτής ενός αγίου γλεντώντας και διασκεδάζοντας.
Πανηγύρι λέμε και κάθε διασκέδαση που έχει πολύ κόσμο και πολύ θόρυβο.
γλέντι πα-νη-γύ-ρι
πανί [το] ουσιαστικό (πανιά)
Το πανί είναι ένα κομμάτι ύφασμα. Συνήθως μ' αυτό ξεσκονίζουμε.
Το καλοκαίρι ο Κώστας φοράει πάνινα παπούτσια.
Πανιά έχουν και μερικά πλοία για να κινούνται με τη βοήθεια του ανέμου.
Η Αθηνά έγινε σαν το πανί, όταν κατάλαβε πως έχασε τη Ροζαλία. Έχασε το χρώμα της. πα-νί
πανικός [ο] ουσιαστικό
Όταν είμαστε σε πανικό ή μας πιάνει πανικός, αισθανόμαστε μεγάλο φόβο και κάνουμε πράγματα χωρίς να σκεφτόμαστε. ψυχραιμία πα-νι-κός
πανό [το] ουσιαστικό
Το πανό είναι ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα, χαρτί ή πλαστικό που πάνω του είναι γραμμένα συνθήματα ή διαφημίσεις. Το πανό είναι κρεμασμένο ψηλά σε τοίχο ή ανάμεσα σε κολόνες ή στηρίζεται σε μεγάλα ξύλα που κρατούν στα χέρια τους διαδηλωτές. πα-νό -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
πανοπλία [η] ουσιαστικό (πανοπλίες)
Πανοπλία φορούσαν οι στρατιώτες πολύ παλιά στην Αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο για να προστατεύονται από τα όπλα των εχθρών. πα-νο-πλί-α
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ,εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
παντελόνι [το] ουσιαστικό (παντελόνια)
Το παντελόνι είναι ένα ρούχο που καλύπτει το σώμα από τα πόδια μας μέχρι τη μέση μας. Το φορούν οι άντρες και οι γυναίκες. πα-ντε-λό-νι 'τα ρούχα'
παντζάρι [το] ουσιαστικό (παντζάρια)
Το παντζάρι είναι ένα κόκκινο φυτό που φυτρώνει κάτω από τη γη και τρώγεται βραστό σαν σαλάτα. πα-ντζά-ρι
παντοπωλείο [το] ουσιαστικό (παντοπωλεία)
Το παντοπωλείο είναι ένα μικρό,συνήθως, μαγαζί που πουλάει τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. μίνι μάρκετ O κύριος Δημήτρης που έχει το παντοπωλείο είναι παντοπώλης. πα-ντο-πω-λεί-ο
παντοπώλης [ο] ουσιαστικό (παντοπώληδες) παντοπωλείο
παντόφλα [η] ουσιαστικό (παντόφλες)
Τις παντόφλες τις φοράς μέσα στο σπίτι για να είναι ξεκούραστα και ζεστά τα πόδια σου. πα-ντό-φλα 'τα ρούχα'
παντρεύω, παντρεύομαι ρήμα (πάντρεψα, θα παντρέψω)
Όταν ένας άνδρας και μία γυναίκα παντρεύονται, κάνουν μεταξύ τους γάμο και γίνονται αντρόγυνο. Η θεία Κατερίνα είναι παντρεμένη με το θείο Σταμάτη.
πα-ντρεύ-ω Δες γάμος
Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο,καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
πάνω επίρρημα
Όταν κάτι βρίσκεται πάνω, βρίσκεται ψηλά σε σχέση με κάτι άλλο.
Η Αθηνά κοίταξε πάνω από το κεφάλι της, στα πιο ψηλά ράφια της βιβλιοθήκης. Τα βιβλία που ήθελε ήταν πάνω πάνω.
Όταν κάτι βρίσκεται πάνω σε κάτι άλλο, είναι ακουμπισμένο σ' αυτό και καλύπτει ένα μικρό ή μεγάλο μέρος του. Η Αθηνά έβαλε την τσάντα της πάνω σε μία καρέκλα. κάτω πά-νω -Λέμε και επάνω.
Η κούκλα είναι πάνω στο κρεβάτι και
το αυτοκινητάκι κάτω από το κρεβάτι.
παξιμάδι [το] ουσιαστικό (παξιμάδια)
Το παξιμάδι είναι ψωμί που το έχουμε ψήσει για δεύτερη φορά, ώστε να ξεραθεί. πα-ξι-μά-δι
παπαγάλος [ο] ουσιαστικό (παπαγάλοι)
O παπαγάλος είναι ένα πουλί με πολύχρωμα φτερά που μπορεί να ζήσει μέσα σε κλουβί κοντά στον άνθρωπο. Μερικοί παπαγάλοι μαθαίνουν να επαναλαμβάνουν λέξεις ακούγοντας τους ανθρώπους. Η δασκάλα ζήτησε από τους μαθητές της να μην παπαγαλίζουν το μάθημα, αλλά να το λένε με δικά τους λόγια.
πα-πα-γά-λος
παπαρούνα [η] ουσιαστικό (παπαρούνες)
Η παπαρούνα είναι ένα κόκκινο λουλούδι με λεπτό μαύρο κοτσάνι που ανθίζει την άνοιξη μαζί με τις μαργαρίτες. πα-πα-ρού-να 'τα λουλούδια'
παπάς [ο] ουσιαστικό (παπάδες)
O παπάς είναι αυτός που κάνει τη Θεία Λειτουργία στην εκκλησία. Τα ρούχα του τα λέμε ράσα. ιερέας πα-πάς
πάπια [η] ουσιαστικό (πάπιες)
Η πάπια είναι ένα πουλί που ζει κοντά στο νερό κι έχει πλατύ ράμφος. Έχει πόδια σαν πτερύγια για να κολυμπάει γρήγορα.
Λέμε ότι κάποιος κάνει την πάπια, όταν κάνει πως δεν καταλαβαίνει.
πά-πια 'το αγρόκτημα'
πάπλωμα [το] ουσιαστικό (παπλώματα)
Με το πάπλωμα σκεπαζόμαστε το χειμώνα, όταν έχει πολύ κρύο. Το πάπλωμα είναι μαλακό και γεμισμένο συνήθως με πούπουλα ή βαμβάκι. πά-πλω-μα
παπούτσι [το] ουσιαστικό (παπούτσια)
Τα παπούτσια τα φοράμε στα πόδια μας για να προστατευόμαστε, όταν περπατάμε, τρέχουμε ή κάνουμε γυμναστική. πα-πού-τσι 'τα ρούχα'
παππούς [ο] ουσιαστικό (παππούδες)
O παππούς είναι ο πατέρας του μπαμπά σου ή της μαμάς σου.
παπ-πούς 'η οικογένεια'
παράβαση [η] ουσιαστικό (παραβάσεις)
Κάνεις μία παράβαση, όταν δεν υπακούς σ' ένα νόμο ή σ' έναν κανόνα.
Όταν περνάμε το δρόμο με κόκκινο, κάνουμε μία σοβαρή κι επικίνδυνη παράβαση. Όταν ένας οδηγός περνάει το δρόμο με κόκκινο, είναι παραβάτης.
πα-ρά-βα-ση
παραβάτης [ο], παραβάτιδα [η] ουσιαστικό (παραβάτες, παραβάτιδες) παράβαση
παραγγελία [η] ουσιαστικό (παραγγελίες)
Όταν δίνεις μία παραγγελία, ζητάς από κάποιον να κάνει κάτι. Πριν φύγει η κυρία Μαργαρίτα άφησε παραγγελία στα παιδιά να τακτοποιήσουν τα δωμάτιά τους.
Όταν δίνεις παραγγελία σ' ένα εστιατόριο ή ένα ζαχαροπλαστείο, λες στο σερβιτόρο τι θέλεις να σου φέρει. Όταν τρώμε σε ταβέρνα, παραγγέλνουμε αυτό που θέλουμε να φάμε. πα-ραγ-γε-λί-α
παραγγέλνω και παραγγέλλω ρήμα (παράγγειλα, θα παραγγείλω) παραγγελία
παραγεμίζω ρήμα (παραγέμισα, θα παραγεμίσω)
Όταν παραγεμίζεις κάτι, το γεμίζεις πολύ περισσότερο απ' ό,τι πρέπει.
«Κώστα, μην παραγεμίζεις την τσάντα σου με βιβλία, γιατί θα σκιστεί» είπε ο κύριος Γιάννης. παραγέμισμα πα-ρα-γε-μί-ζω
παράγκα [η] ουσιαστικό (παράγκες)
Η παράγκα είναι ένα μικρό πρόχειρο σπιτάκι, φτιαγμένο από ξύλο και άλλα υλικά.
«Ξέρεις πού είναι η παράγκα του Καραγκιόζη;» ρώτησε ο Μπαρμπα-Γιώργος έναν περαστικό. καλύβα πα-ρά-γκα
παραγωγή [η] ουσιαστικό (παραγωγές) παράγω
παραγωγός [ο], [η] ουσιαστικό (παραγωγοί) παράγω
O πατέρας του πατέρα σου κρύβεται στην προηγούμενη σελίδα. Μπορείς να βρεις ποιος είναι;...............................................................
παράγω, παράγομαι ρήμα (παρήγαγα, θα παραγάγω)
Όταν ένα εργοστάσιο παράγει κάτι, φτιάχνει κάτι σε μεγάλες ποσότητες.
Η τάξη του Κώστα επισκέφτηκε ένα εργοστάσιο που παράγει σοκολάτες.
φτιάχνω, βγάζω
Όταν ένα μέρος παράγει κάτι, είναι γνωστό για κάποιο προϊόν που βγάζει.
Η Καλαμάτα παράγει ελιές και λάδι. Έχει μεγάλη παραγωγή λαδιού.
Στη λαϊκή αγορά υπάρχουν πολλοί παραγωγοί που πουλάνε φρούτα, ντομάτες, πατάτες και λαχανικά. πα-ρά-γω
παράδειγμα [το] ουσιαστικό (παραδείγματα)
Όταν δίνουμε ένα παράδειγμα για μία λέξη στο «στο λεξικό σου», φτιάχνουμε μία πρόταση μ' αυτή τη λέξη για να σε βοηθήσουμε να καταλάβεις ποια είναι η σημασία της και πώς χρησιμοποιείται στη γλώσσα.
Η Ελένη δίνει πάντα το καλό παράδειγμα: σηκώνεται στο λεωφορείο για να καθίσουν οι μεγαλύτεροι. πα-ρά-δειγ-μα
παράδεισος [ο] ουσιαστικό (παράδεισοι)
Στον παράδεισο έβαλε ο Θεός τον Αδάμ και την Εύα να ζήσουν. Είναι ένα ονειρεμένο μέρος που εκεί πάνε όλοι οι καλοί άνθρωποι μετά το θάνατό τους.
κόλαση Παράδεισο λέμε κι ένα όμορφο μέρος.
Όταν κάτι είναι παραδεισένιο, είναι πολύ όμορφο. πα-ρά-δει-σος
παραδίνω και παραδίδω, παραδίνομαι ρήμα (παρέδωσα, θα παραδώσω)
Η δουλειά του ταχυδρόμου είναι να παραδίνει γράμματα και η δουλειά του δασκάλου να παραδίδει μαθήματα. Όταν κάποιος παραδίνεται σε κάποιον εχθρό, τον αφήνει να τον πιάσει.
Όταν κάποιος δεν προσέχει στην παράδοση ενός μαθήματος, δεν προσέχει στο μάθημα. Όταν κάποιος κρατάει τις παραδόσεις ενός τόπου, κρατάει τα έθιμα που περνούν από γενιά σε γενιά. Είναι παραδοσιακός. πα-ρα-δί-νω
παράδοση [η] ουσιαστικό (παραδόσεις) παραδίνω
παραθερίζω ρήμα (παραθέρισα, θα παραθερίσω)
Όταν παραθερίζεις κάπου, περνάς τις καλοκαιρινές σου διακοπές σ' ένα μέρος.
Το καλοκαίρι στα ελληνικά νησιά υπάρχουν πάρα πολλοί παραθεριστές.
πα-ρα-θε-ρί-ζω
παραθεριστής [ο], παραθερίστρια [η] ουσιαστικό (παραθεριστές, παραθερίστριες) παραθερίζω
παραθυρόφυλλο [το] ουσιαστικό (παραθυρόφυλλα) παράθυρο
παραίτηση [η] ουσιαστικό (παραιτήσεις) παραιτούμαι
παραιτούμαι ρήμα (παραιτήθηκα, θα παραιτηθώ)
Όταν παραιτείσαι από τη δουλειά σου, σταματάς να δουλεύεις, γιατί έτσι αποφάσισες. O μπαμπάς του Νίκου παραιτήθηκε από τη δουλειά του, γιατί βρήκε αλλού καλύτερη. Η παραίτησή του ήταν για καλό. πα-ραι-τού-μαι
παρακαλώ και παρακαλάω ρήμα (παρακάλεσα, θα παρακαλέσω)
Όταν παρακαλάς, ζητάς μ' ευγενικό τρόπο να σου κάνουν μία χάρη. O Κώστας παρακάλεσε την Αθηνά να τον βοηθήσει να τακτοποιήσει το δωμάτιό του.
Όταν κάποιος σου λέει «Ευχαριστώ», απαντάς «Παρακαλώ». πα-ρα-κα-λώ
παρακάτω επίρρημα
«Θα σε περιμένω παρακάτω στο πάρκο» είπε η Αθηνά στην Ελένη. Λίγο πιο κάτω.
παραπάνω
«Και τι γίνεται παρακάτω στο παραμύθι, θείε Αλέκο;» ρώτησε έκπληκτος ο Κώστας. Τι γίνεται μετά, στη συνέχεια; πα-ρα-κά-τω
παρακολούθηση [η] ουσιαστικό (παρακολουθήσεις) παρακολουθώ
παρακολουθώ, παρακολουθούμαι ρήμα (παρακολούθησα, θα παρακολουθήσω)
Από τότε που οι κλέφτες μπήκαν στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, εκείνος συνέχεια νομίζει πως κάποιος τον παρακολουθεί. Πως κάποιος τον ακολουθεί από κοντά για να δει πού πάει και τι κάνει. Όταν παρακολουθείς κάποιον, προσέχεις τι κάνει και τι λέει. Η Ελένη παρακολουθεί με πολύ ενδιαφέρον τη δασκάλα της, όταν κάνει μάθημα.
παρακολούθηση πα-ρα-κο-λου-θώ
παραλείπω ρήμα (παρέλειψα, θα παραλείψω)
Όταν παραλείπεις κάτι, ξεχνάς να κάνεις κάτι που έπρεπε. O Κώστας παρέλειψε να πει στην μητέρα του ότι θ' αργούσε να γυρίσει κι εκείνη ανησύχησε. πα-ρα-λεί-πω
Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο,καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
παραλία [η] ουσιαστικό (παραλίες)
Η παραλία είναι το κομμάτι της στεριάς που είναι δίπλα στη θάλασσα κι έχει συνήθως άμμο. ακροθαλασσιά, ακρογιαλιά παραλιακός πα-ρα-λί-α
παραλίγο επίρρημα
«Άργησα να ξυπνήσω το πρωί και παραλίγο να χάσω το πλοίο» είπε ο θείος Τάκης. Λίγο ακόμη και θα το έχανα. πα-ρα-λί-γο
παράλληλος, παράλληλη, παράλληλο επίθετο (παράλληλοι, παράλληλες, παράλληλα)
Oι γραμμές του τρένου είναι παράλληλες μεταξύ τους, δηλαδή είναι η μία δίπλα στην άλλη και πάντα σε ίση απόσταση. O Κώστας παρατήρησε ότι τα καλώδια του ρεύματος πάνω στις κολόνες είναι παράλληλα. πα-ράλ-λη-λος
παράλογος, παράλογη, παράλογο επίθετο (παράλογοι, παράλογες, παράλογα)
Όταν κάποιος είναι παράλογος, δεν είναι λογικός, σκέφτεται και κάνει πράγματα που φαίνονται παράξενα στους άλλους. Κάνει παράλογα πράγματα. πα-ρά-λο-γος
παραμελώ, παραμελούμαι ρήμα (παραμέλησα, θα παραμελήσω)
Όταν παραμελείς κάποιον ή κάτι, δεν ενδιαφέρεσαι και δεν ασχολείσαι μαζί τους. Η Αθηνά παραμέλησε τα μαθήματά της τον τελευταίο καιρό. «Θα φταίει που έχασε τη Ροζαλία» σκέφτηκε η δασκάλα της. πα-ρα-με-λώ
παράμερα επίρρημα παραμερίζω
παραμερίζω ρήμα (παραμέρισα, θα παραμερίσω)
«Παραμέρισε λίγο να περάσω!» φώναξε η Αθηνά στο Νίκο. Κάνε στην άκρη!
Το σπίτι του θείου Αλέκου είναι λίγο παράμερα, στην άκρη του χωριού.
πα-ρα-με-ρί-ζω
παραμυθάς [ο], παραμυθού [η] ουσιαστικό (παραμυθάδες, παραμυθούδες) παραμύθι
παρανομία [η] ουσιαστικό (παρανομίες) παράνομος
παρανομώ ρήμα (παρανόμησα, θα παρανομήσω) παράνομος
παρανυφάκι [το] ουσιαστικό (παρανυφάκια)
Το παρανυφάκι είναι το μικρό παιδί, αγόρι ή κορίτσι που πηγαίνει μαζί με τη νύφη στην εκκλησία κρατώντας την ουρά του νυφικού της.
νύφη πα-ρα-νυ-φά-κι
παραξενιά [η] ουσιαστικό (παραξενιές) παράξενος
παραπάνω επίρρημα
«Πρέπει ν' ανέβεις παραπάνω στη σκάλα για να φτάσεις το βιβλίο από το τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης» είπε η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά. Λίγο πιο πάνω. παρακάτω πα-ρα-πά-νω
τα παραμύθια
παραπατώ και παραπατάω ρήμα (παραπάτησα, θα παραπατήσω)
Όταν παραπατάς, μπερδεύεις τα βήματά σου. Συχνά παραπατάει κάποιος που είναι κουρασμένος ή μεθυσμένος. στραβοπατώ πα-ρα-πα-τώ
παραπέρα επίρρημα
«Πηγαίνετε να παίξετε μπάλα παραπέρα μη χαλάσετε τα λουλούδια μου με τη μπάλα σας!» φώναξε ο κύριος Μιχάλης στα παιδιά. Λίγο πιο πέρα. πα-ρα-πέ-ρα
παραπονιέμαι ρήμα (παραπονέθηκα, θα παραπονεθώ) παράπονο
παράπονο [το] ουσιαστικό (παράπονα)
Όταν έχεις παράπονο, είσαι λυπημένος, γιατί κάτι που περίμενες δεν έγινε ή γιατί οι άλλοι δε σου δίνουν σημασία. Όταν όμως κάνεις παράπονα σε κάποιον, του λες ότι έκανε κάτι που δεν έπρεπε ή δε σου άρεσε. Δηλαδή παραπονιέσαι. O κύριος Μιχάλης έκανε παράπονα στην κυρία Μαργαρίτα ότι τα παιδιά μπαίνουν στον κήπο του. Όλο παραπονιέται.
πα-ρά-πο-νο
παρασέρνω και παρασύρω, παρασύρομαι ρήμα (παρέσυρα, θα παρασύρω)
Όταν φυσάει δυνατός αέρας στη θάλασσα και παρασέρνει μία βάρκα στα βαθιά, την τραβάει με ορμή προς τα μέσα. O αέρας παρέσυρε όλα τα φύλλα που είχαν πέσει και τα μάζεψε μπροστά στην πόρτα του κυρίου Μιχάλη. «Μαμά, συγνώμη που σου έκρυψα πως θα πάω να παίξω μπάλα. Με παρέσυρε η Αθηνά» είπε ο Κώστας. Μ' έπεισε η Αθηνά να το κάνω. πα-ρα-σύ-ρω
παράσταση [η] ουσιαστικό (παραστάσεις)
Η παράσταση είναι ένα θεατρικό έργο που παρουσιάζει μία ομάδα ηθοποιών.
πα-ρά-στα-ση
παρατήρηση [η] ουσιαστικό (παρατηρήσεις) παρατηρώ
παρατηρώ ρήμα (παρατήρησα, θα παρατηρήσω)
Όταν παρατηρείς κάτι, το κοιτάς με πολλή προσοχή. Η Αθηνά παρατηρούσε πώς ο κύριος Μιχάλης κάρφωνε τις σανίδες. Παρακολουθούσε.
O Κώστας παρατήρησε ότι κάτι είχε αλλάξει στη συμπεριφορά του κυρίου Μιχάλη. Το κατάλαβε. Όταν παρατηρείς κάποιον, του λες τι δεν κάνει σωστά. Του κάνεις παρατήρηση.
παρατήρηση πα-ρα-τη-ρώ
παρατώ και παρατάω, παρατιέμαι ρήμα (παράτησα, θα παρατήσω)
Όταν παρατάς κάτι, το αφήνεις εκεί που είναι χωρίς να ενδιαφέρεσαι γι' αυτό. Το αφήνεις παρατημένο.
O Κώστας παράτησε τα παιχνίδια του στο σαλόνι
και
πήγε να παίξει μπάλα.
«Δεν πρέπει να τα παρατάμε με την πρώτη δυσκολία!» είπε η δασκάλα στην Αθηνά. Να εγκαταλείπουμε τις προσπάθειές μας. πα-ρα-τώ
παραφυλάω ρήμα (παραφύλαξα, θα παραφυλάξω)
Στην ταινία που έβλεπε η θεία Κατερίνα οι αστυνομικοί παραφύλαξαν πίσω από την πόρτα κι έπιασαν τους κλέφτες. Ήταν κρυμμένοι και περίμεναν τους κλέφτες.
παραμονεύω πα-ρα-φυ-λά-ω
παρδαλός, παρδαλή, παρδαλό επίθετο (παρδαλοί, παρδαλές, παρδαλά)
Όταν κάτι είναι παρδαλό, έχει πολλά κι έντονα χρώματα.
O κλόουν φοράει παρδαλά ρούχα. μονόχρωμος παρ-δα-λός
παρέα [η] ουσιαστικό (παρέες)
Η παρέα μας είναι οι φίλοι μας. Μ' εκείνους παίζουμε. Μ' εκείνους κάνουμε παρέα. συντροφιά πα-ρέ-α
παρέλαση [η] ουσιαστικό (παρελάσεις)
Στην Ελλάδα κάνουμε παρέλαση για να γιορτάσουμε την εθνική γιορτή της 28ης Oκτωβρίου 1940 και της 25ης Μαρτίου 1821. πα-ρέ-λα-ση
παρελθόν [το] ουσιαστικό
Το παρελθόν είναι ο χρόνος που έχει περάσει μέχρι τώρα.
Ό,τι έγινε χθες είναι παρελθόν. παρόν, μέλλον πα-ρελ-θόν
παρεξήγηση [η] ουσιαστικό (παρεξηγήσεις) παρεξηγώ
παρεξηγώ, παρεξηγούμαι ρήμα (παρεξήγησα, θα παρεξηγήσω)
Όταν παρεξηγείσαι, προσβάλλεσαι από τη συμπεριφορά κάποιου.
O Κώστας παρεξηγήθηκε, όταν ο Νίκος τον κορόιδεψε που δεν έβαλε γκολ στο χθεσινό αγώνα. Μεταξύ των παιδιών έγινε παρεξήγηση αλλά τώρα παίζουν πάλι μαζί. πα-ρε-ξη-γώ
παρηγοριά [η] ουσιαστικό (παρηγοριές) παρηγορώ
παρηγορώ, παρηγοριέμαι ρήμα (παρηγόρησα, θα παρηγορήσω)
Όταν παρηγορείς κάποιον που είναι λυπημένος, του μιλάς και προσπαθείς να τον κάνεις να αισθανθεί καλύτερα. Η Αθηνά έλεγε ανέκδοτα στον άρρωστο αδερφό της για παρηγοριά μέχρι να γίνει καλά. πα-ρη-γο-ρώ
παρκάρισμα [το] ουσιαστικό (παρκαρίσματα) παρκάρω
παρκάρω ρήμα (πάρκαρισα, θα παρκάρω)
Όταν ο πατέρας ή η μητέρα σου παρκάρει το αυτοκίνητο, το αφήνει κάπου όσο χρόνο δεν το χρησιμοποιεί. Όταν πηγαίνουμε για ψώνια στο σούπερ μάρκετ, αφήνουμε το αυτοκίνητο στο υπόγειο πάρκιγκ που υπάρχει για τους πελάτες.
γκαράζ Το παρκάρισμα δεν είναι πάντα εύκολο, γιατί ο χώρος είναι στενός. Έξω όμως είναι πιο δύσκολο να βρεις πάρκιγκ. παρ-κά-ρω
πάρκιγκ και πάρκιν [το] ουσιαστικό παρκάρω
πάρκο [το] ουσιαστικό (πάρκα)
Το πάρκο είναι ένα μεγάλο κομμάτι γης με δέντρα, φυτά και χώρους για παιχνίδι. Εκεί μπορείς να κάνεις περίπατο και να παίξεις με τους φίλους σου.
πάρ-κο
παρμπρίζ [το] ουσιαστικό
Το παρμπρίζ του αυτοκινήτου είναι το μπροστινό τζάμι του. παρ-μπρίζ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
παροιμία [η] ουσιαστικό (παροιμίες)
Η παροιμία είναι μία αλήθεια βγαλμένη από την πείρα της ζωής του λαού. Να μία παροιμία: «Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει». Τι θέλει να πει; πα-ροι-μί-α
παρόν [το] ουσιαστικό
Το παρόν είναι ο χρόνος που κυλάει τώρα.
παρελθόν, μέλλον παρουσία, παρών πα-ρόν
παρουσία [η] ουσιαστικό (παρουσίες)
O δάσκαλος ελέγχει κάθε μέρα τις παρουσίες των μαθητών στην τάξη για να ξέρει ποιος λείπει. Ελέγχει στον κατάλογο αν βρίσκονται όλοι οι μαθητές στην τάξη. απουσία O Κώστας είναι παρών κάθε μέρα στο μάθημα. Δε λείπει ποτέ.
πα-ρου-σί-α
παρουσιάζω, παρουσιάζομαι ρήμα (παρουσίασα, θα παρουσιάσω)
Όταν παρουσιάζεις κάτι, δείχνεις κάτι σε κάποιον άλλον.
O υπάλληλος παρουσίασε στον κύριο Γιάννη τα καινούρια αυτοκίνητα που υπήρχαν στο κατάστημα.
Η Ροζαλία παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά στην Αθηνά κι εκείνη τρόμαξε. Εμφανίστηκε. φαίνομαι Oι παρουσιαστές παρουσιάζουν τα προγράμματα της τηλεόρασης. παρουσίαση πα-ρου-σι-ά-ζω
παρουσιαστής [ο], παρουσιάστρια [η] ουσιαστικό (παρουσιαστές, παρουσιάστριες) παρουσιάζω
Πες μερικές παροιμίες που ξέρεις.
πάρτι [το] ουσιαστικό
Πάρτι κάνεις, όταν έχεις τη γιορτή ή τα γενέθλιά σου. Τότε έρχονται οι φίλοι σου και διασκεδάζετε μαζί τραγουδώντας και χορεύοντας. πάρ-τι 'το πάρτι' -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
παρών, παρούσα, παρόν επίθετο (παρόντες, παρούσες, παρόντα) παρουσία
πασαλείφω, παραλείφομαι ρήμα (πασάλειψα, θα πασαλείψω)
O Κώστας είχε πασαλείψει τη μπλούζα του με σοκολάτα. Την είχε δηλαδή λερώσει εδώ κι εκεί. πασάλειμμα πα-σα-λεί-φω
πασπαλίζω ρήμα (πασπάλισα, θα πασπαλίσω)
Όταν πασπαλίζεις κάτι, το σκεπάζεις με λεπτή σκόνη. Η κυρία Μαργαρίτα πασπάλισε το γλυκό με ζάχαρη άχνη. πασπάλισμα πα-σπα-λί-ζω
πάστα [η] ουσιαστικό (πάστες)
Η πάστα είναι ένα κομμάτι γλυκό με κρέμα και διάφορες γεύσεις που το αγοράζουμε από το ζαχαροπλαστείο. πά-στα
Πάσχα [το] ουσιαστικό
Το Πάσχα οι χριστιανοί γιορτάζουν την Ανάσταση του Χριστού.
Κάθε Πάσχα η οικογένεια του Κώστα πηγαίνει στο χωριό του θείου Αλέκου. Εκεί βάφουν κόκκινα αυγά και ψήνουν αρνί στη σούβλα. Πά-σχα
πασχαλίτσα [η] ουσιαστικό (πασχαλίτσες)
Η πασχαλίτσα είναι ένα μικρό κόκκινο έντομο με μαύρα πόδια και μαύρες βούλες πάνω στα φτερά της. πα-σχα-λί-τσα 'τα έντομα'
πατάκι [το] ουσιαστικό (πατάκια)
Το πατάκι είναι ένα μικρό χαλί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μας για να σκουπίζουμε τα παπούτσια πριν μπούμε μέσα.
πα-τά-κι
πατάρι [το] ουσιαστικό (πατάρια)
Κάθε σπίτι έχει ένα πατάρι. Είναι μία μικρή αποθήκη που μοιάζει με ντουλάπι και βρίσκεται πάνω από το μπάνιο. πα-τά-ρι
πατάτα [η] ουσιαστικό (πατάτες)
Η πατάτα είναι ένας στρογγυλός καρπός που φυτρώνει κάτω από τη γη. Η φλούδα της έχει ανοιχτό καφέ χρώμα και όταν την καθαρίσεις, από μέσα είναι κίτρινη.
Στα παιδιά αρέσουν πολύ οι τηγανητές πατάτες.
Η Αθηνά τρώει πατατάκια, όταν πηγαίνει στο σινεμά. Είναι τηγανισμένες και τραγανές φέτες πατάτας. τσιπς
πα-τά-τα 'το πάρτι'
πατατάκι [το] ουσιαστικό (πατατάκια) πατάτα
πατέρας [ο] ουσιαστικό (πατέρες) μπαμπάς
το πάρτι
πατερίτσα [η] ουσιαστικό (πατερίτσες)
Η πατερίτσα είναι ένα ειδικό μπαστούνι που χρησιμοποιούν για να στηρίζονται και να περπατούν όσοι έχουν χτυπήσει άσχημα το πόδι τους.
πα-τε-ρί-τσα
πατημασιά [η] ουσιαστικό (πατημασιές)
Η πατημασιά είναι το σημάδι των παπουτσιών που αφήνουμε στο χώμα, όταν περπατάμε. πα-τη-μα-σιά
πατινάζ [το] ουσιαστικό
Το πατινάζ είναι ένα άθλημα. O αθλητής που κάνει πατινάζ τρέχει και κάνει ασκήσεις πάνω στον πάγο φορώντας ειδικά παγοπέδιλα. πα-τι-νάζ -Ξένη λέξη.Δεν έχει πληθυντικό αριθμό.
πατίνι [το] ουσιαστικό (πατίνια)
Το πατίνι είναι μία σανίδα με ρόδες και τιμόνι. Μ' αυτό μπορείς να μετακινείσαι σπρώχνοντας με το ένα πόδι σου.
Τα πατίνια είναι ειδικά παπούτσια με ρόδες για να τρέχουμε.
πα-τί-νι
πάτος [ο] ουσιαστικό (πάτοι)
O πάτος της θάλασσας είναι το πιο χαμηλό σημείο της. βυθός
O πάτος των παπουτσιών είναι το κάτω μέρος τους. σόλα
Όταν κολυμπάει, ο Κώστας δεν πηγαίνει στα βαθιά, γιατί εκεί δεν πατώνει.
πά-τος
πατούσα [η] ουσιαστικό (πατούσες)
Η πατούσα είναι το κάτω μέρος του ποδιού μας. Με την πατούσα ακουμπάς στο πάτωμα, όταν περπατάς. πα-τού-σα
πατρίδα [η] ουσιαστικό (πατρίδες)
Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μας, η χώρα που γεννηθήκαμε και ζούμε. πα-τρί-δα
πατώ και πατάω, πατιέμαι ρήμα (πάτησα, θα πατήσω)
Όταν πατάς κάτι, το πιέζεις με το πόδι σου.
Η Αθηνά πάτησε τα υγρά φύλλα στο δρόμο, γλίστρησε κι έπεσε.
Όταν πατάς το κουμπί του ασανσέρ, το πιέζεις με το χέρι σου.
Όταν ένα αυτοκίνητο πατάει κάποιον, πέφτει πάνω του και τον τραυματίζει.
πα-τώ
πάτωμα [το] ουσιαστικό (πατώματα)
Πάνω στο πάτωμα του σπιτιού μας περπατάμε. πά-τω-μα 'το σπίτι'
πατώνω ρήμα (πάτωσα, θα πατώσω) πάτος
παύω ρήμα (έπαψα, θα πάψω)
Όταν παύεις κάτι, σταματάς να το κάνεις.
«Σας παρακαλώ να πάψετε να μιλάτε μεταξύ σας» είπε η δασκάλα.
«Ας κάνουμε μία παύση για φαγητό και μετά συνεχίζουμε πάλι!» είπε ο κύριος Γιάννης στους συνεργάτες του. Ένα διάλειμμα. παύ-ω
παχαίνω ρήμα (πάχυνα, θα παχύνω) παχύς
πάχος [το] ουσιαστικό (πάχη) παχύς
παχουλός, παχουλή, παχουλό επίθετο (παχουλοί, παχουλές, παχουλά) παχύς
πεδιάδα [η] ουσιαστικό (πεδιάδες)
Η πεδιάδα είναι ένα μεγάλο κομμάτι γης που δεν έχει βουνά, κι εκεί οι γεωργοί μπορούν να καλλιεργούν δέντρα και φυτά. Η πεδιάδα της Θεσσαλίας είναι η πιο μεγάλη πεδιάδα στην Ελλάδα. κάμπος πε-δι-ά-δα
πέδιλο [το] ουσιαστικό (πέδιλα)
Το πέδιλο είναι ένα είδος παπουτσιού που έχει ανοίγματα γύρω γύρω και το φοράμε το καλοκαίρι.
Πέδιλα λέμε και τα παπούτσια που φοράμε για να κάνουμε διάφορα αθλήματα, όπως σκι και παγοδρομία. πέ-δι-λο
πεζοδρόμιο [το] ουσιαστικό (πεζοδρόμια) πεζός
πεζόδρομος [ο] ουσιαστικό (πεζόδρομοι) πεζός
πεζός, πεζή, πεζό επίθετο (πεζοί, πεζές, πεζά)
Πεζό λέμε τον άνθρωπο που περπατάει, που πηγαίνει κάπου με τα πόδια κι όχι με το αυτοκίνητο. (σαν ουσιαστικό) Oι πεζοί περπατούν πάνω στα πεζοδρόμια για να μην κινδυνεύουν από τα αυτοκίνητα. Στους πεζόδρομους δεν επιτρέπεται να περνούν αυτοκίνητα. πε-ζός 'η πόλη'
πεθαίνω ρήμα (πέθανα, θα πεθάνω)
Όταν κάποιος πεθαίνει, δε ζει πια.
Πολλά ζώα πεθαίνουν, όταν ένα δάσος πιάσει φωτιά. ζω
Oι πυροσβέστες έσωσαν αρκετά από τα ζώα του δάσους που κινδύνευαν. µρήκαν όμως και πολλά πεθαμένα. πε-θαί-νω
πεθαμένος, πεθαμένη, πεθαμένο μετοχή (πεθαμένοι, πεθαμένες, πεθαμένα) πεθαίνω
πεθερός [ο], πεθερά [η] ουσιαστικό (πεθεροί, πεθερές)
Η κυρία Μαργαρίτα καλεί συχνά την πεθερά και τον πεθερό της για φαγητό στο σπίτι. Δηλαδή τη μητέρα και τον πατέρα του κυρίου Γιάννη, του άντρα της.
πε-θε-ρός -O πεθερός και η πεθερά μαζί λέγονται και πεθερικά.
πείθω ρήμα (έπεισα, θα πείσω)
Όταν πείθεις κάποιον, τον κάνεις να δεχτεί την γνώμη σου.
O Κώστας ήθελε να δουν τηλεόραση με την Αθηνά κι εκείνη τον έπεισε να παίξουν κρυφτό. πεί-θω
πείνα [η] ουσιαστικό πεινώ
πεινασμένος, πεινασμένη, πεινασμένο μετοχή (πεινασμένοι, πεινασμένες, πεινασμένα) πεινώ
πεινώ και πεινάω ρήμα (πείνασα, θα πεινάσω)
Όταν πεινάς, θέλεις να φας κάτι.
O Κώστας κι η Αθηνά είχαν μεγάλη πείνα, γιατί δεν είχαν φάει τίποτα από το πρωί. Ήταν τόσο πεινασμένοι, που μόλις γύρισαν στο σπίτι έφαγαν αμέσως.
πει-νώ 'πώς νιώθω'
πείρα [η] ουσιαστικό
Όταν έχεις πείρα, ξέρεις να κάνεις κάτι πολύ καλά, χωρίς λάθη.
Η κυρία Μαργαρίτα έχει μεγάλη πείρα στο μαγείρεμα και κάνει νόστιμα φαγητά.
απειρία πεί-ρα -Η λέξη δεν έχει πληθυντικό αριθμό.
πειράζω ρήμα (πείραξα, θα πειράξω)
«Με πείραξε η συμπεριφορά του κυρίου Μιχάλη! Μα να μου πει να μην ξαναπατήσω στον κήπο του!» είπε η Αθηνά στενοχωρημένη. Μ'ενόχλησε.
O Νίκος όλο πειράζει την Αθηνά κι εκείνη θυμώνει! Της κάνει αστεία χωρίς να θέλει να την προσβάλλει.
«Αθηνά σταμάτα να πειράζεις τα μαλλιά μου» είπε η κυρία Μαργαρίτα. Σταμάτα να τα πιάνεις.
Λέμε «δεν πειράζει», όταν κάποιος μας ζητάει συγνώμη και θέλουμε να δείξουμε ότι δεν έγινε κάτι κακό. O Νίκος είναι μεγάλο πειραχτήρι. Τα πειράγματά του ενοχλούν πολύ την Αθηνά. Αυτή τη φορά όμως πειράχτηκε πολύ! πει-ρά-ζω
πείραμα [το] ουσιαστικό (πειράματα)
Η δασκάλα έκανε ένα πείραμα: έβρασε νερό σε μία κατσαρόλα για να δείξει στα παιδιά πώς γίνεται ο ατμός. Όταν κάνεις πειράματα, πειραματίζεσαι. Στην ιατρική χρησιμοποιούν ζώα για τα πειράματα, τα πειραματόζωα. πεί-ρα-μα
πειραματίζομαι ρήμα (πειραματίστηκα, θα πειραματιστώ) πείραμα
πειραματόζωο [το] ουσιαστικό (πειραματόζωα) πείραμα
πειρατής [ο] ουσιαστικό (πειρατές)
Τα παλιά τα χρόνια υπήρχαν πειρατές που ταξίδευαν στις θάλασσες και λήστευαν τα πλοία. πει-ρα-τής 'τα παραμύθια'
πειραχτήρι [το] ουσιαστικό (πειραχτήρια) πειράζω
πείσμα [το] ουσιαστικό (πείσματα)
Έχεις πείσμα, όταν προσπαθείς πολύ να κάνεις κάτι και κανείς και τίποτα δεν μπορεί να σε σταματήσει. Η ομάδα του Κώστα κατάφερε να νικήσει, επειδή όλοι οι παίκτες είχαν πολύ μεγάλο πείσμα. Oι παίκτες πείσμωσαν, όταν είδαν ότι ο διαιτητής βοηθούσε την άλλη ομάδα κι έτσι έβαλαν τα δυνατά τους. Oι παίκτες ήταν πολύ πεισματάρηδες. πεί-σμα
πεισματάρης, πεισματάρα, πεισματάρικο επίθετο (πεισματάρηδες, πεισματάρες, πεισματάρικα) πείσμα
πεισμώνω ρήμα (πείσμωσα, θα πεισμώσω) πείσμα
πέλαγος [το] ουσιαστικό (πελάγη/πέλαγα)
Το πέλαγος είναι η ανοιχτή θάλασσα, μακριά από την ακτή.
Η Αθηνά πλέει σε πελάγη ευτυχίας από τότε που βρέθηκε η Ροζαλία. Είναι πολύ ευτυχισμένη. πέ-λα-γος
πελαργός [ο] ουσιαστικό (πελαργοί)
O πελαργός είναι ένα μεγάλο πουλί με ψηλά πόδια και μεγάλο ράμφος. Χτίζει τη φωλιά του ψηλά στα καμπαναριά ή σε κολόνες. πε-λαρ-γός 'τα ζώα'
πελάτης [ο], πελάτισσα [η] ουσιαστικό (πελάτες, πελάτισσες)
Όταν αγοράζεις κάτι από ένα κατάστημα, γίνεσαι πελάτης του καταστήματος.
Η πελατεία ενός μαγαζιού είναι όλοι οι πελάτες του μαζί. πε-λά-της
πελώριος, πελώρια, πελώριο επίθετο (πελώριοι, πελώριες, πελώρια)
Στη θάλασσα τα κύματα ήταν πελώρια. Τα κύματα ήταν πάρα πολύ μεγάλα.
τεράστιος πε-λώ-ρι-ος
πεντάλ [το] ουσιαστικό
Πατάμε τα πόδια μας πάνω στα πεντάλ για να μπορέσουμε να κάνουμε ποδήλατο.
πε-ντάλ -Λέμε και πεντάλι και πετάλι.
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
Πότε λέμε ότι κάποιος είναι πεντακάθαρος;
Πότε λέμε ότι ένα φαγητό είναι πεντανόστιμο;
πεντάμορφος, πεντάμορφη, πεντάμορφο επίθετο (πεντάμορφοι, πεντάμορφες, πεντάμορφα)
Πεντάμορφο λέμε κάποιον που είναι πάρα πολύ όμορφος.
πανέμορφος πε-ντά-μορ-φος
πεπόνι [το] ουσιαστικό (πεπόνια)
Το πεπόνι είναι ένα καλοκαιρινό φρούτο με κίτρινο χρώμα και στρογγυλό ή μακρουλό σχήμα που έχει μέσα του πολλά σπόρια. Είναι μικρότερο από το καρπούζι.
πε-πό-νι
πέρα επίρρημα
Στο ποδόσφαιρο όταν η μπάλα περνάει πέρα από την άσπρη γραμμή, τότε το παιχνίδι σταματάει. Όταν περνάει μετά το σημείο αυτό. πέ-ρα
περασμένος, περασμένη, περασμένο μετοχή (περασμένοι, περασμένες, περασμένα) περνώ
περηφάνια [η] ουσιαστικό περήφανος
περήφανος, περήφανη, περήφανο επίθετο (περήφανοι, περήφανες, περήφανα)
Όταν κάποιος είναι περήφανος, χαίρεται και αισθάνεται πολύ ικανοποιημένος από τον εαυτό του για ό,τι κατάφερε να κάνει. Η Αθηνά ήταν πολύ περήφανη,γιατί ήταν η μόνη που πήρε άριστα. Η Αθηνά αισθάνθηκε μεγάλη περηφάνια.
πε-ρή-φα-νος -Λέμε και υπερήφανος και υπερηφάνεια.
περιβάλλον [το] ουσιαστικό (περιβάλλοντα)
Το περιβάλλον είναι η στεριά, η θάλασσα, ο αέρας, τα φυτά και τα ζώα που υπάρχουν πάνω στη γη. «Είσαι πολύ τυχερή, Αθηνά, που στο οικογενειακό σου περιβάλλον έχεις μία ζωγράφο, τη θεία σου» είπε η Ελένη. Ανάμεσα στους ανθρώπους της οικογένειάς σου. πε-ρι-βάλ-λον
περιβόλι [το] ουσιαστικό (περιβόλια)
Το περιβόλι είναι ένα μικρό χωράφι που μέσα σ' αυτό καλλιεργούμε λαχανικά ή δέντρα όπως ντοματιές και κερασιές. κήπος πε-ρι-βό-λι
περιγράφω ρήμα (περιέγραψα, θα περιγράψω)
Όταν περιγράφεις κάτι, προσπαθείς να πεις πώς ακριβώς είναι.
Η δασκάλα ζήτησε από τον Ίγκλι να περιγράψει την πόλη που γεννήθηκε.
Η περιγραφή ήταν τόσο καλή που ήταν σαν να ήμαστε εκεί. πε-ρι-γρά-φω
περιέργεια [η] ουσιαστικό περίεργος
περίεργος, περίεργη, περίεργο επίθετο (περίεργοι, περίεργες, περίεργα)
Περίεργο λέμε κάποιον που θέλει να μαθαίνει τα πάντα.
-Γιατί, μαμά, ο κύριος Μιχάλης έχει τόσες μέρες κλειστά τα παράθυρά του;
-Μην είσαι περίεργος, Κώστα. Δεν είναι κάτι που σ' ενδιαφέρει. αδιάφορος
«Περίεργα πράγματα συμβαίνουν στην αυλή του κυρίου Μιχάλη» σκέφτηκε η Αθηνά, όταν τον είδε να καρφώνει σανίδες. Παράξενα πράγματα. συνηθισμένος
O Κώστας είχε μεγάλη περιέργεια και ρωτούσε να μάθει για τον κύριο Μιχάλη.
πε-ρί-ερ-γος
περιεχόμενο [το] ουσιαστικό (περιεχόμενα) περιέχω
περιέχω ρήμα (περιείχα, θα περιέχω)
O φάκελος που έφερε ο ταχυδρόμος περιέχει ένα γράμμα για τον κύριο Γιάννη. Έχει μέσα του ένα γράμμα. «Το περιεχόμενο του φακέλου είναι για τον πατέρα σας» είπε η κυρία Μαργαρίτα και κράτησε το φάκελο για να του τον δώσει το απόγευμα. πε-ρι-έ-χω
περιθώριο [το] ουσιαστικό (περιθώρια)
Περιθώριο υπάρχει στις άκρες κάθε σελίδας τετραδίου. Εκεί δε γράφουμε τίποτα. «Έχεις μία μέρα περιθώριο να αποφασίσεις αν θα έρθεις μαζί μας αύριο για μπάλα» είπε ο Κώστας στο Νίκο. Δηλαδή ο Κώστας θα περιμένει μόνο μία μέρα την απόφαση του Νίκου. πε-ρι-θώ-ρι-ο
περικυκλώνω, περικυκλώνομαι ρήμα (περικύκλωσα, θα περικυκλώσω)
Όταν περικυκλώνεις κάτι, κάνεις έναν κύκλο γύρω του.
Oι μαθητές περικύκλωσαν τους παίκτες της αγαπημένης τους ομάδας για να τους ζητήσουν αυτόγραφα. Μαζεύτηκαν γύρω τους. πε-ρι-κυ-κλώ-νω
περιμένω ρήμα (περίμενα, θα περιμένω)
Όταν περιμένεις κάποιον ή κάτι, μένεις στο ίδιο σημείο ή στον ίδιο χώρο, μέχρι να έρθει ή να συμβεί. O Κώστας και η Αθηνά περιμένουν τον κύριο Γιάννη να έρθει να τους πάρει από το σχολείο. Η Αλίκη περιμένει να τα πάει καλύτερα φέτος στις εξετάσεις. Ελπίζει να τα πάει καλύτερα. πε-ρι-μέ-νω
περιοδικό [το] ουσιαστικό (περιοδικά)
Τα περιοδικά έχουν άρθρα με διάφορα θέματα, ιστορίες, εικόνες και άλλες πληροφορίες. Τα διαβάζουμε για να περνάμε ευχάριστα το χρόνο μας αλλά και να μαθαίνουμε διάφορα πράγματα.
πε-ρι-ο-δι-κό
περίοδος [η] ουσιαστικό (περίοδοι)
Μία περίοδος είναι οι μέρες ή οι μήνες ή τα χρόνια που διαρκεί κάτι.
Η περίοδος των χριστουγεννιάτικων διακοπών για τα σχολεία κρατάει δεκαπέντε ημέρες. πε-ρί-ο-δος
περιορίζω, περιορίζομαι ρήμα (περιόρισα, θα περιορίσω)
Όταν περιορίζεις κάποιον, του βάζεις όρια και δεν τον αφήνεις να ξεφύγει.
Η δασκάλα περιόρισε τα παιδιά που έπαιζαν μπάλα σ' ένα μέρος της αυλής για να μην ενοχλούν τους υπόλοιπους μαθητές. O περιορισμός αυτός δεν άρεσε στα παιδιά. Η θεία Έλλη περιόρισε το φαγητό, γιατί θέλει να αδυνατίσει. Το ελάττωσε.
περιορισμός πε-ρι-ο-ρί-ζω
περιοχή [η] ουσιαστικό (περιοχές)
O Ίγκλι προτιμάει να πηγαίνει διακοπές σε περιοχές κοντά στη θάλασσα.
μέρος πε-ρι-ο-χή
περίπατος [ο] ουσιαστικό (περίπατοι)
Όταν πας περίπατο, κάνεις μία μικρή βόλτα περπατώντας.
Όταν λέμε ότι κάτι πάει περίπατο, εννοούμε ότι χάθηκε εντελώς, ότι καταστράφηκε τελείως. πε-ρί-πα-τος
περιπέτεια [η] ουσιαστικό (περιπέτειες)
Oι περιπέτειες είναι οι δυσκολίες που περνάς για να καταφέρεις κάτι. Μπορεί να σε βάζουν σε κίνδυνο, αλλά σου μαθαίνουν και πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για τη ζωή και τον εαυτό σου.
Η περιπέτεια της Κοκκινοσκουφίτσας της δίδαξε ότι πρέπει ν' ακούει τις συμβουλές της μητέρας της. πε-ρι-πέ-τει-α
περιπλάνηση [η] ουσιαστικό (περιπλανήσεις) περιπλανιέμαι
περιπλανιέμαι ρήμα (περιπλανήθηκα, θα περιπλανηθώ)
Όταν περιπλανιέσαι σε κάποιο μέρος, γυρίζεις εδώ και εκεί χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Η Κοκκινοσκουφίτσα περιπλανήθηκε αρκετά μέσα στο δάσος μέχρι να φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς της. περιφέρομαι, τριγυρίζω
περιπλάνηση πε-ρι-πλα-νιέ-μαι
περιποιούμαι ρήμα (περιποιήθηκα, θα περιποιηθώ)
Όταν περιποιείσαι κάποιον, τον φροντίζεις μ' ενδιαφέρον και προσοχή.
φροντίζω Η Αθηνά έχει αναλάβει την περιποίηση της Ροζαλίας. Την ταΐζει καθημερινά και της δείχνει την αγάπη της. Περιποιημένα μαλλιά είναι αυτά που τα έχουμε χτενίσει με προσοχή πε-ρι-ποι-ού-μαι
περιπτεράς [ο], περιπτερού [η] ουσιαστικό (περιπτεράδες, περιπτερούδες) περίπτερο
περίπτερο [το] ουσιαστικό (περίπτερα)
Τα περίπτερα είναι μικρά καταστήματα στα πεζοδρόμια και στις πλατείες που πουλούν περιοδικά, εφημερίδες και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα.
O περιπτεράς δουλεύει σε περίπτερο.
πε-ρί-πτε-ρο
περισσεύω ρήμα (περίσσεψα, θα περισσέψω)
Όταν σου περισσεύει κάτι, έχεις χρησιμοποιήσει όσο χρειάζεσαι κι έχεις κι άλλο ακόμη. O Κώστας βάζει στον κουμπαρά του τα χρήματα που του περισσεύουν από το χαρτζιλίκι του. πε-ρισ-σεύ-ω
περισσότερος, περισσότερη, περισσότερο επίθετο (περισσότεροι, περισσότερες, περισσότερα)
Ένα μπουκάλι χωράει περισσότερο νερό από ένα ποτήρι. Πιο πολύ νερό.
λιγότερος πε-ρισ-σό-τε-ρος
περιστέρι [το] ουσιαστικό (περιστέρια)
Το περιστέρι είναι ένα άσπρο πουλί που ζει στις πόλεις.
Λέμε ότι το περιστέρι είναι το σύμβολο της ειρήνης.
πε-ρι-στέ-ρι
περιτύλιγμα [το] ουσιαστικό (περιτυλίγματα)
O κύριος Γιάννης τύλιξε το δώρο του θείου Τάκη σ' ένα πολύ όμορφο χαρτί. «Τι ωραίο περιτύλιγμα!» είπε ο θείος Τάκης, όταν είδε το δώρο του. πε-ρι-τύ-λιγ-μα
περιφέρεια [η] ουσιαστικό (περιφέρειες)
Η περιφέρεια είναι η γραμμή που υπάρχει γύρω γύρω σ' έναν κύκλο.
πε-ρι-φέ-ρει-α
περίφημος, περίφημη, περίφημο επίθετο (περίφημοι, περίφημες, περίφημα)
Περίφημο λέμε κάποιον, όταν έχει μεγάλη φήμη και είναι γνωστός παντού.
Η θεία Κατερίνα είναι μία περίφημη ζωγράφος, πολύ γνωστή στην Αθήνα.
ξακουστός άγνωστος Λέμε ότι κάτι είναι περίφημο, όταν είναι πολύ ωραίο. καταπληκτικός
πε-ρί-φη-μος
περιφράζω ρήμα (περίφραξα/περιέφραξα, θα περιφράξω)
Όταν περιφράζεις κάτι, βάζεις σύρμα γύρω γύρω για να το προστατεύσεις.
Oι εργάτες του δήμου περίφραξαν την παιδική χαρά για να μην μπαίνουν μέσα διάφορα ζώα. Για την περίφραξη της παιδικής χαράς έβαλαν ψηλά κάγκελα.
πε-ρι-φρά-ζω -Λέμε και περιφράσσω.
περιφρονώ ρήμα (περιφρόνησα, θα περιφρονήσω)
Όταν περιφρονείς κάποιον, δεν του δίνεις σημασία, γιατί δεν τον εκτιμάς.
υποτιμώ εκτιμώ, σέβομαι περιφρόνηση πε-ρι-φρο-νώ
περίχωρα [τα] ουσιαστικό
Τα περίχωρα είναι οι περιοχές που βρίσκονται γύρω από μία πόλη ή χωριό.
πε-ρί-χω-ρα
περνώ και περνάω ρήμα (πέρασα, θα περάσω)
O Κώστας και η Αθηνά περνούν μπροστά από μία εκκλησία για να πάνε στο σχολείο.
Η κυρία Μαργαρίτα πέρασε απέναντι από το δρόμο μία γιαγιά που στηριζόταν σε μπαστούνι. Την οδήγησε απέναντι.
«Πώς περνάς, Αλίκη;» ρώτησε η Αθηνά την Αλίκη στο τηλέφωνο. Τι κάνεις;
«Α, δε θα σου περάσει αυτή τη φορά! Θα πας» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα. «Μου πέρασε η ιδέα να μην πάω, μαμά, αλλά, το ξέχασα αμέσως».
Όταν ένα πέρασμα είναι στενό, μόλις που χωράμε να περάσουμε. Oι περαστικοί κάνουν το σταυρό τους, όταν βρεθούν μπροστά σε εκκλησία.
διαβάτης περ-νώ
-Πότε λέμε περασμένα ξεχασμένα;
Συμπλήρωσε την παρακάτω πρόταση:
- Όταν σκέφτομαι κάτι, λέμε ότι μου ........................... από το μυαλό.
περούκα [η] ουσιαστικό (περούκες)
Η περούκα είναι τα ψεύτικα μαλλιά που βάζουμε στο κεφάλι μας για να αλλάξουμε την εμφάνισή μας. πε-ρού-κα
Ο κλόουν φοράει περούκα.
περπατώ και περπατάω ρήμα (περπάτησα, θα περπατήσω)
Όταν περπατάς, πηγαίνεις με τα πόδια από ένα σημείο σ' ένα άλλο. O Κώστας και η Αθηνά περπατούν από το σπίτι μέχρι το σχολείο κάθε μέρα. βαδίζω
Το περπάτημα κάνει καλό στην υγεία μας.
περ-πα-τώ
πέρυσι και πέρσι επίρρημα
Πέρυσι η οικογένεια του Κώστα πήγε διακοπές στην Κρήτη. Την προηγούμενη χρονιά. πέ-ρυ-σι
πέσιμο [το] ουσιαστικό (πεσίματα) πέφτω
πέστροφα [η] ουσιαστικό (πέστροφες)
Η πέστροφα είναι ένα ψάρι που ζει στα ποτάμια και τις λίμνες. πέ-στρο-φα
πέταγμα [το] ουσιαστικό (πετάγματα) πετώ
πετάγομαι και πετιέμαι ρήμα (πετάχτηκα, θα πεταχτώ) πετώ
πέταλο [το] ουσιαστικό (πέταλα)
Το πέταλο είναι ένα κομμάτι σίδερο που το βάζουμε στο κάτω μέρος των ποδιών του αλόγου για να μπορεί να περπατάει σταθερά στο δρόμο. O κλόουν φοράει περούκα.
«Το βασιλόπουλο μαδούσε τη Μαργαρίτα βγάζοντας τα πέταλά της για να δει αν τον αγαπάει η Χιονάτη».
πέ-τα-λο
πεταλούδα [η] ουσιαστικό (πεταλούδες)
Oι πεταλούδες είναι έντομα με πολύχρωμα φτερά που πετούν από λουλούδι σε λουλούδι την άνοιξη και το καλοκαίρι. πε-τα-λού-δα 'τα έντομα'
πέταμα [το] ουσιαστικό πετώ
πετεινός [ο] ουσιαστικό (πετεινοί)
O πετεινός είναι το αρσενικό της κότας. κόκορας πε-τει-νός
πέτρα [η] ουσιαστικό (πέτρες)
Η πέτρα είναι ένα πολύ σκληρό υλικό που το βρίσκουμε στο έδαφος. Oι βράχοι είναι από πέτρα. Τα χαλίκια είναι μικρές πέτρες.
Τα διαμάντια και τα ρουμπίνια είναι πολύτιμες πέτρες. Τα λέμε και πολύτιμους λίθους.
Το ψωμί έχει γίνει πέτρα, το έχουμε από την Παρασκευή και είναι Τρίτη. Είναι πολύ σκληρό. Στην Ήπειρο υπάρχουν πολλά πέτρινα γεφύρια. Είναι γεφύρια από πέτρα. πέ-τρα
πετρέλαιο [το] ουσιαστικό (πετρέλαια)
Το πετρέλαιο είναι ένα υγρό καύσιμο που το χρησιμοποιούμε στο καλοριφέρ και τη σόμπα για να ζεσταινόμαστε το χειμώνα. πε-τρέ-λαι-ο
πέτσα [η] ουσιαστικό (πέτσες)
Η πέτσα είναι το δέρμα των ανθρώπων και των ζώων.
Το γιαούρτι έχει πέτσα. Μερικοί την τρώνε κι άλλοι την πετούν.
πέτσινος πέ-τσα
πετσέτα [η] ουσιαστικό (πετσέτες)
Όταν βγαίνουμε από το μπάνιο κι είμαστε βρεγμένοι, σκουπιζόμαστε με μία πετσέτα από μαλακό ύφασμα για να στεγνώσουμε.
Όταν τρώμε, χρησιμοποιούμε χάρτινες ή υφασμάτινες πετσέτες για να σκουπίζουμε το στόμα και τα χέρια μας.
χαρτοπετσέτα πε-τσέ-τα
πετυχαίνω ρήμα (πέτυχα, θα πετύχω)
Όταν πετυχαίνεις κάτι, έχεις προσπαθήσει πολύ γι' αυτό και το καταφέρνεις.
O κύριος Γιάννης πέτυχε τα δύο πράγματα που ήθελε περισσότερο: να κάνει οικογένεια και να είναι καλός στη δουλειά του.
«Μπράβο, Μαργαρίτα, το γλυκό πέτυχε!» είπε ο κύριος Γιάννης. Το γλυκό έγινε όπως έπρεπε, είχε επιτυχία.
«Με τη δεύτερη προσπάθεια πέτυχα με το βελάκι το στόχο» είπε ενθουσιασμένος ο Κώστας που πήγε με τον πατέρα του στο λούνα-παρκ. O κύριος Γιάννης είναι πετυχημένος αρχιτέκτονας, δηλαδή είναι πολύ καλός αρχιτέκτονας, έχει επιτυχία στη δουλειά του. επιτυχία πε-τυ-χαί-νω
πετώ και πετάω, πετιέμαι και πετάγομαι ρήμα (πέταξα, θα πετάξω)
Όταν τα πουλιά πετούν, ανοίγουν τα φτερά τους και φεύγουν στον ουρανό.
Όταν ένα αεροπλάνο πετάει, κινείται στον αέρα.
Όταν πετάς κάτι, το ρίχνεις κάπου μακριά από σένα.
«Πρόσεξε πού πετάς την μπάλα,Ίγκλι!» φώναξε ο Κώστας.
Όταν κάτι σου είναι άχρηστο, το πετάς. Είναι για πέταμα.
Λέμε ότι πετάς στα σύννεφα, όταν είσαι πολύ χαρούμενος.
Όταν πετάγεσαι σε μία συζήτηση, διακόπτεις ξαφνικά τους άλλους για να μιλήσεις εσύ. Όταν πετάγεσαι σ' ένα μαγαζί, πηγαίνεις εκεί και γυρίζεις πίσω γρήγορα.
Μ' ένα πέταγμα ο Πιτσικόκος βρέθηκε έξω από το παράθυρο. πέταμα, πτήση πε-τώ
πεύκο [το] ουσιαστικό (πεύκα)
Το πεύκο είναι ένα δέντρο που αντί για φύλλα έχει μακριές πράσινες βελόνες, τις πευκοβελόνες. Oι καρποί του πεύκου είναι τα κουκουνάρια. πεύ-κο
-Πότε λέμε ότι κάποιος πέφτει με τα μούτρα στο φαγητό;
-Πότε λέμε ότι πέφτουμε στα πόδια κάποιου;
Τι έγινε τελικά με τον Πιτσικόκο; Ψάξε στις λέξεις ελεύθερος, πετώ, πηδώ, προετοιμάζω
πέφτω ρήμα (έπεσα, θα πέσω)
Όταν πέφτεις, κατεβαίνεις με όλο σου το βάρος από πάνω προς τα κάτω.
Η Αθηνά έπεσε με το ποδήλατο και χτύπησε.
Όταν πέφτει χιόνι, χιονίζει. Όταν πέφτει βροχή, βρέχει.
O θείος Τάκης ήταν πολύ κουρασμένος από τα πολλά ταξίδια κι έπεσε νωρίς για ύπνο. πλαγιάζω
Γυρίζοντας από την εκδρομή τους, ο Κώστας, ο Νίκος κι ο Ίγκλι έπεσαν πάνω στον κύριο Μιχάλη. Βρέθηκαν μπροστά του χωρίς να το περιμένουν.
Όταν η Αθηνά έμαθε ότι ο κύριος Μιχάλης έδιωξε τη Ροζαλία, έπεσε από τα σύννεφα. Ένιωσε μεγάλη έκπληξη, δεν το περίμενε. πέσιμο πέ-φτω
πηγάδι [το] ουσιαστικό (πηγάδια)
Το πηγάδι είναι μία βαθιά τρύπα στη γη που έχει πάντα νερό. Γύρω γύρω υπάρχει συνήθως ένας μικρός πέτρινος τοίχος. πηγή
πη-γά-δι
πηγαίνω και πάω ρήμα (πήγα, θα πάω)
Όταν πηγαίνεις κάπου, ξεκινάς από ένα μέρος και φτάνεις σ' ένα άλλο.
O θείος Τάκης παίρνει συχνά το αεροπλάνο από την Κρήτη και πηγαίνει στο Λονδίνο. έρχομαι, επιστρέφω
O κύριος Μιχάλης πήγε τη θεία του στο νοσοκομείο για να κάνει εξετάσεις.
οδηγώ, μεταφέρω
Η Αθηνά πηγαίνει πρώτη δημοτικού. Η Αθηνά είναι μαθήτρια της πρώτης τάξης.
«Σου πάει πολύ το κόκκινο χρώμα, Αθηνά» είπε η Ελένη. ταιριάζω
Η Ελένη πηγαινοέρχεται συχνά στο σπίτι της Αθηνάς. Πηγαίνει συχνά στο σπίτι της Αθηνάς κι επιστρέφει πίσω στο δικό της. πη-γαί-νω
πηγή [η] ουσιαστικό (πηγές)
Η πηγή είναι ένα μέρος στη γη απ' όπου βγαίνει νερό. Το νερό των ποταμών βγαίνει από μία πηγή και χύνεται στη θάλασσα.
πηγάδι πη-γή
πηδάλιο [το] ουσιαστικό (πηδάλια)
Το πηδάλιο είναι το τιμόνι του πλοίου ή του αεροπλάνου. πη-δά-λι-ο
πηδώ και πηδάω ρήμα (πήδηξα, θα πηδήξω)
Όταν πηδάς, τινάζεσαι προς τα πάνω για να φτάσεις κάπου ή για να περάσεις πάνω από κάτι. Η Ροζαλία πήδηξε στο τραπέζι για να πιάσει τον Πιτσικόκο αλλά αυτός ξέφυγε και πέταξε έξω.
Η Αθηνά πήδηξε από τη χαρά της, μόλις έμαθε πως πήρε το πρώτο βραβείο ζωγραφικής. Χάρηκε πάρα πολύ. πήδημα, χοροπηδώ πη-δώ
πήζω ρήμα (έπηξα, θα πήξω)
Όταν ένα υγρό πήζει, γίνεται σαν κρέμα ή σκληραίνει.
Η κυρία Μαργαρίτα ανακάτευε συνέχεια τη σάλτσα, μέχρι να πήξει. αραιώνω
Όταν κάτι έχει πήξει, είναι πηχτό. πήξιμο αραιός πή-ζω
πηλός [ο] ουσιαστικό
O πηλός είναι από χώμα και νερό, πλάθεται όπως η πλαστελίνη και μετά ψήνεται για να σκληρύνει. Με τον πηλό φτιάχνουμε πήλινα αντικείμενα, όπως βάζα, γλάστρες, πιάτα και φλιτζάνια. πη-λός
πιάνο [το] ουσιαστικό (πιάνα)
Το πιάνο είναι ένα μουσικό όργανο με άσπρα και μαύρα πλήκτρα. Είναι έγχορδο όργανο, δηλαδή ο ήχος του βγαίνει από τις χορδές που βρίσκονται στο εσωτερικό του. Αυτός που παίζει πιάνο σε συναυλίες μόνος του ή σε ορχήστρα λέγεται πιανίστας. πιά-νο 'τα μουσικά όργανα'
πιάνω, πιάνομαι ρήμα (έπιασα, θα πιάσω)
Όταν πιάνεις κάτι, το παίρνεις με το χέρι σου και το κρατάς.
«Μπαμπά, σταμάτα να πιάνεις την κούνια μου! Άφησέ με μόνη μου!» είπε η Αθηνά. κρατώ αφήνω
Όταν πιάνεις κάτι, βάζεις το χέρι σου πάνω του.
O Κώστας έπιασε τη μπλούζα του με βρόμικα χέρια. αγγίζω, ακουμπώ
Λέμε ότι έχεις πιάσει κάποιον, όταν τον έχεις κυνηγήσει και τον κρατάς χωρίς αυτός να το θέλει. Η αστυνομία έπιασε αυτόν που έκλεψε τον κύριο Δημήτρη.
Όταν σε πιάνουν τα κλάματα, κλαις. Όταν σε πιάνει πείνα, πεινάς.
Όταν κάτι πιάνει φωτιά, καίγεται. Όταν κάτι είναι μεγάλο, λέμε ότι πιάνει πολύ χώρο.
O μπαμπάς του Ίγκλι είναι οικοδόμος και πιάνει δουλειά πολύ πρωί.
Το φουστάνι της Ελένης πιάστηκε σε μία καρέκλα. μαγκώνω,σκαλώνω
Όταν κουβαλάς κάτι βαρύ, πιάνεται η μέση σου και πονάει. πιάσιμο πιά-νω
πιάτο [το] ουσιαστικό (πιάτα)
Όταν καθόμαστε στο τραπέζι για να φάμε, ο καθένας έχει το πιάτο του με το φαγητό του. πιά-το 'η κουζίνα', 'το πάρτι'
πιγκουίνος [ο] ουσιαστικό (πιγκουίνοι)
O πιγκουίνος είναι ένα πολύ μεγάλο πουλί που κολυμπάει γρήγορα αλλά δεν μπορεί να πετάξει. Ζει σε παγωμένες θάλασσες και τρώει ψάρια. πι-γκου-ί-νος
- Πότε λέμε ότι κάποιος πιάνει πουλιά στον αέρα;
πιγούνι [το] ουσιαστικό (πιγούνια)
Πιγούνι είναι το μέρος του προσώπου που είναι κάτω από το στόμα μας.
σαγόνι πι-γού-νι 'το σώμα μας'
πιέζω, πιέζομαι ρήμα (πίεσα, θα πιέσω)
Όταν πιέζεις κάτι, το πατάς δυνατά συνήθως με το χέρι σου.
«Μην πιέζεις πολύ το μπαλόνι! Θα σπάσει και θα κάνει πολύ θόρυβο» είπε ο κύριος Γιάννης στην Αθηνά.
Όταν πιέζεις κάποιον, προσπαθείς να τον κάνεις να δεχτεί κάτι που δε θέλει.
O κύριος Μιχάλης πίεσε τον Κώστα να του πει ποιος έσπασε το τζάμι.
αναγκάζω, καταπιέζω πίεση πι-έ-ζω
πιέτα [η] ουσιαστικό (πιέτες)
Η Αλίκη αγόρασε μία φούστα με πιέτες για τη γιορτή της. Η φούστα είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε να διπλώνεται σε πολλές μεριές. πτυχή, τσάκιση πιέ-τα
πίθηκος [ο], πιθηκίνα [η] ουσιαστικό (πίθηκοι, πιθηκίνες)
O πίθηκος είναι ένα τριχωτό ζώο που ζει στη ζούγκλα, έχει πολύ μακριά χέρια και πηδάει από το ένα κλαδί στο άλλο. Η μαϊμού και ο γορίλας είναι πίθηκοι.
πί-θη-κος 'τα ζώα'
πίκρα [η] ουσιαστικό (πίκρες) πικρός
πικραίνω, πικραίνομαι ρήμα (πίκρανα, θα πικράνω) πικρός
πικρός, πικρή, πικρό επίθετο (πικροί, πικρές, πικρά)
Όταν κάτι είναι πικρό, έχει πολύ δυσάρεστη γεύση.
O θείος Αλέκος πίνει τον καφέ του πικρό, χωρίς ζάχαρη. γλυκός
Η στενοχώρια κι η απογοήτευση είναι πικρά συναισθήματα, δηλαδή πολύ δυσάρεστα. Όταν νιώθει κανείς πίκρα, είναι στενοχωρημένος, κάτι τον έχει πικράνει. πι-κρός
πιλάφι [το] ουσιαστικό (πιλάφια)
Το πιλάφι είναι φαγητό που γίνεται συνήθως από ρύζι βρασμένο και λάδι ή βούτυρο. πι-λά-φι
πιλότος [ο] ουσιαστικό (πιλότοι) αεροπλάνο
πίνακας [ο] ουσιαστικό (πίνακες)
O πίνακας είναι φτιαγμένος από μαύρο ξύλο ή άσπρο πλαστικό και κρέμεται στον τοίχο της τάξης μας. Στον πίνακα γράφουμε με κιμωλία ή μαρκαδόρο κάτι που θέλουμε να διαβάσει όλη η τάξη.
O πίνακας ανακοινώσεων είναι ένα επίπεδο κομμάτι από ξύλο ή φελό στον τοίχο όπου στερεώνουμε ανακοινώσεις με πινέζες ή καρφίτσες.
Πίνακα λέμε και τη ζωγραφιά που έχουμε βάλει μέσα σ' ένα κάδρο.
Η θεία Κατερίνα πήγε στην πινακοθήκη για να δει τους πίνακες μεγάλων Ιταλών ζωγράφων. πί-να-κας 'στο σχολείο'
πινακίδα [η] ουσιαστικό (πινακίδες)
Oι πινακίδες είναι επίπεδες πλάκες που πάνω τους είναι γραμμένες ή ζωγραφισμένες διάφορες πληροφορίες. Υπάρχουν πινακίδες στους δρόμους, στα μαγαζιά και σ' άλλους δημόσιους χώρους. Πινακίδες έχουν και τ' αυτοκίνητα στο μπροστινό και στο πίσω μέρος τους. ταμπέλα πι-να-κί-δα
πινέζα [η] ουσιαστικό (πινέζες)
Η πινέζα μοιάζει με μικρό καρφάκι που έχει πλατύ κεφάλι. Με την πινέζα στερεώνουμε φωτογραφίες ή σημειώματα στον τοίχο, στην πόρτα ή σε κάποιο πίνακα. πι-νέ-ζα
πινέλο [το] ουσιαστικό (πινέλα)
Για να ζωγραφίσουμε με νερομπογιές ή για να βάψουμε τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού, χρησιμοποιούμε πινέλο. Το πινέλο είναι ξύλινο κι έχει στην άκρη του πολλές τρίχες. πι-νέ-λο Δες ζωγράφος, πινέλο
- Τι πληροφορίες μας δίνουν οι πινακίδες στα μαγαζιά, τους δρόμους και τ' αυτοκίνητα;
πιόνι [το] ουσιαστικό (πιόνια)
Στο σκάκι, στη ντάμα, στον γκρινιάρη και σ' άλλα επιτραπέζια παιχνίδια παίζουμε με πιόνια. Κάθε παίκτης παίζει με πιόνια διαφορετικού χρώματος. Στο σκάκι τα πιόνια είναι μαύρα και άσπρα. πιό-νι Δες σκάκι
πίπα [η] ουσιαστικό (πίπες)
Η πίπα μοιάζει με μικρό ξύλινο σωλήνα με φαρδιά τρύπα στη μία άκρη για να βάζουμε καπνό. Όταν η πίπα είναι αναμμένη, ρουφάμε από την άλλη άκρη και καπνίζουμε. πί-πα
πιπέρι [το] ουσιαστικό (πιπέρια)
Το πιπέρι είναι ένας μικρός στρογγυλός καρπός που καίει πολύ. Το χρησιμοποιούμε στο φαγητό για να δώσουμε γεύση. Στο τραπέζι του φαγητού υπάρχει πάντα αλάτι και πιπέρι. αλατοπίπερο πι-πέ-ρι
πιπεριά [η] ουσιαστικό (πιπεριές)
Η πιπεριά είναι ένα λαχανικό με πράσινο, κόκκινο ή κίτρινο χρώμα και πολύ μικρούς σπόρους στο εσωτερικό του. πι-πε-ριά
πιπίλα [η] ουσιαστικό (πιπίλες)
Η πιπίλα είναι από πλαστικό και μοιάζει με τη ρώγα του γυναικείου στήθους. Όταν τα μωρά είναι ανήσυχα, πεινούν ή νυστάζουν, βάζουν την πιπίλα στο στόμα τους, την πιπιλίζουν κι αυτό τα ησυχάζει. Όταν πιπιλίζεις μία καραμέλα, την κρατάς στο στόμα σου και τη γλείφεις σιγά σιγά, μέχρι να λιώσει. πι-πί-λα
πιπιλίζω και πιπιλάω ρήμα (πιπίλισα, θα πιπιλίσω) πιπίλα
πιρούνι [το] ουσιαστικό (πιρούνια)
Με το πιρούνι καρφώνουμε κομμάτια φαγητού για να τα βάλουμε στο στόμα μας.
μαχαιροπίρουνο πι-ρού-νι 'η κουζίνα'
πισίνα [η] ουσιαστικό (πισίνες)
Η πισίνα είναι μία μεγάλη δεξαμενή γεμάτη με νερό όπου κολυμπάμε και κάνουμε βουτιές. Πισίνες έχουν συνήθως τα κολυμβητήρια και κάποια μεγάλα ξενοδοχεία.
πι-σί-να
πισινός [ο] ουσιαστικό (πισινοί) πίσω
πίστα [η] ουσιαστικό (πίστες)
Πολλά κέντρα διασκέδασηςέχουν μία πίστα, δηλαδή ένα χώρο ειδικά φτιαγμένο γι' αυτούς που θέλουν να διασκεδάσουν χορεύοντας. Στους αγώνες αυτοκίνητων τ' αυτοκίνητα τρέχουν σε πίστες. πί-στα -Πού αλλού μπορούμε να δούμε πίστα;
πιστεύω ρήμα (πίστεψα, θα πιστέψω)
Όταν πιστεύεις ότι κάτι πρόκειται να γίνει, είσαι σίγουρος ότι μπορεί να γίνει.
O κύριος Δημήτρης πιστεύει ότι θα βρεθεί αυτός που τον έκλεψε. νομίζω
Όταν πιστεύεις σε κάποιον ή σε κάτι, ξέρεις πως υπάρχει, πως είναι αληθινό και σημαντικό.
Oι άνθρωποι που προσεύχονται συχνά, πιστεύουν στο Θεό. Έχουν πίστη.
Όταν πιστεύεις κάποιον, ξέρεις πως σου λέει την αλήθεια.
O κύριος Μιχάλης δεν πίστεψε τον Κώστα. Νόμιζε πως του έλεγε ψέματα.
απίστευτος, εμπιστοσύνη, πιστευτός, πίστη, πιστός πι-στεύ-ω
πιστόλι [το] ουσιαστικό (πιστόλια)
Το πιστόλι είναι ένα μικρό όπλο με σφαίρες που μπορεί να σκοτώσει ανθρώπους. Oι αστυνομικοί έχουν πιστόλια. Το νεροπίστολο είναι ένα πλαστικό παιχνίδι που μοιάζει με πιστόλι. Γεμίζουμε τα νεροπίστολα με νερό και καταβρεχόμαστε. Πιστολάκι λέμε το σεσουάρ. Μ' αυτό στεγνώνουμε τα μαλλιά μας. πι-στό-λι
πιστός, πιστή, πιστό επίθετο (πιστοί, πιστές, πιστά)
O Κώστας και ο Νίκος είναι πιστοί φίλοι. Έχουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον και προσπαθούν να είναι πάντα καλοί φίλοι. (σαν ουσιαστικό) Oι πιστοί είναι αυτοί που πιστεύουν σε μία θρησκεία. πιστεύω
πι-στός
πίσω επίρρημα
Η Ροζαλία κάθισε πίσω από την Αθηνά κι άρχισε να νιαουρίζει. Η Ροζαλία κάθισε από τη μεριά που δεν έβλεπε η Αθηνά. μπροστά
«Προχώρα πιο γρήγορα, γιατί θα μείνεις πίσω». Θα καθυστερήσεις.
«Παιδιά, πάω για λίγο στο γραφείο, θα είμαι πίσω στις έξι» είπε ο κύριος Γιάννης. Θα επιστρέψω στις έξι.
«Θέλω να μου δώσεις πίσω το βιβλίο που σου δάνεισα, Αθηνά!» είπε η Αλίκη. Θέλω να μου το επιστρέψεις.
(σαν επίθετο) O κύριος Μιχάλης έβαλε τα κουταβάκια στο πίσω μέρος του κήπου.
μπροστινός O πισινός είναι το πίσω μέρος της λεκάνης μας, ο ποπός μας.
πί-σω Δες τελευταίος
πίτα [η] ουσιαστικό (πίτες)
Η πίτα είναι ένα φαγητό αλμυρό ή γλυκό που το φτιάχνουμε βάζοντας ένα μείγμα από διάφορα υλικά ανάμεσα σε δύο στρώσεις ζύμης ή φύλλου και ψήνοντάς το στο φούρνο. Φτιάχνουμε πίτες με τυρί, σπανάκι ή άλλα υλικά.
Όταν τρώμε σουβλάκι με πίτα, τρώμε σουβλάκι τυλιγμένο μέσα σε ψημένη στρογγυλή και λεπτή ζύμη. τυρόπιτα, σπανακόπιτα, κοτόπιτα, καρυδόπιτα, κρεατόπιτα, βασιλόπιτα πί-τα
Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο,καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
πιτζάμα [η] ουσιαστικό (πιτζάμες)
Η πιτζάμα είναι ένα παντελόνι και μία μπλούζα από λεπτό και μαλακό ύφασμα που τα φοράμε, όταν κοιμόμαστε. Υπάρχουν γυναικείες και αντρικές πιτζάμες.
πι-τζά-μα -Λέμε και μπιτζάμα.
O Νίκος φόρεσε τις πιτζάμες
του και πήγε για ύπνο.
πίτσα [η] ουσιαστικό (πίτσες)
Η πίτσα είναι ιταλικό φαγητό. Είναι συνήθως μία στρογγυλή ζύμη με ντομάτα, τυρί, ζαμπόν και διάφορα άλλα υλικά. Η πίτσα ψήνεται στο φούρνο.
«Δεν πρόφτασα να μαγειρέψω, πάμε στην πιτσαρία να φάμε πίτσα και μακαρόνια;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα, δηλαδή στο εστιατόριο που φτιάχνει πίτσες και μακαρόνια. πί-τσα
πιτσιλίζω και πιτσιλάω, πιτσιλιέμαι ρήμα (πιτσίλισα, θα πιτσιλίσω)
Όταν πιτσιλάς κάποιον ή κάτι, τον βρέχεις με σταγόνες νερού.
«Πρόσεξε μην πιτσιλίσεις τη Ροζαλία, Κώστα, καθώς ποτίζεις. Oι γάτες σιχαίνονται το νερό!» φώναξε η Αθηνά. «Παιδιά, σταματήστε το πιτσίλισμα, θα γίνετε μούσκεμα στο τέλος!» φώναξε η κυρία Μαργαρίτα. Oι πιτσιλιές είναι σταγόνες από κάποιο υγρό που έχουν πέσει πάνω σε κάτι. πι-τσι-λώ
πιτσιρίκος [ο], πιτσιρίκα [η], πιτσιρίκι [το] ουσιαστικό (πιτσιρίκοι, πιτσιρίκες, πιτσιρίκια)
Λέμε πιτσιρίκο ένα μικρό αγόρι και πιτσιρίκα ένα μικρό κορίτσι. Λέμε πιτσιρίκι ένα μικρό παιδί, αγόρι ή κορίτσι. πι-τσι-ρί-κος
πλαγιά [η] ουσιαστικό (πλαγιές) πλάγιος
πλαγιάζω ρήμα (πλάγιασα, θα πλαγιάσω)
Όταν πλαγιάζεις, ξαπλώνεις στο κρεβάτι για να κοιμηθείς.
πλάγιος πλα-γιά-ζω
πλάγιος, πλάγια, πλάγιο επίθετο (πλάγιοι, πλάγιες, πλάγια)
Όταν κάτι είναι πλάγιο, δεν είναι όρθιο, αλλά γέρνει, είναι λοξό.
Με πλάγια γράμματα είναι γραμμένα και τα παραδείγματα στο λεξικό που κρατάς.
O Κώστας, ο Ίγκλι και ο Νίκος ανέβηκαν την πλαγιά του λόφου κι έφτασαν στο εκκλησάκι που είναι στην κορυφή. Ανέβηκαν δηλαδή την ανηφορική πλευρά του. πλάγια πλά-γι-ος
πλαζ [η] ουσιαστικό
Η πλαζ είναι μία μεγάλη παραλία με άμμο, ομπρέλες, καρέκλες και καντίνες που προσφέρουν φαγητό κι αναψυκτικά. -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
πλάθω, πλάθομαι ρήμα (έπλασα, θα πλάσω)
Όταν πλάθω κάτι, του δίνω μία μορφή, ένα σχήμα. Το Πάσχα η Αθηνά και η κυρία Μαργαρίτα πλάθουν κουλουράκια και τα βάζουν στο φούρνο να ψηθούν.
Για να τα πλάσουν, ανοίγουν πρώτα τη ζύμη μ' ένα ξύλινο ραβδί, τον πλάστη. Στο σχολείο η Αθηνά και η Ελένη φτιάχνουν ανθρωπάκια από πλαστελίνη. πλάσμα
πλά-θω
πλάι επίρρημα
Όταν κάτι ή κάποιος είναι πλάι σε κάτι ή σε κάποιον άλλο, βρίσκεται κοντά του, στην αριστερή ή στη δεξιά πλευρά. δίπλα, κοντά
Η Ελένη και η Αθηνά κάθονται πλάι πλάι στο ίδιο θρανίο. Κάθονται κοντά η μία στην άλλη. πλάι
πλάκα [η] ουσιαστικό (πλάκες)
Η πλάκα είναι ένα πλατύ, λεπτό κι επίπεδο κομμάτι από πέτρα ή κάποιο άλλο σκληρό υλικό. Στρώνουμε μαρμάρινες πλάκες μέσα ή έξω από το σπίτι.
Μία πλάκα σοκολάτας είναι ένα κομμάτι σοκολάτας.
Πλάκα λέμε κι ένα αστείο που κάνει ή λέει κάποιος. Λέμε ότι σπάμε πλάκα, όταν διασκεδάζουμε και γελάμε με κάτι αστείο.
Όταν λες κάτι για πλάκα, δεν το λες στα σοβαρά, το λες στ' αστεία. πλακάκι πλά-κα
πλακάκι [το] ουσιαστικό (πλακάκια)
Τα πλακάκια είναι μικρές και συνήθως τετράγωνες πλάκες που βάζουμε στους τοίχους και τα πατώματα, κυρίως στα μπάνια και τις κουζίνες για να τα προστατέψουμε από τα νερά. πλάκα πλα-κά-κι 'η κουζίνα', 'το μπάνιο'
πλακώνω, πλακώνομαι ρήμα (πλάκωσα, θα πλακώσω)
Όταν πλακώνεις κάτι ή κάποιον, πέφτεις με όλο σου το βάρος επάνω του.
Όταν πλακώνεις κάποιον στο ξύλο, τον δέρνεις πολύ δυνατά. πλα-κώ-νω
πλανήτης [ο] ουσιαστικό (πλανήτες)
Η Γη είναι ένας πλανήτης και γυρίζει γύρω από τον ήλιο μαζί με άλλους πλανήτες, όπως τον Άρη ή τον Πλούτωνα. πλα-νή-της
πλάσμα [το] ουσιαστικό (πλάσματα)
Λέμε πως οι άνθρωποι και τα ζώα είμαστε πλάσματα του Θεού, δηλαδή πως μας έχει δημιουργήσει ο Θεός.
Πλάσμα λέμε γενικά κι έναν άνθρωπο. Τα παιδιά είναι αθώα πλάσματα.
πλάθω πλά-σμα
-Ποιους άλλους πλανήτες ξέρεις;
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
πλαστελίνη [η] ουσιαστικό (πλαστελίνες) πλάθω
πλαστικό [το] ουσιαστικό (πλαστικά)
Το πλαστικό είναι ένα ελαφρύ και φτηνό υλικό που φτιάχνεται στα εργοστάσια και παίρνει ό,τι μορφή θέλουμε να του δώσουμε. Πλένεται εύκολα και δε χαλάει.
Το μωρό της θείας Κατερίνας έχει παιχνίδια από πλαστικό.
(σαν επίθετο) Έχει πλαστικά παιχνίδια. πλα-στι-κό
πλαστός, πλαστή, πλαστό επίθετο (πλαστοί, πλαστές, πλαστά)
Όταν κάτι είναι πλαστό, είναι αντιγραφή ενός πράγματος, δεν είναι αληθινό. Υπάρχουν πλαστοί πίνακες και πλαστά χαρτονομίσματα. γνήσιος πλα-στός
πλαταίνω ρήμα (πλάτυνα, θα πλατύνω) πλατύς
πλατάνι [το] και πλάτανος [ο] ουσιαστικό (πλατάνια, πλάτανοι)
Το πλατάνι είναι ένα πολύ μεγάλο δέντρο που χάνει τα φύλλα του το χειμώνα. Φυτρώνει σε μέρη με πολύ νερό ή υγρασία.
πλα-τά-νι
πλατεία [η] ουσιαστικό (πλατείες)
Η πλατεία είναι ένας μεγάλος ανοιχτός και κεντρικός χώρος σε μία πόλη ή ένα χωριό όπου μαζεύεται πολύς κόσμος, οι μεγάλοι για βόλτα ή καφέ και τα παιδιά για παιχνίδι. πλα-τεί-α
πλάτη [η] ουσιαστικό (πλάτες)
Η πλάτη είναι το πίσω μέρος του σώματός σου, από τους ώμους μέχρι τη μέση σου.
Η πλάτη είναι και το μέρος του καθίσματος όπου ακουμπάμε την πλάτη μας, όταν καθόμαστε. πλά-τη 'το σώμα μας'
πλάτος [το] ουσιαστικό (πλάτη)
Η θεία Έλλη μέτρησε το μήκος και το πλάτος του τραπεζιού για ν' αγοράσει καινούριο τραπεζομάντιλο. Το πλάτος ενός τραπεζιού είναι η μικρότερή του πλευρά, ενώ το μήκος η μεγαλύτερη. φάρδος πλατύς πλά-τος
πλατύς, πλατιά, πλατύ, επίθετο (πλατιοί, πλατιές, πλατιά)
Όταν κάτι είναι πλατύ, έχει μεγάλο πλάτος.
Τα πεζοδρόμια στη γειτονιά μας είναι πολύ πλατιά κι ο κόσμος περπατάει άνετα, χωρίς να στριμώχνεται. φαρδύς στενός
Όταν κάτι πλαταίνει, γίνεται πλατύ.
φαρδαίνω στενεύω πλάτος πλα-τύς
πλέκω, πλέκομαι ρήμα (θα πλέξω, έπλεξα)
Όταν πλέκεις κάτι, το φτιάχνεις με μάλλινα νήματα που τα περνάς το ένα μέσα στο άλλο με βελόνες.
Η θεία Κατερίνα πλέκει πουλόβερ για το γιο της.
Η Αθηνά έχει καστανά, μακριά μαλλιά και τα πλέκει κοτσίδες.
Όταν μαθαίνεις να πλέκεις, μαθαίνεις πλέξιμο. πλεχτός, πλεχτό
πλέ-κω
πλένω, πλένομαι ρήμα (θα πλύνω, έπλυνα)
Όταν πλένεις κάτι, το καθαρίζεις με νερό και σαπούνι ή άλλο καθαριστικό.
Όταν πλένεσαι, καθαρίζεις το σώμα σου με νερό και σαπούνι.
Το πλύσιμο στο χέρι παίρνει ώρα, γι' αυτό ο κόσμος έχει πια πλυντήρια. Στο πλυντήριο ρούχων πλένουμε τα ρούχα και στο πλυντήριο πιάτων τα πιάτα. άπλυτος, ξεπλένω πλέ-νω
O Κώστας πλένει το ποδήλατο της Αθηνάς.
πλευρά [η] ουσιαστικό (πλευρές)
Ένα νόμισμα έχει δύο πλευρές. Έχει δύο μεριές, δύο όψεις.
Η κάθε γραμμή ενός τριγώνου ή ενός τετραγώνου είναι μία από τις πλευρές του.
πλευρό πλευ-ρά
πλευρό [το] ουσιαστικό (πλευρά)
Τα πλευρά είναι τα δώδεκα κόκαλα που έχουμε ανάμεσα στο στήθος και τη μέση. Τα έξι είναι στη δεξιά μεριά του σώματος και τ' άλλα έξι στην αριστερή.
πλευρά πλευ-ρό 'το σώμα μας'
πλεχτός, πλεχτή, πλεχτό επίθετο (πλεχτοί, πλεχτές, πλεχτά)
Ένα πλεχτό ρούχο είναι το ρούχο που έχει πλέξει κάποιος στο χέρι ή στη μηχανή.
(σαν ουσιαστικό) Όταν κάνει πολύ κρύο φοράμε τα πλεχτά μας για να ζεσταινόμαστε, δηλαδή φοράμε πλεχτά ρούχα. πλέκω, πλέξιμο πλε-χτός
πλέω ρήμα (έπλευσα, θα πλεύσω)
Τα πλοία και οι βάρκες πλέουν στο νερό, δηλαδή κινούνται στην επιφάνεια του νερού και δε βουλιάζουν. επιπλέω πλέ-ω
πληγή [η] ουσιαστικό (πληγές)
Η κυρία Μαργαρίτα κόπηκε με το μαχαίρι του ψωμιού κι έκανε μία βαθιά πληγή στο δάχτυλό της. Από την πληγή έτρεχε αίμα. Η κυρία Μαργαρίτα πληγώθηκε με το μαχαίρι του ψωμιού. Όταν κάποιος έχει πληγές, είναι πληγωμένος. Όταν κάποιος είναι πολύ απογοητευμένος από κάτι, αισθάνεται πληγωμένος. πλη-γή
Δες τραυματίας
πληγώνω, πληγώνομαι ρήμα (θα πληγώσω, πλήγωσα) πληγή
πλήκτρο [το] ουσιαστικό (πλήκτρα)
Όταν παίζουμε πιάνο, πατάμε τα πλήκτρα. Το πιάνο έχει άσπρα και μαύρα πλήκτρα. Κάθε πλήκτρο παίζει μία νότα.
Oι γραφομηχανές και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έχουν πλήκτρα. Κάθε πλήκτρο γράφει ένα γράμμα. Όλα μαζί τα πλήκτρα του ηλεκτρονικού υπολογιστή λέγονται πληκτρολόγιο. πλή-κτρο Δες πιάνο, υπολογιστής
πληκτρολόγιο [το] ουσιαστικό (πληκτρολόγια) πλήκτρο
πλημμύρα [η] ουσιαστικό (πλημμύρες)
Όταν βρέχει πολύ, γίνονται πλημμύρες, δηλαδή γεμίζουν οι δρόμοι με νερό.
Τα υπόγεια των σπιτιών γέμισαν νερά με τις πλημμύρες.
Τα υπόγεια των σπιτιών πλημμύρισαν. πλημ-μύ-ρα
πλημμυρίζω ρήμα (πλημμύρισα, θα πλημμυρίσω) πλημμύρα
πλην πρόθεση
Το «πλην» είναι το σύμβολο της αφαίρεσης.
Τρία πλην δύο ίσον ένα ή 3-2 = 1. μείον συν πλην
πληροφορία [η] ουσιαστικό (πληροφορίες)
Η πληροφορία είναι κάτι που μαθαίνεις για ένα θέμα που σ' ενδιαφέρει.
O Ίγκλι πήγε στο σταθμό και ζήτησε πληροφορίες για τα δρομολόγια των τρένων. Όταν δίνεις μία πληροφορία σε κάποιον, τον πληροφορείς σχετικά μ'ένα θέμα. Η πληροφορική είναι η επιστήμη που διδάσκει πώς να οργανώνουμε πληροφορίες με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή. πλη-ρο-φο-ρί-α
πληροφορική [η] ουσιαστικό πληροφορία
πληροφορώ, πληροφορούμαι ρήμα (πληροφόρησα, θα πληροφορήσω) πληροφορία
πλήρωμα [το] ουσιαστικό (πληρώματα)
Το πλήρωμα είναι όλοι αυτοί που δουλεύουν σ' ένα πλοίο ή σ' ένα αεροπλάνο.
Oι αεροσυνοδοί και οι πιλότοι είναι το πλήρωμα του αεροπλάνου. πλή-ρω-μα
πληρώνω, πληρώνομαι ρήμα (πλήρωσα, θα πληρώσω)
Όταν πληρώνεις, δίνεις χρήματα για ν' αγοράσεις κάτι ή για να χρησιμοποιήσεις κάτι που δεν είναι δικό σου.
Oι γονείς του Ίγκλι πληρώνουν νοίκι για το σπίτι που νοικιάζουν.
Όταν πληρώνεσαι, παίρνεις χρήματα για μία δουλειά που έχεις κάνει.
Όταν κάνεις κάτι κακό, λέμε ότι το πληρώνεις μία μέρα, δηλαδή τιμωρείσαι γι' αυτό. πληρωμή πλη-ρώ-νω
πλησιάζω ρήμα (πλησίασα, θα πλησιάσω)
Όταν πλησιάζεις κάποιον ή κάτι, πηγαίνεις προς το μέρος του.
απομακρύνομαι πλη-σι-ά-ζω
πλοίο [το] ουσιαστικό (πλοία)
Το πλοίο είναι ένα μεγάλο θαλάσσιο μεταφορικό μέσο. Τα επιβατικά πλοία μεταφέρουν επιβάτες που ταξιδεύουν στα νησιά. Με τα εμπορικά πλοία μεταφέρονται τα εμπορεύματα. βαπόρι, καράβι
O πλοίαρχος δίνει οδηγίες για την πορεία του πλοίου. καπετάνιος
πλοί-ο Δες λιμάνι
πλοκάμι [το] ουσιαστικό (πλοκάμια)
Το χταπόδι έχει οκτώ πλοκάμια με βεντούζες που το βοηθούν να μετακινείται και να πιάνει την τροφή του. πλο-κά-μι Δες χταπόδι
πλούσιος, πλούσια, πλούσιο επίθετο (πλούσιοι, πλούσιες, πλούσια)
Όταν κάποιος έχει ακριβά πράγματα, σπίτια και πολλά λεφτά, είναι πλούσιος.
φτωχός
(σαν ουσιαστικό) Oι πλούσιοι ξεχνούν πως υπάρχει φτώχεια στον κόσμο. Λένε όμως πως τα πλούτη δε φέρνουν πάντα την ευτυχία, δηλαδή τα πολλά λεφτά δε μας κάνουν πάντα ευτυχισμένους. πλουσιόπαιδο
πλού-σι-ος
O πλούσιος και ο φτωχός
πλούτος [ο] ουσιαστικό (τα πλούτη) πλούσιος
πλυντήριο [το] ουσιαστικό (πλυντήρια) πλένω
πνεύμα [το] ουσιαστικό (πνεύματα)
Το πνεύμα μας είναι η σκέψη μας, η εξυπνάδα μας, το μυαλό μας.
Πνεύμα λέμε και την ψυχή του ανθρώπου. πνεύ-μα
πνεύμονας [ο] ουσιαστικό (πνεύμονες)
Μέσα στο στήθος μας έχουμε δύο πνεύμονες, τον αριστερό και το δεξιό, που μας βοηθούν ν' αναπνέουμε. πνεύ-μο-νας -Λέμε και το πνευμόνι.
πνίγω, πνίγομαι ρήμα (έπνιξα, θα πνίξω)
Όταν κάτι σε πνίγει ή όταν πνίγεσαι, δεν μπορείς να αναπνεύσεις και μπορεί να πεθάνεις. «Μα τι κάνει ο κύριος Μιχάλης; Βάζει τα σκυλάκια στο νερό, λες να τα πνίξει; Δεν πιστεύω να πνιγούν!» σκέφτηκε η Αθηνά.
Όταν απελπίζεσαι με το παραμικρό πρόβλημα, λέμε πως πνίγεσαι σε μία κουταλιά νερό. πνίξιμο πνί-γω
ποδηλάτης [ο], ποδηλάτισσα [η] ουσιαστικό (ποδηλάτες, ποδηλάτισσες) ποδήλατο
ποδήλατο [το] ουσιαστικό (ποδήλατα)
Η Αθηνά έμαθε πολύ γρήγορα να κάνει ποδήλατο. Oδηγεί πολύ προσεκτικά και πηγαίνει γρήγορα όπου θέλει. Όλα τα ποδήλατα έχουν δύο ρόδες, δύο πεντάλ, ένα τιμόνι με δύο φρένα και τη σέλα για να καθόμαστε.
Η Αθηνά έχει γίνει σωστή ποδηλάτισσα. Κυκλοφορεί γρήγορα και με άνεση στους δρόμους της γειτονιάς. Είναι πολύ καλή στην ποδηλασία. πο-δή-λα-το
πόδι [το] ουσιαστικό (πόδια)
O άνθρωπος έχει δύο πόδια το δεξί και το αριστερό για να στέκεται όρθιος και να περπατάει. Το μπούτι, τα γόνατα, οι γάμπες, ο αστράγαλος, η φτέρνα και τα δάχτυλα είναι μέρη του ποδιού.
Πόδι λέμε και το κάτω μέρος του ποδιού, δηλαδή το μέρος του που είναι κάτω από τον αστράγαλο και πατάει στο έδαφος.
Τα τραπέζια και οι καρέκλες στέκονται πάνω σε τέσσερα πόδια.
Όταν το βάζεις στα πόδια, τρέχεις και φεύγεις γρήγορα μακριά. Όταν σηκώνεις όλη την πολυκατοικία στο πόδι, την αναστατώνεις. Το πόδι λέγεται μερικές φορές και ποδάρι. ποδόσφαιρο πό-δι 'το σώμα μας'
- Πότε λέμε ότι κάποιος πνίγεται στη δουλειά;
- Πότε λέμε ότι κόβονται τα πόδια κάποιου;
- Πότε λέμε ότι βάζουμε τα δύο πόδια κάποιου σ' ένα παπούτσι;
ποδιά [η] ουσιαστικό (ποδιές)
Η ποδιά είναι ένα κομμάτι ύφασμα που το δένουμε γύρω από τη μέση και πίσω από το σβέρκο μας. Oι νοικοκυρές φορούν ποδιά για να μη λερωθούν, όταν κάνουν τις δουλειές του σπιτιού.
Oι γιατροί και οινοσοκόμες φορούν άσπρη ποδιά.
ιατρική μπλούζα πο-διά
ποδοσφαιριστής [ο],ποδοσφαιρίστρια [η] ουσιαστικό (ποδοσφαιριστές, ποδοσφαιρίστριες) ποδόσφαιρο
ποδόσφαιρο [το] ουσιαστικό
Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που παίζεται με δύο ομάδες. Oι παίκτες κάθε ομάδας κλοτσούν τη μπάλα και προσπαθούν να βάλουν γκολ στα δίχτυα της άλλης ομάδας. Oι παίκτες στο ποδόσφαιρο λέγονται ποδοσφαιριστές. πόδι
πο-δό-σφαι-ρο -Η λέξη δεν έχει πληθυντικό αριθμό.
πόζα [η] ουσιαστικό (πόζες)
Η πόζα είναι η στάση που παίρνει κανείς για να τον βγάλουν φωτογραφία ή για να τον ζωγραφίσουν. Η Αθηνά δεν κουνήθηκε από τη θέση της, μέχρι η θεία Κατερίνα να της πει ν' αλλάξει πόζα.
Όταν τραβάς πόζες με τη φωτογραφική μηχανή, τραβάς φωτογραφίες. πό-ζα
ποίημα [το] ουσιαστικό (ποιήματα)
Το ποίημα είναι μία μικρή ιστορία που είναι γραμμένη σε στίχους και τη λέμε με ρυθμό. Να ένα ποίημα:
«Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σχολειό,
να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα σπουδάματα
του Θεού τα πράματα».
Όταν κάτι είναι πολύ όμορφο και το θαυμάζουμε, λέμε πως είναι ποίημα.
Τα ποιήματα τα γράφουν οι ποιητές. ποί-η-μα
ποιητής [ο], ποιήτρια [η] ουσιαστικό (ποιητές, ποιήτριες) ποίημα
ποικιλία [η] ουσιαστικό (ποικιλίες)
Στον κήπο της θείας Έλλης υπάρχει τόσο μεγάλη ποικιλία λουλουδιών, που για να τα δει κανείς όλα χρειάζεται ώρα. Η θεία Έλλη έχει πολλά διαφορετικά λουλούδια στον κήπο της. ποι-κι-λί-α
πολεμιστής [ο], πολεμίστρια [η] ουσιαστικό (πολεμιστές, πολεμίστριες) πόλεμος
πόλεμος [ο] ουσιαστικό (πόλεμοι)
Όταν γίνεται πόλεμος, ο στρατός μίας χώρας κάνει επίθεση με όπλα στο στρατό μίας άλλης χώρας. ειρήνη Στον πόλεμο οι στρατιώτες πολεμούν εναντίον του εχθρού. Oι στρατιώτες λέγονται και πολεμιστές. πό-λε-μος
πολεμώ και πολεμάω ρήμα (πολέμησα, θα πολεμήσω) πόλεμος
πόλη [η] ουσιαστικό (πόλεις)
O Κώστας και η Αθηνά ζουν στην Αθήνα, τη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας. Έχει πολλές πολυκατοικίες, πολλές γειτονιές και πολλούς κατοίκους. Oι πολίτες είναι οι κάτοικοι ενός κράτους. Εκλέγουν τους πολιτικούς, που αποφασίζουν γι'αυτούς και τον τόπο τους. πό-λη 'η πόλη'
πολιτισμός [ο] ουσιαστικό (πολιτισμοί)
O πολιτισμός είναι η ιστορία, τα γράμματα, οι τέχνες, οι επιστήμες, η οικονομία και οι παραδόσεις ενός τόπου ή μίας συγκεκριμένης εποχής. O ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίχτηκε στον ελληνικό και το ρωμαϊκό πολιτισμό. πο-λι-τι-σμός
πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάζομαι ρήμα (πολλαπλασίασα, θα πολλαπλασιάσω)
Αν πολλαπλασιάσεις το 2 με το 5, έχεις 10.
διαιρώ Όταν πολλαπλασιάζεις έναν αριθμό μ' έναν άλλον, τότε κάνεις πολλαπλασιασμό. Η πράξη 2 επί 5 ίσον δέκα λέγεται πολλαπλασιασμός.
διαίρεση πολ-λα-πλα-σι-ά-ζω
πολλαπλασιασμός [ο] ουσιαστικό (πολλαπλασιασμοί) πολλαπλασιάζω
- Μπορείς να θυμηθείς τα ονόματα δύο μεγάλων Ελλήνων ποιητών;
η πόλη
πόλος [ο] ουσιαστικό (πόλοι)
Πάνω στη γη υπάρχουν δύο πόλοι, ο Βόρειος και ο Νότιος. O Βόρειος πόλος είναι στο πάνω μέρος και ο Νότιος στο κάτω μέρος. Στους πόλους κάνει πολύ κρύο, πολικό κρύο. πό-λος
πολυθρόνα [η] ουσιαστικό (πολυθρόνες)
Η πολυθρόνα είναι ένα αναπαυτικό κάθισμα για ένα άτομο. Έχει δύο μπράτσα και πλάτη και την έχουμε συνήθως στο σαλόνι. Η κουνιστή πολυθρόνα είναι μία άνετη πολυθρόνα που κουνιέται μπρος και πίσω. πο-λυ-θρό-να
πολυκατάστημα [το] ουσιαστικό (πολυκαταστήματα)
Το πολυκατάστημα είναι ένα πολύ μεγάλο μαγαζί με πολλούς ορόφους. Σε κάθε όροφο έχει διαφορετικά τμήματα όπου μπορούμε ν'αγοράσουμε ρούχα, βιβλία, έπιπλα,κολόνιες ή άλλα πράγματα. κατάστημα πο-λυ-κα-τά-στη-μα
πολυκατοικία [η] ουσιαστικό (πολυκατοικίες)
Η πολυκατοικία είναι ένα μεγάλο σπίτι με πολλούς ορόφους και πολλά διαμερίσματα. κατοικία πο-λυ-κα-τοι-κί-α
Δες κεραία
πολύς, πολλή, πολύ επίθετο (πολλοί, πολλές, πολλά)
Όταν κάτι είναι πολύ, είναι μεγάλο στον αριθμό. Παρά τις συμβουλές του γιατρού, ο θείος Αλέκος δεν έχασε πολλά κιλά. Δεν αδυνάτισε αρκετά.
Η Ροζαλία βγαίνει από το σπίτι πολλές φορές τη μέρα. Βγαίνει συχνά.
Όταν κάτι είναι πολύ, είναι μεγάλο σε ένταση ή σε βαθμό. «Ησυχάστε επιτέλους! Κάνετε πολλή φασαρία» είπε η κυρία Μαργαρίτα στα παιδιά. λίγος
Αν βάλουμε το πολύ- στην αρχή μίας λέξης, μπορούμε να φτιάξουμε καινούριες λέξεις. Αν βγάλεις το πολύ- από τις λέξεις πολυκατάστημα, πολυκατοικία, ποιες λέξεις μένουν; (σαν επίρρημα) O θείος Αλέκος συνέχισε να τρώει πολύ και να έχει πολύ μεγάλη κοιλιά. πολύς -Προσοχή στην ορθογραφία! Γράφουμε: πολύς άνεμος, πολλή βροχή, πολύ χιόνι.
πολύτεκνος, πολύτεκνη, πολύτεκνο επίθετο (πολύτεκνοι, πολύτεκνες, πολύτεκνα)
Oι πολύτεκνοι γονείς έχουν πολλά παιδιά, πάνω από τρία. πο-λύ-τε-κνος
πολύτιμος, πολύτιμη, πολύτιμο επίθετο (πολύτιμοι, πολύτιμες, πολύτιμα)
Όταν κάτι είναι πολύτιμο, έχει μεγάλη αξία σε χρήματα. Το κολιέ της θείας Κατερίνας είναι φτιαγμένο από πολύτιμες πέτρες. Είναι πανάκριβο.
Η φιλία του Κώστα είναι πολύτιμη για τον Νίκο. Είναι πολύ σημαντική.
πο-λύ-τι-μος
πολύφωτο [το] ουσιαστικό (πολύφωτα)
Το πολύφωτο είναι ένα μεγάλο φωτιστικό με πολλές λάμπες. Το βάζουμε συνήθως στο σαλόνι. φως πο-λύ-φω-το
πολύχρωμος, πολύχρωμη, πολύχρωμο επίθετο (πολύχρωμα, πολύχρωμες, πολύχρωμα)
Όταν κάτι είναι πολύχρωμο, έχει πολλά χρώματα.
χρώμα πο-λύ-χρω-μος
πόμολο [το] ουσιαστικό (πόμολα)
Για ν' ανοίξουμε ή να κλείσουμε πόρτες και παράθυρα, τα πιάνουμε από το πόμολό τους. χερούλι πό-μο-λο 'το σπίτι'
πονηρός, πονηρή, πονηρό επίθετο (πονηροί, πονηρές, πονηρά)
Για να μην τον φοβηθεί η Κοκκινοσκουφίτσα και φύγει, ο κακός λύκος ντύθηκε με τα ρούχα της γιαγιάς της. Είναι πολύ πονηρός. Καταφέρνει αυτά που θέλει με διάφορα κόλπα. πονηριά πο-νη-ρός
ποντίκι [το] και ποντικός [ο] ουσιαστικό (ποντίκια/ποντικοί)
Το ποντίκι είναι ένα μικρό ζώο,που έχει γκρι ή καφέ χρώμα, μακριά λεπτή ουρά και κοφτερά δόντια. Ζει στους υπονόμους, στα υπόγεια και στα χωράφια. Oι γάτες κυνηγούν τα ποντίκια.
Το ποντίκι είναι και το μικρό εργαλείο του υπολογιστή που όταν το κουνάς, βάζεις το βελάκι της οθόνης στη θέση που θέλεις.
ποντικοπαγίδα, ποντικοφάρμακο
πο-ντί-κι
- Πώς λέμε μία φωλιά που έχει ποντίκια;
πόντος [ο] ουσιαστικό (πόντοι)
Ένα μέτρο έχει εκατό πόντους κι ο πόντος έχει δέκα χιλιοστά.
Η Αλίκη ψήλωσε πέντε πόντους σ' ένα καλοκαίρι. εκατοστόμετρο
Η αγαπημένη ομάδα της Αθηνάς στο μπάσκετ πέτυχε τριάντα πόντους στο χθεσινό αγώνα. Κέρδισε τριάντα βαθμούς. πό-ντος
πόνος [ο] ουσιαστικό (πόνοι) πονώ
πονώ και πονάω ρήμα (πόνεσα, θα πονέσω)
Όταν πονάς κάπου, πηγαίνεις στο γιατρό για να δεις γιατί νιώθεις πόνο. O πόνος είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα που μας κάνει να υποφέρουμε. Πόνο νιώθουμε, όταν είμαστε άρρωστοι ή στενοχωρημένοι ή έχουμε πληγωθεί. Όταν πονάς στο κεφάλι σου, έχεις πονοκέφαλο, κι όταν πονάς στην κοιλιά σου, έχεις πονόκοιλο. πο-νώ 'πώς νιώθω'
ποπ κορν [το] ουσιαστικό
Το ποπ κορν είναι ψημένα σπόρια από καλαμπόκι. ποπ-κορν 'το πάρτι' -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ποπό επιφώνημα
Λέμε «ποπό!» όταν φοβόμαστε ή θαυμάζουμε κάτι.
«Ποπό, πάει το τζάμι!» φώναξε οΊγκλι τρομαγμένος. πο-πό
πορεία [η] ουσιαστικό (πορείες)
Η πορεία είναι ο δρόμος που κάνει κάποιος με τα πόδια, όταν θέλει να πάει κάπου. Μετά από δύο ώρες πορεία στο βουνό, τα παιδιά σταμάτησαν για λίγο για να φάνε κάτι. Είχαν περπατήσει δύο ώρες.
Το πλοίο άλλαξε πορεία, γιατί ο καιρός ήταν πολύ άσχημος. Άλλαξε κατεύθυνση.
διαδρομή πο-ρεί-α
πόρτα [η] ουσιαστικό (πόρτες)
Μπαίνουμε σ' ένα δωμάτιο ή σε κάποιον άλλο κλειστό χώρο από την πόρτα του. Πόρτες υπάρχουν σε πολλά μέρη, όπως στα κτίρια, στα λεωφορεία και στα αυτοκίνητα. εξώπορτα, μπαλκονόπορτα πόρ-τα 'το σπίτι'
πορτατίφ [το] ουσιαστικό
Το φωτιστικό που έχουμε πάνω στο γραφείο το λέμε πορτατίφ. Πορτατίφ έχουμε και πάνω στο κομοδίνο, δηλαδή στο τραπεζάκι που έχουμε δίπλα στο κρεβάτι μας. πορ-τα-τίφ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
πορτμπαγκάζ [το] ουσιαστικό
Το πορτμπαγκάζ είναι το πίσω μέρος του αυτοκινήτου που ανοίγει και κλείνει κι έχει χώρο για να βάζουμε τις βαλίτσες και άλλα πράγματα. πορτ-μπα-γκάζ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
πορτοκαλάδα [η] ουσιαστικό (πορτοκαλάδες) πορτοκάλι
πορτοκαλής, πορτοκαλιά, πορτοκαλί επίθετο (πορτοκαλιοί, πορτοκαλιές, πορτοκαλιά)
Όταν κάτι είναι πορτοκαλί, έχει το χρώμα του πορτοκαλιού, δηλαδή έχει ένα χρώμα ανάμεσα στο κόκκινο και το κίτρινο.
(σαν ουσιαστικό) Το πορτοκαλί είναι το αγαπημένο χρώμα του Ίγκλι.
πορτοκάλι πορ-το-κα-λής 'τα χρώματα'
πορτοκάλι [το] ουσιαστικό (πορτοκάλια)
Το πορτοκάλι είναι ένα φθινοπωρινό στρογγυλό, πορτοκαλί φρούτο με γλυκόξινη γεύση και χοντρή μυρωδάτη φλούδα. Το τρώμε ή το στύβουμε για να πιούμε το χυμό του. Το πορτοκάλι φυτρώνει στην πορτοκαλιά. O χυμός πορτοκάλι λέγεται πορτοκαλάδα. Πορτοκαλάδα λέγεται και το αναψυκτικό με γεύση πορτοκάλι που έχει ανθρακικό. πορ-το-κά-λι
πορτοφόλι [το] ουσιαστικό (πορτοφόλια)
Στο πορτοφόλι βάζεις τα χρήματά σου. Είναι μία μικρή θήκη από δέρμα,ύφασμα ή πλαστικό που χωράει στην τσέπη σου ή στην τσάντα σου. πορ-το-φό-λι
ποσό [το] ουσιαστικό (ποσά)
Πολλά χρήματα μαζεμένα κάνουν ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Λίγα χρήματα κάνουν ένα μικρό ποσό. O Κώστας και η Αθηνά σκέφτονταν τι μπορούσαν ν' αγοράσουν με το ποσό που μάζεψαν από τα κάλαντα. O θείος Αλέκος κάνει δίαιτα. Δεν τρώει μεγάλη ποσότητα ζάχαρης αλλά τρώει μεγάλες ποσότητες από φρούτα και λαχανικά. Τρώει δηλαδή λίγη ζάχαρη και πολλά φρούτα και λαχανικά.
πο-σό
- Αν μου αλλάξεις μία συλλαβή φτιάχνεις το όνομα ενός φρούτου. Ποια λέξη είμαι; ..................................
ποσότητα [η] ουσιαστικό (ποσότητες) ποσό
πόστερ [το] ουσιαστικό
Τα πόστερ είναι οι αφίσες που κρεμάμε στον τοίχο για να ομορφύνουμε ένα χώρο. αφίσα πό-στερ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ποτάμι [το] και ποταμός [ο] ουσιαστικό (ποτάμια/ποταμοί)
Το ποτάμι είναι πολύ νερό που ξεκινάει από μία πηγή και φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Το νερό του ποταμού κυλάει συνέχεια. Την αρχή του ποταμού τη λέμε κοίτη και τις λωρίδες ξηράς που βρίσκονται και από τις δύο μεριές του τις λέμε όχθες. πο-τά-μι
ποτήρι [το] ουσιαστικό (ποτήρια)
Πίνουμε χυμό, νερό, κρασί ή κάποιο άλλο ποτό σε ποτήρι.Υπάρχουν γυάλινα, πλαστικά και χάρτινα ποτήρια. Πίνουμε νερό σε νεροπότηρα, κρασί σε ποτήρια κρασιού και μπίρα σε ποτήρια μπίρας.
O Κώστας πίνει ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι κάθε πρωί, δηλαδή πίνει τόσο χυμό όσο χωράει στο ποτήρι. πο-τή-ρι 'η κουζίνα', 'το πάρτι'
ποτίζω, ποτίζομαι ρήμα (πότισα, θα ποτίσω)
Όταν ποτίζεις, ρίχνεις νερό στα φυτά για να μην ξεραθούν.
Η κυρία Μαργαρίτα έχει ένα ποτιστήρι για να ποτίζει τις γλάστρες στη βεράντα. Όμως το καλοκαίρι τα φυτά χρειάζονται καθημερινό πότισμα. Αποφάσισε λοιπόν να βάλει ποτιστικό μηχάνημα για να ποτίζονται αυτόματα. πο-τί-ζω
ποτιστήρι [το] ουσιαστικό (ποτιστήρια) ποτίζω
πουκάμισο [το] ουσιαστικό (πουκάμισα)
Το πουκάμισο είναι ένα ρούχο από λεπτό ύφασμα που κουμπώνει μπροστά με μικρά κουμπιά, έχει γιακά και κοντά ή μακριά μανίκια. Καλύπτει το σώμα από το λαιμό ως τη μέση. που-κά-μι-σο
πούλμαν [το] ουσιαστικό
Με το πούλμαν κάνουμε ταξίδια και πηγαίνουμε εκδρομές. Είναι ένα μεγάλο λεωφορείο με πολλές θέσεις για πολλούς επιβάτες. πούλ-μαν -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
πουλόβερ [το] ουσιαστικό
Το πουλόβερ είναι μία πλεχτή μπλούζα με μακριά μανίκια.
που-λό-βερ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
πουλώ και πουλάω, πουλιέμαι ρήμα (πούλησα, θα πουλήσω)
Όταν πουλάς κάτι, το δίνεις σε κάποιον και παίρνεις χρήματα γι' αντάλλαγμα.
O θείος Αλέκος πούλησε το σπίτι του στην Αθήνα. αγοράζω
Όταν έχεις κάτι για πούλημα, έχεις αποφασίσει να το πουλήσεις. Αυτός που πουλάει κάτι, είναι ο πωλητής και αυτό που κάνει λέγεται πώληση. που-λώ
πούπουλο [το] ουσιαστικό (πούπουλα)
Τα πούπουλα είναι τα πιο μικρά φτερά των πουλιών. Στα μαξιλάρια και τα παπλώματα βάζουμε πούπουλα χήνας ή πάπιας.
Όταν κάτι είναι πολύ ελαφρύ, λέμε πως είναι ελαφρύ σαν πούπουλο.
Λέμε ότι έχεις κάποιον στα πούπουλα, όταν τον φροντίζεις πολύ και του κάνεις όλες τις χάρες. πού-που-λο
-Πότε λέμε ότι κάποιος πιάνει πουλιά στον αέρα;
πουρμπουάρ [το] ουσιαστικό
Όταν ο θείος Αλέκος έπινε τον καφέ του στο καφενείο, άφηνε πάντα ένα πουρμπουάρ στο γκαρσόνι. Έδινε παραπάνω λεφτά για το γκαρσόνι που τον σέρβιρε. φιλοδώρημα πουρ-μπου-άρ -Λέμε και μπουρμπουάρ.
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
πράγμα [το] ουσιαστικό (πράγματα)
Τι πράγμα είναι αυτό; Τι είναι αυτό; Ένα πράγμα μπορεί να είναι οτιδήποτε, όχι όμως κάτι ζωντανό. αντικείμενο
Oι εφτά νάνοι ήταν πολύ ακατάστατοι. Η Χιονάτη αποφάσισε να καθαρίσει το σπίτι τους και να τακτοποιήσει τα πράγματά τους. Τα προσωπικά τους αντικείμενα.
πράγ-μα
πραγματικός, πραγματική, πραγματικό επίθετο (πραγματικοί, πραγματικές, πραγματικά)
Όταν κάτι είναι πραγματικό, υπάρχει στ' αλήθεια, δεν το φανταζόμαστε.
Η ιστορία της Κοκκινοσκουφίτσας δεν είναι πραγματική, είναι παραμύθι.
αληθινός φανταστικός, ψεύτικος πραγ-μα-τι-κός
πραλίνα [η] ουσιαστικό (πραλίνες)
Η σοκολάτα πραλίνα είναι σοκολάτα με αμύγδαλα, φουντούκια ή άλλους ξηρούς καρπούς.
Oι πραλίνες είναι γεμιστά σοκολατάκια διάφορων ειδών. πρα-λί-να
πράξη [η] ουσιαστικό (πράξεις)
Μία πράξη είναι κάτι που κάνουμε. O κύριος Μιχάλης έκανε μία πολύ καλή πράξη. Έφτιαξε ένα ξύλινο σπιτάκι για τα κουταβάκια.
O πολλαπλασιασμός, η πρόσθεση, η αφαίρεση και η διαίρεση είναι πράξεις της αριθμητικής. πρά-ξη
πράσινος, πράσινη, πράσινο επίθετο (πράσινοι, πράσινες, πράσινα)
Όταν κάτι είναι πράσινο, έχει το χρώμα του χορταριού ή των φύλλων.
(σαν ουσιαστικό) Το πράσινο πάει πολύ στο Νίκο που έχει ξανθά μαλλιά.
Όταν κάποιος ζηλεύει πολύ, λέμε ότι γίνεται πράσινος από ζήλια.
(σαν ουσιαστικό) Στη γειτονιά της Αθηνάς υπάρχει πολύ πράσινο. Πολλά δέντρα, φυσικό περιβάλλον. Η πρασινάδα είναι πολλά πράσινα φυτά μαζεμένα σ' ένα μέρος. Όταν κάτι πρασινίζει, παίρνει πράσινο χρώμα. πρά-σι-νο 'τα χρώματα'
πράσο [το] ουσιαστικό (πράσα)
Το πράσο είναι ένα λαχανικό με μακριά φύλλα, μισά πράσινα, μισά άσπρα. Μοιάζει με το φρέσκο κρεμμυδάκι, είναι όμως πιο χοντρό και πιο μακρύ. Τα πράσα τα βάζουμε στις χορτόπιτες και τις σούπες.
Λέμε ότι πιάνεις κάποιον στα πράσα, όταν τον βλέπεις να κάνει κάτι κακό στα κρυφά. πρά-σο
πρατήριο [το] ουσιαστικό (πρατήρια)
Το πρατήριο είναι ένα κατάστημα που πουλάει πάντα ένα συγκεκριμένο προϊόν. Το βενζινάδικο λέγεται και πρατήριο βενζίνης. πρα-τή-ρι-ο
πρέπει ρήμα (έπρεπε, θα πρέπει)
Όταν πρέπει να κάνεις κάτι, είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις, ακόμη κι αν αυτό δε σου αρέσει. «Κώστα, σήκω αμέσως από το κρεβάτι, γιατί πρέπει να ετοιμαστείς για το σχολείο» είπε η κυρία Μαργαρίτα.
«Πρέπει να είναι κοντά το εκκλησάκι παιδιά, κουράγιο» είπε ο Κώστας στους φίλους του. Μάλλον είναι κοντά. πρέ-πει -Χρησιμοποιείται μόνο στο τρίτο πρόσωπο του ενικού αριθμού.
πρήζω, πρήζομαι ρήμα (έπρηξα, θα πρήξω)
Όταν κάποιο μέρος του σώματός σου πρήζεται, φουσκώνει και πονάει.
O Ίγκλι χτύπησε το χέρι του στο ποδόσφαιρο και πρήστηκε το δάχτυλό του.
Λέμε ότι πρήζεις κάποιον, όταν τον ενοχλείς πάρα πολύ.
πρήξιμο φούσκωμα πρή-ζω
πρίγκιπας [ο], πριγκίπισσα [η] ουσιαστικό (πρίγκιπες, πριγκίπισσες)
Τα παιδιά ενός βασιλιά και μίας βασίλισσας γίνονται πρίγκιπες και πριγκίπισσες.
πρί-γκι-πας
πρίζα και μπρίζα [η] ουσιαστικό (πρίζες/μπρίζες)
Για να λειτουργήσει η τηλεόραση, το σίδερο και το ψυγείο, βάζουμε το καλώδιο στην πρίζα. Η πρίζα είναι το μέρος απ' όπου παίρνουν ηλεκτρικό ρεύμα οι ηλεκτρικές συσκευές. πρί-ζα 'το δωμάτιο'
πριν επίρρημα
«Τι μου είπες πριν;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα την Αθηνά. Τι μου είπες πιο νωρίς, πριν από λίγο; μετά
Πριν ανοίξει το βάζο με το γλυκό, η Αθηνά κοίταξε μήπως τη δει κανείς. Πρώτα κοίταξε ολόγυρα και μετά άνοιξε το βάζο.
Όταν ένα πράγμα είναι πριν από κάποιο άλλο, βλέπουμε πρώτα αυτό και μετά το άλλο. Καθώς ερχόμαστε στο σπίτι από το μετρό, το σχολείο των παιδιών βρίσκεται πριν από το ταχυδρομείο. μετά πριν
πριόνι [το] ουσιαστικό (πριόνια)
Το πριόνι είναι ένα μεταλλικό εργαλείο με πολλά μυτερά δοντάκια. Με το πριόνι κόβουμε κλαδιά και ξύλα. O κύριος Μιχάλης πήρε ένα πριόνι κι άρχισε να πριονίζει τις σανίδες. πρι-ό-νι 'τα εργαλεία'
πριονίζω ρήμα (πριόνισα, θα πριονίσω) πριόνι
προάστιο [το] ουσιαστικό (προάστια)
Η περιοχή που είναι λίγο έξω από μία πόλη, λέγεται προάστιο.
Η Κηφισιά είναι βόρειο προάστιο της Αθήνας. προ-ά-στι-ο
προαύλιο [το] ουσιαστικό (προαύλια)
Το προαύλιο είναι η αυλή μπροστά σ' ένα κτίριο.
Στο διάλειμμα οι μαθητές βγαίνουν στο προαύλιο του σχολείου. προ-αύ-λι-ο
πρόβα [η] ουσιαστικό (πρόβες)
Όταν κάνεις πρόβα στο θέατρο, παίζεις το ρόλο σου πριν την παράσταση για να τον μάθεις καλά.
Η θεία Κατερίνα έκανε μία τελευταία πρόβα το νυφικό της στη μοδίστρα. Το δοκίμασε για τελευταία φορά, πριν το φορέσει στο γάμο της. δοκιμή πρό-βα
πρόβατο [το], προβατίνα [η] ουσιαστικό (πρόβατα/προβατίνες)
Το πρόβατο είναι ένα ήσυχο ζώο που βόσκει στο χορτάρι και βελάζει, δηλαδή κάνει «μπεεεμπεεε». Τρώμε το κρέας του, πίνουμε το γάλα του και χρησιμοποιούμε το μαλλί του. Πολλά πρόβατα μαζί, κάνουν ένα κοπάδι πρόβατα.
πρό-βα-το
προβλέπω, προβλέπομαι ρήμα (πρόβλεψα, θα προβλέψω)
Όταν προβλέπεις κάτι, μαντεύεις ή νιώθεις κάτι που θα γίνει στο μέλλον.
Μερικές φορές οι μάγισσες στα παραμύθια προβλέπουν το μέλλον.
Όταν προβλέπεις κάτι, κάνεις πρόβλεψη. βλέπω προ-βλέ-πω
πρόβλημα [το] ουσιαστικό (προβλήματα)
Η θεία Κατερίνα θέλει να κάνει ένα πάρτι έκπληξη στο θείο Σταμάτη. Πώς θα μαγειρέψει όμως για το πάρτι χωρίς αυτός να το καταλάβει; Πρέπει να βρει γρήγορα μία λύση σ' αυτό το πρόβλημα.
Η δασκάλα δίνει στα παιδιά προβλήματα αριθμητικής για να τα λύσουν στο σπίτι.
Όταν έχεις προβλήματα υγείας, δεν αισθάνεσαι καλά και πηγαίνεις στο γιατρό.
πρό-βλη-μα
προβλήτα [η] ουσιαστικό (προβλήτες)
Η προβλήτα του λιμανιού είναι ένα στενόμακρο κομμάτι ξηράς όπου δένονται τα πλοία. προ-βλή-τα
προβοσκίδα [η] ουσιαστικό (προβοσκίδες)
Κάθε ελέφαντας έχει στη θέση της μύτης μία προβοσκίδα που μοιάζει σαν ελαστικός σωλήνας. Με την προβοσκίδα πιάνει την τροφή του για να τη βάλει στο στόμα του και ρουφάει νερό για να πιει και να βρέξει το σώμα του. προ-βο-σκί-δα
πρόγραμμα [το] ουσιαστικό (προγράμματα)
Όταν κάνεις το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας, ξέρεις από πριν τι θα κάνεις κάθε ώρα της ημέρας. Όταν σχεδιάζεις από πριν αυτό που θέλεις να κάνεις, το προγραμματίζεις. Αφού δεν έγινε η εκδρομή του σχολείου, ο Νίκος, ο Κώστας και ο Ίγκλι προγραμμάτισαν τη δική τους εκδρομή στο βουνό. πρό-γραμ-μα
προδίνω και προδίδω, προδίνομαι ρήμα (πρόδωσα, θα προδώσω)
Όταν προδίνεις κάποιον, δεν κρατάς τις υποσχέσεις που του έχεις δώσει ή μαρτυράς ένα μυστικό του. Όλοι στην παρέα ήξεραν πως ο Ίγκλι έσπασε το τζάμι του κύριου Μιχάλη, κανείς όμως δεν τον πρόδωσε. προδότης προ-δί-νω
προδότης [ο], προδότρα [η] ουσιαστικό (προδότες, προδότρες) προδίδω
πρόεδρος [ο], [η] ουσιαστικό (πρόεδροι)
O πρόεδρος μίας ομάδας, μίας εταιρείας ή μίας χώρας είναι πάνω απ' όλους, είναι ο αρχηγός τους. Τα παιδιά έμαθαν πως ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας θα επισκεφτεί το Ηράκλειο και τα Χανιά. πρό-ε-δρος
προετοιμάζω, προετοιμάζομαι ρήμα (προετοίμασα, θα προετοιμάσω)
Όταν προετοιμάζεις κάτι, κάνεις ό,τι μπορείς από πριν για να πάνε όλα καλά τη στιγμή που πρέπει. Η θεία Κατερίνα προετοίμασε τη γιορτή με κάθε λεπτομέρεια, και τελικά είχε μεγάλη επιτυχία. ετοιμάζω
Η Αθηνά προετοιμάστηκε για να πει στον Κώστα την αλήθεια. Δεν ήταν εύκολο να του εξηγήσει, γιατί ελευθέρωσε τον Πιτσικόκο. Σκέφτηκε από πριν τι θα του πει. Η προετοιμασία της γιορτής πήρε πολύ χρόνο στη θεία Κατερίνα.
προ-ε-τοι-μά-ζω
προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο επίθετο (προηγούμενοι, προηγούμενες, προηγούμενα)
Την προηγούμενη χρονιά η Αθηνά πήγαινε ακόμη νηπιαγωγείο. Τη χρονιά πριν από τη φετινή. προ-η-γού-με-νος
πρόθεση [η] ουσιαστικό (προθέσεις)
Η πρόθεση είναι αυτό που σχεδιάζει κανείς στο μυαλό του για να κάνει αργότερα.
O κύριος Μιχάλης είχε καλές προθέσεις: ήθελε να κρατήσει τα κουταβάκια στην αυλή του και να τα περιποιείται. Είχε καλό σκοπό. πρό-θε-ση
πρόθυμος, πρόθυμη, πρόθυμο επίθετο (πρόθυμοι, πρόθυμες, πρόθυμα)
Όταν κάποιος είναι πρόθυμος, θέλει πολύ να βοηθήσει, να κάνει αυτό που του ζητούν. Oι εφτά νάνοι ήταν πολύ πρόθυμοι να βοηθήσουν τη Χιονάτη.
Oι νάνοι έκαναν με προθυμία αυτό που τους ζήτησε η Χιονάτη. πρό-θυ-μος
προϊόν [το] ουσιαστικό (προϊόντα)
Τα προϊόντα είναι όλα αυτά τα πράγματα που φτιάχνει ο άνθρωπος συνήθως για να τα πουλήσει στους άλλους. Προϊόντα λέμε και τους καρπούς των φυτών, όπως τα πορτοκάλια ή αυτά που γίνονται από τους καρπούς, όπως το λάδι. Η κυρία Μαργαρίτα αγοράζει τα καλύτερα προϊόντα για την κουζίνα της, γιατί θέλει να μαγειρεύει νόστιμα και υγιεινά. προ-ϊ-όν
προκαλώ, προκαλούμαι ρήμα (προκάλεσα, θα προκαλέσω)
Όταν προκαλείς κάποιον, κάνεις κάτι επίτηδες για να θυμώσει και να κάνει κάτι.
O Νίκος προκαλεί συνέχεια την Αθηνά με τα πειράγματά του. Της πειράζει τα μαλλιά κι εκείνη θυμώνει και τον κυνηγάει.
Oι βροχές προκάλεσαν πολλές ζημιές στους δρόμους και τα σπίτια. Oι βροχές ήταν η αιτία για τις ζημιές. προκλητικός προ-κα-λώ
Τι έγινε τελικά με τον Πιτσικόκο;Ψάξε στις λέξεις ελεύθερος, πετώ, πηδώ, προετοιμάζω
προλαβαίνω, προλαβαίνομαι ρήμα (πρόλαβα, θα προλάβω)
Όταν προλαβαίνεις κάποιον ή κάτι, φτάνεις κοντά του πριν φύγει.
O Κώστας έτρεξε να προλάβει τον Πιτσικόκο αλλά αυτός πέταξε γρήγορα έξω από το παράθυρο. προφταίνω χάνω
Χθες ο θείος Αλέκος ήταν στην Αθήνα αλλά είχε πολλή δουλειά και δεν προλάβαινε να δει τ' ανίψια του. Δεν είχε χρόνο. προφταίνω προ-λα-βαί-νω
πρόοδος [η] ουσιαστικό (πρόοδοι)
Παλιά ταξιδεύαμε πάνω σ' ένα άλογο ή ένα γάιδαρο. Τώρα ταξιδεύουμε πιο γρήγορα μέσα σε αυτοκίνητα, τρένα και αεροπλάνα. Κάνουμε πρόοδο. Γινόμαστε όλο και καλύτεροι. πρό-ο-δος
πρόπερσι επίρρημα
Πρόπερσι είναι δύο χρόνια πριν από το φετινό χρόνο.
«Πρόπερσι το καλοκαίρι πήγαμε στη Σπάρτη, πέρυσι πήγαμε στην Κρήτη, φέτος είναι η σειρά της Σπάρτης λοιπόν» είπε ο Κώστας. πρό-περ-σι
προπονώ, προπονούμαι ρήμα (προπόνησα, θα προπονήσω)
Όταν προπονείσαι, γυμνάζεσαι τακτικά και προετοιμάζεσαι σ' ένα άθλημα για να είσαι όσο γίνεται καλύτερος στους αγώνες. O Κώστας προπονείται κάθε Σάββατο στο ποδόσφαιρο. Όταν προπονείσαι, κάνεις προπόνηση. Αυτός που προπονεί μία ομάδα λέγεται προπονητής. προ-πο-νώ
προσβάλλω, προσβάλλομαι ρήμα (πρόσβαλα, θα προσβάλω)
Όταν προσβάλλεις κάποιον,κάνεις ή λες κάτι που τον κάνει να αισθανθεί πολύ άσχημα. Η θεία του κυρίου Μιχάλη είπε πως το γλυκό που την κέρασε η κυρία Μαργαρίτα δεν τρωγόταν. Την πρόσβαλε πολύ άσχημα. Η κυρία Μαργαρίτα θύμωσε με την προσβολή που της έγινε. προ-σβάλ-λω
προσγείωση [η] ουσιαστικό (προσγειώσεις) προσγειώνομαι
προσευχή [η] ουσιαστικό (προσευχές)
Όταν κάνεις προσευχή, μιλάς στο Θεό για να του ζητήσεις κάτι ή για να τον ευχαριστήσεις για κάτι. Όταν κάνεις προσευχή, προσεύχεσαι. προ-σευ-χή
προσεύχομαι ρήμα (προσευχήθηκα, θα προσευχηθώ) προσευχή
προσέχω ρήμα (πρόσεξα, θα προσέξω)
Όταν προσέχεις αυτά που σου λέει κάποιος, ενδιαφέρεσαι γι' αυτά και τον ακούς μ' ενδιαφέρον. Η Αθηνά προσέχει πολύ στο μάθημα, δεν είναι αφηρημένη.
Όταν προσέχεις, είσαι συγκεντρωμένος σ' αυτό που κάνεις και το κάνεις καλά.
O Κώστας δεν προσέχει πάντα, όταν παίζει. Χθες κλότσησε την μπάλα κι έσπασε ένα βάζο.
Όταν προειδοποιείς κάποιον για ένα κίνδυνο, του λες «πρόσεχε!».
Όταν προσέχεις κάποιον, είσαι κοντά του και φροντίζεις να μην πάθει τίποτα.
Η Αθηνά παρακολουθεί με προσοχή το μάθημα. Είναι πολύ προσεκτική στην τάξη. O Κώστας όμως δεν είναι προσεκτικός, κάνει αταξίες.
απρόσεκτος, αφηρημένος προ-σέ-χω
πρόσθεση [η] ουσιαστικό (προσθέσεις) προσθέτω
προσκαλώ, προσκαλούμαι ρήμα (προσκάλεσα, θα προσκαλέσω)
Όταν προσκαλείς κάποιον, του λες να έρθει στο σπίτι σου ή σε μία γιορτή που έχεις οργανώσει εσύ. Η θεία Κατερίνα κι ο θείος Σταμάτης προσκάλεσαν πολύ κόσμο στα βαφτίσια του μωρού. Έστειλαν προσκλήσεις σε πολλούς συγγενείς και φίλους. Η πρόσκληση που στέλνει κάποιος όταν παντρεύεται, λέγεται προσκλητήριο. καλώ προ-σκα-λώ
πρόσκληση [η] ουσιαστικό (προσκλήσεις) προσκαλώ
προσκλητήριο [το] ουσιαστικό (προσκλητήρια) προσκαλώ
πρόσκοπος [ο], προσκοπίνα [η] ουσιαστικό (πρόσκοποι, προσκοπίνες)
Oι πρόσκοποι συναντιούνται κάθε εβδομάδα, πηγαίνουν εκδρομές, φροντίζουν τη φύση και κάνουν καλές πράξεις. Oι πρόσκοποι κάνουν προσκοπισμό.
πρό-σκο-πος
προσκυνώ ρήμα (προσκύνησα, θα προσκυνήσω)
Όταν κάποιος προσκυνά μια εικόνα στην εκκλησία, γονατίζει ή σκύβει μπροστά της και τη φιλά, για να δείξει την πίστη του. Oι προσκυνητές είναι αυτοί που επισκέπτονται έναν τόπο λατρείας για να προσκυνήσουν. Κάνουν προσκύνημα.
προ-σκυ-νώ
προσοχή [η] ουσιαστικό προσέχω
προσπαθώ ρήμα (προσπάθησα, θα προσπαθήσω)
Όταν προσπαθείς, κάνεις ό,τι μπορείς για να πετύχεις κάτι.
O θείος Αλέκος προσπαθεί ν' αδυνατίσει αλλά δεν είναι εύκολο. Μετά από πολλές προσπάθειες ο θείος Αλέκος έχασε μόνο δύο κιλά. προ-σπα-θώ
προστατεύω, προστατεύομαι ρήμα (προστάτευσα, θα προστατεύσω)
Όταν προστατεύεις κάποιον ή κάτι, προσέχεις να μην πάθει τίποτα κακό.
προφυλάσσω Είσαι ο προστάτης του, του δίνεις προστασία. προ-στα-τεύ-ω
προστάτης [ο], προστάτιδα [η] ουσιαστικό (προστάτες, προστάτιδες) προστατεύω
πρόστιμο [το] ουσιαστικό (πρόστιμα)
O θείος Σταμάτης πλήρωσε πρόστιμο 150 ευρώ, γιατί έτρεχε πολύ στον αυτοκινητόδρομο. Έκανε μία παράβαση και τιμωρήθηκε με πρόστιμο. πρό-στι-μο
προσφέρω, προσφέρομαι ρήμα (πρόσφερα, θα προσφέρω)
Όταν προσφέρεις κάτι σεκάποιον, του το δίνεις χωρίς να ζητάς τίποτα γι' αντάλλαγμα. O θείος Τάκης και η Αλίκη πρόσφεραν στον Κώστα και την Αθηνά μία μεγάλη φουσκωτή βάρκα για να παίζουν στη θάλασσα. Όταν βοηθάμε κάποιον χωρίς να περιμένουμε αντάλλαγμα, κάνουμε μία προσφορά. Προσφορές λέγονται και οι καλές τιμές στις εκπτώσεις. προ-σφέ-ρω
πρόσφυγας [ο] ουσιαστικό (πρόσφυγες)
Oι πρόσφυγες αναγκάζονται ν' αφήσουν την πατρίδα τους και να πάνε σε άλλη χώρα, γιατί κινδυνεύουν. Υπάρχουν και οικονομικοί πρόσφυγες, που αφήνουν την πατρίδα τους, γιατί δε βρίσκουν δουλειά. πρό-σφυ-γας
προσωπικός, προσωπική, προσωπικό επίθετο (προσωπικοί, προσωπικές, προσωπικά)
O Κώστας και η Αθηνά είχαν ο καθένας το σακίδιό του με τα προσωπικά τους πράγματα για τις διακοπές. Στο σακίδιό τους είχαν τα δικά τους πράγματα.
(σαν ουσιαστικό) Το προσωπικό ενός καταστήματος είναι όλοι οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί. προ-σω-πι-κός
πρόσωπο [το] ουσιαστικό (πρόσωπα)
Το πρόσωπο είναι το μπροστινό μέρος του κεφαλιού. Στο πρόσωπο βρίσκονται τα μάτια, η μύτη και το στόμα.
Πρόσωπο λέμε κι έναν άνθρωπο.
Στο θέατρο η κυρία Μαργαρίτα χαιρέτησε διάφορα γνωστά της πρόσωπα.
Oι ήρωες ενός έργου είναι τα πρόσωπα του έργου.
πρό-σω-πο 'το σώμα μας'
πρόταση [η] ουσιαστικό (προτάσεις)
Η πρόταση σ' ένα κείμενο αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα και τελειώνει με τελεία. Υπάρχει πάντα ένα ρήμα στην πρόταση.
«Ένα σπίτι» δεν είναι πρόταση. «Χτίζω ένα σπίτι» είναι μία πρόταση.
Όταν προτείνεις κάτι σε κάποιον, του κάνεις μία πρόταση.
O πρίγκιπας έκανε πρόταση γάμου στη Χιονάτη. προτείνω πρό-τα-ση
προτείνω, προτείνομαι ρήμα (πρότεινα, θα προτείνω)
Όταν προτείνεις κάτι σε κάποιον, του δίνεις μία ιδέα, κι αυτός δέχεται ή αρνείται.
O θείος Τάκης πρότεινε στα παιδιά να κάνουν μία βόλτα με τη βάρκα τους.
πρόταση προ-τεί-νω
προτιμώ και προτιμάω, προτιμιέμαι ρήμα (προτίμησα, θα προτιμήσω)
Όταν προτιμάς κάτι, το θέλεις περισσότερο από κάτι άλλο.
O Κώστας πάντα προτιμούσε το ποδόσφαιρο από το μπάσκετ. διαλέγω
Όταν προτιμάς κάτι, έχεις μία προτίμηση σε κάτι. προ-τι-μώ
προφέρω, προφέρομαι ρήμα (πρόφερα, θα προφέρω)
Όταν προφέρεις μία λέξη, τη λες καθαρά.
O Ίγκλι δεν μπορούσε να προφέρει καλά κάποιες λέξεις στα ελληνικά και τα παιδιά τον κορόιδευαν. Τώρα όμως έχει πολύ καλή προφορά, μιλάει σχεδόν σαν Έλληνας. O προφορικός λόγος είναι αυτά που λέμε, όταν μιλάμε. γραπτός
προ-φέ-ρω
προφταίνω ρήμα (πρόφτασα, θα προφτάσω)
O Πιτσικόκος πρόφτασε να φύγει πριν τον αρπάξει η Ροζαλία. Έφυγε πριν τον αρπάξει, πρόλαβε κι έφυγε.
Όταν προφταίνεις κάποιον ή κάτι, φτάνεις κοντά του πριν φύγει.
O Νίκος δεν πρόφτασε το λεωφορείο για το σχολείο. Το είδε που έφευγε την ώρα που πλησίαζε στη στάση. προλαβαίνω χάνω προ-φταί-νω
προφυλακτήρας [ο] ουσιαστικό (προφυλακτήρες) προφυλάσσω
προφύλαξη [η] ουσιαστικό (προφυλάξεις) προφυλάσσω
προφυλάσσω, προφυλάσσομαι και προφυλάγομαι ρήμα (προφύλαξα, θα προφυλάξω)
Όταν προφυλάσσεις κάποιον ή κάτι, φροντίζεις να μην πάθει κάτι κακό, τον προστατεύεις. Η κυρία Μαργαρίτα παίρνει πάντα μία μεγάλη ομπρέλα στην παραλία για να προφυλάσσονται τα παιδιά από το δυνατό ήλιο.
Oι προφυλακτήρες προφυλάσσουν το αυτοκίνητο από τα χτυπήματα εμπρός και πίσω. Χρειάζονται για την προφύλαξή του από τα χτυπήματα. προ-φυ-λάσ-σω
πρόχειρος, πρόχειρη, πρόχειρο επίθετο (πρόχειροι, πρόχειρες, πρόχειρα)
Όταν κάτι είναι πρόχειρο, έχει γίνει γρήγορα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή.
Η κυρία Μαργαρίτα δεν πρόφτασε να ψωνίσει κι έτσι έφτιαξε κάτι πρόχειρο για φαγητό. O κύριος Γιάννης ντύνεται πολύ πρόχειρα στις διακοπές κι η κυρία Μαργαρίτα φωνάζει. Ντύνεται, λέει με προχειρότητα, δεν προσέχει το ντύσιμό του, φοράει ό,τι να 'ναι. πρό-χει-ρος
προχθές και προχτές επίρρημα
Προχθές είναι δύο μέρες πριν από τη σημερινή και μία μέρα πριν από τη χθεσινή.
Oι επτά νάνοι τσακώνονταν συχνά για τις δουλειές. «Χθες έκοψα εγώ ξύλα» έλεγε ο Γκρινιάρης. «Και προχθές εγώ, σήμερα ας τα κόψει κάποιος άλλος» είπε ο Χαζούλης. χθες προ-χθές
προχωρώ και προχωράω ρήμα (προχώρησα, θα προχωρήσω)
Όταν προχωράς, πηγαίνεις προς τα εμπρός.
Στην εκδρομή ο Νίκος προχωρούσε πολύ γρήγορα, κι οι άλλοι του φώναζαν να τους περιμένει. σταματώ προ-χω-ρώ
πρωθυπουργός [ο], [η] ουσιαστικό (πρωθυπουργοί) υπουργός
πρωί [το] ουσιαστικό (πρωινά)
Το πρωί είναι ο χρόνος της μέρας, από την ανατολή του ήλιου μέχρι το μεσημέρι.
βράδυ
O μπαμπάς του Ίγκλι δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ, δηλαδή δουλεύει πάρα πολλές ώρες.
(σαν επίρρημα) «Είναι πολύ πρωί, μείνε λίγο ακόμη στο κρεβάτι» είπε η μαμά στον Κώστα. Το πρωινό ξύπνημα γίνεται πιο εύκολο μ' ένα δροσερό χυμό.
(σαν ουσιαστικό) Μετά τρώνε ένα ωραίο πρωινό στην κουζίνα.
πρω-ί 'η διάρκεια της μέρας'
πρωταγωνιστής [ο], πρωταγωνίστρια [η] ουσιαστικό (πρωταγωνιστές, πρωταγωνίστριες)
Όταν κάποιος είναι πρωταγωνιστής στο θέατρο ή στο σινεμά, έχει τον πρώτο ρόλο, το σημαντικότερο ρόλο στο έργο που παίζει. πρω-τα-γω-νι-στής
πρωτάθλημα [το] ουσιαστικό (πρωταθλήματα) πρωταθλητής
πρωταθλητής [ο], πρωταθλήτρια [η] ουσιαστικό (πρωταθλητές, πρωταθλήτριες)
O πρωταθλητής είναι ο καλύτερος αθλητής στο άθλημά του. Είναι ο νικητής στους περισσότερους αγώνες. Η Αλίκη ονειρεύεται να γίνει πρωταθλήτρια στο τρέξιμο. Η Αλίκη ονειρεύεται να κερδίσει το πρωτάθλημα. πρω-τα-θλη-τής
πρωτάκι [το] ουσιαστικό (πρωτάκια)
Πρωτάκι λέμε το μαθητή της πρώτης δημοτικού. πρώτος πρω-τά-κι
-Πότε λέμε την παροιμία «η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται»;
πρωτευουσιάνος [ο], πρωτευουσιάνα [η] ουσιαστικό (πρωτευουσιάνοι, πρωτευουσιάνες) πρωτεύουσα
πρωτοβρόχι [το] ουσιαστικό (πρωτοβρόχια)
Τα πρωτοβρόχια είναι οι πρώτες βροχές, όταν κρυώνει ο καιρός στο τέλος του καλοκαιριού και στην αρχή του φθινοπώρου. βροχή πρω-το-βρό-χι
πρώτος, πρώτη, πρώτο επίθετο (πρώτοι, πρώτες, πρώτα)
Όταν είσαι πρώτος, δεν υπάρχει άλλος πριν από σένα, όλοι οι άλλοι έρχονται μετά. O Κώστας στάθηκε πρώτος στη σειρά, γιατί ήταν ο πιο ψηλός.
Όταν είσαι πρώτος σε κάτι, είσαι ο καλύτερος. Η Αλίκη είναι πάντα πρώτη στο τρέξιμο. Δεν της παραβγαίνει κανείς. Πάντα παίρνει την πρωτιά. τελευταίος
Όταν κάτι γίνεται πρώτα, γίνεται πριν από κάτι άλλο. Πρώτα πλένουμε τα χέρια μας και μετά τρώμε. ύστερα, έπειτα πρωταγωνιστής, πρωταθλητής, πρωτεύουσα, πρωτιά, πρωτοβρόχια, Πρωτοχρονιά πρώ-τος
Πρωτοχρονιά [η] ουσιαστικό
Η Πρωτοχρονιά είναι η πρώτη μέρα κάθε χρόνου, δηλαδή η πρώτη Ιανουαρίου.
Πρω-το-χρο-νιά
πτηνό [το] ουσιαστικό (πτηνά)
Τα πουλιά που πετούν λέγονται και πτηνά.
πτήση πτη-νό
πτήση [η] ουσιαστικό (πτήσεις)
Όταν τα πουλιά και τα αεροπλάνα πετούν, κάνουν πτήσεις.
Όταν ο θείος Τάκης ταξιδεύει, παίρνει πάντα τη βραδινή πτήση.
πτηνό πτή-ση
πτυχή [η] ουσιαστικό (πτυχές)
Στο γάμο της θείας Κατερίνας η Αθηνά φόρεσε μία ελαφριά φούστα που έσφιγγε στη μέση με ζώνη κι έπεφτε μέχρι το γόνατο κάνοντας πτυχές. Το ύφασμα της φούστας δεν ήταν ίσιο, διπλωνόταν σε πολλές μεριές. πιέτα, τσάκιση πτυ-χή
πτυχίο [το] ουσιαστικό (πτυχία)
Το πτυχίο είναι το δίπλωμα που παίρνουμε, όταν τελειώνουμε τις σπουδές μας.
O κύριος Γιάννης σπούδασε στο Πολυτεχνείο και πήρε πτυχίο αρχιτεκτονικής.
πτυ-χί-ο
-Πότε είναι η Πρωταπριλιά και η Πρωτομαγιά;
πτώμα [το] ουσιαστικό (πτώματα)
Το πτώμα είναι το σώμα ενός πεθαμένου ανθρώπου ή ζώου.
Λέμε ότι κάποιος είναι πτώμα, όταν είναι πολύ κουρασμένος. πτώ-μα
πτώση [η] ουσιαστικό (πτώσεις)
Η πτώση του αεροπλάνου προκάλεσε το θάνατο πολλών ανθρώπων. Το αεροπλάνο έπεσε με όλο του το βάρος προς τα κάτω.
Το χειμώνα έχουμε πτώση της θερμοκρασίας. Κάνει περισσότερο κρύο.
πτώ-ση
πυκνός, πυκνή, πυκνό επίθετο (πυκνοί, πυκνές, πυκνά)
Η Αθηνά έχει πολύ πυκνά μαλλιά. Έχει πολλά, πλούσια μαλλιά. αραιός
«Το χειμώνα στο χωριό πιάνει πυκνή ομίχλη και δε βλέπουμε μπροστά μας» είπε ο Κώστας. Όταν κάτι πυκνώνει, γίνεται πυκνό. αραιώνω πυ-κνός
πυκνώνω ρήμα (πύκνωσα, θα πυκνώσω) πυκνός
πύλη [η] ουσιαστικό (πύλες)
Η πύλη είναι μία μεγάλη πόρτα που οδηγεί σε άλλο χώρο. Η Σταχτοπούτα σταμάτησε την άμαξά της μπροστά στην πύλη του παλατιού. πύ-λη
πυξίδα [η] ουσιαστικό (πυξίδες)
Η βελόνα της πυξίδας μάς δείχνει πού είναι ο Βορράς, ο Νότος, η Δύση και η Ανατολή. Τα πλοία και τα αεροπλάνα έχουν πυξίδα για να βρίσκουν το δρόμο τους, δηλαδή για να προσανατολίζονται. πυ-ξί-δα
πυρ [το] ουσιαστικό (πυρά)
Η φωτιά λεγόταν παλιότερα πυρ.
Όταν είσαι ή γίνεσαι πυρ και μανία, είσαι πάρα πολύ θυμωμένος.
Όταν φωνάζεις «πυρ!», διατάζεις κάποιον να πυροβολήσει. Όταν κάτι είναι πύρινο, είναι από φωτιά ή μοιάζει με φωτιά. πύραυλος, πυρκαγιά, πυροσβέστης πυρ
πυραμίδα [η] ουσιαστικό (πυραμίδες)
Στην Αίγυπτο έχει πολλές πυραμίδες.
πυ-ρα-μί-δα
πύραυλος [ο] ουσιαστικό (πύραυλοι)
O πύραυλος είναι μία μηχανή που μεταφέρει τους αστροναύτες στο διάστημα.
O άνθρωπος έφτασε στο φεγγάρι με πύραυλο. διαστημόπλοιο
Λέμε ότι κάποιος γίνεται πύραυλος, όταν φεύγει πάρα πολύ γρήγορα κι εξαφανίζεται.
O πύραυλος είναι και παγωτό. Το παγωτό είναι μέσα σ' ένα χωνί από μπισκότο που μοιάζει με πύραυλο. πύ-ραυ-λος
πύργος [ο] ουσιαστικό (πύργοι)
O πύργος είναι ένα από τα πιο ψηλά σημεία ενός κάστρου. Εκεί ανέβαιναν οι άνθρωποι για να δουν αν έρχεται ο εχθρός. Το σχήμα του είναι συνήθως στρογγυλό.
Πύργο λέμε κι ένα πολύ ψηλό κτίριο ή ένα κτίριο που μοιάζει με πύργο.
Στο Παρίσι βρίσκεται ο Πύργος του Άιφελ. πύρ-γος 'τα παραμύθια'
πυρετός [ο] ουσιαστικό (πυρετοί)
Όταν έχεις πυρετό, είσαι πολύ ζεστός κι αισθάνεσαι πολύ άσχημα, γιατί είσαι άρρωστος. πυ-ρε-τός
πυρήνας [ο] ουσιαστικό (πυρήνες)
O πυρήνας είναι το κέντρο του κυττάρου.
Πυρήνα λέμε και το κουκούτσι των καρπών. πυ-ρή-νας
πυρκαγιά [η] ουσιαστικό (πυργκαγιές)
Η πυρκαγιά είναι μία μεγάλη φωτιά σε κτίριο ή σε δάσος που προκαλεί πολλές καταστροφές. πυρ-κα-γιά
πυροβολώ, πυροβολούμαι ρήμα (πυροβόλησα, θα πυροβολήσω)
Όταν ρίχνεις σφαίρες με το πιστόλι, πυροβολείς.
Στην εκδρομή ο Νίκος κι ο Ίγκλι πυροβολούσαν συνέχεια τον Κώστα, που στο τέλος έγινε μούσκεμα από τα νεροπίστολά τους. πυρ πυ-ρο-βο-λώ
πυροσβεστήρας [ο] ουσιαστικό (πυροσβεστήρες) πυροσβέστης
πυροσβέστης [ο] ουσιαστικό (πυροσβέστες)
Oι πυροσβέστες βοηθούν τον κόσμο όταν γίνονται πυρκαγιές, πλημμύρες, σεισμοί και άλλες καταστροφές. Oι πυροσβέστες είναι υπάλληλοι της πυροσβεστικής υπηρεσίας. Για να σβήσουμε μία μικρή φωτιά, ρίχνουμε αφρό ή νερό με τον πυροσβεστήρα. πυρ πυ-ρο-σβέ-στης
- O Λευκός Πύργος σε ποια πόλη της Ελλάδας βρίσκεται; ................................
πυροτέχνημα [το] ουσιαστικό (πυροτεχνήματα)
Η Αθηνά κι ο Κώστας ανεβαίνουν στην ταράτσα κάθε Πρωτοχρονιά για να θαυμάσουν τα πυροτεχνήματα που σκάνε στον ουρανό. Τα πυροτεχνήματα κάνουν δυνατό θόρυβο και σκορπάνε πολύχρωμα φώτα στον ουρανό. πυρ
πυ-ρο-τέ-χνη-μα
πώληση [η] ουσιαστικό (πωλήσεις) πουλώ
πωλητής [ο], πωλήτρια [η] ουσιαστικό (πωλητές, πωλήτριες) πουλώ
|