Γλώσσα (Β Δημοτικού) - Βιβλίο Μαθητή
8. Το ταξίδι στην Χωχαρούπα 9. «Που λες, είδα…» Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
Εικόνα

Γλωσσάριο

Α

αραδιάζω (εν. 2): διηγούμαι, λέω με τη σειρά.

αυλός, ο (εν. 5): μουσικό όργανο που είναι πνευστό, δηλαδή χρειάζεται να φυσούμε μέσα σε αυτό, για να βγάλει ήχο.

Εικόνα

αψίδα, η (εν.4) : καμάρα


Β

βασικός, -ή -ό (εν.6): σημαντικός.


Γ

γραφικός, -ή -ό (εν.6): με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που ξεχωρίζει.


Δ

διακρίνω (εν.3): ξεχωρίζω.

διαφεντεύω (εν.7): φυλάω, υπερασπίζομαι.


Ε

ευεργετικός,-ή -ό (εν.5): ωφέλιμος.

ευλογία, η (εν.5): ευχή.


Ζ

ζαβολιά, η (εν.1): όταν κάποιος δεν ακολουθεί τους κανόνες του παιχνιδιού.

ζαβολιάρης,-α -ικο (εν.1): αυτός που δεν ακολουθεί τους κανόνες του παιχνιδιού.


Η

-


Θ

θέλημα, το (εν. 4): μικρή δουλειά που κάποιος επιθυμεί να του κάνουμε.


Ι

ιπτάμενος, -η -ο (εν.1): αυτός που πετά, που βρίσκεται στον αέρα.


Κ

κρατήρας, ο (εν.3): μεγάλος κυκλικός λάκκος στην επιφάνεια της Σελήνης.

Εικόνα
Λ

-


Μ

μαντεύω (εν.1): σκέφτομαι και βρίσκω, καταλαβαίνω κάτι κρυφό ή άγνωστο, φαντάζομαι.


Ν

νοτισμένος, -η, -ο (εν.1): που είναι λίγο βρεγμένος και μαλακός.


Ξ


Ο

-


ΠΝ

πάπυρος, ο (εν.3): φυτό που φυτρώνει στις όχθες των ποταμών. Στα παλιά χρόνια έγραφαν και ζωγράφιζαν στις φλούδες του κορμού του, που έμοιαζαν με μεγάλα χαρτιά.

Εικόνα

περσινός,-ή -ό (εν.1): της προηγούμενης χρονιάς.


Ρ

ροκανίζω (εν.3): μασώ κάτι σκληρό με θόρυβο.


Σ

σημαιοστολίζω (εν.7): στολίζω με σημαίες.

σίφουνας, ο (εν.4): πολύ δυνατός αέρας, κάτι που τρέχει πολύ γρήγορα και με ορμή.

σκανδαλιάρης, -α –ικο (εν. 8): άτακτος.

συλλογίζομαι (εν.2): σκέφτομαι.

σφεντόνα, η (εν. 7): παιδικό ξύλινο όπλο σε σχήμα διχάλας, πάνω στο οποίο είναι στερεωμένο ένα λάστιχο που κάποιος το τεντώνει και πετά πέτρες μακριά.

Εικόνα
Τ

-


Υ

υπνόσακος, ο (εν.4): σάκος για ύπνο.

Εικόνα
Φ

-


Χ

χωρατό, το (εν.7): αστείο.


Ψ

-


Ω

-