Γλωσσάριο
αραδιάζω (εν. 2): διηγούμαι, λέω με τη σειρά.
αυλός, ο (εν. 5): μουσικό όργανο που είναι πνευστό, δηλαδή χρειάζεται να φυσούμε μέσα σε αυτό, για να βγάλει ήχο.
αψίδα, η (εν.4) : καμάρα
βασικός, -ή -ό (εν.6): σημαντικός.
γραφικός, -ή -ό (εν.6): με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που ξεχωρίζει.
διακρίνω (εν.3): ξεχωρίζω.
διαφεντεύω (εν.7): φυλάω, υπερασπίζομαι.
ευεργετικός,-ή -ό (εν.5): ωφέλιμος.
ευλογία, η (εν.5): ευχή.
ζαβολιά, η (εν.1): όταν κάποιος δεν ακολουθεί τους κανόνες του παιχνιδιού.
ζαβολιάρης,-α -ικο (εν.1): αυτός που δεν ακολουθεί τους κανόνες του παιχνιδιού.
-
θέλημα, το (εν. 4): μικρή δουλειά που κάποιος επιθυμεί να του κάνουμε.
ιπτάμενος, -η -ο (εν.1): αυτός που πετά, που βρίσκεται στον αέρα.
κρατήρας, ο (εν.3): μεγάλος κυκλικός λάκκος στην επιφάνεια της Σελήνης.
-
μαντεύω (εν.1): σκέφτομαι και βρίσκω, καταλαβαίνω κάτι κρυφό ή άγνωστο, φαντάζομαι.
νοτισμένος, -η, -ο (εν.1): που είναι λίγο βρεγμένος και μαλακός.
–
-
πάπυρος, ο (εν.3): φυτό που φυτρώνει στις όχθες των ποταμών. Στα παλιά χρόνια έγραφαν και ζωγράφιζαν στις φλούδες του κορμού του, που έμοιαζαν με μεγάλα χαρτιά.
περσινός,-ή -ό (εν.1): της προηγούμενης χρονιάς.
ροκανίζω (εν.3): μασώ κάτι σκληρό με θόρυβο.
σημαιοστολίζω (εν.7): στολίζω με σημαίες.
σίφουνας, ο (εν.4): πολύ δυνατός αέρας, κάτι που τρέχει πολύ γρήγορα και με ορμή.
σκανδαλιάρης, -α –ικο (εν. 8): άτακτος.
συλλογίζομαι (εν.2): σκέφτομαι.
σφεντόνα, η (εν. 7): παιδικό ξύλινο όπλο σε σχήμα διχάλας, πάνω στο οποίο είναι στερεωμένο ένα λάστιχο που κάποιος το τεντώνει και πετά πέτρες μακριά.
-
υπνόσακος, ο (εν.4): σάκος για ύπνο.
-
χωρατό, το (εν.7): αστείο.
-
-