ζαβολιά [η] ουσιαστικό (ζαβολιές)
«Δεν παίζω άλλο μαζί σου, Νίκο» είπε η Αθηνά. «Κάνεις συνέχεια ζαβολιές». Προσπαθείς να με ξεγελάσεις χωρίς ν' ακολουθείς τους κανόνες του παιχνιδιού.
Όταν κάποιος κάνει ζαβολιές, είναι ζαβολιάρης. ζα-βο-λιά
ζαβολιάρης, ζαβολιάρα, ζαβολιάρικο επίθετο (ζαβολιάρηδες, ζαβολιάρες, ζαβολιάρικα) ζαβολιά
ζακέτα [η] ουσιαστικό (ζακέτες)
Η Αθηνά κούμπωσε τη ζακέτα της και βγήκε έξω να παίξει. ζα-κέ-τα
ζαλάδα [η] ουσιαστικό (ζαλάδες)
Η δασκάλα της Αθηνάς υποφέρει από ζαλάδες. Ζαλίζεται συχνά.
ζάλη, ζαλίζομαι ζα-λά-δα
ζάλη [η] ουσιαστικό
Η Αθηνά ανέβηκε πολύ ψηλά και την έπιασε ζάλη. Ζαλίστηκε. Ένιωσε πως έχασε την ισορροπία της. ζαλάδα, ζαλίζομαι ζά-λη
ζαλίζω, ζαλίζομαι ρήμα (ζάλισα, θα ζαλίσω)
Όταν κάτι σε ζαλίζει, σε κάνει να μη νιώθεις καλά.
«Θεία, μιλάς πολλή ώρα και με ζάλισες» είπε ο κύριος Μιχάλης. Όταν ζαλίζεσαι, δε νιώθεις καλά και νομίζεις ότι κοντεύεις να πέσεις κάτω.
Η Αθηνά ζαλίστηκε στο ταξίδι, επειδή είχε κακό καιρό και το πλοίο κουνιόταν πάνω κάτω. ζαλάδα, ζάλη ζα-λί-ζω
ζαμπόν [το] ουσιαστικό
Το ζαμπόν είναι χοιρινό κρέας που το κόβουμε σε λεπτές φέτες και το τρώμε συνήθως κρύο. ζα-μπόν -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ζάπιγκ [το] ουσιαστικό
Όταν βλέπεις τηλεόραση και κάνεις ζάπιγκ, αλλάζεις συνέχεια κανάλια με το τηλεκοντρόλ. ζά-πιγκ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ζάρα [η] ουσιαστικό (ζάρες) ζαρώνω
ζάρι [το] ουσιαστικό (ζάρια)
Η Αθηνά έριξε τα ζάρια. Είναι μικροί κύβοι που έχουν από 1 μέχρι 6 τελείες σε κάθε πλευρά τους. Πολλά παιχνίδια παίζονται με ζάρια. Ένα από αυτά είναι το τάβλι. ζά-ρι
ζαρώνω ρήμα (ζάρωσα, θα ζαρώσω)
Όταν κάτι ζαρώνει, τσαλακώνεται, δε φαίνεται σιδερωμένο ή τεντωμένο.
«Πώς ζάρωσε έτσι η φούστα σου, Μαργαρίτα; Έχει πολλές ζάρες. Σιδέρωσέ την, πριν βγεις έξω» είπε η θεία Έλλη. Όταν ζαρώνεις, μαζεύεσαι σε μία γωνιά και πιάνεις λιγότερο χώρο, επειδή νιώθεις φόβο, ντροπή ή κρύο. O Κώστας είδε τη ζημιά που έκανε και ζάρωσε από ντροπή. ζάρα ζα-ρώ-νω
ζάχαρη [η] ουσιαστικό (ζάχαρες)
Η ζάχαρη δίνει γλυκιά κι ευχάριστη γεύση σ' αυτά που τρώμε και πίνουμε.
Η κυρία Μαργαρίτα πάντα βάζει λίγη ζάχαρη στον καφέ της.
ζαχαροπλάστης, ζαχαροπλαστείο ζά-χα-ρη
ζαχαροπλαστείο [το] ουσιαστικό (ζαχαροπλαστεία) ζαχαροπλάστης
ζαχαροπλάστης [ο], ζαχαροπλάστισσα [η] ουσιαστικό (ζαχαροπλάστες, ζαχαροπλάστισσες)
O ζαχαροπλάστης φτιάχνει και πουλάει γλυκά. Το κατάστημα του ζαχαροπλάστη το λέμε ζαχαροπλαστείο.
ζάχαρη
ζα-χα-ρο-πλά-στης
ζέβρα [η] ουσιαστικό (ζέβρες)
Η ζέβρα είναι ένα ζώο που μοιάζει με άλογο κι έχει άσπρες και μαύρες ρίγες στο σώμα του. ζέ-βρα 'τα ζώα'
ζελέ [το] ουσιαστικό
Το ζελέ είναι ένα γλυκό που το φτιάχνουμε με χυμό φρούτων. Η Αλίκη βάζει ζελέ στα μαλλιά της για να μη χαλάει το χτένισμά της. ζε-λέ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
- Mέσα στο όνομά μου μπορείς να βρεις τη λέξη ζάχαρη. Τι είμαι; ………………………….....................……
ζεματιστός, ζεματιστή, ζεματιστό επίθετο (ζεματιστοί, ζεματιστές, ζεματιστά) ζεματίζω
ζεσταίνω, ζεσταίνομαι ρήμα (ζέστανα, θα ζεστάνω)
Όταν ζεσταίνεις κάτι, το κάνεις ζεστό.
Η κυρία Μαργαρίτα ζέστανε το φαγητό στο φούρνο. Όταν ζεσταίνεσαι, νιώθεις ζέστη. θερμαίνω κρυώνω, ψυχραίνω
ζεστός, ζέστη ζε-σταί-νω
ζέστη [η] ουσιαστικό (ζέστες)
Στο σπίτι των επτά νάνων έκανε ζέστη, γιατί έκαιγαν ξύλα στο τζάκι. Το σπίτι ήταν ζεστό και στη Χιονάτη άρεσε να κάθεται στο τζάκι και να ζεσταίνεται.
κρύο, ψύχρα ζεστός, ζεσταίνω ζέ-στη
ζεστός, ζεστή, ζεστό επίθετο (ζεστοί, ζεστές, ζεστά)
«Πρόσεχε, Κώστα! Η σούπα είναι ζεστή. Θα καείς!» είπε η κυρία Μαργαρίτα.
θερμός, καυτός κρύος, ψυχρός
ζέστη, ζεσταίνω ζε-στός
ζευγάρι [το] ουσιαστικό (ζευγάρια)
Ζευγάρι είναι ένας άντρας και μία γυναίκα που αγαπιούνται.
Πάνω από το διαμέρισμα του κυρίου Γιάννη μένει ένα ζευγάρι. Ζευγάρι είναι δύο πράγματα που ταιριάζουν και το ένα συμπληρώνει το άλλο.
O κύριος Γιάννης αγόρασε ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου για την Αθηνά κι ένα ζευγάρι παπούτσια για τον Κώστα. ζευ-γά-ρι
ζηλεύω ρήμα (ζήλεψα, θα ζηλέψω)
Όταν ζηλεύεις, θέλεις να έχεις αυτό που έχει κάποιος άλλος.
Η κακιά βασίλισσα ζηλεύει τη Χιονάτη, γιατί είναι όμορφη. Ζηλεύει την ομορφιά της. Όταν ζηλεύεις, νιώθεις ζήλια, είσαι ζηλιάρης.
ζη-λεύ-ω
ζήλια [η] ουσιαστικό (ζήλιες) ζηλεύω
ζηλιάρης, ζηλιάρα, ζηλιάρικο επίθετο (ζηλιάρηδες, ζηλιάρες, ζηλιάρικα) ζηλεύω
ζημιά [η] ουσιαστικό (ζημιές)
Όταν κάνεις ζημιά, χαλάς ή σπας κάτι.
Όλο ζημιές είναι σήμερα ο Κώστας. Έσπασε ένα ποτήρι κι ένα πιάτο. ζη-μιά
ζητιανεύω ρήμα (ζητιάνεψα, θα ζητιανέψω)
Καθώς περπατούσε στο πεζοδρόμιο, η Αθηνά είδε στη γωνία μία γιαγιά να ζητιανεύει. Παρακαλούσε τους άλλους να τη λυπηθούν και να της δώσουν χρήματα.
O ζητιάνος είναι αυτός που ζητιανεύει. ζη-τια-νεύ-ω
ζητιάνος [ο], ζητιάνα [η] ουσιαστικό (ζητιάνοι, ζητιάνες) ζητιανεύω
ζητώ και ζητάω, ζητιέμαι / ζητούμαι ρήμα (ζήτησα, θα ζητήσω)
Όταν ζητάς κάτι, λες αυτό που θέλεις να έχεις. Για τα γενέθλιά του ο Κώστας ζήτησε από τον κύριο Γιάννη ένα παιχνίδι με κάστρα και ιππότες. Η αστυνομία ζητά αυτόν που έκλεψε χρήματα από το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη. Τον ψάχνει. αναζητώ Όταν ζητάς από κάποιον να κάνει κάτι, τότε του λες τι θέλεις να κάνει.
Η δασκάλα ζήτησε από την Αθηνά να ζωγραφίσει ένα τετράγωνο στον πίνακα.
ζη-τώ
ζήτω επιφώνημα
Λέμε ζήτω, όταν είμαστε ενθουσιασμένοι με κάτι.
«Ζήτω! Κέρδισε η ομάδα μας!» φώναξε ο Κώστας. ζή-τω
ζιγκ ζαγκ επίρρημα
Η αστραπή κάνει ζιγκ ζαγκ στον ουρανό. Σχηματίζει γωνίες δεξιά κι αριστερά.
ζιγκ-ζαγκ
Ένας δρόμος που κάνει ζιγκ ζαγκ.
ζιζάνιο [το] ουσιαστικό (ζιζάνια)
Το ζιζάνιο είναι χόρτο που φυτρώνει μόνο του ανάμεσα σ' άλλα φυτά και τα εμποδίζει να μεγαλώσουν.
O κύριος Αλέκος καθάριζε όλο το απόγευμα τον κήπο από τα ζιζάνια. Ζιζάνιο λέμε κι ένα ζωηρό παιδί που κάνει αταξίες. ζι-ζά-νι-ο
ζόρι [το] ουσιαστικό (ζόρια)
Όταν κάνεις κάτι με το ζόρι, το κάνεις, επειδή σ' αναγκάζει κάποιος να το κάνεις χωρίς να το θέλεις. ζό-ρι
ζούγκλα [η] ουσιαστικό (ζούγκλες)
Η ζούγκλα είναι ένα πολύ ζεστό και υγρό δάσος με πυκνά ψηλά χόρτα. Στη ζούγκλα ζουν πολλά άγρια ζώα. ζού-γκλα
ζουζούνι [το] ουσιαστικό (ζουζούνια)
Το ζουζούνι είναι ένα μικρό έντομο.
Όταν το ζουζούνι πετάει, κάνει ένα δικό του θόρυβο. Ζουζουνίζει. ζου-ζού-νι
ζουζουνίζω ρήμα (ζουζούνισα, θα ζουζουνίσω) ζουζούνι
ζουλώ και ζουλάω, ζουλιέμαι ρήμα (ζούληξα, θα ζουλήξω)
Όταν ζουλάς κάτι, το πατάς δυνατά με τα χέρια σου. «Σταμάτα να ζουλάς την οδοντόκρεμα, Κώστα! Θα πεταχτεί όλη έξω» είπε η Αθηνά.
ζου-λώ
Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
ζουμί [το] ουσιαστικό (ζουμιά)
Όταν στύβουμε φρούτα ή βράζουμε λαχανικά, παίρνουμε το ζουμί τους.
χυμός
Όταν βράζουμε κρέας, παίρνουμε το ζουμί του. ζωμός
Όταν τα φρούτα είναι ζουμερά, έχουν πολύ ζουμί. ζου-μί
ζυγαριά [η] ουσιαστικό (ζυγαριές)
Με τη ζυγαριά μετράμε πόσο βαρύ είναι κάτι.
O Κώστας ανέβηκε στη ζυγαριά για να δει πόσα κιλά είναι.
ζυ-γα-ριά
ζυγίζω ρήμα (ζύγισα, θα ζυγίσω)
Όταν ζυγίζεις κάτι, μετράς πόσο βαρύ είναι.
O μανάβης ζύγισε τα κεράσια στη ζυγαριά για να δει πόσα κιλά είναι. O Κώστας ζυγίζει 40 κιλά. Είναι 40 κιλά. ζυ-γί-ζω
ζυμάρι [το] ουσιαστικό (ζυμάρια)
Το ζυμάρι είναι αλεύρι ανακατεμένο με νερό. Με το ζυμάρι φτιάχνουμε το ψωμί.
Τα μακαρόνια και το κριθαράκι είναι ζυμαρικά. ζυ-μά-ρι
ζυμαρικό [το] ουσιαστικό (ζυμαρικά) ζυμάρι
ζυμώνω, ζυμώνομαι ρήμα (ζύμωσα, θα ζυμώσω)
Όταν ζυμώνεις, ανακατεύεις αλεύρι, νερό και μαγιά για να γίνει ζυμάρι.
Η κυρία Μαργαρίτα ζύμωσε κουλουράκια και τα έβαλε στο φούρνο να ψηθούν.
ζυ-μώ-νω
ζω ρήμα (έζησα, θα ζήσω)
O πρίγκιπας έτρεξε δίπλα στη Χιονάτη, την είδε και φώναξε: «Ζει ακόμα! Αναπνέει, χτυπάει η καρδιά της, είναι στη ζωή, είναι ζωντανή!». πεθαίνω Η γιαγιά του Νίκου έζησε 96 χρόνια. Η ζωή της κράτησε 96 χρόνια. Η οικογένεια του Κώστα και της Αθηνάς ζει στην Αθήνα. Μένει στην Αθήνα.
ζω
ζωγραφιά [η] ουσιαστικό (ζωγραφιές)
Η ζωγραφιά είναι μία εικόνα που φτιάχνει κάποιος με χρώματα.
Η Αθηνά έκανε μία ζωγραφιά με νερομπογιές.
εικόνα, πίνακας, σχέδιο
Η θεία Κατερίνα είναι ζωγράφος. Η δουλειά της είναι να ζωγραφίζει. Για να μάθει να ζωγραφίζει, σπούδασε ζωγραφική. ζω-γρα-φιά
ζωγραφίζω ρήμα (ζωγράφισα, θα ζωγραφίσω) ζωγραφιά
ζωγραφική [η] ουσιαστικό ζωγραφιά
ζωγράφος [ο], [η] ουσιαστικό (ζωγράφοι) ζωγραφιά
ζωή [η] ουσιαστικό (ζωές)
O πρίγκιπας είπε στη Χιονάτη: «Θέλω να ζήσω όλη μου τη ζωή μαζί σου. Θα ζήσουμε μαζί μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος». ζωντανός, ζω, ζωηρός
ζω-ή
ζωηρός, ζωηρή, ζωηρό επίθετο (ζωηροί, ζωηρές, ζωηρά)
«Αυτό το παιδί είναι ζωηρό» είπε η δασκάλα. Κάνει αταξίες, δεν είναι φρόνιμο. O Κώστας προχωρούσε με ζωηρό βήμα. Δεν ήθελε ν' αργήσει. Με γρήγορο βήμα.
Το κόκκινο είναι ζωηρό χρώμα. Είναι έντονο και φωτεινό χρώμα. ζω-η-ρός
ζώνη [η] ουσιαστικό (ζώνες)
O κύριος Γιάννης έβαλε τη ζώνη του για να μην του πέσει το παντελόνι. Η ζώνη ασφαλείας είναι μία ζώνη που φοράμε μέσα στο αυτοκίνητο ή στο αεροπλάνο. Μας προστατεύει να μη χτυπήσουμε. ζώ-νη 'τα ρούχα'
ζωντανός, ζωντανή, ζωντανό επίθετο (ζωντανοί, ζωντανές, ζωντανά) ζωή
ζώο [το] ουσιαστικό (ζώα)
Ζώο είναι κάτι που ζει και κινείται αλλά δεν είναι φυτό ούτε άνθρωπος. Τα πουλιά, τα ψάρια, οι σκύλοι και οι ελέφαντες είναι ζώα. O σκύλος και η γάτα είναι κατοικίδια ζώα. Το λιοντάρι και η τίγρη είναι άγρια ζώα. ζώ-ο 'τα ζώα'
τα ζώα
|