εγκέφαλος [ο] ουσιαστικό (εγκέφαλοι) μυαλό
έγκλημα [το] ουσιαστικό (εγκλήματα)
Το έγκλημα είναι μία κακή πράξη, αντίθετη στους νόμους.
Το να σκοτώνει κανείς ανθρώπους είναι έγκλημα. έ-γκλη-μα
εγκυκλοπαίδεια [η] ουσιαστικό (εγκυκλοπαίδειες)
Η εγκυκλοπαίδεια είναι μία σειρά από βιβλία, σιντί ή ντιβιντί που μας δίνουν πληροφορίες για πολλά και διαφορετικά πράγματα με αλφαβητική σειρά.
ε-γκυ-κλο-παί-δει-α
έγκυος [η] ουσιαστικό (έγκυες)
Η έγκυος είναι μία γυναίκα που έχει ένα μωρό στην κοιλιά της. έ-γκυ-ος
εγχείρηση [η] ουσιαστικό (εγχειρήσεις)
Όταν κάνεις μία εγχείρηση, ο γιατρός διορθώνει ή βγάζει ένα άρρωστο μέρος του σώματός σου για να το γιατρέψει. Η θεία του κυρία Μιχάλη έκανε εγχείρηση στη μέση της, επειδή την πονούσε πολύ. εγχειρίζω εγ-χεί-ρη-ση
εγωιστής [ο], εγωίστρια [η] ουσιαστικό (εγωιστές, εγωίστριες)
Εγωιστής είναι αυτός που σκέφτεται μόνο τον εαυτό του και θέλει να γίνεται συνέχεια το δικό του. ε-γω-ι-στής
έδαφος [το] ουσιαστικό (εδάφη)
Το έδαφος είναι η επιφάνεια της γης.
Η μπάλα ξέφυγε από τα χέρια του Ίγκλι κι έπεσε στο έδαφος. γη έ-δα-φος
έδρα [η] ουσιαστικό (έδρες)
Η έδρα είναι το γραφείο της δασκάλας ή του δάσκαλου στο σχολείο. έ-δρα
εθελοντής [ο], εθελόντρια [η] ουσιαστικό (εθελοντές, εθελόντριες)
Είσαι εθελοντής, όταν κάνεις κάποια δουλειά με τη θέλησή σου και χωρίς να παίρνεις χρήματα. ε-θε-λο-ντής
έθιμο [το] ουσιαστικό (έθιμα)
Το έθιμο είναι μία ιδιαίτερη συνήθεια ή ένας τρόπος ζωής που έχουν οι κάτοικοι ενός τόπου. «Το Πάσχα εμείς οι Έλληνες έχουμε έθιμο να βάφουμε κόκκινα αυγά» είπε η δασκάλα. συνήθεια έ-θι-μο
- Συζήτησε στην τάξη με τους συμμαθητές σου για τα έθιμα του τόπου σου. Yπάρχουν έθιμα στο τόπο σου που ξεχωρίζουν; Ποια είναι αυτά;
είδηση [η] ουσιαστικό (ειδήσεις)
Η είδηση είναι μία νέα πληροφορία.
O Κώστας έφερε την ευχάριστη είδηση: «Η Ροζαλία βρέθηκε». Όταν βλέπουμε ειδήσεις στην τηλεόραση ή ακούμε ειδήσεις από το ραδιόφωνο, μαθαίνουμε τι συμβαίνει στον κόσμο κάθε μέρα. νέο ειδοποιώ εί-δη-ση
ειδοποιώ, ειδοποιούμαι ρήμα (ειδοποίησα, θα ειδοποιήσω)
Όταν ειδοποιείς κάποιον, του φέρνεις μία είδηση για κάτι που έγινε.
O Κώστας ειδοποίησε τους άλλους ότι βρέθηκε η Ροζαλία.
είδηση, ειδοποίηση ει-δο-ποι-ώ
εικόνα [η] ουσιαστικό (εικόνες)
Η εικόνα είναι μία ζωγραφιά, ένα σχέδιο ή μία φωτογραφία.
Το λεξικό που κρατάς στα χέρια σου έχει μέσα του πολλές εικόνες. Στην εκκλησία η εικόνα είναι μία ζωγραφιά του Χριστού, της Παναγίας ή των Αγίων. ει-κό-να
ειρήνη [η] ουσιαστικό
Ύστερα από πολλά χρόνια πολέμου η Ελλάδα και η Τουρκία έκαναν ειρήνη. Σταμάτησαν να πολεμούν. πόλεμος ειρηνικός ει-ρή-νη
Ποιος έφερε τα νέα για τη Pοζαλία; Ψάξε στις λέξεις είδηση, ειδοποιώ
εισιτήριο [το] ουσιαστικό (εισιτήρια)
Το εισιτήριο είναι ένα χαρτάκι που αγοράζεις για να μπορείς να ταξιδέψεις ή να μπεις στον κινηματογράφο και το θέατρο. ει-σι-τή-ρι-ο
είσοδος [η] ουσιαστικό (είσοδοι)
Όταν απαγορεύεται η είσοδος σ' ένα μέρος, δεν επιτρέπεται να μπεις εκεί.
Έξω από το χειρουργείο γράφει: «Απαγορεύεται η είσοδος». Μόνο οι γιατροί και οι νοσοκόμες επιτρέπεται να μπουν εκεί μέσα.
Η είσοδος ενός σπιτιού είναι η πόρτα απ' όπου μπαίνουμε
σ' αυτό. έξοδος
εί-σο-δος
εισπράκτορας [ο], [η] ουσιαστικό (εισπράκτορες)
O εισπράκτορας είναι ένας υπάλληλος που μαζεύει τα χρήματα που χρωστούν οι άνθρωποι.
Στα λεωφορεία ο εισπράκτορας είναι ένας υπάλληλος που πληρώνεται για να κόβει εισιτήρια στους επιβάτες. ει-σπρά-κτο-ρας
-Λέμε και η εισπρακτόρισσα.
εκατομμύριο [το] αριθμητικό (εκατομμύρια) 'οι αριθμοί'
εκατομμυριούχος [ο], [η] ουσιαστικό (εκατομμυριούχοι)
Εκατομμυριούχος είναι κάποιος που έχει πάρα πολλά χρήματα.
ε-κα-τομ-μυ-ρι-ού-χος
εκδίκηση [η] ουσιαστικό (εκδικήσεις)
Όταν παίρνεις εκδίκηση από κάποιον, του κάνεις κακό για το κακό που σου έχει κάνει αυτός πιο πριν. O Κώστας χάλασε το στιλό της Αθηνάς κι εκείνη για εκδίκηση του έσκισε το τετράδιο. Τον εκδικήθηκε. εκ-δί-κη-ση
εκδικούμαι ρήμα (εκδικήθηκα, θα εκδικηθώ) εκδίκηση
εκδότης [ο], εκδότρια [η] ουσιαστικό (εκδότες, εκδότριες)
O εκδότης είναι το πρόσωπο ή η εταιρεία που τυπώνει ένα βιβλίο, ένα περιοδικό ή μία εφημερίδα και το πουλάει. Σήμερα η κυρία Μαργαρίτα είχε ραντεβού με τον εκδότη της εφημερίδας όπου εργάζεται. εκ-δό-της
εκδρομή [η] ουσιαστικό (εκδρομές)
Η εκδρομή είναι ένας σύντομος περίπατος ή ένα σύντομο ταξίδι με σκοπό τη διασκέδασή μας. O Κώστας και οι φίλοι του πήγαν εκδρομή, μόλις έφτιαξε ο καιρός. εκ-δρο-μή
έκθεση [η] ουσιαστικό (εκθέσεις)
Έκθεση είναι ο χώρος όπου τοποθετούμε αντικείμενα ή έργα τέχνης για να τα θαυμάσει ο κόσμος και να τ' αγοράσει. O κύριος Γιάννης ήθελε να πάει σε μία έκθεση αυτοκινήτων αλλά τελικά πήγε στην έκθεση ζωγραφικής της θείας Κατερίνας.
Όταν ένας ζωγράφος κάνει έκθεση, παρουσιάζει τα έργα του στον κόσμο.
Όταν ένας μαθητής γράφει έκθεση, γράφει ό,τι σκέφτεται για ένα θέμα.
έκ-θε-ση
εκκλησία [η] ουσιαστικό (εκκλησίες)
Η εκκλησία είναι ο τόπος όπου οι Χριστιανοί προσεύχονται και λατρεύουν το Θεό.
εκ-κλη-σί-α
έκλειψη [η] ουσιαστικό (εκλείψεις)
Όταν έχουμε έκλειψη ηλίου, το φεγγάρι μπαίνει μπροστά από τον ήλιο και τον κρύβει για λίγο. Όταν έχουμε έκλειψη σελήνης, ο ήλιος μπαίνει μπροστά από τη σελήνη και την κρύβει για λίγο. έ-κλει-ψη
εκμεταλλεύομαι ρήμα (εκμεταλλεύτηκα, θα εκμεταλλευτώ)
Όταν εκμεταλλεύεσαι κάτι ή κάποιον, τον χρησιμοποιείς για να κερδίσεις εσύ.
O Κώστας εκμεταλλεύτηκε την μπαλιά που του έδωσε ο Ίγκλι για να βάλει γκολ.
εκμετάλλευση εκ-με-ταλ-λεύ-ο-μαι
εκνευρίζω, εκνευρίζομαι ρήμα (εκνεύρισα, θα εκνευρίσω)
Όταν εκνευρίζεις κάποιον, τον ενοχλείς. Oι φωνές των παιδιών που παίζουν στη γειτονιά εκνευρίζουν τον κύριο Μιχάλη. Εκνευρίζεται πολύ εύκολα.
θυμώνω, τσατίζω νεύρο ε-κνευ-ρί-ζω
Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Kώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι
εκπαιδευτής [ο], εκπαιδεύτρια [η] ουσιαστικό (εκπαιδευτές, εκπαιδεύτριες) εκπαιδεύω
εκπαιδευτικός [ο], [η] ουσιαστικό (εκπαιδευτικοί)
Εκπαιδευτικούς λέμε τους δασκάλους, τους νηπιαγωγούς και τους καθηγητές.
εκπαιδεύω εκ-παι-δευ-τι-κός
εκπαιδεύω, εκπαιδεύομαι ρήμα (εκπαίδευσα, θα εκπαιδεύσω)
Όταν εκπαιδεύεις κάποιον, του δείχνεις πώς να κάνει κάτι. O δάσκαλος της ιππασίας εκπαίδευσε τη θεία Κατερίνα ν' ανεβαίνει σε άλογο και να τρέχει μ'αυτό.
Ήταν ο εκπαιδευτής της, δηλαδή ο δάσκαλος που την εκπαίδευσε, που της έδωσε την εκπαίδευση που χρειαζόταν. εκ-παι-δεύ-ω
έκπληξη [η] ουσιαστικό (εκπλήξεις)
Όταν κάτι είναι έκπληξη, δεν περιμένεις να συμβεί. Το πάρτι για τη γιορτή του θείου Σταμάτη ήταν έκπληξη. Δεν του είχε πει κανείς τίποτα. Η έκπληξη είναι το συναίσθημα που νιώθεις, όταν δεν περιμένεις να γίνει κάτι.
Η Κοκκινοσκουφίτσα ένιωσε μεγάλη έκπληξη: η φωνή της γιαγιάς ήταν πολύ χοντρή. έκ-πλη-ξη
εκπομπή [η] ουσιαστικό (εκπομπές)
Μία εκπομπή είναι ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο.
O Κώστας είδε στην τηλεόραση μία εκπομπή για τα ζώα της Αφρικής.
εκ-πο-μπή
έκπτωση [η] ουσιαστικό (εκπτώσεις)
Όταν σου κάνουν έκπτωση, αγοράζεις κάτι πιο φτηνά. Τα παπούτσια έκαναν 50 ευρώ αλλά με την έκπτωση η κυρία Μαργαρίτα τα πήρε 42 ευρώ. Oι εκπτώσεις γίνονται δύο φορές το χρόνο και τότε αγοράζεις ό,τι θέλεις σε πιο χαμηλή τιμή. έκ-πτω-ση
έκρηξη [η] ουσιαστικό (εκρήξεις)
Όταν γίνεται έκρηξη σ' ένα κτίριο, ακούγεται δυνατός θόρυβος και το κτίριο τινάζεται στον αέρα και πέφτει. Με την έκρηξη ενός ηφαιστείου, πετάγεται από μέσα του λάβα.
έ-κρη-ξη
έκταση [η] ουσιαστικό (εκτάσεις)
Έκταση είναι ο χώρος που πιάνει μία επιφάνεια.
«Πόση είναι η έκταση της Ελλάδας;» ρώτησε ο Ίγκλι τον Κώστα. έ-κτα-ση
εκτιμώ και εκτιμάω, εκτιμώμαι ρήμα (εκτίμησα, θα εκτιμήσω)
Όταν εκτιμάς κάποιον, τον συμπαθείς και τον σέβεσαι. Νιώθειςεκτίμηση γι' αυτόν. Η Αθηνά εκτιμά τους ανθρώπους που αγαπούν και φροντίζουν τα ζώα.
ε-κτι-μώ
εκτυπωτής [ο] ουσιαστικό (εκτυπωτές)
O εκτυπωτής είναι ένα μηχάνημα που τυπώνει λέξεις και εικόνες από έναν υπολογιστή σ' ένα χαρτί.
ε-κτυ-πω-τής
εκφωνητής [ο], εκφωνήτρια [η] ουσιαστικό (εκφωνητές, εκφωνήτριες)
O εκφωνητής είναι κάποιος που διαβάζει δυνατά ένα κείμενο.
Εκφωνητής στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση είναι ο δημοσιογράφος που λέει τις ειδήσεις.
εκ-φω-νη-τής
έλα ρήμα έρχομαι
ελαστικός, ελαστική, ελαστικό επίθετο (ελαστικοί, ελαστικές, ελαστικά)
Όταν κάτι είναι ελαστικό, αν το τεντώσουμε ξαναπαίρνει το σχήμα που είχε στην αρχή. O θείος Αλέκος λέει ότι τώρα που κάνει δίαιτα προτιμάει τα ελαστικά ρούχα, αφού ανοίγουν και μαζεύουν ανάλογα με το σώμα μας. Όταν κάποιος είναι ελαστικός, δεν είναι αυστηρός.
Η κυρία Μαργαρίτα ήταν ελαστική και δεν τιμώρησε τον Κώστα που έσπασε το βάζο. ε-λα-στι-κός
έλατο [το] ουσιαστικό (έλατα)
Το έλατο είναι ένα ψηλό δέντρο που τα φύλλα του είναι σαν βελόνες και το στολίζουμε τα Χριστούγεννα.
έ-λα-το
ελάττωμα [το] ουσιαστικό (ελαττώματα)
Αν έχεις ελαττώματα, έχεις κακές συνήθειες. O κύριος Μιχάλης έχει ένα μεγάλο ελάττωμα. Είναι πολύ απότομος με όλον τον κόσμο. Όταν ένα καινούριο ρούχο έχει ελάττωμα, είναι χαλασμένο. Όταν μία καινούρια συσκευή έχει ελάττωμα, δε δουλεύει σωστά. ε-λάτ-τω-μα
ελαττώνω, ελαττώνομαι ρήμα (ελάττωσα, θα ελαττώσω)
Όταν ελαττώνεις κάτι, το κάνεις μικρότερο ή λιγότερο. Από τότε που άρχισε δίαιτα, ο θείος Αλέκος ελάττωσε το φαγητό. μειώνω, λιγοστεύω αυξάνω
ε-λατ-τώ-νω
ελάφι [το] ουσιαστικό (ελάφια)
Το ελάφι είναι ένα όμορφο ζώο με λεπτά και ψηλά πόδια που ζει στα δάση. Το αρσενικό ελάφι έχει στο κεφάλι του κέρατα. ε-λά-φι 'τα ζώα'
ελαφρύς, ελαφριά, ελαφρύ επίθετο (ελαφριοί, ελαφριές, ελαφριά)
Όταν κάτι είναι ελαφρύ, ζυγίζει λίγο. Η βαλίτσα της Αθηνάς είναι τόσο ελαφριά, που ο Κώστας τη σηκώνει μ' ένα χέρι.
Το καλοκαίρι φοράμε ελαφριά ρούχα.
Όταν ένα φαγητό είναι ελαφρύ, το χωνεύεις εύκολα.
βαρύς ε-λα-φρύς
-Λέμε και ελαφρός, ελαφριά, ελαφρό.
βαριά-ελαφρύ
- To στολίζουμε τα Xριστούγεννα. Ποιο δέντρο είναι;…………..........……
ελάχιστος, ελάχιστη, ελάχιστο επίθετο (ελάχιστοι, ελάχιστες, ελάχιστα)
Όταν κάτι είναι ελάχιστο, είναι πάρα πολύ λίγο ή πάρα πολύ μικρό. O θείος Αλέκος άρχισε να κάνει δίαιτα και πίνει τον καφέ του με ελάχιστη ζάχαρη, δηλαδή με πολύ λίγη. ε-λά-χι-στος
ελεγκτής [ο], ελέγκτρια [η] ουσιαστικό (ελεγκτές, ελέγκτριες) ελέγχω
έλεγχος [ο] ουσιαστικό (έλεγχοι) ελέγχω
ελέγχω, ελέγχομαι ρήμα (έλεγξα, θα ελέγξω)
Όταν ελέγχεις κάτι, το κοιτάζειςπροσεκτικά για να δεις αν είναι σωστό.
Η δασκάλα έλεγξε τις ασκήσεις που είχαν οι μαθητές για το σπίτι.
Όταν κάνεις έλεγχο, εξετάζεις κάτι ή κάποιον για να δεις αν είναι σωστός ή αληθινός. O έλεγχος των μαθητών γράφει τους βαθμούς που παίρνουν σε κάθε μάθημα. O ελεγκτής είναι κάποιος που ελέγχει αν οι επιβάτες έχουν εισιτήριο.
ε-λέγ-χω
ελευθερία [η] ουσιαστικό (ελευθερίες) ελεύθερος
ελεύθερος, ελεύθερη, ελεύθερο επίθετο (ελεύθεροι, ελεύθερες, ελεύθερα)
Όταν είσαι ελεύθερος, μπορείς να πας όπου θέλεις και να κάνεις ό,τι θέλεις. Η Αθηνά άνοιξε την πόρτα από το κλουβί κι άφησε τον Πιτσικόκο ελεύθερο.σκλάβος, φυλακισμένος Του έδωσε την ελευθερία του. σκλαβιά
Τον ελευθέρωσε. σκλαβώνω, φυλακίζω ε-λεύ-θε-ρος
ελέφαντας [ο] ουσιαστικό (ελέφαντες)
O ελέφαντας είναι ένα μεγάλο ζώο με μεγάλα αυτιά, μακριά μύτη, προβοσκίδα και μακριά στριφτά δόντια, τους χαυλιόδοντες. O ελέφαντας ζει σε ζεστά μέρη.
ε-λέ-φα-ντας 'τα ζώα'
ελιά [η] ουσιαστικό (ελιές)
Η ελιά είναι ένας μικρός στρόγγυλος μαύρος ή πράσινος καρπός μ' ένα κουκούτσι στη μέση.
Το δέντρο που κάνει τις ελιές είναι η ελιά.
Η ελιά στο πρόσωπο είναι ένα σκούρο σημαδάκι.
ε-λιά
Tι έγινε τελικά με τον Πιτσικόκο; Ψάξε στις λέξεις ελεύθερος, πετώ, πηδώ, προετοιμάζω
έλικας [ο] ουσιαστικό (έλικες) ελικόπτερο
ελικόπτερο [το] ουσιαστικό (ελικόπτερα)
Το ελικόπτερο πετάει στον ουρανό και μεταφέρει λίγα άτομα. Μοιάζει με αεροπλάνο αλλά μπορεί ν' ανέβει κάθετα προς τον ουρανό. Έχει στην κορυφή του έναν έλικα, που γυρίζει γύρω γύρω και γι' αυτό λέγεται ελικόπτερο.
ε-λι-κό-πτε-ρο
έλκηθρο [το] ουσιαστικό (έλκηθρα)
O Άγιος Βασίλης ταξιδεύει μέσα σ'ένα έλκηθρο. Με το έλκηθρο γλιστράει στις χιονισμένες πλαγιές. Μερικές φορές τα έλκηθρα τα σέρνουν σκυλιά ή τάρανδοι.
έλ-κη-θρο
Ελλάδα [η] ουσιαστικό
Η Ελλάδα είναι η χώρα μας, ο τόπος όπου ζούμε. Έλληνας είναι αυτός που έχει καταγωγή από την Ελλάδα. Όταν κάτι είναι ελληνικό, ανήκει στην Ελλάδα ή στους Έλληνες. Το ελληνόπουλο είναι ένα παιδί από την Ελλάδα. Ελ-λά-δα 'ο χάρτης της Ελλάδας'
Έλληνας [ο], Ελληνίδα [η] ουσιαστικό (Έλληνες, Ελληνίδες) Ελλάδα
ελληνικός, ελληνική, ελληνικό επίθετο (ελληνικοί, ελληνικές, ελληνικά) Ελλάδα
ελληνόπουλο [το] ουσιαστικό (ελληνόπουλα) Ελλάδα
ελπίδα [η] ουσιαστικό (ελπίδες) ελπίζω
ελπίζω ρήμα (έλπιζα, θα ελπίσω)
Όταν ελπίζεις να γίνει κάτι, το θέλεις πολύ κι εύχεσαι να γίνει. O πρίγκιπας έλπιζε να ξυπνήσει η Χιονάτη με το φιλί του. Είχε την ελπίδα ότι η Χιονάτη θα ξυπνήσει. ελ-πί-δα
εμβόλιο [το] ουσιαστικό (εμβόλια)
Το εμβόλιο είναι μία ένεση που κάνουμε για να μην κολλάμε αρρώστιες.
Η θεία του κυρίου Μιχάλη έκανε το εμβόλιο κατά της γρίπης για να μην αρρωστήσει το χειμώνα. εμ-βό-λι-ο
εμετός [ο] ουσιαστικό (εμετοί)
Όταν κάποιος κάνει εμετό, είναι άρρωστος και βγάζει από το στόμα ό,τι έχει φάει κι έχει πιει. O Κώστας έφαγε χαλασμένο ψάρι κι έκανε εμετό πολλές φορές.
ε-με-τός
ο χάρτης της Eλλάδας
εμπιστεύομαι ρήμα (εμπιστεύτηκα, θα εμπιστευτώ)
Όταν εμπιστεύεσαι κάποιον,πιστεύεις πως είναι τίμιος και πως δε θα κάνει κάτι για να σε πληγώσει. Η Αθηνά εμπιστεύεται τον Κώστα και του λέει όλα τα μυστικά της. Όταν εμπιστεύεσαι κάτι σε κάποιον, του το δίνεις για να το φυλάξει.
Όταν πηγαίνει διακοπές, η Αθηνά εμπιστεύεται τη Ροζαλία στην Ελένη.
Όταν έχεις εμπιστοσύνη σε κάποιον, τον εμπιστεύεσαι. ε-μπι-στεύ-ο-μαι
εμπιστοσύνη [η] ουσιαστικό εμπιστεύομαι
εμποδίζω, εμποδίζομαι ρήμα (εμπόδισα, θα εμποδίσω)
Όταν εμποδίζεις κάποιον, δεν τον αφήνεις να περάσει ή να κάνει κάτι. O κύριος Μιχάλης στάθηκε μπροστά στην πόρτα της αυλής για να εμποδίσει τα παιδιά να περάσουν. εμπόδιο ε-μπο-δί-ζω
εμπόρευμα [το] ουσιαστικό (εμπορεύματα) έμπορος
εμπόριο [το] ουσιαστικό (εμπόρια) έμπορος
έμπορος [ο], [η] ουσιαστικό (έμποροι)
O έμπορος είναι κάποιος που αγοράζει και πουλάει πράγματα. O μανάβης είναι ένας έμπορος φρούτων. Αγοράζει φρούτα από τους αγρότες και τα πουλάει στον κόσμο. Το εμπόρευμα είναι όλα τα πράγματα που πουλάει ένας έμπορος. Όταν κάνεις εμπόριο,αγοράζεις και μετά πουλάς εμπορεύματα. εμπορικός
έ-μπο-ρος
εμπρός και μπρος επίρρημα
«Προχωρήστε λίγο εμπρός παρακαλώ» είπε η δασκάλα στον Κώστα και στην Αθηνά. μπροστά πίσω ε-μπρός
εμφανίζω, εμφανίζομαι ρήμα (εμφάνισα, θα εμφανίσω)
Η Χιονάτη είδε να εμφανίζεται μπροστά της μία γριά. Παρουσιάστηκε μπροστά της μία γριά. εξαφανίζομαι εμφάνιση εμ-φα-νί-ζω
εμφάνιση [η] ουσιαστικό (εμφανίσεις)
Η ξαφνική εμφάνιση της γριάς τρόμαξε τη Χιονάτη. Η γριά παρουσιάστηκε ξαφνικά και τρόμαξε τη Χιονάτη. εξαφάνιση Η εμφάνισή σου είναι το ντύσιμό σου και η εξωτερική σου εικόνα.
Η κυρία Μαργαρίτα προσέχει την εμφάνισή της και φαίνεται πάντα όμορφη.
εμφανίζομαι εμ-φά-νι-ση
έναρξη [η] ουσιαστικό (ενάρξεις)
Η έναρξη της σχολικής χρονιάς είναι η αρχή της, το ξεκίνημά της.
λήξη έ-ναρ-ξη
ενδιαφέρομαι ρήμα (ενδιαφέρθηκα, θα ενδιαφερθώ)
Όταν ενδιαφέρεσαι για κάτι, θέλεις πολύ να ασχολείσαι μ' αυτό. Η Αθηνά ενδιαφέρεται για τη ζωγραφική και στον ελεύθερο χρόνο της ζωγραφίζει τοπία.
Όταν ενδιαφέρεσαι για κάποιον, τον συμπαθείς. Όταν κάτι σ' ενδιαφέρει, δείχνεις μεγάλη φροντίδα, προσοχή ή αγάπη γι' αυτό. Το βρίσκεις ενδιαφέρον και δείχνεις το ενδιαφέρον σου γι' αυτό. εν-δι-α-φέ-ρο-μαι
ενδιαφέρων, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέρον επίθετο (ενδιαφέροντες, ενδιαφέρουσες, ενδιαφέροντα) ενδιαφέρομαι
ενθουσιάζω, ενθουσιάζομαι ρήμα (ενθουσίασα, θα ενθουσιάσω)
Όταν ενθουσιάζεις κάποιον, τον κάνεις να είναι πολύ χαρούμενος.Όταν ενθουσιάζεσαι ή είσαι ενθουσιασμένος με κάτι, χαίρεσαι πολύ με κάτι.
O Κώστας ενθουσιάστηκε με τη νίκη της ομάδας του στο ποδόσφαιρο. Ένιωσε ενθουσιασμό.
εν-θου-σι-ά-ζο-μαι
ενθουσιασμός [ο] ουσιαστικό ενθουσιάζομαι
ενθύμιο [το] ουσιαστικό (ενθύμια)
Το ενθύμιο είναι ένα αντικείμενο που το κρατάς για να σου θυμίζει ένα πρόσωπο που αγαπάς ή ένα μέρος που έχεις επισκεφτεί. Η Αθηνά μάζεψε πολλά κοχύλια και τα κράτησε σαν ενθύμια από τις διακοπές της στην Κρήτη. σουβενίρ
εν-θύ-μι-ο
εννοώ, εννοούμαι ρήμα (εννόησα, θα εννοήσω)
Όταν εννοείς κάτι, έχεις κάτι στο μυαλό σου. «Όταν κάποιος είναι υποκριτής, άλλα λέει κι άλλα εννοεί» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα. εν-νο-ώ
ενοίκιο [το] ουσιαστικό (ενοίκια) νοικιάζω
ενοχλητικός, ενοχλητική, ενοχλητικό επίθετο (ενοχλητικοί, ενοχλητικές, ενοχλητικά) ενοχλώ
ενοχλώ, ενοχλούμαι ρήμα (ενόχλησα, θα ενοχλήσω)
Όταν ενοχλείς κάποιον, κάνεις κάτι που τον πειράζει ή τον ανησυχεί.
O Κώστας ενοχλεί τη Ροζαλία. Πειράζει συνέχεια την ουρά της κι εκείνη τρέχει να κρυφτεί.
Όταν κάτι σ' ενοχλεί, σε πειράζει.
«Μ' ενοχλούν οι φωνές των παιδιών» είπε ο κύριος Μιχάλης.
«Είναι τόσο ενοχλητικές». ε-νο-χλώ
ένοχος, ένοχη, ένοχο επίθετο (ένοχοι, ένοχες, ένοχα)
Όταν είσαι ένοχος για κάτι, έχεις κάνει κάτι κακό. O Κώστας είναι ένοχος για τη ζημιά που έγινε στο σπίτι. Εκείνος έσπασε το βάζο. Όταν νιώθεις ένοχος, νιώθεις άσχημα, επειδή έχεις κάνει κάτι κακό.
O Κώστας νιώθει ένοχος, επειδή για χάρη του παραλίγο να τιμωρηθεί η Αθηνά.
αθώος έ-νο-χος
ένταση [η] ουσιαστικό (εντάσεις)
Όταν ένας ήχος έχει μεγάλη ένταση, είναι πολύ δυνατός. Είναι έντονος.
Η Αθηνά χαμήλωσε την ένταση του ραδιοφώνου, γιατί ακουγόταν πολύ δυνατά.
έ-ντα-ση
έντιμος, έντιμη, έντιμο επίθετο (έντιμοι, έντιμες, έντιμα)
Όταν είσαι έντιμος, δεν κλέβεις ούτε κοροϊδεύεις ούτε λες ψέματα.
τίμιος ανέντιμος έ-ντι-μος
εντολή [η] ουσιαστικό (εντολές)
Όταν δίνεις μία εντολή, διατάζεις κάποιον να κάνει κάτι.
O διευθυντής της κυρίας Μαργαρίτας έδωσε εντολή να μη φύγει κανείς πριν τις τρεις. διαταγή ε-ντο-λή
έντομο [το] ουσιαστικό (έντομα)
Το έντομο είναι ένα μικρό ζώο με έξι πόδια και φτερά. Η πεταλούδα, η μύγα και το κουνούπι είναι έντομα. έ-ντο-μο 'τα έντομα'
έντονος, έντονη, έντονο επίθετο (έντονοι, έντονες, έντονα) ένταση
εντύπωση [η] ουσιαστικό (εντυπώσεις)
Όταν κάτι σου κάνει εντύπωση,τραβάει την προσοχή σου. Το όμορφο φόρεμα της θείας Κατερίνας έκανε εντύπωση σ' όλους τους καλεσμένους. Όλοι είχαν την εντύπωση ότι ήταν πολύ ακριβό. Νόμιζαν ότι έκανε πολλά λεφτά.
Ήταν πολύ εντυπωσιακό φόρεμα. εντυπωσιάζω ε-ντύ-πω-ση
εντυπωσιάζω, εντυπωσιάζομαι ρήμα (εντυπωσίασα, θα εντυπωσιάσω)
Όταν εντυπωσιάζεις κάποιον, τον κάνεις να έχει καλή γνώμη για σένα και τραβάς την προσοχή του. Το όμορφο φόρεμα της θείας Κατερίνας εντυπωσίασε όλους τους καλεσμένους. εντύπωση ε-ντυ-πω-σι-ά-ζω
ενυδρείο [το] ουσιαστικό (ενυδρεία)
Το ενυδρείο είναι ένα γυάλινο δοχείο με νερό όπου βάζουμε ψάρια για να τα έχουμε στο σπίτι μας. Ενυδρείο είναι κι ένα κτίριο που έχει πολλά δοχεία με ψάρια και περνάει ο κόσμος για να τα θαυμάσει.
ε-νυ-δρεί-ο
τα έντομα
ενώνω, ενώνομαι ρήμα (ένωσα, θα ενώσω)
Όταν ενώνουμε πολλά πράγματα,τα βάζουμε μαζί για να γίνουν ένα πράγμα ή για να επικοινωνούν μεταξύ τους.
O κύριος Γιάννης ένωσε τα δύο καλώδια για να φτιάξει ένα μεγαλύτερο. Όταν σ' ενώνει κάτι με κάποιον άλλο, σε συνδέει μαζί του κάτι πολύ σημαντικό.
Το Νίκο και τον Κώστα τους ενώνει μία μεγάλη φιλία. συνδέω χωρίζω
ε-νώ-νω
εξακολουθώ ρήμα (εξακολούθησα, θα εξακολουθήσω)
Όταν εξακολουθείς να κάνεις κάτι, το συνεχίζεις για πολύ καιρό.
Η κακιά μάγισσα εξακολουθούσε να μισεί τη Χιονάτη, παρόλο που εκείνη δεν της έκανε κανένα κακό. συνεχίζω σταματώ ε-ξα-κο-λου-θώ
εξάσκηση [η] ουσιαστικό
Όταν κάνεις εξάσκηση, κάνεις κάτι ξανά και ξανά μέχρι να γίνεις καλύτερος.
«Πρέπει να κάνεις πολλή εξάσκηση στην ορθογραφία για να πάρεις καλό βαθμό» είπε η δασκάλα στον Κώστα. ε-ξά-σκη-ση
εξαφανίζω, εξαφανίζομαι ρήμα (εξαφάνισα, θα εξαφανίσω)
O Κώστας έβλεπε τον ήλιο που εξαφανίστηκε στον ορίζοντα. O ήλιος δε φαινόταν πια. Η Ροζαλία εξαφανίστηκε. Κανείς δεν ήξερε πού είναι.
χάνομαι εμφανίζομαι
Η Αθηνά είναι λυπημένη με την εξαφάνιση της Ροζαλίας. εμφάνιση
ε-ξα-φα-νί-ζω
εξαφάνιση [η] ουσιαστικό (εξαφανίσεις) εξαφανίζω
εξερευνητής [ο], εξερευνήτρια [η] ουσιαστικό (εξερευνητές, εξερευνήτριες) εξερευνώ
εξερευνώ, εξερευνούμαι ρήμα (εξερεύνησα, θα εξερευνήσω)
Όταν εξερευνείς ένα μέρος, πηγαίνεις εκεί και το ψάχνεις προσεκτικά για ν' ανακαλύψεις πώς είναι. Η Αθηνά και ο Κώστας πήγαν μ' ένα κερί να εξερευνήσουν την αποθήκη. Όταν είσαι εξερευνητής, πηγαίνεις σ'ένα άγνωστο μέρος για να δεις πώς είναι. ε-ξε-ρευ-νώ
εξετάζω, εξετάζομαι ρήμα (εξέτασα, θα εξετάσω)
Όταν εξετάζεις κάτι, το κοιτάς προσεκτικά.
O γιατρός εξέτασε τα μάτια του Νίκου και είπε πως πρέπει ν'αλλάξει γυαλιά. Όταν η δασκάλα εξετάζει έναν μαθητή, του ζητάει να πει μάθημα.
Όταν δίνεις εξετάσεις στο σχολείο, γράφεις ένα σημαντικό τεστ για να φανεί τι έχεις μάθει στα μαθήματα. Όταν κάνεις εξετάσεις, ο γιατρός σ' εξετάζει για να δει αν είσαι καλά. ε-ξε-τά-ζω
εξέταση [η] ουσιαστικό (εξετάσεις) εξετάζω
εξηγώ, εξηγούμαι ρήμα (εξήγησα, θα εξηγήσω)
Όταν εξηγείς σε κάποιον κάτι, του λες περισσότερα πράγματα για να το καταλάβει. O κύριος Γιάννης εξήγησε στον Κώστα πώς δουλεύει το κομπιούτερ.
Αν πρέπει να εξηγήσεις γιατί άργησες, πρέπει να πεις μία δικαιολογία.
Δίνεις εξήγηση. ε-ξη-γώ
έξοδα [τα] ουσιαστικό ξοδεύω
έξοδος [η] ουσιαστικό (έξοδοι) Η έξοδος σ' ένα σπίτι είναι η πόρτα απ' όπου βγαίνουμε έξω. είσοδος
έ-ξο-δος
εξοχή [η] ουσιαστικό (εξοχές)
Η εξοχή είναι η περιοχή μακριά από τις πόλεις. Εκεί μπορείς να δεις χωράφια, δάση και ποτάμια. ε-ξο-χή
έξτρα και εξτρά επίρρημα
Όταν κάτι είναι έξτρα, είναι περισσότερο απ' αυτό που έχεις συνήθως.
«Θα σας φτάσει το φαγητό στην εκδρομή ή μήπως να βάλω και μία έξτρα μερίδα;» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα. περισσότερο έξ-τρα
έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο επίθετο (έξυπνοι, έξυπνες, έξυπνα)
Όταν είσαι έξυπνος, μαθαίνεις και καταλαβαίνεις γρήγορα και εύκολα. Όταν κάνεις τον έξυπνο, δεν είσαι στ' αλήθεια έξυπνος αλλά προσπαθείς να εντυπωσιάσεις κάποιον. βλάκας Όταν κάποιος είναι έξυπνος, έχει εξυπνάδα.
έ-ξυ-πνος
έξω επίρρημα
Όταν είσαι έξω από κάτι, δεν είσαι μέσα σ' αυτό.
O Κώστας πέταξε τη μπάλα έξω από το γήπεδο. Όταν είσαι έξω, δεν είσαι στο σπίτι σου. Όταν είσαι έξω, είσαι σε ξένη χώρα.
O θείος Τάκης σπούδασε τουριστικές επιχειρήσεις έξω, στο Λονδίνο.
μέσα εξώπορτα, εξωτερικός, εξωτερικό
έ-ξω
μέσα-έξω
εξωγήινος [ο], εξωγήινη [η] ουσιαστικό (εξωγήινοι, εξωγήινες)
Oι εξωγήινοι είναι πρόσωπα που δε ζουν στη γη αλλά σε άλλους πλανήτες.
O κύριος Γιάννης και ο Κώστας βλέπουν συχνά μαζί ταινίες με εξωγήινους.
έξω ε-ξω-γή-ι-νος
εξώπορτα [η] ουσιαστικό (εξώπορτες)
Η εξώπορτα είναι η πόρτα που οδηγεί έξω από ένα κτίριο ή διαμέρισμα.
O Κώστας άκουσε το κουδούνι και έτρεξε ν' ανοίξει την εξώπορτα. έξω
ε-ξώ-πορ-τα
εξωτερικό [το] ουσιαστικό
Όταν ζεις στο εξωτερικό, ζεις μακριά από την πατρίδα σου.
O θείος Τάκης σπούδασε τουριστικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, στο Λονδίνο.
εσωτερικό έξω ε-ξω-τε-ρι-κό
εξωτικός, εξωτική εξωτικό επίθετο (εξωτικοί, εξωτικές, εξωτικά)
O ανανάς και η μπανάνα είναι εξωτικά φρούτα. Έρχονται από μακρινές χώρες.
ε-ξω-τι-κός
εξώφυλλο [το] ουσιαστικό (εξώφυλλα)
Τα εξώφυλλα είναι τα εξωτερικά φύλλα των βιβλίων,των τετραδίων και των περιοδικών.
ε-ξώ-φυλ-λο
επάγγελμα [το] ουσιαστικό (επαγγέλματα)
Το επάγγελμα είναι η δουλειά που κάνει κάποιος για να κερδίζει χρήματα στη ζωή του. Η κυρία Μαργαρίτα κάνει το επάγγελμα της δημοσιογράφου, ενώ ο κύριος Γιάννης το επάγγελμα του αρχιτέκτονα. δουλειά ε-πάγ-γελ-μα
επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνομαι ρήμα (επανέλαβα, θα επαναλάβω)
Όταν επαναλαμβάνεις κάτι, λες ή κάνεις πάλι το ίδιο πράγμα.
Η θεία του κυρίου Μιχάλη επαναλαμβάνει συνέχεια αυτά που ακούει στην τηλεόραση. ξαναλέω O γυμναστής είπε στην Αλίκη να επαναλάβει την άσκηση οκτώφορές. Η Αλίκη έκανε πέντε επαναλήψεις και σταμάτησε. ξανακάνω
Όλο επαναλήψεις είναι η τηλεόραση, είπε ο Κώστας. Αυτές τις εκπομπές τις έχει ξαναδείξει. ε-πα-να-λαμ-βά-νω
επανάληψη [η] ουσιαστικό (επαναλήψεις) επαναλαμβάνω
επάνω επίρρημα πάνω
επαρχία [η] ουσιαστικό (επαρχίες)
Κάθε νομός της Ελλάδας χωρίζεται σε μικρότερα μέρη, τις επαρχίες.
Στην Ελλάδα λέμε ότι μένουμε στην επαρχία, όταν δε μένουμε στην Αθήνα.
Όταν κάποιος δε μένει στην Αθήνα είναι επαρχιώτης. πρωτευουσιάνος Όταν ένας δρόμος είναι επαρχιακός είναι στην επαρχία. ε-παρ-χί-α
επείγων, επείγουσα, επείγον επίθετο (επείγοντες, επείγουσες, επείγοντα)
Όταν κάτι είναι επείγον, τότε δεν μπορεί να περιμένει, πρέπει να γίνει αμέσως.
«Πρέπει να πάω να βρω τη Ροζαλία» είπε ο Κώστας. «Είναι επείγον».
Όταν κάτι είναι επείγον,τότε γίνεται επειγόντως. ε-πεί-γων
επεισόδιο [το] ουσιαστικό (επεισόδια)
Η Αλίκη είδε το πρώτο επεισόδιο του νέου σίριαλ. Είδε το πρώτο μέρος του σίριαλ. Θ' ακολουθήσουν άλλα μέρη με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Μετά τον αγώνα μπάσκετ έγιναν επεισόδια μεταξύ των οπαδών των ομάδων. Έγιναν ξαφνικά κάποιες πράξεις βίας που κράτησαν λίγη ή πολλή ώρα.
ε-πει-σό-δι-ο
επιβάτης [ο], [η] ουσιαστικό (επιβάτες)
Επιβάτες είναι αυτοί που ταξιδεύουν με αυτοκίνητο, λεωφορείο, τρένο, πλοίο ή αεροπλάνο. ε-πι-βά-της
-Για τις γυναίκες λέμε και επιβάτισσα και επιβάτιδα.
επιγραφή [η] ουσιαστικό (επιγραφές)
Η επιγραφή είναι ένα κείμενο γραμμένο ή χαραγμένο σ' ένα κομμάτι ξύλο, μέταλλο ή πλαστικό. Oι επιγραφές σού δίνουν πληροφορίες για κάτι.
«Στο δρόμο μας έχει πολλά καταστήματα με φωτεινές επιγραφές» είπε η Αθηνά στην Ελένη. ταμπέλα, πινακίδα ε-πι-γρα-φή 'η πόλη'
επιδέξιος, επιδέξια, επιδέξιο επίθετο (επιδέξιοι, επιδέξιες, επιδέξια)
Όταν είσαι επιδέξιος, ξέρεις να κάνεις κάτι καλά, με το σωστό τρόπο.
Η Αθηνά ξέρει να φτιάχνει μόνη της κολιέ με χάντρες. Είναι πολύ επιδέξια.
ικανός αδέξιος Όταν είσαι επιδέξιος, τότε κάνεις κάτι επιδέξια, με επιδεξιότητα. ε-πι-δέ-ξι-ος
επίδεσμος [ο] ουσιαστικό (επίδεσμοι)
O επίδεσμος είναι ένα μακρύ κομμάτι ύφασμα που προστατεύει μία πληγή, ένα τραύμα. O Κώστας έβαλε έναν επίδεσμο στο τραυματισμένο γόνατό του.
ε-πί-δε-σμος
επιδημία [η] ουσιαστικό (επιδημίες)
Επιδημία έχουμε όταν πολλοί άνθρωποι αρρωσταίνουν μαζί από την ίδια αρρώστια. Για να γλιτώσει τις επιδημίες γρίπης η θεία του κυρίου Μιχάλη κάνει εμβόλιο κάθε Σεπτέμβρη. ε-πι-δη-μί-α
επίθετο [το] ουσιαστικό (επίθετα)
Επίθετο είναι το όνομα που έχουν τα μέλη της οικογένειάς σου.
«Πες μας δυνατά πρώτα τ' όνομά σου και μετά το επίθετό σου» είπε η δασκάλα στην Αθηνά. «Αθηνά Παπαδοπούλου» απάντησε εκείνη. επώνυμο ε-πί-θε-το
επιθεωρητής [ο], επιθεωρήτρια, η ουσιαστικό (επιθεωρητές, επιθεωρήτριες)
O επιθεωρητής είναι αυτός που εξετάζει προσεκτικά τη δουλειά των άλλων. Την επιθεωρεί. O κύριος Γιάννης θυμήθηκε τον επιθεωρητή που ερχόταν στοσχολείο, όταν εκείνος ήταν μαθητής. επιθεωρώ ε-πι-θε-ω-ρη-τής
επιθεωρώ, επιθεωρούμαι ρήμα (επιθεώρησα, θα επιθεωρήσω) επιθεωρητής
επιθυμία [η] ουσιαστικό (επιθυμίες) επιθυμώ
επιθυμώ ρήμα (επιθύμησα, θα επιθυμήσω)
Όταν επιθυμείς κάτι ή να γίνει κάτι, το θέλεις πολύ κι εύχεσαι να συμβεί.
«Θέλω να γίνω καλά και να βγω έξω» είπε η Αθηνά. «Έχω επιθυμήσει να κάνω βόλτα με το ποδήλατο». Όταν επιθυμείς κάποιον, θέλεις πολύ να τον δεις. Η γιαγιά έχει επιθυμήσει το εγγόνι της, τον Ίγκλι, και περιμένει να έρθουν τα Χριστούγεννα για να τον δει.
θέλω, εύχομαι, λαχταρώ Όταν επιθυμείς κάτι, τότε αυτό είναι η επιθυμία σου. ε-πι-θυ-μώ
επικίνδυνος, επικίνδυνη, επικίνδυνο επίθετο (επικίνδυνοι, επικίνδυνες, επικίνδυνα)
Όταν κάτι είναι επικίνδυνο, μπορεί να μας κάνει κακό ή να γίνει η αιτία για κάποιο ατύχημα. «O δρόμος είναι επικίνδυνος. Έχει πολλές λακκούβες. Πρόσεχε Αθηνά!» της φώναξε η Ελένη. κίνδυνος, κινδυνεύω ε-πι-κίν-δυ-νος
επικοινωνία [η] ουσιαστικό (επικοινωνίες) επικοινωνώ
επικοινωνώ ρήμα (επικοινώνησα, θα επικοινωνήσω)
Επικοινωνούμε με κάποιον, όταν μιλάμε μαζί του ή του γράφουμε κάτι.
Η Αθηνά επικοινωνεί συχνά με την ξαδέρφη της, τη Bίκυ, στη Γαλλία. Μιλούν πολύ στο τηλέφωνο. Έχουν συχνή επικοινωνία. Τα δύο δωμάτια του Κώστα και της Αθηνάς επικοινωνούν μεταξύ τους με μία πόρτα. Μπορείς να πας από το ένα στο άλλο δωμάτιο. επικοινωνία
ε-πι-κοι-νω-νώ
- Mέσα στο όνομά μου μπορείς να βρεις τη λέξη κίνδυνος. Tι είμαι; …...................
ο καιρός
επιμένω ρήμα (επέμεινα, θα επιμείνω)
Όταν επιμένουμε, λέμε ή ζητάμε πολλές φορές το ίδιο πράγμα, γιατί είναι σημαντικό. Η Αθηνά επιμένει να έρθει στην εκδρομή αλλά ο κύριος Γιάννης δεν την αφήνει, γιατί είναι άρρωστη. O Κώστας πάλι επιμένει ότι δεν πρέπει να λείψει κανείς από την εκδρομή. ε-πι-μέ-νω
επίπεδο [το] ουσιαστικό (επίπεδα)
«Θα κάνουμε βουτιά και θα φτάσουμε λίγα μέτρα κάτω από το επίπεδο της θάλασσας» είπε η Αθηνά στην Ελένη. Κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Δεν έχουν όλοι οι μαθητές το ίδιο επίπεδο. Άλλοι μαθητές είναι καλύτεροι κι άλλοι χειρότεροι. επίπεδος ε-πί-πε-δο
επίπεδος, επίπεδη, επίπεδο επίθετο (επίπεδοι, επίπεδες, επίπεδα)
Όταν κάτι είναι επίπεδο, δεν έχει λακκούβες ούτε ανηφόρα ούτε κατηφόρα.
«Να φτιάξουμε το παζλ πάνω σε κάτι επίπεδο, όπως το πάτωμα ή το τραπέζι» είπε ο Κώστας. ίσιος, ομαλός ανώμαλος επίπεδο ε-πί-πε-δος
επιπλέω ρήμα (επέπλευσα, θα επιπλεύσω) νούφαρο
έπιπλο [το] ουσιαστικό (έπιπλα)
Στο σπίτι της Αθηνάς έχουν πολλά ωραία έπιπλα. Τα τραπέζια, οι καρέκλες, οι καναπέδες, τα κρεβάτια και οι ντουλάπες είναι όλα πολύ όμορφα. έ-πι-πλο
επίσημος, επίσημη, επίσημο επίθετο (επίσημοι, επίσημες, επίσημα)
Κάθε φορά που ο κύριος Γιάννης έχει επαγγελματικό ραντεβού, φοράει το επίσημο κοστούμι του. Το καλό του κοστούμι.
καθημερινός, ανεπίσημος (σαν ουσιαστικό) Στο γήπεδο υπάρχει η κερκίδα των επισήμων. Εκεί κάθονται οι επίσημοι,δηλαδή γνωστά και σημαντικά πρόσωπα, όπως
ο πρωθυπουργός.
ε-πί-ση-μος
επίσημο κουστούμι
επισκέπτης [ο], επισκέπτρια [η] ουσιαστικό (επισκέπτες, επισκέπτριες) επισκέπτομαι
επισκέπτομαι ρήμα (επισκέφτηκα, θα επισκεφτώ)
Όταν επισκέπτεσαι κάποιον ή κάτι, πηγαίνεις και τον βλέπεις εκεί που είναι.
Η θεία του κυρίου Μιχάλη επισκέπτεται το γιατρό πολύ συχνά. Όταν κάποιος γνωστός μάς επισκέπτεται, είναι ο επισκέπτης μας. ε-πι-σκέ-πτο-μαι
επισκευάζω ρήμα (επισκεύασα, θα επισκευάσω)
Όταν επισκευάζεις κάτι που έχει σπάσει ή που δε δουλεύει καλά, το διορθώνεις για να μπορεί να δουλεύει καλά.
O κύριος Μιχάλης επισκεύασε μόνος του το πλυντήριο που χάλασε. διορθώνω
Όταν επισκευάζεις κάτι, κάνεις επισκευή.
ε-πι-σκευ-ά-ζω
επισκευή [η] ουσιαστικό (επισκευές) επισκευάζω
επιστήμη [η] ουσιαστικό (επιστήμες)
Τα μαθηματικά, η φυσική, η χημεία και η ιατρική είναι επιστήμες. Oι επιστήμες μελετούν τα ζώα, τα φυτά και άλλα πράγματα, όπως τον ηλεκτρισμό, το φως και τον ήχο. επιστήμονας, επιστημονικός ε-πι-στή-μη
επιστήμονας [ο], [η] ουσιαστικό (επιστήμονες)
Όταν κάποιος ασχολείται με μία επιστήμη, είναι επιστήμονας. Oι επιστήμονες σπουδάζουν πολλά χρόνια. Oι ιστορίες επιστημονικής φαντασίας φαντάζονται αυτό που θα γίνει στο μέλλον ή σε άλλους πλανήτες. επιστήμη ε-πι-στή-μο-νας
-Λέμε και η επιστημόνισσα.
επιστολή [η] ουσιαστικό (επιστολές)
Επιστολή είναι αυτό που γράφουμε και στέλνουμε σε κάποιον μέσα σ' ένα φάκελο. O κύριος Γιάννης έστειλε μία επιστολή στο δήμαρχο για να διαμαρτυρηθεί για τους κακούς δρόμους της γειτονιάς του. γράμμα
ε-πι-στο-λή
επιστρέφω, επιστρέφομαι ρήμα (επέστρεψα, θα επιστρέψω)
Όταν επιστρέφεις σ' ένα μέρος, πηγαίνεις ξανά στο ίδιο μέρος.
O θείος Τάκης θα επιστρέψει στο σπίτι αργά το βράδυ. Είχε πάει ταξίδι.
γυρίζω, ξαναγυρίζω, γυρνώ
Όταν επιστρέφεις κάτι σε κάποιον, δίνεις πάλι πίσω κάτι που είχες πάρει.
«Μπορείς να μου επιστρέψεις το στιλό που σου δάνεισα;» είπε ο Κώστας στο Νίκο. ξαναδίνω Όταν περιμένω την επιστροφή κάποιου, περιμένω πότε θα επιστρέψει. ε-πι-στρέ-φω
επιστροφή [η] ουσιαστικό (επιστροφές) επιστρέφω
επιτραπέζιος, επιτραπέζια, επιτραπέζιο επίθετο (επιτραπέζιοι, επιτραπέζιες, επιτραπέζια)
Η κυρία Μαργαρίτα αγόρασε στην Αθηνά ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, δηλαδή ένα παιχνίδι που παίζεται πάνω στο τραπέζι. τραπέζι ε-πι-τρα-πέ-ζι-ος
επιτρέπω ρήμα (επέτρεψα, θα επιτρέψω)
«Μπορώ να βγω από την τάξη για να πιω λίγο νερό; Μου επιτρέπετε να πάω έξω για πέντε λεπτά;» ρώτησε η Αθηνά τη δασκάλα της. αφήνω απαγορεύω
ε-πι-τρέ-πω
επιτυχημένος, επιτυχημένη, επιτυχημένο μετοχή (επιτυχημένοι, επιτυχημένες, επιτυχημένα) επιτυχία
επιτυχία [η] ουσιαστικό (επιτυχίες)
Όταν καταφέρνεις να κάνεις αυτό που θέλεις, έχεις επιτυχία.
Η ομάδα του Κώστα κατάφερε να πάρει το πρωτάθλημα. Ήταν μεγάλη επιτυχία. Το έργο ήταν μεγάλη επιτυχία. Άρεσε σε πολλούς. αποτυχία Η Αλίκη αγόρασε ένα δίσκο με τις επιτυχίες της χρονιάς. Με τα τραγούδια που αρέσουν σε πολλούς. χιτ Αυτός που έχει επιτυχία,είναι επιτυχημένος.
ε-πι-τυ-χί-α
Δες πετυχαίνω
επιφάνεια [η] ουσιαστικό (επιφάνειες)
Η επιφάνεια ενός πράγματος είναι η εξωτερική μεριά του, η μεριά του που φαίνεται.
Όταν βράζει το νερό, υπάρχουν φουσκάλες που σκάνε στην επιφάνειά του.
Όταν μετράω την επιφάνεια ενός διαμερίσματος, μετράω την έκτασή του.
βάθος ε-πι-φά-νει-α
επιχειρηματίας [ο], [η] ουσιαστικό (επιχειρηματίες) επιχείρηση
επιχείρηση [η] ουσιαστικό (επιχειρήσεις)
Η επιχείρηση είναι ένα μέρος όπου δουλεύουν πολλοί άνθρωποι. Τα καταστήματα και τα εργοστάσια είναι επιχειρήσεις. Επιχειρηματίας είναι αυτός που έχει μία δική του επιχείρηση. ε-πι-χεί-ρη-ση
επόμενος, επόμενη, επόμενο επίθετο (επόμενοι, επόμενες, επόμενα)
O θείος Τάκης θα έρθει στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη με το επόμενο τρένο. Είναι το τρένο που θα έρθει αμέσως μετά. προηγούμενος ε-πό-με-νος
εποχή [η] ουσιαστικό (εποχές)
O χρόνος έχει τέσσερις εποχές: την άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και το χειμώνα.
«Ποια είναι η κατάλληλη εποχή για κυνήγι;» ρώτησε ο Κώστας το θείο Αλέκο. «Την εποχή που πήγαινα σχολείο ζούσα στην επαρχία» είπε ο κύριος Αλέκος.
καιρός ε-πο-χή 'οι εποχές-οι μήνες-οι μέρες'
Oι 4 εποχές του χρόνου
Oι 12 μήνες
του χρόνου
Iανουάριος
Φεβρουάριος
Mάρτιος
Aπρίλιος
Mάιος
Iούνιος
Iούλιος
Aύγουστος
Σεπτέμβριος
Oκτώβριος
Nοέμβριος
Δεκέμβριος
|
Oι 7 μέρες
της εβδομάδας
Δευτέρα
Tρίτη
Tετάρτη
Πέμπτη
Παρασκευή
Σάββατο
Kυριακή
|
επώνυμο [το] ουσιαστικό (επώνυμα)
Επώνυμο είναι το όνομα που έχουν τα μέλη της οικογένειάς σου.
«Θέλω να μου πείτε το όνομα και το επώνυμό σας» είπε ο αστυνομικός στον κύριο Δημήτρη. επίθετο ε-πώ-νυ-μο
εργάζομαι ρήμα (εργάστηκα, θα εργαστώ) εργασία
εργαζόμενος [ο], εργαζόμενη [η] ουσιαστικό (εργαζόμενοι, εργαζόμενες) εργασία
εργαλείο [το] ουσιαστικό (εργαλεία)
Εργαλεία είναι τα πράγματα που μας είναι χρήσιμα για να φτιάξουμε ή να διορθώσουμε κάτι. Το σφυρί, το κατσαβίδι και το πριόνι είναι εργαλεία.
ερ-γα-λεί-ο 'τα εργαλεία'
εργασία [η] ουσιαστικό (εργασίες)
Εργασία είναι η δουλειά που κάνουμε για να κερδίσουμε χρήματα.
O πατέρας του Κώστα κερδίζει αρκετά χρήματα από την εργασία του. Εργασία είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε μέσα στη μέρα ή μέσα σε λίγες μέρες.
Η Αλίκη έχει να κάνει μία εργασία στην ιστορία για τον Παρθενώνα.
Η κυρία Μαργαρίτα εργάζεται αρκετές ώρες κάθε μέρα σε μία γνωστή εφημερίδα.
δουλεύω Είναι εργαζόμενη στην εφημερίδα. Αγαπά τη δουλειά της κι εργάζεται αρκετές ώρες, είναι εργατική. εργάτης, έργο ερ-γα-σί-α
εργαστήριο [το] ουσιαστικό (εργαστήρια)
Το εργαστήριο είναι ένα μέρος με εργαλεία ή άλλα πράγματα που χρειάζονται για να γίνει μία εργασία. O ξάδελφος του Νίκου σπουδάζει χημικός στην Αγγλία και δουλεύει κάθε μέρα στο εργαστήριο του πανεπιστημίου.
εργασία, έργο
ερ-γα-στή-ρι-ο
εργάτης [ο], εργάτρια [η] ουσιαστικό (εργάτες, εργάτριες)
Εργάτης είναι κάποιος που εργάζεται με τα χέρια του. Η θεία του κυρίου Μιχάλη ήταν εργάτρια σ' ένα εργοστάσιο παιχνιδιών.
εργασία, εργάζομαι, έργο
ερ-γά-της
εργατικός, εργατική, εργατικό επίθετο (εργατικοί, εργατικές, εργατικά) εργασία
έργο [το] ουσιαστικό (έργα)
Έργο είναι κάτι που έχουμε φτιάξει ή η δουλειά που πρέπει να κάνουμε.
«Oι πίνακες αυτοί είναι έργα της Κατερίνας» είπε ο θείος Σταμάτης. «Το έργο του καλλιτέχνη είναι δύσκολο». Έργο είναι μία ταινία στην τηλεόραση ή το σινεμά ή μία παράσταση στο θέατρο.
Η θεία Κατερίνα είδε ένα ωραίο έργο στο σινεμά. Oι καλλιτέχνες φτιάχνουν έργα τέχνης. Ένας πίνακας, ένα γλυπτό κι ένα σχέδιο είναι έργα τέχνης. εργασία, εργοστάσιο έρ-γο
εργοστασιάρχης [ο], [η] (εργοστασιάρχες) εργοστάσιο
εργοστάσιο [το] ουσιαστικό (εργοστάσια)
Το εργοστάσιο είναι ένα κτίριο όπου δουλεύουν πολλοί άνθρωποι σε μηχανές και φτιάχνουν αυτοκίνητα, τρόφιμα ή άλλα πράγματα. O θείος του Νίκου δουλεύει στη Γερμανία σ' ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων. Εργοστασιάρχης είναι αυτός που έχει δικό του εργοστάσιο. έργο, εργάτης, εργασία
ερ-γο-στά-σι-ο
ερείπιο [το] ουσιαστικό (ερείπια)
Όταν ένα σπίτι γκρεμίζεται, μένουν τα ερείπιά του.
Τα παιδιά έπαιζαν στα ερείπια του σπιτιού που έπεσε από το σεισμό.
ε-ρεί-πι-ο
ερημιά [η] ουσιαστικό (ερημιές)
Στο δάσος είχε ερημιά. Δεν υπήρχε κανένας. Η Κοκκινοσκουφίτσα φοβόταν να προχωρήσει. «Τι κάνεις μόνη σου σ' αυτή την ερημιά;» τη ρώτησε ο κακός λύκος.
έρημος ε-ρη-μιά
έρημος [η] ουσιαστικό (έρημοι)
Η έρημος είναι ένα μέρος με άμμο όπου δεν υπάρχει νερό και δε φυτρώνει σχεδόν τίποτα.
ερημιά
έ-ρη-μος
έρημος, έρημη, έρημο επίθετο (έρημοι, έρημες, έρημα)
Σ' ένα έρημο μέρος δεν υπάρχει κανένας. Η θεία Έλλη χάθηκε χθες βράδυ στην Αθήνα. Oι δρόμοι ήταν έρημοι κι άρχισε να φοβάται. ερημιά έ-ρη-μος
ερπετό [το] ουσιαστικό (ερπετά)
Τα ερπετά είναι ζώα που έχουν μακρύ σώμα σκεπασμένο με λέπια κι έρπουν, δηλαδή σέρνονται με την κοιλιά. Τα φίδια και οι κροκόδειλοι είναι ερπετά.
ερ-πε-τό
έρχομαι ρήμα (ήρθα, θα έρθω)
O θείος Τάκης ήρθε χθες στην Αθήνα από το Παρίσι. Ήρθε αργά το βράδυ. φεύγω
«Έρχεται βροχή. Σε λίγο θα βρέξει» είπε ο Κώστας. «Μαμά, το παντελόνι μού έρχεται κοντό. Ψήλωσα!» είπε ο Κώστας.
έρ-χο-μαι
έρωτας [ο] ουσιαστικό (έρωτες) ερωτεύομαι
ερωτεύομαι ρήμα (ερωτεύτηκα, θα ερωτευτώ)
Η Χιονάτη και ο πρίγκιπας είναι ερωτευμένοι. Ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο. O έρωτάς τους είναι δυνατός.
ε-ρω-τεύ-ο-μαι
ερώτηση [η] ουσιαστικό (ερωτήσεις) ρωτώ
εστιατόριο [το] ουσιαστικό (εστιατόρια)
Το εστιατόριο είναι ένα μέρος που φτιάχνει και σερβίρει φαγητά στους ανθρώπους που πηγαίνουν εκεί για να φάνε. ρεστοράν ε-στι-α-τό-ρι-ο
εσώρουχο [το] ουσιαστικό (εσώρουχα)
Τα εσώρουχα είναι τα ρούχα που φοράμε κάτω από τ' άλλα ρούχα. Τα σλιπ και τα φανελάκια είναι εσώρουχα. ρούχο ε-σώ-ρου-χο
εσωτερικό [το] ουσιαστικό (εσωτερικά)
Το εσωτερικό είναι η χώρα που ζεις.
O θείος Τάκης ταξιδεύει στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. εξωτερικό «Στο εσωτερικό του διαμερίσματός μας υπάρχουν τέσσερα δωμάτια, ενώ έξω από αυτό υπάρχει μία βεράντα» είπε η Αθηνά. Μέσα στο διαμέρισμα υπάρχουν τέσσερα δωμάτια. εσωτερικός ε-σω-τε-ρι-κό
εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικό επίθετο (εσωτερικοί, εσωτερικές, εσωτερικά)
O πατέρας του Κώστα βάζει το πορτοφόλι του στην εσωτερική τσέπη του παλτού του, δηλαδή στην τσέπη που είναι από τη μέσα μεριά του παλτού. Oι εσωτερικές ειδήσεις είναι αυτές που έχουν να κάνουν με τη χώρα μας κι όχι με άλλες χώρες. εξωτερικός ε-σω-τε-ρι-κός
εταιρεία [η] ουσιαστικό (εταιρείες)
Εταιρεία είναι μία επιχείρηση,δηλαδή ένα μέρος όπου δουλεύουν πολλοί άνθρωποι. Η φίλη της κυρίας Μαργαρίτας δουλεύει σε μία διαφημιστική εταιρεία.
επιχείρηση ε-ται-ρεί-α
ετήσιος, ετήσια, ετήσιο επίθετο (ετήσιοι, ετήσιες, ετήσια) έτος
ετικέτα [η] ουσιαστικό (ετικέτες)
Η Αθηνά κόλλησε μία ετικέτα στο τετράδιό της. Πάνω στην ετικέτα έγραψε το όνομα και την τάξη της.
ε-τι-κέ-τα
τα εργαλεία
ετοιμασία [η] ουσιαστικό (ετοιμασίες) ετοιμάζω
έτος [το] ουσιαστικό (έτη)
Έτος είναι οι 365 μέρες που κάνει η γη να γυρίσει γύρω από τον ήλιο. χρόνος
Ετήσια γιορτή είναι η γιορτή που γίνεται κάθε έτος. έ-τος
ευαισθησία [η] ουσιαστικό (ευαισθησίες) ευαίσθητος
ευγένεια [η] ουσιαστικό (ευγένειες) ευγενικός
ευγενικός, ευγενική ευγενικό επίθετο (ευγενικοί, ευγενικές, ευγενικά)
Όταν κάποιος είναι ευγενικός, φέρεται καλά στους ανθρώπους, δε μαλώνει εύκολα μαζί τους, δεν τους κάνει κακό. Oι πράξεις του είναι ευγενικές.
«Τι ευγενικό παιδί που είναι ο Ίγκλι! Μου έδωσε τη θέση του στο λεωφορείο» είπε η κυρία Μαργαρίτα. αγενής Όταν κάποιος είναι ευγενικός, έχει ευγένεια.
αγένεια Φέρεται ευγενικά. ευ-γε-νι-κός
Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Kώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή,επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι
ευκολία [η] ουσιαστικό (ευκολίες) εύκολος
εύκολος, εύκολη, εύκολο επίθετο (εύκολοι, εύκολες, εύκολα)
Όταν κάτι είναι εύκολο, δε χρειάζεται να προσπαθήσεις ή να κουραστείς πολύ γι' αυτό. Η ερώτηση της δασκάλας ήταν πολύ εύκολη. Η Αθηνά απάντησε αμέσως.
Όταν κάτι γίνεται χωρίς προσπάθεια, γίνεται εύκολα, με ευκολία. δύσκολος
εύ-κο-λος
ευρώ [το] ουσιαστικό
Το ευρώ είναι το νόμισμα πολλών χωρών της Ευρώπης, όπως της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Το ευρώ χρησιμοποιείται από τον Ιανουάριο του 2002. ευ-ρώ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
-Eίμαι το αντίθετο του δυσάρεστος. Tι είμαι;…....................................……
ευτυχία [η] ουσιαστικό ευτυχισμένος
ευτυχισμένος, ευτυχισμένη, ευτυχισμένο μετοχή (ευτυχισμένοι, ευτυχισμένες, ευτυχισμένα)
Όταν είσαι ευτυχισμένος, νιώθεις ωραία, γιατί έχει συμβεί κάτι καλό ή γιατί όλα γίνονται όπως τα θέλεις. «Τι ευτυχισμένη που είμαι στο σπίτι σας!» είπε η Χιονάτη στους επτά νάνους. Όταν είσαι ευτυχισμένος, νιώθεις ευτυχία.
χαρούμενος δυστυχισμένος ευ-τυ-χι-σμέ-νος
ευχαριστιέμαι ρήμα (ευχαριστήθηκα, θα ευχαριστηθώ)
Όταν ευχαριστιέσαι με κάτι ή είσαι ευχαριστημένος με κάτι, νιώθεις ωραία, γιατί έχει γίνει κάτι καλό ή κάνεις κάτι που σου αρέσει.
Η Αθηνά ευχαριστήθηκε πολύ με τα νέα. Είχε βρεθεί η Ροζαλία.
χαίρομαι, ικανοποιούμαι λυπάμαι, στενοχωριέμαι
Ήταν ευχαριστημένη. λυπημένη, στενοχωρημένη, δυσαρεστημένη
ευχάριστος ευ-χα-ρι-στιέ-μαι
ευχάριστος, ευχάριστη, ευχάριστο επίθετο (ευχάριστοι, ευχάριστες, ευχάριστα)
Όταν κάτι είναι ευχάριστο, μας δίνει χαρά.
Σήμερα ο Κώστας είχε ευχάριστα νέα. Η ομάδα του νίκησε. δυσάρεστος
ευχαριστώ, ευχαριστιέμαι ευ-χά-ρι-στος
ευχή [η] ουσιαστικό (ευχές)
Όταν κάνεις μία ευχή, λες κάτι που θέλεις πολύ να γίνει.
Η Αθηνά έκανε μία ευχή. Ευχήθηκε να βρεθεί η Ροζαλία. ευ-χή
εύχομαι ρήμα (ευχήθηκα, θα ευχηθώ) ευχή
εφεύρεση [η] ουσιαστικό (εφευρέσεις)
Όταν κάνω μία εφεύρεση,φτιάχνω για πρώτη φορά κάτι που δεν υπήρχε πριν. «Το τηλέφωνο είναι εφεύρεση του Γκράχαμ Μπελ» είπε η δασκάλα.
Εφευρέτης είναι αυτός που κάνει εφευρέσεις. ε-φεύ-ρε-ση
εφευρέτης [ο], εφευρέτρια [η] ουσιαστικό (εφευρέτες, εφευρέτριες) εφεύρεση
έφηβος [ο], έφηβη [η] ουσιαστικό (έφηβοι, έφηβες)
Έφηβος είναι κάποιος μεταξύ 12 και 18 χρονών. έ-φη-βος
εφημερίδα [η] ουσιαστικό (εφημερίδες)
Στην εφημερίδα διαβάζουμε κάθε μέρα τι συμβαίνει στον κόσμο. Η κυρία Μαργαρίτα είναι δημοσιογράφος και κάθε μέρα διαβάζει πολλές εφημερίδες για τη δουλειά της. ε-φη-με-ρί-δα
εφιάλτης [ο] ουσιαστικό (εφιάλτες)
Εφιάλτης είναι ένα κακό όνειρο.
Χθες η Αθηνά έβλεπε εφιάλτες και ξύπνησε τρομαγμένη. ε-φι-άλ-της
εχθρικός, εχθρική, εχθρικό επίθετο (εχθρικοί, εχθρικές, εχθρικά) εχθρός
εχθρός [ο], [η] ουσιαστικό (εχθροί)
O κύριος Δημήτρης δεν είχε εχθρούς. Δεν υπήρχαν άνθρωποι που ήθελαν να του κάνουν κακό. Στον πόλεμο εχθροί είναι αυτοί που πολεμούν εναντίον μας. φίλος
Όταν κάτι είναι εχθρικό, έρχεται από τον εχθρό μας, δεν είναι φιλικό.
ε-χθρός
Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Pοζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
|