δαγκάνα [η] ουσιαστικό (δαγκάνες) αστακός, κάβουρας
δαγκώνω, δαγκώνομαι ρήμα (δάγκωσα, θα δαγκώσω) Όταν δαγκώνεις κάτι που τρώγεται, το πιάνεις δυνατά με τα δόντια και το κόβεις.
Όταν ένα ζώο σε δαγκώνει, σε πληγώνει με τα δόντια του.
Όταν δαγκώνεις το μολύβι ή το στιλό σου, το κρατάς ανάμεσα στα δόντια σου και το σφίγγεις χωρίς όμως να το κόβεις.
Το δάγκωμα του σκύλου είναι η πληγή που μας κάνει ο σκύλος, όταν μας δαγκώσει δυνατά με τα δόντια του. δα-γκώ-νω
O σκύλος δάγκωσε το κόκαλο.
δάκρυ [το] ουσιαστικό (δάκρυα) Τα δάκρυα είναι σταγόνες που τρέχουν από τα μάτια σου κάθε φορά που κλαις.
Όταν δακρύζεις, είσαι λυπημένος και από τα μάτια σου τρέχουν δάκρυα.
δά-κρυ
δακρύζω ρήμα (δάκρυσα, θα δακρύσω) δάκρυ
δαντέλα [η] ουσιαστικό (δαντέλες)
Η δαντέλα είναι ένα λεπτό όμορφο πλεχτό με τρύπες, φτιαγμένο από κλωστές μεταξιού ή βαμβακιού. Δαντέλα είναι και το λεπτό κεντημένο ύφασμα που έχουν οι νυχτικιές, οι μπλούζες, οι φούστες, τα φορέματα και τα πουκάμισα. δα-ντέ-λα
δάπεδο [το] ουσιαστικό (δάπεδα) Όταν περπατάς στο δάπεδο, περπατάς στο πάτωμα. Η Αθηνά έστρωσε ένα χρωματιστό χαλί στο δάπεδο του δωματίου της. δά-πε-δο
δάσος [το] ουσιαστικό (δάση)
Το δάσος είναι ένα μεγάλο μέρος με πολλά δέντρα που μεγαλώνουν μαζί το ένα κοντά στο άλλο. δά-σος
δάχτυλο και δάκτυλο [το] ουσιαστικό (δάχτυλα) Tα χέρια και τα πόδια μας καταλήγoυν σε πέντε δάχτυλα.
δά-χτυ-λο 'το σώμα μας'
δαχτυλίδι [το] ουσιαστικό (δαχτυλίδια) Το δαχτυλίδι μοιάζει με ασημένιο ή χρυσό κύκλο και το φοράμε στο δάχτυλο.
δα-χτυ-λί-δι Δες κόσμημα
δειλία [η] ουσιαστικό δειλός
δειλός, δειλή, δειλό επίθετο (δειλοί, δειλές, δειλά) Αν είσαι δειλός, αποφεύγεις κάτι δύσκολο, επικίνδυνο ή κουραστικό, επειδή φοβάσαι. O Κώστας είναι δειλός και φοβάται να πάει στον οδοντίατρο.
θαρραλέος, γενναίος Όταν ανοίγεις δειλά την πόρτα, διστάζεις προτού την ανοίξεις. Όταν κάποιος είναι δειλός, όλα τα κάνει με δειλία. δει-λός
δείπνο [το] ουσιαστικό (δείπνα) Το δείπνο είναι το τελευταίο γεύμα της μέρας. δεί-πνο
δέμα [το] ουσιαστικό (δέματα) Όταν φτιάχνεις ένα δέμα, τυλίγεις κάτι μέσα σ' ένα χαρτί και το δένεις.
O ταχυδρόμος κρατούσε τρία μεγάλα δέματα για την Αθηνά. Της τα είχε στείλει η Αλίκη από την Κρήτη. δέ-μα
δέντρο [το] ουσιαστικό (δέντρα)
Το δέντρο είναι ένα ψηλό φυτό με ξύλινο κορμό, κλαδιά και φύλλα. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ένα αληθινό ή ψεύτικο έλατο που το στολίζουμε τα Χριστούγεννα με πολύχρωμες μπάλες και φωτάκια.
δέ-ντρο
δένω, δένομαι ρήμα (έδεσα, θα δέσω) Όταν δένεις κάτι, περνάς γύρω του σκοινί και κάνεις κόμπο ή φιόγκο.
O Κώστας έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του. Όταν δένεις κάποιον, περνάς σκοινί γύρω του και το τραβάς σφιχτά. Όταν δένεις ένα τραύμα, το φροντίζεις και περνάς γύρω του επίδεσμο.
δέσιμο δέ-νω
δεξιός, δεξιά, δεξιό και δεξής, δεξιά, δεξί επίθετο (δεξιοί, δεξιές, δεξιά) Δεξιός είναι αυτός που βρίσκεται αντίθετα από το μέρος της καρδιάς.
Η Κοκκινοσκουφίτσα κρατούσε στο δεξί της χέρι ένα καλάθι. αριστερός
Όταν κάτι βρίσκεται δεξιά, βρίσκεται στη δεξιά πλευρά. αριστερά δε-ξι-ός
δέρμα [το] ουσιαστικό (δέρματα) Το δέρμα είναι αυτό που καλύπτει όλο το σώμα των ανθρώπων και των ζώων. Είναι το εξωτερικό μέρος του σώματός τους.
Oι Κινέζοι έχουν κίτρινο δέρμα, ενώ οι Ινδιάνοι κόκκινο.
Από το δέρμα των ζώων φτιάχνουμε ρούχα, παπούτσια και τσάντες. πετσί
Όταν κάτι είναι δερμάτινο, είναι φτιαγμένο από το δέρμα ενός ζώου. Δερμάτινα είναι τα μπουφάν, τα παπούτσια, οι ζώνες, τα γάντια και οι τσάντες. δέρ-μα
δέρνω, δέρνομαι ρήμα (έδειρα, θα δείρω) Όταν δέρνω κάποιον, τον χτυπάω ξανά και ξανά για να πονέσει.
Κάποιος έδειρε το σκύλο του κυρίου Μιχάλη, επειδή γάβγιζε πολύ. O κύριος Μιχάλης ήταν πολύ θυμωμένος. χτυπάω δέρ-νω
δεσποινίδα και δεσποινίς [η] ουσιαστικό (δεσποινίδες) Η δεσποινίδα είναι μία νέα κοπέλα που δεν έχει παντρευτεί ακόμη.
Η Αλίκη είναι μία μικρή δεσποινίδα. δε-σποι-νί-δα
δέχομαι ρήμα (δέχτηκα, θα δεχτώ) Όταν δέχεσαι κάτι, παίρνεις κάτι που σου δίνουν.
O θείος Σταμάτης δέχτηκε πολλά δώρα στη γιορτή του.
Όταν δέχεσαι να κάνεις κάτι, συμφωνείς ή λες ναι. Η Χιονάτη δέχτηκε την πρόταση γάμου που της έκανε ο πρίγκιπας. αρνούμαι δέ-χο-μαι
δηλητηριάζω, δηλητηριάζομαι ρήμα (δηλητηρίασα, θα δηλητηριάσω)
δηλητήριο
δηλητήριο [το] ουσιαστικό (δηλητήριο) Το δηλητήριο είναι κάτι επικίνδυνο που αν το καταπιούμε, μας κάνει κακό ή μας σκοτώνει. Το φίδι και η αράχνη ρίχνουν το δηλητήριό τους, όταν σε τσιμπήσουν. Το μανιτάρι είναι ένα φυτό που μπορεί να έχει δηλητήριο.
φαρμάκι Η κακιά βασίλισσα δηλητηρίασε τη Χιονάτη μ' ένα μήλο.
φαρμακώνω δη-λη-τή-ρι-ο
δήμαρχος [ο], [η] ουσιαστικό (δήμαρχοι) O δήμαρχος είναι κάποιος που τον ψηφίζουμε για να φροντίζει για την καθαριότητα, την ασφάλεια και τις ανάγκες μίας πόλης.
δήμος, δημοτικός δή-μαρ-χος –Λέμε και η δημαρχίνα.
δημητριακό [το] ουσιαστικό (δημητριακά) Τα δημητριακά είναι φυτά όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι, η βρόμη, το κριθάρι και η σίκαλη. Δίνουν σπόρους που τους τρώνε και οι άνθρωποι και τα ζώα.
Δημητριακά είναι και τα λεπτά κομματάκια από σιτάρι που τρως για πρωινό μαζί με γάλα. κορν φλέικς δη-μη-τρι-α-κά
δημιουργώ ρήμα (δημιούργησα, θα δημιουργήσω) Όταν δημιουργείς κάτι, φτιάχνεις κάτι που πριν δεν υπήρχε.
Η θεία Κατερίνα δημιούργησε έναν πολύ όμορφο πίνακα.
Όταν δημιουργείς κάτι, είσαι ο δημιουργός του. δη-μι-ουρ-γώ
δημοκρατία [η] ουσιαστικό (δημοκρατίες) Όταν σε μία χώρα έχουμε δημοκρατία, ο λαός ψηφίζει αυτούς που θέλει να τον κυβερνήσουν και ο καθένας λέει ελεύθερα τη γνώμη του.
δήμος δη-μο-κρα-τί-α
δήμος [ο] ουσιαστικό (δήμοι) O δήμος φροντίζει για όλα τα πράγματα σε μία πόλη ή σ' ένα χωριό. Σ' ένα δήμο ο δήμαρχος παίρνει αποφάσεις μαζί με άλλους ανθρώπους. O δήμος Αθηναίων αποφάσισε να στολίσει την πόλη με πολύχρωμα λαμπάκια για τα Χριστούγεννα.
δημοτικός, δήμαρχος δή-μος
δημοσιογράφος [ο], [η] ουσιαστικό (δημοσιογράφοι) O δημοσιογράφος είναι κάποιος που γράφει άρθρα σε μία εφημερίδα ή που δίνει πληροφορίες στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. δήμος, γράφω
δη-μο-σι-ο-γρά-φος
δημόσιος, δημόσια, δημόσιο επίθετο (δημόσιοι, δημόσιες, δημόσια) Όταν κάτι είναι δημόσιο, μπορούν να το χρησιμοποιήσουν όλοι. Στη γειτονιά της Αθηνάς υπάρχει μία δημόσια βιβλιοθήκη για όλους τους Αθηναίους.
Όταν ένα σχολείο είναι δημόσιο, ανήκει στο κράτος. ιδιωτικός
δήμος, δημοσιότητα δη-μό-σι-ος
δημοσιότητα [η] ουσιαστικό Όταν έχεις μεγάλη δημοσιότητα, είσαι πολύ γνωστός.
δημόσιος δη-μο-σι-ό-τη-τα
δημοτικό και δημοτικό σχολείο [το] ουσιαστικό (δημοτικά) Όταν πηγαίνεις στο δημοτικό, πηγαίνεις στο σχολείο για παιδιά από έξι μέχρι και δώδεκα χρονών. Το δημοτικό είναι μετά το νηπιαγωγείο και πριν από το γυμνάσιο. δήμος, δημοτικός δη-μο-τι-κό
H διάρκεια της μέρας
διαβάζω, διαβάζομαι ρήμα (διάβασα, θα διαβάσω) Όταν διαβάζεις κάτι που είναι γραμμένο, φτιάχνεις με τα γράμματα λέξεις και με τις λέξεις προτάσεις, κι έτσι καταλαβαίνεις τι θέλει να πει.
O Κώστας διαβάζει το παραμύθι «Η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι».
Όταν διαβάζεις τα μαθήματά σου, μελετάς τα βιβλία του σχολείου. διάβασμα
δια-βά-ζω
διαβατήριο [το] ουσιαστικό (διαβατήρια) Το διαβατήριο είναι ένα μικρό βιβλιαράκι που έχει επάνω μία φωτογραφία σου. Το δείχνεις στο αεροδρόμιο κάθε φορά που θέλεις να ταξιδέψεις σε κάποιες χώρες του εξωτερικού. O θείος Τάκης πήγε ταξίδι στην Αίγυπτο και πήρε μαζί το διαβατήριό του. δι-α-βα-τή-ρι-ο
διαβάτης [ο] ουσιαστικό (διαβάτες) O διαβάτης είναι κάποιος που περνάει από το δρόμο. περαστικός
δια-βά-της
διάβολος [ο] ουσιαστικό (διάβολοι, διαβόλοι) O Θεός είναι καλός, ενώ ο διάβολος κακός. O Θεός είναι στον παράδεισο, ενώ ο διάβολος στην κόλαση. σατανάς Θεός
Λέμε ότι κάποιος είναι σκέτος διάβολος, όταν είναι πολύ ζωηρός και ζαβολιάρης.
διαβολάκι, διαολάκι διά-βο-λος -Λέμε και διάολος.
διαγωνίζομαι ρήμα (διαγωνίστηκα, θα διαγωνιστώ) διαγωνισμός
διαγώνισμα [το] ουσιαστικό (διαγωνίσματα) Όταν έχεις διαγώνισμα στο σχολείο, έχεις γραπτές εξετάσεις.
διαγωνισμός, διαγωνίζομαι δι-α-γώ-νι-σμα
διαδηλώνω ρήμα (διαδήλωσα, θα διαδηλώσω) διαδήλωση
διαδήλωση [η] ουσιαστικό (διαδηλώσεις)
Όταν γίνεται μία διαδήλωση, πολλοί άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους ή τις πλατείες για να δείξουν ότι είναι θυμωμένοι με κάτι ή για να ζητήσουν κάτι. Στις διαδηλώσεις οι άνθρωποι κρατούν πανό και φωνάζουν όλοι μαζί.
Η θεία Κατερίνα πήγε σε μία διαδήλωση για την ειρήνη.
Είδε πολλούς διαδηλωτές που διαδήλωναν για την ειρήνη.
δι-α-δή-λω-ση
διαδηλωτής [ο], διαδηλώτρια [η] ουσιαστικό (διαδηλωτές, διαδηλώτριες) διαδήλωση
διαδίκτυο [το] ουσιαστικό Το διαδίκτυο είναι ένας τρόπος για να επικοινωνούν οι άνθρωποι σ' όλο τον κόσμο με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Μέσα από το διαδίκτυο βρίσκουμε πληροφορίες και στέλνουμε μηνύματα ο ένας στον άλλο.
ίντερνετ και ιντερνέτ δι-α-δί-κτυ-ο
- Mέσα στο όνομά μου μπορείς να βρεις τη λέξη δρόμος. Ποιος είμαι; …………........
διάδρομος [ο] ουσιαστικό (διάδρομοι)
O διάδρομος σ' ένα σπίτι ή ένα κτίριο είναι ένας μακρύς και στενός χώρος που οδηγεί στα δωμάτια.
O διάδρομος στο λεωφορείο είναι ένα στενό δρομάκι ανάμεσα στα καθίσματα για να μπορεί να περνάει ο κόσμος.
O διάδρομος σ' ένα αεροδρόμιο είναι ένας μεγάλος χώρος για να προσγειώνονται τα αεροπλάνα. δι-ά-δρο-μος
διαζύγιο [το] ουσιαστικό (διαζύγια) Όταν ένας άντρας και μία γυναίκα παίρνουν διαζύγιο, σταματούν να είναι πια παντρεμένοι. Για να βγει ένα διαζύγιο, πρέπει να το αποφασίσει το δικαστήριο.
O μπαμπάς κι η μαμά του Νίκου έχουν πάρει διαζύγιο. γάμος
δι-α-ζύ-γι-ο
διαίρεση [η] ουσιαστικό (διαιρέσεις) διαιρώ
διαιρώ, διαιρούμαι ρήμα (διαίρεσα, θα διαιρέσω) Όταν διαιρώ έναν αριθμό μ' έναν άλλο, μετρώ πόσες φορές χωράει ο δεύτερος αριθμός στον πρώτο. Κάνω διαίρεση. «Αν διαιρέσουμε το οκτώ με το δύο, παίρνουμε τέσσερα» είπε η δασκάλα. πολλαπλασιάζω
O χρόνος διαιρείται σε δώδεκα μήνες. Χωρίζεται σε δώδεκα μήνες.
διαίρεση δι-αι-ρώ
δίαιτα [η] ουσιαστικό (δίαιτες) Όταν κάνεις δίαιτα, τρως λιγότερο για να χάσεις κιλά. O θείος Αλέκος κάνει δίαιτα για ν' αδυνατίσει και τρώει μόνο φρούτα και λαχανικά. δί-αι-τα
διαιτητής [ο] ουσιαστικό (διαιτητές)
O διαιτητής παρακολουθεί αν οι παίκτες σ' ένα παιχνίδι παίζουν δίκαια κι ακολουθούν τους κανόνες. O διαιτητής του ποδοσφαιρικού αγώνα έβγαλε το Νίκο έξω με κόκκινη κάρτα, γιατί είχε χτυπήσει το συμμαθητή του. δι-αι-τη-τής
διακοπές [οι] ουσιαστικό Στις διακοπές δε δουλεύουμε ούτε πάμε στο σχολείο αλλά ξεκουραζόμαστε. Το καλοκαίρι πηγαίνουμε συνήθως διακοπές στη θάλασσα, ενώ το χειμώνα στο βουνό.
δι-α-κο-πές
διακόπτης [ο] ουσιαστικό (διακόπτες) Όταν ανοίγεις ένα διακόπτη, πατάς ένα κουμπί για να κάνεις μία μηχανή να δουλέψει ή ένα φωτάκι ν'ανάψει.
«Αθηνά, άνοιξε το διακόπτη! Δε βλέπουμε τίποτα και θα σκοντάψουμε» φώναξε ο Κώστας στην Αθηνά που έπαιζε με τα φώτα.
διακόπτω δι-α-κό-πτης
διακόπτω, διακόπτομαι ρήμα (διέκοψα,θα διακόψω) Ένα μεγάλο φορτηγό αναποδογύρισε κι έχει διακόψει την κυκλοφορία στο δρόμο. Σταμάτησε για λίγο την κυκλοφορία.
Όταν διακόπτεις κάποιον, δεν τον αφήνεις να μιλήσει, αλλά τον σταματάς συνέχεια. Όταν γίνεται διακοπή νερού ή διακοπή ρεύματος στο σπίτι μας, δεν έχουμε νερό ή ρεύμα, επειδή υπάρχει κάποια βλάβη. δι-α-κό-πτω
διαλέγω, διαλέγομαι ρήμα (διάλεξα, θα διαλέξω) Όταν διαλέγεις κάτι, συγκρίνεις πολλά πράγματα κι αποφασίζεις ότι ένα από αυτά σου αρέσει περισσότερο. O Κώστας κοίταξε όλα τα γλυκά του ζαχαροπλαστείου και διάλεξε μία πάστα. δια-λέ-γω
διάλειμμα [το] ουσιαστικό (διαλείμματα) Όταν κάνεις διάλειμμα, σταματάς για λίγο τη δουλειά σου για να ξεκουραστείς.
Μόλις χτυπήσει το κουδούνι, σταματάει το διάλειμμα κι αρχίζει το μάθημα.
διά-λειμ-μα
διαλύω, διαλύομαι ρήμα (διέλυσα, θα διαλύσω) Όταν διαλύεις κάτι, το καταστρέφεις.
Η Αθηνά έριξε κάτω τη φωτογραφική μηχανή και τη διέλυσε. Όταν διαλύεις κάτι μέσα σε νερό ή σε γάλα, το ανακατεύεις μέχρι να λιώσει.
«Για να φτιάξεις αυτό το γλυκό, διαλύεις τη ζάχαρη μέσα στο γάλα και ρίχνεις δύο αυγά» είπε η κυρία Μαργαρίτα στη θεία Έλλη. δι-α-λύ-ω
διαμάντι [το] ουσιαστικό (διαμάντια) Το διαμάντι είναι μία σκληρή πολύτιμη πέτρα που μοιάζει με κρύσταλλο. Με την πέτρα αυτή φτιάχνουμε πολύ ακριβά κοσμήματα.
Η θεία Κατερίνα έχει ένα αστραφτερό κολιέ από διαμάντια. Όταν κάποιος είναι διαμάντι, είναι πολύ καλός κι έξυπνος άνθρωπος. δια-μά-ντι
διαμέρισμα [το] ουσιαστικό (διαμερίσματα) Το διαμέρισμα είναι ένα σπίτι με δύο ή περισσότερα δωμάτια που βρίσκεται στον όροφο ή στο ισόγειο μίας πολυκατοικίας. Σε διαμερίσματα μένουν και ζουν οι άνθρωποι στις πόλεις. δι-α-μέ-ρι-σμα
διάρκεια [η] ουσιαστικό (διάρκειες) Η διάρκεια ενός ταξιδιού είναι ο χρόνος από τη στιγμή που αρχίζει μέχρι και τη στιγμή που τελειώνει. Όταν κάτι έχει μεγάλη διάρκεια, κρατάει πολλή ώρα. Αντίθετα όταν κάτι έχει μικρή διάρκεια, κρατάει λίγο και τελειώνει γρήγορα.
Η διάρκεια της ταινίας ήταν μεγάλη. Κράτησε τρεις ώρες. δι-άρ-κει-α
διαρκώ ρήμα (διήρκεσα, θα διαρκέσω) Όταν κάτι διαρκεί, συνεχίζει να γίνεται.
«O αγώνας διαρκεί δύο ώρες» είπε ο Κώστας. Η Αθηνά διαρκώς ξεχνάει το σάντουιτς στο σπίτι. Συνέχεια το ξεχνάει. δι-αρ-κώ
διασκέδαση [η] ουσιαστικό (διασκεδάσεις) διασκεδάζω
διασταύρωση [η] ουσιαστικό (διασταυρώσεις) Η διασταύρωση είναι το μέρος όπου συναντιούνται δύο ή περισσότεροι δρόμοι.
Το σπίτι της Ελένης βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Θράκης και Ηπείρου.
δι-α-σταύ-ρω-ση
διάστημα [το] ουσιαστικό (διαστήματα) Το διάστημα είναι το μέρος που βρίσκεται έξω από την ατμόσφαιρα της γης. Στο διάστημα υπάρχουν τ' αστέρια και οι πλανήτες.
Όταν κάτι κρατάει για μεγάλο διάστημα, κρατάει πολύ ενώ όταν κάτι κρατάει για μικρό διάστημα, κρατάει λίγο.
Η βροχή κράτησε για ένα διάστημα μισής ώρας περίπου. Ήταν όμως αρκετό για να γίνει ο Κώστας και ο Νίκος μούσκεμα.
Το διαστημόπλοιο είναι μία μηχανή που μπορεί να ταξιδέψει στο διάστημα.
δι-ά-στη-μα
διασχίζω, διασχίζομαι ρήμα (διέσχισα, θα διασχίσω) Όταν διασχίζεις ένα δρόμο, περνάς από τη μία πλευρά του στην άλλη.
Όταν ένα ποτάμι διασχίζει μία πόλη, περνάει μέσα απ' αυτήν την πόλη από τη μία ως την άλλη άκρη της. δι-α-σχί-ζω
διασώζω, διασώζομαι ρήμα (διέσωσα, θα διασώσω) Όταν διασώζεις κάποιον, τον σώζεις από μεγάλο κίνδυνο ή από θάνατο.
Χθες παραλίγο να πατήσει τη Ροζαλία ένα φορτηγό. Για καλή της τύχη τη διέσωσε ο κύριος Δημήτρης. γλιτώνω Η διάσωση της Ροζαλίας έγινε χθες.
δι-α-σώ-ζω
διάσωση [η] ουσιαστικό (διασώσεις) διασώζω
διαταγή [η] ουσιαστικό (διαταγές) διατάζω
διατηρώ, διατηρούμαι ρήμα (διατήρησα,θα διατηρήσω) Όταν διατηρείς κάτι, το κρατάς σε καλή κατάσταση.
Η Αλίκη διατηρεί τη σιλουέτα της με το τρέξιμο. διατήρηση δι-α-τη-ρώ
διάφανος, διάφανη, διάφανο επίθετο (διάφανοι, διάφανες, διάφανα) Όταν κάτι είναι διάφανο, μπορούμε να δούμε μέσα απ' αυτό.
Τα τζάμια από τα παράθυρα είναι διάφανα. αδιάφανος, θαμπός, θολός
δι-ά-φα-νος
Ποιος έσωσε τη Pοζαλία από τις ρόδες του φορτηγού; Ψάξε στις λέξεις διασώζω, σώζω
διαφημίζω, διαφημίζομαι ρήμα (διαφήμισα, θα διαφημίσω) διαφήμιση
διαφήμιση [η] ουσιαστικό (διαφημίσεις) Η διαφήμιση είναι μία εικόνα που βλέπουμε σ' ένα χαρτί ή στην τηλεόραση κι έχει σκοπό να κάνει κάτι γνωστό και να θέλει ο κόσμος να το αγοράσει.
Η Αθηνά είδε στην τηλεόραση μία διαφήμιση σχολικών τσαντών. Της άρεσε πολύ και ζήτησε από την κυρία Μαργαρίτα να της την αγοράσει.
Όταν κάνεις διαφήμιση κάποιου πράγματος, το κάνεις γνωστό για να το αγοράσει ο κόσμος. Το διαφημίζεις. Η τηλεόραση διαφήμιζε σχολικές τσάντες.
δι-α-φή-μι-ση
διαφορά [η] ουσιαστικό (διαφορές) διαφέρω
διαφορετικά επίρρημα Όταν λέμε διαφορετικά, εξηγούμε τι θα γίνει, αν δεν κάνουμε κάτι.
«Πρέπει να κάνεις γρήγορα, διαφορετικά θ' αργήσεις στο σχολείο» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα. αλλιώς, αλλιώτικα
διαφορά, διαφορετικός, διαφέρω δι-α-φο-ρε-τι-κά
διαφορετικός, διαφορετική, διαφορετικό επίθετο (διαφορετικοί, διαφορετικές, διαφορετικά) διαφέρω
διαφωνώ ρήμα (διαφώνησα, θα διαφωνήσω) διαφωνία
δίδυμος, δίδυμη, δίδυμο επίθετο (δίδυμοι, δίδυμες, δίδυμα) Όταν κάποιος είναι δίδυμος, γεννήθηκε από την ίδια μητέρα την ίδια μέρα με τον αδερφό ή την αδερφή του, και μοιάζουν πολύ.
(σαν ουσιαστικό) Δίδυμα λέμε τα παιδιά που γεννήθηκαν από την ίδια μητέρα την ίδια στιγμή. δί-δυ-μος
Δες μοιάζω
διεύθυνση [η] ουσιαστικό (διευθύνσεις) Η διεύθυνση είναι η οδός και ο αριθμός του σπιτιού μας στην πόλη που ζούμε.
Η διεύθυνση του Νίκου είναι Κηφισίας 43, Αθήνα. δι-εύ-θυν-ση
διευθυντής [ο], διευθύντρια [η] ουσιαστικό (διευθυντές, διευθύντριες)
O διευθυντής είναι κάποιος που φροντίζει για όλα και παίρνει αποφάσεις σ' ένα σχολείο, ένα νοσοκομείο, μία εταιρεία, μία τράπεζα, μία εφημερίδα ή μία ορχήστρα.
O διευθυντής της εφημερίδας αποφάσισε να δώσει αύξηση στην κυρία Μαργαρίτα. υπεύθυνος
O διευθυντής ενός σχολείου το διευθύνει.
δι-ευ-θυ-ντής
διευθύνω ρήμα (διεύθυνα, θα διευθύνω) διευθυντής
διήγηση [η] ουσιαστικό (διηγήσεις) διηγούμαι
διηγούμαι και διηγιέμαι ρήμα (διηγήθηκα, θα διηγηθώ) Όταν διηγείσαι μία ιστορία, περιγράφεις με λόγια σε κάποιον κάτι που έχει γίνει.
O Νίκος διηγήθηκε στην Αθηνά και στην Ελένη μία αστεία ιστορία.
Τα κορίτσια γέλασαν με τη διήγηση του Νίκου. δι-η-γού-μαι
δικάζω, δικάζομαι ρήμα (δίκασα, θα δικάσω) δικαστήριο
δίκαιος, δίκαιη, δίκαιο επίθετο (δίκαιοι,δίκαιες, δίκαια) Όταν ένας δάσκαλος είναι δίκαιος, βάζει σ' όλους τους μαθητές το βαθμό που πραγματικά αξίζoυν κι όχι μεγαλύτερο ή μικρότερο. άδικος
Η δασκάλα της Αθηνάς είναι πολύ δίκαιη. Όσα παιδιά διάβασαν πολύ πήραν Α, ενώ όσα παιδιά διάβασαν λιγότερο πήραν Β. Πάντα φέρεται με δικαιοσύνη και δεν κάνει αδικίες. αδικία Ξέρει επίσης να ξεχωρίζει ποιος έχει δίκιο.
δί-και-ος
δικαιοσύνη [η] ουσιαστικό δίκαιος
δικαστήριο [το] ουσιαστικό (δικαστήρια)
Το δικαστήριο είναι ένα κτίριο όπου κάποιοι αποφασίζουν ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο με τη βοήθεια των νόμων. Το δικαστήριο είναι και το σύνολο των ανθρώπων που φροντίζουν να υπάρχει δικαιοσύνη σε μία πόλη ή ένα κράτος.
Το δικαστήριο αποφάσισε πως οι κλέφτες του μαγαζιού του κυρίου Δημήτρη πρέπει να φυλακιστούν.
Στα δικαστήρια δικάζουν οι δικαστές, όταν γίνονται δίκες.
δι-κα-στή-ρι-ο
δικαστής [ο], [η] ουσιαστικό (δικαστές) δικαστήριο –Λέμε και η δικαστίνα.
δίκη [η] ουσιαστικό (δίκες) δικαστήριο
δίκιο [το] ουσιαστικό δίκαιος
δίνω, δίνομαι ρήμα (έδωσα, θα δώσω) O Κώστας έδωσε στην Αθηνά ένα δώρο. Έβαλε το δώρο στο χέρι της Αθηνάς. Της το χάρισε.
Η Αθηνά έδωσε τη διεύθυνσή της στην Αλίκη. Είπε ή έγραψε τη διεύθυνσή της στην Αλίκη.
Λες σε κάποιο φίλο σου ότι σου τη δίνει, όταν σε κάνει να νευριάζεις.
Όταν δίνω μία απάντηση, απαντώ. παίρνω
δώρο, δόση δί-νω
-Προσοχή στην ορθογραφία: θα δώσω, έδωσα, δώρο αλλά δόθηκα, δόση. Πότε λέμεότι κάποιος δίνει ξύλο σε κάποιον άλλο; Ψάξε την απάντηση στο Ξ, στη λέξη ξύλο.
Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
διόδια [τα] ουσιαστικό Όταν ταξιδεύουμε με το αυτοκίνητο σε μεγάλους δρόμους, πρέπει να σταματήσουμε στα διόδια. Εκεί πληρώνουμε χρήματα για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. δι-ό-δι-α
διορθώνω, διορθώνομαι ρήμα (διόρθωσα, θα διορθώσω) Όταν διορθώνεις κάτι, το φτιάχνεις ή το κάνεις καλύτερο.
O κύριος Μιχάλης διόρθωσε τη χαλασμένη βρύση, γιατί η θεία του παραπονιόταν πως έσταζε όλο το βράδυ.
Όταν ο δάσκαλος διορθώνει ένα διαγώνισμα, βρίσκει τα λάθη και τα αλλάζει με τις σωστές απαντήσεις.
Όταν διορθώνεσαι, γίνεσαι καλύτερος σε κάτι.
O Κώστας διορθώθηκε στην ορθογραφία. διόρθωση δι-ορ-θώ-νω
διόρθωση [η] ουσιαστικό (διορθώσεις) διορθώνω
διορίζω, διορίζομαι ρήμα (διόρισα, θα διορίσω) Όταν διορίζεις κάποιον, του δίνεις δουλειά στο δημόσιο.
Όταν διορίζεσαι δάσκαλος, βρίσκεις δουλειά σ' ένα δημόσιο σχολείο. Παίρνεις διορισμό. Ένας φίλος του κυρίου Γιάννη διορίστηκε δάσκαλος στο Βόλο.
δι-ο-ρί-ζω
διορισμός [ο] ουσιαστικό (διορισμοί) διορίζω
δίπλα επίρρημα Όταν κάτι βρίσκεται δίπλα σου, είναι πολύ κοντά σε σένα.
Η Αθηνά κάθεται δίπλα στην Ελένη στην τάξη.
Όταν δύο σπίτια βρίσκονται δίπλα δίπλα, είναι κολλητά το ένα με το άλλο. Όταν δύο άνθρωποι κάθονται δίπλα δίπλα, ο ένας ακουμπάει τον άλλο.
(σαν ουσιαστικό) Oι δίπλα ή οι διπλανοί είναι οι γείτονές μας.
Oι δίπλα κάνουν φασαρία τα μεσημέρια και δεν αφήνουν το μωρό της θείας Κατερίνας να κοιμηθεί. κοντά, πλάι μακριά δί-πλα
διπλανός, διπλανή, διπλανό (διπλανοί, διπλανές, διπλανά) επίθετο δίπλα
διπλάσιος, διπλάσια, διπλάσιο επίθετο (διπλάσιοι, διπλάσιες, διπλάσια) Όταν κάτι είναι διπλάσιο από κάτι άλλο, είναι δύο φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο από εκείνο. δι-πλά-σι-ος
διπλός, διπλή, διπλό επίθετο (διπλοί, διπλές, διπλά) Όταν κάτι το έχεις διπλό, το έχεις δύο φορές.
O Κώστας χάρισε στην Αθηνά ένα βιβλίο, γιατί το είχε διπλό.
Oι γονείς της Αθηνάς κοιμούνται σε διπλό κρεβάτι, δηλαδή σε κρεβάτι για δύο άτομα. μονός δι-πλός
διπλώνω, διπλώνομαι ρήμα (δίπλωσα, θα διπλώσω) Όταν διπλώνεις κάτι, παίρνεις τις άκρες του και τις ακουμπάς τη μία πάνω στην άλλη. O Κώστας δίπλωσε το χαρτί στα τέσσερα κι έφτιαξε ένα χάρτινο καραβάκι.
Όταν διπλώνεσαι στα δύο από τον πόνο, πονάς τόσο πολύ, που λυγίζεις το σώμα σου στα δύο.
Η Αθηνά διπλώθηκε στα δύο από τον πόνο στην κοιλιά της.
δι-πλώ-νω
δισκέτα [η] ουσιαστικό (δισκέτες) δίσκος
δίσκος [ο] ουσιαστικό (δίσκοι) Βάζουμε ένα δίσκο στο στερεοφωνικό για ν' ακούσουμε μουσική. Σήμερα οι δίσκοι που χρησιμοποιούμε για ν' ακούμε μουσική λέγονται σιντί.
Με το δίσκο σερβίρουμε φαγητά και ποτά.
Στο άθλημα της δισκοβολίας οι αθλητές πετούν μακριά ένα μεταλλικό δίσκο.
Η δισκέτα είναι ένας μικρός δίσκος που τον βάζουμε
στον υπολογιστή και αντιγράφουμε σ' αυτόν πληροφορίες για να τις μεταφέρουμε σ' έναν άλλο υπολογιστή. δισκοβολία
δί-σκος
τα λουλούδια
διστάζω ρήμα (δίστασα, θα διστάσω) Όταν διστάζεις, περιμένεις λίγο πριν να κάνεις κάτι, επειδή δεν είσαι σίγουρος ή γιατί φοβάσαι. O Κώστας δίστασε να μπει στην αυλή του κυρίου Μιχάλη, γιατί δεν ήταν σίγουρος ότι η μπάλα έπεσε εκεί. O δισταγμός του δεν κράτησε πολύ.
δι-στά-ζω
δίχτυ [το] ουσιαστικό (δίχτυα) Το δίχτυ είναι ένα πλεκτό ύφασμα με πολλές τρύπες που το χρησιμοποιούν οι ψαράδες για να πιάνουν ψάρια.
Στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ το δίχτυ κρατάει τη μπάλα, όταν κάποιος βάζει γκολ ή καλάθι.
O Κώστας έριξε τη μπάλα στα δίχτυα του τερματοφύλακα.
δί-χτυ
δίψα [η] ουσιαστικό διψώ
διψασμένος, διψασμένη, διψασμένο μετοχή (διψασμένοι, διψασμένες, διψασμένα) διψώ
διψώ και διψάω ρήμα (δίψασα, θα διψάσω) Όταν διψάς, θέλεις να πιεις νερό.
Η Αθηνά ήπιε πολύ νερό μετά τη γυμναστική, γιατί διψούσε πολύ.
Όταν διψάς για κάτι, το θέλεις πάρα πολύ.
Η Αθηνά ένιωθε δίψα. Ήταν διψασμένη. δι-ψώ
διώροφος, διώροφη, διώροφο επίθετο (διώροφοι, διώροφες, διώροφα) Όταν ένα κτίριο είναι διώροφο, έχει δύο πατώματα. Διώροφο μπορεί να είναι κι ένα λεωφορείο. O Νίκος μένει σε μία διώροφη πολυκατοικία. όροφος
δι-ώ-ρο-φος
διώχνω, διώχνομαι ρήμα (έδιωξα, θα διώξω) Όταν διώχνεις κάποιον ή κάτι, το κάνεις να φύγει μακριά. Η Αθηνά ήταν στενοχωρημένη, επειδή έχασε τη Ροζαλία κι έδιωχνε όποιον πήγαινε στο δωμάτιό της. απομακρύνω διώ-χνω
δοκιμάζω, δοκιμάζομαι ρήμα (δοκίμασα, θα δοκιμάσω) Όταν δοκιμάζεις κάτι, το ελέγχεις για να δεις αν δουλεύει σωστά.
Η Αθηνά δοκίμασε το καινούριο της ποδήλατο και ήταν ενθουσιασμένη.
Όταν δοκιμάζεις ένα φαγητό, τρως λίγο για να δεις αν είναι ωραίο.
Όταν δοκιμάζεις ρούχα ή παπούτσια, τα φοράς για να δεις αν σου ταιριάζουν.
Όταν κάνεις μία δοκιμή, προσπαθείς να δεις αν μπορείς να καταφέρεις κάτι.
Μετά τη βόλτα η Αθηνά έκανε μία δοκιμή να πιει το γάλα κλείνοντας τη μύτη της.
δο-κι-μά-ζω
δόλωμα [το] ουσιαστικό (δολώματα) Το δόλωμα είναι το σκουλήκι που ο ψαράς κρεμάει στο αγκίστρι του για να πιάσει ψάρια. δό-λω-μα
δόντι [το] ουσιαστικό (δόντια)
Τα δόντια φυτρώνουν μέσα στο στόμα σου, είναι μικρά και άσπρα και σε βοηθούν να δαγκώνεις και να μασάς το φαγητό σου.
Τα δόντια μίας χτένας είναι οι μύτες της που μας βοηθούν να χτενίζουμε τα μαλλιά.
οδοντόβουρτσα, οδοντογιατρός, οδοντόκρεμα
δό-ντι
δοξάρι [το] ουσιαστικό (δοξάρια) βιολί
δόση [η] ουσιαστικό (δόσεις) Η δόση από ένα φάρμακο είναι η ποσότητα που πρέπει να πάρουμε κάθε φορά.
«Να το φάρμακό σου! Η δόση είναι τρία κουταλάκια κάθε μέρα» είπε ο γιατρός στον Κώστα.
Όταν αγοράζεις κάτι με δόσεις, συμφωνείς πως θα το ξεπληρώσεις σιγά σιγά δίνοντας λίγα χρήματα κάθε φορά. δό-ση
δουλειά [η] ουσιαστικό (δουλειές) δουλεύω
δοχείο [το] ουσιαστικό (δοχεία) Μέσα σ' ένα δοχείο βάζουμε τρόφιμα για να μπορούμε να τα μεταφέρουμε.
O θείος Αλέκος έστειλε ένα δοχείο με λάδι από το χωριό.
Το δοχείο απορριμμάτων είναι ο σκουπιδοτενεκές. δο-χεί-ο
δράκος [ο], δράκαινα [η] ουσιαστικό (δράκοι, δράκαινες) Στα παραμύθια ο δράκος είναι ένα φανταστικό τέρας με φτερά που σκοτώνει βγάζοντας φωτιά από το στόμα του. δρά-κος 'τα παραμύθια'
δράμα [το] ουσιαστικό (δράματα) Όταν ζεις ένα δράμα, σου συμβαίνει κάτι πολύ άσχημο. δρά-μα
δραχμή [η] ουσιαστικό (δραχμές)
Η δραχμή ήταν το νόμισμα της Ελλάδας πριν από το ευρώ.
Ένα ευρώ είναι 340.75 δραχμές. δραχ-μή
δρομολόγιο [το] ουσιαστικό (δρομολόγια) Όταν ένα τρένο κάνει το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Αθήνα, κάνει την ίδια διαδρομή κάθε μέρα. «Το πρώτο δρομολόγιο του τρένου αρχίζει νωρίς το πρωί» είπε ο θείος Αλέκος. δρο-μο-λό-γι-ο
δροσερός, δροσερή, δροσερό επίθετο (δροσεροί, δροσερές, δροσερά) δροσιά
δροσιά [η] ουσιαστικό (δροσιές) Όταν έχει δροσιά, φυσάει ένα ευχάριστο αεράκι που δεν είναι ούτε ζεστό ούτε πολύ κρύο. Όταν κάτι είναι δροσερό, είναι λίγο κρύο τόσο ώστε να σ' ευχαριστεί.
δρο-σιά
δύναμη [η] ουσιαστικό (δυνάμεις) Όταν έχεις δύναμη, έχεις πολλή ενέργεια και είσαι πολύ γερός.
O Κώστας έχει τόση δύναμη που σηκώνει δύο βαλίτσες στο κάθε χέρι.
δυνατός, δυναμώνω δύ-να-μη
δυναμώνω ρήμα (δυνάμωσα, θα δυναμώσω) Όταν δυναμώνεις, γίνεσαι πιο δυνατός.
Η γυμναστική δυναμώνει το σώμα. Γι' αυτό και η Αλίκη τρέχει κάθε μέρα.
Όταν δυναμώνεις το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, ανοίγεις την ένταση του ήχου.
χαμηλώνω δύναμη, δυνατός δυ-να-μώ-νω
δυνατός, δυνατή, δυνατό επίθετο (δυνατοί, δυνατές, δυνατά) Όταν είσαι δυνατός, είσαι πολύ γερός και μπορείς να σηκώσεις βαριά πράγματα. γερός αδύναμος
Όταν ένας θόρυβος είναι δυνατός, ακούγεται πολύ. Όταν ένας πονοκέφαλος είναι δυνατός, τον αισθάνεσαι πολύ έντονα. Όταν ο αέρας είναι δυνατός, φυσάει γρήγορα και έντονα.
Όταν κάτι είναι δυνατό, μπορεί να γίνει. «Είναι δυνατό να βρεθεί η Ροζαλία;» σκεφτόταν η Αθηνά. πιθανό αδύνατο
Όταν σφίγγεις κάτι δυνατά, το σφίγγεις με μεγάλη δύναμη. Όταν μιλάς δυνατά, δίνεις πολλή ένταση στη φωνή σου. δύναμη, δυναμώνω δυ-να-τός
δυσάρεστος, δυσάρεστη, δυσάρεστο επίθετο (δυσάρεστοι, δυσάρεστες, δυσάρεστα) Όταν κάτι είναι δυσάρεστο, σε στενοχωρεί ή σ' ενοχλεί.
Τα νέα ήταν πολύ δυσάρεστα για τον Κώστα. O καιρός χάλασε και η εκδρομή δε μπορούσε να γίνει. ευχάριστος δυ-σά-ρε-στος
δύση [η] ουσιαστικό Όταν έχουμε δύση του ηλίου, ο ήλιος φεύγει στο τέλος της μέρας κι έρχεται η νύχτα.
Η δύση είναι ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Όταν κάτι βρίσκεται ή κινείται προς τη δύση, είναι δυτικό. δύ-ση
Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Kώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι
δυσκολεύομαι ρήμα (δυσκολεύτηκα, θα δυσκολευτώ) δύσκολος
δυσκολία [η] ουσιαστικό (δυσκολίες) δύσκολος
δυστύχημα [το] ουσιαστικό (δυστυχήματα) Το δυστύχημα είναι ένα πολύ σοβαρό ατύχημα. «Έγινε ένα σοβαρό δυστύχημα στην εθνική οδό και σκοτώθηκαν πέντε άτομα» είπε ο θείος Τάκης.
δυστυχισμένος, δυστυχώς δυ-στύ-χη-μα
δυστυχία [η] ουσιαστικό δυστυχισμένος
δυστυχισμένος, δυστυχισμένη, δυστυχισμένο μετοχή (δυστυχισμένοι,δυστυχισμένες, δυστυχισμένα) Όταν είσαι δυστυχισμένος, είσαι πολύ λυπημένος, επειδή σου συνέβη κάτι δυσάρεστο. ευτυχισμένος, χαρούμενος
Νιώθεις δυστυχία. δυστύχημα, δυστυχώς δυ-στυ-χι-σμέ-νος
το δωμάτιο
δωρεάν επίρρημα Όταν παίρνεις κάτι δωρεάν, δε δίνεις καθόλου χρήματα. τζάμπα δω-ρε-άν
δώρο [το] ουσιαστικό (δώρα)
Το δώρο είναι κάτι που δίνεις σε κάποιον, επειδή τον αγαπάς ή επειδή γιορτάζει.
O θείος Σταμάτης άνοιξε τα δώρα που του έφεραν για τα γενέθλιά του.
«Τι σου δώρισαν;» ρώτησε η θεία Κατερίνα.
χαρίζω δώ-ρο
|