Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Β Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Δ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
  γαβγίζω    γωνία

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Γγ

eikona089

 

 

γαβγίζω ρήμα (γάβγισα, θα γαβγίσω)
check1 Όταν ένας σκύλος γαβγίζει, κάνει γαβ γαβ. Είναι ο δικός του τρόπος να φωνάζει.

romvos Το γάβγισμα είναι η φωνή που βγάζει ένας σκύλος.  music γα-βγί-ζω

 

 

γάιδαρος [ο] ουσιαστικό (γάιδαροι)
check1 O γάιδαρος είναι ένα μεγάλο ζώο με μεγάλα αυτιά. Μοιάζει με άλογο αλλά είναι πιο μικρός και το τρίχωμά του είναι σκούρο γκρι ή καφέ. Σε μερικά χωριά χρησιμοποιούν ακόμη το γάιδαρο για να μεταφέρουν βαριά πράγματα ή για να πάνε κάπου. Όταν ο γάιδαρος φωνάζει, γκαρίζει.  

music γάι-δα-ρος  pen2 'το αγρόκτημα'

–Λέμε και το γαϊδούρι.

 

 

γάλα [το] ουσιαστικό (γάλατα)
check1 Όταν αρμέγουμε τις αγελάδες, τις κατσίκες ή τα πρόβατα, παίρνουμε το γάλα τους που είναι άσπρο. Είναι νόστιμο και το πίνουμε για να έχουμε γερά κόκαλα και δόντια.
check2 Η Αθηνά έχει καστανά μαλλιά και δέρμα άσπρο σαν το γάλα. Έχει πάρα πολύ άσπρο και καθαρό δέρμα. 
check2 Λέμε ότι κάποιος έχει και του πουλιού το γάλα, όταν τα έχει όλα, ακόμα κι αυτά που τα βρίσκει κανείς πολύ δύσκολα.   music γά-λα

 

 

γαλάζιος, γαλάζια, γαλάζιο επίθετο (γαλάζιοι, γαλάζιες, γαλάζια)
check1 Όταν κάτι είναι γαλάζιο, έχει ανοιχτό μπλε χρώμα, όπως ο ουρανός όταν δεν έχει σύννεφα.   
check2 (σαν ουσιαστικό) Το γαλάζιο είναι το αγαπημένο χρώμα του Κώστα.

romvos γαλανός  music γα-λά-ζιος  pen2 'τα χρώματα'

 

 

γαλανός, γαλανή, γαλανό επίθετο (γαλανοί, γαλανές, γαλανά)
check1 Όταν κάποιος έχει γαλανά μάτια, τα μάτια του έχουν ανοιχτό μπλε χρώμα, όπως ο ουρανός που δεν έχει σύννεφα.  circle1 γαλάζιος  romvos γαλάζιος  music γα-λα-νός
-Προσοχή! Λέμε γαλανός ή γαλάζιος ουρανός, γαλανά ή γαλάζια μάτια, γαλανή ή γαλάζια θάλασσα. Για ένα ύφασμα, για ένα ρούχο ή για ένα χρώμα στη ζωγραφική λέμε μόνο γαλάζιο.

 

 

γαλοπούλα [η] ουσιαστικό (γαλοπούλες)
check1 Η γαλοπούλα είναι ένα μεγάλο πουλί με ψηλό κόκκινο λαιμό και μαύρα, άσπρα ή κόκκινα φτερά. Τρώμε το κρέας της που μοιάζει με το κρέας του κοτόπουλου. 

music γα-λο-πού-λα  pen2 'το αγρόκτημα'

 

 

γάμος [ο] ουσιαστικό (γάμοι)

eikona090

check1 Όταν ένας άντρας και μία γυναίκα θέλουν να παντρευτούν, κάνουν γάμο στην εκκλησία ή στο δημαρχείο.  romvos γαμπρός

music γά-μος

Δες νύφη, γαμπρός, παντρεύομαι

 

 

 

 

γάμπα [η] ουσιαστικό (γάμπες)
check1 Η γάμπα είναι το μέρος του ποδιού που βρίσκεται κάτω από το γόνατο και πάνω από τον αστράγαλο.  music γά-μπα  pen2 'το σώμα μας'

 

 

γαμπρός [ο] ουσιαστικό (γαμπροί)
check1 Όταν γίνεται γάμος, ο άντρας που παντρεύεται είναι ο γαμπρός και η γυναίκα η νύφη.
check2 Όταν κάποιος είναι γαμπρός κάποιου άλλου, είναι παντρεμένος με την κόρη του ή με την αδερφή του.  romvos γάμος  music γα-μπρός

 

 

γάντι [το] ουσιαστικό (γάντια)
check1 Όταν κρυώνουν τα χέρια μας, φοράμε γάντια για να τα ζεστάνουμε. Τα γάντια είναι μάλλινα ή δερμάτινα.  music γά-ντι  pen2 'τα ρούχα'

 

 

γαργαλώ και γαργαλάω, γαργαλιέμαι ρήμα (γαργάλησα, θα γαργαλήσω)
check1 Όταν γαργαλάς κάποιον, τον αγγίζεις ελαφρά στις πατούσες, στις μασχάλες ή στα πλευρά και τον κάνεις να γελάει.
check2 Όταν γαργαλιέσαι, σκας στα γέλια αμέσως μόλις σε αγγίξουν. 

romvos O Κώστας δεν αντέχει το γαργάλημα.  music γαρ-γα-λώ

 

 

γαρίδα [η] ουσιαστικό (γαρίδες)
check1 Η γαρίδα είναι ένα μικρό ζώο με μαλακό όστρακο που ζει στη θάλασσα. Έχει ουρά, τέσσερα ζευγάρια πόδια και κεραίες. Είναι ροζ και τις τρώμε, γιατί έχουν πολύ νόστιμο κρέας.

eikona091

check2 «Ήθελα να κοιμηθώ αλλά δεν τα κατάφερα, το μάτι μου ήταν γαρίδα όλο το βράδυ», είπε ο Κώστας.  

romvos γαριδάκι  

music γα-ρί-δα  pen2 'η θάλασσα'

 

 

γαριδάκι [το] ουσιαστικό (γαριδάκια)
check1 Τα γαριδάκια είναι αλμυρές μπουκιές σε σχήμα γαρίδας που αρέσουν πολύ στα παιδιά.  romvos γαρίδα  music γα-ρι-δά-κι  pen2 'το πάρτι'

 

 

γαρίφαλο [το] ουσιαστικό (γαρίφαλα)
check1 Το γαρίφαλο είναι ένα ροζ, κόκκινο ή άσπρο λουλούδι που μυρίζει πολύ όμορφα.

romvos Το φυτό που κάνει γαρίφαλα είναι η γαριφαλιάmusic γα-ρί-φα-λο  pen2 'τα λουλούδια'

 

 

γάτα [η] ουσιαστικό (γάτες)
check1 Η γάτα είναι ένα μικρό ζώο με τέσσερα πόδια, μαλακή γούνα και μυτερά νύχια. Έχει μικρά μυτερά αυτιά και μουστάκια και όταν φωνάζει, νιαουρίζει.

romvos Το γατάκι είναι το μωρό της γάτας.  music γά-τα  pen2 'το αγρόκτημα'

 

 

γδάρσιμο [το] ουσιαστικό (γδαρσίματα) velos γδέρνω

 

 

γδέρνω, γδέρνομαι ρήμα (έγδαρα, θα γδάρω)
check1 Όταν γδέρνεις το χέρι σου, του κάνεις γρατσουνιές.

pen1 Η Αθηνά έπεσε από το ποδήλατο κι έγδαρε το γόνατό της.  circle1 γρατσουνώ
check2 Όταν ο χασάπης γδέρνει ένα ζώο, του βγάζει το δέρμα.  romvos Το γδάρσιμο είναι το σημάδι που έχουμε στο σώμα μας, όταν γδερνόμαστε.  circle1 γρατσουνιά  music γδέρ-νω

 

 

γδύνω, γδύνομαι ρήμα (έγδυσα, θα γδύσω)
check1 Όταν γδύνεις κάποιον, του βγάζεις όλα του τα ρούχα, τον αφήνεις γυμνό. Όταν γδύνεσαι, βγάζεις όλα τα ρούχα σου.  pen1 Η Αθηνά έγδυσε όλες της τις κούκλες για να πλύνει τα ρούχα τους.  circle1 ξεντύνω  romvos γδύσιμο  music γδύ-νω

 

 

γεια επιφώνημα 
check1 Όταν θέλουμε να χαιρετήσουμε κάποιον, λέμε «γεια», «γεια σου». Λέμε «γεια σας», όταν χαιρετάμε κάποιον μεγαλύτερο.
check2 Όταν κάποιος έχει αγοράσει κάτι καινούριο του λέμε «με γεια».  

pen1 «Με γεια το καινούριο φόρεμα Αθηνά!» είπε η Ελένη.  music γεια

 

 

γείτονας [ο], γειτόνισσα [η] ουσιαστικό (γείτονες, γειτόνισσες)
check1 Γείτονάς σου είναι αυτός που μένει κοντά σου, στον ίδιο δρόμο. Βλέπεις συχνά τους γείτονές σου βγαίνοντας από το σπίτι σου.  romvos Η γειτονιά σου είναι η περιοχή όπου βρίσκεται το σπίτι σου μαζί με τα γύρω σπίτια και τα μαγαζιά.  music γεί-το-νας

 

 

- Eίμαι το αντίθετο του αδειάζω.  Tι κάνω; …………...........................……

 

 

γειτονιά [η] ουσιαστικό (γειτονιές) velos γείτονας

 

 

γέλιο [το] ουσιαστικό (γέλια) velos γελώ

 

 

γελώ και γελάω (γέλασα, θα γελάσω)
check1 Όταν γελάς, δείχνεις πως είσαι χαρούμενος ή πως βρίσκεις κάτι πολύ διασκεδαστικό, πολύ αστείο. Όταν γελάς, ακούγεται το γέλιο σου.

eikona092

pen1 Oι γονείς του Κώστα πηγαίνουν συχνά σε κωμωδίες για να γελάσουν.  circle2 κλαίω  romvos Το γέλιο είναι ο ήχος που βγάζεις, όταν γελάς. O ήχος αυτός μοιάζει με χα, χα, χα.   

circle2 κλάμα  music γε-λώ

 

 

 

γεμάτος, γεμάτη, γεμάτο επίθετο (γεμάτοι, γεμάτες, γεμάτα) velos γεμίζω

 

 

γεμίζω ρήμα (γέμισα, θα γεμίσω)
check1 Όταν γεμίζεις κάτι, βάζεις μέσα όσα πιο πολλά πράγματα μπορείς.  pen1  O Κώστας γέμισε τις τσέπες του με καραμέλες και βγήκε έξω να τις φάει με την Αθηνά.

eikona093

check2 Η κοιλιά του Νίκου γέμισε από το πολύ φαγητό. Δεν υπήρχε πια χώρος για τίποτα άλλο.
check2 Χάλασε το πλυντήριο και το μπάνιο γέμισε νερά. Το μπάνιο είχε πολλά νερά.  circle2 αδειάζω  

romvos Η κοιλιά του Νίκου ήταν γεμάτη από το πολύ φαγητό. Δεν μπορούσε να βάλει τίποτα άλλο μέσα. γεμιστός  

music γε-μί-ζω

 

 

γεμιστός, γεμιστή, γεμιστό επίθετο (γεμιστοί, γεμιστές, γεμιστά)
check1 Τα γεμιστά μπισκότα έχουν μέσα τους κρέμα με διάφορες γεύσεις.
check2 (σαν ουσιαστικό) Τα γεμιστά είναι το αγαπημένο φαγητό του Κώστα. Είναι λαχανικά, συνήθως ντομάτες, πιπεριές ή κολοκυθάκια που τα έχουμε ανοίξει, έχουμε βάλει μέσα τους ρύζι ή κιμά και τα έχουμε μαγειρέψει στο φούρνο ή στην κατσαρόλα.

romvos γεμίζω  music γε-μι-στός

 

 

γενέθλια [τα] ουσιαστικό
check1 Στα γενέθλια γιορτάζουμε τη μέρα που γεννηθήκαμε.

music γε-νέ-θλι-α

 

 

γενειάδα [η] ουσιαστικό (γενειάδες)
check1 Γενειάδα είναι τα μακριά γένια.   Oι εφτά νάνοι έχουν άσπρη γενειάδα.

romvos γένι  music γε-νειά-δα

 

 

γένι [το] ουσιαστικό (γένια)

eikona094

check1 Oι άντρες έχουν γένια. Είναι οι τρίχες που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο σαγόνι τους. Για να μη μεγαλώσουν, ξυρίζονται σχεδόν κάθε μέρα.  romvos γενειάδα

music γέ-νι

 

 

γενναίος, γενναία, γενναίο επίθετο (γενναίοι, γενναίες, γενναία)
check1 Όταν κάποιος είναι γενναίος, δε φοβάται τίποτα, όταν θέλει να κάνει κάτι, έχει θάρρος. pen1 O Ίγκλι είναι πολύ γενναίο παιδί. Πήγε μόνος του στον κύριο Μιχάλη και του είπε ότι αυτός έσπασε κατά λάθος το τζάμι του.  circle1 θαρραλέος  circle2 δειλός

music γεν-ναί-ος

 

 

γέννηση [η] ουσιαστικό (γεννήσεις) velos γεννώ

 

 

γεννώ, γεννιέμαι ρήμα (γέννησα, θα γεννήσω)
check1 Όταν μία γυναίκα γεννάει, φέρνει στον κόσμο το μωρό της. 

pen1  Η θεία Κατερίνα γέννησε ένα όμορφο αγοράκι.
check2 Το μωρό γεννήθηκε στις έξι το πρωί
.  romvos Η γέννηση του μωρού της θείας Κατερίνας έφερε μεγάλη χαρά στο σπίτι τους.  circle2 θάνατος  γενέθλια  music γεν-νώ

 

 

γεράκι [το] ουσιαστικό (γεράκια)

eikona095

check1 Το γεράκι είναι ένα μεγάλο πουλί που ζει ψηλά στα βουνά, βλέπει πολύ μακριά, έχει μεγάλα νύχια και ράμφος και τρώει μικρά ζώα, όπως ποντίκια ή φίδια. 

music γε-ρά-κι

 

 

γερνώ και γερνάω ρήμα (γέρασα, θα γεράσω)
check1 Όταν κάποιος γερνάει, μεγαλώνει πάρα πολύ και γίνεται γέρος ή γριά. 

romvos γέρος, γριά  music γερ-νώ

 

 

γέρνω ρήμα (έγειρα, θα γείρω)
check1 Όταν γέρνεις, το σώμα σου πάει προς μία πλευρά, δεξιά ή αριστερά, μπροστά ή πίσω.  pen1 O Κώστας έγειρε πάνω στο τραπέζι κι αποκοιμήθηκε. Ήταν κουρασμένος.

check2 Όταν γέρνεις κάτι, το κάνεις να πάει προς τα κάτω.  

pen1 Η Αθηνά έγειρε την κανάτα για να βάλει νερό στο ποτήρι της.  musicγέρ-νω

 

 

γερός, γερή, γερό επίθετο (γεροί, γερές, γερά)
check1 Όταν κάποιος είναι γερός, έχει δύναμη και δεν αρρωσταίνει εύκολα.

pen1 «Να τρως καλά για να είσαι γερή» είπε ο γιατρός στην Αθηνά.  circle2 αδύναμος  
check2 Όταν κάτι είναι γερό, δε χαλάει εύκολα, αντέχει στο χρόνο και τις δυσκολίες.

pen1 Το σπίτι του κυρίου Μιχάλη είναι πολύ γερό, δεν έπαθε τίποτα από τους σεισμούς.  romvosΌταν κρατάς γερά κάτι, το κρατάς με δύναμη για να μη σου φύγει.  

music γε-ρός

 

 

γέρος [ο], γριά [η] ουσιαστικό (γέροι, γριές)
check1 Όταν είναι κανείς γέρος ή γριά, έχει μεγαλώσει πολύ, έχει γεράσει. 

pen1 Στο χωριό του θείου Αλέκου έχουν μείνει μόνο γέροι και γριές, οι νέοι έχουν φύγει γι' αλλού.  circle2 νέος  romvos γερνώ  music γέ-ρος

 

 

γεύμα [το] ουσιαστικό (γεύματα)
check1 Το γεύμα είναι το φαγητό που τρώμε, όταν καθόμαστε στο τραπέζι. Τα γεύματα της ημέρας είναι το πρωινό, το μεσημεριανό και το βραδινό. Συνήθως το βραδινό το λέμε δείπνο. Τα παιδιά χρειάζονται και απογευματινό γεύμα.  romvos γεύση  music γεύ-μα

 

 

γεύση [η] ουσιαστικό (γεύσεις)
check1 Η γεύση είναι η αίσθηση που μας κάνει να ξεχωρίζουμε τα φαγητά, τα φρούτα ή τα γλυκά. Το κοτόπουλο δεν έχει την ίδια γεύση με το ψάρι, ούτε η φράουλα με το κεράσι.  romvos γεύμα  music γεύ-ση

 

 

γέφυρα [η] ουσιαστικό (γέφυρες)

eikona096

check1 Για να περάσουμε από τη μία μεριά ενός ποταμού στην άλλη, περπατάμε πάνω σε μία γέφυρα

music γέ-φυ-ρα

 

 

 

γεωγραφία [η] ουσιαστικό
check1 Στο μάθημα της γεωγραφίας μαθαίνουμε πολλά για τη γη, για τουςανθρώπους και τις χώρες τους.  romvos γη γράφω  music γε-ω-γρα-φί-α

 

 

γεωργός [ο] ουσιαστικό (γεωργοί)
check1 O γεωργός είναι αυτός που η δουλειά του είναι να καλλιεργεί τη γη. 

pen1 O θείος Αλέκος είναι γεωργός, έχει πολλές ελιές και βγάζει πολύ καλό λάδι.

circle1 αγρότης  romvos Ζει τη γεωργική ζωή από κοντά. γη  music γε-ωρ-γός

 

 

γη [η] ουσιαστικό
check1 Η γη είναι ο πλανήτης όπου ζούμε εμείς οι άνθρωποι και όλα τα ζώα. 

circle1 κόσμος 
check2 Η γη είναι το χώμα που φυτρώνουν τα δέντρα και τα λουλούδια.  circle1 χώμα
check2 Η γη είναι εκεί που πατάμε.  pen1 Είχε τέτοια τρικυμία στο ταξίδι, που όταν πάτησε στη γη ο θείος Αλέκος νόμιζε πως κουνιέται ακόμα.  circle1 ξηρά, έδαφος, στεριά   

romvos γήπεδο, γεωγραφία, γεωργός  music  γη

 

 

γήπεδο [το] ουσιαστικό (γήπεδα)
check1 Το γήπεδο είναι ο χώρος που παίζουμε διάφορα αθλήματα, όπως ποδόσφαιρο, βόλεϊ και μπάσκετ.  romvos γη  music γή-πε-δο

 

 

γιαγιά [η] ουσιαστικό (γιαγιάδες)
check1 Η γιαγιά σου είναι η μαμά του μπαμπά ή της μαμάς σου και είσαι το εγγόνι της.

music για-γιά  pen2 'η οικογένεια'

 

 

γιακάς [ο] ουσιαστικό (γιακάδες)

eikona097

check1 O γιακάς ενός πουκάμισου ή άλλου ρούχου είναι το κομμάτι από ύφασμα που βρίσκεται γύρω από το λαιμό.

pen1 O κύριος Γιάννης σήκωσε το γιακά του παλτού του, γιατί έκανε πολύ κρύο.  musicγια-κάς

 

 

 

γιαλός [ο] ουσιαστικό (γιαλοί)
check1 O γιαλός είναι το κομμάτι της θάλασσας που βλέπουμε από την ξηρά.

circle1 ακρογιαλιά  music για-λός

 

 

γιαούρτι [το] ουσιαστικό (γιαούρτια)
check1 Το γιαούρτι είναι γάλα αγελάδας ή πρόβατου που το έχουμε πήξει. Είναι άσπρο και το τρώμε πάντα δροσερό, σκέτο ή με μέλι, ζάχαρη ή φρούτα.  music για-ούρ-τι

 

 

γιατρεύω, γιατρεύομαι ρήμα (γιάτρεψα,θα γιατρέψω)
check1 Όταν ο γιατρός γιατρεύει κάποιον, τον κάνει καλά δίνοντάς του σωστές συμβουλές και φάρμακα.  romvos γιατρός, ιατρείο
check2 Όταν γιατρεύεσαι, γίνεσαι καλά από μία αρρώστια.  circle2 αρρωσταίνω 

music για-τρεύ-ω

 

 

γιατρός [ο], [η] ουσιαστικό (γιατροί)
check1 O γιατρός είναι αυτός που δουλεύει στο ιατρείο του ή στο νοσοκομείο και εξετάζει τους αρρώστους, δηλαδή αυτούς που έχουν προβλήματα υγείας. 

romvos γιατρεύω  music για-τρός  pen2 'στο νοσοκομείο'
-Λέμε και η γιατρίνα.

 

 

γίγαντας [ο] ουσιαστικό (γίγαντες)

eikona098

check1 Ένας γίγαντας είναι ένας πάρα πολύ ψηλός άνθρωπος. Έχει ύψος πάνω από δύο μέτρα.

pen1 Oι παίκτες του μπάσκετ είναι πολύ ψηλοί, μοιάζουν με γίγαντες.  circle2 νάνος
check2γίγαντες στη μυθολογία ήταν οι γιοι του Oυρανού και της Γης. Ήταν τεράστιοι και πάρα πολύ δυνατοί.  

music γί-γα-ντας

 

 

 

γίδα [η] ουσιαστικό (γίδες)
check1
Η γίδα είναι ένα ζώο με μακρύ και πυκνό τρίχωμα και κέρατα που σκαρφαλώνει εύκολα στα βράχια και στα βουνά. Τρώμε το κρέας της και πίνουμε το γάλα της.

circle1 κατσίκα  music γί-δα  pen2 'το αγρόκτημα'

 

 

γίνομαι ρήμα (έγινα, θα γίνω)
check1 Όταν γίνεσαι κάτι άλλο, αλλάζεις. Είσαι κάτι που δεν ήσουν πριν. 

pen1 O Ίγκλι έγινε κόκκινος από την ντροπή του, όταν η μπάλα του έσπασε το παράθυρο του κυρίου Μιχάλη.
check2 Το φαγητό θα γίνει σε μισή ώρα. Θα είναι έτοιμο σε μισή ώρα.
check2 Όταν κάτι γίνεται κάπου, συμβαίνει εκεί.  pen1 «Το μάθημα σήμερα θα γίνει στην αυλή» είπε η δασκάλα της Αθηνάς.  music γί-νο-μαι

 

 

γινωμένος, γινωμένη, γινωμένο επίθετο (γινωμένοι, γινωμένες, γινωμένα)
check1 Ένα γινωμένο φρούτο, είναι ένα φρούτο που είναι έτοιμο να φαγωθεί. 

circle1 ώριμος  circle2 αγίνωτος, άγουρος  romvos γίνομαι  music γι-νω-μέ-νος

 

 

γιορτάζω ρήμα (γιόρτασα, θα γιορτάσω)
check1 Όταν γιορτάζεις κάτι, κάνεις γιορτή για κάτι καλό που σου έχει συμβεί ή για κάτι σημαντικό. 

pen1 Η ξαδέρφη της κυρίας Μαργαρίτας γιόρτασε τον αρραβώνα της κόρης της.
check2 Όταν γιορτάζεις, έχεις τη γιορτή σου ή τα γενέθλιά σου.

pen1 O Κώστας γιορτάζει στις 21 Μαΐου.  romvos γιορτή  music γιορ-τά-ζω

 

 

γιορτή [η] ουσιαστικό (γιορτές)
check1 Όταν κάνεις μία γιορτή, καλείς φίλους στο σπίτι για να διασκεδάσετε όλοι μαζί, για να γιορτάσεις κάτι ευχάριστο ή σημαντικό.
check2 Η γιορτή σου είναι η μέρα που είναι αφιερωμένη στον άγιο που έχεις τ' όνομά του.  romvos γιορτάζω  music  γιορ-τή

 

 

γιος [ο] ουσιαστικό (γιοι)
check1 O γιος είναι το αγόρι μίας οικογένειας.  

pen1 O Κώστας είναι ο γιος του κυρίου Γιάννη και της κυρίας Μαργαρίτας.  

circle1 αγόρι  music  γιος  pen2 'η οικογένεια'

 

 

γιοτ [το] ουσιαστικό
check1 Το γιοτ είναι ένα μικρό πλοίο που κινείται με πανιά ή με μηχανή κι έχει όλες τις ανέσεις για να κάνει κανείς ευχάριστες διακοπές στη θάλασσα. Δεν έχουμε όλοι γιοτ, γιατί είναι πολύ ακριβό.  music γιοτ
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

γιρλάντα [η] ουσιαστικό (γιρλάντες) 
check1 Με τις γιρλάντες στολίζουμε ένα χώρο, όταν γιορτάζουμε κάτι. Oι γιρλάντες είναι μακριές χάρτινες, λουλουδένιες ή φωτεινές κορδέλες που στερεώνουμε σε τοίχους, στο χριστουγεννιάτικο δέντρο ή πάνω από πόρτες και παράθυρα.  

music γιρ-λά-ντα  pen2 'το πάρτι'

 

 

γκάζι [το] ουσιαστικό (γκάζια)
check1 Το γκάζι είναι ένα αέριο. Μ' αυτό ζεσταινόμαστε, μαγειρεύουμε κι έχουμε ζεστό νερό. Θέλει μεγάλη προσοχή, γιατί πιάνει εύκολα φωτιά. 

pen1 O κύριος Μιχάλης έχει κουζίνα με γκάζι.   
check2 Όταν πατάς γκάζι, κάνεις το αυτοκίνητο να τρέξει πιο γρήγορα.  music γκά-ζι

 

 

γκαράζ [το] ουσιαστικό
check1 Το γκαράζ είναι ο κλειστός χώρος όπου αφήνουμε το αυτοκίνητο, όταν δεν το χρησιμοποιούμε.  pen1 O κύριος Γιάννης βάζει το αυτοκίνητό του στο γκαράζ της πολυκατοικίας τους.

eikona099

check2 Όταν το αυτοκίνητό μας έχει βλάβη, το πάμε σ' ένα γκαράζ για να το επισκευάσουν. 

circle1 συνεργείο  music γκα-ράζ
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

γκάφα [η] ουσιαστικό (γκάφες)
check1 Όταν κάνεις μία γκάφα, λες ή κάνεις κάτι που δημιουργεί προβλήματα χωρίς να το θέλεις.  pen1 O κύριος Μιχάλης κάνει όλο γκάφες. Προχθές στο γάμο μίας ανιψιάς του πάτησε το νυφικό της.  circle1 ανοησία  music γκά-φα

 

 

γκολ [το] ουσιαστικό
check1 Στο ποδόσφαιρο βάζουμε γκολ, όταν ρίχνουμε τη μπάλα στα δίχτυα του τερματοφύλακα της αντίπαλης ομάδας.  music γκολ
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

γκοφρέτα [η] ουσιαστικό (γκοφρέτες)
check1 Η γκοφρέτα είναι ένα τραγανό μπισκότο με σοκολάτα.  music γκο-φρέ-τα

 

 

γκρέιπφρουτ [το] ουσιαστικό
check1 Το γκρέιπφρουτ είναι ένα στρογγυλό κίτρινο φρούτο που είναι λίγο μεγαλύτερο από το πορτοκάλι. Είναι ξινό αλλά πλούσιο σε βιταμίνες, γι' αυτό το τρώμε ή πίνουμε το χυμό του.  music γκρέιπ-φρουτ
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

γκρεμίζω, γκρεμίζομαι ρήμα (γκρέμισα,θα γκρεμίσω)
check1 Όταν γκρεμίζεις ένα σπίτι ή ένα άλλο κτίριο, το χαλάς ρίχνοντάς το κάτω.

pen1 Το κύμα γκρέμισε το κάστρο που έχτισαν η Αθηνά και ο Κώστας στην άμμο. 

circle1 χαλάω, καταστρέφω, ρίχνω  circle2 χτίζω, φτιάχνω  
check2 O Κώστας έτρεχε και γκρεμίστηκε από τις σκάλες. Έπεσε κάτω.  

romvos γκρεμός  music γκρε-μί-ζω

 

 

γκρεμός [ο] ουσιαστικό (γκρεμοί)

eikona100

check1 O γκρεμός είναι μία πολύ απότομη κατηφόρα στην άκρη ενός βράχου ή στο βουνό.  romvos γκρεμίζω 

music γκρε-μός

 

 

 

 

γκρι επίθετο velos γκρίζος

 

 

γκρίζος, γκρίζα, γκρίζο επίθετο (γκρίζοι, γκρίζες, γκρίζα)
check1 Όταν κάτι είναι γκρίζο, είναι γκρι, δηλαδή είναι ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο.  circle1 γκρι  music γκρί-ζος

 

 

γκριμάτσα [η] ουσιαστικό (γκριμάτσες)

eikona101

check1 Όταν κάνεις μία γκριμάτσα, το πρόσωπό σου αλλάζει, γιατί πονάς ή γιατί θέλεις να κάνεις κάποιον να φοβηθεί ή να γελάσει.  

music γκρι-μά-τσα

 

 

 

γκρίνια [η] ουσιαστικό (γκρίνιες) velos γκρινιάζω

 

 

γκρινιάζω ρήμα (γκρίνιαξα, θα γκρινιάξω)
check1 Όταν γκρινιάζεις, παραπονιέσαι και νευριάζεις για ασήμαντα πράγματα.

pen1 O Κώστας γκρίνιαζε όλη τη μέρα, γιατί έβρεχε και δεν μπόρεσε να παίξει ποδόσφαιρο.  circle1παραπονιέμαι 

romvos  Όταν γκρινιάζεις πολύ, είσαι όλο γκρίνια, είσαι γκρινιάρης.  music γκρι-νιά-ζω

 

 

γκρινιάρης, γκρινιάρα, γκρινιάρικο επίθετο (γκρινιάρηδες, γκρινιάρες, γκρινιάρικα)

velos γκρινιάζω

 

 

γλάρος [ο] ουσιαστικό (γλάροι)
check1 O γλάρος είναι ένα μεγάλο άσπρο πουλί που ζει κοντά στη θάλασσα και ακολουθεί τα πλοία για να βρει τροφή.  music  γλά-ρος  pen2 'η θάλασσα'

 

 

γλάστρα [η] ουσιαστικό (γλάστρες)
check1 Η γλάστρα είναι ένα δοχείο όπου βάζουμε χώμα και φυτεύουμε ένα φυτό.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα έχει στη βεράντα της μεγάλες γλάστρες με τριανταφυλλιές.

music γλά-στρα
Δες ατύχημα

 

 

γλειφιτζούρι [το] ουσιαστικό (γλειφιτζούρια)
check1 Το γλειφιτζούρι είναι μία μεγάλη χρωματιστή καραμέλα που τη γλείφουν τα παιδιά, μέχρι να λιώσει κρατώντας την από ένα ξυλαράκι.  romvos γλείφω

music γλει-φι-τζού-ρι  pen2 'το πάρτι'

 

 

γλείφω, γλείφομαι ρήμα (έγλειψα, θα γλείψω)
check1 Όταν γλείφεις κάτι, περνάς τη γλώσσα σου πάνω του. 

eikona102

pen1 Η Αθηνά και η Ελένη έκαναν τη βόλτα τους στην παραλία κι έγλειφαν το παγωτό τους.
check2 Όταν ένα ζώο γλείφεται, περνάει τη γλώσσα του πάνω από το σώμα του.  pen1 Η Ροζαλία γλείφεται πριν κοιμηθεί για να πλυθεί. 

romvos γλειφιτζούρι  music γλεί-φω

 

 

γλέντι [το] ουσιαστικό (γλέντια)
check1 Το γλέντι είναι μία μεγάλη γιορτή. Στο γλέντι χορεύουμε και τραγουδάμε.

circle1 γιορτή  romvos Στο γλέντι γιορτάζουμε, γλεντάμε.  music γλέ-ντι

 

 

γλιστρώ και γλιστράω ρήμα (γλίστρησα, θα γλιστρήσω)

eikona103

check1 Όταν γλιστράς, φεύγεις από τη θέση σου και προχωράς συνεχώς χωρίς να σηκώσεις τα πόδια σου. Καμιά φορά γλιστράμε χωρίς να το θέλουμε και πέφτουμε. 

pen1 «Κώστα, πρόσεξε μη γλιστρήσεις έτσι που τρέχεις. Έχει πάγο κάτω» είπε η Αθηνά.  music γλι-στρώ

 

 

γλιτώνω ρήμα (γλίτωσα, θα γλιτώσω)
check1 Όταν γλιτώνεις από κάτι, καταφέρνεις να ξεφύγεις από κάτι κακό, επικίνδυνο ή δυσάρεστο.  pen1 Τα παιδιά έτρεξαν γρήγορα μακριά για να γλιτώσουν από τις φωνές του κυρίου Μιχάλη.  circle1 ξεφεύγω  
check2 Όταν γλιτώνεις κάτι ή κάποιον από κάτι κακό, τον βοηθάς να ξεφύγει από αυτό.

pen1 Η Αθηνά γλίτωσε με δυσκολία το γλυκό της από τα δόντια του σκύλου του κυρίου Μιχάλη.  circle1 σώζω  music γλι-τώ-νω

 

 

γλυκός, γλυκιά, γλυκό επίθετο (γλυκοί, γλυκές, γλυκά)
check1 Όταν κάτι είναι γλυκό, έχει ευχάριστη γεύση σαν τη ζάχαρη. 

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα πίνει ένα γλυκό καφεδάκι κάθε απόγευμα.
check2 Όταν κάποιος είναι γλυκός, είναι πολύ τρυφερός, ζεστός κι ευχάριστος.

pen1 Η δασκάλα της Αθηνάς είναι πολύ γλυκός άνθρωπος και τα παιδιά αισθάνονται όμορφα μαζί της.  
check2 (σαν ουσιαστικό) Τρώμε γλυκό συνήθως μετά το φαγητό. 

pen1 Το παγωτό είναι το αγαπημένο γλυκό του Κώστα.  music γλυ-κός

 

 

γλύπτης [ο], γλύπτρια [η] ουσιαστικό (γλύπτες, γλύπτριες)
check1 O γλύπτης είναι ο καλλιτέχνης που φτιάχνει αγάλματα κι άλλα γλυπτά. 

romvos γλυπτό  music γλύ-πτης

 

 

γλυπτό [το] ουσιαστικό (γλυπτά)
check1 Το γλυπτό είναι το έργο ενός γλύπτη. Τα περισσότερα γλυπτά στην αρχαία Ελλάδα ήταν από μάρμαρο.  romvos γλύπτης  music γλυ-πτό

 

 

γλώσσα [η] ουσιαστικό (γλώσσες)
check1 Η γλώσσα βρίσκεται στο στόμα μας και μας βοηθάει να μιλάμε και να καταλαβαίνουμε τις γεύσεις των φαγητών.
check2 Όταν βγάζεις τη γλώσσα σου σε κάποιον, τον κοροϊδεύεις.
check2 Η γλώσσα είναι όλες οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να μιλάμε και να γράφουμε. Χωρίς τη γλώσσα δε θα μιλούσαμε ο ένας στον άλλον. Τα ελληνικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά και τα κινέζικα είναι γλώσσες.

romvos γλωσσοδέτης  music γλώσ-σα

 

 

γλωσσοδέτης [ο] ουσιαστικό (γλωσσοδέτες)
check1 O γλωσσοδέτης είναι μία λέξη ή μία πρόταση που όταν τη λέμε, μπερδευόμαστε. pen1 «Κώστα, μπορείς να πεις γρήγορα το γλωσσοδέτη 'Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι από τον ήλιο ξεξασπρότερη';»  romvos γλώσσα  music γλωσ-σο-δέ-της

 

 

γνώμη [η] ουσιαστικό (γνώμες)
check1 Όταν λες τη γνώμη σου, λες αυτό που εσύ νομίζεις πως είναι σωστό. 

pen1 «Κανείς δε ζητάει τη γνώμη μου, ποτέ δε γίνεται αυτό που θέλω εγώ!» είπε η Αθηνά θυμωμένη. musicγνώ-μη

 

 

γνωρίζω, γνωρίζομαι ρήμα (γνώρισα, θα γνωρίσω)
check1 Όταν γνωρίζεις κάποιον, τον συναντάς για πρώτη φορά. 

pen1 O Νίκος γνώρισε τον Κώστα στο σχολείο.   
check2 Όταν γνωρίζεις κάποιον που έχει αλλάξει, βρίσκεις τελικά ποιος είναι. 

pen1 Η Αθηνά δε γνώρισε το Νίκο έτσι που είχε μασκαρευτεί.  circle1 αναγνωρίζω  
check2 Όταν γνωρίζεις κάτι, ξέρεις πολλά γι' αυτό.  pen1 O κύριος Γιάννης γνωρίζει ιστορία και γεωγραφία. Έχει πολλές γνώσεις.  circle1 ξέρω  

romvos Όταν γνωρίσεις κάτι, σου είναι γνωστό. Όταν κάποιος έχει πολλές γνώσεις, ξέρει πολλά πράγματα. Όταν χαίρεσαι πολύ με τη γνωριμία κάποιου, χαίρεσαι που τον γνώρισες.  music γνω-ρί-ζω

 

 

γνώριμος, γνώριμη, γνώριμο επίθετο (γνώριμοι, γνώριμες, γνώριμα)
check1 Όταν κάτι σου είναι γνώριμο, το αναγνωρίζεις εύκολα.

pen1 Η Αθηνά σήκωσε το τηλέφωνο κι άκουσε τη γνώριμη φωνή του μπαμπά της.  
check2 Όταν δύο άνθρωποι είναι γνώριμοι, γνωρίζουν ο ένας τον άλλο από παλιά.

pen1 O κύριος Γιάννης και η μαμά της Ελένης είναι παλιοί γνώριμοι, μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά.  circle1 γνωστός  romvos γνωρίζω  music γνώ-ρι-μος

 

 

γνώση [η] ουσιαστικό (γνώσεις) velos γνωρίζω

 

 

γνωστός, γνωστή, γνωστό επίθετο (γνωστοί, γνωστές, γνωστά)
check1 Όταν κάτι είναι γνωστό, το ξέρουν κι άλλοι άνθρωποι, όχι μόνο εσύ. Όταν είσαι γνωστός, σε ξέρουν πολλοί άνθρωποι.

pen1 Η θεία Κατερίνα είναι γνωστή ζωγράφος.  circle1 διάσημος

check2 (σαν ουσιαστικό) Όταν κάποιος είναι γνωστός σου, τον γνωρίζεις από παλιά.

pen1 «Συνάντησα δύο γνωστούς μου από το σχολείο» είπε ο κύριος Γιάννης.

circle1 γνώριμος  circle2 άγνωστος  music γνω-στός

 

 

γοητεία [η] ουσιαστικό velos γοητεύω

 

 

γοητεύω, γοητεύομαι ρήμα (γοήτεψα/γοήτευσα, θα γοητέψω/ γοητεύσω)
check1 Όταν κάτι σε γοητεύει, σου αρέσει πολύ και σου δίνει μεγάλη χαρά. Όταν γοητεύεσαι από κάτι, μαγεύεσαι από αυτό, επειδή ξεχωρίζει.  pen1 Το βασιλόπουλο γοητεύτηκε από την ομορφιά της Χιονάτης.  romvos Όταν κάποιος σε γοητεύει, είναι γοητευτικός. Κάποιος που έχει γοητεία, σε μαγεύει με τη χάρη του.  music γο-η-τεύ-ω

 

 

γόμα [η] ουσιαστικό (γόμες)

eikona104

check1 Η γόμα είναι ένα μικρό κομμάτι λάστιχο που σβήνει ό,τι έχεις γράψει σ' ένα χαρτί με μολύβι.  circle1 γομολάστιχα, σβήστρα, σβηστήρα

music γό-μα

 

 

γονατίζω ρήμα (γονάτισα, θα γονατίσω) velos γόνατο

 

 

γόνατο [το] ουσιαστικό (γόνατα)
check1 Το γόνατο είναι το μέρος του σώματος ανάμεσα στο μπούτι και τη γάμπα.

romvos Όταν γονατίζεις, πέφτεις στο ένα ή και στα δύο σου γόνατα. 

music γό-να-το  pen2 'το σώμα μας'

 

 

γονέας και γονιός [ο] ουσιαστικό (γονείς, γονιοί)
check1 Οι γονείς σου είναι ο μπαμπάς και η μαμά σου.  music γο-νέ-ας

 

 

γοργόνα [η] ουσιαστικό (γοργόνες)

eikona105

check1 Στα παραμύθια η γοργόνα είναι γυναίκα από τη μέση και πάνω και ψάρι από τη μέση και κάτω.  
check2 Λέμε πως μία γυναίκα μοιάζει με γοργόνα, όταν έχει πολύ ωραίο σώμα.

music γορ-γό-να  pen2 'τα παραμύθια'

 

 

γορίλας [ο] ουσιαστικό (γορίλες)
check1 O γορίλας είναι ένας μεγάλος και δυνατός πίθηκος που ζει στα δάση της Αφρικής. Έχει σκούρο τρίχωμα, μακριά χέρια αλλά δεν έχει ουρά.  music γο-ρί-λας  pen2 'τα ζώα'

 

 

γούνα [η] ουσιαστικό (γούνες)
check1 Η γούνα είναι το μαλακό και παχύ τρίχωμα που προστατεύει τα ζώα από το κρύο. Oι αρκούδες, τα κουνέλια και οι γάτες έχουν γούνα.

check2 Γούνα είναι και το παλτό που φτιάχνουμε από το τρίχωμα ενός ζώου.  

romvos Όταν ένα παλτό ή ένα καπέλο είναι γούνινο, είναι φτιαγμένο από γούνα.

music γού-να

 

 

γουόκμαν [το] ουσιαστικό
check1 Το γουόκμαν είναι μικρό, φορητό ραδιοκασετόφωνο με ακουστικά για ν' ακούς μουσική χωρίς να ενοχλείς τους άλλους.  music γουόκ-μαν

 

 

γουρλώνω ρήμα (γούρλωσα, θα γουρλώσω)
check1 Όταν γουρλώνεις τα μάτια σου, τ' ανοίγεις πολύ από φόβο ή από έκπληξη.

music γουρ-λώ-νω

 

 

γουρούνι [το] ουσιαστικό (γουρούνια)
check1 Το γουρούνι είναι ένα κατοικίδιο ζώο που έχει ροζ χρώμα, μεγάλη μουσούδα και μικρή, στριφτή ουρά. Τρώει πολύ και είναι πολύ βρόμικο. Το γουρούνι γρυλίζει.   
check2 Λέμε ότι κάποιος είναι γουρούνι, όταν είναι πολύ βρόμικος ή όταν τρώει πολύ λαίμαργα.  music γου-ρού-νι  pen2 'το αγρόκτημα'

 

 

γούστο [το] ουσιαστικό (γούστα)
check1 Όταν έχεις καλό γούστο, μπορείς να ξεχωρίσεις τα ωραία πράγματα. 

pen1 Η θεία Κατερίνα έχει καλό γούστο στο ντύσιμο κι αγοράζει ωραία ρούχα.
check2 Όταν έχεις πολύ γούστο, είσαι ευχάριστος ή αστείος.

pen1 Η Ροζαλία είχε πολύ γούστο έτσι όπως νιαουρίζει συνέχεια.  
check2 O Κώστας και η Αθηνά έχουν τα ίδια γούστα στο φαγητό. Και στους δύο αρέσουν τα ίδια φαγητά.  music  γού-στο

 

 

γραβάτα [η] ουσιαστικό (γραβάτες)
check1 Η γραβάτα είναι μία μακρόστενη λουρίδα από λεπτό ύφασμα που τη δένουμε γύρω από το γιακά του πουκάμισου.  music γρα-βά-τα  pen2 'τα ρούχα'

 

 

γράμμα [το] ουσιαστικό (γράμματα)
check1 Γράμμα είναι το κάθε γραπτό σημάδι που έχει μία λέξη. Η λέξη «γάτα» έχει τα γράμματα γ, α, τ, α. 
check2 Όταν γράφεις ένα γράμμα σε κάποιον, του γράφεις ένα μήνυμα σ' ένα φύλλο χαρτί, το βάζεις σ' ένα φάκελο και το στέλνεις με το ταχυδρομείο.
check2 Αν δεν ξέρεις γράμματα, δεν ξέρεις να γράφεις και να διαβάζεις.

romvos O ταχυδρόμος ρίχνει τα γράμματα στο γραμματοκιβώτιο. Το γραμματόσημο το κολλάμε σ' ένα γράμμα ή ένα δέμα για να δείξουμε ότι έχουμε πληρώσει και ότι μπορούμε να το στείλουμε με το ταχυδρομείο.  music γράμ-μα

 

 

γραμματοκιβώτιο [το] ουσιαστικό (γραμματοκιβώτια) velos γράμμα

eikona106

 

 

 

 

 

 

γραμματόσημο [το] ουσιαστικό (γραμματόσημα) velos γράμμα

 

 

γραμμάριο [το] ουσιαστικό (γραμμάρια)
check1 Με τα γραμμάρια μετράμε πόσο ζυγίζει κάτι, δηλαδή πόσο βαρύ είναι. Ένα κιλό έχει χίλια γραμμάρια.  music γραμ-μά-ρι-ο

 

 

γραμματέας [ο], [η] ουσιαστικό (γραμματείς)
check1 O γραμματέας δουλεύει σ' ένα γραφείο, γράφει γράμματα, σηκώνει το τηλέφωνο και κρατάει τα ραντεβού του διευθυντή.  music γραμ-μα-τέ-ας

 

 

γραμμή [η] ουσιαστικό (γραμμές)
check1 Τα τετράδιά μας έχουν γραμμές για να γράφουμε πάνω τους. 

pen1 Η Αθηνά τράβηξε με το μολύβι της μία γραμμή.  
check2 Όταν οι μαθητές μπαίνουν στη γραμμή, μπαίνουν σε μία σειρά.

check2 Τα τρένα κινούνται πάνω σε γραμμές.  circle1 ράγες  music γραμ-μή

 

 

γραπώνω, γραπώνομαι ρήμα (γράπωσα, θα γραπώσω)
check1 Όταν γραπώνεις κάποιον ή κάτι, τον αρπάζεις γρήγορα και δυνατά.  

pen1 O αστυνομικός γράπωσε τον κλέφτη από το γιακά αλλά εκείνος κατάφερε να ξεφύγει.  circle1 αρπάζω  music γρα-πώ-νω

 

 

γρασίδι [το] ουσιαστικό (γρασίδια)

eikona107

check1 Γρασίδι είναι το πράσινο χορτάρι που φυτρώνει στα λιβάδια, στους κήπους και τα πάρκα.  

circle1 χόρτο, χορτάρι  music γρα-σί-δι

 

 

γρατσουνάω και γρατσουνίζω γρατσουνίζομαι / γρατσουνιέμαι ρήμα (γρατσούνισα, θα γρατσουνίσω)  
check1 Όταν γρατσουνάς κάποιον, κόβεις ή σκίζεις το δέρμα του με τα νύχια σου ή με κάτι μυτερό. Oι γάτες και οι τίγρεις είναι ζώα που γρατσουνούν με τα μυτερά τους νύχια.

check2 Όταν γρατσουνάς κάτι, κάνεις γραμμές πάνω του με κάτι μυτερό.

eikona108

pen1«Μη γρατσουνάς το τραπέζι με το μαχαίρι» είπε στο Νίκο ο πατέρας του.  romvos Μία γρατσουνιά είναι ένα μικρό κόψιμο που έγινε από κάτι μυτερό.  music γρα-τσου-νά-ω

-Λέμε και γρατζουνίζω και γρατζουνάω.

 

 

 

γρατσουνιά [η] ουσιαστικό (γρατσουνιές) velos γρατσουνίζω

 

 

γραφείο [το] ουσιαστικό (γραφεία)
check1 Το γραφείο είναι ένα τραπέζι με συρτάρια. Πάνω σ' αυτό διαβάζεις, γράφεις κι ακουμπάς τα βιβλία σου.
check2 Όταν κάποιος πηγαίνει στο γραφείο του, πηγαίνει στο χώρο ή στο κτίριο όπου δουλεύει.  pen1 Η ανιψιά του κυρίου Δημήτρη είναι γραμματέας και κάθε πρωί πηγαίνει στο γραφείο της.  music γρα-φεί-ο

 

 

γράφω, γράφομαι ρήμα (έγραψα, θα γράψω)
check1 Όταν γράφεις, σχεδιάζεις γράμματα, αριθμούς και λέξεις με μολύβι ή στιλό πάνω σ' ένα χαρτί.  pen1 «Θέλω να γράψω ένα γράμμα στο θείο Τάκη» είπε η Αθηνά.
check2 «Θα του πεις ότι γράφτηκα σε μία ομάδα ποδοσφαίρου;» ρώτησε ο Κώστας. Ότι θα πηγαίνω στα μαθήματα και τις προπονήσεις που θα κάνει;  romvos Όταν έχεις πολύ γράψιμο για το σπίτι, έχεις πολλές ασκήσεις στα μαθήματα του σχολείου. Όταν δίνεις γραπτές οδηγίες, τις γράφεις.  music  γρά-φω

 

 

γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο επίθετο (γρήγοροι, γρήγορες, γρήγορα)
check1 Όταν είσαι γρήγορος, κάνεις κάτι σε λίγο χρόνο, κινείσαι με μεγάλη ταχύτητα.

pen1 «O λαγός είναι το πιο γρήγορο ζώο. Μέχρι να τον δεις έχει ήδη κρυφτεί» είπε ο θείος Αλέκος.  
check2 Όταν κάτι είναι γρήγορο, γίνεται σε λίγο χρόνο.

pen1 O Κώστας έκανε ένα γρήγορο διάβασμα και πήγε να παίξει.  circle2 αργός

romvos O Κώστας τελείωσε γρήγορα το διάβασμά του.  musicγρή-γο-ρος  pen2 'αντίθετα'

 

 

γριά [η] ουσιαστικό (γριές) velos γέρος

 

 

γρίπη [η] ουσιαστικό (γρίπες)
check1 Η γρίπη είναι μία κολλητική αρρώστια που φέρνει πυρετό, συνάχι και πόνους στο σώμα και το κεφάλι σου.  music γρί-πη

 

 

γροθιά [η] ουσιαστικό (γροθιές)

eikona109

check1 Όταν σφίγγεις τη γροθιά σου, μαζεύεις τα δάχτυλα του χεριού σου και τα κρατάς κλεισμένα σφιχτά.  pen1 «Η Χιονάτη πρέπει να πεθάνει» είπε η κακιά μητριά χτυπώντας τη γροθιά της στο τραπέζι.  circle1 μπουνιά  music γρο-θιά

 

 

γυαλί [το] ουσιαστικό (γυαλιά)
check1 Το γυαλί είναι σκληρό, διάφανο και σπάει εύκολα.

pen1 O Κώστας έριξε το βάζο. Το βάζο έσπασε και το πάτωμα γέμισε γυαλιά. 
check2 Τα γυαλιά είναι δύο συνήθως στρογγυλά κομμάτια από γυαλί που τα φοράς στα μάτια σου για να βλέπεις καλύτερα ή πιο καθαρά. 

pen1 O Νίκος φοράει γυαλιά, γιατί δε βλέπει καλά κοντά.  
check2 Η Αλίκη φοράει γυαλιά ηλίου το καλοκαίρι για να προστατεύει τα μάτια της από την ήλιο.  romvos Όταν κάτι είναι γυάλινο, είναι φτιαγμένο από γυαλί.  music γυα-λί

 

 

γυαλίζω, γυαλίζομαι ρήμα (γυάλισα, θα γυαλίσω)
check1 Η κυρία Μαργαρίτα έτριψε την ασημένια κούπα, μέχρι να γυαλίσει. Την έτριψε πολύ, μέχρι να γίνει λαμπερή.
check2 «Τι ωραία που γυαλίζει αυτή η κούπα στο φως» είπε η κυρία Μαργαρίτα. Πώς λάμπει έτσι!  romvos «Τι γυαλιστερή που είναι!» είπε.  circle1 λαμπερός  «Τι γυαλάδα που έχει!»  music γυα-λί-ζω

 

 

γυαλιστερός, γυαλιστερή, γυαλιστερό επίθετο (γυαλιστεροί, γυαλιστερές, γυαλιστερά) velos γυαλίζω

 

 

γυμνάζω, γυμνάζομαι ρήμα (γύμνασα, θα γυμνάσω)
check1 Όταν γυμνάζεις το σώμα σου ή γυμνάζεσαι, κάνεις ασκήσεις ή κάποιο σπορ για να είσαι δυνατός και υγιής.

pen1 O θείος Σταμάτης γυμνάζεται τρεις φορές την εβδομάδα. Παίζει τένις. 
check2 Όταν γυμνάζεις κάποιον, του δείχνεις πώς να κάνει γυμναστική. 

pen1 Η γυμνάστρια στο σχολείο της Αλίκης γυμνάζει τους μαθητές βάζοντάς τους να τρέξουν στην αυλή. Στη συνέχεια κάνουν γυμναστικές ασκήσεις. Το χειμώνα όμως που κάνει κρύο κάνουν γυμναστική μέσα στο γυμναστήριο.

romvos γυμναστική, γυμναστής, γυμναστήριο  music  γυ-μνά-ζω

 

 

γυμνάσιο [το] ουσιαστικό (γυμνάσια)
check1 Όταν πηγαίνεις στο γυμνάσιο, πηγαίνεις στο σχολείο για παιδιά από 12 μέχρι 15 χρονών. Το γυμνάσιο είναι μετά το δημοτικό και πριν από το λύκειο.

music γυ-μνά-σι-ο

 

 

γυμναστήριο [το] ουσιαστικό (γυμναστήρια) velos γυμνάζω

 

 

γυμναστής [ο], γυμνάστρια [η] ουσιαστικό (γυμναστές, γυμνάστριες) velosγυμνάζω

 

 

γυμναστική [η] ουσιαστικό velosγυμνάζω

 

 

γυμνός, γυμνή, γυμνό επίθετο (γυμνοί, γυμνές, γυμνά)
check1 Όταν κάνουμε μπάνιο, είμαστε γυμνοί. Δε φοράμε ρούχα.   

check2«Μα πώς τριγυρνάς έτσι γυμνή με τόσο κρύο έξω;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα την Αθηνά που φορούσε μόνο ένα πουκαμισάκι. Ελαφρά ντυμένη.   
check2 «Τι να πουν οι φτωχοί ζητιάνοι που τριγυρνούν στην πόλη γυμνοί και πεινασμένοι» απάντησε εκείνη. Φτωχικά ντυμένοι.  music γυ-μνός

 

 

γυναίκα [η] ουσιαστικό (γυναίκες)
check1 Όταν ένα κορίτσι μεγαλώνει, γίνεται γυναίκα. Η μαμά, η γιαγιά και η θεία είναι γυναίκες.
check2 Η μητέρα σου είναι η γυναίκα του πατέρα σου, δηλαδή εκείνη που παντρεύτηκε.

pen1 Η γυναίκα του κυρίου Γιάννη είναι η κυρία Μαργαρίτα.  circle2 άντρας

romvos γυναικείος  music γυ-ναί-κα

 

 

γυρεύω ρήμα (γύρεψα, θα γυρέψω)
check1 Όταν γυρεύεις κάτι, το ζητάς.  pen1 Η Αθηνά γύρεψε από τον Κώστα ένα στιλό αλλά εκείνος δεν της έδωσε, γιατί ήταν θυμωμένος μαζί της. 
check2 Όταν γυρεύεις κάποιον, προσπαθείς να τον βρεις. 

pen1 Η Αθηνά γυρεύει όλη τη νύχτα τη Ροζαλία, αλλά δεν μπορεί να τη βρει πουθενά.

music γυ-ρεύ-ω

 

 

γυρίζω και γυρνώ, γυρνάω ρήμα (γύρισα, θα γυρίσω)
check1 Η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο. Κάνει έναν κύκλο γύρω από τον ήλιο.
check2 Όταν γυρίζεις κάτι, το κινείς κάνοντας έναν κύκλο.

pen1 Η Αλίκη γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά κι η πόρτα άνοιξε. 

check2 Όταν γυρίζεις, έρχεσαι πάλι πίσω εκεί που ήσουν πριν.  pen1 Θα γυρίσει ποτέ ο θείος Αλέκος στην Αθήνα ή θα μείνει για πάντα στο χωριό;  circle1 επιστρέφω
check2 Η θεία Κατερίνα θα γυρίσει πίσω το μπλουζάκι που της έκαναν δώρο,γιατί της είναι μικρό. Θα το δώσει πίσω.  circle1 επιστρέφω

check2 O θείος Τάκης γύρισε σ' όλα τα μαγαζιά για να βρει ένα δώρο για την Αλίκη και τη θεία Έλλη. Πήγε σ' όλα τα μαγαζιά εδώ κι εκεί. 

music γυ-ρί-ζω

 

 

γύρος [ο] ουσιαστικό (γύροι)
check1 Το ελικόπτερο έκανε γύρους πάνω από την πόλη. Έκανε κύκλους.
check2 Όταν τρώω γύρο, τρώω κομμάτια από χοιρινό κρέας που έχουν ψηθεί σε μία σούβλα που γυρίζει.  romvos γυρίζω  music γύ-ρος

 

 

γύρω επίρρημα
check1 Όταν κάτι είναι γύρω μας, είναι σ' έναν κύκλο κοντά ή μακριά από μας.  

pen1 O δρόμος περνάει γύρω από το χωριό του θείου Αλέκου. 
check2 Όταν κάτι γίνεται γύρω στις εννιά, γίνεται περίπου εκείνη την ώρα. 

music γύ-ρω

 

 

γύφτος [ο], γύφτισσα [η] ουσιαστικό (γύφτοι, γύφτισσες)
check1γύφτοι είναι μία ομάδα ανθρώπων με κοινή καταγωγή και σκούρο συνήθως δέρμα που ταξιδεύουν από μέρος σε μέρος στην Ελλάδα. Αγαπούν πολύ τη μουσική.

circle1 τσιγγάνος  music γύ-φτος

 

 

γύψος [ο] ουσιαστικό (γύψοι)
check1 Αν σπάσεις το πόδι ή το χέρι σου, το βάζεις στο γύψο.
check2 Όταν γεμίζεις κάτι με γύψο, βάζεις μέσα του μία άσπρη σκόνη, ανακατεμένη με νερό. Όταν ξεραθεί ο γύψος, γίνεται σκληρός.  pen1 O κύριος Γιάννης έκλεισε τις τρύπες που άφησαν τα καρφιά στον τοίχο με γύψο.

romvos Ένα γύψινο άγαλμα είναι φτιαγμένο με γύψο. music γύ-ψος

 

 

γωνία και γωνιά [η] ουσιαστικό (γωνίες/ γωνιές)

check1 Σε μία γωνία συναντιούνται δύο γραμμές.

pen1 «Ένα τρίγωνο έχει τρεις γωνίες» είπε η δασκάλα στα παιδιά.  
check2 Σε μία γωνία της πόλης συναντιούνται δύο δρόμοι. Σε μία γωνιά του σπιτιού συναντιούνται δύο τοίχοι.  pen1 «Να βάλω την καινούρια πολυθρόνα σ' αυτή τη γωνία που είναι άδεια;» είπε ο κύριος Γιάννης στη Μαργαρίτα.
check2 Η Αθηνά ήταν λυπημένη. Κάθισε σε μία γωνιά και δε μιλούσε. Κάθισε μόνη της μακριά απ' όλους.  music γω-νί-α, γω-νιά