Διάλογος δύο γενεών | ||
Διάλογος δύο γενεών: Προσπάθεια για κάποια συνεννόηση Ο Τζον Γκλεν και οι συμμορίες των ανηλίκων Παραινέσεις ενός πατέρα του καιρού μας
Είσαι νέος –το ξέρω– και δεν υπάρχει
τίποτε.
Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν
το πιάνεις
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.
Με ποια χαρακτηριστικά παρουσιάζει το νέο ο ποιητής και σε τι τον προτρέπει; Πιστεύετε ότι ο γέρος του Κ. Π. Καβάφη (στο ποίημα που ακολουθεί) έζησε σύμφωνα με την προτροπή του Οδ. Ελύτη, όταν ήταν νέος;
Στου καφενείου του βοερού το μέσα
μέρος
Και μες στων άθλιων γηρατειών
την καταφρόνεια
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει,
το κυττάζει.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πως
το εγέλα·
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και
πόση
...Μα απ' το πολύ να σκέπτεται
και να θυμάται
[...]Οι νέοι αισθάνονται σφοδρές επιθυμίες και μπορούν να εκπληρώσουν εκείνο που επιθυμούν. Από τις επιθυμίες πάλι που σχετίζονται με το σώμα αισθάνονται κυρίως τις ερωτικές και δεν μπορούν να κυριαρχήσουν επάνω τους. Είναι ευμετάβλητοι και γρήγορα χορταίνουν με κείνα που επιθύμησαν, και γι' αυτό, ενώ δοκιμάζουν σφοδρές επιθυμίες, πολύ γρήγορα αδιαφορούν. Επειδή η θέλησή τους, ενώ είναι έντονη δεν είναι ταυτόχρονα και μεγάλη – όπως συμβαίνει στον άρρωστο με την πείνα και με τη δίψα. Έχουν ροπή προς την οργή, παραφέρονται εύκολα και ακολουθούν εκείνο που αποφάσισαν πάνω στο θυμό τους, χωρίς να μπορούν να συγκρατηθούν. Και τούτο, επειδή από εγωισμό δεν δέχονται την περιφρόνηση και αγανακτούν όταν νομίζουν πως αδικούνται. Αγαπούν τις τιμές κι ακόμα πιο πολύ τη νίκη, επειδή τα νιάτα θέλουν να υπερέχουν και η νίκη είναι ένα είδος υπεροχής. Αγαπούν αυτά τα δύο πιο πολύ παρά το χρήμα ή –καλύτερα– δεν τους ενδιαφέρει το χρήμα ολότελα, επειδή ακόμα δεν έχουν δοκιμάσει τι θα πει φτώχεια κι αυτό εκφράζει το γνωστό απόφθεγμα του Πιττακού για τον Αμφιάραο.
«Μα εσύ δεν είχες ακόμα δοκιμάσει
Οι νέοι δεν έχουν κακές διαθέσεις. Είναι μάλλον καλοί, επειδή δεν είδαν ακόμη πολλά παραδείγματα διεφθαρμένων ανθρώπων. Είναι ευκολόπιστοι, επειδή ακόμα δεν τους έχουν εξαπατήσει συχνά. Είναι γεμάτοι ελπίδες, κι αυτό συμβαίνει επειδή η φύση τούς έχει προικίσει με κάποιο είδος θέρμης, σαν εκείνη που νιώθουν αυτοί που έχουνε πιει πολύ κρασί. Αλλά η ιδιότητά τους αυτή οφείλεται και στο ότι δεν έχουν δοκιμάσει πολλές αποτυχίες. Ζούνε κυρίως με την ελπίδα, επειδή η ελπίδα αφορά το μέλλον ενώ η ανάμνηση είναι παρελθόν. Και για τους νέους το μέλλον είναι μεγάλο ενώ το παρελθόν μικρό. Αλήθεια, στην αρχή της ύπαρξης δεν μπορεί να υπάρξει καμιά ανάμνηση, ενώ όλες οι ελπίδες επιτρέπονται. Και γι' αυτό το λόγο εύκολα εξαπατώνται, επειδή και εύκολα σχηματίζουν ελπίδες. Και επειδή ρέπουν προς την οργή και προς την ελπίδα, είναι γενναίοι επειδή η μια ιδιότητά τους συντελεί στο να μη φοβούνται, ενώ η άλλη τους δίνει θάρρος. Αλήθεια, κανένας δεν φοβάται όταν είναι θυμωμένος, ενώ η ελπίδα της επιτυχίας μας κάνει θαρραλέους. Είναι ντροπαλοί, επειδή ξέρουν μόνο εκείνα που έχουν διδαχθεί σύμφωνα με τους νόμους και δεν υποθέτουν πως υπάρχουν κι άλλα ευχάριστα πράγματα. Είναι μεγαλόψυχοι, επειδή δεν τους ταπείνωσε ακόμα ο αγώνας της ζωής, ούτε δοκίμασαν ανάγκες. Εξάλλου όποιος πιστεύει πως είναι άξιος μεγάλων πραγμάτων είναι και μεγαλόψυχος. Αυτό όμως το πιστεύουν όσοι έχουν πολλές ελπίδες. Προτιμούν να κάνουν ό,τι τους φαίνεται ωραίο παρά ό,τι τους συμφέρει, επειδή οι πράξεις τους υπαγορεύονται πιο πολύ από την καρδιά παρά από τον ψυχρό υπολογισμό· κι ενώ αυτός λογαριάζει το συμφέρον, η αρετή λογαριάζει το ωραίο. Οι νέοι αγαπούν τους φίλους τους και τους συντρόφους τους πιο πολύ, παρά όσοι βρίσκονται σε μεγαλύτερη ηλικία, και τούτο, επειδή νιώθουν μεγάλη ευχαρίστηση να ζουν μαζί με τους άλλους και ακόμα δεν έχουν αρχίσει να σχηματίζουν κρίσεις με βάση το συμφέρον τους για κανένα πράγμα, λοιπόν ούτε και για τους φίλους τους. Όλα τα σφάλματά τους προέρχονται από την υπερβολή, επειδή οι νέοι δεν τηρούν το λόγο του Χίλωνα (μηδέν άγαν). Αλήθεια, υπερβάλλουν σε όλα. Αγαπούν υπερβολικά, μισούν υπερβολικά και το ίδιο συμβαίνει και για όλες τις πράξεις τους. Πιστεύουν πως ξέρουν τα πάντα κι ανακατεύονται στα πάντα και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο είναι υπερβολικοί. Αν συμβεί να διαπράξουν κάποιο αδίκημα, αυτό οφείλεται στην αυθάδεια και όχι σε κακία. Αισθάνονται εύκολα οίκτο, επειδή θεωρούν όλους τους ανθρώπους απλούς και ενάρετους. Αλήθεια, κρίνουν τους άλλους με τη δική τους αθωότητα και γι' αυτό πιστεύουν ότι, κάτι που παθαίνει κάποιος άλλος, δεν αξίζει να το πάθει. Αγαπούν τα γέλια και γι' αυτό τους αρέσουν τα πειράγματα, όπου με ευγένεια στρέφονται κατά των άλλων.[...]
[...]Οι γεροντότεροι κι όσοι έχουν περάσει πια την ανδρική ηλικία έχουν σχεδόν τον αντίθετο χαρακτήρα. Αλήθεια, επειδή έχουν ζήσει πολλά χρόνια, επειδή έχουν εξαπατηθεί πολλές φορές, επειδή οι ίδιοι έχουν κάνει πολλά σφάλματα κι επειδή οι περισσότερες πράξεις των ανθρώπων είναι κακές, δεν είναι βέβαιοι για τίποτε, κι όχι μονάχα δεν κάνουν υπερβολές αλλά και ενεργούν πάντοτε λιγότερο από ό,τι πρέπει. Πάντοτε λένε ότι νομίζουν, όχι ότι ξέρουν καλά. Κι όταν τα λεγόμενά τους προκαλούν αντιρρήσεις, προσθέτουν πάντοτε «ίσως», «μπορεί». Εκφράζονται για όλα τα πράγματα μ' αυτό τον τρόπο και με κανένα δεν εκφράζονται με βεβαιότητα. Έχουν κακό χαρακτήρα, επειδή το να υποπτεύεται κανείς για κάθε τι δείχνει κακό χαρακτήρα. Και είναι καχύποπτοι, δεν πιστεύουν κανέναν και δεν πιστεύουν γιατί έχουν πείρα. Για τον ίδιο λόγο ούτε σφοδρά αγαπούν ούτε σφοδρά μισούν, αλλά σύμφωνα με το λόγο του Βία αγαπούν σαν να επρόκειτο την άλλη μέρα να μισήσουν και μισούν σαν να επρόκειτο την άλλη μέρα να αγαπήσουν. Είναι μικρόψυχοι, επειδή τους έχει ταπεινώσει ο αγώνας της ζωής, γιατί, αλήθεια, οι επιθυμίες τους δεν στρέφονται προς τίποτα το μεγάλο και το ανώτερο, αλλά βλέπουν μόνο πώς θα το οικονομήσουν. Είναι φιλοχρήματοι από τη μια, γιατί έχουν ανάγκη από το χρήμα, κι από την άλλη, γιατί έχουν δοκιμάσει πόσο δύσκολο είναι να τ' αποκτήσει κανείς και πόσο εύκολο να το χάσει. Είναι δειλοί και όλα τούς φοβίζουν, επειδή βρίσκονται σε ψυχική κατάσταση εντελώς αντίθετη από εκείνη που έχουν οι νέοι. Αλήθεια, είναι ολότελα ψυχροί, ενώ εκείνοι (νέοι) καθώς έχουμε πει, είναι θερμοί. Γι' αυτό τα γερατειά δημιουργούν διάθεση για δειλία, επειδή και κείνος που φοβάται παγώνει. Αγαπούν υπερβολικά τη ζωή τους και μάλιστα όσο βλέπουν ότι ζυγώνει το τέλος τους. Κι αυτό, επειδή η επιθυμία αναφέρεται πάντοτε σε κείνο που δεν έχουμε και κυρίως επιθυμούμε ό,τι μας λείπει. Αγαπούν το εαυτό τους πιο πολύ από ό,τι πρέπει –και αυτό είναι ένα είδος μικροψυχίας. Η ζωή τους κανονίζεται σύμφωνα με το συμφέρον τους κι όχι σύμφωνα με κείνο που είναι λεβέντικο. Κι αυτό συμβαίνει πιο πολύ απ' ό,τι πρέπει, ακριβώς εξαιτίας της φιλαυτίας τους. Αλήθεια, το συμφέρον είναι καλό για μας τους ίδιους, ενώ το ωραίο είναι αυτό το ίδιο καλό. Δεν είναι ντροπαλοί, αλλά μάλλον ξεδιάντροποι κι αυτό συμβαίνει επειδή, καθώς αποβλέπουν στο συμφέρον τους και όχι στο ωραίο, δεν ενδιαφέρονται για τη γνώμη των άλλων. Η πείρα τους τούς δίδαξε να μην τρέφουν ελπίδες, επειδή τα περισσότερα πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο είναι δυσάρεστα και η έκβασή τους είναι προς το χειρότερο. Αλλά και η δειλία τους είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν τρέφουν ελπίδες. Ζουν πιο πολύ με την ανάμνηση παρά με την ελπίδα, επειδή η πολλή ζωή τους έχει περάσει πια και δεν τους μένει παρά λίγη, και η ελπίδα στρέφεται προς το μέλλον, ενώ η ανάμνηση προς τα περασμένα. Αυτή είναι και η αιτία της φλυαρίας τους. Αλήθεια, συνεχώς διηγούνται όσα τους έχουν συμβεί, επειδή βρίσκουν ηδονή στην ανάμνησή τους. Ο θυμός τους είναι έντονος όχι όμως και μεγάλος.. Από τις επιθυμίες τους, άλλες τούς έχουν ολότελα εγκαταλείψει κι άλλες είναι πολύ αδύνατες, κι έτσι, είτε δεν εκδηλώνουν καμιά επιθυμία, είτε κι αν την εκδηλώσουν, δεν είναι σε θέση να την πραγματοποιήσουν. Έτσι επιδιώκουν μόνο ό,τι μπορεί να τους φέρει κέρδος. Και γι' αυτό, όσοι έχουν φτάσει σ' αυτή την ηλικία φαίνονται εγκρατείς. Επειδή οι επιθυμίες τούς έχουν εγκαταλείψει κι έχουν υποδουλωθεί μόνο στο κέρδος. Τη ζωή τους ρυθμίζει ο υπολογισμός πιο πολύ παρά το αίσθημα. Ο υπολογισμός όμως οδηγεί στο συμφέρον, ενώ το αίσθημα στην αρετή. Αν συμβεί να διαπράξουν κάποιο αδίκημα, αυτό οφείλεται στον κακό τους χαρακτήρα και όχι σε αυθάδεια. Και οι γέροι επίσης αισθάνονται οίκτο, όχι όμως για την ίδια αιτία που τον αισθάνονται οι νέοι. Αλήθεια, οι νέοι δοκιμάζουν αυτό το αίσθημα από ανθρωπισμό, από αδυναμία. Αυτό, αλήθεια, συντελεί στο να νομίζουν πως από τη μια στιγμή στην άλλη πρόκειται να τους συμβεί κάτι κακό κι η ψυχική τους κατάσταση, καθώς είπαμε, είναι κείνη που τους κάνει να δοκιμάζουν οίκτο και γι' αυτό συνεχώς γκρινιάζουν και δεν τους αρέσουν ούτε τα αστεία ούτε τα γέλια. Επειδή ο γκρινιάρης είναι το αντίθετο του εύθυμου ανθρώπου».[...]
[...]Είναι καιρός που μια μεγάλη μερίδα από τους πιο τίμιους και άξιους ανθρώπους αισθάνονται υπόλογοι απέναντι στους νέους. Ένα βαθύτατο «πλέγμα ενοχής» καθορίζει τη στάση τους και τη σκέψη τους απέναντι στη νέα γενιά με την ορμητική αγνότητα και την επαναστατική ειλικρίνεια. Απέναντι στη μακάρια ικανοποίηση του «κατεστημένου» που μυκτηρίζει1 την ασυδοσία και την ασέβεια των νέων, στέκονται οι άνθρωποι αυτοί με «συντριβή και ταπεινοσύνη», με την πιο σκληρή διάθεση αυτοκριτικής, έτοιμοι να υπερθεματίσουν2 στα «κατηγορώ» της νέας γενιάς, πρόθυμοι να δικαιολογήσουν και να δικαιώσουν κάθε πράξη της, κάθε λόγο της, κάθε παρεκτροπή της, ακόμη και πράξεις που μπορεί να είναι εγκληματικές. Για όλα αυτά είμαστε υπεύθυνοι εμείς, λένε, οι νέοι αντιδρούν, με όποιο τρόπο μπορούν, σε μια κοινωνία που δεν τους πρόσφερε παρά την υποκρισία και την απάτη, τη βία και τον πόλεμο, τη θεοποίηση του άνομου συμφέροντος. Φοβούμαι πως και οι κατήγοροι και οι συνήγοροι των νέων αντικρίζουν με πολλή ευκολία το πρόβλημα και κατορθώνουν να απαλλαγούν απ' αυτό χωρίς μεγάλο κόπο. Είτε ρίξουμε την ευθύνη στους νέους είτε τους απαλλάξουμε ολότελα από κάθε ευθύνη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να τους αντιμετωπίσουμε και να τους βοηθήσουμε. Όταν εκμηδενίσουμε τον ένα από τους δύο παράγοντες, τους νέους ή τους ώριμους, παύει να υπάρχει πρόβλημα συνεργασίας των δύο, συναγωνισμού ή όπως αλλιώς θέλουμε να το ονομάσουμε. Αυτό σημαίνει φυγομαχία και αδιαφορία για τους νέους και όχι ενδιαφέρον και κατανόηση, έστω και αν η στάση αυτών που τους δικαιώνουν απόλυτα ξεκινά από αληθινή αγάπη προς αυτούς. Πρώτα-πρώτα το σχήμα «νέος – ώριμος» είναι παραπλανητικό. Ύστερα είναι αμφίβολο αν μπορούμε να συλλάβουμε με πληρότητα, ακρίβεια και διαύγεια τη στάση των νέων, τα αιτήματά τους και τις αντιδράσεις τους. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως σ' αυτό το σημείο δεν μπορούν να μας βοηθήσουν ούτε οι ίδιοι οι νέοι, που αναζητούν τον κόσμο και τον εαυτό τους, όντας γεμάτοι ερωτηματικά και απορίες. Ένα είναι βέβαια ο νέος άνθρωπος είναι έτοιμος να ριχτεί στη ζωή με τόλμη και ειλικρίνεια, με γενναιότητα και καθαρές προθέσεις. Συχνά φανταζόμαστε πως οι νέοι είναι ρομαντικοί, ονειροπαρμένοι, απροσγείωτοι. Αν δεν κάνω λάθος, η κρίση οφείλεται σε δική μας παρεξήγηση, σε κακή εκτίμηση των εκδηλώσεών τους. Οι νέοι έχουν, νομίζω, ένα δικό τους ρεαλισμό, κάποτε ωμό και επικίνδυνο, πάντοτε όμως αδιάβρωτο από τις καταχθόνιες διεργασίες της κοινωνικής γεωλογίας. Οδεύουν ωστόσο με γρήγορο βηματισμό στο δρόμο που θα τους οδηγήσει στην κοινωνία των «ώριμων», στο χώρο όπου ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει δημιουργήσει τα θαυμάσια τέρατα που μας συντηρούν και μας πανικοβάλλουν. Η απόλυτη άρνηση του ανθρώπινου πολιτισμού και η επιστροφή στη «φυσική» ζωή αποτελεί απλοϊκή, εύκολη και απραγματοποίητη λύση. Ακόμα και οι «χίπυς», στην πιο ακραία περίπτωση, εγκαταλείποντας την ανθρώπινη κοινωνία έπαιρναν μαζί τους πολλές από τις καταχτήσεις της, περιορίζομαι να αναφέρω μια μονάχα: την κιθάρα. Είτε το θέλουμε είτε όχι είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε – και θα είναι υποχρεωμένα και τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας να ζήσουν σ' αυτό τον κόσμο, που τον συγκροτούν και τα μηχανικά και τα ανθρώπινα «τέρατα», με όλες τις αρετές και τις κακίες τους. Τίποτε δε θα κερδίσουν αυτά τα παιδιά από τη δική μας εμπειρία μέσα στον κόσμο, όπου θα ζήσουν; Προτού δώσω εγώ την απόκριση την έχουν δώσει, τη δίνουν κάθε μέρα οι ίδιοι οι νέοι, που διαβάζουν άπληστα, που πηγαίνουν στο θέατρο, που παρακολουθούν ομιλίες. Τι αναζητούν στα βιβλία και στα θεάματα και στα ακροάματα οι νέοι, αν όχι την εμπειρία των παλαιότερων, που τους αναγνωρίζουν τη σοφία και τη γνώση της πλουσιότερης εμπειρίας; Αυτή τη γνώση μπορούν να τους τη μεταδώσουν όχι μονάχα οι τεχνίτες και οι σοφοί, αλλά ο καθένας από μας, ο πατέρας, ο φίλος, ο δάσκαλος, με μια προϋπόθεση, καίρια και αποφασιστική: την ειλικρίνεια. Αν ανοίξουμε στα παιδιά την καρδιά μας και τους αποκαλύψουμε γυμνή την αλήθεια για όσα γνωρίσαμε στη ζωή, τις χαρές και τις πίκρες μας, τις καταχτήσεις μας και τις απογοητεύσεις μας, τα όνειρά μας και τα επιτεύγματά μας, τα χτυπήματα και τις πληγές, αλλά και τις πονηριές μας και τις ατιμίες μας, τις αδυναμίες και τις μικρότητες· έναν απολογισμό τίμιο και θαρραλέο, όπου χωρίς καμιά λογοκρισία να έχουν αναγραφεί και οι αρετές και οι κακίες μας και τα φωτεινά και τα σκοτεινά σημεία της δράσης μας. Μια τέτοια εικόνα μπορούμε να δώσουμε όλοι· όμως οι τεχνίτες του λόγου έχουν την ικανότητα, και την υποχρέωση, να μεταφέρουν στους νέους συμπυκνωμένες και ανάγλυφες τις εμπειρίες μας όλες, και των απλών ανθρώπων και των σοφών και των ισχυρών και των αδύναμων και των βασανισμένων και των ευτυχισμένων. Πέρα από τις φιλολογικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις, τις νόμιμες και τις πλαστές, ο λογοτέχνης οφείλει να ανασυνθέσει με αυταπάρνηση και ειλικρίνεια τη μορφή του κόσμου που γνώρισε. Αν με την έμφυτη ικανότητα και την άσκηση κατορθώσει να δώσει στους νέους τα αληθινά προβλήματα που αντιμετώπισε η δική του η γενιά, απογυμνωμένα από τις συμβατικές επικαλύψεις και τα εφήμερα πυροτεχνήματα, τις προσδοκίες της δικής του νιότης, τους αγώνες της, τα χτυπήματα, τα κέρδη και τις ζημίες, αν αποκαλύψει τα αληθινά τραύματα και τα γνήσια εύσημα της δικής του γενιάς, αν προχωρώντας εκμυστηρευθεί χωρίς συνειδητή ή ασυνείδητη υποκρισία τα σημερινά του όνειρα ή τη σημερινή του απελπισία, αν κατορθώσει να δείξει στους νέους πως δεν είναι μόνον αυτοί που χάνουν ό,τι αγαπούν, που αναγκάζονται να συμβιώσουν με όσα μισούν, που στέκονται αδέκαστοι και καθαροί, που ξαγρυπνούν για τους καημούς των διπλανών τους, που πονούν για τα αδικοσκοτωμένα παλικάρια των ανόσιων πολέμων· αν δίπλα σ' όλα τούτα τους πει απερίφραστα και θαρραλέα πως η πείρα τού αποκάλυψε την απλή και γι' αυτό πολύτιμη αλήθεια του σολωμικού στίχου «δεν τόλπιζα νάν' η ζωή μέγα καλό και πρώτο!»3 Αν τους μεταδώσει κάτι τέτοιο, και ο ίδιος θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένος για την προσφορά του, αλλά προπάντων οι νέοι κάτι θα έχουν κερδίσει από μας τους «ώριμους». Ίσως να τους γλυτώσουμε από άσκοπες και βασανιστικές περιπλανήσεις στους χώρους, όπου πληγώσαμε και μεις τα νιάτα μας και όπου έχουν απομείνει πολλοί από τους πιο εκλεκτούς συντρόφους μας.
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ
τα παραμύθια
1. Να σχολιάσετε τον τελευταίο στίχο με βάση την ανάπτυξη που προηγείται. Υιοθετείτε ή όχι την άποψη του ποιητή; 2. Να συγκρίνετε την άποψη του Μ. Αναγνωστάκη με την αντίστοιχη του Μ. Ανδρόνικου («Για τους νέους»). Γιατί η αλήθεια αποτελεί τη μοναδική «γλώσσα» επικοινωνίας με τους νέους;
Διάλογος δύο
γενεών:
Όχι, δεν μας καταλαβαίνετε, δεν μπορείτε να μας καταλάβετε σεις οι άνθρωποι του χτες που πέρασε οριστικά, και μιας κοινωνίας που έπαψε να υπάρχει...», μου γράφει επώνυμα ένας (καθώς φαίνεται) στοχαστικός και ευαίσθητος νέος, γεμάτος πίκρα και απογοήτευση, οργή και απελπισία,, σε μια πολυσέλιδη επιστολή, που ο δραματικός τόνος της με εντυπωσίασε. Θα προσπαθήσω να δώσω την απάντηση απ' αυτήν εδώ τη θέση, για να τη διαβάσουν και άλλοι συνομήλικοι του. Ιδού πρώτα μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα: «...Όταν διαβάζω μελέτες και άρθρα σας για υψηλά και ευγενή θέματα, τα λεγόμενα πνευματικά, προφανώς για να διακρίνονται από τα άλλα, τα ευτελή, της καθημερινής ζωής, σας φαντάζομαι να κάθεστε άνετα στο γραφείο σας, ήσυχος και ευτυχής που μπορείτε να βρίσκεστε μακριά από την πεζή πραγματικότητα του μόχθου και της βιοπάλης και να βλέπετε τα ανθρώπινα από απόσταση. Με τέτοιους όρους πώς είναι δυνατόν να καταλάβετε τους νέους αυτής της δεινής ώρας, που από τα πρώτα τους βήματα βρίσκονται περικυκλωμένοι από αλλεπάλληλα τείχη και μάταια παλεύουν να ανακαλύψουν κάποια διέξοδο σωτηρίας; Εσείς αξιωθήκατε να ζήσετε τα νιάτα σας σ' ένα φιλόξενο κόσμο: εύκολες οι σχέσεις σας με τους οικείους (δεν σας χώριζαν βαθιές διαφορές στις σκέψεις και στις εκτιμήσεις)· εύκολες οι σπουδές σας (όποιος ήθελε να σπουδάσει έβρισκε ανοιχτή την πόρτα του πανεπιστημίου· πηγαίνετε να την ανοίξετε τώρα!)· εύκολη, στην ανάγκη, μια θεσούλα στο Δημόσιο (μικρός ο μισθός, αλλά σύνταξη εξασφαλισμένη)· εύκολος και ο γάμος (μπορούσατε να υπολογίζετε σε μια σύντροφο της ζωής, που θα είχε για σας στοργή ή τουλάχιστον ανοχή έως τα γεράματά σας). Σήμερα όλα έγιναν δύσκολα, μαρτυρικά δύσκολα: και η συνεννόηση με το σπίτι (χάσμα μεγάλο ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά)· και οι σπουδές (ύστερα από το πάγκοινο γυμνάσιο στενεύει πολύ ο δρόμος· πολλοί οι κλητοί, λίγοι οι εκλεκτοί)· και ο βιοπορισμός (ασφυκτικός ο συνωστισμός σε κάθε επάγγελμα)· και ο ευοίωνος γάμος (απείρως περισσότερα είναι σήμερα τα διαζύγια, οι πλάγιοι δεσμοί, οι συμβατικές συμβιώσεις από τις ευτυχείς ενώσεις). Θα είχατε βέβαια και σεις τα προβλήματά σας αλλά τώρα τα έχετε λύσει. Πώς λοιπόν μπορείτε να μπείτε στη θέση μας και να αντιληφθείτε την πλήξη, τη δυσφορία, την εξέγερσή μας. Δεν έχουμε τα ίδια αισθήματα, δεν κάνουμε τις ίδιες σκέψεις, δεν μιλούμε την ίδια γλώσσα...» «Η γενεά σας μάς κατηγορεί πως δεν παίρνουμε τίποτα στα σοβαρά. Πως δεν προσέχουμε, δεν τιμούμε, δεν σεβόμαστε τίποτα: ούτε θεσμούς, ούτε αρχές, ούτε καθιερωμένα πρόσωπα. Πως για όλα και για όλους δείχνουμε αδιαφορία, και συχνά περιφρόνηση. Σκοτωνόμαστε να μπούμε στο πανεπιστήμιο, και ύστερα μόνος στόχος μας γίνεται το «χαρτί»· δεν θέλουμε να κοπιάσουμε για να κατακτήσουμε μιαν επιστήμη, ο νους μας είναι στη διασκέδαση, στον έρωτα, την πολιτική. Πως έχουμε γίνει πνεύματα αντιλογίας, αδύνατη μαζί μας η λογική συζήτηση· όπλα μας το δόγμα, ο δόλιος συλλογισμός, η σοφιστεία, τακτική μας η αναίδεια, ο σαρκασμός, το σκάνδαλο. Πως και η πολιτική μας κινητοποίηση δεν γίνεται με περίσκεψη και αίσθημα ευθύνης, αλλά επιπόλαια και επιθετικά, με ανεδαφικά και κραυγαλέα συνθήματα. Αυτά και άλλα πολλά μας κατηγορεί η γενεά σας. Μεροληπτικά όμως και άδικα. Γιατί και ο στοιχειωδώς ευσυνείδητος παρατηρητής ξέρει πολύ καλά ότι οι επικρίσεις αυτές στηρίζονται σε αυθαίρετες γενικεύσεις. Αν μερικές εκατοντάδες οκνηρών και φωνασκούντων νέων έχουν (από τυφλές παρορμήσεις ή σύγχυση ιδεών) παραστρατήσει, κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο μεγάλος αριθμός μας έχει με το παραπάνω πάρει στα σοβαρά τη ζωή και κάτω από εξαιρετικά σκληρές συνθήκες παλεύει να ανοίξει το δρόμο προς ένα άλλο μέλλον σκοτεινό και αβέβαιο. Αλλά και γι' αυτούς ακόμα τους λίγους που βλέπετε να εκτροχιάζονται, σκεφτήκατε ποτέ τι εξηγεί (όχι τι δικαιολογεί) τις αταξίες τους; Επιτρέψατέ μου, επειδή βρίσκομαι πολύ κοντά τους, να σας εισαγάγω στην ψυχολογία τους. Είναι το κενό που φεύγοντας αφήνει πίσω η γενεά σας. Σεις οι ίδιοι ξεθεμελιώσατε με τα έργα σας το οικοδόμημα που στέγαζε τις υποτιθέμενες «αξίες» σας, και όταν τούτο κατέρρευσε, φάνηκε στη θέση του ένα φοβερό ανατριχιαστικό κενό. Γενήκαμε –λέτε– αμφισβητίες, ανατροπείς, εικονοκλάστες. Ποιες είναι οι «αλήθειες» που αμφισβητούμε, οι «θεσμοί» που ονειδίζουμε, οι «εικόνες» που σπάζουμε; Αφήσατε σεις τίποτα όρθιο, για να το γκρεμίσουμε εμείς; Όρθιο στη συνείδηση, στην εκτίμηση, στην ευλάβειά μας, όχι όρθιο με υποστηρίγματα τις εκκλήσεις του άμβωνα, τις απειλές του νόμου, το κνούτο1 της αστυνομίας; Είχατε, αλίμονο, παραμιλήσει για την εγκράτεια και ευκοσμία, για ανθρώπινα δικαιώματα και δημοκρατικήν ισότητα, για αλληλεγγύη των λαών και παγκόσμια ειρήνη. Τώρα που τα έργα έδειξαν πόσο φουσκωμένα και παραπειστικά ήταν τα λόγια σας, η απογοήτευση οδήγησε στην αποκήρυξή σας. Απευθύνατε ποτέ στον εαυτό σας το ερώτημα: ποιος φταίει για την εξέγερση των νέων εναντίον σας;... Πώς να σας το πούμε κύριε Π; Είμαστε εξαιτίας σας δυστυχείς, ενώ εσείς είστε (ή υπήρξατε) ευτυχείς. Τα έχετε όλα, δεν έχουμε τίποτα. Και γι' αυτό δεν σας συγχωρούμε...». Αυτά ο επιστολογράφος μου. Του απαντώ εδώ. – Σε συγχαίρω, νέε μου, για το θάρρος και την παρρησία σου. Δεν μου κακοφαίνεται καθόλου να ακούω επικρίσεις για την υποκρισία και τις απερισκεψίες, για τις ανακολουθίες, τις προδοσίες της γενιάς μου, ιδίως όταν διατυπώνονται από νέους ανθρώπους που έχουν οξύ και αυστηρό κριτήριο στις εκτιμήσεις τους. Ακόμα και όταν αναφέρονται στην προσωπική μου ενοχή. Ανήκουμε όλοι στον «καιρό» μας· όπως μετέχουμε στα αγαθά του, έτσι υπέχουμε και τις ευθύνες του. Πρέπει όμως να είμαστε δίκαιοι στον επιμερισμό αυτών των ευθυνών. Και εδώ φοβούμαι ότι θα διαφωνήσω μαζί σου. Ας πάρω τα θέματα με τη σειρά. Δεν μπορούμε –λες– εμείς οι ηλικιωμένοι να σας καταλάβουμε, γιατί ζήσαμε σ' ένα φιλόξενο κόσμο και σήμερα είμαστε (ή υπήρξαμε) ευτυχείς. Ρώτησες ποτέ τον πατέρα σου ή τον παππού σου να σου πουν πώς πέρασαν τα νιάτα τους; Όσοι ήρθαμε στον κόσμο τις πρώτες δεκαετίες τούτου του αιώνα ζήσαμε τα καλύτερα χρόνια μας μέσα σε πολέμους, αποκλεισμούς, επαναστάσεις, ξενική κατοχή, εμφύλιες ρήξεις· μικρές παρενθέσεις ήταν οι μέρες της ηρεμίας. Εσύ γεννήθηκες (όπως υποθέτω) μετά το 1950. Από τότε ο τόπος μας έχει «ειρήνη». Ξέρεις τι σημαίνει η λεξούλα «ειρήνη»; Μόνο όποιος γνώρισε τον πόλεμο, όποιος τσακίστηκε σε μακρές πορείες στο χιόνι και στο λιοπύρι και πλάγιασε στις λάσπες πεινασμένος, ψειριασμένος, πληγωμένος, όποιος δεν πρόφτασε να στήσει σπίτι και δουλειά, γιατί μόλις τελείωνε η μια πολεμική περιπέτεια τον καλούσαν για την άλλη, ή μόλις έληγε μια πολιτική ανωμαλία ερχότανε με τις πιέσεις και τις διώξεις της η άλλη – αυτός ξέρει τι θα πει ειρήνη. Εσύ τη χάρηκες και τη χαίρεσαι τώρα, ενώ εμείς την καλογνωρίσαμε μόνο στα όνειρα και στις λαχτάρες μας. Όσο για τις άλλες μας ευωχίες, τις χαρές της νιότης, ρώτησε και θα μάθεις την έκταση της «ευτυχίας» μας. Κάθε λογής περιορισμοί, οικονομικοί και ηθολογικοί, στένευαν όλο και περισσότερο τα περιθώρια της ψυχαγωγίας. Οι παραδοσιακές «υποχρεώσεις» μάς έκαναν να σοβαρευτούμε πριν από την ώρα μας· [...] Μα δυσκολεύεστε, τυραννιέστε να προχωρήσετε στις σπουδές σας και έπειτα να σταδιοδρομήσετε σ' ένα επάγγελμα. Σωστά. Αναλογίζεστε όμως ποιο ήταν το αντίστοιχο καθεστώς στα δικά μας χρόνια; Στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας οι πύλες του πανεπιστημίου ήταν ανοιχτές· πόσοι όμως από μας είχαν τα οικονομικά μέσα να σπουδάσουν ή να συμπληρώσουν τη μόρφωσή τους στο εξωτερικό; Το βιοτικό επίπεδο ήταν στη φτωχό – Ελλάδα της εποχής εκείνης τόσο χαμηλό, που λίγοι είχαν αυτό το προνόμιο. Και ακόμη λιγότεροι ήταν οι τυχεροί που κατόρθωσαν γρήγορα να βρουν κάτω από τον ήλιο μοίρα. Οι ευκαιρίες ήταν ασύγκριτα λιγότερες από σήμερα που Κράτος και Τράπεζες απορροφούν μυριάδες υπαλλήλων, Βιομηχανία και Επιχειρήσεις άλλους τόσους επιστήμονες. Αν πιστέψουμε όσους γνωρίζουν τα πράγματα, οι δυσχέρειες στο βιοπορισμό οφείλονται στη σημερινή Ελλάδα όχι στην ισχνή ζήτηση αλλά στην κακά επιμερισμένη προσφορά υπηρεσιών. Ευπρόσβλητη από την αστυφιλική νόσο η νεολαία μας τρέπεται κατά μάζες προς τα επαγγέλματα του «άσπρου κολλάρου», ενώ οι άλλοι πόροι της εθνικής οικονομίας μας στερούνται από ανθρώπους πρόθυμους και ικανούς να τους αξιοποιήσουν. – Να μιλήσουμε και για το γάμο; Στα δικά μας χρόνια η οικογένεια ήταν βαρύς ζυγός. Η γυναίκα δεν είχε αυθυπαρξία και όποιος προστάτευε άγαμες αδελφές ήταν καταδικασμένος να σηκώνει αγόγγυστα τα βάρη της οικογένειας έως ότου κατά καλή τύχη (ή με μεγάλες οικονομικές θυσίες: προίκα κτλ.) αραιώσει ο σπιτικός πληθυσμός. Δεν πιστεύω να ζηλεύετε σήμερα αυτή την αιχμαλωσία. Εργαζόμενη η νέα γυναίκα καθορίζει με δικές της επιλογές και ευθύνες το μέλλον της και (σε μεγάλη κλίμακα) ο νέος άντρας έχει λευθερωθεί από αλλότρια βάρη. Υπάρχουν βέβαια και τα αρνητικά στοιχεία αυτών των προνομίων από την κρίση και τις πρωτοβουλίες σας εξαρτάται να πολλαπλασιάσετε τα θετικά. Προχωρώ. Εξεγείρεσαι (δικαίως) όταν ακούς τους ανθρώπους του λεγόμενου «κατεστημένου» να ονειδίζουν τη σημερινή νεολαία με αφορμή τις σκηνές που δημιουργούν μερικοί φυγόπονοι και ταραξίες. Και πολύ ορθά παρατηρείς ότι γενικεύσεις αυτού του είδους είναι ανεπίτρεπτες: Αν ασχημονούν μερικοί δεν είναι κατακριτέοι «όλοι». Μήπως και συ πέφτεις στο ίδιο λάθος, όταν από λίγα δυσμενή παραδείγματα καταδικάζεις όλους τους ηλικιωμένους με την κατηγορία ότι αντιπαθούν και διασύρουν τη γενεά σας; Δεν ξέρω πόσες και ποιες περιπτώσεις έχεις στο νου σου. Κατά τη δική μου αντίληψη πολύ λίγοι «φτασμένοι» άνθρωποι, ιδιότροποι και κοντόφθαλμοι, δεν βλέπουν στους σημερινούς νέους παρά μόνο αναίδεια και διαφθορά. Θα ομολογήσεις όμως ότι όχι λίγοι είναι οι συνομήλικοι σου που δεν τηρούν και αυτούς ακόμη τους στοιχειώδεις τύπους της ευπρέπειας και σκανδαλίζουν με τη συμπεριφορά τους την Κοινή Γνώμη. Πιστεύω ότι εμείς υπήρξαμε στην ηλικία σας (όχι ίσως νοημονέστεροι ή τυχερότεροι, πάντως) κοσμιότεροι από σας. Και η κοσμιότητα, όσο κι αν τη λένε μερικοί φαρισαϊσμό, βαραίνει πολύ στις κοινωνικές σχέσεις. Θα σου μιλήσω με ειλικρίνεια. Θα ήμουν απελπισμένος αν έβλεπα στο γράμμα σου ότι είσαι ευχαριστημένος με τις συνθήκες της ζωής σου. Η στέρηση, η θλίψη, η οργή είναι ανέκαθεν οι κινητήριες δυνάμεις στη σκέψη, στα αισθήματα, στη βούληση των ανθρώπων. Ο υποχωρητικός και ικανοποιημένος, ο διαλλακτικός και ευκολοσυμβίβαστος, αυτός που τα βρίσκει όλα γύρω του «καλά λίαν» ή σκύβει το κεφάλι και συνθηκολογεί με τη μοίρα του, δεν έχει φτερά στο πνεύμα ούτε φλόγα στην καρδιά – έχει γεράσει. Ο νέος δεν καταθέτει ποτέ την εντολή που του έχει δοθεί: να ανανεώσει τις μορφές της ζωής, να επιχειρήσει εκείνα που οι προκάτοχοι του δεν καταπιάστηκαν ή τα άφησαν ατελείωτα. Αν παραιτηθεί και αποσυρθεί, ο κόσμος θα γίνει φτωχότερος· από το βιβλίο του μέλλοντος θα λείψει μια σελίδα, και ποιος ξέρει; μπορεί να ήταν η καλύτερη. Εμείς που βρισκόμαστε κοντά στην έξοδο, ξοφλήσαμε –άλλος πιο λίγο άλλος πιο πολύ– το χρέος που μας έλαχε με τον κλήρο που τραβήξαμε. Η σειρά σας τώρα. Ευχή μας είναι ν' αξιωθείτε να σας εκτιμήσουν οι νεώτεροι σας για τις αστοχίες και τις παραλείψεις σας, όπως κάνετε σεις σήμερα σε μας, γιατί αυτή η επίθεση δίνει την ελπίδα ότι η ζωή δεν θα μείνει εκεί που έφτασε, αλλά θα προχωρήσει. Αν μου επιτρέπεις να σου δώσω κλείνοντας την απάντησή μου μια συμβουλή, θα σου έλεγα να προσέξεις: Πρώτα ότι ο αγώνας ο καλός, ο τίμιος και δημιουργικός, κάνει αξιοβίωτη τη ζωή. Στη θέση του καρτεσιανού cogito ergo sum2 βάλε συ το «αγωνίζομαι άρα υπάρχω». Και έπειτα ότι δεν ξεκινάς από το μηδέν. Ο κόσμος υφίσταται πολύ πριν από την ώρα που πρωτάνοιξες τα μάτια σου. Έχει πίσω του μακράν ιστορία. Πάρε τη θέση σου στη γραμμή.
Ο Τζον Γκλεν1 και οι συμμορίες ανηλίκων
Το σημαντικότερο στο ταξίδι του Τζον Γκλεν στο Διάστημα δεν είναι η προώθηση της γηριατρικής επιστήμης. Ούτε το μάρκετινγκ για τη χρηματοδότηση των νέων σχεδίων της ΝΑΣΑ. Αυτές μπορεί να ήταν οι προθέσεις των οργανωτών. Αλλιώς όμως βουλεύονται οι άνθρωποι και αλλιώς τους βγαίνουν τα πράγματα. Για να ξαναγίνουν δημοφιλή τα ταξίδια στο Διάστημα χρειαζόταν κάτι τι το θεαματικό, κάτι τι που θα δημιουργούσε γεγονός. Και αν, όπως ισχυρίζονται όλοι οι θεωρητικοί του μεταμοντερνισμού, η μόνη πραγματικότητα είναι η εικονική, χρειαζόταν κάτι που θα εγγραφεί σε αυτή την πραγματικότητα. Ένα τηλεοπτικό γεγονός πλανητικών διαστάσεων. Να το λοιπόν. Αλλά η ανάγνωση αυτής της πραγματικότητας διαφεύγει από την αρμοδιότητα των δημιουργών της. Επομένως, αν η πρόσληψη του ταξιδιού ήταν σημαντικότερη από το ίδιο το ταξίδι, το σημαντικότερο της πρόσληψης ήταν η ανασημασιοδότηση της γεροντικής ηλικίας. Ο συνταξιούχος με το ολίγον ντεμοντέ κοστούμι, ο δυσκίνητος κύριος με τα γκρίζα, έδωσε τη θέση του στην ευκίνητη, χαμογελαστή και με αθλητική φόρμα φιγούρα (fitness είναι η μαγική λέξη) του 77άρη Τζον Γκλεν. Το μήνυμα είναι σαφές. Αυτό που αποτελούσε άλλοτε το στερεότυπο της γεροντικής ηλικίας δεν υπάρχει πια, μπορεί να μην υπάρχει πια, δεν χρειάζεται να υπάρχει πλέον, είναι στο χέρι όλων (όλων;) να μην ισχύει. Ένα πρότυπο για τη γεροντική ηλικία, στο οποίο όλα τα χαρακτηριστικά του επιθετικού προσδιορισμού εξαφανίζονται και επομένως η ίδια η έννοια της γεροντικότητας. Δεν υπάρχουν γέροι! Πρόκειται για μια ανάγνωση που δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε ξαφνική. Για να διαβασθεί έτσι το μήνυμα έχει προηγηθεί η αποστήθιση του αλφάβητου του υγιεινισμού, η εμπέδωση του λόγου για το σώμα. Η υγεία του σώματος δεν είναι μια απλή και αυτονόητη έννοια. Ούτε παραπέμπει απλά σε αυτό που λέει. Είναι στυλ ζωής, συμπεριφορές, ιδεολογία, εκτεταμένος τομέας της οικονομίας, τρόπος αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου, αξιολογικός κοινωνικός χάρτης. Παλαιότερα, αν και όλες οι θρησκείες είχαν στόχο το σώμα, η διαχείρισή του αποσκοπούσε στη σωτηρία της ψυχής. Το σώμα ήταν φυλακή. Το περιφρονημένο σαρκίο. Στην εποχή πάλι των εθνικών κινημάτων και ως τον ευγονισμό ο στόχος ήταν εκτός του σώματος. Τα γερά παιδιά θα γίνονταν καλοί στρατιώτες. Ωραίοι πεσόντες. Ο σύγχρονος υγιεινισμός όμως θέτει το σώμα στο κέντρο του ενδιαφέροντος, το κάνει αυτοσκοπό, από αυτό εκπορεύεται ο τρόπος του βίου, ακόμη και η σωστή συμπεριφορά στην κοινωνία της αγοράς, η ηθική της εργασίας. Πότε άλλοτε στα δελτία ειδήσεων περιλαμβάνονταν σταθερά και αδιαλείπτως οι εξελίξεις από το μέτωπο της εργαστηριακής ιατρικής; Πότε υπήρχε τόσο σφιχτοδεμένη αλληλοδιαπλοκή ανάμεσα στη βιομηχανία της υγείας, στις ασφαλιστικές εταιρείες, στις επιχειρήσεις και σας επαγγελματικές σταδιοδρομίες; [...] Αλλά ο στόχος και η μορφή του ενδιαφέροντος για το σώμα ήταν ως τώρα οι νεανικές ηλικίες. Ωραίοι νέοι, άνδρες και γυναίκες, είναι οι μορφές που κατακλύζουν το οπτικό μας πεδίο μέσα από κάθε είδους διαφημίσεις. Γιγαντιαία νεανικά σώματα πάνω από τους αυτοκινητοδρόμους και τις πλατείες που επιβάλλουν έναν κανόνα και ανεπαίσθητα ηλικιακούς αποκλεισμούς με ψυχολογικές συνέπειες: είτε αγώνας να συγκρατήσεις την ηλικιακή φορά είτε συναίσθημα ότι έχεις διαβεί το κατώφλι ανεπιστρεπτί, ως παραίτηση. Και ιδού που κατεβαίνει από τους ουρανούς ο Τζον Γκλεν για να ανατρέψει αυτή την εικόνα. Δεν υπάρχουν γηρατειά. Το θέαμα του ευδιάθετου 77άρη που πηδάει από το διαστημόπλοιο κουνιστός και λυγιστός αποτελεί μια εικόνα μετάβασης. Μετάβασης από μια αντίληψη σε άλλη. Αλλά και μετάβασης από το ένα θεσμοθετημένο πλαίσιο λόγων και πρακτικών (του σώματος και του υγιεινισμού) σε ένα άλλο: στους θεσμικούς λόγους και στις πρακτικές της διάκρισης των ηλικιών. Γιατί οι ηλικίες αποτελούν και αυτές «κατασκευές». Πέρα δηλαδή από το βιολογικό κύκλο, που άλλωστε επιταχύνεται ή επιβραδύνεται διά μέσου των ιστορικών κοινωνικών πρακτικών, οι ηλικίες ορίζονται από τα στερεότυπα, τις αντιλήψεις, τους θεσμούς που τις επιβάλλουν. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η σημασία του γεγονότος που συζητάμε: στην ανασημασιοδότηση αυτής της (γεροντικής) ηλικίας. Αφού πέρασε από τη σεβάσμια φάση της, στις παραδοσιακές κοινωνίες, στην περιφρονημένη, στην εποχή του μοντερνισμού, χάνει πλέον τα ιδιαίτερα σημάδια που τη χώριζαν από τις άλλες ηλικίες. Ευκινησία, περιπέτεια, σεξουαλική δραστηριότητα (Viagra!), αθλητικό στιλ. Και οι συμμορίες των ανηλίκων τι σχέση έχουν; Πρόκειται ακριβώς για μια συμμετρική ανασημασιοδότηση της παιδικής ηλικίας. Τα παιδιά δεν ήταν πάντοτε παιδιά. Έγιναν παιδιά μέσα από τις κοινωνικές και πολιτισμικές μεταβολές. Αυτή η διαδικασία ήταν ένα από τα προσφιλέστερα θέματα των ιστορικών την περασμένη δεκαετία. Η ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας, η τοποθέτηση του παιδιού στο κέντρο της οικογενειακής ζωής, η δημουργία θεσμών όπου το παιδί θα ανατρεφόταν ως παιδί, ξεχωριστά από την υπόλοιπη κοινωνία, ήταν υπόθεση του περασμένου αιώνα στις ανεπτυγμένες χώρες. Δημιούργησε μια εποχή παιδικής ηλικίας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και στερεότυπα, η οποία φαίνεται πως με την εκπνοή του αιώνα μας λήγει ή πάντως αλλάζει. Πρώτα πρώτα οι διαχωρισμοί δεν άντεξαν στην εισβολή της εικονικής πραγματικότητας. Ο μεγάλος συλλογικός παιδαγωγός, η τηλεόραση, δεν διακρίνει ηλικίες. Το σκανδαλώδες μήλο της γνώσης το γεύονται τα παιδιά μαζί με τη φρουτόκρεμα. Τα παιδικά παιχνίδια δεν μιμούνται τον κόσμο των μεγάλων όπως τα παιδικά σπαθιά μιμούνται τα πραγματικά. Τον αντιγράφουν με ακρίβεια σε μικρότερες διαστάσεις. Η Μπάρμπι, η Σίντι και τα εξαρτήματά τους δεν μοιάζουν με τις παιδικές κούκλες. Είναι ο κόσμος των μεγάλων σε σμίκρυνση. Ακριβώς όπως ο εξεικονισμός των παιδιών στην προμοντέρνα τέχνη: μεγάλοι σε μικρογραφία. Από κοντά και οι πρόωρες υπευθυνότητες. Αν ένα από τα μεσοαστικά στερεότυπα της παιδικής ηλικίας ήταν η ανεμελιά, τώρα ο χρόνος των παιδιών συμπιέζεται από την εντατική και αγχώδη προετοιμασία της σταδιοδρομίας τους. Παράλληλα και η πρόωρη ένδειξη της κοινωνικής απόρριψης και του αποκλεισμού. Αν λοιπόν όλοι πασχίζουν να κάνουν τα παιδιά να συμπεριφερθούν ως μεγάλοι, τότε γιατί εκπλήσσει αν τα παιδιά μιμούνται τους μεγάλους σε όλη την κλίμακα των δραστηριοτήτων τους, από τις ληστείες και τις δολοφονίες ως τους βιασμούς; Να λοιπόν η σχέση ανάμεσα στον Τζον Γκλεν και στις συμμορίες ανηλίκων. Αν και αξιολογικά βρίσκονται στους αντίθετους πόλους, αν και η μία εικόνα εκπέμπει αισιοδοξία και η άλλη απαισιοδοξία, ωστόσο ανήκουν και οι δύο στις ενδείξεις της ανασημασιοδότησης των ηλικιών στα δύο άκρα του κύκλου της ζωής. Αν οι ηλικίες είναι κοινωνικές κατασκευές μιας εποχής, με το πέρασμα των εποχών αλλάζουν τόσο οι ίδιες όσο και η κατανομή τους στον κύκλο ζωής. Έτσι κι αλλιώς στην εποχή μας δεν ήταν μόνο οι ηλικίες που υπέστησαν αυτές τις αλλαγές. Τα φύλα, ως κοινωνικά φύλα, ως κατασκευές ανδρικής και γυναικείας ταυτότητας, δεν υπέστησαν αυτές τις ανασημασιοδοτήσεις και τις αλλαγές; Ο αυστηρός διαχωρισμός των στερεοτύπων που επέβαλε η μοντέρνα εποχή δεν έδωσε τη θέση του στις υβριδικές2 ταυτότητες που μας περιβάλλουν; Παρόμοιους μεταμορφισμούς δεν υπέστησαν και οι εθνικές ταυτότητες; Γιατί να μας εκπλήσσουν επομένως οι μεταμορφισμοί στις ηλικιακές ταυτότητες;
Τι μας λέει η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (Π.Ο.Υ.) Είναι χαρακτηριστικό ότι η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας στο πρόγραμμά της για την υγεία των ηλικιωμένων δίνει έμφαση στην ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην κοινωνική ένταξη – στην κοινωνική συμμετοχή των ηλικιωμένων. Πέρα από τις παραδοσιακές ιατρικές φροντίδες, τονίζει το πρόγραμμα, ο τομέας υγείας εμπλέκεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο βελτίωσης της ποιότητας ζωής με κοινωνικές παρεμβάσεις όπως κατοικία, δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, ψυχαγωγία κ.ά. Το δέσιμο αυτό των κοινωνικών και ιατρικών φροντίδων είναι η έκφραση της γενικής παραδοχής ότι το γήρας είναι πρώτα ένα κοινωνικό φαινόμενο και μετά ένα βιολογικό. Αυτό σημαίνει ότι σε έναν αυθαίρετο χρόνο, άσχετο με την κατάσταση υγείας του και τις ικανότητές του, το άτομο ξεκόβει από την Κοινωνική Συμμετοχή, περιθωριοποιείται και είναι αυτό το γεγονός, η περιθωριοποίηση και η αδράνεια, που επιδρά καθοριστικά στην επιτάχυνση των φαινομένων του γήρατος. Δεν είναι ο ίδιος δρόμος που οδηγεί όλους στην Κοινωνική Συμμετοχή. Οι ηλικιωμένοι δεν αποτελούν μία ομάδα πληθυσμού με ομοιογένεια. Η κλίμακα των ηλικιών είναι πολύ πλατιά. Περισσότερο από μία γενιά χωρίζει τον πρόσφατα συνταξιούχο από τον 80 χρόνων και άνω. Εάν αναρωτηθούμε τι δένει το γήρας με τις προηγούμενες φάσεις της ζωής, διαπιστώνουμε ότι δεν πρόκειται για μία καινούρια ηλικία, αλλά για μία κατάληξη άμεσα επηρεαζόμενη από τα κοινωνικά δεδομένα. Κι αυτό, γιατί οι ευκαιρίες να παραμείνουν κοινωνικά ενταγμένοι περνώντας στη σύνταξη, είναι σε συνάρτηση με τα αγαθά που συσσώρευσαν από τις προηγούμενες ηλικίες. Έτσι η σύνταξη ταυτίζεται συχνά με «ελεύθερο χρόνο» και ψυχαγωγία αυτών που κατείχαν μια προνομιούχο θέση στο σύστημα της παραγωγής, ενώ συχνά χαρακτηρίζεται «κοινωνικός θάνατος» αυτών που ανήκουν σε χαμηλές οικονομικές τάξεις.
Τι σημαίνει Κοινωνική Συμμετοχή
Συντελεστές παραμονής
Οι έρευνες, δικές μας και ξένες, τονίζουν τρεις παράγοντες, τρεις συντελεστές, ιδιαίτερα θετικούς, για ένα ομαλό πέρασμα στη συνταξιοδότηση και γενικότερα ευνοϊκούς για την Κοινωνική Συμμετοχή. Οι συντελεστές αυτοί είναι: 1. ένα
κάποιο μορφωτικό επίπεδο Ειδικά για την παιδεία πρέπει να πούμε ότι είναι αυτή που διαγράφει τον πιο καθοριστικό ρόλο για να τους κρατήσουμε μέσα στην κοινωνική ζωή, ζωντανούς και ενεργούς. Βέβαια δεν εννοούμε την παιδεία σαν μία γνώση κλειστή, που μαθαίνεται μόνο σε μία ηλικία μαθητική-εφηβική και μετά ξεχνιέται. Αλλά εννοούμε την Παιδεία που είναι συνεχής, ουσιαστική, καθημερινή. Που είναι πρακτική και ζωντανή. Μια Παιδεία για κάθε ηλικία. Ομάδες πληθυσμού που διαθέτουν στο ελάχιστο τους τρεις αυτούς παράγοντες είναι: Το πέρασμα στη σύνταξη του ανειδίκευτου εργάτη είναι πολύ πιο δύσκολο από τα άλλα επαγγέλματα, α) Μικρή σύνταξη, β) Έλλειψη δημιουργικής εργασίας κατά τη διάρκεια της παραγωγικής ηλικίας και γ) Χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Είναι από αυτές τις ομάδες πληθυσμού, που έχει περισσότερο ανάγκη στήριξης. Το ίδιο και η πολύ ηλικιωμένη γυναίκα. Πολύ χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ελάχιστοι οικονομικοί πόροι και πολύ ψηλά ρεκόρ μεταξύ αυτών που διαβιούν μόνοι τους.
Αφού αναπτύξετε τεκμηριωμένα τις
απόψεις σας αναφορικά με τη θέση ότι το γήρας είναι πρωταρχικά ένα κοινωνικό και
μετά ένα βιολογικό φαινόμενο, (μελετήστε σχετικά και το άρθρο του Αντώνη Λιάκου
που προηγείται), να απαντήσετε στα παρακάτω ερωτήματα:
Είναι πολλοί οι λόγοι, παιδιά, που με παρορμούν να σας συμβουλεύσω όσα θεωρώ καταλληλότατα κι έχω πεποίθηση πως θα σας ωφελήσουν, αν τ' αποδεχτήτε και τ' ακολουθήσετε. Τόσο η ώριμη ηλικία που έχω και η τριβή και συνήθεια με πολλά γεγονότα, όσο και το ότι έζησα ο ίδιος σε μεγάλο βαθμό κι επήρα μαθήματα κι απ' τις δυο όψεις της ζωής, που οι δυσκολίες και μεταβολές της μορφώνουν πολύ τον καθένα, έχουν συντελέσει στο να είμαι έμπειρος γνώστης των ζητημάτων του ανθρώπινου βίου κι επομένως να μπορώ ακριβώς να δείχνω στους νιόβγαλτους της ζωής τον πιο ορθό κι ασφαλή δρόμο. Εξάλλου εξαιτίας της συγγενείας μας συμβαίνει να είμαι μετά τους γονείς σας ο πιο κοντινός σας, ώστε μήτ' εγώ να σας αγαπώ λιγότερο κάπως απ' τους πατέρες σας, αλλά μήτε κι εσείς, νομίζω, εκτός αν πέφτω έξω για τη γνώμη σας, ν' αναζητάτε τους γονείς σας ενόσω επικοινωνείτε μαζί μου. [...] Κι επειδή ακριβώς με την αρετή σ' αυτήν εδώ τη ζωή πρέπει να επιτύχουμε να φτάσουμε στην άλλη, για την οποία αρετή πολλά εγκωμιαστικά έχουν γραμμένα οι ποιητές και οι πεζογράφοι κι ακόμα πιο πολλά οι ηθικοί φιλόσοφοι, αυτού του είδους τα κείμενα πρέπει κυρίως να προσέχουμε. Γιατί δεν είναι μικρή η ωφέλεια να γίνει η αρετή εξοικείωση και συνήθεια στην ψυχή των νέων, επειδή ακριβώς είναι φυσικό να διατηρούνται ζωηρά κι ανεξάλειπτα τα διδάγματα και οι εντυπώσεις της νεανικής ηλικίας, που, γιατί οι ψυχές τους είναι τρυφερές κι εύπλαστες, χαράζονται στο βάθος τους. Άλλωστε τι άλλο μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα έβαλε στο νου του ο Ησίοδος προκειμένου να στιχουργήση τα γνωστά του ποιήματα, που όλοι τα τραγουδούν, παρά το να προτρέπουν τους νέους στο δρόμο της αρετής; Μας λέει λοιπόν στα ποιήματα του ο Ησίοδος ότι στην αρχή είναι ανώμαλος και δυσκολοπερπάτητος κι όλος ιδρώτα ασταμάτητο και πόνο ο ανηφορικός δρόμος που οδηγεί στην αρετή. Γι' αυτό ακριβώς δεν μπορεί οποιοσδήποτε ούτε να πλησιάση και να βαδίση το δρόμο της αρετής, εξαιτίας του ότι είναι ανηφορικός κι απότομος, ούτε πάλι, κι αν άρχισε να τον βαδίζη, μπορεί εύκολα να φτάσει στο τέρμα του. Μα όταν κανείς φτάσει στο ψηλό του τέρμα, μπορεί από κει να βλέπη πόσο πια είναι ομαλός κι ωραίος, αλλά και πόσο άνετος κι ευκολοπερπάτητος και πιο όμορφος κι ευχάριστος απ' το δρόμο που οδηγεί στην κακία, τον οποίο ο ίδιος ποιητής μάς λέει πως μπορεί κανείς να τον βαδίση μονομιάς ολόκληρον, επειδή είναι κοντινός. Εγώ λοιπόν νομίζω πως αυτά τα λέει όπως στην πραγματικότητα συμβαίνουν ο Ησίοδος όχι γι' άλλο λόγο, παρά για να μας προτρέπη ν' ακολουθούμε την αρετή και να μας φιλοτιμή και παρακινή όλους να γίνουμε αγαθοί κι ενάρετοι κι έτσι να μην αποστατήσουμε κι απομακρυνθούμε απ' τον τελικό σκοπό της ασκήσεως της αρετής παραλύοντας κι αποκάμοντας από κούραση και δειλία. Φυσικά, αν και κάποιος άλλος συγγραφεύς με παρόμοια λόγια μ' αυτά του Ησίοδου εγκωμιάζει την αρετή, επειδή κι αυτού τα λόγια μας οδηγούν στον ίδιο σκοπό και δρόμο, πρέπει να τ' ασπαζόμαστε και να τα επιδοκιμάζουμε. Εξάλλου κι εγώ άκουσα κάποιον ειδικό και ικανότατο ποιητικό ερμηνευτή να λέη πως ολόκληρο το ποιητικό έργο του Ομήρου είναι ένα εγκώμιο της αρετής κι όλοι του οι στίχοι σ' αυτόν το σκοπό αποβλέπουν κι οδηγούν, εκτός από μερικά περιττά κι ακατάλληλα τμήματα. Προπάντων μάλιστα συμβαίνει αυτό στους στίχους που παρουσιάζει το στρατηγό των Κεφαλληνίων Οδυσσέα ναυαγοσωσμένο και γυμνό και με μόνη την εμφάνισή του να εμπνέη πρώτα το σεβασμό στη βασιλοπούλα Ναυσικά, χωρίς να αισθάνεται δυσκολία και ντροπή, που εμφανιζόταν γυμνός, γιατί ακριβώς ο ποιητής τον παρουσιάζει να έχει λαμπρό ένδυμα την αρετή και όχι τα ρούχα. Μα κι έπειτα στους υπολοίπους Φαίακες τόσο πολύ προκάλεσε το σεβασμό και το θαυμασμό τους, μέχρι το σημείο να εγκαταλείψουν την τρυφηλή ζωή τους κι εκείνον τον ξένο να προσέχουν και να ποθούν να τον μιμηθούν όλοι και κανείς μεταξύ τους τότε να μην επιθυμή τίποτε άλλο απ' το να μπορούσε να ήταν ο Οδυσσέας, έστω και ναυαγοσωσμένος. Γιατί μέσα σ' αυτούς τους στίχους, όπως έλεγε ο ερμηνευτής της σκέψεως του ποιητή, σχεδόν φωνάζει ο Όμηρος και λέει: την αρετή πρέπει να φροντίζετε να καλλιεργήτε, άνθρωποι, η οποία και μέσα στο ναυάγιο του συντροφεύει τον Οδυσσέα και κολυμπά μαζί του κι όταν βγαίνη στη στεριά, παρ' όλο που είναι γυμνός, τον παρουσιάζει ανώτερον απ' τους ευτυχισμένους Φαίακες[...]
Παραινέσεις ενός πατέρα του καιρού μας
Αγαπημένο μου παιδί,
Ξαφνικά αντρώθηκες, στο σώμα, αν όχι ακόμα στο χαρακτήρα. Ψήλωσες, μέστωσες, η φυσιογνωμία σου στερεώθηκε κι είσαι γεμάτος από μια δύναμη καινούρια, που δεν ξέρεις τι να την κάμεις. Οι κινήσεις σου έχουνε χάρη και λυγεράδα, αλλά και μια σιγουριά που τους έλειπε πριν από λίγο καιρό, όταν είσουν ακόμα ένας ντροπαλός, αδέξιος μαθητής που δεν κατάφερνε να βολέψει τα χέρια και τα πόδια του. Το πρόσωπο σου έφεξε και σοβάρεψε· η ματιά σου πήρε κάποιο βάθος. Σου συμβαίνει κάτι απίστευτο, που μοιάζει με θαύμα, σαν εκείνα τα μαγεμένα πρωινά, στις ακρογιαλιές του Αιγαίου, όπου νομίζει κανείς πως ο κόσμος, άδολος και ολόδροσος, ξαναρχίζει: κοντεύεις να γίνεις είκοσι χρονώ. Παρατήρησες, άραγε, κι εσύ, ότι η σχέση μας άλλαξε, ανεπαίσθητα, τον τελευταίο καιρό; Θυμάσαι τους μεγάλους χειμωνιάτικους περιπάτους μας στον Υμηττό, στην Πεντέλη· τις καλοκαιρινές περιπλανήσεις μας στα νησιά· τις πολύωρες συντροφικές μας κουβέντες, τα ατέλειωτα ερωτήματά σου, που μου ξανάρχονται τώρα στο νου, ανακατωμένα με μια γεύση από θυμάρι, από αρμύρα, από τρελούς ανέμους. Ήθελες, αμέσως, να μάθεις το καθετί, κυρίως από μένα. Μονάχα οι δικές μου πληροφορίες είταν έγκυρες, μονάχα οι δικές μου απόψεις σε απασχολούσαν τόσο πολύ. Διψούσες για τα λόγια μου, για την πείρα μου, για την υποθετική σοφία μου. Με ρωτούσες ολοένα για θέματα της ιστορίας ή της πολιτικής, για ιδεολογίες, για βιβλία και για τέχνη, για γνωστούς ανθρώπους, για πράγματα που είδα πριν γεννηθείς, για το μυστήριο της ζωής. Λαχταρούσες να σου πω τι είναι πνεύμα και τι είναι ύλη, τι είναι η γυναίκα και τι ο έρωτας, αν υπάρχει η Αλήθεια και ποιος ο λόγος που βρίσκεται ο άνθρωπος στη γη. Πάσχιζα να σου δώσω απαντήσεις καθαρές και τρόμαζα, αληθινά, με την ευθύνη μου, καθώς προσπαθούσα να υπερνικήσω μια τάση προς την αμφιβολία που με κατέχει, πάντα, εμπρός στα μεγάλα θέματα. Μα έπρεπε να λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη· δεν είχες καμιά διάθεση να παραδεχτείς πνευματικούς ενδοιασμούς. Ίσια-ίσια, άρπαζες αμέσως ό,τι πήγαινα, κομπιάζοντας, να διατυπώσω, και υπερθεμάτιζες·1 έδινες στις διστακτικές μου γνώμες έναν τόνο χαρούμενης εφηβικής αδιαλλαξίας. Τώρα, μου φαίνεται πως δεν έχεις πια το ίδιο κέφι να βρεθούμε μόνοι οι δυο μας και να τα πούμε με τις ώρες. Ίσως δεν το καλοσκέφτηκες ακόμα αλλά νομίζω πως, όταν δοθεί μια τέτοια ευκαιρία, τείνεις συχνά να βρεις μια πρόφαση για να την αποφύγεις. Το ύφος σου απέναντι μου έγινε, καθαρά και ξάστερα, κριτικό. Γυρεύεις τα όριά μου και, φυσικά, αρχίζει να τα ξεχωρίζεις. Με κρίνεις, με συγκρίνεις, με τοποθετείς, σιγά-σιγά, στη θέση που μου ταιριάζει. Ανακάλυψες κάτι που δεν το είχες φανταστεί· ότι υπάρχουν άνθρωποι καλύτεροι, σοφώτεροι, σπουδαιότεροι από μένα. Συζητάς ζωηρά τις γνώμες μου· συχνά τις αντικρούεις. Αμφισβητείς τις πληροφορίες που σου δίνω. Ναι, πράγματι, πολλά και ποικίλα είναι αυτά που δεν κατέχω. Μάλιστα, κάμποσα καινούρια της ζωής, της τέχνης ή και της επιστήμης ακόμα, προφταίνεις και τα αρπάζεις εσύ στον αέρα, με τη δροσερή διαίσθηση της γενεάς σου, προτού καταφέρω να τα συλλάβω εγώ. Ώρες-ώρες, θα έλεγα, πως σου αρέσει να προσδίδεις στη συζήτησή μας τον τόνο μιας αντιδικίας των γενεών. Λες «εμείς» κι «εσείς», σα να πρόκειται για δυο κόσμους ριζικά διαφορετικούς, ανάμεσα στους οποίους δεν είναι πιθανό να υπάρχει συνέχεια και βαθύτερη συνεννόηση ή σύμπτωση στις ιδέες και τα γούστα. Αν αναφέρω ένα συγγραφέα που αγαπώ, η αυθόρμητη τάση σου είναι να μου τον ξετινάξεις. Τα βιβλία, στα οποία επίστεψα περισσότερο, σου φαίνονται ξεπερασμένα και μάλλον περιττά. Απορείς, ειλικρινά, πώς γίνεται ακόμα τόσος λόγος γι' αυτά. Οι καλλιτεχνικοί ρυθμοί που με συγκινούν σου δίνουν μιαν εντύπωση σαν αχρηστευμένες, σκονισμένες διακοσμήσεις του λεγόμενου «παλιού καλού καιρού». Καμιά φορά, κουβεντιάζοντας μαζί σου, αισθάνομαι πως η άποψή μου λογίζεται στραβή μόνο και μόνο επειδή προέρχεται από μένα και πως, αν είχα πει το αντίθετο, πάλι άδικο θα είχα. Παρατηρώ ακόμη –αυτό συνηθέστατα– ότι ορισμένες κοινότοπες, ανώδυνες συμβουλές μου –να, σα να πούμε «Κάνει ψύχρα, πάρε το πανωφόρι σου» ή «Μην πίνεις νερό ιδρωμένος» –σ' ερεθίζουν απροσδόκητα, σου προκαλούν εκδηλώσεις φανερής ανυπομονησίας και δυσαρέσκειας. [...] Σε λίγο καιρό, το μεγάλο πρόβλημά σου θα είναι τούτο: πώς θα τα καταφέρεις να σταθείς γερά στα πόδια σου, να νιώσεις πως δεν έχεις πια την ανάγκη κανενός, πως είσαι κύριος των τυχών σου. Θα πρέπει να διαμορφώσεις μια ζωή που θα είναι δική σου και όχι εξάρτημα της δικής μου· να μη σου χρειάζεται να σε στηρίζω· να αισθανθείς ότι είσαι εσύ με τα σωστά σου, χειραφετημένος, αδέσμευτος, εσύ, τα έργα σου κι η ζωή σου –και στη μαγική αυτή λέξη «ζωή» σ' αφήνω να δώσεις όποιο περιεχόμενο είσαι ικανός να δημιουργήσεις. Τότε, καλό μου παιδί, η παρουσία μου δε θα είναι πια βάρος στην ψυχή σου. Ναι, η ζωή, ο έρωτας, η ευτυχία, η δράση, είναι πράματα που έχεις να τα δημιουργήσεις, όπως ο άνθρωπος της τέχνης δημιουργεί ένα έργο ζωντανό και ωραίο. Πρέπει να κινηθούν οι δημιουργικές σου δυνάμεις και πρέπει, ακόμα, να τις κατευθύνεις. Αλίμονο σου αν σταθείς παθητικός εμπρός στον κόσμο σου και περιμένεις να σου δοθεί αυτός. Αν δε θέλεις να σε πάρει από κάτω, θα βαλθείς να τον πλάσεις εσύ. [...] Να είσαι γνήσιος, αληθινός, ακέραιος, ίσιος, σε ό,τι αισθάνεσαι, λες και πράττεις, στον έρωτα, στη φιλία, στην κοινωνική σου δράση –απέναντι σε φίλους και εχθρούς και, πρώτα-πρώτα, απέναντι στον εαυτό σου. Να βαθμολογείς τους ανθρώπους ανάλογα με την ειλικρίνειά τους. Να περιφρονείς ό,τι είναι υποκρισία, κρυψίνοια, διπροσωπία, πανουργία –να τα μισήσεις όλα αυτά και να τα απορρίψεις μια και καλή. Να μην παίζεις με τη ζωή, τα αισθήματα, την πίστη ενός άλλου ανθρώπου· να μην καταδέχεσαι να απατήσεις. Να νιώθεις πως, απατώντας κλέβοντας στο παιχνίδι της ζωής, θίγεις κυρίως εσένα, ρίχνεις την προσωπικότητά σου και δεν είσαι ικανός να εκτιμήσεις τον εαυτό σου. Να σέβεσαι τον άλλον, να προσπαθείς να τον καταλάβεις· να τον βοηθάς, αν αυτό περνά από το χέρι σου. Συχνά, η ζωή μας έχει ν' αντιμετωπίσει δύσκολα διλήμματα που, μονάχα με πολλή αμοιβαία κατανόηση και βοήθεια, μπορούμε να τα λύσουμε και να τα ξεπεράσουμε. Να μην απαρνιέσαι τα δικαιώματά σου στη ζωή, μα να μην ξεχνάς και τα δικαιώματα του άλλου που βρέθηκε μπλεγμένος μαζί σου. Θα δεις με τον καιρό, ότι πάντα έχουν κι οι δικές σου πράξεις κάποια ψυχολογική δικαίωση. Κι ακόμα, θα σου έλεγα να μη διστάζεις ποτέ να παραδέχεσαι εκ των προτέρων ότι κάθε άνθρωπος που σου τυχαίνει στο δρόμο σου είναι τίμιος και ειλικρινής σαν κι εσένα, εκτός μονάχα αν σου δοθούν συγκεκριμένες αποδείξεις για το αντίθετο. Να εμπιστεύεσαι, να είσαι γενναιόδωρος στα αισθήματά σου, να μη λυπάσαι να χαρίζεις το περίσσεμα της καρδιάς σου σ' όποιον το χρειάζεται. Αν σε γελάσουν, αν σε απογοητεύσουν, φύγε και προσπάθησε να μην το συλλογίζεσαι πια. Γύρισε το φύλο, ξανάρχισε από την αρχή. Ποτέ μην απελπίζεσαι. Ο κόσμος είναι μεγάλος, η ζωή αστείρευτη κι ο άνθρωπος, κατά βάθος, καλός. Τα ίδια θα σου έλεγα και για την εργασία σου. Να είσαι ειλικρινής και ίσιος σε κάθε δουλειά που θα αναλάβεις, να την τιμάς πρώτα-πρώτα εσύ ο ίδιος, να πασχίζεις να την κάνεις σωστά και όσο μπορείς καλύτερα, με φροντίδα και με μεράκι. Προπαντός, να μην προφασιστείς ποτέ, με τα έργα σου, πως είσαι αλλιώτικος –δυνατότερος, σοφώτερος, πιο σημαντικός ή πιο αξιαγάπητος– από αυτό που ξέρεις μέσα σου ότι είσαι στ' αλήθεια. Να είσαι αυτό που είσαι· τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Αυτό που είσαι – αυτό που είναι κάθε ακέραιος άνθρωπος κάτω από τον ήλιο– δεν είναι αξιοκαταφρόνητο αν εκδηλωθεί με αγάπη και ευσυνειδησία. Είναι αρκετό για να γεμίσεις μια ζωή, να της δώσεις ένα νόημα, έναν προορισμό. Ενώ, με τα τεχνάσματα, δε θα καταφέρεις σπουδαία πράματα, και, ό,τι καλό κι αληθινό έχεις μέσα σου, θα το χαλάσεις. Η δουλειά σου θα ηχήσει ψεύτικα κι εκείνοι που ξέρουν θα το καταλάβουν αμέσως. Μπορεί, εξωτερικά, να επιτύχεις. Δεν είναι δα λίγοι αυτοί που σταδιοδρομούν, τριγύρω μας, με τις κατεργαριές, και κερδίζουν όχι μόνο χρήματα, μα και τίτλους περισπούδαστους, αξιώματα λαμπερά, τιμητικές διακρίσεις, προβαδίσματα και όλων των ειδών τις ψευτοδόξες. Δε θα σου είναι αδύνατο, αν ριχτείς με τα μούτρα, να τα καταφέρεις καλύτερα από πολλούς. Μα δε θα έχεις πείσει εκείνους που θα ήθελες περισσότερο να κερδίσεις. Ούτε, βέβαια, τον ίδιο τον εαυτό σου και τούτο θα είναι το χειρότερο. Καλύτερα να σου λείπουν τέτοιες επιτυχίες, παιδί μου. Άκουσέ με· ένας άξιος μαραγκός που κατέχει καλά τη δουλειά του και πιστεύει σ' αυτήν είναι πολύ πιο ολοκληρωμένος και αξιοσέβαστος άνθρωπος από έναν κουφό πρύτανη ή έναν κακό πρωθυπουργό. Παρασύρθηκα όμως από τα λόγια μου και μου φαίνεται πως ξανάρχισα να συμβουλεύω. Φοβούμαι πάλι καμιάν αντίδρασή σου. Σου το 'πα και πριν δε ζητώ να σου επιβάλω έτοιμες απόψεις για τον κόσμο, αλλά μονάχα να σε βοηθήσω να ξεκινήσεις. Ύστερα, τράβα το δρόμο σου και σβήσε με, σιγά σιγά, από τους λογισμούς σου, καθώς το θέλει η ζωή.
[...] Γόνιμος είναι κι ο έρωτας: επειδή κι ο έρωτας είναι δύσκολος. Έρωτας του ανθρώπου για τον άνθρωπο: ίσως αυτό νάναι το δυσκολότερο απ' όσα μας έταξεν η μοίρα, το πιο απόμακρο, η τελευταία δοκιμασία, το έργο που όλα τ' άλλα δεν είναι παρά προετοιμασία και προπαρασκευή του. Γι' αυτό κι οι νέοι – που είναι «αρχάριοι» στο κάθε τι– δ ε ν ξ έ ρ ο υ ν ακόμα ν' αγαπούν: πρέπει να διδαχτούν τον έρωτα. Με όλο τους το είναι, με όλες τους τις δυνάμεις συμμαζεμένες γύρω στην ερημική φοβισμένη καρδιά τους, που οι χτύποι της ψηλώνουν ολοένα, πρέπει να μάθουν να αγαπούν. Ο καιρός όμως της μαθητείας είναι πάντα καιρός μακρόχρονου «εγκλεισμού». Έτσι είναι, για πολύν καιρό, κι ο έρωτας: μοναξιά, ολοένα και πιο έντονη και πιο βαθιά μόνωση. Έρωτας δε θα πει ν' ανοίγεσαι ευθύς, να δίνεσαι, να ενώνεσαι με κάποιον Άλλον (τι θα ήταν, άλλωστε, η ένωση δύο όντων ακαθόριστων ακόμα, ατέλειωτων, ανοργάνωτων;)· είναι μια σπάνια ευκαιρία για να ωριμάσεις, ν' αποχτήσεις μιαν υπόσταση δική σου, να γίνεις εσύ ένας ολόκληρος Κόσμος, για χάρη κάποιου άλλου, αγαπημένου προσώπου· είναι μια υψηλή, ακράτητη αξίωση, που σε χρίζει εκλεκτό της και σε σπρώχνει προς τ' απέραντα πλάτη. Μόνο έτσι θάπρεπε να μεταχειρίζονται οι νέοι τον έρωτά τους: σαν ένα καθήκον που τους υποχρεώνει να εργάζονται αδιάκοπα στο μέσα τους κόσμο («ν' ακροάζονται και να σφυροκοπάνε νύχτα – μέρα»). Δεν είναι ακόμα ώριμοι για το δόσιμο του εαυτού τους, για την εγκατάλειψη και το σβήσιμο τους μέσα σ' ένα άλλο άτομο, για οποιοδήποτε τρόπο Ένωσης. (Πρέπει, πρώτα, και για πολύν πολύν καιρό, να μαζεύουν και να θησαυρίζουν ολοένα). Η Ένωση αυτή, το δόσιμο αυτό, είναι το στερνό σκαλοπάτι· ίσως η ανθρώπινη ζωή να μη μπορεί ακόμη να το χωρέσει. Εδώ όμως λαθεύουν οι νέοι τόσο συχνά και τόσο βαριά: ορμάνε ακράτητοι ο ένας προς τον άλλον, όταν τους αγγίξει η αγάπη (είναι στη φύση τους να μη μπορούν να περιμένουν), σκορπίζονται εδώ κι εκεί, ενώ η ψυχή τους είναι γεμάτη ακεφιά, ακαταστασία και ταραχή... Τι μπορεί όμως να βγει από αυτό; Τι μπορεί να κάνει η ζωή τούτο το μπερδεμένο σωρό των μισοσπασμένων υλικών, που α υ τ ο ί τα ονομάζουν «ένωσή» τους και πολύ θάθελαν να τα ονομάσουν «ευτυχία» τους; Και τι τους μέλλεται το αύριο; Καθένας τους αφανίζεται για χάρη του άλλου και αφανίζει σύγκαιρα τον άλλον κι άλλους πολλούς ακόμα, που ίσως ναρχόντουσαν κατόπι. Χάνει το νόημα της απεραντοσύνης, χάνει όλες του τις δυνατότητες· ανταλλάζει το «πήγαιν' – έλα» των σιωπηλών, γεμάτων υποσχέσεις, πραγμάτων, με ένα στείρο ανακάτεμα, απ' όπου δε μπορεί να βγει άλλο τίποτα πάρα σιχασιά, απογοήτευση και φτώχια. Δεν του μένει παρά να γυρέψει σωτηρία σε μιαν απ' τις άπειρες συμβατικές καταστάσεις που είναι παντού στημένες, σα δημόσια καταφύγια, γύρω απ' αυτόν τον επικίνδυνο δρόμο. Καμιά περιοχή της ανθρώπινης υπόστασης δεν είναι τόσο πολύ γεμάτη από συμβατικότητες, όσο τούτη εδώ: Σωσίβια, βάρκες και ναυαγοσωστικά είναι στη διάθεσή του, κάθε είδους βοήθεια που η κοινωνία έχει επινοήσει για τούτο το σκοπό. Για τους ανθρώπους, ο έρωτας δεν είναι παρά μια απόλαυση, τον κατάντησαν λοιπόν κάτι εύκολο και φτηνό, ακίνδυνο και σίγουρο, όμοιο με τις απολαύσεις των δρόμων. Αλήθεια, πόσοι και πόσοι νέοι στάθηκαν ανίκανοι να βρουν το σωστό δρόμο της αγάπης, για πόσους τα σύνορα του έρωτα σταματάνε στο εύκολο, βιαστικό δόσιμο του εαυτού τους! (οι περισσότεροι, άλλωστε, δε θα προχωρήσουν –σίγουρα– πιο πέρα από κει). Νιώθουν, πολλοί, να λυγίζουν κατ' απ' το βάρος αυτού του λάθους και πασχίζουν να κάνουν βιώσιμη και γόνιμη, με το δικό τους προσωπικό τρόπο, την κατάσταση αυτή όπου βρέθηκαν ριγμένοι. Η φύση τους τούς λέει πως τα προβλήματα του έρωτα –λιγότερο από άλλα, που είναι το ίδιο σημαντικά– δε μπορούν να λυθούν σύμφωνα με τούτον ή εκείνον το γενικό κανόνα που εφαρμόζεται σ' όλες τις περιπτώσεις· νιώθουν πως τα προβλήματα αυτά –άμεσα προβλήματα ανθρώπου προς άνθρωπο– χρειάζονται, για κάθε περίπτωση, καινούργια, ιδιαίτερη, αποκλειστικά προσωπική απάντηση. Πώς όμως αυτοί –μια και μπερδεύτηκαν πια έτσι αναμεταξύ τους που δεν ξεχωρίζουν ο ένας απ' τον άλλον, μια και δεν έχουν τίποτα Δικό τους –πώς θα μπορούσαν να βρουν μέσα τους κάποια έξοδο, για να ξεφύγουν απ' την άβυσσο όπου έχει βουλιάξει η μοναξιά τους; Έρημοι κι αβοήθητοι, πορεύονται στα τυφλά κι ο ένας κι ο άλλος. Σκορπάνε τις καλύτερες δυνάμεις τους για να γλυτώσουν από συμβατικότητες όπως ο γάμος, και πέφτουν σ' άλλες συμβατικές λύσεις, λιγότερο χτυπητές, το ίδιο όμως θανάσιμες. Επειδή μονάχα για συμβατικότητες είναι άξιοι. Ό,τι βγαίνει απ' αυτές τις βιαστικές κι ανυπόμονες, θολές και ταραγμένες ενώσεις, είναι πάντα συμβατικό. Κάθε σχέση που είναι καρπός αυτής της πλάνης, έχει κάτι το συμβατικό, ακόμα κι αν είναι ασυνήθιστη (ή, όπως λέει ο κόσμος, ανήθικη). Κι ο χωρισμός ακόμα θάταν μια συμβατική χειρονομία, μια απρόσωπη τυχαία απόφαση, αδύναμη και άκαρπη. Στο δρόμο του Έρωτα (όπως και στο δρόμο του Θανάτου, που είναι δύσκολος κι αυτός) δε θα βρεις –άμα τον αντικρύζεις σοβαρά– κανένα φως, καμιάν απόκριση, ούτε σημάδι, ούτε χαραγμένο δρόμο, για να σε βοηθήσουν. Και για τα δύο τούτα καθήκοντα, που κρατάμε κρυμμένα μέσα μας και τα παραδίνουμε στους άλλους χωρίς να φωτίσουμε το μυστικό τους, δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες. Όσο όμως πιο πολύ αποζητάμε τη μοναξιά στη ζωή μας, τόσο περισσότερο ζυγώνουμε το μεγάλο νόημα του έρωτα και του θανάτου. Οι απαιτήσεις, που τραχύς και δύσκολος ο έρωτας έχει απ' τη ζωή μας σ' όλη της την πορεία, είναι πάρα πολύ βαριές, κι εμείς, στα πρώτα μας βήματα, είμαστε πολύ αδύναμοι μπροστά τους. Αν όμως σταθούμε καρτερικοί και δεχτούμε τον έρωτα αυτόν σαν τραχιά μαθητεία –αντίς να χανόμαστε σ' όλα εκείνα τα εύκολα και κούφια παιχνίδια, που επινόησε ο άνθρωπος για να μην αντικρύζει κατάματα τη βαθύτατη σοβαρότητα της ζωής –ίσως τότε, κείνοι που θάρθουν καιρό έπειτ' από εμάς, να νιώσουν μια κάποια πρόοδο κι ένα ξαλάφρωμα· και θάταν σημαντικό τούτο.
|